Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ:Ο Δούρειος ίππος της Λειτουργικής Αναγεννήσεως;
Τά τελευταῖα χρόνια ὅλο καί συχνότερα, ὅλο καί ἀπό περισσότερους ἱερεῖς τελεῖται ἡ λεγομένη Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου. Ἡ τέλεση τῆς Λειτουργίας αὐτῆς καί ἡ ξαφνική της ἐμφάνιση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀφ’ ἑνός μέν καταδεικνύει τό ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα πού διακατέχει πολλούς κληρικούς καί ἀφ’ ἑτέρου ἐξυπηρετεῖ κατά τόν καλύτερο τρόπο, τά σχέδια τῶν «ἀνανε
ωτῶν» τῆς Λειτουργικῆς μας ζωῆς, τῶν αὐτοκλήτων σωτήρων τῆς Ἐκκλησίας. Τό σχέδιο εἶναι ἁπλό: ἡ Λειτουργία αὐτή «βαπτίζεται» ἀπό τούς ἀνανεωτές ὡς «ἀρχαιοπρεπής». Ὅταν ὅμως τελεῖται, τελεῖται μέ τόν τρόπο πού ὁραματίζονται οἱ «ἀνανεωτές», ὁπότε ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐνθουσιάζεται μέ τήν πρωτοτυπία καί τά ἐφέ, συμπεραίνει, ἐντελῶς ἐσφαλμένα, ὅτι ὁ συγκεκριμένος τρόπος τελέσεως εἶναι ὁ «ἀρχαιοπρεπής» καί ἄρα ὁ παραδοσιακός. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά ζητᾶ ἀπό τούς Ἱερεῖς νά λειτουργοῦν ἔτσι καί ὅταν τελοῦν τίς Λειτουργίες τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Βασιλείου. Εἶναι, ὅμως, ὄντως ἔτσι τά πράγματα; Μπορεῖ ὁ καθένας νά τελεῖ ὅποια Λειτουργία θέλει καί ὅπως θέλει; Ἄς τό δοῦμε ἀναλυτικά.
ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσή του στόν 32
ο κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς παρέχει μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία σχετικά μέ τό πόσο «κανονική», πόσο σύμφωνη δηλαδή μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί ἄρα πόσο δεκτή ἤ ὄχι, εἶναι ἡ Λειτουργία αὐτή. Μολονότι, λοιπόν, ὁ ἅγιος λέει ὅτι ἡ Λειτουργία αὐτή «εἶναι δεκτή», λέει ὅμως ἐπίσης ὅτι «ἠπράκτησε». Λίγο μάλιστα πιό κάτω ὁμολογεῖ ὅτι κατά τόν Μανουήλ Μαλαξό ἡ Λειτουργία αὐτή ἠπράκτησε ἀπό τούς καιρούς τοῦ Μ. Βασιλείου. Γιατί, λοιπόν, ἡ ξαφνική προσπάθεια ἐπαναφορᾶς μιᾶς Λειτουργίας τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε;
Προφανῶς γιά ὑπόπτους λόγους. Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι στή χώρα μας ἡ Λειτουργία αὐτή τελέστηκε γιά πρώτη φορά τό 1894 ἀπό τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα, στήν τελετή ἐνηλικιώσεως τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου. Τελέστηκε συνεπῶς ὡς ἕνα ἐκκλησιαστικό ὑπερθέαμα ἐνώπιον τῶν παρευρισκομένων «γαλαζοαίματων». Γιά τούς ἴδιους ὅμως λόγους, γιά τόν ἐντυπωσιασμό δηλαδή τῶν πιστῶν, τελεῖται καί σήμερα καί γι’ αὐτό ὁσάκις τελεῖται διαφημίζεται καί δεόντως.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ καί τή μαρτυρία τοῦ Βαλσαμῶνος, στόν ὁποῖο βασίστηκε γιά τήν συγγραφή τοῦ «Πηδαλίου». Ἄς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Βαλσαμών γιά τή Λειτουργία αὐτή, ὅταν ἐρωτᾶται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μάρκο ἄν οἱ Λειτουργίες πού λέγεται ὅτι εγράφησαν ἀπό τους Ἀποστόλους Μάρκο καί Ἰάκωβο εἶναι δεκτές:
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπαντᾶ ὁ Βαλσαμών, γράφοντας προς τούς Κορινθίους λέει «ἀδελφοί παρακαλῶ ὑμᾶς, δι’ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα ἦτε δέ κατηρτισμένοι ἐν τῶ αὐτῷ νοΐ, καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Λέμε ,λοιπόν, πώς οὔτε ἀπό συνοδικό κανόνα μάθαμε γιά Λειτουργία τοῦ Μάρκου, μόνο δε ὁ 32ος τῆς ἐν Τρούλῳ λέει πώς ἔχει συντεθεῖ Λειτουργία ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου. Ὅμως, ὁ 85ος τῶν ἁγίωνἈποστόλων καί ὁ 39ος τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ἀπαριθμῶντας τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί τά ἀποστολικά, δέν ἀναφέρουν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἤ τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἀλλά καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δέν τίς γνωρίζει καθόλου. Νομίζουμε λοιπόν, καταλήγει ὁ Βαλσαμών, ὅτι δέν εἶναι δεκτές διότι καί ἄν ἀκόμαἔχουν γραφεῖ, περιέπεσαν σέ πλήρη ἀπραξία ὅπως κι ἄλλα πολλά. Αὐτό φαίνεται ἀπό τον 85ο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν 2ο τῆς ἐν Τρούλῳ. Ὁ μέν ἀποστολικός ὁρίζει γιά τίς δύο ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος καί τίς διαταγές τῶν ὀκτώ βιβλίων αὐτοῦ νά ἀναγινώσκονται ἀλλά νά μή δημοσιεύονται, γιά τά μυστικά πού περιέχουν, ὁ δέ 2ος τῆς ἐν Τρούλῳ θέλει οὔτε νάἀναγινώσκονται ἐξ αἰτίας τῶν νοθεύσεων ἀπό τούς ἑτεροδόξους. Γι’ αὐτό ὀφείλουν ὅλες οἱ τοπικές Ἐκκλησίες νάἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά ἱερουργοῦν κατά τίς παραδόσεις τῶν ΠατέρωνἸωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Βασιλείου τοῦ Μεγάλου. Διότι λέει τό 51ο κεφάλαιο τοῦ 1ου τίτλου, τοῦ 2ου βιβλίου τῶν βασιλικῶν[1] ὅτι γιά ὅσα θέματα δέν ὑπάρχει νόμος νά ἀκολουθεῖται ἡ παράδοση τῆς Νέας Ρώμης»[2]. (ἐλεύθερη ἀπόδοση)
