῾Ο Θαλλέλαιος ἄκουσε ἀνέκφραστα τήν καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Συνοδικοῦ Δικαστηρίου: καθαιρεῖτο καί περιέπιπτε στήν τάξη τῶν ἁπλῶν μοναχῶν. ῾Η θέση πού κατεῖχε μέχρι τότε ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγάλης πόλεως τῆς Θεσσαλονίκης ἀποτελοῦσε πιά ἕνα παρελθόν γι᾽ αὐτόν. ῞Ολοι αὐτοί τούς ὁποίους ἔβλεπε ἀπό τό ὕψος τοῦ ἀρχιεπισκοπικοῦ θρόνου, μικροί καί ἀσήμαντοι οἱ περισσότεροι, ῾σκουλήκια᾽ πού σέρνονταν μπροστά του γιά νά τόν κολακέψουν καί νά τόν κανακέψουν, προσδοκώντας ἕνα βλέμμα εὐμένειας δικό του ἤ τήν μεσολάβησή του γιά νά πετύχουν κάτι μέσα στήν κοινωνία πού ζοῦσαν καί πού ἤξεραν τήν δύναμη καί τήν ἐπιρροή του, ὅλοι αὐτοί λοιπόν ξαφνικά μεγάλωναν καί γίνονταν ἕνα μ᾽ ἐκεῖνον. Στήν σκέψη τοῦ χαιρέκακου βλέμματός τους ἀπό τήν ἱκανοποίηση τῆς ἐκδικητικότητάς τους καθώς θά ἔβλεπαν τήν πτώση καί τήν ταπείνωσή του, ἔνιωσε δάγκωμα στήν καρδιά. ῾Ο ἐγωϊσμός του τόν πόνεσε. Δέν ἔδειξε ὅμως τίποτε τό πρόσωπό του. Παρακολουθοῦσε τά τεκταινόμενα μέ μία φαινομενική ἀταραξία.
Κοίταξε ἕνα ἕνα τά πρόσωπα τῶν συνοδικῶν ἐπισκόπων. Σκληρά καί ἀνάλγητα, ἔδειχναν ἄτεγκτοι στήν δικαιοσύνη πού ἀπένεμαν. Τό κατηγορητήριο ἦταν συντριπτικό γι᾽ αὐτόν. Οἱ μάρτυρες κατηγορίες πάμπολλοι. Τά στοιχεῖα ἀδιάσειστα: εἶχε περιπέσει σέ πλῆθος παραπτωμάτων καί ἐγκλημάτων πού τό μόνο πού προέβλεπε τό ἐκκλησιαστικό δίκαιο γι᾽ αὐτά ἦταν ἡ καθαίρεση. Κι εἶναι ἀλήθεια: μόνο τόν πρῶτο καιρό ἦταν προσεκτικός στήν ἄσκηση τῶν καθηκόντων του. Οἱ ἐπίσκοποι τῶν ὁποίων τίς τσέπες καί τά θησαυροφυλάκια εἶχε γεμίσει ἀπό τά δῶρα του, ὅπως καί οἱ πολιτικοί τούς ὁποίους εἶχε προσεταιριστεῖ καί εἶχαν ἀσκήσει πιέσεις γιά νά ψηφιστεῖ στόν θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ τό εἶχαν τονίσει: πρόσεχε γιά νά μήν ἐκτεθοῦμε. Τόν πρῶτο καιρό λοιπόν ἦταν πράγματι προσεκτικός. Σιγά σιγά ὅμως, ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, συνειδητοποιοῦσε τήν δύναμη τῆς ἐξουσίας πού εἶχε ἀποκτήσει. Κι ἄρχισε νά μεθάει ἀπό αὐτήν. Κανείς δέν μποροῦσε πιά νά τόν ἐλέγξει. Κανείς δέν μποροῦσε νά τόν ἀμφισβητήσει. ῏Ηταν ἰσόβιος ἄρχοντας.
