Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειμωνάριον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2018

ΧΟΡΟΣ… ΔΑΙΜΟΝΙΚΟΣ!

 
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπόσωσε τήν ὀρθρινή ἀκολουθία. Ὄρθιος στό μικρό καί παλιό ἀναλόγιο τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ κελλιοῦ του, τό ἀφιερωμένο στόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, ἔκλεισε τίς φυλλάδες τῶν προσευχῶν του, τίς φίλησε μέ μεγάλη κατάνυξη καί τίς ἔβαλε στή θέση τους μέ ἰδιαίτερη προσοχή. Στάθηκε στό μέσον κι ἄρχισε νά μετανίζει μέ δάκρυα στά μάτια γιά ὥρα πολλή. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», ἔλεγαν τά χείλη του, ἐνῶ ἔπεφτε στή συνέχεια κάτω στό δάπεδο μέ μεγάλες μετάνοιες, ἀκουμπώντας κάθε φορά τό κεφάλι του στό παλιό δάπεδο. Τό λιγοστό φῶς ἀπό τά καντηλάκια τοῦ τέμπλου καί τό μεγάλο κερί πού ἔκαιγε μπρός στόν ἅγιο Πρόδρομο δημιουργοῦσε μία ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία ταίριαζε ἀπολύτως μέ τό ἱλαρό φῶς πού ἔλαμπε στήν καρδιά του.
Σταμάτησε κάποια φορά, ἔκανε μετάνοια μπρός στίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου καί τίς ἀσπάστηκε μέ πάθος καί ἔρωτα. «Δόξα σοι ὁ Θεός», ψιθύρισε, κάνοντας σταθερά καί ἀργά τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του. Ἔκλεισε τή θύρα τοῦ ναοῦ, διάβηκε τό μικρό διάδρομο πού ἔβγαζε στήν ἐξώθυρα καί βγῆκε στή μικρή ἁπλωταριά τοῦ καθίσματός του. Ἕνας μεγάλος πεῦκος πού δέσποζε στό ἅπλωμα κούνισε τά κλωνάρια του ἀπό τό ἐλαφρό ἀεράκι, δίνοντάς του τήν πρώτη καλημέρα γιά τήν καινούργια ἡμέρα πού ὅπου νά ‘ναι ἀνέτελλε. Χαμογέλασε καί τόν κοίταξε μέ ἀγάπη. «Εἰ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;»  ἦλθαν στόν νοῦ του τά λόγια τοῦ Κυρίου. «Δόξα σοι, ὁ Θεός», ξανάπε καί εὐλόγησε τή φύση τοῦ Θεοῦ.
Τό μικρό κελλάκι του, δίπλα στόν ναΐσκο τοῦ καθίσματός του, θά τόν ἔβρισκε πολύ σύντομα στή θέση του γιά τό ἐργόχειρό του, ἀλλά πρῶτα ἤθελε νά ρουφήξει τόν πρωϊνό ἀέρα καί τά μάτια του νά ἀναπαυθοῦν γι’ ἀκόμη μία φορά στούς ἅγιους τόπους τῆς περιοχῆς πού βρέθηκε. Γιατί ὁ γέροντας ζοῦσε καί ἀσκεῖτο πάνω στό ψηλό βουνό μέ τά πολλά καί μεγάλα πεῦκα, ἀνατολικά τῆς ἅγιας πόλης Βηθλεέμ, πού σημαίνει ὅτι  ἀπό τή μιά ἀτένιζε τήν ἔρημο  τῆς Ἰουδαίας καί καί ἀπό τήν ἄλλη τίς ἅγιες πόλεις τῆς Βηθλεέμ καί τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἔκανε ἕνα γύρο τή μικρή ἁπλωταριά καί πρίν μπεῖ καί πάλι στό σπιτάκι του στάθηκε προσανατολισμένος πρός τό μεγάλο μοναστήρι τοῦ ἀββᾶ Θεόγνιου, σταυροκοπήθηκε κι εὐλόγησε τούς ἐκεῖ καλογέρους καί ἀσκητές. «Κύριε, εὐλόγησε τούς δούλους σου καί δυνάμωνέ τους στόν ἀγώνα τῆς ἀγάπης Σου», ψιθύρισε γιά πολλοστή φορά.
Χρόνια πολλά στήν ἄσκηση ὁ γέρο-Ἰωνᾶς, πρῶτα στό κεντρικό μοναστήρι κι αὐτός τοῦ ὁσίου Θεόγνιου κι ἔπειτα στό ἡσυχαστικό κάθισμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀρκετά πέρα ἀπό αὐτό, εἶχε πολλά νά διηγηθεῖ γιά τήν πνευματική ζωή, τίς εὐκολίες καί τίς δυσκολίες της, τίς χάρες πού ὁ Κύριος τῆς ἐπιφυλάσσει, ἀλλά καί τίς παγίδες πού στήνει ὁ Πονηρός, πάντα ἀσφαλῶς κατά παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτές οἱ τελευταῖες εἶναι τόσες πολλές κι ἐπικίνδυνες γιά τόν ἄνθρωπο τῆς ἀφιέρωσης καί τῆς ἄσκησης, πού μόνο ἡ ἀκλόνητη πίστη στόν Κύριο καί ἡ γενναιότητα τῆς καρδιᾶς δίνουν τήν ὑπομονή νά ἀντέξει κανείς καί νά μή τό βάλει στά… πόδια.
«Ὅ,τι θέλει ὁ Θεός!» εἶπε καί προχώρησε πρός τό κελλάκι του. Πῆρε τά ὑλικά γιά τό ἐργόχειρό του – καλάθια ἔφτιαχνε ὁ γέροντας -  καί κάθισε στό μικρό κάθισμά του. Τό φῶς τῆς ἡμέρας πού ἔμπαινε ἀπό τό στενό παραθύρι τοῦ κελλιοῦ ἦταν ἀρκετό γιά νά μήν ἔχει πρόβλημα μέ τά μάτια του, μολονότι τελευταῖα ἔβλεπε πώς θολώνει λίγο ἡ ὅρασή του καί ἔπρεπε νά τραβιέται λίγο μακρύτερα γιά νά βλέπει καλύτερα. Τά χέρια του ἄρχισαν μέ μεγάλη ἐπιτηδειότητα νά δουλεύουν τό ἔργο του, σχεδόν ἀσυναίσθητα ἔκαναν τό πλέξιμο, ἐνῶ τά χείλη του ἤδη εἶχαν ξεκινήσει νά λένε τίς ἀγαπημένες του προσευχές, κυρίως τό ψαλτήρι τοῦ προφητάνακτα Δαβίδ. Τόσα χρόνια στήν ἄσκηση εἶχε μάθει ἀπέξω ὅλους τούς ψαλμούς, «τά λόγια πού θέλει νά ἀκούει ὁ ἴδιος ὁ Θεός», ὅπως συνήθιζαν νά τούς λένε οἱ παλαιότεροι ἀσκητές, καί ἀπορροφήθηκε τόσο μέ τό ψάλσιμο, ὥστε δέν ἄκουσε ἕναν θόρυβο πού ἐρχόταν ἔξω ἀπό τό μικρό παραθύρι. Μόνον ὅταν εἶδε νά σκοτεινιάζει λίγο ὁ χῶρος ἀνασήκωσε τά μάτια του καί… ἔφριξε! Ἕνα παιδί πολύ μαυριδερό, φορώντας ἕνα ἔνδυμα ψάθινο, ἔμπαινε ξεδιάντροπα στό κελλί του ἀπό τό παράθυρο.