Γεννᾶται λοιπόν τό ἐρώτημα: ἄν ἡ Λειτουργία αὐτή δέν ἔγινε δεκτή, λόγῳ νοθεύσεώς της ἀπό χέρια ἑτεροδόξων, τό 12
ο αἰῶνα – τότε ἔζησε ὁ Βαλσαμών – πόσο πιό ἄδεκτη καθίσταται σήμερα καί πόσο πιό νοθευμένη πρέπει νά θεωρεῖται; Ἐξ ἄλλου ὁ Βαλσαμών μᾶς παρέχει καί μιά ἄλλη σχετική πληροφορία στήν ἑρμηνεία του στόν 32
ο κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ ὅπου λέει : «σημείωσαι, ὅτι ἀπό μόνο τοῦ παρόντος κανόνος φαίνεται τήν θεία ἱεροτελεστίαν παραδοθῆναι καί ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πρώτως ἐπισκοπεύσαντος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων,
ἥτις τέως παρ’ ἡμῖν οὐδέ εὐρίσκεται, οὐδέ γιγνώσκεται ὡς ἀπρακτήσασα»[3] (ἡ ὑπογράμμιση δική μας). Στή συνέχεια μάλιστα μᾶς δίνει τήν πολυτιμότατη πληροφορία πώς ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας βρέθηκε στήν Πόλη καί ζήτησε νά τελέσει τήν Λειτουργία τοῦ Μάρκου δέν τό ἔπραξε «ἀρκεσθέντων πάντων τῆ καταθέσει καί μόνῃ τοῦ Πατριάρχου, εἰπόντος μηκέτι τοῦτο ποιῆσαι
[4]». Ἰδού ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδού ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες. Ὁ ἕνας Πατριάρχης ἀρνεῖται τήν «ἀνανέωση» χωρίς τό κόμπλεξ νά χαρακτηριστεῖ φανατικός καί χωρίς νά ὑποχωρήσει γιά λόγους ψευδοευγένειας καί ψευδοταπείνωσης καί ὁ ἄλλος ὑπακούει ταπεινά χωρίς ἀμφισβητήσεις καί ψευτοεπιχειρηματολογία, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Ἀξιοσημείωτη πάντως εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ὑπάρχει καί στα δύο παραπάνω κείμενα σχετικά μέ τους συγγραφεῖς τῶν Λειτουργιῶν Μάρκου – Ἰακώβου. Ποιά εἶναι, ὅμως, τά «ἐκσυγχρονιστικά» ἤ «ἀρχαιοπρεπῆ» σημεῖα τῆς Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου;
ΘΕΣΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
Τή Λειτουργία αὐτή συνηθίζουν νά τελοῦν ὄχι πάνω στήν καθιερωμένη καί καθαγιασμένη ἁγία Τράπεζα, ἀλλά σέ ἕνα τραπέζι πού τοποθετεῖται στή μέση τοῦ Ναοῦ. Ἡ πράξη αὐτή εἶναι ἀντίθετη ἀσφαλῶς μέ τήν Ἱερά Παράδοσή μας καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅμως μακροχρόνιο αἴτημα μερικῶν δυτικοσπουδασμένων «καθηγητῶν», κληρικῶν καί λαϊκῶν (π.Βασίλειος Θερμός
[5], π.Δημήτριος Τζέρπος
[6], κος Πέτρος Βασιλειάδης
[7] κ.α), πού ἐπίμονα ζητοῦν τήν κατάργηση τοῦ τέμπλου καί συνεπῶς τήν διάκριση τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ὁ 69ος ὅμως Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ξεκαθαρίζει ὅτι τό ἅγιο Βῆμα εἶναι προορισμένο μόνο γιά τούς κληρικούς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μάλιστα, στή 1
η του ὑποσημείωση στόν παραπάνω Κανόνα προτρέπει: «ἐντεῦθεν ἄς παρακινηθοῦν οἱ ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομον συνήθειαν, ὅπου ἐπικρατεῖ εἰς πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχωνται λέγω, λαϊκοί μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ἥτις [συνήθεια] μή διακρίνουσα ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάμνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί ὑποκάτω εἰς τήν ποινήν τοῦ βασιλέως Ἄχαζ…»
[8]. Ἄν μέ τήν εἴσοδο τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο Βῆμα καταργεῖται ἡ διάκριση τῶν χαρισμάτων, πόσο πιό εὔκολα μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι καταργεῖται μέ τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς διάκρισης τοῦ Βήματος, τήν ἰσοπέδωση τοῦ τριμεροῦς Ναοῦ, πού ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὑφίσταται, καί τήν παροχή δυνατότητος σέ ὅλους, ἄνδρες, παιδιά καί γυναῖκες, νά βλέπουν ἀπό ἀπόσταση ἀναπνοῆς ὅσα ὁ Θεός ἔδωσε στούς ἱερεῖς νά τελοῦν;
Κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης «τό μέν ἅγιο βῆμα τά ἅγια τῶν ἁγίων εἰκονίζει, τά ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καί αὐτόν τόν οὐρανόν,۠ ἡ δε ἁγία τράπεζα τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τό σεβάσμιον μνῆμα…»
[9]. Καί συνεχίζει «ὅταν δέ ἱεροτελῶμεν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ καί μάλιστα τήν φρικτήν ἱερουργίαν, τότε τό μέν θυσιαστήριον τύπον ἔχει οὐρανοῦ, ὁ δε ναός τά περίγεια σημαίνει…»
[10]. Τό τέμπλο ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν σημερινή μορφή ἀπό τον 5
ο κιόλας αἰῶνα, ἐνῶ πολύ νωρίτερα ὑπῆρχε ὡς χαμηλό τέμπλο. Σκοπός του δέν εἶναι ἁπλῶς νά κρύψει ἀλλά ἔχει πολύ βαθύ θεολογικό χαρακτήρα ἀφοῦ διδάσκει τούς πιστούς ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐπιδεικνύεται ἀλλά μετέχεται, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν εἶναι θέαμα ἀλλά μετοχή.
Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά ἀναφέρουμε, γιά νά φανεῖ πόσο ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί πόσο ἀθεολόγητη εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ Βήματος, ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ὄχι μόνο ὑπῆρχε τό τέμπλο, ἀλλά καί ὅτι μετά τήν Μεγάλη Εἴσοδο ἔκλειναν τά Βημόθυρα, παράδοση πού τηρεῖται μέχρι καί σήμερα στό Ἅγιον Ὅρος, σέ ἄλλες μονές, καί σέ μερικές ἐνορίες. Τηρεῖται ἐπίσης σέ ὅλες τίς ἐνορίες κατά τήν τέλεση τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας τή Μ. Τεσσαρακοστή. Kλείονται δέ τά βημόθυρα ὥστε, κατά τον ἅγιο Χρυσόστομο, «ὄταν ἴδῃς ἀνελκόμενα τά ἀμφίθυρα, τότε νόμισον διαστέλλεσθαι τόν οὐρανόν ἄνωθεν, καί κατιέναι τούς ἀγγέλους»
[11]. Οἱ πιστοί, λοιπόν, προετοιμάζονται γιά τήν ὥρα τῆς Ἀποκαλύψεως, γιά τήν ὥρα πού θά ἐμφανισθεῖ ὁ Χριστός στήν Πύλη καί θά τούς καλέσει σέ κοινωνία.
Δυστυχῶς ὅμως, καί ἄν ἀκόμα ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου τελεσθεῖ ἐπί τῆς κανονικῆς Ἁγίας Τραπέζης ἡ θέση της δέν παραμένει ἡ ὀρθή καί παραδεδομένη ἀλλά ἀντιστρέφεται, ὥστε ὁ λειτουργός ἱερεύς νά κοιτᾶ προς τόν λαό, ὅπως γίνεται καί στούς παπικούς. Ἡ πράξη αὐτή μᾶς ἀνάγει ἀπ’ εὐθείας στήν πρό τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τέλεση τῶν ἐξορκισμῶν, ὅπου ὁ ἀνάδοχος ἀποτάσσεται τό Σατανᾶ καί ὅλες του τίς ἐνέργειες στρεφόμενος πρός την Δύση καί συντάσσεται μέ τό Χριστό, ἐκπροσωπώντας τό νήπιο, στρεφόμενος πρός τήν Ἀνατολή. Ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τόν Διάβολο στή Δύση. Δυστυχῶς πρός τή Δύση στρέφεται καί ὁ καινοτόμος Λειτουργός τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου, καί ὄχι πρός τόν Χριστό. Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ΗΛΙΟΣ τῆς Δικαιοσύνης πού ἔρχεται γιά νά φωτίσει καί θερμάνει, «τοποθετεῖται» στήν Ἀνατολή καί αὐτό εἶναι παράδοση ἀποστολική, ὄπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ὅπου λέει ὅτι «τούτου χάριν πάντες μέν ὁρῶμεν κατά ἀνατολάς ἐπί τῶν προσευχῶν, ὀλίγοι δέ ἴσμεν ὅτι τήν ἀρχαία ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τόν παράδεισον, ὅν ἐφύτευσεν ὁ Θεός ἐν Ἐδέμ, κατά ἀνατολάς»
[12]. Ὅταν, βέβαια, καταπατοῦμε τόσο μακραίωνες παραδόσεις γιά νά «καταξιωθοῦμε» στα μάτια τοῦ κόσμου, ὅταν τό μόνο πού μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ αὐτοπροβολή, τότε σίγουρα πρέπει πρός τή Δύση νά στρεφόμεθα, διότι μόνον ὁ ἄρχοντας αὐτῆς μπορεῖ νά ἰκανοποιήσει τέτοιες ἀνάγκες. Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει ξεκαθαρίσει ὅτι «εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ γινώσκεται ὅτι ἐμέ πρῶτον μεμίσηκε. Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει»(Ἰωάν. ΙΕ, 18)
ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΥΧΩΝ[13]
Μιά ἄλλη καινοτομία, ζητούμενη ἀπό τους ἀνανεωτές, πού εἰσάγεται μέ τήν «ἀρχαιοπρεπή» Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωση τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας. Ἀκόμα καί κληρικοί πού διαβάζουν μυστικῶς τίς εὐχές στή Θ. Λειτουργία, κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου παρασύρονται ἀπό τήν πρωτοτυπία καί ἀπαγγέλουν τίς εὐχές γιά νά συγκινηθεῖ καί ἐντυπωσιαστεῖ περισσότερο ὁ κόσμος. Οἱ εὐχές ὅμως τῆς Λειτουργίας διαβάζονταν μυστικῶς ἀπό τον πρῶτο αἰῶνα μέχρι καί σήμερα.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στή μελέτη του «Περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» φανερώνει τή μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν παραπέμποντας στόν ἅγιο Διονύσιο, μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τάς μυστικάς εὐχάς καί εὐλογίας, τάς ἐπικλήσεις τάς ἁγιαστικάς καί τελειωτικάς τῶν μυστηρίων ἐξ ἀγράφου παραδόσεως ἐν τῶ Ζ΄ Κεφαλαίῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας λέγει εἶναι – τάς δε τελεστικάς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτόν ἐν γραφαῖς ἐφερμηνεύειν, οὔτε τό μυστικόν αὐτῶν, ἤ τάς ἐνεργουμένας ἐκ Θεοῦ δυνάμεις, ἐκ τοῦ κρυφίου προς τό κοινόν ἐξάγειν, ἀλλ’ ὡς ἡ καθ’ ἡμᾶς ἱερά παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτάς ἐκμαθών»
[14]. Ἀπό τόν ἀρχαιότατο ἅγιο Διονύσιο μέχρι τον σύγχρονο ἅγιο Νεκτάριο ἡ Ἐκκλησία δέν συζητοῦσε τό θέμα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, διότι ἡ μυστική ἀνάγνωση ἦταν αὐτονόητη, ἀφοῦ ὅλοι σέβονταν αὐτό πού παρέλαβαν ἀπό τούς προηγουμένους μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση χωρίς νά τό κρίνουν καί νά πολυπραγμονοῦν.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, στό Πηδάλιο λέει ἀκριβῶς τά ἴδια παραπέμποντας καί αὐτός στόν ἅγιο Διονύσιο καί συμπεραίνει ὅτι «…ὅθεν ἡ πράξις τῆς Ἐκκλησίας ἀείποτε μυστικῶς, καί οὐχ ἐκφώνως, ὡς τά κυριακά λόγια, ἀναγινώσκουσα τάς εὐχάς ταύτας, τήν σιωπημένην καί ἄγραφον καί μυστικήν ταύτην παράδοσιν αἰνίττεται»
[15]. Ἀκόμα καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, στήν ἑρμηνεία του στή Θεία Λειτουργία, λέει ὅτι «ὁ ἱερεύς ἔνδον εὐχήν ποιεῖται ἡσυχῆ καί καθ’ ἑαυτόν»
[16], «ὑποχρεώνοντας» τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης νά θαυμάσει τήν ἀρτιότητα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί νά πεῖ: «βλέπεις πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξις καί ὅτι ὡς διά μεσίτου τοῦ ἱερέως, ὅστις εὔχεται ἔνδον μυστικῶς, ἀναφέρονται αἱ δεήσεις τοῦ λαοῦ πρός τόν Θεόν»
[17];.
