Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Συνείδηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εθνική Συνείδηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2017

Πως η Δύση έπεισε ότι το βυζαντινό κράτος δεν ήταν ελληνικό

Πως η Δύση έπεισε ότι το βυζαντινό κράτος δεν ήταν ελληνικό

Η Δύση επί αιώνες εχθρεύονταν το Βυζάντιο τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Το όνειρο των δυτικών πάντοτε ήταν να κόψουν την συνέχεια του Ελληνισμού από την ένδοξη αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Επιδίωκαν λοιπόν να εμφανίσουν τον λαμπρό μεσαιωνικό Ελληνισμό του Βυζαντίου ως κάτι ξένο και αποκομμένο από τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και την ρωμαϊκή κληρονομιά.

Οι Ρωμαίοι μεγαλούργησαν πάνω στον δικό μας πολιτισμό. Και εκεί οικοδόμησαν την Αυτοκρατορία τους. Από την στιγμή που η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η κληρονομιά της Αυτοκρατορίας πέρασε σε ελληνικά χέρια. Επειδή οι καιροί είναι πονηροί και οι νεοταξιτες της Δύσεως χτυπούν ανελέητα Ελληνισμό και Ορθοδοξία, υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να γίνουν κατανοητά ως προς την χιλιόχρονη Αυτοκρατορία, την οποία ζήλεψε και ο Αδόλφος Χίτλερ, ο οποίος ήθελε να φτιάξει το "χιλιόχρονο Ράιχ"
O Clifton R. Fox Καθηγητής Ιστορίας στο Tomball College, USA επισημαίνει: “Οι άνθρωποι που ζούσαν στη ‘Βυζαντινή Αυτοκρατορία’ ποτέ δεν ήξεραν ούτε και χρησιμοποίησαν τη λέξη ‘Βυζαντινός’. Αυτοί ήξεραν για τον εαυτό τους ότι είναι Ρωμαίοι, τίποτα παραπάνω και απολύτως τίποτα λιγότερο.
Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη του Τίβερη στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο 1ος μετέφερε την πραγματική ταυτότητα της Ρώμης σε καινούργια τοποθεσία.
Πολύ πριν τον Κωνσταντίνο τον 1ο, η ιδέα της ‘Ρώμης’ είχε αρχίσει να διαχωρίζεται από την Αιώνια Πόλη του Τίβερη. Έτσι που το Ρωμαίος σήμαινε τον Ρωμαίο πολίτη, όπου κι αν ζούσε. Πριν την Αυτοκρατορική περίοδο (89 π.Χ.), το Ρωμαϊκό Δίκαιο χορήγησε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους της Ιταλίας. (σ.σ. και άρα και στους υπόλοιπους Έλληνες της Μ. Ελλάδος).
Κατόπιν, το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη προσφερόταν σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων παντού στην Αυτοκρατορία. Το 212, ο αυτοκράτορας Καρακάλας διακήρυξε ότι όλοι οι ελεύθεροι πολίτες της Αυτοκρατορίας μπορούσαν να γίνουν Ρωμαίοι πολίτες, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, και όχι απλά υποτελείς των Ρωμαίων.
Σε μερικές δεκαετίες οι άνθρωποι αναφερόμενοι στην Αυτοκρατορία άρχισαν να χρησιμοποιούν σπανιότερα (το Λατινικό) ‘Imperium Romanorum’ (Κράτος των Ρωμαίων) και συχνότερα το ‘Ρωμανία’ (Χώρα των Ρωμαίων)” (http://www.tc.nhmccd.cc.tx.us/people/crf01/romaion/, «Celator», Τόμος 10, Αριθμός 3: Μάρτιος 1996. Μετάφραση στα Ελληνικά, του ξενόγλωσσου άρθρου, στο:www.romanity.org ).

Ο Lorenz Gyomorey, λέει:
“Στην ονομασία της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ διαψεύστηκε και διαψεύδεται κάθε δυτική προσπάθεια να επικαλείται μια νεφελώδη ‘ελληνορωμαϊκή’ κληρονομιά σαν υψηλή αποστολή της Δύσης. Η ύπαρξη της ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ αποκαλύπτει την ‘Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους’ ως φάρσα και αποδείχνει ότι η Αναγέννηση τίποτα άλλο δεν αναγέννησε παρά ένα φάντασμα, που ούτε καν υπήρχε. Έτσι, η ύπαρξη της Ρωμηοσύνης βεβαιώνει ότι κάθε επίκληση της αρχαίας Ελλάδας, της αρχαίας Ρώμης, της Αυτοκρατορίας, του πολιτισμού, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η ιδεολογική συγκάλυψη κατακτητικών, αποικιοκρατικών δυναστικών προσπαθειών” (Lorenz Gyomorey, «Η δύση της Δύσης», εκδ. Παπαζήση).

- Ο ιστορικός Otto Mazal, γράφει:
“Οι ρίζες της αρνητικής τοποθέτησης των Δυτικών, που ήθελαν να βλέπουν τη βυζαντινή περίοδο μόνο ως μια διαρκή πορεία κατάπτωσης μετά την ένδοξη εποχή της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, βρίσκονται στους χρονογράφους του Μεσαίωνα, για τους οποίους οι δυτικοί αυτοκράτορες ήταν οι νόμιμοι συνεχιστές του Imperium Romanum,ενώ το κατά την αντίληψη της Δύσης, αιρετικό ανατολικό κράτος, είχε χάσει ως ‘βασίλειο των Γραικών’ (Regnum Graecorum) την οικουμενικότητά του και είχε αποκλεισθεί από τη σκηνή της ιστορίας.Για πρώτη φορά η Βυζαντινολογία του παρόντος δείχνει και πάλι με σαφήνεια την μεγάλη κοσμοϊστορική σημασία του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) και δίνει ώθηση για μια αναθεώρηση” (“Byzanz und das Abendland”, Wien 1981, s. 8,11).

Στην Εγκυκλοπαίδεια Britannica, διαβάζουμε:
“Η ονομασία της αυτοκρατορίας συνδέεται κατά τη βυζαντινή περίοδο μόνο με την πρωτεύουσά της, που είχε ιδρυθεί στον χώρο της μικρής πόλης Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία ονομαζόταν Ρωμαϊκή, οι πολίτες της Ρωμαίοι και ο αυτοκράτορας ήταν imperator Romano rum. Η σύνδεση της ονομασίας Βυζάντιο με την αυτοκρατορία έγινε στους νεώτερους χρόνους, με την έκδοση από τον Ιερώνυμο Wolf έργων των Βυζαντινών ιστορικών (“Corpus Byzantinae Historiae”, 1562) και καθιερώθηκε γενικά, αδιάφορα από τις μερικότερες κατά καιρούς επιλογές (Ελληνική Αυτοκρατορία ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος).
Μερική επίσης, ήταν η χρήση της ονομασίας Γραικού σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της αυτοκρατορίας, παρά το γεγονός ότι από τον 9ο αιώνα στις λατινικές πηγές κυρίως του φραγκικού κράτους γίνεται συστηματική χρήση της για ολόκληρη την αυτοκρατορία, με σκοπό την εξουδετέρωση της ονομασίας Ρωμαίου και Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος) (…) και την αποκλειστική οικειοποίησή τους για το φραγκικό κράτος.
Η συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η νομιμότητα της συνέχειας αυτής, συνδεόταν άρρηκτα με τις ονομασίες που θεμελίωναν τη νόμιμη χρήση του τίτλου αυτοκράτωρ Ρωμαίων (imperator Romanorum) και εξασφάλιζαν τη μοναδικότητα και την αποκλειστικότητα της νόμιμης αυτοκρατορίας στην Οικουμένη” (Εγκυκλ. Britannica, «Βυζάντιο»).

Λέει ο Κολοκοτρώνης στον Στρατηγό Hamilton:
“Εμείς, καπετάν Άμιλτον, δεν εκάμαμε ποτέ συμβιβασμό με τους Τούρκους. Άλλους έκοψαν, άλλους σκλάβωσαν με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, ζήσαμε ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλιάς μας (ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος) εσκοτώθη, δεν έκαμε καμιά συνθήκη με τους Τούρκους. Η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήσαν ανυπόταχτα. Η φρουρά του είναι οι κλέφτες και τα φρούρια η Μάνη, το Σούλι και τα βουνά.” (Θ. Κολοκοτρώνη, «Aπομνημονεύματα», εκδ. Αφών Τολίδη)
.
“Στο 16ο Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο της Βιέννης, ο ίδιος ο πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας, Rudolf Kirschlger κατά την επίσημη έναρξη των εργασιών του συνεδρίου, συνεχάρη τον καθηγητή Hunger, πρόεδρο της Αυστριακής Ακαδημίας των Επιστημών, της Διεθνούς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου και ιδρυτή και οργανωτή της Βυζαντινολογικής Σχολής της Βιέννης, διότι, όπως είπε, απέδειξε ότι ο όρος ‘βυζαντινισμός’ δεν έχει καμμία σχέση με την βυζαντινή πραγματικότητα, αλλά προήλθε από ελλιπή κατανόηση του Βυζαντίου (σ.σ. διάβαζε: Ρωμανίας) εκ μέρους των ιστοριογράφων της Αναγέννησης. Επανειλημμένα τονίστηκε από τον καθηγητή Hunger, ότι δεν πρέπει να γίνεται πλέον διάκριση μεταξύ ‘Byzantinistik’ και ‘Neogrzistik’, μεταξύ δηλαδή βυζαντινολογίας και νεοελληνικής φιλολογίας, διότι Βυζάντιο (σ.σ διάβαζε: Ρωμανία) και Νέος Ελληνισμός αποτελούν ενότητα”» («Επομένοι τοις θείοις πατράσι, αρχές και κριτήρια της πατερικής “θεολογίας”», εκδ. Βρυέννιος, Θεσ/κη 1997).