῎Αρχισε νά ζεῖ λοιπόν ὡς ἄρχοντας. ῎Οχι βεβαίως μέ τόν τρόπο πού λέει ὁ Κύριος: ὡς πρῶτος καί ἔσχατος ὅλων, ἀλλά μέ τόν τρόπο τόν κοσμικό: ἔκδοτος σέ κάθε πάθος. Καί μάλιστα χωρίς νά προσέχει. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τά τραπέζια πού ἔκανε στήν ἐπισκοπή συναγωνίζονταν τά ῾λουκούλεια᾽ γεύματα τῶν βασιλιάδων. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού προκειμένου νά ἱκανοποιήσει τούς πολιτικούς πού τόν βοήθησαν ἀσκοῦσε παράνομες πιέσεις σέ κληρικούς καί λαϊκούς. Κι ἀκόμη: ὄχι μία ἤ δύο φορές πολλοί εἶχαν διαπιστώσει κάποιες περίεργες καί ὕποπτες συναντήσεις μέ κυρίες ἐλευθερίων ἠθῶν, πρόθυμες νά ἱκανοποιήσουν κάθε γοῦστο, ἀκόμη κι ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργοῦ, κρατώντας τό στόμα τους σφαλιστό μέ τό πουγκί πού τούς δινόταν πλούσιο κάθε φορά.
Ναί, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θαλλέλαιος ἀπομυζοῦσε μέ τόν πιό κοσμικό τρόπο τήν ἐξουσία τοῦ θρόνου του. ῾Ο διάδοχος τῶν ἀποστόλων καί τῆς ταπεινῆς καί μαρτυρικῆς ζωῆς τους ἀκύρωνε καθημερινά τήν ἐκκλησιαστική θέση του καί γινόταν διάδοχος τῶν αὐτοκρατόρων καί τῶν βασιλέων. Κι ὅπως συνήθιζε νά λέει: ῾᾽Εγώ μόνο στόν Θεό δίνω λόγο᾽. Δηλαδή στήν πραγματικότητα σέ κανέναν. Μόνον στόν ἑαυτό του.
Ξανακοίταξε τούς ἐπισκόπους δικαστές. ᾽Ανασκάλεψε τήν μνήμη του γιά ὁρισμένους ἀπό αὐτούς. Τούς εἶδε τίς ὧρες πού τόν προσήγγιζαν μέ τρόπο γλοιώδη καί ἀναξιοπρεπή. Τότε πού εἶχαν χρειαστεῖ τήν ὑποστήριξή του γιά δικές τους ὑποθέσεις, ὄχι πάντοτε καθαρές, καί τούς τήν εἶχε δώσει ἁπλόχερα. Τούς εἶδε τίς ὧρες πού τούς εἶχε πλησιάσει μέ τά δῶρα του γιά νά πάρει τήν ψῆφο τους γιά τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Τά πλατιά τους χαμόγελα ὅταν εἶχαν δεῖ τό περιεχόμενο τῶν δώρων του καί τήν σπουδή τους νά τόν βεβαιώσουν ὅτι ἦταν ὁ πιό κατάλληλος γιά τήν θέση...
Στό πρόσωπό του ἄρχισε νά διαγράφεται ἕνα ἀδιόρατο χαμόγελο. ᾽Εξακολουθοῦσε καί κρατοῦσε στά χέρια του τό ῾κλειδί᾽ τῆς ἐπανόδου του. Μπορεῖ λόγω τῆς ἀπροσεξίας του τά πράγματα νά εἶχαν ὁδηγηθεῖ σέ αὐτήν τήν ἀπρόσμενη γι᾽ αὐτόν κατάληξη - ἐκεῖ ἔριχνε ὅλο τό βάρος τῆς ῾ἀτυχίας᾽ του: στήν ἀπροσεξία του πού ἔφερε τήν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ - ὅμως ἦταν σίγουρος καί γιά τήν λύση τοῦ προβλήματός του. Τό χρυσάφι του. Αὐτό θά ἦταν καί πάλι ἡ διέξοδός του. ῎Ω, ὁ Θαλλέλαιος μπορεῖ νά μή διακρινόταν γιά τήν χριστιανική πίστη του καί τήν συνέπειά του σέ ἠθικές ἀρχές, μπορεῖ νά εἶχε παρασυρθεῖ ἀπό τήν γοητεία τῆς δύναμης, ὅμως εἶχε μελετήσει καλά τούς ἀνθρώπους κι ἤξερε ὅτι μπροστά στόν χρυσό ὅλες οἱ συνειδήσεις κάμπτονται, ὅλα τά ἐμπόδια ὑπερβαίνονται. Τυχαῖα ὁ σοφός Σολομώντας ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη γράφει ὅτι τό χρῆμα εἶναι αὐτό πού ἀνοίγει κάθε θύρα στά ἀνθρώπινα; ῾Ο Θαλλέλαιος τό ᾽ξερε καλά ὅτι ἦταν καί πάλι θέμα λίγου χρόνου γιά νά ἀποκατασταθεῖ στήν θέση του.