Ὁ ἅγιος Συμεών, βέβαια, ἀναφέρει καί ἕνα ἄλλο ἀμέτρητο πλῆθος μαρτυριῶν γιά τίς μυστικές εὐχές ὄχι μόνο στή Θεία Λειτουργία ἀλλά σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια ὅπως γιά τήν πρώτη εὐχή τοῦ Βαπτίσματος (ὁ ἀρχιερεύς τότε καθ’ ἑαυτόν προσευχόμενος»
[18]), γιά τήν δεύτερη εὐχή τοῦ εὐχελαίου (« Μετ’ αὐτήν καί ἄλλη δευτέρα μυστικῶς»
[19]), γιά τήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας ( «κλίνωμεν τάς κεφαλάς, εἰς σχῆμα δουλείας καί ἱκεσίας…Διά τοῦτο καί ἐπεύχεται μετ’ εὐλαβείας καί σιωπῆς συστελλόμενος καί φοβούμενος, ἐν ᾧ ὁμιλεῖ καί μεσιτεύει προς τον Θεόν…»
[20] ), γιά τήν ἀκολουθία τῆς Τριθέκτης, ἡ ὁποία «τύπον ἀποσώζει τῆς καθολικῆς μεγάλης ἱερᾶς λειτουργίας ἕως τήν μεγάλην εἴσοδον»
[21] ( στό σχεδιάγραμμά της συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν φράση «ὁ ἱερεύς μυστικῶς»).
Τέλος, ὁ Μ. Βασίλειος, στόν Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγο του, ὑπεραμυνόμενος τῶν ἀγράφων, ἀποστολικῶν παραδόσεων, καταρρίπτει τόν ἀνόητο ἰσχυρισμό ὅτι τό «μυστικῶς» ἀναφέρεται στήν «μυστική βίωση» καί ὄχι στόν τρόπο ἀναγνώσεως. Ἀπαντώντας, λοιπόν, στό ὑπό πολλῶν τεθέν ἐρώτημα ἀπό ποῦ παραλάβαμε μερικές ἀποστολικές παραδόσεις ἀπαντᾶ ἀναρωτόμενος «οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνοι διδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τά σεμνά σιωπῇ διασώζεσθαι; Ἅ γάρ οὐδ’ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἄν εἰκός τήν διδασκαλίαν ἐκθριαμβεύειν ἐν γράμμασιν; Οὗτος ὁ λόγος τῆς τῶν ἀγράφων παραδόσεως, ὡς μή καταμεληθεῖσαν τῶν δογμάτων τήν γνῶσιν εὐκαταφρόνητον γενέσθαι τοῖς πολλοῖς διά συνήθειαν»
[22]. Ἕνας Μέγας Βασίλειος, αἰσθάνεται τή συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνάγκη νά ὑπακούσει καί νά σεβασθεῖ ὅσα παρέλαβε, σέ ἀντίθεση μέ τούς σημερινούς πολύ μικρούς «βασιλείους», σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐπιδόξους «ἀνανεωτές» τῆς Λατρείας μας, οἱ ὁποῖοι ὅλα τά περιεργάζονται, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν, τίποτα δέν τους ἀναπαύει καί τίποτα δέν υἱοθετοῦν.
Τέλος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταρρίπτει τό περί «μυστικῆς βιώσεως» φέροντας ὡς ὑπόδειγμα προσευχῆς τήν προφήτιδα Ἄννα, μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, λέγοντας ὅτι «τοῦτο γάρ ἐστι μάλιστα εὐχή ὅταν ἔνδον αἱ βοαί ἀναφέρονται. Τοῦτο μάλιστα ψυχῆς πεπονημένης, μή τῶ τόνῳ τῆς φωνῆς, ἀλλά τῆ προθυμία τῆς διανοίας τήν εὐχήν ἐπιδείκνυσθαι. Οὔτω καί Μωϋσῆς ηὔχετο, διό καί μηδέν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησίν ὁ Θεός τί βοᾶς προς με; Ὁ δέ Θεός πρό ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει»
[23]. Μάταια φωνάζουν, λοιπόν τίς εὐχές μερικοί ἱερεῖς καί μάλιστα τόσο δυνατά ὥστε, καί μέ τή χρήση τῆς τεχνολογίας, νά ἀκοῦν τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας ὄχι μόνον οἱ λαϊκοί πού μετέχουν στήν Λειτουργία ἀλλά καί ἀλλόπιστοι, καί ἄνθρωποι πού κοιμοῦνται ἤ βρίσκονται σέ καθημερινές ἀνάρμοστες πρός τήν ἱερότητα τῆς Θ. Λειτουργίας ἀσχολίες, μέσῳ τοῦ Ραδιοφώνου καί τῶν μεγαφώνων. «Ὁ Θεός τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει».
Οἱ πιστοί ἑκατοντάδες χρόνια τώρα βιώνουν τό Θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας, διδαγμένοι ἀπό τίς Ἀσώματες δυνάμεις, σιωπηλά, «καθώς καί οἱ Ἄγγελοι ἀσωμάτως μεταδίδονται ἀλλήλοις τήν Θείαν γνῶσιν καί ὁμιλοῦσιν ἐπίσης νοερῶς χωρίς γλώσσης
[24]», βιώνουν δηλαδή ὡς Σῶμα Χριστοῦ τήν Λειτουργία, ὡς πρόσωπα καί ὄχι ὡς ἄτομα πού προσπαθοῦν καθένας μόνος του νά κατανοήσει μέ τό μυαλό τά τελούμενα. Δέν μένουν ἀποσπασμένοι ἀπό τό Σῶμα, ἀφοσιωμένοι στό βιβλιαράκι τους καί «παρακολουθώντας», ὅπως διδάσκουν οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις, ἀλλά ἀφήνονται καλύτερα στήν συμμετοχή ἐκ βάθους καρδίας.
Ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ἀναφέρει γιά τίς ἐκφωνήσεις τῶν ἱερέων κάποια στοιχεῖα πού δέν ἀφήνουν τό παραμικρό περιθώριο σέ ὅσους θέλουν νά ὑποτιμήσουν τήν συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λατρεία. «Εἰκονίζει, λοιπόν, ἡ φωνή τοῦ ἱερέως εἰς τούς δεομένους μιάν ἀπόκρισιν θείαν καί προξενεῖ πληροφορίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τήν ψυχήν τῶν νοούντων. Κοινωνεῖ δέ τρόπον τινά εἰς τόν ἴδιον καιρόν ὁ ἱερεύς τῶν ὠδῶν καί δεήσεων ἡμῶν διά τῆς ἐκφωνήσεως, καί ἡμεῖς ὁμοίως κοινωνοῦμεν τῶν εὐχῶν αὐτοῦ δίδοντες ἀκρόασιν μέ σιγήν εἰς τάς ἐκφωνήσεις καί προσεπιφωνοῦντες καί ἡμεῖς κἄν τό ἀμήν»
[25].
Συνοψίζοντας, λοιπόν, συνοψίζουμε τό τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι «οὐδέ γάρ ὅλως μυστήριον τό εἰς δημώδη καί εἰκαῖαν ἀκοήν ἔκφορον»
[26] καί τό «μανιφέστο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «δέχομαι τά εἰρημένα, οὐ πολυπραγμονῶ τά σεσιγημένα, κατανοῶ τά ἀποκαλυφθέντα, οὐ περιεργάζομαι τά συγκεκαλυμμένα,۬ διά τοῦτο γάρ συγκεκάλυπται»
[27].
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Ἀγνοώντας ὅμως οἱ ἐπίδοξοι «ἀνανεωτές» ὅλα τά παραπάνω ἰσχυρίζονται ἀκριβῶς ὅτι στήν Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου ὁ λαός μετέχει καλύτερα ἐπειδή ἀκριβῶς βλέπει καί ἀκούει τά πάντα. Ἐξυπηρετεῖ συνεπῶς καί σ’ αὐτό τό σημεῖο τούς τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῶν ἄλλων ζητοῦν καί τήν μεγαλύτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λειτουργία ἐννοώντας, μαζί μέ την ἀκρόαση καί ἐποπτεία τῶν πάντων, τήν συμψαλμωδία. Ἄλλη μιά προτεσταντικογενής παρανόηση!
Τό παραμύθι τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ προσβάλλει τόν ἴδιο τόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ. Ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ δέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ὡς συλλειτουργία καί συμψαλμωδία πού συμβαδίζει μέν μέ τήν προτεσταντίζουσα «γενική ἱερωσύνη», ἀλλά ὡς ἑκούσια μετοχή ἑκάστου μέλους τοῦ Σώματος, ὡς ἀνάπτυξη καί καλλιέργεια τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματός του. Καί αὐτό εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό τήν συμψαλμωδία.
«Οἱ μέν ἱερεῖς, ἅμα ἀρχίσωσι τούς Θείους ὕμνους ἔσωθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τά περί τόν Θεόν πρώτας τάξεις τῶν Ἀγγέλων εἰκονίζουσιν, οἱ δέ διάκονοι μέ τούς ἀναγνώστας καί ὑμνωδούς, οἱ ὁποῖοι κατά τήν τάξιν διαδέχονται τούς Θείους ψαλμούς καί τάς ἱεράς Γραφάς τήν μέσην χορείαν τῶν οὐρανίων ταγμάτων ἐμφαίνουσι. ὅλος δέ ὁ λαός, εὐσεβής ὤν καί ὀρθός κατά τήν πίστιν ἑνώνεται ἐξ ἰδίας προαιρέσεως ψυχῆς μέ τούς μελωδοῦντας καί ζητᾶ ἀπό τοῦ Θεοῦ ἔλεος»
[28]. Ἰδού τό κριτήριο γιά τή συμμετοχή ἤ μή τοῦ λαοῦ: Ἡ προαίρεση γιά συμμετοχή σ’ αὐτό πού ὁ ψάλτης ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ ζητεῖ, καί ὄχι ἡ συμψαλμωδία. Ἡ τράπεζα τῆς Θείας Λειτουργία «γέμει» καί ὅποιος θέλει ἀπολαμβάνει τῆς πνευματικῆς τροφῆς στό μέτρο πού θέλει καί βιώνει κατά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως καί τήν ἐπιθυμία του. Ἀπόλυτο πνεῦμα ἐλευθερίας!
Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως καί πάλι μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ συμψαλμωδία ἀντίκειται στήν λειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί στή διάκριση τῶν χαρισμάτων τοῦ Σώματος. «Ἐπειδή μιμεῖται ἡ Ἐκκλησία τῶν ἄνω ἀγγέλων τήν εὐταξίαν, διά τοῦτο καθώς καί ἐκείνοις εἶναι διάφορος ἡ τάξις καί ὁ βαθμός, καί οἱ πρῶτοι μέν τῆ τάξει ἀμέσως μετέχουσι τοῦ Θείου Φωτός, οἱ δεύτεροι δέ διά τῶν πρώτων καί οἱ τελευταῖοι διά τῶν μέσων, καθώς ἑρμηνεύει ὁ σοφός εἰς τά Θεία Διονύσιος. ὁμοίως καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὁ μέν ἱεράρχης ἀμέσως εἰς ἱεράν προσεγγίζει τράπεζαν, οἱ δε ἱερεῖς καί οἱ λειτουργοί διά μέσου αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως,
διά δε τῶν ἱερέων καί λειτουργῶν
μετέχουσι καί οἱ λαϊκοίτῆς φρικτῆς κοινωνίας καί
τῶν ἱερῶν ὕμνων[29]» (δική μας ὑπογράμμιση). Καί διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών ὅτι «διά τοῦτο καί ἕκαστος πρέπει νά φυλάξη τήν τάξιν, καθώς καί ὁ Παῦλος παραγγέλει λέγων, ἕκαστος ἐν ᾗ ἐκλήθη τάξει ἐν αὐτῇ μενέτω, διά νά εὑρίσκεται περισσότερον εἰς αὐτόν τό θεμέλιον τῶν ἀρετῶν, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὁποία καί εἰς τους ἀγγέλους εἶναι καί ἐν τῶ μέλλοντι θέλει εἶναι»
[30]. Τί κάνουν, λοιπόν, ὅσοι προπαγανδίζουν μιά ὑποτιθέμενη ἐνεργώτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ; Ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ φεμινίστριες: ξεσηκώνοντας τόν λαό νά διεκδικήσει ἀνύπαρκτα δικαιώματα τόν ὁδηγοῦν στήν ὑπερηφάνεια καί ἔτσι ἡ Λατρεία ἀντί γιά σωτήρια καταντᾶ μοιραία. Ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μιά ἐωσφορική πτώση καί τίποτα ἄλλο.
ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ
Ὡς προέκταση τῆς δῆθεν ἐνεργότερης συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἔγινε συνήθεια οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν ὅπως οἱ ἱερεῖς, νά λαμβάνουν δηλαδή ξεχωριστά τό Σῶμα καί ξεχωριστά τό Αἷμα τοῦ Κυρίου. Πολλές δε φορές οἱ πιστοί λαμβάνουν καί μέ τό χέρι τόν ἅγιο Ἄρτο. Ὁ τρόπος ὅμως αὐτός μεταδόσεως, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποκλείει φυσικά τά μικρά παιδιά ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ καινοτομία ἀνεπίτρεπτη, εἶναι καί ἰδιαιτέρως ἐπικίνδυνος ἀφοῦ ὁ λαός μας δέν ἔχει συνηθίσει, καί καλῶς δέν ἔχει συνηθίσει, νά κοινωνᾶ ἔτσι. Πειραματιζόμαστε καί «παίζουμε» ἐν οὐ παικτοῖς.
Ὁ ἅγιος Συμεών λέει σχετικά ὅτι « ὁ δέ ἀρχιερεύς δίδει εἰς τούς προσελθόντας διά τῆς λαβίδος τήν Μετάληψιν, κατά τήν ὁπτασίαν καί τοῦτο τοῦ Ἡσαΐου. Ἐπειδή δέν πρέπει ὅλοι νά μετέχωσι, ὡς εἴπομεν, ἀμέσως τῶν Θείων καί φρικτῶν, ἀλλά πρέπει εἰς τά θεῖα νά εὐλαβώμεθα καί νά συστελώμεθα…»
[31] καί ὅτι «οἱ λοιποί δέ ἔξω τοῦ βήματος κοινωνοῦσιν, οὔτε εἰς τάς χεῖρας τόν Θεῖον ἄρτον λαμβάνουσι ὡς ὑποκείμενοι εἰς τήν τάξιν, ἐπειδή εἶναι τοῦ ἐσχάτου βαθμοῦ καί ἄν ἤθελον τούς ὑπερέχει κατά τήν ἀρετήν»
[32] μιλώντας γιά τούς ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες καί λαϊκούς.
Ἡ ἐξήγηση ὅμως τῆς εἰσαγωγῆς αὐτοῦ τοῦ καινοφανοῦς τρόπου μεταλήψεως ἔρχεται ἀπό τό στόμα τοῦ π. Δημητρίου Τζέρπου, λειτουργιολόγου, ὑπερμάχου τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» καί συνεπῶς καί τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου. Ὁ π. Δημήτριος ἀναφερόμενος στήν ξεχωριστή μετάληψη λέει ὅτι «πρόκειται ἴσως γιά τήν πιό πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού μᾶς διασώζει ζωντανή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου καί ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή βάση γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀναλόγων συγχρόνων προβλημάτων»
[33]. Κατ’ ἀρχήν καί μόνο ὁ ὅρος «ἀρχαία ἐκκλησία», ἀλλά καί ἡ ἐμμονή σ’ αὐτό πού ὀνομάζεται ἔτσι, δείχνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στήν πραγματικότητα δέν πιστεύουν σέ μιά ζωντανή Ἐκκλησία ὅπου τό Ἄγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί Τήν κατευθύνει ἀλλά κατά ἕνα φονταμεταλιστικό τρόπο πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία πέθανε καί μόνο ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων ἦταν ζωντανή καί αὐθεντική. Ἐξάλλου δέν εἶναι ἀνόητο νά λέμε ὅτι κάτι ἐντελῶς πρακτικό εἶναι «ἡ πιο πολύτιμη ἐμπειρία»; Ἄν ἦταν ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε εἰσάγει τήν λαβίδα ἀπορρίπτοντας τόν ξεχωριστό τρόπο μεταδόσεως. Γιατί λοιπόν τόση σημασία σέ κάτι τόσο πρακτικό;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἴδιος ἱερεύς ἀποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τούς λόγους βίαιης ἐπαναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου πού εἶναι καί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους κάποιοι θέλουν ὅλα νά ἀλλάξουν. Γράφει ὁ π.Δημήτριος ὅτι «θέμα μετάδοσης ἀσθενειῶν διά μέσου τῆς Θ. Κοινωνίας δέν τίθεται γιά τήν Ἐκκλησία… Τό μόνο πού τίθεται στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ψυχολογική διευκόλυνση τῶν ὀλιγοπίστων χριστιανῶν κατά τήν προσέλευσή τους στή Θ. Κοινωνία»
[34].