“Δεν είναι εκκλησία αυτό που νομίζουμε”.
“Μας πήραν μωρά παιδιά από το μαστό της μάνας μας, της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μας έμαθαν άλλα. Μας έδωσαν να πιούμε γάλα κονσέρβας. Μας έκοψαν από τις ρίζες. Μας χώρισαν από την Παράδοση. Μας απομάκρυναν από το σπίτι μας. Μας έκαμαν αλλοδαπούς στον τόπο μας. Βάλθηκαν να μας ξεμάθουν τη μητρική μας γλώσσα, τη γλώσσα της Ορθοδοξίας, τη μητρική γλώσσα του ανθρώπου. Ποιοί; Όσοι θέλησαν δια της βίας να μας σώσουν: οι διαφωτιστές, προπαγανδιστές, Βαυαροί, μασόνοι… μέχρι σήμερα. Μαζί μ’ αυτούς όλοι όσοι θεωρήσαμε τα φώτα τους φώτα, τον πολιτισμό τους πρόοδο. Και έτσι στα τυφλά, χωρίς διάκριση πνευματική, πήραμε το κάθετί απ’ αυτούς σαν ανώτερο, καλύτερο, πολιτισμένο (σε τέχνη, δίκαιο, διοργάνωση ζωής, αρχιτεκτονική, μουσική…).
Και βασανίζεται το ΄είναι΄ μας. Απορρίπτει ο οργανισμός μας ένα ένα τα μεταμοσχευθέντα ξένα μέλη. Και συνέχεια μας μεταμοσχεύουν βιαίως νέα, τα οποία αποβάλλονται και φανερώνεται με την προσωπική συμπεριφορά ποιός είναι ο βαθύτερος χαρακτήρας του λειτουργημένου λαού μας.
Δεν είναι η Εκκλησία αυτή που νομίζουμε. Δεν είναι αυτή που χτυπάμε, αυτή που βαλθήκαμε να καταστρέψωμε. Δεν έχει σχέση η Ορθοδοξία με ‘μεσαιωνισμούς’, ‘μυστικισμούς’, ‘κληρικαλισμούς’, ‘σχολαστικισμούς’ που ακούμε. Τόσοι δυτικοθρεμμένοι νομίζουν, ότι σε Δύση και Ανατολή, όλοι οι όροι έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Και προσπαθούν να μας ελευθερώσουν από αρρώστιες που δεν περάσαμε. Και μας αρρωσταίνουν με τις θεραπείες τους. Και μας περιπλέκουν με τις λύσεις τους.
Δεν αρνούμαστε ότι υπήρξαν και υπάρχουν ανθρώπινες αδυναμίες. Υπήρξαν και υπάρχουν αδύνατοι, με πτώσεις και ελαττώματα. Αυτό κάνει ακόμα πιο συμπαθή την ίδια την Ορθοδοξία και αναδεικνύει την ανοχή της αγάπης της και την αλήθεια του μηνύματός της”».


ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

O Victor Berard ήταν Γάλλος περιηγητής, ιστορικός, Καθηγητής Πανεπιστημίου και πολιτικός, ο οποίος κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνος (δηλαδή έναν ακριβώς αιώνα μετά τον θάνατο του Pήγα Φεραίου στο Βελιγράδι (24-6-1798)) ταξίδεψε στα Βαλκάνια. Τις εντυπώσεις του και τα σχόλιά του για τα τότε ανακινούμενα ζητήματα, όπως το Mακεδονικό, η εμφάνιση αλβανικού έθνους, ο Πανσλαβισμός κ.ά. κατέγραψε σε βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 1987 και στα ελληνικά με τίτλο: “Τουρκία και Ελληνισμός – Οδοιπορικό στη Μακεδονία” (Εκδ. Tροχαλία). Από την σελίδα 211 της ελληνικής εκδόσεως, διαβάζουμε το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο μας δείχνει πως οι ιδέες του Pήγα Φεραίου, δεν ήταν ουτοπία, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό διαδεδομένες:
(…) Mέ την ιδιότητά μας ως Γάλλων, είμαστε στο Mοναστήρι προστατευόμενοι του Έλληνα προξένου. Aπ’ αυτό ίσως να υποφέρει λίγο η εθνική μας φιλοτιμία αλλά ωφελείται η παιδεία μας. Zούμε παρέα με τον Mεγαλέξανδρο και τον Aριστοτέλη, γνήσιους Mακεδόνες. Σήμερα το πρωί ο πρόξενος μας διάβαζε τον Θούριο του Pήγα, του μέν Pήγα του Mακεδόνα (σημ. ο Bernard προφανώς δέχεται την ερμηνεία ότι ο Pήγας γεννήθηκε στο Bελεστίνο, αλλ’ από γονείς προερχομένους από το χωριό Περιβόλι της Δυτικής Mακεδονίας), του εταιριστή του περασμένου αιώνα, που ήθελε να ξεσηκώσει τις παραδουνάβιες επαρχίες και πέθανε προδομένος από την Aυστρία στον Tούρκο δήμιο” (http://www.perivoli.gr/istoria.html):
Σουλιώτες και Mανιάτες, λιοντάρια ξακουστά…
Mαυροβουνιού καπλάνια, Oλύμπου σταυραετοί…
Kι Aγράφων τα ξεφτέρια, γενήτε μια ψυχή!…
Aνδρείοι, Mακεδόνες, ορμήσατ’ ως θεριά…
Tου Σάβου και Δουνάβου αδέλφια χριστιανοί…
Nα σφάξωμεν τους λύκους, που τόν ζυγόν βαστούν,
καί Έλληνας τολμώσι σκληρά να τυραννούν.
Ήταν ένας καιρός όπου, από τον Kάβο - Mαταπά μέχρι το Δούναβη και από την Aδριατική ως τη Mαύρη Θάλασσα, Xριστιανός και Έλληνας ήταν λέξεις συνώνυμες. Oι σταυραετοί της Mάνης και τα καπλάνια του Mαυροβουνιού, τα ξεφτέρια του Σάβου και οι Mακεδόνες δέχονταν το όνομα Έλληνες πολύ καιρό ακόμη μετά τον θάνατο του Pήγα, του οποίου τους στίχους παραθέσαμε πιό πάνω…”

Η περιγραφή του Γάλλου (ιστορικού και περιηγητή) που μιλάει για την Oρθόδοξη Kοινοπολιτεία των Βαλκανικών λαών είναι χαρακτηριστική. Αυτή η κατάσταση είχε διαμορφωθεί υπό την εθναρχική και πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και στα πλαίσια του Γένους των Ρωμηών (Pούμ μιλλέτ). Αυτή την Ελληνιστική υπερδύναμη ήθελε να αναστήσει και ο Καποδίστριας, αλλα και ο Μακρυγιάννης, ο οποίος έλεγε: “Να αναλάβομεν και να γένομεν και ένα όλοι οι ομόθρησκοι” (Στρατηγού Μακρυγιάννη “Οράματα και Θάματα”, Αθήνα 1983, σελ 177) καθώς και “Θα κάμωμεν το Ρωμαίικο” («Απομνημονεύματα», εκδ Μπάϋρον, σ.174).

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ “ΕΛΛΗΝ” ΚΑΙ “ΕΛΛΑΔΑ”
Οι λέξεις “Ελλην” και “Ελλάδα”, ήταν πλέον περιγραφικές της εθνότητας ΟΛΩΝ των κατοίκων των Βαλκανίων! Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, είχαν ελληνιστικό υπόβαθρο, αλλά εμείς, με την εμμονή στον εθνικισμό (λόγω της ηγεμονίας των ξένων, οι οποίοι δεν ήθελαν αναβίωση της Ρωμανίας), αναγκάσαμε τους υπόλοιπους λαούς να αυτονομηθούν, χάνοντας ίσως για πάντα την πολιτισμική ηγεσία των Βαλκανίων.
Το όνομα Ελλάδα στην αρχή της επανάστασης του 1821 βεβαίως ουδεμία σχέση είχε με τις φαντασιώσεις των σημερινών “αρχαιόπληκτων”. Ελλάδα σήμαινε τα Βαλκάνια. “Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα νησιά του Αρχιπελάγους, εν ένι λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα δια να αποτινάξει τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων”, λέει στην προκήρυξή του στο Ιάσιο (24-2-1821) ο Αλέξανδρος Υψηλάντης. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είναι “Έλληνες”. Το ίδιο λέει κι ο Θ. Νέγρης στο “Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου” στα 1824».
Ρωμανού Ξενοφάνουc Ανδρούτσου*
*Από το υπό έκδοση βιβλίο του:

πηγή

TΡΕΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ

Πέμπτη, Ιουνίου 02, 2016

Τό ρωμαΐικον φιλότιμον ἒγινε δουλοπρέπεια!

πό τό βιβλίο «Ρωμῃοσύνη» το  π. Ἰωάννου Ρωμανίδου 
Τό ρωμαΐικον φιλότιμον μετετράπῃ εἰς γραικυλιστικήν ἀφέλειαν ἐξ αίτίας τῆς ἐσφαλμένης ὑψηλῆς ἐκτιμήσεως καί τῆς ἀβασίμου ἐμπιστοσύνης τοῦ Γραικοῦ εἰς τόν δυτικόν πολιτισμόν. Ὁ νεοέλληνας μέ τήν ἐμπιστοσύνην του εἰς τό ἀνύπαρκτον φιλότιμον τῶν ξένων ἔχει τήν πνευματική δομή τοῦ προδότου. Ἀρκεῖ νά τοῦ δοθῆ ἡ εὐκαιρία νά συνάψῃ φιλίαν μέ «φιλότιμον φιλέλληνα». Ἀπό πατριωτικόν ἐνθουσιασμόν θα θελήσῃ νά ὠφελήσῃ καί νά σώσῃ τήν Ἑλλαδίτσα του καί νά ἐξασφαλίσῃ τήν ὑποστήριξιν τοῦ φιλέλληνος τούτου, τοῦ τά λέγει ὅλα. Ἀλλά ἀντί νά ἀποκτήσῃ ὄργανον, γίνεται ὄργανον. Δέν ἀρκεῖ τούτου, ἀλλά καί πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι ἡ προδοσία του αὐτή εἶναι ὁ ὑψιστός πατριωτισμός. Οἱ ἔχοντες σχέσεις μέ τούς Γραικύλους Εὐρωπαῖοι καί Ἀμερικάνοι βλέπουν σαφῶς τό φιλότιμον, ἀλλά δυστυχῶς στη δουλοπρεπῆ του μορφή, καί....
τό ἐκλαμβάνουν ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπεια ἀδυνάτου καί ὡς μορφήν φαινομενικῆς μεγαλοψυχίας. Εἰς τήν οὐσίαν ὁ Γραικός καί ὁ Ρωμῃός ἔχουν τόν ἴδιον φιλότιμον καί ἑπομένως τόν ἰδιον ἡρωισμόν καί τήν ἰδιαν ἀνδρείαν. Ἡ διαφορά μεταξύ των εἶναι ὅτι ὁ Γραικός ἔχει αἰσθήματα κατωτερότητος ἔναντι τῶν Εὐρωπαίων καί Ἀμερικάνων, διότι ὑπεδουλώθη πολιτιστικῶς δεχόμενος τόν Γραικισμόν, ἐνῶ ὁ Ρωμῃός τοὐναντίον γνωρίζει τήν ἀνωτερότητα τῆς Ρωμῃοσύνης του καί οὐδέποτε ἐδέχθῃ νά γίνῃ ὁ Γραικύλος ξένου πολιτισμοῦ.

Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

Το επαναστατικό κίνημα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα




Παπα-Θύμιος Βλαχάβας
(Λαογρ. Μουσείο Μεγ. Μετεώρου)
Φόρος τιμής στον ήρωα της πίστης και της πατρίδας, στον αγωνιστή παπα-Θύμιο Βλαχάβα

“... παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει η λευτεριά, επλάκωσεν η ώρα...
Εμείς θε να κοιμώμεθα βαθειά βαθειά στο μνήμα
και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχη να διαβαίνη,
και τα παιδιά μας θάρχωνται ελεύθερα, Βλαχάβα,
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν.”
Αρ. Βαλαωρίτης, Τα δυό βουνά (παπα-Θύμιος Βλαχάβας)

Ένα από τα πιο γνωστά στασιαστικά κινήματα λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 είναι αυτό που οργανώθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας από τον Θύμιο Βλαχάβα, στις αρχές του 19ου αιώνα, εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Ο Ευθύμιος Βλαχάβας (Μπλαχάβας) γεννήθηκε στο χωριό Σμόλιανη (Ισμόλια) Τρικάλων. H ακριβής χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, ωστόσο πρέπει να την τοποθετήσουμε γύρω στα 1770.
Ο πατέρας του, γερο-Βλαχάβας, ήταν αρματολός στα Χάσια, σύγχρονος των αρματολών Ζίδρου και Λάζου και σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780.
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου: ορμητήριο του Παπα-Θύμιου Βλαχάβα
Υπάρχει πάντως η πιθανότητα, σύμφωνα με μια ενθύμηση που έχουμε από χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων και αναφέρεται σε κάποιον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα, να ζούσε ακόμη στα 1792.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Θύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ' όπου και το Παπαθύμιος με το οποίο έμεινε γνωστός) ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος το αρματολίκι στα Χάσια.
Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν:
«Σ' αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου.
Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες...
Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους...
Οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες...».
Ο Θύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά.
Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της εθνικής χειραφέτησης.
Πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί την ανάληψη αντιστασιακής δράσης, στο ατομικό επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης είναι σημαντική η πληροφορία που μας δίνει ο Κασομούλης σύμφωνα με την οποία ο Παπαθύμιος είχε έλθει σε επαφή με κείμενα όπως ο Χρονογράφος και ο Αγαθάγγελος.
Από αυτά το πρώτο είναι μια καταγραφή γεγονότων που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική ιστορία, γραμμένο σε απλή γλώσσα που γνώρισε μεγάλη διάδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ το δεύτερο είναι έργο προπαγάνδας που συντελεί οπωσδήποτε στο «ξύπνημα της λαϊκής ψυχής», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Θ. Δημαράς.
Προτομή του παπα-Θύμιου Βλαχάβα απέναντι ακριβώς
από το ορμητήριό του, την μετεωρίτικη Μονή του Αγίου Δημητρίου
Γενικά βέβαια και τα δύο έργα και ειδικότερα το δεύτερο με την εξαγγελία για την έλευση του «ξανθού γένους» που θα ελευθερώσει τους Έλληνες περιέχουν στοιχεία που ευνοούν με τη σειρά τους την όλη επαναστατική κινητικότητα.
Στο σημείο αυτό ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα γεγονότα που συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και επηρεάζουν καίρια το όλο σκηνικό, συντελώντας στη δημιουργία επαναστατικού αναβρασμού.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος έχοντας επικεφαλής τον ναύαρχο Σενιάβιν δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων.
Στη ναυτική μοίρα του Σενιάβιν έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές ενώ φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από τον Αλή πασά.
Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου) κάθε εξουσία.
Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ένταση επικρατεί και στην περιοχή της Σερβίας, όπου, πριν ακόμη από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου εκδηλώνεται επαναστατικό κίνημα στην αρχή κατά των τοπικών γενιτσάρων και αργότερα εναντίον Τούρκων, το οποίο με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει και τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών (κατάληψη Βελιγραδίου από τους εξεγερθέντες) αποτελεί στα μάτια των υποδούλων ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μέσα στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά ξεσπά πρώτα το κίνημα του Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου που διώχνουν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του.
Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει με την παρεμβολή και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ, 1807), πράξη ιδιαίτερα αρνητική για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά.
Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούν αφού ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοί του μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο Αιγαίο προτού η όλη επιχείρηση γνωρίσει τελικά το άδοξο τέλος και ο αρχηγός της σκοτωθεί πολεμώντας κοντά στο Λιτόχωρο.
Ωστόσο η όλη δράση του, που καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ουσιαστικά έχει αρχίσει από το 1793, και ο ηρωικός θάνατός του συντελούν στη δημιουργία ενός θρύλου που συντηρεί την έξαψη των πνευμάτων.
Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες μετά την αρνητική γι' αυτούς τροπή του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού δράσουν για ένα διάστημα στην Ακαρνανία, όπου είχαν σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αλβανών του Αλή πασά, καταφεύγουν τελικά στην Κέρκυρα και στην Πάργα.
Μέσα στο κλίμα αυτό της γενικευμένης αναστάτωσης, ο Αλή πασάς δεν έχασε την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Θύμιου Βλαχάβα και των αδελφών του, που έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς εξακολουθούσαν να προστατεύουν την περιοχή του βιλαετιού των Τρικάλων από τους ληστές και να μισθοδοτούνται από αυτόν.
Ωστόσο τα γεγονότα δεν άφησαν τελικά ανεπηρέαστο και τον Παπαθύμιο.
Στην ανέλιξη του κινήματος του Βλαχάβα από τη σύλληψη και την οργάνωσή του έως την εκτέλεσή του πέρα από το γενικότερο κλίμα των εξεγερμένων κλεφτοαρματολών, που τώρα βρίσκονταν όπως είπαμε στην περιοχή των Ιονίων υπηρετώντας τους Ρώσους, ο Βλαχάβας φέρεται ότι είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργη και τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.
Ωστόσο καμιά ιστορική πηγή δεν βεβαιώνει παρόμοιες κινήσεις μολονότι ο Τουρκαλαβανός ποιητής Χατζησεχρέτης που έγραψε την Αληπασιάδα, μακροσκελές ποίημα που εξυμνεί τα κατορθώματα του Αλή πασά, παρουσιάζει τον Βλαχάβα να απευθύνεται στους αγάδες της Λάρισας και των Τρικάλων και να τους λέει ότι είχε έλθει σε συνεννοήσεις με τον Καραγεώργη.
Bέβαια ο Χατζησεχρέτης επιζητεί να μεγεθύνει τις δυσκολίες που συνάντησε ο πασάς των Ιωαννίνων προκειμένου να υπερτονίσει τα επιτεύγματά στο στρατιωτικό πεδίο αλλά την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο δικός μας Κωνσταντίνος Σάθας χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση υποστήριξη από ιστορικές πηγές, ο οποίος κάνει λόγο για Ρώσους απεσταλμένους με επιστολές προς τον Βλαχάβα εκ μέρους του ηγέτη των Σέρβων Καραγεώργη και του Ροδοφοινίκη, Έλληνα στην υπηρεσία των Ρώσων.
Πιθανότερο ωστόσο είναι ότι κάποιες συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα στον Βλαχάβα και τους κλεφτοαρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά για την οργάνωση κάποιου συντονισμού ενεργειών και κοινής δράσης κατά των Τουρκαλβανών.
Ο Σάθας και πάλι προεκτείνοντας τα πράγματα αναφέρει ότι στα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ο Βλαχάβας συγκάλεσε συγκέντρωση των αρματολών της Στερεάς, ακόμη και των Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων που μισούσαν τον Αλή πασά, ότι ο αριθμός των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε συμβολικά ως ημέρα της εξέγερσης την 29η Μαΐου 1808 και ότι τελικά το όλο εγχείρημα προδόθηκε στον Αλή των Ιωαννίνων.
Την ίδια ασάφεια παρουσιάζουν και κάποιες ενθυμήσεις οι οποίες πάντως μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα ότι ορισμένες βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον κλεφταρματολών της περιοχής της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Ευθύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει τη νομιμόφρονα στάση και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή πασά.
Την άνοιξη, λοιπόν, του 1808, ο Θύμιος Βλαχάβας και τα αδέλφιά του, επικεφαλής μιας αρκετά μεγάλης δύναμης ενόπλων κλεφταρματολών, ξεκίνησαν στη Θεσσαλία την εξέγερσή τους κατά του Αλή πασά. Μια ενθύμηση και πάλι αναφέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ότι το κίνημα ξέσπασε στις 8 Μαΐου 1808, ημέρα Τρίτη (ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές Απριλίου και πλέον είμαστε βέβαιοι ότι βρίκεται πολύ κοντά στην αλήθεια), πριν επαναληφθούν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους.
Τότε λοιπόν οι Βλαχαβαίοι, παπα-Θύμιος και Θοδωράκης, μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γιώτα Τζίμου ξεσηκώθηκαν εναντίον των Αλβανών ντερβεναγάδων και σουμπασάδων (επιστατών των μεγαλοκτηματιών) και άρχισαν να τους σκοτώνουν, χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι απώτερος σκοπός του Βλαχάβα ήταν να ξεσηκώσει και τους Τούρκους αγάδες εναντίον του Αλή, πράγμα που τελικά φαίνεται ότι δεν το κατάφερε πάντως, μαζί του έδρασαν αρχικά και μερικοί Αλβανοί και Τούρκοι, προφανώς δυσαρεστημένοι από τις ενέργειες του Αλή πασά.