Σάν νά φοβήθηκε λίγο πού εἶδε τόν ἀπρόσκλητο ἐπισκέπτη καί πῆγε νά ἀποθέσει τό ἐργόχειρό του. Ἀμέσως ὅμως συνῆλθε. Ἡ ἐμπειρία του καί ὁ φωτισμός ἀπό τόν Θεό τόν ἔκαναν νά καταλάβει περί τίνος ἐπρόκειτο. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ», ψιθύρισε κι ἔσκυψε καί πάλι πάνω στό ἐργόχειρο, δείχνοντας πλήρη περιφρόνηση στή δαιμονική παρουσία. Εἶχε ἀκούσει ἀλλά καί ἡ δική του πεῖρα εἶχε βεβαιώσει ὅτι τίποτε δέν διώχνει τόσο τόν Πονηρό ἀπό τίς ὅποιες ἐπιθέσεις του ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἡ περιφρόνηση ἀπέναντί του. Νά συνεχίζει κανείς τό ἔργο του, κυρίως τήν προσευχή του καί τήν ἐνατένιση τοῦ Κυρίου του, χωρίς νά διασπᾶται ὁ νοῦς του ἀπό τίς δαιμονικές φαντασίες καί τά ὁράματά του.
Ὁ Πονηρός στάθηκε γιά ὥρα μπροστά του χωρίς νά λέει ἤ νά κάνει τίποτε. Τό ἴδιο ὅμως καί ὁ ἀσκητής: συνέχιζε τό ἐργόχειρό του καί τά ψαλσίματά του. Ἀπό ὥρα εἶχε ξεπεράσει τόν ψαλμό τῆς μετανοίας, τόν 50ό ψαλμό, καί συνέχιζε ἀκάθεκτος σάν νά μήν ἔχει κανέναν μπροστά του. Ὁ δαίμονας ἄρχισε νά… ὀργίζεται. Ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν προσευχή. Χωρίς νά πεῖ καί πάλι τίποτε, ἄρχισε νά χορεύει μπροστά στόν ἀσκητή, ἐνῶ ἐκεῖνος συνέχισε νά ψάλλει. «Γέροντα», ἄκουσε τό μαῦρο παιδί νά τοῦ λέει κάποια στιγμή, «καλά χορεύω»; Τσιμουδιά ὁ γέροντας. Ἡ προσευχή του καί τό ψάλσιμό του μόνον ἀκούγονταν. «Γέροντα, σοῦ ἀρέσει ἔτσι ὅπως χορεύω;», ξανάκουσε τή δαιμονική φωνή, ἐνῶ εἶδε τρελλές φιγοῦρες νά διαγράφονται ἀπό τόν ἐξαποδῶ, ὁ ὁποῖος εἶχε βαλθεῖ μέ τίς πολλές κινήσεις του νά τοῦ διασπάσει τήν προσοχή.
Ὁ γερο-Ἰωνᾶς ἀπολύτως βέβαιος γιά τόν τρόπο ἀντίδρασής του συνέχισε τήν πλήρη ἀδιαφορία του. Θυμήθηκε γιά ἀκόμη μία φορά αὐτό πού τοῦ ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντάς του στό μοναστήρι: «Παιδί μου, πρόσεχε μέ τίς δαιμονικές ἐμφανίσεις καί ἐπήρειες. Μή σέ κοροϊδέψει ὁ Πονηρός καί σοῦ ἀποσπάσει τήν προσοχή, ὥστε νά ἀρχίσεις μαζί του διάλογο. Πρέπει κανείς νά εἶναι στό ὕψος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας ἤ τῶν μεγάλων ἁγίων γιά νά στήσεις διάλογο, ἔστω καί ἀντιρρητικό, μαζί του. Ἐκεῖνος μέ πολλῶν χρόνων καί αἰώνων ἐμπειρία, τελικά θά σέ τουμπάρει. Τό μόνο πού κυριολεκτικά… δαιμονίζει τόν δαίμονα, εἶναι ἡ πλήρης ἀδιαφορία καί ἡ ἀπόλυτη περιφρόνηση. Ἐσύ θά λές τίς προσευχές σου, καί εἰ δυνατόν νά ψάλλεις. Κάτι τέτοιο δέν τό ἀντέχει ὁ ἐγωισμός καί ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ Πονηροῦ, γι’ αὐτό καί γρήγορα θά σέ ἀφήσει».
Τά σοφά λόγια τοῦ Γέροντά του ἐφαρμόστηκαν καί τώρα πολύ γρήγορα καί ἄμεσα. Νευριασμένος ὁ Πονηρός σκέφτηκε νά ἐπιτεθεῖ στόν Γέροντα ἐκ… δεξιῶν. Νά ἀμφισβητήσει τίς προσευχές του καί τή σωστή ἐκφορά τους. «Τί νομίζεις, κακόγερε;», τοῦ εἶπε τώρα σφυριχτά. «Νομίζεις ὅτι μ’ αὐτά πού ψέλνεις κάνεις κανένα μεγάλο πράγμα;         Ἄκου λοιπόν νά μάθεις: Σοῦ λέω ὅτι καί στόν ἑξηκοστό πέμπτο καί στόν ἑξηκοστό ἕκτο καί στόν ἑξηκοστό ἕβδομο ψαλμό ἔκανες λάθος. Δέν λές σωστά τούς ψαλμούς, δέν κάνεις σωστά τήν προσευχή. Μή νομίζεις λοιπόν ὅτι σέ ἀκούει ὁ Θεός σου!»  
Τοῦ ‘ρθε νά ἀπαντήσει καί νά βάλει τόν σατανᾶ στή… θέση του. Νά τοῦ ἐξηγήσει ὅτι ὁ Κύριος δέν κοιτάζει τήν ἀκρίβεια τῶν συλλαβῶν, ἀλλά τήν προαίρεση τῆς καρδιᾶς, τή διάθεση τῆς ἀγάπης πού Τοῦ ἔχουμε. Ἀλλά ἀμέσως καί πάλι συνῆλθε. «Μά αὐτό θά εἶναι ἡ νίκη του διαβόλου: τό ξεκίνημα διαλόγου μαζί του, ἔστω καί γιά λόγους ἀλήθειας. Ὄχι, Πονηρέ, δέν θά γίνει τό θέλημά σου». Σιωπή καί πάλι ὁ Γέροντας. Ἐνέτεινε περισσότερο τήν προσοχή του στή μυστική παρουσία τοῦ Κυρίου καί δυνάμωσε τίς ψαλμωδίες του. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἔλεγε ἐπίσης νοερά. Καί τότε ἔκανε κάτι πού ἔδιωξε ἀμέσως τόν Πονηρό. Σηκώθηκε ὄρθιος, χωρίς νά δίνει καμία σημασία στόν κακό ἐπισκέπτη του, κι ἔβαλε μετάνοια στόν Θεό. Δέν πρόλαβε σχεδόν νά ὁλοκληρώσει τή μετάνοιά του κι εἶδε τόν διάβολο νά ἐξαφανίζεται ὡς καπνός. Ἡ μετάνοια στόν Κύριο καί ἡ ἀπόλυτη συγκέντρωση τοῦ νοῦ του μόνον σ’ Αὐτόν ἔκαναν τόν διάβολο ἄφαντο.
Ὁ γέροντας ἔσυρε τά βήματά του γρήγορα στόν μικρό ναό τοῦ ἁγίου Προδρόμου γιά νά ἀποδώσει κι ἐκεῖ, μπροστά στίς εἰκόνες, τή δέουσα στόν Κύριο δοξολογία. Τοῦ φάνηκε ὅτι ὁ Κύριος, ἡ Παναγία καί ὁ Τίμιος Πρόδρομος τοῦ χαμογελοῦσαν. Ἀναλύθηκε σέ δάκρυα…

