Πηγή: Άρδην, τεύχος 54, Ιούνιος – Ιούλιος 2005
[Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μοσκώφ Η Εθνική και Κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα (1830-1909): Ιδεολογία του μεταπρατικού χώρου, Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 269-271]
1. Το γένος βλέπουμε σέρνει μέσα του, σε όλες τις διαδοχικές φάσεις του κοινωνικού του μετασχηματισμού, τον «καημό της ρωμιοσύνης»· πάνω σ’ αυτόν εξυφαίνει κάθε άλλη αντίληψη που αποκτά της γύρω ζωής. Αυτό μένει το διαρκές στοιχείο, το βασικό, στην ιδεολογία του ελλαδικού ανθρώπου – έκφραση του τραγικού, της αντίφασης ανάμεσα στην κοινωνική πράξη και τα όρια που ορθώνει στην εθνική πορεία η αντικειμενική πραγματικότητα. Τις ρίζες του «καημού της ρωμιοσύνης» θα πρέπει έτσι να τις γυρέψουμε στα αργόσυρτα χαρακτηριστικά του υλικού υπόβαθρου της ελληνικής κοινωνίας. εκεί, μέσα στις τάσεις αιώνων, σε ό,τι μονιμώτερα αποδυναμώνει την ελλαδική δομή, σε ό,τι φέρνει αυτή την συχνή εξουδετέρωση της ενέργειας, δίχως πολύ απόηχο μέσα στην ιστορία.
Βασική ιδιότητα αυτής της τάσης είναι η στήριξη της ελλαδικής κοινωνικής δομής στον εξωτερικό χώρο. Η ελληνική κοινωνία μένει σταθερά ανοιχτή, δίχως να λειτουργεί, σαν μια οντότητα αυτόνομη, δίχως να παραγάγει από μόνη τις κινητήριες δυνάμεις της ύπαρξής της – οι οικονομικές της διαδικασίες πραγματοποιούνται σε εξάρτηση με χώρους που δεν ελέγχει.
Η ροπή αυτή αναβλύζει από την γεωγραφική διάρθρωση. Το τετμημένο του τοπίου, η αλληλουχία ξηράς και θάλασσας, έχουν οδηγήσει στην εξειδίκευση και την εμπορευματική διαμόρφωση της παραγωγής πρώτα, κατόπιν, σαν επακόλουθο, στο σύνθετο «παροικιακό φαινόμενο». Ο ελληνισμός, πραγματοποιώντας την οικονομική δράση του, διαχέεται έτσι συγχρόνως σε ολόκληρο τον ανατολικό μεσογειακό χώρο. Mεταφυτεύει εκεί παντού τις εγγενείς τάσεις του, ανοίγει τον δρόμο στις εμπορευματικές σχέσεις: αυτός θα ρίξει τις πρώτες πετριές στην πατριαρχική και φεουδαλική οικονομία, από την Ιωνία ως την Αίγυπτο των Ελλήνων «πρωτοκλασσάτων» και του Μωχάμετ Άλι. Αυτός είναι που θα τοποθετήσει κυρίαρχο, δίπλα στον παλιό γαιοκτήμονα και τον δεσπότη, τώρα τον καραβοκύρη και τον μπακάλη, μια τάξη πολυπληθέστερη, φορέα νέων ιδεών, κινητικών, δημιουργό μιας πιο δημοκρατικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας.
Η αποδυνάμωση του ελληνισμού μέσα σε μία τέτοια διαδικασία, η συχνή εξουδετέρωση της υλικής και πολιτικής του ενέργειας έρχεται έτσι επακόλουθο αυτής της δομής του συστήματος. Aναγκαστικά ο σπόρος της δράσης του καρπίζει συχνά σε ξένο χωράφι. Όμως μια παρόμοια μέσα στην ιστορία πρακτική αφήνει τον Έλληνα κυρίαρχο στον τόπο του — μπορεί ακόμα να διαφεντέψει, να συγκατατεθεί, αν όχι και να διαλέξει την μοίρα του, είναι ακόμα ένας Οδυσσέας που βγαίνει στον πηγαιμό προς την Ιθάκη, με πλήρη την επίγνωση του πρόσφορου ενός τέτοιου ταξειδιού. Ο καημός ήδη υπάρχει στις παλιότερες περιόδους της ιστορίας του, αλλά δεν αντικαθρεφτίζει παρά το ιδιότυπο αλισβερίσι του ρωμηού με την ζωή. Κερδισμένος βγαίνει, παρά τις πληγές του, αυτός· ακόμα μαθαίνει νωρίς πως δεν πλουτίζει παρά αυτοαναλωνόμενος.