Οι Βλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί επίσης με τον αρματολό της Πίνδου Δεληγιάννη, καθώς και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη, προκειμένου αυτοί να καταλάβουν τα στενά του Μετσόβου και των Καλαριτών και να εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο τα στρατεύματα του Αλή να περάσουν προς τη Θεσσαλία, ώσπου οι εξεγερθέντες να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Θεσσαλία.
Τα πολύτιμα στοιχεία αποδεσμεύουν τα ανέκδοτα έγγραφα με τη δράση των ανταρτών Βλαχαβαίων, τις πρώτες επιτυχίες τους εναντίον του Αλβανού οπλαρχηγού στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων Τάρε Βασιάρη και τις ενέργειες του Αλή πασά για την καταστολή του κινήματος.
Οι εξεγερθέντες έχουν σημαντικές επιτυχίες και κυριαρχούν στον Θεσσαλικό Κάμπο και οι αναφορές προς τον Αλή πασά αναφέρουν για τη δράση περίπου πεντακοσίων ανδρών, χωρισμένων σε τρία μπουλούκια, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται και έχουν σκορπίσει σε όλα τα χωριά, σκοτώνοντας ανθρώπους και προβαίνοντας σε λεηλασίες και αρπαγές ζώων.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων την αποδίσουν είτε σε δυτικό δάκτυλο είτε επειδη «τόσο τους σήκωσε ο Θεός τη γνώση».
Στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, οι Τούρκοι, εξοργισμένοι από την ανταρσία των Βλαχαβαίων, ήταν έτοιμοι να λάβουν σκληρά αντίποινα εναντίον των ραγιάδων, τους οποίους κατηγορούν ότι «τα έχουν ένα με τους κλέφτες».
Γι' αυτό οι πιστοί ραγιάδες γράφουν στον Αλή πασά και ζητούν την προστασία του, ενώ οι άνθρωποί του Καμπέρης και Γιουσούφης του Μπεκήραγα, πριν ακόμη λάβουν εντολή του αφέντη τους, παρεμβαίνουν και αποτρέπουν τα χειρότερα. Το γεγονός αυτό έρχεται να πιστοποιήσει ότι τελικά οι Βλαχαβαίοι δεν κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς της θεσσαλικής πεδιάδας, πράγμα που κατά τον Πουκεβίλ οφείλεται στη δράση του Μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ, που ενεργώντας ως εντολοδόχος του Αλή έπεισε τους δυσαρεστημένους να μην κινηθούν, επισείοντας τα τρομερά αντίποινα που θα ξεσπούσαν εναντίον τους.
Αυτό υπήρξε ένα αρνητικό γεγονός, όπως κρίσιμο γεγονός είναι ότι ο Βλαχάβας δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει τους ραγιάδες του Θεσσαλικού Κάμπου το άλλο και το πιο αποφασιστικό για την τύχη του κινήματος, όμως, έχει να κάνει με τους αρματολούς Δεληγιάννη και Στουρνάρη, οι οποίοι παρά την αρχική συμφωνία τους με τον Βλαχάβα, τελικά επέτρεψαν στον στρατό του Αλή πασά να περάσει ανενόχλητος από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και να κινηθεί κατά των επαναστατών.
Επικεφαλής του αληπασαδικού στρατεύματος, που αποτελείται από περίπου έξι χιλιάδες Αλβανούς, είναι ο ίδιος ο γιος του Αλή Μουχτάρ πασάς, ο οποίος πρόλαβε να χτυπήσει τους επαναστάτες πριν καταφέρουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες, όπως αναφέρουν οι πηγές, δρούσαν χωρισμένες σε τρία τμήματα, πιθανότατα για να δημιουργούν με την ταυτόχρονη παρουσία τους σε διαφορετικά σημεία του Θεσσαλικού Κάμπου την εντύπωση μιας γενικευμένης εξέγερσης.
Έτσι, η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 5 Μαΐου 1808 στο Καστράκι, έξω από την Καλαμπάκα κοντά στα Μετέωρα, ανάμεσα στους Αλβανούς του Μουχτάρ πασά και τους ξεσηκωμένους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αδελφός του παπα-Θύμιου, Θοδωράκης Βλαχάβας.
Διάφορες διηγήσεις και ενθυμήσεις αναφέρουν ότι ο αγώνας υπήρξε σκληρότατος, διήρκεσε είκοσι τέσσερις ώρες και πέρασε από διάφορες φάσεις. Αρχικά, εξορμούν οι Τουρκαλβανοί αρχηγοί Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς από τα Τρίκαλα και συμπλέκονται με τους Έλληνες στο Καστράκι.
Έπειτα από κάποιον χρόνο, που δεν προσδιορίζεται από τις πηγές, καταφθάνει και ο Μουχτάρ πασάς, που είχε ξεκινήσει από τα Γιάννενα, με νέα στρατεύματα. Η μάχη κοπάζει για κάποιο διάστημα, αλλά επαναρχίζει με μεγαλύτερη ένταση, για να σταματήσει με τον ερχομό τής νύχτας.
Σχεδιαστική απεικόνιση του μαρτυρικού τέλους
του παπα-Θύμιου Βλαχάβα (Ιστορία Ελληνικού Έθνους)
Σύμφωνα με στιχούργημα που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος και το οποίο περιγράφει τα γεγονότα από την οπτική των Αλβανών, οι Βλαχαβαίοι υποχωρούν, ενώ ο Μουχτάρ μπαίνει στην Καλαμπάκα και οχυρώνεται. Τ
ην επόμενη ημέρα τού επιτίθενται πολυάριθμα ελληνικά ασκέρια, αλλά ο Μουχτάρ κάνει γιουρούσι και υποχωρεί προς το Καστράκι πολεμώντας.
Το τελευταίο γεγονός πιθανόν οφείλεται στη φαντασία του Αλβανού στιχοπλόκου, καθώς δεν μαρτυράται από καμιά άλλη πηγή, ο οποίος προφανώς εξογκώνει τα πράγματα, για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη νίκη του Μουχτάρ.
Ωστόσο, πέρα από την ακριβή αναπαράσταση των πολεμικών δρώμενων, γεγονός παραμένει ότι οι επαναστάτες κατατροπώθηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους νεκρός είναι και ο αδελφός του παπα-Θύμιου Θοδωράκης Βλαχάβας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η είδηση ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθεί ελεύθερα και ότι πολυάριθμες αληπασαδικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ξεχυθούν ανενόχλητες προς τη Θεσσαλία, αποθάρρυνε τους υπόλοιπους Έλληνες οπλοφόρους υπό την ηγεσία του Ευθύμιου Βλαχάβα, που ακόμη δεν είχαν προλάβει να ενωθούν με τους αγωνιζόμενους στο Καστράκι της Καλαμπάκας, να τρέξουν προς βοήθειά τους.
Το αντίθετο. Ο παπα-Θύμιος με τους άντρες του, μετά τα καταστροφικά γεγονότα της Καλαμπάκας, υποχώρησαν προς τα μέρη του Ολύμπου και από εκεί, για να μη δώσουν λαβή αντιποίνων εις βάρος των χωρικών της περιοχής, μπήκαν στα καράβια και κατέφυγαν στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, που αποτελούσαν το γνωστό άσυλό τους. Από εκεί άρχισαν πάλι τις πειρατικές επιδρομές τους στο Αιγαίο Πέλαγος.
Όμως, ο Βλαχάβας τελικά δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Αλή πασά. Ύστερα από έναν χρόνο, παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχου, παραδίνεται σ' αυτόν.
Ο τελευταίος, όμως, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τον παραδώσει στον πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή και ύστερα από τρεις μήνες τον εκτελεί, αφού προηγουμένως, κατά τη συνήθειά του, τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.
Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Πουκεβίλ και σημαντικός μάρτυρας των γεγονότων της εποχής, συνάντησε και πάλι τον παλιό γνώριμό του, όμως τώρα υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και γίνεται έτσι αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρίου του παπα-Θύμιου Βλαχάβα: «Στα Γιάννενα δεμένο σ' έναν πάσσαλο στην αυλή του Σεραγιού ξαναείδα τον Ευθύμιο Βλαχάβα, που τον είχα συναντήσει άλλοτε στην Πίνδο (=Χάσια) μαζί με τους στρατιώτες του.
Εγνώριζε την τύχη του και, πιο ήσυχος από τον τύραννο που ηδονιζόταν με την ιδέα ότι θα χύση το αίμα του, σήκωσε προς το μέρος μου τα μάτια του γεμάτα γαλήνη, σαν να αποζητούσε την μαρτυρία μου στον θρίαμβο της ύστατης ώρας του.
Την είδε να πλησιάζει, την ώρα αυτή την φοβερή για τον κακό, με την ηρεμία του δίκαιου. Ένοιωσε, χωρίς να αναρριγήσει και δίχως να παραπονεθεί, τα χτυπήματα των δήμιων και τα μέλη του, που τα έσυραν μέσα από τους δρόμους της πολιτείας, έδειξαν στους τρομαγμένους Έλληνες τα υπολείμματα του τελευταίου καπετάνιου της Θεσσαλίας».
Ο Άγγλος Ουίλιαμς Λικ, επιζητώντας μια αιτιολογημένη κατάθεση για τον θάνατο του παλιού έμπιστου του Αλή πασά, υποστηρίζει ότι κύρια αιτία του θανάτου τού Θύμιου Βλαχάβα υπήρξε η ανακάλυψη αλληλογραφίας του αρματολού με τους Ρώσους της Κέρκυρας, οι οποίοι προετοίμαζαν εξέγερση των Ελλήνων.
Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται, κατά τον Λικ, τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε ο Αλή πασάς τον αιχμάλωτο αρματολό, επειδή σκόπευαν να τον αναγκάσουν να ομολογήσει τους συνεργάτες του.
Μολονότι η πληροφορία για την ύπαρξη της αλληλογραφίας αυτής δεν φαίνεται πράξη πιθανή, αφού κατά την περίοδο της εξέγερσης του Βλαχάβα η Κέρκυρα βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, αν αληθεύει, πρέπει να αναφέρεται σε προγενέστερη της εξέγερσης εποχή και, πάντως, πρέπει να αναφέρεται σε σχέσεις του Βλαχάβα με τους άλλους κλεφταρματολούς, που είχαν καταφύγει στα Ιόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ.
Η δράση του Ευθύμιου Βλαχάβα και ο μαρτυρικός θάνατός του προξένησαν μεγάλη εντύπωση σε Έλληνες και Αλβανούς και οι επιβιώσεις τους συνετέλεσαν, ώστε να γραφούν πολλές πεζές και έμμετρες διηγήσεις των γεγονότων.
Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή πιάστηκε και ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα με την κατηγορία ότι υποκινούσε τους χωρικούς σε εξέγερση, μολονότι φαίνεται ότι αυτός προσπαθούσε το αντίθετο.
Ο Δημήτριος βασανίστηκε και στο τέλος θανατώθηκε και η τύχη του συνδυάστηκε με εκείνη του παπα-Θύμιου. Μάλιστα, ο Πουκεβίλ παραδίδει διάλογο ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του δράματος, από τον οποίο φαίνεται ότι άντλησε και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στη δική του ποιητική εκδοχή των γεγονότων.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο κίνημα του Ευθύμιου Βλαχάβα, τόσο εξαιτίας της γενικότερης κατάστασης όσο και από ορισμένες ενέργειές του, οι οποίες όμως δεν στηρίζονται ικανοποιητικά από τις ιστορικές πηγές, ανιχνεύονται ορισμένα στοιχεία που συνιστούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως συγκροτημένο ιδεολογικό σχήμα, που οδηγεί αναπόφευκτα σε επαναστατική δράση.
Άλλωστε, όπως αναφέραμε και στην αρχή της παρούσας διήγησης, βρισκόμαστε πάρα πολύ κοντά στα χρόνια που θα αναληφθεί η κυρίως επαναστατική προσπάθεια.