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰωάννη Μόσχου, κεφ. 160)

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2016

ΟΙ ΑΣΥΓΧΩΡΗΤΕΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΠΑΠΑ ΡΩΜΗΣ





῾Ο ἅγιος πάπας Λέων ἔγειρε κι ἀγκάλιασε κάθιδρος τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Καί σήμερα, ὅπως ἐπί σαράντα μέρες τώρα ἔκανε, εἶχε ξεκινήσει ἀξημέρωτα τήν προσευχή του μέ τό μοναδικό αἴτημα πού διακατεῖχε τήν καρδιά του: τήν πληφορία ἀπό τόν μεγάλο ἀπόστολο τῆς ἄφεσης τῶν ἁμαρτιῶν του.

 ῎Ενιωθε ὅτι βρισκόταν στό δεῖλι τῆς ζωῆς του. Τά χρόνια εἶχαν προχωρήσει καί τά σημάδια τους πάνω του εἶχαν ἀρχίσει νά γίνονται ἐμφανῆ. ᾽Αλλά δέν ἦταν μόνον τό πέρασμα τοῦ χρόνου καί τό γῆρας πού τόν εἶχε ἐπισκεφτεῖ. Περισσότερο ἀπό ὅλα ἔνιωθε ὅτι καταβαλλόταν ἀπό τίς μέριμνες τῆς ἐπισκοπικῆς του θέσης. ῎Ω, ἡ Ρώμη ἦταν μεγάλη πόλη καί πολύ δύσκολο νά διαποιμανθεῖ.

Κι ἦταν καί τά προβλήματα μέ τούς ῾λύκους᾽ τῆς ᾽Εκκλησίας, τούς αἱρετικούς.  ῾Η ᾽Εκκλησία μόλις εἶχε ξεπεράσει τόν κίνδυνο τοῦ αἱρεσιάρχη Νεστόριου, δυστυχῶς ἀρχιεπισκόπου τῆς Κωνσταντινούπολης, γιατί διεῖδε ὅτι τά λεγόμενά του ἦταν βλασφημίες πού ἀλλοίωναν τήν πίστη καί γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Παναγία Μητέρα Του. ῾Η Σύνοδος πού συγκλήθηκε, ἡ Γ´ Οἰκουμενική, καταδίκασε καί καθαίρεσε τόν βλάσφημο Νεστόριο καί διατύπωσε τήν ἀλήθεια: ὁ Κύριος εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτία, ἐνῶ ἡ Παναγία εἶναι ὄχι ῾Χριστοτόκος᾽ ἀλλά ῾Θεοτόκος᾽.

Νά, ὅμως, πού τά προβλήματα δέν τελείωσαν. Στόν ἀντίποδα τοῦ  Νεστόριου, ἀλλά μέ τίς ἴδιες τελικῶς προϋποθέσεις βρέθηκε ὁ Εὐτυχής. Καλός κληρικός τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ᾽Αλεξάνδρειας, εἶδε κι αὐτός τό ἀδιέξοδο τῶν θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά ἔφτασε στό ἄλλο ἄκρο: νά παρουσιάσει τόν Κύριο μόνον ὡς Θεό. Ἡ ἴδια βλασφημία κι ἐδῶ μέ ἐκείνην τοῦ Νεστορίου: ἡ διαγραφή τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί πῶς νά πεῖ κανείς ὅτι σώζεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κατά τόν Εὐτυχή ὁ ἄνθρωπος ἀπορροφᾶται ἀπό τόν Θεό, ὅπως ἀπορροφήθηκε κι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν θεότητά Του;

῾Ο Λέων βρέθηκε στό ἐπίκεντρο τῶν συζητήσεων καί τῶν ταραχῶν πού προκαλοῦσαν οἱ τελευταῖες αἱρετικές θέσεις τοῦ Εὐτυχῆ. Πολλοί ἀπευθύνθηκαν σ᾽ αὐτόν νά καταδείξει τήν αἵρεση, νά φανερώσει τήν ἀλήθεια. Κι ὁ ἅγιος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρίθηκε. Καταλάβαινε ὅτι ἔχει εὐθύνη ἔναντι ὅλης τῆς ᾽Εκκλησίας, ὅπως καί οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι. Κι ὁ νέος κίνδυνος ἦταν ἐξίσου μεγάλος μέ τόν προηγούμενο. Ζήτησε τήν βοήθεια καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ κι ἔγραψε γράμμα στόν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Κωνσταντινούπολης, τόν Φλαβιανό, ἄνθρωπο πράγματι τοῦ Θεοῦ, μέ μεγάλη εὐαισθησία στά θέματα τῆς πίστης καί ὀξυμμένα κριτήρια ὀρθοδοξίας. ῎Εδειξε μέ ἐπάρκεια καί τό ἀδιέξοδο τῶν ἤδη καταδικασμένων θέσεων τοῦ Νεστορίου, ἀλλά πολύ περισσότερο καί τοῦ Εὐτυχῆ.

῾Η σύνταξη τοῦ γράμματος κυριολεκτικά τόν συνέτριψε. ῎Εβλεπε ὅτι ὄντως ἀπαντοῦσε μέ βάση τήν ὀρθόδοξη πίστη στίς αὐθαιρεσίες καί τά φληναφήματα τοῦ Εὐτυχῆ. ᾽Αλλά ἡ εὐθύνη γι᾽ αὐτά πού ἔγραφε τόν ἔκανε ἐπιφυλακτικό. ῎Ηθελε νά εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὄχι μόνο ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου ἀλλά καί μορφῆς. Οἱ ἐχθροί καιροφυλακτοῦσαν νά πιαστοῦν κατά τήν προσφιλή συνήθειά τους ἀπό τίς λέξεις. ῎Ετσι δέν ἔκαναν ἄλλωστε ὅλοι οἱ ἀνά τούς αἰῶνες αἱρετικοί; ῎Εμεναν στό γράμμα κι ἀδυνατοῦσαν νά διεισδύσουν λίγο στό ῾ἀπόθετον κάλλος᾽ πού ἔλεγε ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, στήν κρυμμένη ὀμορφιά πέρα ἀπό τίς λέξεις. ᾽Αλλ᾽ αὐτό προϋπέθετε βίωμα σωστό πού δυστυχῶς δέν τό ἔβλεπες στούς αἱρετικούς. Δίσταζε λοιπόν ὁ πάπας, ὁ Λέων, ὁ πρόεδρος τῆς ᾽Εκκλησίας τῶν Ρωμαίων.

Δέν δίστασε ὅμως γιά τήν ἀπόφαση πού πῆρε. ᾽Αναγάλλιασε ὅταν τό σκέφτηκε καί τό ἔθεσε ἀμέσως σέ ἐφαρμογή. Θά ἀπευθυνόταν στόν προκάτοχό του, τόν ἀπόστολο Πέτρο. Οἱ ἅγιοί μας δέν εἶναι ζωντανοί; Δέν μᾶς ἀκοῦνε καί δέν συμμετέχουν στόν πόνο καί στίς ἀγωνίες μας; Λοιπόν, νά ἡ εὐκαιρία! Πῆρε τό γράμμα ὁ πάπας, πῆρε μαζί του καί τόν διάκονό του, ἔδωσε ἐξηγήσεις γιά τό ποῦ θά βρίσκεται, κι ἐγκαταστάθηκε στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ναί, ὁ ἅγιος αὐτός ἄνθρωπος δέν θά ἔφευγε ἀπό ἐκεῖ, ἄν ὁ ἀπόστολος δέν ἔδειχνε μέ τρόπο ἄμεσο καί φανερό ὅτι δέν ἔχει πέσει ἔξω κάπου στά γραφόμενα τῆς ἐπιστολῆς του. Γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ πάλευσε καί ἀγωνιοῦσε. Δέν μπορεῖ. ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος θά ἔστελνε κάποιο μήνυμα.