Ἔχουμε δικαίωμα νά ἐνισχύουμε τήν ὀλιγοπιστία τῶν πιστῶν (μάλλον ἀπίστων); Ἄν ἔχει κανείς τέτοιους λογισμούς ἤ δέν πιστεύει στή Θεότητα τοῦ Κυρίου, ἤ δέν πιστεύει ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι Αὐτός ὁ Κύριος, καί στίς δυό περιπτώσεις, δέν μπορεί νά κοινωνήσει, δέν ἔχει νόημα νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ποιοί εἶναι αὐτοί ὅμως πού παρότι δέν πιστεύουν ἔρχονται νά κοινωνήσουν; Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται τίς παραμονές τῶν μεγάλων ἐορτῶν, ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι, χωρίς νά ἔχουν ἐξομολογηθεῖ, χωρίς νά ἔχουν συναίσθηση, ἔχοντας, ἴσως, πάρει πρωτύτερα καί το πρωϊνό τους ἁπλά γιά τό καλό, ἤ γιατί τούς ἔστειλε ἡ «εὐσεβής» γιαγιά ἤ ἀκόμα καί γιά νά ὑπάρχει στίς ἑορτές τους καί λίγος Χριστούλης Αὐτούς, λοιπόν, τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται γιά τό ἐτήσιο καθῆκον τους τίς περισσότερες, μάλιστα, φορές ἀρκετή ὥρα μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θ. Λειτουργίας πρέπει νά τούς διευκολύνουμε ἀκόμη περισσότερο; Σέ τί θά τούς βοηθήσει αὐτό παρά στήν ἐνίσχυση τῆς ἀπιστίας τους; Μήπως ὀφείλουμε, ὡς σωστοί πατέρες, ἀπό ἀγάπη νά τούς ἐμποδίσουμε ἀπό τή Θεία Κοινωνία πού μπορεῖ ἀκόμα καί νά τους θανατώσει καί κατά τήν ψυχή ἀλλά καί κατά τό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες;
ΑΜΦΙΑ
Μία ἀκόμα ἀπό τίς καινοτομίες πού εἰσάγει ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι καί ἡ πρωτοτυπία τῶν ἀμφίων. Οἱ «ἀνανεωτές» πολλές φορές ἔχουν ζητήσει ἐκτός ἀπό τήν κατάργηση τοῦ ράσου καί τήν ἀλλαγή στα ἱερά ἄμφια. Ἐκεῖνο πού οὐσιαστικά θέλουν νά πετύχουν εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν ἐξομοίωση μέ τά ἄμφια τῶν παπικῶν ὥστε τά βήματα πρός τήν ἕνωση νά φαίνονται λιγότερα. Μέ τή Λειτουργία λοιπόν αὐτή τό ζητούμενο ἔρχεται πιό κοντά ἀφοῦ, κατ’ αὐτήν, πολλοί λειτουργοί καί μάλιστα ἀρχιερεῖς, φροντίζουν νά φοροῦν διαφορετικά ἄμφια. Γιά παράδειγμα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν πολλές φορές τελεῖ τήν Λειτουργία ὄχι μέ τόν καθιερωμένο ἀρχιερατικό σάκκο ἀλλά μέ τό ἱερατικό φαιλόνιο καί ὠμοφόριο σάν αὐτό πού βλέπουμε στίς ἁγιογραφίες, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι αὐτά ἦταν τά ἄμφια τῆς ἐποχῆς. Ἐκεῖνο βέβαια πού ξεχνοῦν ὅσοι χρησιμοποιοῦν τό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ὅτι οἱ ἱερείς τῆς ἐποχῆς δέν πήγαιναν νά λειτουργήσουν μέ πανάκριβα αὐτοκίνητα. Μιμούμαστε τήν ἐποχή καί τους ἁγίους μόνο στήν ἐνδυμασία ἀντί νά τούς μιμηθοῦμε στή ζωή καί τά ἔργα.
Πάντως ἡ καθιέρωση τῆς αὐθαιρεσίας αὐτῆς βολεύει τούς ἀνανεωτές πού εὔκολα μποροῦν νά τήν μιμηθοῦν γιά νά ἐπιβάλλουν τελικῶς τήν ὁμοιομορφία μέ τους παπικούς πού θέλουν. Ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος χαρακτηριστικά μᾶς λέει γιά τά ἄμφια πού χρησιμοποιοῦνται στη Λειτουργία αὐτή : «ἄμφια λιτά, τελετουργικές κινήσεις μέ φυσική ἐκφραστικότητα, ἀπαλλαγμένες ἀπό τό φόρτο τῶν μεταγενέστερων περίπλοκων συμβολισμῶν»
[35]. Ἔτσι αἰσθάνονται οἱ «ἀνανεωτές» ὅταν λειτουργοῦν ἤ μετέχουν στη Θεία Λειτουργία; Φορτωμένοι ἀπό συμβολισμούς; Καί μποροῦν ὅταν στήν κυριολεξία τρώγονται μέ τά ροῦχα τους (γράφε ἄμφια) νά βιώσουν τό θαῦμα τῆς Θ.Λειτουργίας καί νά μιλήσουν γιά την ἄνωθεν εἰρήνη; Ἀπορίας ἄξιο!
Τί λένε οἱ πατέρες γιά τον «φόρτο» τῶν συμβολισμῶν; Ὅλοι ἀναφέρουν ἑρμηνεύοντας τήν Θεία Λειτουργία ὅλους τούς ὑπάρχοντες σ’ αὐτήν ἁγίους συμβολισμούς πού βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο ὅ,τι βλέπει μέ τά σωματικά μάτια νά τό ἀναγάγει σέ πολύ ὑψηλότερες ἔννοιες, ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις νά τόν ὁδηγεῖ σέ μνήμη Θεοῦ, ὅπως διδάσκουν οἱ νηπτικοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως δέν ἀρκεῖται νά μᾶς δώσει τούς συμβολισμούς ἀλλά προσθέτει ὅτι «αὐτά τά τοιαῦτα σημαίνουσι καί ἀκόμη μεγαλύτερα ὅ,τι δύναται τις νά ἐννοήση διά τά Θεῖα»
[36]. Διαβάζοντας ἐξάλλου τήν περιγραφή τῶν ἀρχιερατικῶν ἀμφίων, τῶν κατασκευασμένων μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ, στήν Παλαιά Διαθήκη, θά διαπιστώσει ὅτι ἡ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, πού τόσο ἐνοχλεῖ τούς «ἀνανεωτές», μοιάζει μέ κουρέλι μπροστά στήν μεγαλοπρέπεια πού ζητᾶ ὁ Θεός. Τέλος οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνανεωτῶν ὅτι τά ἄμφια πρέπει νά εἶναι ὅλα λευκά, καί μάλιστα τό στιχάρι, ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί μέ τήν πολύχρωμη στολή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέ τίς στολές συγχρόνων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καί πολύχρωμα στιχάρια καί στολές φοροῦσαν καί μεγαλοπρεπῶς λειτουργοῦσαν.
ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ἡ τελευταῖα καινοτομία πού εἰσάγει στή λειτουργική ζωή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι τό παλαιοδιαθηκικό ἀνάγνωσμα πού ἀναγινώσκεται κατά τήν τελεσή της καί πού ἀποτελεῖ καί αὐτό πάγιο αἴτημα τῶν «ἀνανεωτῶν» καί γιά τίς ἄλλες Λειτουργίες. «Γίνεται εὐρύτατα λόγος καί γιά την ἐπαναφορά τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ ἀναγνώσματος στή Θεία Λειτουργία», μᾶς λέει ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα μᾶς ἐνημερώνει ὅτι τό θέμα ἔχει συμπεριληφθεῖ γιά νά συζητηθεῖ στη μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο
[37].