ΕΝΘΥΜΗΣΗ
Δ. Λουκόπουλος, «Από ένα κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου», Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος 1936, σ. 129.
Εν έτει 1808, Μαΐου 5, ημέρα Τρίτη, ο Παπαθύμιος και Θοδωράκης, παιδιά του Πλαχάβα εσήκωσαν κεφάλι και εσκότωσαν τους Αρβανίτες, άλλους εις τα τερβένια, άλλους εις τα χάνια τους έκοψαν.
Έκαυσαν και το σπίτι του Γιαννάκου από Λευθεροχώρι με 5 Αρβανίτες μέσα, και ήτον εις τον καιρόν του Αλή πασά όπου όριζεν εις τον Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκην εις Καπρολί, Οχρίδα, Αλπασάνι, Αυλώνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Αγία Μαύρα και άλλα σύνορα. Και ο Μουχτάρ πασάς και ο βεζίρ Αλή πασάς έστειλεν δύναμιν και επιάστηκεν εις πόλεμον με τους Πλαχαβαίους και έγινε μέγας θρήνος.
Εσκοτώθηκαν όλοι οι Πλαχαβαίοι έως 500 άνθρωποι. Εγλύτωσε δε μόνον ο Θοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης και άλλοι. Και ύστερον τους εσκότωσεν ο Σιαπέρας με απιστίαν και αυτούς. Και τα παιδιά τους όπως έκαμαν αυτοί με τους Αρβανίτες έτσι έπαθαν.

Βιβλιογραφία
- Α. Αγγέλου, «Ο Πουκεβίλ και η Ελλάδα», Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968, σ. 127.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Μπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», ΕΕΦΣΠΘ 9 (1965), σ. 230-251 και σε ανάτυπο.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 722-726.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ', Αθήνα 1975, σ. 412-413.
- Αλέξης Πολίτης (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι. Τα Κλέφτικα,Αθήνα 1981, σ. 76-79 και 133-134.
- Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, Αθήνα 1870, όπου (σ. 123-336) δημοσιεύεται μεγάλο μέρος της Αληπασιάδος του Χατζησεχρέτη.
- Γ. Σιορόκας, Άγνωστη διασκευή της «Αληπασιάδας» του Χατζή Σεχρέτη. Μια ιστορική προσέγγιση, Ιωάννινα 1983.
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ




Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

Η κατασυκοφάντηση της Επανάστασης του 21


Στα πλαίσια της αποδόμησης της ελληνικής εθνικής συνείδησης, οι εθνομηδενιστές ιστορικοί έχουν αποδυθεί σε ένα γενικευμένο εγχείρημα αποσύνδεσης της σχέσης του νεώτερου ελληνισμού, και μάλιστα του ελληνικού κράτους, με τις παλαιότερες περιόδους της ιστορίας μας.
Έτσι, η θεωρία τουΦαλμεράυερ, στη σύγχρονη –κατά Χομπσμπάουμ εκδοχή–, για την απουσία οποιαδήποτε σχέσης ανάμεσα στον ελληνισμό του 19ου αιώνα με το Βυζάντιο και την αρχαιότητα, έχει επανέλθει ως η σύγχρονη ακαδημαϊκή κατεστημένη ιστορία ενός θνήσκοντος(;) ελληνικού κράτους. Σε αυτό πλαίσιο, έχει ιδιαίτερα κακοποιηθεί η ελληνική ιστορία των χρόνων που προηγούνται άμεσα της Επανάστασης του ’21, όπως είχε φανεί και με το βιβλίο της κ. Ρεπούση. Διότι, σε εκείνη την ιστορική περίοδο, μπορεί να καταδειχτεί η οποιαδήποτε συνέχεια ή ασυνέχεια.
Στη μεταπολιτευτική περίοδο, και ιδιαίτερα μετά το 1990, θα γίνει το αποφασιστικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση, θα συγκροτηθεί μια μαρξίζουσα ιστοριογραφική σχολή, η οποία θα καταλάβει τις κυριότερες θέσεις των Πανεπιστημίων, των πολιτιστικών ιδρυμάτων και του «προοδευτικού» Τύπου, δηλαδή την ιδεολογική και πνευματική εξουσία, και θα εγκαταλείψει σταδιακώς κάθε αναφορά στην κυρίαρχη έως τότε εθνικο-απελευθερωτική συνιστώσα. Στο εξής, μία και μόνη ιδεολογική αντίθεση θα χαρακτηρίζει τον προεπαναστατικό ελληνισμό, η διχοτομία ανάμεσα στον «διαφωτισμό» και την «Εκκλησία»˙ διχοτομία η οποία, στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο, αναγνωρίζει πλέον την αστική τάξη, και μάλιστα τα ανώτερα στρώματά της, ως τον βασικό, αν όχι και αποκλειστικό, φορέα του «φωτισμού» και της επανάστασης.
Έτσι, οι αναλύσεις μαρξιστών όπως του Ζέβγου, του Σβορώνου, του Μοσκώφ, του Μάξιμου, του Ψυρούκη, ακόμα και του Κορδάτου, για τον μεταπρατικό χαρακτήρα της μεγαλο-αστικής τάξης της υπόδουλης Ελλάδας, σταδιακώς, βυθίζονται στη λήθη. Πράγματι, η συμμαχία των Οθωμανών με την αποικιοκρατική Δύση, που διείσδυε εμπορικά στην Ανατολή, και η γενικευμένη ανασφάλεια του οθωμανικού κράτους, υποχρέωσε την ελληνική μεγαλοαστική τάξη να στραφεί περισσότερο προς το εμπόριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης και να δημιουργήσει μια εξαρτημένη σχέση με το δυτικό κεφάλαιο, ενώ μόνον τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των βιοτεχνών, των καραβοκυραίων, των εμπόρων, θα συγκροτούν μια οιονεί «εθνική» αστική τάξη. Όλες αυτές οι επισημάνσεις, σταδιακώς αποσιωπούνται και προβάλλεται μόνον ο διαφωτιστικός και παιδευτικός ρόλος των Φαναριωτών, των μεγαλεμπόρων και των τραπεζιτών – σίγουρα υπαρκτός, αλλά σφραγισμένος από τη μεταπρατική υφή αυτών των τάξεων.
Μέσα από αλλεπάλληλες ιδεολογικές και κοινωνικές μετατοπίσεις, περάσαμε, από τον παλαιό μαρξιστικόυπερτονισμό των κοινωνικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του υπόδουλου ελληνισμού, στην ανοικτή υποστήριξη των ελίτ ως φορέων της προόδου και στην περιφρόνηση των λαϊκών στρωμάτων ως σκοταδιστικών, υποβαθμίζοντας ακόμα και την ίδια τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του ’21.