Τήν ἐπιστολή τήν τοποθέτησε πάνω στόν τάφο τοῦ πρώτου τῶν ἀποστόλων, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. ῞Ολη μέρα καί ὅλη νύκτα δέν ἔπαψε νά δέεται καί νά παρακαλεῖ: ῾῞Αγιε ἀπόστολε, σύ ὁ ἴδιος στόν ὁποῖο ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρας μας ᾽Ιησοῦς Χριστός ἔχει ἐμπιστευτεῖ τήν ᾽Εκκλησία καί τόν θρόνο, διόρθωσε ἀπό τήν ἐπιστολή ὅ,τι παράλειψα σάν ἄνθρωπος᾽. Γονάτιζε ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ Λέων, ἔχυνε πύρινα δάκρυα, παρακαλοῦσε. Κι ὅταν ἀποκαμωμένος δέν μποροῦσε νά σταθεῖ καθόλου στά πόδια του, ἔπεφτε κεῖ μπροστά στόν τάφο καί λίγο ξεκουραζόταν γιά νά συνεχίσει τά ἴδια λόγια τῆς προσευχῆς ἀργότερα.

Μαζί του ἀγωνιζόταν καί ὁ διάκος του. Δέν μποροῦσε βεβαίως ὁ νέος αὐτός ἄνθρωπος νά διεισδύσει στά μύχια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἐπισκόπου του καί νά νιώσει τήν ἀγωνία του γιά τήν φανέρωση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Δάκρυζε ὅμως γιατί ἔβλεπε τόν γέροντα αὐτόν νά δέεται στόν Κύριο καί τόν ἀπόστολό Του μέ τέτοιον συγκλονιστικό τρόπο. Καί κατέγραφε τήν στάση τοῦ ἁγίου μέσα του καί ἔβλεπε ὁρατά μπροστά του τό τί σημαίνει ἁγιότητα. Τόν εἶχε ζήσει βεβαίως τόν ἅγιο πάπα ὁ διάκος, τόν ἔβλεπε πῶς λειτουργεῖ, μέ τί ταπείνωση καί ἀγάπη  συμπεριφέρεται στούς κληρικούς καί τούς πιστούς καί παρακαλοῦσε τόν Θεό λίγο νά τοῦ μοιάσει. ᾽Αλλά αὐτό πού συνέβαινε τώρα στόν τάφο τοῦ ἀποστόλου ἦταν κάτι ἄλλο. Τήν ἤδη μεγάλη κορμοστασιά τοῦ πάπα Λέοντα τήν ἔβλεπε θεόρατη, σχεδόν νά ἀγγίζει τόν οὐρανό. Γι᾽ αὐτό καί τά δικά του δάκρυα δέν σταματοῦσαν, γιατί δέν σταματοῦσαν καί τά δάκρυα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου.

Σαράντα μέρες πέρασαν μέ τόν ἴδιο τρόπο. Εἶχε λιώσει ὁ Λέων ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Κι ὅταν γιά πολλοστή φορά τά χείλη του συνέχιζαν νά λένε ῾ὅ,τι παράλειψα στήν ἐπιστολή σάν ἄνθρωπος διόρθωσε σύ ὁ ἴδιος᾽, κι ἔνιωσε ὅτι δέν ἀντέχει ἄλλο, τότε φῶς ἔλαμψε ἀπό τόν τάφο, ἄρρητη εὐωδία ξεχύθηκε καί πλημμύρισε τόν τόπο καί εἶδε τόν ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Πέτρος βρισκόταν ἐκεῖ μπροστά του μέσα σέ θεϊκό φῶς, νά τόν βλέπει γεμάτος ἀγάπη καί μέ μιά ἀπόκοσμη φωνή νά τοῦ λέει: ῾Διάβασα καί διόρθωσα᾽. Τό ἀποκαμωμένο του κορμί γέμισε δύναμη. ῾Η ψυχή του ἔνιωσε νά πλημμυρίζει ἀπέραντη εὐτυχία κι ὁ νοῦς του σάν νά ἄνοιξε ἐντελῶς κι εἶδε πλήρως τήν ἀλήθεια. ῎Επεσε νά προσκυνήσει μά ὁ ἀπόστολος δέν τόν ἄφησε. Τοῦ εἶπε κι ἄλλα γιά τόν Κύριο, τοῦ ἀποκάλυψε κινδύνους καί διωγμούς πού ἡ ᾽Εκκλησία ἔπρεπε ἀκόμη νά περάσει, τοῦ εἶπε ἀκόμη καί γιά τόν ἴδιο. Κι ἐκεῖ πού ἡ καρδιά του κόντευε νά σπάσει ἀπό τό μέγεθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ τό ὅραμα χάθηκε. ῾Απαλά τό φῶς σβήστηκε κι ἀπόμεινε μόνος αὐτός μπροστά καί πάλι στόν τάφο, ὅπως σαράντα μέρες τώρα.

Σηκώθηκε καί φώναξε τόν διάκονο πού βρισκόταν ἐκείνη τήν ὥρα ἔξω. ᾽Εκεῖνος σάν κάτι νά κατάλαβε βλέποντας τήν λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου πάπα. Δέν τόλμησε νά ρωτήσει. ῾Ο Λέων μέ ἁπλότητα τοῦ εἶπε τί συνέβη. Ἡ ἀποστολή τους ἐκεῖ ἔλαβε τέλος. ῾Ο πάπας προσκύνησε καί μέ τρεμάμενα χέρια ἔσκυψε καί πῆρε τήν ἐπιστολή. Τήν ἄνοιξε καί - ὤ τοῦ θαύματος! – τήν βρῆκε διορθωμένη ἀπό τό χέρι τοῦ ἀποστόλου. Ὁ ἀπόστολος κράτησε τόν λόγο του. ῾Ο Κύριος μίλησε. Ἡ ἐπιστολή θά ἀποτελοῦσε τήν βάση γιά τήν ἀπάντηση τῆς ᾽Εκκλησίας πιά ἀπέναντι στόν αἱρεσιάρχη Εὐτυχή. Ὁ ἅγιος Λέων καί ὁ διάκος πῆραν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Αὐτά σκεφτόταν ὁ ἅγιος Λέων, ὅταν ἔγειρε καί κάθιδρος ἀγκάλιασε τόν τάφο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Γιά δεύτερη φορά μετά ἀπό μερικά χρόνια ἀφότου εἶχε πάρει τήν πληροφορία ἀπό τόν ἅγιο Πέτρο σχετικά μέ τό θέμα τῆς αἵρεσης τοῦ μονοφυσιτισμοῦ εἶχε θελήσει νά ἐπαναλάβει τό ἐγχείρημα. Αὐτήν τήν φορά ὅμως ὄχι γιά κάποιο ἐπεῖγον θέμα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά γιά τόν ἴδιο  καί τά χρωστούμενά του στόν Κύριο. Τά χρόνια ἔγερναν στήν πλάτη του κι ἤθελε νά ᾽ναι βέβαιος ὅτι ἡ ψυχή του θά᾽ ναι ἀπόλυτα καθαρή στήν κρίση πού τόν περίμενε. ῎Εβλεπε ὅτι ἡ συνείδησή του δέν τόν βάραινε γιά κάτι ἰδιαίτερο, ἀλλά ἄλλο ἡ συνείδησή του κι ἄλλο ὁ ἴδιος ὁ Κριτής. Καί νά λοιπόν πού βρέθηκε στόν τάφο τοῦ ἀγαπημένου του ἀποστόλου. ῞Οπως τήν πρώτη φορά, ἔτσι καί τώρα ἀποδύθηκε στόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς καί τῆς νηστείας. Τό αἴτημά του βγαλμένο ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς του ἦταν γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.