2. Αλλού θα πρέπει να ψάξουμε —στον χώρο της μεσαίας διάρκειας— τα αίτια της αλλοτρίωσης της ελλαδικής συνείδησης που θα επέλθει, τα αίτια της μεταπρατικής παρεκτροπής που χαρακτηρίζει την ιδεολογία της νεώτερης κοινωνίας μας. Γιατί η μεταπρατική παρεκτροπή αντανακλά τις αλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί μέσα στον πλατύτερο χώρο της λειτουργίας του ελληνισμού τα νεώτερα χρόνια. Οι εμπορευματικές διαδικασίες θα πάψουν να κατευθύνονται από τον ελληνισμό μέσα στον εθνικό χώρο του όταν, μεμονωμένα έθνη αρχικά, μετά ολόκληρος ο κόσμος της «αναπτυγμένης» Ευρώπης, θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια αγορά, όταν αρχίσει να επικρατεί αυτό που περιγράφεται από την Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Ουλιάνωφ, σαν το «ιμπεριαλιστικό φαινόμενο», υπέρτατο στάδιο ανάπτυξης των αστικών παραγωγικών σχέσεων.
Τις απαρχές αυτής της παρεκτροπής ορισμένοι Έλληνες ιστοριογράφοι θα τις τοποθετήσουν στον 11ο ήδη αιώνα, με τα προνόμια που το αδυνατισμένο με την Σελτζουκική κατάκτηση τού εσωτερικού της Μικρασίας Βυζάντιο αναγκάζεται να παραχωρήσει στις Ιταλιώτιδες εμπορικές πόλεις. Το φαινόμενο όμως ακόμα μένει τότε περιφερειακό, δεν αποβαίνει κυριαρχικό παρά μόνο μετά την Οθωμανική παρακμή. Η τομή ανάμεσα στα ελλαδικά εδάφη και στην Δύση —που φέρνει η οθωμανική κατάκτηση τα χρόνια ακριβώς της πολιτιστικής αλλά και οικονομικής Αναγέννησης—θα γεννήσει βέβαια τις βασικές διαφορές ανάμεσα στους δυο χώρους. Η φυγή προς το βουνό, ο εποικισμός του ορεινού χώρου που επακολουθεί την Οθωμανική παρακμή συντελεί στο να πραγματοποιήσει και ο ελληνισμός μια απογείωση οικονομική, ανάλογη με την ευρωπαϊκή. Η καθυστέρηση είναι όμως ήδη τριών αιώνων. Χωρίς δασμολογική προστασία, με αντιμέτωπη την παρασιτική οθωμανική κρατική μηχανή, η απογείωση αυτή δεν θα μπορέσει παρά να επιβραδύνει για λίγες δεκαετίες την μεταπρατική αλλοτρίωση. Γρήγορα, η ευρωπαϊκή οικονομία θα επιβληθεί παντού εξουδετερώνοντας με την πολιτική ή και αμεσώτερα οικονομική της παρουσία τις εστίες της εθνωτικής ανάπτυξης. Ο ελλαδικός άνθρωπος κινείται τώρα σε ιδεολογικά πλαίσια που άλλοι του θέτουν, καθώς όλο και στενώτερα συνδέεται με τον ευρωπαϊκό χώρο, τις κυρίαρχες δυνάμεις του, όλο και εξαρτάται περισσότερο από την αφομοίωση μέσα στην Προστασία. Το Ναυαρίνο επικυρώνει απλώς αυτό το μήνυμα, σφραγίζοντας τις μεταπρατικές συνειδήσεις. Ο ρωμηός δεν ορίζει, δεν διαφεντεύει πια την μοίρα του, η Ιθάκη παύει να υπάρχει—του μένει ο πηγαιμός σαν αυτοσκοπός· αν συμβιβάζεται, το κάνει γιατί τον πιάνει η ναυτία μπρος στο αδιέξοδο, το κάνει για να διασώσει ό,τι από το έθνος πια απομένει…
Ο ελληνισμός μεταβάλλεται σταδιακά από την κατ’ εξοχήν εμπορευματική κάστα της Ανατολικής Μεσογείου, από nation-classe, σε πράκτορα της οικονομίας της Ευρώπης. Τότε, μέσα στον 19ο αιώνα, θα συντελεστεί η ουσιαστική άλωση της ελλαδικής ψυχής.
Η ιδεολογική αντίθεση ανάμεσα στον φραγκοφορεμένο φιλελεύθερο μεταπρατικό κόσμο από την μια πλευρά, τις λαϊκιστικές φιλορθόδοξες δυνάμεις του εθνωτικού βιοτεχνικού χώρου από την άλλη, αφού χαρακτηρίσει την πολιτική ζωή της χώρας από τα 1821 ως την Έξωση του Όθωνα, γρήγορα θα χαλαρώσει. Ο τόνος χαμηλώνει στο σημείο που ο ορεινός βιοτεχνικός κόσμος καταστρέφεται και παρακμάζει, σαν αποξενωμένος από το οικονομικό του περιεχόμενο· θα μείνει κατάλληλος μόνο για ποιμενικά ειδύλλια, προπύργιο, μες στην πίκρα του, κάθε αντίδρασης. […]
7. Ωστόσο, κάτω απ’ αυτή την επιφάνεια των πραγμάτων, κινήσεις καινούργιες διαφαίνονται· μέσα από τα σκληρά πλαίσια της καθιερωμένης ιδεολογίας, άλλες καινούργιες ιδεολογικές ροπές εμφανίζονται. Αν, όπως είδαμε, κάποτε αφομοιώνονται και τούτες μες στο σύστημα, όμως η ενυπάρχουσα για την εμφάνιση τους τάση βρίσκεται στην εντελέχεια τής κοινωνικής δομής: δυναμώνουν καθώς πληθαίνει σταδιακά ο καινούργιος κοινωνικός κόσμος που τα γέννησε· διεκδικούν απ’ την μεταπρατική σκέψη –με τις ρίζες του εκλεκτικισμού και τις ασάφειες έστω, πού κουβαλούν από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα– μιαν κάποια ιδεολογική αυτονομία.[…]
Είτε πρόκειται για τους πυρήνες αυτούς της εθνικής αστικής τάξης, είτε για κοινωνικές ομάδες λαϊκώτερες, εργατικές ή υπαλληλικές, τα καινούργια κοινωνικά στρώματα θα βρίσκονται ως ταγοί και στην εθνογενετική πάλη.