Η απόρριψη της συνέχειας του ελληνισμού
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις, αυτή η «νέα ιστοριογραφία» καθίσταται κυριολεκτικά σκανδαλώδης και οδηγεί σε εξωφρενικά συμπεράσματα. Μία από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι εκείνη τουΒασίλη Κρεμμυδά, που επιχειρεί μια αναθεώρηση όχι μόνο της ιστοριογραφίας του ’21 αλλά και της ίδιας της Επανάστασης και, μάλιστα, σε Έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, για την Ιστορία του Σπυρίδωνος Τρικούπη, της οποίας ανέλαβε να συγγράψει τον εισαγωγικό τόμο[1], και της οποίας τον πρόλογο υπογράφει η κ. Ψαρούδα-Μπενάκη, ως η τότε πρόεδρος της Βουλής.
Σε αυτή τη «ανάλυση», η οικονομική απογείωση του ελληνικού χώρου αποδίδεται αποκλειστικά στην επίδραση της Δυτικής Ευρώπης, χωρίς ούτε μία στιγμή να συνυπολογίζονται οι στρεβλώσεις που προκάλεσε η αποικιοκρατική διείσδυση του δυτικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό, εξ άλλου, εκθειάζονται η Αγγλία και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως οι σωτήρες της επανάστασης. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η «εμπορική αστική τάξη, είχε [ ] τον ίδιο χαρακτήρα με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις»[2]! Όσο για την Επανάσταση του ’21, ήταν μια αστική –και όχι παλλαϊκή εθνική– επανάσταση, η οποία πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, που μάστιζε το εμπόριο και τη ναυτιλία, μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Δεδομένου ότι η αστική τάξη δεν μπορούσε να βρει απάντηση στα οικονομικά της προβλήματα, στράφηκε προς την «εθνική επανάσταση», εξ αιτίας της αδυναμίας του οθωμανικού κράτους να «ενσωματώσει στις λογικές» του τις «αυτονομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων»:
Για τον ελληνισμό των αρχών του 19ου αιώνα, υπόδουλο και παροικιακό, το ερώτημα για την απελευθέρωση των κοινωνικών δυνάμεων δεν μπορούσε παρά να υποκατασταθεί από το αίτημα για εθνικό κράτος˙ οι αυτονομήσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων, λόγω της αδυναμίας του Οθωμανικού κράτους να τις ενσωματώσει στις λογικές του, δεν είχαν μεγάλα περιθώρια επιτυχίας, κυρίως όταν, κατά τη δεύτερη δεκαετία του αιώνα, οι οικονομικές δραστηριότητες βυθίστηκαν σε βαθειά κρίση[3].
Έτσι μία −πραγματική− συνιστώσα της επανάστασης του ’21, η οικονομική κρίση, και μία −όντως σημαντική− κοινωνική τάξη, μεταβάλλονται στην αποκλειστική αιτία και κινητήρα της επανάστασης, μέσα από έναν αφόρητο και προκατακλυσμιαίο οικονομισμό. Μάλιστα, σε ολόκληρο το κείμενο, δεν γίνεται καμία διαφοροποίηση ανάμεσα στο πιο μεταπρατικό τμήμα της μεγαλοαστικής τάξης και την «εθνική αστική τάξη» των εσναφλήδων, των μικρεμπόρων και των βιοτεχνών, που όντως έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας.
Και για να μη μείνει καμία αμφιβολία ως προς το προκρούστειο σχήμα του συγγραφέα, απορρίπτεται οποιαδήποτε συνέχεια της επανάστασης του ’21 με τις προηγούμενες εξεγέρσεις και επαναστατικές απόπειρες των Ελλήνων, ακόμα και με τον Ρήγα Φεραίο! Σημειώνει ο αναθεωρητής «αναλυτής»:
Εντούτοις, όσα υποστήριζε η παλιά ιστοριογραφία, ότι δηλαδή οι εξεγέρσεις, οι κινήσεις τα σχέδια κ.λπ. ήταν προοίμια της μεγάλης Επανάστασης που ερχόταν, δεν είναι κοντά στα πράγματα. [ ] Τότε που η κύρια αντίθεση κατακτητή και κατακτημένου ήταν η πίστη, δεν είχαν εμφανιστεί οι οικονομικές και κοινωνικές ανατροπές των τελευταίων 50 χρόνων και η εθνική συνείδηση ήταν ανύπαρκτη ή στα σπάργανα. Μέχρι το μήνυμα της Γαλλικής επανάστασης να απορροφηθεί ως συνείδηση απελευθέρωσης, ο μόνος τρόπος για απαλλαγή από τον αλλόθρησκο κατακτητή ήταν η βοήθεια του ομόθρησκου καθολικού Ευρωπαίου ή, ακόμη καλύτερα, του ομόδοξου Ρώσου[4].
Όσο λοιπόν η «κύρια αντίθεση» παρέμενε η πίστη, οι Έλληνες δεν διέθεταν καμία «εθνική συνείδηση» αλλά ανέμεναν τη γαλλική Επανάσταση για να την αποκτήσουν!
Ορθοδοξία και εθνική συνείδηση
Και όμως, γνωρίζουμε από πολύ παλιά, από τον Παπαρρηγόπουλο έως τον Βακαλόπουλο και τον Σβορώνο, πως, μετά, τουλάχιστον, το 1204, το ελληνικό έθνος παλεύει για την επιβίωση και την επιβεβαίωσή του˙ συνεπώς, υποχωρεί η οικουμενική συνείδηση, που το χαρακτηρίζει από την εποχή της ελληνιστικής έως τη μεσοβυζαντινή περίοδο, και, πλέον, η οικουμενική ορθόδοξη συνείδηση συνδυάζεται με την ανοικτή διεκδίκηση της ελληνικότητας, είτε αυτή αποκαλείται ρωμιοσύνη, είτε ελληνικότητα, είτε «γραικοσύνη»[5]. Στο εξής, η ορθόδοξη πίστη αποκτά για τους Έλληνες ανοικτά εθνική διάσταση. Όσοι Έλληνες εξισλαμίζονταν, χάνονταν οριστικά για τον ελληνισμό, ακόμα −τις περισσότερες φορές− και όσοι λατινοφρονούσαν. Και γι’ αυτό, στο ’21, ο σταυρός της ελληνικής σημαίας θα αποτελεί ταυτόχρονα εθνικόκαι όχι απλώς θρησκευτικό σύμβολο των Ελλήνων. Σε όλα δε τα επαναστατικά συντάγματα, από εκείνο της Επιδαύρου, και μετά:
το κατ’ εξοχήν νομικό και πολιτικό κριτήριο για τον ορισμό του Έλληνα πολίτη δεν συγκροτείται από την ελληνική γλώσσα [ ] ούτε από την εθνοτική προέλευση. Αποφασιστικό κριτήριο για την πρόσκτηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη στα επαναστατικά Συντάγματα [ ] καθίσταται η «χριστιανική πίστη»[6].
Δεν έχουν σχέση λοιπόν –για τον συγγραφέα και, εμμέσως, για τη Βουλή των Ελλήνων– με το ελληνικό έθνος τα εκατομμύρια των θυμάτων του ελληνισμού, από τους εξισλαμισμούς, τους νεομάρτυρες, τους κλέφτες, από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο έως τον Διονύσιο τον Φιλόσοφο και τον Λάμπρο Κατσώνη, ακόμα και τον Ρήγα Φεραίο˙ δεν συναρτώνται με την εθνική συνείδηση ούτε παρουσίαζαν καμία συνέχεια με το ’21! Το ελληνικό έθνος είναι αποκλειστικό δημιούργημα της αστικής τάξης, και μάλιστα της ύστερης, εκείνης που δημιούργησε η ευρωπαϊκή οικονομική επέκταση, καθώς και της γαλλικής Επανάστασης, δηλαδή αποτελεί, ούτως ή άλλως, εισαγόμενο είδος.
Ο συγγραφέας καταλήγει σε μια τέτοια αντίληψη −εμφανώς ηροστράτεια και εθνομηδενιστική− μέσα από μία αναπόφευκτη διαλεκτική αλληλουχία, στον βαθμό που αντιπαραθέτει την ελληνική εθνική συνείδηση με την Ορθοδοξία, με την οποία για αιώνες ταυτίζεται. Ιδού πως περιγράφει τον ρόλο της Εκκλησίας στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας:
Η νομιμοποίηση του κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας ήταν αποκλειστικά συναρτημένη με τις συνθήκες της κατάκτησης˙ αλλά, ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, η Εκκλησία παρέμενε κοινωνικά αδρανής, γιατί η εξουσία της δεν αντλούνταν από την κοινωνία αλλά από το σουλτάνο και το Θεό[7].
Τέτοια ιστορική διαστρέβλωση όντως απαιτεί «προσπάθεια» − και μάλιστα σε βιβλίο που εξέδωσε η Βουλή των Ελλήνων. Η Εκκλησία παραμένει «κοινωνικά αδρανής», η δε νομιμοποίησή της δεν σχετίζεται καν με την οργάνωση του γένους των Ελλήνων, με την ίδια τη επιβίωσή του απέναντι στους εξισλαμισμούς, με την εκπαίδευσή του, με τη διαμόρφωση του κοινοτικού του ήθους. Όχι, συνεχίζει ο Κρεμμυδάς, «άλλωστε, οι υπόδουλοι −όχι μόνο οι Έλληνες− ήταν πιστοί απευθείας στον Θεό, χωρίς τη μεσολάβηση της Εκκλησίας»[8]. Τέτοια ανακρίβεια για τη σχέση Ελλήνων-Ορθοδοξίας, και, γενικότερα, για τη σχέση του ανθρώπου με τη θρησκεία και τον Θεό, απαιτεί όντως προσπάθεια για να διατυπωθεί γραπτώς. Η σχέση με τον Θεό, από τότε που διαμορφώνονται οι πολιτισμένες ανθρώπινες κοινωνίες, διαμεσολαβείται, θα λέγαμε συγκροτείται, από τις οργανωμένες θρησκείες και δεν είναι ποτέ αποκλειστικά ατομική − ακόμα και στην πιο ατομοκεντρική εκδοχή της, τον προτεσταντισμό, όπου όντως αναβαθμίζεται η ατομική σχέση. Μόνον ο ντεϊσμός και η «théologie naturelle», την οποία υιοθετεί ο Βολταίρος, δοκιμάζουν να μεταβάλουν τη θρησκεία σε μια απολύτως ατομική σχέση με το θείο, χωρίς όμως να το επιτύχουν, έστω και στο ελάχιστο. Ακόμα και η γαλλική Επανάσταση θα οργανώσει γιορτές για την εφήμερη λατρεία του Υπερτάτου Όντος.
Πόσο μάλλον στην Ορθοδοξία, και μάλιστα σε συνθήκες δουλείας, όπου η οργάνωση του θρησκευτικού γεγονότος ρυθμίζει ολόκληρη τη ζωή, ακόμα και την παραγωγή − η σπορά, ο θερισμός, ακόμα και τα ταξίδια των μαστοροσυντεχνιών συναρτώνται με θρησκευτικά γεγονότα και εορτές. Και το ίδιο συμβαίνει και με τα μεγάλα «πολιτικά» γεγονότα: από τις εκλογές των συντεχνιών, που πραγματοποιούνται την ημέρα της εορτής του προστάτη Αγίου της συντεχνίας, μέχρι την έναρξη της Επανάστασης του ’21, που θα συνδυαστεί με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Στην πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, την 1η Ιανουαρίου του 1822, διαβάζουμε:
Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες[ ].
Στη δεύτερη Συνέλευση του Άστρους, όπου ψηφίζεται το πλήρες Σύνταγμα, στο Β΄ κεφάλαιο, επαναλαμβάνεται επί λέξει ή ίδια διατύπωση· το αυτό θα συμβεί και στο τελικό επαναστατικό Σύνταγμα της Τροιζήνας, του Μαΐου του 1827, στο άρθρο 6:
6. Έλληνες είναι
α. Όσοι αυτόχθονες της Ελληνικής Επικράτειας πιστεύουσιν εις Χριστόν.
β. Όσοι από τους υπό τον Οθωμανικόν ζυγόν πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν και θα έλθωσιν εις την Ελληνικήν Επικράτειαν [ ][9]:
Εδώ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο σαφή: Έλληνες αναγνωρίζονται, από τα φιλελεύθερα δημοκρατικά Συντάγματα της Επανάστασης, οι αυτόχθονες και «ετερόχθονες» Χριστιανοί της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δήθεν ιστορικοί έχουν το θράσος να διαστρεβλώνουν κατάφωρα την ιστορική αλήθεια για τη συνέχεια του ελληνισμού μέσω και δια της ορθόδοξης ταυτότητας.
[Ο ίδιος ο Κρεμμυδάς δε, σε πλήρη αντίφαση με την απόλυτη «αδράνεια» και την έλλειψη οποιουδήποτε κοινωνικού ρόλου της Εκκλησίας, είχε χαρακτηρίσει όλες τις προηγούμενες εξεγέρσεις των Ελλήνων ως εμπνεόμενες από την πίστη.] Και συνεχίζει:
Κοινωνικό ρόλο άρχισε να παίζει η Εκκλησία, το Πατριαρχείο, όταν αντιλήφθηκε ότι οι νέες ιδέες φθάνουν στον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην «επικράτειά» του, δηλαδή. Ο σχηματισμός και η ισχυροποίηση της ελληνικής αστικής τάξης, η υιοθέτηση από ένα τμήμα της και του αντικληρικανικού[10] (sic, Γ.Κ.) κηρύγματος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης [ ] ταρακούνησαν το κατεστημένο σχήμα σχέσεων. [ ] Τότε ακριβώς το Πατριαρχείο ανέλαβε κοινωνικό ρόλο και τάχθηκε με το μέρος της αντεπανάστασης. [ ] Εντέλει, όταν ήρθε η ώρα να συμβάλει στην επιτυχία της Επανάστασης του δικού της έθνους, πήρε το μέρος του σουλτάνου…[11]