 ῾Κύριε᾽, ἔλεγε καί ξανάλεγε μέ δάκρυα στά μάτια, ῾στεῖλε τόν μαθητή σου νά μέ πληροφορήσει ἄν συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες μου. Νιώθω ὅτι δέν ἔχω βάλει ἀκόμη ἀρχή μετανοίας. ῞Οσο περνάει ὁ καιρός τόσο νιώθω καί μεγαλύτερο τό βάρος τῶν ἀνομημάτων μου. Σύ βέβαια, Κύριε, λόγω τῆς ἄπειρης ἀγάπης Σου ἀπέναντι στά πλάσματά Σου, ἤδη μᾶς ἔχεις συγχωρήσει. Τό αἷμα Σου πάνω στόν Σταυρό σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας. ᾽Αλλά τό πρόβλημα, Κύριε, εἶμαι ἐγώ. Δέν ξέρω ἄν σωστά σέ προσεγγίζω. Δέν ξέρω ἄν πράγματι ζῶ μετανοημένα. Συγκρίνω τόν ἑαυτό μου μέ τούς ἁγίους μαθητές Σου καί τούς ἄλλους φίλους Σου καί βλέπω τά τεράστια ἐλλείμματα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Κύριε, δέν θέλω νά Σέ χάσω. Δέν ἀντέχω νά βρίσκομαι μακριά Σου. Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν. Κύριε, συγχώρησε τίς ἁμαρτίες μου᾽.

Σαράντα μέρες καί πάλι πέρασαν μέσα στήν ὀδύνη καί τήν ἄσκηση τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς. Κι ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες ὁ οὐρανός φαινόταν κλειστός. Καμμία ἀπάντηση. Καμμία πληροφορία. Δέν ἔχανε ὅμως τίς ἐλπίδες του ὁ ἅγιος πάπας. Τοῦ ᾽δινε μεγάλο θάρρος καί τό γεγονός ὅτι καί τήν πρώτη φορά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα δόθηκε ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ μέ τόν ἅγιο ἀπόστολο. ᾽Εκεῖ εἶχε προσανατολιστεῖ καί πάλι ὁ Λέων. Καί δέν ἔπεσε ἔξω. ῞Οταν ἡ ἀγωνία του καί ἡ ἔντασή του ἔφτασαν σέ σημεῖο πού δέν ἄντεχε ἄλλο, τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα, τοῦ φανερώθηκε καί πάλι ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Τά σημάδια τῆς παρουσίας του τά ἴδια: ἔντονο φῶς καί εὐωδία ἐξαίσια. Γεμᾶτος στοργή καί εἰρήνη ὁ ἀπόστολος γιά τόν ἀγαπημένο του φίλο καί διάδοχο τοῦ θρόνου του τοῦ μίλησε ἔτσι, ὥστε τά λόγια του ἔπεσαν σάν βάλσαμο στήν πληγωμένη του καρδιά.

῾Προσευχήθηκα γιά σένα κι ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε ὅτι σοῦ συγχωρήθηκαν ὅλες οἱ ἁμαρτίες, ἐκτός ἀπό τίς χειροτονίες πού ἔκανες.  Οἱ χειροτονίες σου θά ᾽ναι ἐκεῖνες γιά τίς ὁποῖες θά σοῦ ζητηθεῖ λόγος, ἄν εἴτε καλά εἴτε κάπως ἀλλιῶς χειροτόνησες ὅσους χειροτόνησες᾽.

῾Ο ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε στήν ἕδρα του. Τώρα ἤξερε ὅτι μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του τά δάκρυα τῆς μετανοίας του δέν θά εἶχαν τελειωμό. ᾽Αφέθηκε ὁλοκληρωτικά στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. 


(᾽Από  τό  ῾Λειμωνάριον᾽  τοῦ ᾽Ι. Μόσχου)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 13, 2014

Για τον Επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης.

Για τον Επίσκοπο ο οποίος άφησε τη θέση του και δούλευε εργάτης


Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες για έναν επίσκοπο ο οποίος άφησε την επισκοπή του και πήγε στη Θεούπολη και δούλευε βοηθώντας τους κτίστες.
Εκείνο τον καιρό ήταν κόμης της Ανατολής ο Εφραίμιος, άνδρας ελεήμων και πονόψυχος. Γι’ αυτό και ανοικοδομούνταν τα δημόσια κτίρια, επειδή είχε πέσει όλη η πόλη από το σεισμό.
Μια νύχτα λοιπόν βλέπει ο Εφραίμιος στον ύπνο του τον επίσκοπο να κοιμάται κι ένα στύλο πύρινο να κατεβαίνει πάνω του από τον ουρανό. Το είδε αυτό όχι μια και δυό, αλλά πολλές φορές κι έμεινε έκθαμβος. Γιατί το θαύμα ήταν φοβερό και σε γέμιζε έκπληξη.
Και συλλογιζόταν τί να είναι άραγε τούτο; Γιατί δεν ήξερε ο Εφραίμιος ότι ο εργάτης ήταν επίσκοπος. Και πώς ήταν δυνατό να το ξέρει ότι ήταν επίσκοπος, όταν έβλεπε μαλλιά άγρια και βρώμικα ρούχα και άνθρωπο ασήμαντο, φτωχό και ταλαιπωρημένο από την πολλή υπομονή, την άσκηση και εργασία κι από την εξάντληση που φέρνει ο κόπος ο πολύς;
Μια μέρα λοιπόν καλεί ο Εφραίμιος τον εργάτη, τον πρώην επίσκοπο, θέλοντας να μάθει από τον ίδιο το ποιός είναι• κι άρχισε να τον ρωτά ιδιαιτέρως από πού είναι και το όνομά του. Αυτός του λέει: «Εγώ είμαι κάποιος από τους φτωχούς αυτής της πόλεως και, μη έχοντας από πού να τραφώ, δουλεύω εργάτης και με τρέφει ο Θεός από τους κόπους μου». Παρακινημένος όμως από το Θεό ο Εφραίμιος αποκρίνεται και του λέει: «Σε βεβαιώνω ότι δεν θα σ’ αφήσω, μέχρι να μου πεις την αλήθεια για όλη τη ζωή σου». Επειδή δεν μπορούσε πια να κρυφτεί, του λέει: «Δώσε μου το λόγο σου ότι, όσο βρίσκομαι σ’ αυτήν τη ζωή, δεν θα αποκαλύψεις σε κανένα την ιστορία μου κι εγώ θα σου ανακοινώσω τα δικά μου, έκτος από το όνομά μου και την πόλη».
Τότε του ορκίστηκε ο θείος Εφραίμιος ότι «δεν θα πω τίποτε από τα δικά σου, μέχρι που θα θελήσει ο Θεός να σε πάρει απ’ αυτήν τη ζωή». Αυτός τότε του λέει: «Εγώ είμαι επίσκοπος και άφησα την επισκοπή μου για το Θεό κι ήρθα εδώ, στον άγνωστο τόπο, ταλαιπωρούμενος και δουλεύοντας εργάτης. Κι από τον κόπο μου εξοικονομώ το λίγο ψωμί μου. Εσύ όμως, όσο μπορείς, αύξανε την ελεημοσύνη. Γιατί, αυτές τις μέρες, ο Θεός σε ανεβάζει στον αποστολικό θρόνο αυτής της Εκκλησίας των Θεουπολιτών, για να ποιμάνεις το λαό Του, για τον οποίο φρόντισε με το ίδιο Του το αίμα ο Χριστός, ο αληθινός Θεός μας.
Όπως λοιπόν σας είπα, υπέρ της ελεημοσύνης και της Ορθοδοξίας αγωνιστείτε. «Τοιαύταις γαρ θυσίαις ευαρεστείται ο Θεός». Και σε λίγες μέρες έτσι έγινε. Όταν άκουσε αυτά ο Εφραίμιος, δόξασε το Θεό και είπε: «Πόσους κρυφούς δούλους έχει ο Θεός, οι οποίοι μόνο σ’ Αυτόν είναι γνώριμοι!».
(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Τρίτη, Αυγούστου 12, 2014

Η ΔΙΚΑΙΗ ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΣΦΗΜΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

                                                     