Το πρόβλημα της απελευθέρωσης του ακόμα υπόδουλου Ελληνισμού –Μακεδονία, Ήπειρος, Κρήτη, Αρχιπέλαγος, Ιωνία–, το πρόβλημα ακόμα του πολέμου ή της ειρήνης σε μία σπαραζόμενη ήδη Ευρώπη απασχολεί τα χρόνια αυτά πρωταρχικά τις συνειδήσεις. Είδαμε πώς η στάση των ηγετών του δημοτικισμού ήταν πολύ λίγο συνεπής με την εθνικιστική τους ιδεολογική βάση. «Τα μπλεξαν οι Κρητικοί τα πράματα», ας θυμηθούμε, έγραφε –μ’ αφορμή την κήρυξη από τους Κρητικούς της Ένωσης– στα 1908, ο Α. Πάλλης.
Από τα καινούργια κοινωνικά στρώματα, αντίθετα, και τις πρώτες τους οργανώσεις θα έρθει ή πρωτοβουλία για μια γρήγορη διευθέτηση του εθνικο-απελευθερωτικού προβλήματος μέσα στους Βαλκανικούς λαούς και στους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η «Αδελφότητα» του Βόλου θα είναι ιδιαίτερα δραστήρια στον τομέα αυτόν, αλλά πρωτοβουλίες θα αναλάβει, ωθούμενος από τα νεώτερα μέλη του «Σοσιαλιστικού Κόμματος» και ο Πλάτων Δρακούλης, με μια σειρά από περιοδείες και επαφές στις βαλκανικές πρωτεύουσες και στην Πόλη.
Από το πεδίο τέτοιων μαχών κανείς δεν αποκλείεται· φωτεινές μορφές του μεταπρατικού κόσμου θα ενδώσουν στις νέες ιδεολογικές τάσεις. Έστω από μια παροδική όξυνση του ουμανιστικού πάθους τους, με κάποια επιφύλαξη έστω. Ό Κωστής Παλαμάς, ο Ίων Δραγούμης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Σικελιανός — από τους πνευματικούς ταγούς — εκατοντάδες άλλοι από τους ελάσσονες, θα μπουν τα χρόνια αυτά στο μεγάλο πανηγύρι, για να γυρίσουν γρήγορα όμως πάλι πίσω, στον φιλελευθερισμό ή στον «εθνικιστικό» υπαρξισμό τους.
Έτσι, δειλά ακόμα διαφαίνεται πως η απηύδηση από τον «καημό της ρωμιοσύνης», δεν έχει στερέψει το μεράκι του γένους για ένα διαφορετικό αύριο· αν έχει αιστανθεί μια κόπωση, ξέρει ωστόσο, του το υπενθυμίζει η μακραίωνη μνήμη της ιστορίας του, πως κάποτε μια καινούργια της έξαρση θάρθει· σ’ αυτήν αποβλέπει με το καθημερινό του είδαμε, «φτου, κι’ απ’ την αρχή».
Έχοντας δρασκελίσει το κατώφλι της γνώσης, με την οργανική δική τους πρακτική, τα καινούργια κοινωνικά στρώματα θα μάθουν κάποτε, θεϊκά τραγιά αυτά, τι χρειάζεται για να γονιμοποιηθεί ή ιστορία.
Μες στην βραχεία διάρκεια, την ζωή μιας γενιάς, όπου ή πράξη δεν είναι ταυτόχρονη πάντα με την σκέψη, μια συνείδηση της πραγματικότητας από μόνη της δεν επαρκεί βέβαια, για να συντελεστεί μια νέα υλική διεργασία.
Το τραγικό, «ο καημός της ρωμιοσύνης», απομένει ακόμα εκκρεμές συστατικό της ελληνικής πραγματικότητας — όσο οι πόθοι του ανθρώπου θα βρίσκονται ανήμποροι να συνταυτιστούν με την ροή των πραγμάτων, όσο η καινούργια κοινωνική συνείδηση, μη έχοντας γίνει ακόμα πράξη καθολική, θα δυσκολεύεται να επιζήσει, ευάλωτη μέσα στην ελλαδική δομή, στο ξέφραγο αυτό μέσα στην ιστορία αμπέλι...