Δέν εἶναι ὑποκρισία ὅμως νά συζητᾶμε κάτι τέτοιο ὅταν ἔχουμε περικόψει τά ἀναγνώσματα τῶν πανηγυρικῶν ἑσπερινῶν γιά νά μπορέσει ὁ ἱεροκήρυκας νά μιλήσει ἀκόμα περισσότερο παίζοντας μέ τά νεῦρα μας κολακεύοντας τόν ἐπίσκοπό του, ὅταν ἔχουμε περικόψει τά παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα τῶν παραμονῶν τῶν μεγάλων ἑορτῶν καί διαβάζουμε μόνον τρία ἀπό τά 10 καί πλέον, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τό Ψαλτήρι, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τήν στιχολογία τῶν βιβλικῶν ὠδῶν στούς κανόνες τοῦ ὄρθρου, ἀλλά καί τίς στιχολογίες τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δέν ψάλλουμε τούς κανόνες πού ἔχουν συχνές ἀναφορές στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τά Τυπικά τῆς Θείας Λειτουργίας καί τό παλαιοδιαθηκικό Κοινωνικό πού τό ἀντικαταστήσαμε μέ τραγουδάκια βάλς σάν τό «ἁγνή Παρθένε» πού ναί μέν συνέγραψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὄχι ὅμως γιά νά ἀντικαταστήσει τό κοινωνικό. Ἄς ἐπαναφέρουμε ΟΛΑ τά παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα τῆς Λατρείας καί τότε ἄς συζητήσουμε καί γιά ἄλλα.
Ἐν κατακλεῖδι ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου περιέχει ὅλα ὅσα ζητοῦν οἱ «ἀνανεωτές» κρυμμένα πίσω ἀπό τόν δούρειο ἵππο τῆς «ἀρχαιοπρέπειας». Ὅμως κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά πειράζει τήν Λατρεία καί νά μεταίρει ὅρια αἰώνια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες. Τέλος πρέπει νά ἀπαντήσουμε σέ ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι μόνο τά δόγματα δέν ἀλλάζουν ἐνῷ ὅλα τά ἄλλα ἐπιδέχονται ἀλλαγῶν, μέ τά λόγια τοῦ Μ. Βασιλείου «εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα»
[38] καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «Παράδοσις ἐστίν μηδέ πλέον ζήτει»
[39].
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Στις ἐπόμενες σελίδες ἀποδεικνύονται στήν πράξη τά ὅσα ὑποστηρίξαμε στό κείμενο περί τῆς λεγομένης Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου. Ἀποδεικνύεται μέ τόν πιό αδιάψευστο τρόπο τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπαναφορά τῆς Λειτουργίας αὐτῆς δέν ἔχει ἄλλο σκοπό παρά νά φέρει μιά βίαιη ἀνανέωση στή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνανέωση πού μέ τή σειρά της ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό νά ἀρθοῦν οἱ Λειτουργικές διαφορές μέ τους παπικούς καί νά ἐπέλθει γρηγορότερα καί μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἀντιδράσεις ἀπό τους Πιστούς ἡ ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν». Ἡ Μία, ὄμως, Ἁγία καί Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ὀργανισμός, ἑταιρεία ἤ θρησκεία γιά νά συζητᾶ γιά ἕνωση ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Ἡ δέ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκλησίας μας εἶναι τόσο τέλεια πού δέν χρειάζεται τήν παραμικρή ἀλλαγή, ἀλλά ἀρκεῖ κανείς νά τή ζήσει, ἀρκεῖ κανείς νά ἀφεθεῖ σ’ αὐτήν γιά νά καταλάβει τό πόσο εὔκολα σέ φέρνει σέ Κοινωνία μέ τόν ἴδιο τό Θεό.
Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού χρειάζεται, ἄν δέν βιώνουμε τήν τελειότητα τῆς Λατρείας μας ἔτσι, δέν εἶναι νά ἀλλάξουμε τή Λατρεία ἀλλά τόν ἑαυτό μας. Τόσοι καί τόσοι ἅγιοι ἔχουν γίνει οἱ κρίκοι τῆς Παράδοσης αὐτῆς τῆς Λατρείας καί ὁμολόγησαν τήν τελειότητά της. Τόσοι καί τόσοι θνητοί ἄνθρωποι βίωσαν αὐτήν τήν τελειότητα καί κέρδισαν τήν ἀθανασία, ἔγιναν μέσα ἀπό αὐτήν Θεοί κατά Χάριν. Οὔτε ἔνας ἅγιος δέν τόλμησε νά πειράξει ἤ νά γκρινιάξει ἔστω γιά τήν Θεοπατροπαράδοτη Λατρεία μας. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, πού θέλουν ἀλλαγές καλό θά ἦταν νά φτάσουν πρῶτα στά μέτρα τῶν ἁγίων καί ἔπειτα νά μᾶς ξαναποῦν τή γνώμη τους, ἄν βέβαια, πρᾶγμα διόλου ἀπίθανον, δέν θεωροῦν ὅτι ἔχουν κατά πολύ ξεπεράσει τά μέτρα αὐτά.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΡΟΣ
[1] Συλλογή βυζαντινῶν νόμων
[5] Βλπ «Τά Ἱερά Ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου» τοῦ Κλάδου ἐκδόσεων τῆς ἐπικοινωνιακῆς καί μορφωτικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 134
[6] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάϊος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[7] Περιοδικό «Σύναξη»τεῦχος 72, σελ. 38
[8] Πηδάλιον Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, σελ. 281
[9] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 123
[12] P.G 138, σελ. 839 – 841
[13] Γιά την μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας βλέπε τά πρακτικά τοῦ Α΄ Λειτουργικοῦ Συνεδρίου πού ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στη Θεσσαλονική καί ἐξέδωσε τό περιοδικό Θεοδρομία: «Θεοδρομία» ἔτος Δ, Τεύχη 1 – 3 Ἰανουάριος –Σεπτέμβριος 2002 σελ. 156 κ.ε ὅπου ἡ εἰσήγηση πάνω στό θέμα τοῦ Ἀρχιμ,῏ Νικοδήμου Μπαρούση. Βλέπε ἐπίσης τή συνοπτική ἐργασία τοῦ π.Εὐθυμίου Μουζακίτη πού βρίσκεται στην ιστοσελίδα μας.
[14] Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως «Μελέτη περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 105.
[15] Πηδάλιο σελ. 645, ὐπος. 3
[16] Ἀγίου Νικολάου Καβάσιλα 16
ος καί 24
ος λόγοι στη Θεία Λειτουργία.
[17] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 297.
[24] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ.349
[28] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 319 -320
[33] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[35] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 429
[36] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 107
[37] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 428 καί 431 ὑποσημείωση 23