Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Αναγέννηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική Αναγέννηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 21, 2015

Ευχές Θείας Λειτουργίας...Μυστικώς ή εκφώνως

Ένα ακόμη ζήτημα έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια στην λειτουργική ζωή
 της εκκλησίας μας.
Έχει αρχίσει να επικρατεί τα τελευταία χρόνια η άποψη πως 
οι ευχές της Θείας Λειτουργίας που τα λειτουργικά βιβλία τις 
χαρακτηρίζουν «μυστικώς» να ψάλλονται εκφώνως εις επήκοον
 όλου του εκκλησιάσματος.

 Το πρώτο επιχείρημα που θα εκθέσω είναι αυτό της προφορικής
 παράδοσης. Αυτό δηλαδή που διδαχτήκαμε από τους διδασκάλους 
και από ταπεινούς ιερείς παρελθόντων χρόνων.
 Είμαι διάκονος των αναλογίων εδώ και είκοσι πέντε χρόνια
 περίπου, και έχω συλλειτουργήσει με ιεράρχες αλλά και δεινούς αρχιμανδρίτες, συγγραφείς με «καυτή» πένα, και ουδείς εξ αυτών
 έλεγε τις ευχές εκφώνως, αντιθέτως δε εάν τελείωνα νωρίς, 
με παρατηρούσαν διότι γινόταν χασμωδία.
Πολλοί από εμάς έχετε παραστεί σε ακολουθίες στο Άγιο Όρος.
 Εκεί λοιπόν τι γίνεται; Όλοι έχουμε παρατηρήσει ότι οι ευχές
 λέγονται μυστικώς. Είναι οι Αγιορείτες πλανεμένοι και μακριά
 από την μουσική μας παράδοση, ή μήπως είναι λιγότερο
 κατηρτισμένοι;

Δυστυχώς η πατρώα μουσικής μας έχει πέσει θύμα της
 ψευτο-επιστημοσύνης των καιρών μας. Όλα μετρούνται 
με τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά που κατέχει κάποιος.
 Και προσοχή εδώ δεν πάμε να μηδενίσουμε την προσπάθεια
 κανενός «…και τούτα ποίησον αλλά κακείνα μη αφιέναι…»,
 ασχολούνται όμως με αυτήν πολλοί και διάφοροι
 «επιστήμονες» που τις περισσότερες φορές δεν διακονούν
 σε αναλόγιο και το χειρότερο ακόμη δεν έχουν καμία σχέση
 με την εκκλησία εν γένει.
 Βλέπουμε δηλαδή το δέντρο και χάνουμε το δάσος.

 Από την αρχαία εποχή.. (αποστολικοί χρόνοι έως 323μ.χ 

Μ.Κων/νος και από 323μ.χ έως Αγ.Ιωάννη Δαμασκηνό)… 
την μεσαιωνική (Αγ.Ιωάννη Δαμασκηνό έως άλωση 1453)
 αλλά και την νεωτέρα (από 1453 έως τη σήμερον) 
σύμφωνα με τον διαχωρισμό που πραγματοποιεί ο
  Ι.Μαργαζιώτης η μουσική μας έχει μια εξελικτική
 πορεία που τελικοί αποδέκτες είναι οι σύγχρονοι μας
 πρωτοψάλτες (Ιάκωβος Ναυπλιώτης , Κ.Πρίγγος,
 Θρ.Στανίτσας. η μεγάλη των Θεσσαλονικέων σχολή κ.τ.λ).
 δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να εισαγάγουμε στοιχεία
 που έχουν δοκιμασθεί και έχουν προσπελασθεί ως
 μη κατάλληλα.
 Τον μόνο λόγο που βλέπω είναι οι προσωπικές επιδιώξεις
 και φιλοδοξίες τους καθενός για δόξα κυρίως αναγνώριση
  και υστεροφημία.
Εκείνο που θέλω να θυμίσω στην αγάπη σας είναι πως η 
μουσική μας είναι η μοναδική στον κόσμο που έχει φτιαχτεί
 για λατρευτικούς σκοπούς, και όπως μια εικόνα είναι χίλιες
 λέξεις έτσι και ένα ψαλλόμενο μέλος είναι σαν χίλιες προσευχές
 υπάρχουν άλλωστε στα γεροντικά πολλές σχετικές διηγήσεις.

Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμη αλλά σαν
 αποδεικτικό ότι και η επίσημη εκκλησία κάποτε
 συμφωνούσε με αυτά,  παραθέτω την συνοδική εγκύκλιο
 (9ης Ιουνίου 1956) σχετική με το θέμα, που με πολύ κόπο
 βρήκε ο αγαπητός συνάδερφος και συνεργάτης στον
 Σύνδεσμο Ιεροψαλτών Αργολίδας και πρόεδρος Γ.Δαρλάσης.     

Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2015

Οἱ παραστάσεις μᾶς τέλειωσαν! Ποτέ πάλι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... ἤ ... τό ἐπικίνδυνο μονοπάτι τῶν μεταρρυθμιστῶν τῆς Θ. Λατρείας.


Οἱ παραστάσεις μᾶς τέλειωσαν!
Ποτέ πάλι στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... ἤ ...
τό ἐπικίνδυνο μονοπάτι
τῶν μεταρρυθμιστῶν τῆς Θ. Λατρείας.
Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Φωτοπούλου


   Ὅσοι συχνάζουμε στήν ἐκκλησία μιμούμενοι τό κατά δύναμιν ὅλες τίς γενεές τῶν πρό ἡμῶν χριστιανῶν, πολιτευόμαστε «προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων [καί τῶν ἁγίων Πατέρων] καί τῇ κοινωνίᾳ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καί ταῖς προσευχαῖς»(Πράξ. β΄, 42). Εἴμαστε δοσμένοι, ἀφοσιωμένοι («προσκαρτεροῦντες») ὄχι σέ ὁποιεσδήποτε προσευχές, ἀλλά στίς προσευχές, στή λατρεία πού μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Γράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος : «Οἱ ἅγιοι πού τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἔρχονται ἀπό γενιά σέ γενιά  μετά τούς προηγουμένους ἁγίους, προσκολλῶνται σ΄αὐτούς καί ὅμοια μ΄αὐτούς ἐλλάμπονται, λαμβάνοντας κατά μέθεξιν τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γίνονται σάν μιά χρυσῆ ἁλυσίδα.  Καθένας τους εἶναι ἕνας κρῖκος καί καθένας χωριστά μέ τόν προηγούμενό του συνδέεται μέ τήν πίστη, τά ἔργα καί τήν ἀγάπη, ὥστε νά ἀποτελοῦν μία σειρά  ἑνωμένη μέ τόν ἕνα Θεό πού δέν μπορεῖ εὔκολα νά σπάσει»[1].
Αὐτή εἶναι ἡ ζωή ἡμῶν τῶν ὀρθοδόξων. Λατρεύουμε τόν Χριστό μας, τιμοῦμε τήν Παναγία  καί τούς ἁγίους μας, ὅπως οἱ σαρκικοί καί οἱ πνευματικοί  Πατέρες μας.  Μιά ἀδιάσπαστη συνέχεια Χριστιανῶν, μιά χρυσῆ ἁλυσίδα Πατέρων, μία λατρεία παραδιδομένη ἀπό γενεά σέ γενεά σεβαστή ἀπό ὅλους.   Ἔτσι ἦσαν γιά ὅλους τά πράγματα μέχρι πρίν 50 περίπου χρόνια, ὅταν κάποιοι θεολόγοι καί κληρικοί ἀμφισβήτησαν αὐτή τή συνέχεια καί ἀποφάσισαν νά ἀρχίσουν τίς «διορθώσεις», δηλ. ἐμβαλωματικές, κακάσχημες καί κακότροπες παρεμβάσεις στό σῶμα τῆς Θείας Λατρείας.  Ἄρχισαν μέ τήν προσπάθεια καταργήσεως τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς θείας λειτουργίας, τῆς ἐξωτερικῆς ἱερατικῆς ἐνδυμασίας συνέχισαν σέ προσπάθεια καταργήσεως τοῦ τέμπλου, στήν ἐπιβολή τῆς τετραφωνίας πού εἶχε ξεκινήσει ἀπό τόν 19ο αἰῶνα, ἀλλά καί προχώρησαν σέ ἄξιες καγχασμοῦ καί γέλωτος μεταφράσεις τῶν ἁγίων Γραφῶν καί τῶν λειτουργικῶν κειμένων.  Πάντοτε ὅμως ὑπάρχουν τά χειρότερα.  Ἐκθεμελίωση τῶν πάντων. Ἐκ βάθρων «ἀνανέωση».  Στό προηγούμενο ἐκκλησιαστικό καθεστώς ὑπῆρχε πρόθεση νά γραφοῦν ὕμνοι ἐκκλησιαστικοί στή δημοτική.  Νά καί ἀπόσπασμα σχετικῆς ἀνακοινώσεως πού ἀναγνώσθηκε στούς ναούς στίς 19 Σεπτεμβρίου 2004 :
«Ἴσως ἡ μελλοντική παραγωγή νέων ὕμνων σέ προσιτότερο ἰδίωμα, χωρίς νά ἀντικατασταθοῦν οἱ ἐν χρήσει σήμερα, θά μποροῦσε νά ἐπιλύσει ἐν μέρει τό πρόβλημα τοῦτο [δηλ. τῆς κατανοήσεως τῶν ψαλλομένων].  Καί ἔχουν γίνει πρός τήν κατεύθυνση αὐτή σχετικοί πειραματισμοί ἀπό ἐγκρίτους κληρικούς καί λαϊκούς χωρίς νά ἔχουν τύχει τῆς ἐπίσημης ἔγκρισης τῆς Ἱερᾶς Συνόδου
Εὐτυχῶς ἀπό τέτοιες ἀθλιότητες μᾶς γλύτωσε ὁ Θεός διά εἰδικῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας καί διά τῆς «ἐπιστυπτικῆς» ράβδου τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Χρυσοστόμου. Μᾶς λύτρωσε ἀπό τούς πειραματισμούς τῶν εὐτελῶν μεταφράσεων τῆς Θ. Λειτουργίας, τῶν Εὐχῶν τῆς Γονυκλισίας καί τῶν Θεοφανίων καί τῶν λοιπῶν Ἀκολουθιῶν.