Οἱ σκέψεις του καί οἱ προβλέψεις του ἐπαληθεύτηκαν στό ἀκέραιο. ᾽Ακόμη κι ὁ ἴδιος παραξενεύτηκε σέ πόσο σύντομο χρόνο κατόρθωσε στέλνοντας ἀσφαλῶς τά ῾πεσκέσια᾽ καί τά πλούσια δῶρα του σέ ἐκκλησιαστικούς καί πολιτικούς νά ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση ἐπανόδου του στόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο. Ἡ ἔφεσή του βρῆκε πρόθυμους ὑποστηρικτές. ῾Ο ῾χρυσός᾽ δικηγόρος ἀνέτρεψε ὅλα τά δεδομένα καί τίς ἀτράνταχτες μαρτυρίες. ῾῾Υπῆρξαν νέα δεδομένα, κατατέθηκαν ψεύτικες κατηγορίες, πρέπει καί πάλι νά ἐπανεξετάσουμε τήν ὑπόθεση᾽ ἦταν αὐτά πού ἀντέτειναν οἱ ἀποδέκτες τῶν δώρων του σέ ὅσους ἐπαναστατοῦσαν μέ τήν ἰδέα τῆς ἐπανάκαμψής του στήν ἀρχιεπισκοπή τῆς Θεσσαλονίκης. Καμμία ἀντίδραση βεβαίως δέν ἦταν ἰσχυρότερη τῶν ῾νέων καί ἀτράνταχτων ἐπιχειρημάτων᾽ τῆς ἔφεσης τοῦ Θαλλέλαιου.
Κέρδισε τήν ὑπόθεση. Οἱ κατηγορίες μπῆκαν στό ἀρχεῖο. ῾Ο ῾ποιμένας᾽ θά ἐπέστρεφε στό ποίμνιό του. Αὐτήν τήν φορά ὅμως εἶχε βάλει μυαλό. Θά ἦταν ἰδιαίτερα προσεκτικός. Θά συνέχιζε τήν ζωή του, τήν χειροπιαστή ζωή πού ἔκανε καί ὄχι αὐτή πού ὑπόσχεται ἡ χριστιανική πίστη μετά θάνατον, χωρίς νά δίνει λαβές γιά ὑποψίες. Τό μάθημά του τό εἶχε πάρει.
῾Ετοιμάστηκε πολύ προσεκτικά. Ντύθηκε σεμνά καί ἐκκλησιαστικά, ὅπως ἅρμοζε στό ἀξίωμά του. ᾽Εναπέμεναν μόνο τά χαρτιά καί ἀπό τήν κοσμική ἐξουσία, ἀπό τήν πολιτεία, πού θά βεβαίωναν ὅτι ὁ Θαλλέλαιος ἦταν πάλι ἐκεῖ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὁ ῾ποιμένας᾽, κι αὐτό θά γινόταν τήν ἡμέρα ἐκείνη. ῎Ενιωσε ἕνα σκίρτημα στήν καρδιά. ῏Ηταν γεννημένος νά ἐξουσιάζει. Νά εἶναι πρῶτος. Ποιός ξέρει, μπορεῖ ἀργότερα νά προωθεῖτο καί σέ μεγαλύτερες θέσεις... Τό ὅραμα αὐτό τόν ἔκανε νά ἀναγαλλιάσει! ῾Πρός τό παρόν ὅμως εἶναι τά χαρτιά πού πρέπει νά πάρω᾽ μονολόγησε.