Όσο για τον σουλτάνο, εξαπέλυσε διώξεις κατά της Εκκλησίας, με εκατόμβες θυμάτων, και πρώτον τον Πατριάρχη, από «λανθασμένη εκτίμηση» και εσφαλμένη κοσμοθεωρητική οπτική!
Γιατί ο σουλτάνος δεν μπόρεσε να αντιληφθεί ότι για τον ελληνισμό [ ] η διαφορά στην πίστη είχε πάψει προ πολλού να συνιστά την κύρια αντίθεση με τον κατακτητή. [ ] Σ’ αυτές τις λογικές και τις αντίστοιχες συμπεριφορές του σουλτάνου είναι εύκολο να ανακαλύψουμε το λόγο που τον έκανε να οδηγήσει στην αγχόνη τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (Πάσχα 1822), έναν ιδεολογικό σύμμαχο του στην πραγματικότητα[12].
Η απόρριψη της συνέχειας και το «σύνδρομο της Μελούνας»
Αυτή όμως η λυσσαλέα επίθεση κατά της Ορθοδοξίας δεν αποτελεί μία απλή ιδεοληψία του συγγραφέα˙ είναι απαραίτητη ώστε να μπορεί να κατασκευαστεί το σχήμα μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης που αρχίζει να διαμορφώνεται μόλις με την, μετά το 1770, αναπτυσσόμενη αστική τάξη, και μετά τη γαλλική Επανάσταση. Διότι, εάν όντως η ελληνική εθνική συνείδηση συγκροτείται σε αντιπαράθεση με την Ορθοδοξία, και όχι σε ταύτιση ή συνάφεια μαζί της, τότε καθίσταται θεμιτή και η μετατροπή των ελάχιστων αντικληρικαλικών ή αντικληρικών κειμένων σε ορόσημα για τη «δημιουργία» εθνικής συνείδησης. Όπερ έδει δείξαι: Ούτε συνέχεια του ελληνισμού υπάρχει, ούτε σχέση με το Βυζάντιο και την αρχαιότητα˙ υπάρχει απλώς μια αντανακλαστική, παράγωγη της Δύσης, αστική ανάπτυξη, και μια εξ ίσου αντανακλαστική Επανάσταση, ως παρακολούθημα της γαλλικής.
Εάν, αντίθετα, η συνέχεια και η συνάφεια της νεότερης εθνικής συνείδησης με την Ορθοδοξία και το Βυζάντιο είναι πραγματική, όπως βεβαιώνει μέχρι σήμερα η ιστορική πραγματικότητα και η ιστοριογραφία του ελληνισμού, τότε είναι υπαρκτή και η γενικότερη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού και δεν αποτελεί απλό παρακολούθημα της Δύσης. Όπως τόσο έξοχα και περιεκτικά είχε απαντήσει στο ερώτημα ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,:
Ἡἐ­πα­νά­στα­σις ἡἐ­δι­κή μας δὲν ὁ­μοιά­ζει μὲ καμ­μιὰν ἀ­π’ ὅ­σαις γί­νον­ται τὴν σή­με­ρον εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ων των εἶ­ναι ἐμ­φύ­λιος πό­λε­μος. Ὁἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­το ὁ πλέ­ον δί­και­ος, ἦ­τον ἔ­θνος μὲἄλ­λο ἔ­θνος. [ ] Μι­ὰν φο­ρὰν, ὅ­ταν ἐ­πή­ρα­μεν τὸ Ναύ­πλιον, ἦλ­θεν ὁἈ­μιλ­τοννὰ μὲἰ­δῇ· μοῦ εἶ­πε ὅ­τι: πρέ­πει οἱἝλ­λη­νες νὰ ζη­τή­σουν συμ­βι­βα­σμόν, καὶἡἈγ­γλί­α νὰ με­σι­τεύ­σῃ· ἐ­γὼ τοῦἀ­πε­κρί­θη­κα, ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται πο­τέ, ἐ­λευ­θε­ρί­α ἢ θά­να­τος· ἐ­μεῖς, κα­πι­τὰν Ἄ­μιλ­τον, πο­τὲ συμ­βι­βα­σμὸ δὲνἐ­κά­μα­με μὲ τοὺς Τούρ­κους· ἄλ­λους ἔ­κο­ψε, ἄλ­λους ἐσκλά­βω­σε μὲ τὸ σπα­θὶ καὶἄλ­λοι, κα­θὼς ἐμεῖς, ἐ­ζού­σα­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι ἀ­πὸ γεν­νε­ὰ εἰς γεν­νε­ά· ὁ Βα­σι­λεύς μας ἐ­σκο­τώ­θη, καμ­μί­α συν­θή­κη δὲν ἔ­κα­με, ἡ φρου­ρὰ του εἶ­χε παν­το­τι­νὸν πό­λε­μον μὲ τοὺς Τούρ­κους καὶ δύο φρού­ρια ἦ­τον πάν­το­τε ἀ­νυ­πό­τα­κτα· –μὲ εἶ­πε, ποία εἶ­ναι ἡ βα­σι­λι­κὴ φρου­ρά του, ποῖα εἶ­ναι τὰ φρού­ρια;– ἡ φρου­ρὰ τοῦ Βα­σι­λέ­ως μας εἶ­ναι οἱ λε­γό­με­νοι Κλέ­φται, τὰ φρού­ρια ἡ Μά­νη καὶ τὸ Σοῦ­λι καὶ τὰ βου­να· ἔτζι δὲν μὲὡμί­λη­σε πλέ­ον[13].
Ο Κολοκοτρώνης όχι απλώς θεωρεί την Επανάσταση του ’21 συνέχεια των προγενέστερων αγώνων του ελληνισμού, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ως τον δολοφονημένο βασιλέα του και να βλέπει τους σκλαβωμένους Έλληνες σε διαρκή και ανειρήνευτο πόλεμο με τους Τούρκους, παρότι ο κ. Κρεμμυδάς φαίνεται να γνωρίζει καλύτερα το πρόβλημα – ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην Αγγλία.
Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι εξόχως σημαντικό, γι’ αυτό αξίζει ακόμα και μία τόσο άτεχνη και χονδροειδή −ο καθείς και οι δυνατότητές του− απόπειρα αναθεώρησης.
Όμως, «επικίνδυνος» είναι και ο Ρήγας Φεραίος, και όχι μόνο διότι εξέδωσε τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου», έκδοση με την οποία δεν ασχολείται, ή ίσως αγνοεί, ο συγγραφέας, αλλά διότι παραπέμπει σε μια αντίληψη του ελληνισμού που τη συνδέει με τη βυζαντινή και οικουμενική του παράδοση:
Εντούτοις, τα πολιτικά σχέδια του Ρήγα δεν εξυπηρετούσαν τις προϋποθέσεις του έθνους-κράτους˙ το Σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία μιας Βαλκανικής αυτοκρατορίας στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής. [ ] Το Σχέδιο του Ρήγα δεν συμβάδιζε με το έμμεσο, πάντα, κήρυγμα του Διαφωτισμού για έγερση των εθνικισμών. [ ] Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που η Επανάσταση δεν χρειάστηκε το πολιτικό σχέδιο του Ρήγα˙ ήταν μια εθνική επανάσταση, με διακηρυγμένο το σκοπό της να δημιουργήσει εθνικό κράτος, όχι πολυεθνική αυτοκρατορία[14].
Πρόκειται για κατάφωρο βιασμό της ιστορικής αλήθειας, διότι η Επανάσταση του ’21 θα θελήσει να είναι καιπαμβαλκανική, σε πλήρη συνέχεια με το όραμα του Ρήγα, εξ ου και η Επανάσταση στη Μολδοβλαχία, και τα σχέδια για ταυτόχρονη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Μόνο η αποτυχία της επανάστασης σε αυτό το ευρύτερο πεδίο θα την υποχρεώσει στον γεωγραφικό περιορισμό της στη Νότια Ελλάδα. Για την ελληνική συνείδηση του ’21, η επανάσταση στόχευε −με νέους όρους− στην ανασύσταση του ύστερου βυζαντινού κράτους, που, στο βάθος αυτής της συνείδησης, συνιστά τη βάση όλων των επαναστατικών αποπειρών. Για τη μυθική εκδοχή αυτής της παράδοσης, αυτή η ανασύσταση θα πάρει τη μορφή της Ανάστασης του μαρμαρωμένου βασιλιά, ή της έλευσης του «ξανθού γένους»˙ σε μια νεωτερική, σύγχρονη, εκδοχή, –του Ρήγα, και της Φιλικής– θα λάβει τη μορφή ενός σύγχρονου ρωμαίικου κράτους με περισσότερες εθνότητες και λαούς, αλλά με σύμβολο τον σταυρό και γλώσσα την ελληνική˙ τέλος δε, στους περισσοτέρους Έλληνες, θα εμφανίζεται με τη μορφή ενός κράματος και των δύο αυτών εκδοχών, της παραδοσιακής και της νεωτερικής, γι’ αυτό ο Ρήγας, παράλληλα με το Σύνταγμά του, θα εκδώσει και τους «Χρησμούς του Αγαθάγγελου».
Ο προκρούστειος μικροελλαδισμός του Κρεμμυδά θα επιμένει, σε όλη την έκταση του πονήματός του, να συρρικνώνει τα όρια της επαναστατικής απόπειρας στη δημιουργία του μικροσκοπικού κράτους της Προστασίας. Γι’ αυτό και θα μας καλεί επανειλημμένα να εγκαταλείψουμε τον «λαϊκισμό» της παλιάς ιστοριογραφίας και να αναγνωρίσουμε ιδιαίτερα τον «θετικό ρόλο» της Αγγλίας και του Μαυροκορδάτου στην εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων, δηλαδή τον περιορισμό της επανάστασης σε ένα μικρό τμήμα εκείνου που σχεδίαζε η Φιλική Εταιρεία.
Μια τέτοια κατάληξη της επανάστασης υπήρξε προφανώς και συνέπεια της ίδιας της οικονομικής και κοινωνικής δομής της υπόδουλης κοινωνίας και η ευθύνη θα πρέπει να προσγραφεί κατ’ εξοχήν στις ίδιες τις ελληνικές ελίτ, που, εξ αιτίας του μεταπρατικού τους χαρακτήρα, δεν είχαν τη δυνατότητα να ξεσηκώσουν όλους τους βαλκανικούς λαούς, ή «να καταλάβουν» την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποσιωπάται ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων –και της Αγγλίας κατ’ εξοχήν– σε αυτόν περιορισμό της Επανάστασης, ούτε ακόμα περισσότερο να προσγράφεται στις θετικές εξελίξεις το γεγονός ότι η ελληνική Επανάσταση και το νεοσύστατο κράτος θα παραδοθεί στα χέρια της Αγγλίας και των μεγάλων δυνάμεων˙ διότι αυτή η παράδοση θα καθορίσει στη συνέχεια τον εσαεί εξαρτημένο χαρακτήρα του ελλαδικού κράτους. Στη χειρότερη περίπτωση, και από τον πιο «ρεαλιστή» ιστορικό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αναγκαία, αλλά πάντως αρνητική, εξέλιξη.
Όταν, μάλιστα, είναι πασίγνωστο, πως η αγγλική επέμβαση θα πραγματοποιηθεί ακριβώς για να αποφευχθεί μια πιθανή κατάρρευση της οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύνολό της, ίσως και μετά από παρέμβαση της Ρωσίας. Οι Άγγλοι δεν μας «χάρισαν» τίποτε, η ελληνική απελευθέρωση είχε δρομολογηθεί, και το ερώτημα ήταν έως που θα έφτανε και υπέρ ποίου θα λειτουργούσε εν τέλει. Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τον αγγλόφιλο ιστορικό:
Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, το καλοκαίρι του 1825 συγκεκριμένα, συνέβη κάτι επίσης σημαντικό: η Επανάσταση επισήμως ανέθεσε την «μοναδικήν υπεράσπισιν» της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας, και της πολιτικής υπόστασης του έθνους στην Αγγλία. Την αίτηση προς την αγγλική κυβέρνηση είχαμε χαρακτηρίσει παλαιότερα ως «ψήφισμα της υποτέλειας»˙ είναι ώρα να την αναθεωρήσουμε. Γιατί επρόκειτο για πράξη που ωφέλησε τον αγώνα…[15]
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε ad nauseam, διότι το συγκεκριμένο κείμενο ξεπερνάει ίσως κάθε προηγούμενο, εξ αιτίας της ανοικτής, ανενδοίαστης και αστήρικτης υποστήριξης αναληθειών που, όμως, κινδυνεύουν να γίνουν επίσημη ιδεολογία του ελληνικού κράτους. Και επί πλέον, το σημαντικότερο, αποτελεί έκδοση της ίδιας της Βουλής των Ελλήνων, που θα έπρεπε να πάρει τα αναγκαία μέτρα για να αποσυρθείαυτό το ιστορικά απαράδεκτο ανοσιούργημα.
Κλείνοντας, αξίζει να υπογραμμίσουμε πως, από το πόνημα αυτό, εκτός από τις αρές κατά της Εκκλησίας και τους ύμνους στην αστική τάξη, απουσιάζουν παντελώς ορισμένες τάξεις και στρώματα. Έτσι, ούτε καν αναφέρονται, έστω ως συνιστώσες της επανάστασης, οι… λαϊκές τάξεις, οι αγρότες, ο «χοντρός λαός» των αστικών κέντρων, οι βιοτέχνες, οι γυναίκες, οι μαχητές της επανάστασης. Το πόνημα της Βουλής των Ελλήνων ασχολείται αποκλειστικά με τις «ηγέτιδες» τάξεις − ίσως ως αντανάκλαση της ολιγαρχικής μετεξέλιξης της σύγχρονης δημοκρατίας και ως έκφραση της κατάντιας της πάλαι ποτέ αριστερής διανόησης. Από τον Ρήγα και τον Καραϊσκάκη, από τον Αντώνη Οικονόμου και τον Λυκούργο Λογοθέτη, θα μετατοπιστεί στον Μαυροκορδάτο και τους Εγγλέζους «συμμάχους».
Τι καλύτερη δικαιολογία, και ταυτόχρονα προοίμιο για την ξενοδουλεία των ελληνικών ελίτ και την ταύτισή τους με τη Δύση, ως παρασιτική απόφυσή της, από μια «Επανάσταση» η οποία είναι και αυτή δημιούργημα της Δύσης;! Αυτό απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του ελληνικού κρατικού παρασίτου και αυτό προσφέρουν οι κάλαμοι που βρίσκονται στην υπηρεσία του.
* Το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης εργασίας-βιβλίου του συγγραφέα. Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό «Μανιφέστο», στο τεύχος 17 του Απριλίου 2009.