Η Ηλιούπολη ήταν μια πόλη της Λιβανησίας Φοινίκης. Σ΄ αυτήν κατοικούσε κάποιος ηθοποιός που ονομάζονταν Γαϊανός, ο οποίος στο θέατρο περιγελούσε και βλαστημούσε την αγία Θεοτόκο. Του παρουσιάστηκε η Παναγία και του είπε : «Τι κακό σου έκανα ώστε να με διασύρεις και να με βλαστημάς μπροστά σε τόσο κόσμο ;». Παρόλα αυτά, ο Γαϊανός όχι μόνο δεν διορθώθηκε, αλλά συνέχισε περισσότερο να βλαστημά την Παναγία, η οποία του εμφανίστηκε τρεις φορές απευθύνοντάς του την ίδια νουθεσία. Αυτός όμως παρέμενε αδιόρθωτος. Τότε ξαναεμφανίστηκε σ΄ αυτόν ένα μεσημέρι όταν κοιμόταν, και με το δάκτυλό της χάραξε μια γραμμή στα δυο του χέρια και τα δυο του πόδια. Μόλις ξύπνησε ο ασεβέστατος ηθοποιός, είδε ότι ήταν με κομμένα τα χέρια και τα πόδια του. Συνεπεία της τιμωρίας του, μετανόησε, εξομολογήθηκε και φανέρωσε σε όλους ποια ανταπόδοση έλαβε για τις βλαστημίες ου αγίου ονόματος της Θεοτόκου.

ΠΗΓΗ : ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟ – ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΕΥΚΡΑΤΑ ΒΙΒΛΟΣ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΛΕΙΜΩΝ, εκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΔΡΥΜΑ «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ», ΑΘΗΝΑ, σ. 13 κ.ε.

Τρίτη, Ιουλίου 08, 2014

ΑΛΗΘΙΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ





῾᾽Αββᾶ, τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ρώτησε μέ γνήσια ἀπορία ὁ ἕνας ἀπό τούς δυό καλόγερους πού εἶχαν ἔλθει νά ἐπισκεφτοῦν τόν μεγάλο ἀββᾶ ᾽Ιωάννη τόν Πέρση.

῾Η συζήτηση εἶχε ξεκινήσει ἀρκετή ὥρα πρίν, μετά τόν ἑσπερινό πού εἶχαν κάνει στό φτωχικό ἐκκλησάκι τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη. Οἱ δυό καλόγεροι πού τόν βοήθησαν στά ψαλτικά κι ἔνιωσαν ξεχωριστή κατάνυξη ἀπό τήν ἱεροπρέπεια καί τήν δύναμη προσευχῆς τοῦ Γέροντα ἦταν γνωστοί του ἀπό παλιά. ῎Ερχονταν κατά καιρούς νά τόν ἐπισκεφτοῦν, νά τοῦ φέρουν κάποιο φίλεμα, νά συζητήσουν μαζί του πάνω σέ πνευματικά θέματα. ῎Ηξεραν ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἦταν τυχαῖος. Χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς εἶχαν σμιλέψει τήν ψυχή του, τοῦ ᾽χαν δώσει μεγάλη ἐμπειρία στίς παγίδες τοῦ Πονηροῦ, τόν εἶχαν γλυκάνει ἀπό τίς ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ.

Εἶχε ἔρθει ὁ ᾽Ιωάννης νεαρός ἀπό τήν Περσία στά εὐλογημένα καί ἁγιασμένα μέρη τῆς Συρίας. Κέντρο ἀσκητικό ἡ Συρία μέ σπουδαίους καί φημισμένους ἀσκητές ἔθελγε κάθε καλοπροαίρετη ψυχή πού ἡ ἀφιέρωση στόν Κύριο ἔβλεπε ὅτι ἦταν ἡ κλήση γιά τήν πορεία της. ῎Εψαξε ὁ ᾽Ιωάννης  καί ὑποτάχτηκε σέ ἅγιο καί ταπεινό Γέροντα στήν περιοχή τῶν Μονιδίων, περιοχή πού ὅπως σημαίνει τό ὄνομά της ἀποτελεῖτο ἀπό μικρά ἀσκηταριά, μικρές μονές, πού ὅλες μαζί συνιστοῦσαν μία ἀσκητική λαύρα. ᾽Εκεῖ ἔμεινε ἀρκετά χρόνια κάνοντας ἀδιάκριτη ὑπακοή, γι᾽ αὐτό καί προχώρησε ἀρκετά στά πνευματικά. Κι ὅταν ὁ Γέροντάς του ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, προβλέποντας μάλιστα τόν θάνατό του, ὁ ᾽Ιωάννης ἦταν ἐκεῖνος πού μέ δάκρυα στά μάτια τόν ἀποχαιρέτισε, πῆρε τήν εὐχή του, τόν παρεκάλεσε νά μήν τόν ξεχνᾶ ἐκεῖ πού θά πάει στόν Κύριο.

῾Ο ἀββᾶς ᾽Ιωάννης δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Σηκώθηκε ἀπό τήν θέση του στό μικρό δωματιάκι πού εἶχε περάσει τούς καλόγερους καί πού λειτουργοῦσε καί ὡς ἀρχονταρίκι τοῦ ἀσκηταριοῦ του, καί ἀνασκάλεψε τά κούτσουρα πού ἔκαιγαν σέ μιά πυροστιά. Πρόσθεσε κανά-δυό ἀκόμη ξύλα.

῾Τί εἶναι ταπείνωση;᾽ ἐπανέλαβε κι ἐκεῖνος μονολογώντας. ῾Ποιός μπορεῖ νά σοῦ ἀπαντήσει, παιδί μου, παρά ἐκεῖνος πού τήν ἔχει στήν καρδιά του;᾽ Σταμάτησε.  ῾᾽Εγώ πάντως δέν ξέρω᾽ εἶπε χωρίς ταπεινολογία.  ῾Γιατί μιλώντας γι᾽ αὐτήν εἶναι σάν νά μιλᾶς γιά τόν ἴδιο τόν Θεό. Καί ποιός μπορεῖ νά μιλήσει γιά τόν Θεό, παρά ὅποιος ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ; Μυστήριο ἡ ταπείνωση, παιδιά μου. Γι᾽ αὐτό καί πολλοί ἐπιχείρησαν νά τήν ὁρίσουν καί ἔπεσαν ἔξω. ῾Απλῶς περιέγραψαν κάποιες ἐπί μέρους πλευρές της᾽.

Κάποιο κούτσουρο στήν φωτιά σπίθισε ἀπό ἕνα ξαφνικό γύρισμα τοῦ ἀέρα κι ἔκανε τούς προσκυνητές καλόγερους νά στραφοῦν πρός τό μέρος της. Λίγο σάν νά ρίγησαν ἀπό τό κρύο πού εἶχε πέσει, καθώς τό βράδυ εἶχε προχωρήσει. ᾽Ανακάθισαν καλύτερα στίς θέσεις τους καί τά μάτια τους καί ὁ νοῦς τους στηλώθηκαν καί πάλι στόν ἀνολοκλήρωτο λόγο τοῦ Γέροντα.

῾Θά μπορούσαμε νά δώσουμε τό ἑξῆς παράδειγμα γιά τήν ταπείνωση καί τό μυστήριο πού περικλείει᾽ συνέχισε ἀργά ὁ ἀββᾶς ᾽Ιωάννης. ῾Μοιάζει μ᾽ ἕνα πιθάρι πού κλείνει μέσα θησαυρό πού κανείς δέν ἔχει δεῖ. Κι εἶναι τό πιθάρι αὐτό διπλοσφραγισμένο. Μόνο αὐτός πού τό κατέχει μπορεῖ νά τό ἀνοίξει καί ν᾽ ἀπολαύσει τό περιεχόμενό του. Τό μόνο πού γνωρίζουν ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι τό ὄνομα τοῦ πιθαριοῦ. Γιατί τό γράφει ἀπέξω: ῾῾Η ἁγία ταπείνωση᾽. ῾Επομένως...᾽ κατέληξε ὁ ᾽Ιωάννης, ῾ἑπομένως... μή μοῦ ζητᾶτε νά σᾶς πῶ πράγματα πού δέν κατέχω᾽. Τό ᾽πε μέ μιά τέτοια φυσικότητα καί πειθώ, πού δέν ἄφηνε περιθώρια ἀμφισβήτησης.