῎Ενιωσε ἄγχος ἀπό τήν ἀδημονία καί τά ἔντερά του λίγο ἔστριψαν. ῾Πάω γιά λίγο στήν τουαλέττα, δέν θά ἀργήσω᾽ εἶπε στούς δύο ὑπηρέτες του πού τόν περίμεναν ἔξω ἀπό τό δωμάτιό του.
Ἡ ὥρα πέρασε καί ὁ Θαλλέλαιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, δέν ἔβγαινε ἀπό τήν τουαλέττα. Οἱ ὑπηρέτες ἄρχισαν νά ἀνησυχοῦν καί νά ἀδημονοῦν. Ποτέ δέν εἶχε καθυστερήσει τόσο. Περίμεναν λίγο ἀκόμη καί πῆγαν ἔξω ἀπό τόν συγκεκριμένο τόπο. Τόν φώναξαν, κτύπησαν τήν θύρα, καμμία ἀπάντηση. Κοιτάχτηκαν μέ ἀγωνία. ῾Τί θά κάνουμε;᾽ ἀναρωτήθηκαν μέ ἀπόγνωση. Ξαναχτύπησαν καί ξαναφώναξαν. Καμμία ἀπάντηση, κανένας θόρυβος. ᾽Αποφάσισαν νά κάνουν αὐτό πού δέν θά τό τολμοῦσαν ποτέ: νά ἀνοίξουν τήν θύρα.
Τό θέαμα πού ἀντίκρυσαν τούς ἔκοψε τήν μιλιά καί τούς πάγωσε τό αἷμα. Αὐτό πού εἶδαν ἦταν ἔξω ἀπό κάθε φαντασία τους. Εἶχαν ἀκούσει ἀπό διηγήσεις παλαιοτέρων ὅτι εἶχε συμβεῖ κάτι παρόμοιο στόν αἱρεσιάρχη ῎Αρειο, ἐκεῖνον πού εἶχε ἀμφισβητήσει τήν θεότητα τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί εἶχε ἐπιμείνει σ᾽ αὐτό, προκαλώντας μεγάλη ἀναταραχή στήν ᾽Εκκλησία. ῾Ο Θαλλέλαιος βρισκόταν μέ τό κεφάλι ἀνάποδα, μέσα στόν σωλήνα τῶν ἀκαθαρσιῶν, ἀκίνητος καί νεκρός. ῞Ο,τι οἱ ἄνθρωποι τῆς ᾽Εκκλησίας δέν μπόρεσαν νά κάνουν, ὅ,τι ἀκεραιότητα συνείδησης δέν ἐπέδειξαν, τό ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί ὁ πολιοῦχος τῆς Θεσσαλονίκης ἅγιος Δημήτριος. ῎Αν μποροῦσε κανείς νά δεῖ μέ τά μάτια τῆς πίστης, τά ἐνισχυμένα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, θά ἔβλεπε τόν τροπαιοφόρο μυροβλήτη ὀργισμένο νά στέκει παράπλευρα, μή δεχόμενο καί πάλι νά μαγαριστεῖ ὁ ἐπισκοπικός θρόνος τῆς πόλης πού προστάτευε ἀπό τόν θεομπαίκτη ἀρχιεπίσκοπο. ῾Ο ἅγιος Δημήτριος γιά μία ἀκόμη φορά ἐπιβεβαίωνε τόν χαρακτηρισμό του ὡς πολιούχου τῆς Θεσσαλονίκης.
Τό γεγονός τάραξε τά λιμνάζοντα ἐκκλησιαστικά νερά. ῾Ζῇ Κύριος ὁ Θεός᾽ ψιθύριζαν μικροί καί μεγάλοι. Καί: ῾Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος᾽.
(Πηγή: ῾Λειμωνάριον᾽ ᾽Ιωάννου Μόσχου)