Τρίτη, Ιουλίου 21, 2015

ΟΙ ΑΓΕΝΝΗΤΟΙ ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ


Gigantes


 Παπαδόπουλος Θεόφιλος
 δάσκαλος

Ὁ Ἕλληνας μὲ τὸν ἑλληνισμό του καὶ τὴν ὀρθοδοξία του εἶναι σὰν τὸν ἐπιστήμονα ποὺ μὲ τὸν ἀξονικὸ τομογράφο του ἀνακαλύπτει καὶ τὸ παραμικρὸ ὀγκίδιο (τὰ κύτταρα ποὺ τρελάθηκαν). Ἔτσι, ὁ Ἕλληνας μὲ τὸν δικό του ἐξοπλισμὸ μπορεῖ νὰ ἐπισημαίνει τὶς δυσλειτουργίες (τὶς πλάνες) καὶ τὰ μικρόβια (τὶς ἀπάτες) ποὺ θὰ ὁδηγήσουν τὴν ἀνθρωπότητα στὸν ἀφανισμό. Σήμερα μόνο ὁ ἑλληνικὸς Λόγος μπορεῖ νὰ καταδείξει ὅτι ἡ Δύση φέρεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ φέρονται τὰ «τρελὰ κύτταρα»: ἀναπτύσσονται μὲ ρυθμὸ παράλογο, μεταδίδουν τὴν ΄΄τρέλα΄΄ τους καὶ σὲ ἄλλα κύτταρα, ὄχι μόνο γειτονικὰ ἀλλὰ καὶ ἀπόμακρα, καὶ αὐτὸ ὅταν γενικευθεῖ, τότε ἡ ἀρρώστια δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγήσει σὲ ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Αὐτὸ ὅμως ἡ Δύση δὲν θέλει νὰ τὸ παραδεχτεῖ. Ἔχει τὴν αὐταπάτη ὅτι ὅλα πᾶνε καλά. Εὐθυγραμμίστηκε μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὸ modus vivendi τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων. Καὶ συμπορεύεται. Βέβαια ὑπάρχουν κι ἐκεῖ «ἀντιστάσεις». Στὸν ἑλληνισμὸ ὅμως δὲν ὑπάρχουν μόνο ἀντιστάσεις, ὑπάρχουν καὶ θέσεις. Ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι πρόταση γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὸ ἀδιέξοδο. Ἀλλά ἡ ΝΤΠ διατηρεῖ τὴ φρεναπάτη ὅτι μόνο ἐκείνη κατέχει τὸ μυστικὸ καὶ τὴ μέθοδο γιὰ νὰ πετύχει τὴν παγκόσμια ἐπικράτηση. Ὁ Ἑλληνισμὸς προβάλλοντας τὸ πνευματικὸ κριτήριο δημιουργεῖ στὴν ΝΤΠ σύγχυση, τῆς βάζει ἐμπόδια, τῆς φράζει τὸν δρόμο. Καὶ γιὰ τοῦτο ἡ τελευταία αὐτὴ ἐπιδιώκει νὰ ἐξοντώσει τὸν ἀντίπαλό της, νὰ τὸν ἀπαλείψει ἀπὸ προσώπου γῆς. Ἔτσι τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει ἐνταθεῖ ὁ πόλεμος. Ποτὲ ἄλλοτε ὁ Ἑλληνισμὸς (στὴν ὁλότητά του) δὲν ἔχει ἀλλοτριωθεῖ σὲ τέτοιο βαθμό, ποτὲ οἱ θεσμοί του δὲν εἶχαν κλονισθεῖ τόσο, ποτὲ ἡ γλῶσσα του δὲν εἶχε τόσο φτωχύνει.
Σχετικὰ μὲ τὴ μᾶζα, ἔφτασαν λίγα χρόνια γιὰ νὰ πετύχει τὸ σχέδιο πλήρως. Ἐξάλλου τὸ ἔχει πεῖ ὁ Κίσσιγκερ (σχεδιαστὴς τῆς Μεταπολίτευσης): «…ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶναι λαὸς μὴ κυβερνήσιμος. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ χτυπηθεῖ στὶς ρίζες του, τὶς πολιτιστικές του ρίζες…». Ἤθελε νὰ πεῖ: στὰ βιώματα ποὺ συνθέτουν τὸν χαρακτῆρα του. Καὶ αὐτὸ μὲ τοὺς μηχανισμοὺς ποὺ τέθηκαν σὲ ἐφαρμογὴ (κυρίως μέσα ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας) πέτυχε. Σήμερα ὁ ἕλληνας τῆς μάζας (ἔπαψε πιὰ νὰ εἶναι λαός) δὲν νιώθει οὔτε ὅτι εἶναι ταγμένος φρουρὸς (νὰ περιφρουρήσει τί;) οὔτε ὅτι μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει σὰν μήτρα (ποὺ δυνάμει θὰ δώσει νέα βλαστάρια). Ἁπλῶς δὲν καταλαβαίνει κάτι τέτοιο οὔτε τὸ νιώθει. Ἀπ᾿ τὴν παράδοση, τὸ πολύ-πολύ, νὰ θέλει νὰ κρατήσει τὸ ρεμπέτικο καὶ τὸ μπουζούκι (ὡς ψευδοπολιτιστικὰ ὑποκατάστατα). Ὅσο γιὰ τὴν αὐριανὴ «ἑλληνικότητά» του οὔτε κἂν τὴ σκέφτεται: τοῦ πιπίλισαν τὸ μυαλὸ ὅτι αὔριο θὰ εἶναι Εὐρωπαῖος καὶ νὰ ἀποτινάξει αὐτὲς τὶς σωβινιστικὲς προκαταλήψεις.
Βέβαια δὲν ἀποκλείεται ἕνα θαῦμα ποὺ ἐντοπίζεται στὸ ἑξῆς συγκεκριμένο: Μέσα ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀλλοτριωμένη καὶ στεῖρα μᾶζα νὰ προκύψει (μήπως καὶ ἡ στεῖρα Σάρρα δὲν γέννησε καὶ μάλιστα σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν κατόπιν ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ!) ὄχι κατ᾿ ἀνάγκην ἕνας Μεσσίας ἀλλὰ μιὰ ὁμάδα «γιγάντων» ὅπως ἐκείνη ποὺ φύτρωσε ἀπὸ τὰ δόντια ποὺ ἔσπειρε ὁ Κάδμος, καὶ οἱ ἐκλεκτοὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἵδρυσαν νέαν πόλιν, τὴ Θήβα (αὐτὰ συμβαίνουν στὴν ἑλληνική Μυθολογία, καὶ νὰ ὑπενθυμίσω ὅτι ὁ Κάδμος πῆρε γιὰ σύζυγό του τὴν Ἁρμονία, εἰσήγαγε στὴν Ἑλλάδα τὰ γράμματα καὶ τὰ πρῶτα ἔργα πολιτισμοῦ). Δὲν ξέρω ἂν μποροῦνε νὰ ξαναγίνουν τέτοια πράγματα. Τὸ θαῦμα εἶναι μέσα στὴ λογικὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ δὲν ποντάρουμε στὸ θαῦμα, ἁπλῶς τὸ ἀναφέρω. Ἡ ἀνθοφορία κατὰ τὴν ἄνοιξη εἶναι νόμος τῆς Φύσης, ἀλλὰ πρέπει νὰ βοηθήσει καὶ τὸ κλῖμα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...