῾Δηλαδή, Γέροντα, δέν ὑπάρχει τρόπος τελικά νά μάθουμε γιά τήν ταπείνωση; ῞Ολη ἡ ῾Αγία Γραφή, ὅλοι οἱ ἅγιοί μας, μᾶς λένε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πρόοδος πνευματική. Αὐτή εἶναι ἡ βάση κάθε ἀρετῆς καί μάλιστα τῆς σπουδαιότερης ἀπό ὅλες,  τῆς ἀγάπης. Μένουμε λοιπόν ξεκρέμαστοι;᾽ ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ μικρότερος ἀπό τούς δύο καλόγερους.

῾Ο Γέροντας δέν ἔσπευσε καί πάλι νά ἀπαντήσει. Χαιρόταν πολύ γιά τήν συζήτηση πού ἔκαναν, γιατί τό περιεχόμενό της ἦταν γιά τό πιό οὐσιαστικό πράγμα στόν κόσμο: τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Καί χαιρόταν ξέχωρα πού δυό ἀδελφοί εἶχαν τέτοια γνήσια πνευματικά ἐνδιαφέροντα.

Σφίχτηκε λίγο ἡ καρδιά του. ῾Η σκέψη του πῆγε σέ ἄλλους προσκυνητές πού κατέφθαναν στό μέρος αὐτό, ἀλλά σάν τουρίστες.  ᾽Αντιμετώπιζαν αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀσκητές πολλές φορές σάν ἁπλό θέαμα, μέ σκοπό νά ποῦν ὅταν θά γύριζαν πίσω ὅτι συναντήσαμε καί τόν τάδε ἀσκητή, διαστρεβλώνοντας τίς περισσότερες φορές τά λόγια του ἤ καί παρεξηγώντας συχνά τήν συμπεριφορά του. Τέτοιους ῾προσκυνητές᾽ δέν τούς ἤθελε ἡ καρδιά του καί δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τούς ἀπέφευγε.

῾Παιδί μου, δέν μᾶς ἀφήνει ὁ Θεός. Μπορεῖ νά μήν ξέρουμε ἐπακριβῶς τί εἶναι ἡ ταπείνωση, ἀφοῦ αὐτήν ντύθηκε ὁ ἴδιος ὁ Θεός μας πού ἔγινε ἄνθρωπος, ἀλλά ὅταν βλέπει ἀνθρώπους νά Τόν ἀναζητοῦνε γνήσια, ἔρχεται ὁ ῎Ιδιος καί τούς καθοδηγεῖ ἤ στέλνει ἀνθρώπους Του νά γίνουν οἱ καθοδηγητές τῶν ἁπλουστέρων ἀνθρώπων. ᾽Εμεῖς λοιπόν χρειάζεται νά ἐπαινοῦμε τήν ταπείνωση, νά τήν θεωροῦμε ὡς πράγματι τήν βάση τῶν ἀρετῶν κι ᾽Εκεῖνος θά κάνει αὐτό πού ξέρει στήν ψυχή μας᾽.

Ξανασηκώθηκε κι ἔφτιαξε καί πάλι τά ξύλα στήν φωτιά. Φούντωσαν αὐτά κι ἅπλωσαν τήν θέρμη τους γιά νά ἀγκαλιάσουν τούς συζητητές. Παράλληλα ἄναψε κι  ἕνα λυχνάρι πού βρισκόταν παράμερα. Φωτίστηκε ὁ χῶρος καθώς φωτίζονταν καί οἱ ψυχές.

῾᾽Αλλά, ἄν δέν ξέρω νά σᾶς πῶ ἐγώ τί εἶναι ταπείνωση᾽, σάν ν᾽ ἀναγάλλιασε ὁ Γέροντας μ᾽ αὐτό πού ἑτοιμάστηκε νά πεῖ, ῾μπορῶ νά σᾶς πῶ γιά κάποιον πού πράγματι εἶχε τήν εὐλογημένη αὐτήν ἀρετή στόν ἀπόλυτο κατ᾽ ἄνθρωπον βαθμό. Ναί, ὁ Θεός μέ εὐλόγησε νά δῶ ταπεινό ἄνθρωπο καί νά καταλάβω πολύ καθαρά τήν δική μου μικρότητα᾽.

Τά μάτια τῶν καλογέρων ἄνοιξαν διάπλατα. Κράτησαν καί τήν ἀναπνοή τους ἀκόμη μή χάσουν καί τόν παραμικρό λόγο τοῦ ἀββᾶ ᾽Ιωάννη, τοῦ ἐκ Περσίας καταγομένου καί ταπεινοῦ κι αὐτοῦ ἀδελφοῦ, ἔστω κι ἄν τό ἀρνεῖτο αὐτός συνεχῶς.

῾Στό τέλος τοῦ 1353 ἀπό κτίσεως Ρώμης, (600 μ.Χ.), θέλησα νά ἐπισκεφτῶ τήν πρωτόθρονη Ρώμη, τό λίκνο αὐτό τῆς πίστεως, γιά νά προσκυνήσω τούς ἁγιασμένους τάφους τῶν μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου. Ἡ Ρώμη πάντοτε μέ ἔθελγε καί βρισκόταν σάν ὅραμα μπροστά μου, γιατί ἦταν ἡ ᾽Εκκλησία πού ὁ ἀπόστολος Παῦλος τήν ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα, γιατί ἦταν ἡ πρώτη στήν ἱεραποστολή καί στήν ἐλεημοσύνη, γιατί κυρίως...᾽ δάκρυσε ὁ Γέροντας, ῾...εἶναι ὁ τόπος πού εἶναι ἅγιος ἀπό τό χυμένο αἷμα τόσων χιλιάδων καί χιλιάδων μαρτύρων τῆς πίστεως. Κι ἐκεῖ βεβαίως μαρτύρησαν καί οἱ μεγάλοι ἀπόστολοι.  ῾Ο Θεός λοιπόν μοῦ ἔβαλε αὐτήν τήν ἐπιθυμία καί βρέθηκα τήν χρονιά ἐκείνη στά ἁγιασμένα ἐκεῖνα μέρη᾽.

῾῾Υπῆρχε ὅμως κι ἕνας ἀκόμη λόγος᾽, συνέχισε ὁ Γέροντας, ῾κι αὐτό εἶναι πού θέλω νά σᾶς πῶ μιλώντας γιά τήν ταπείνωση. ᾽Επίσκοπος στήν Ρώμη ἦταν τότε, κι εἶναι ἀκόμη ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω, ὁ ἅγιος καί μεγάλος Γρηγόριος, αὐτός πού τόν λένε Διάλογο. ῾Η φήμη του ἔχει ξεπεράσει τά ὅρια τῆς πόλης πού εἶναι ἐπίσκοπος κι ὅλοι οἱ χριστιανοί προσβλέπουν σ᾽ αὐτόν σάν σέ πρότυπο. Κεφαλή μεγάλη στήν πίστη μας. ῎Εχουν γίνει γνωστά παντοῦ  καί ἡ μεγάλη του ποιμαντική μέριμνα γιά τούς πιστούς καί ἡ διοργάνωση ἱεραποστολῶν γιά νά φέρει στήν ἀληθινή πίστη κι ἄλλους ἀνθρώπους καί τά ἁγιοπνευματικά ὅμως κείμενά του. Θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας πού αὐτά πού γράφει τρέφουν τούς χριστιανούς. Καί γι᾽ αὐτόν λοιπόν θέλησα νά πάω. Εὐχήθηκα μάλιστα πολύ στόν Θεό νά μοῦ δώσει σημάδι ὅτι ἔχει εὐλογήσει τό προσκύνημά μου, φέρνοντας στόν δρόμο μου τόν ἅγιο αὐτόν᾽.
῾Τόν συνάντησες, Γέροντα;᾽ εἶπαν μέ ἀγωνία καί οἱ δύο.
῾Ναί, παιδιά μου. ῾Ο Θεός εὐδόκησε νά τόν συναντήσω, ἀλλά γιά νά μέ διδάξει καί νά δῶ ἔμπρακτα τί σημαίνει, ὅπως σᾶς εἶπα, ταπείνωση καί χριστιανική ἀγάπη᾽.

῾Λοιπόν, παιδιά μου, ἀφοῦ εἶχα κάνει τό προσκύνημα στούς τάφους τῶν ἀποστόλων τοῦ Κυρίου καί μέ δάκρυα στά μάτια εὐλογοῦσα τήν ὥρα πού τά χείλη μου ἀσπάζονταν τό χῶμα πού εἶχαν θαφτεῖ, προχώρησα καί πῆγα στό κέντρο τῆς πόλεως. ᾽Ατένιζα ὥρα τήν μεγάλη Πόλη, μέ τούς φαρδεῖς δρόμους, τίς πλατεῖες, τά ἀγάλματα, ἀλλά ἡ σκέψη μου ἦταν, ὅπως σᾶς εἶπα, στά χρόνια πού οἱ ἀπόστολοι βρίσκονταν ἐκεῖ. Τότε ἦταν πού ἄκουσα κάποιον ξεχωριστό θόρυβο καί εἶδα συνωστισμένους ἀνθρώπους λίγο πιό πέρα ἀπό ἐκεῖ πού καθόμουν, πού μέ τό δέος ζωγραφισμένο στά μάτια τους ἅπλωναν τά χέρια τους νά χαιρετίσουν κάποιον.  

῾Η καρδιά μου κτύπησε μέ ἀγωνία. Αὐτό πού εἶχα εὐχηθεῖ στόν Θεό τό ἐπέτρεψε νά τό ζήσω. Λίγα μέτρα μακριά μου περνοῦσε ὁ ἅγιος πάπας, ὁ μέγας Γρηγόριος. Δάκρυσα ἀπό τήν κατάνυξη πού ἔνιωσα καί κινήθηκα αὐθόρμητα νά πάω νά τόν προσκυνήσω. Νά τοῦ βάλω μετάνοια καί νά πάρω τήν εὐχή του.

᾽Αλλά κι ἐκεῖνος σάν νά μέ εἶδε. Εἶδε τήν καλογερική μου ἀμφίεση, κατάλαβε ὅτι εἶμαι προσκυνητής καί στράφηκε ὁλόκληρος πρός τό δικό μου μέρος, ἐρχόμενος σέ μένα.

᾽Αλλά τότε συνέβη κάτι πού δέν μπόρεσα ἐκείνη τήν στιγμή νά ἐξηγήσω. Δυό κληρικοί ἀπό τήν ἀκολουθία του, βλέποντας τήν κίνησή μου νά τόν προσκυνήσω, ἔσπευσαν γρήγορα καί μέ ἀγωνία στά μάτια τους ἄρχισαν νά μοῦ λένε: ῾῎Οχι, πάτερ, μήν βάζεις μετάνοια. Μήν προσκυνᾶς τόν πάπα᾽.
Παραξενεύτηκα πάρα πολύ καί, δέν σᾶς τό κρύβω, θεώρησα βλάσφημα τά λόγια τους. ᾽Εκεῖνοι ὅμως ἐπέμεναν. ᾽Αλλά κι ἐγώ ἐπέμεινα. Θεωροῦσα ὅτι ἦταν ἄπρεπο ἀπό πλευρᾶς μου νά μήν τοῦ βάλω μετάνοια, νά μήν χαιρετίσω τόν ἅγιο.

Τόν πλησίασα πάρα πολύ ἀλλά τότε συνέβη τό ἑξῆς: πρίν προλάβω νά τόν προσκυνήσω, ἐκεῖνος ἔσπευσε μέ μία ἀσυνήθιστα γρήγορη κίνηση καί πρόσπεσε μπρός στά πόδια μου. ῾Ο πάπας, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, μπρούμυτα στήν γῆ μπροστά σ᾽ ἕναν ἁπλό παπα-καλόγερο.
Πρόσπεσα κι ἐγώ. Δέν ξέρω πόση ὥρα στάθηκα ἔτσι, ἀλλά ὅταν πῆγα νά ἀνασηκωθῶ, εἶδα ὅτι ἐξακολουθοῦσε ὁ ἅγιος νά κείτεται χάμω. Κατάλαβα τότε τήν ἀγωνία τῶν κληρικῶν τῆς συνοδείας του. ῾Ο ἅγιος προλάβαινε ὁποιονδήποτε πήγαινε νά τόν προσκυνήσει. ᾽Εκεῖνος πρῶτος ἔσπευδε καί δέν σηκωνόταν ἄν δέν σηκωνόταν πρῶτος ὁ ἄλλος.

Κατανύχθηκα. Βρέθηκα πρόσωπο πρός πρόσωπο μ᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ. Αἰσθάνθηκα πολύ ἔντονα τί θά πεῖ ταπείνωση καί τί σημαίνουν τά λόγια τοῦ Κυρίου πού ᾽Εκεῖνος πρῶτος τά ἔβαλε σέ ἐφαρμογή: ῾ὅποιος θέλει νά εἶναι πρῶτος ἀνάμεσά σας, ἄς εἶναι τελευταῖος ὅλων καί δοῦλος᾽.

᾽Αλλά ἡ ἔκπληξή μου δέν ἦταν μόνον αὐτή. ᾽Αμέσως ὁ πάπας Γρηγόριος, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ, μόλις σηκώθηκε μέ ἀγκάλιασε μέ θερμότητα καί μέ ἀσπάστηκε μέ τήν ἴδια τῆς προσκύνησης  ταπεινοφροσύνη, ἐνῶ μέ τό χέρι του μοῦ ἔδωσε τρία χρυσά νομίσματα. Στράφηκε μάλιστα στήν συνοδεία του κι ἔδωσε ἐντολή νά μοῦ δώσουν ἕνα καινούργιο ράσο καί ὅ,τι ἄλλο ἀναγκαῖο χρειαζόμουν. Στήν συνέχεια μοῦ εὐχήθηκε καί σάν νά ᾽χε κάνει τό φυσικότερο πράγμα τοῦ κόσμου προχώρησε τόν δρόμο του.

Εἶχα μένει ἀκίνητος. Τά δάκρυα κυλοῦσαν ἀνεμπόδιστα στό πρόσωπό μου καί δόξαζα τόν Θεό πού χάρισε στόν δοῦλο Του Γρηγόριο τέτοια ταπείνωση πρός ὅλους κι ἐλεημοσύνη καί ἀγάπη᾽.

Σταμάτησε ὁριστικά ὁ ἀββᾶς. Τά δάκρυα αὐλάκωναν καί τώρα τό ἅγιο πρόσωπό του, ἀλλά καί τῶν δυό καλογέρων. 

Τά κούτσουρα στήν φωτιά εἶχαν σβήσει ἀπό ὥρα, ἀλλά κανείς δέν τό εἶχε προσέξει. Γιατί μιά ἄλλη φωτιά μεγάλη καί δυνατότερη ἀπό τήν ὑλική ἔκαιγε τώρα μέσα στίς καρδιές τους.  


(Πηγή: ῾Λειμωνάριον᾽ ᾽Ιωάννου Μόσχου)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...