Τό ...ἐνοχλητικό Βυζάντιο ὑπεύθυνο γιά μιά «προδομένη ἐκκλησιολογία».

Καί ὅμως τό ὄνειρο τῆς «ἀνανεώσεως» δέν ἔπαυσε νά κάνει ἀνήσυχο τόν ὕπνο τῶν ἐκσυγχρονιστῶν τῆς θείας λατρείας. «Οὐκ ἐᾶ με καθεύδειν τό τῆς Ἱ. Παραδόσεως τρόπαιον», λένε, κατά κάποιον τρόπο.
Ἀπόδειξη τῶν ἀνωτέρω ἀποτελεῖ τό κείμενο τοῦ π. Βασιλείου Θερμοῦ «Ἡ παράσταση τελείωσε! Τοῦ χρόνου πάλι!»  πού ἀναρτήθηκε στό Amen.gr στίς 28 Ὀκτωβρίου 2014.   Πρόκειται γιά μιά «Ἱερεμιάδα» θρήνων γιά τή...χαμένη ἀθωότητα τῆς λατρείας.  Μέ ἀφορμή τήν τελεσθεῖσα λίγες μέρες πρό τοῦ δημοσιεύματος τοῦ π. Βασιλείου, τήν 23η Ὀκτωβρίου, σέ κάποιους ναούς Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου ἐπιτίθεται στή σημερινή λατρεία. Στή Θ. Λειτουργία τοῦ Ἁγ. Ἰακώβου, λέει, οἱ ἐπίσκοποι λειτουργοῦν μόνο «μέ φαιλόνιο καί μίτρα, χωρίς τόν ἀνιστόρητο σάκο καί τήν ἀντιαισθητική μίτρα» καί κατά τή διάρκειά της «ἀκοῦμε ἄφθονες ἱερατικές εὐχές καί λίγα σύντομα ψαλτικά».  Ὅλα αὐτά, κατά τόν π. Βασίλειο εἶναι «συνήθεια ἀναβίωσης αὐτοῦ τοῦ ἀρχαϊκοῦ λατρευτικοῦ τύπου»[2] .
Μετά ὅμως τήν ἀπόλαυση πού ἔνιωσε μέ τήν «ἀναβίωση τοῦ ἀρχαϊκοῦ λειτουργικοῦ τύπου» μελαγχολεῖ καί θρηνεῖ γιατί πάλι, λέει, «ἀπό τήν ἑπομένη τά κεφάλια μέσα».  Ὑποφέρει ἀπό «τήν αὐτοκρατορική ἔνδυση» τῶν ἐπισκόπων, τή μυστικότητα τῶν εὐχῶν καί τά ἀργά μέλη καί ἄλλες «ἀντιλειτουργικές καί ἀντιεκκλησιαστικές συνήθειες». Τόν καταπιέζει τό ἱερό εἰκονοστάσιο, τό τέμπλο, τό ὁποῖο, ἄν καί κοσμεῖται μέ τίς ἅγιες εἰκόνες τοῦ Κυρίου, τῆς Θεοτόκου καί τῶν ἁγίων, νιώθει πώς τόν χωρίζει ἀπό τόν λαό. Τόν ἐνοχλεῖ ἡ ἔλλειψη τῆς συμψαλμωδίας- συνήθως κυριῶν πού μέ τά...φρεναρίσματά τους σοῦ τρυποῦν τ’αὐτιά καί σοῦ χαλοῦν τήν ἀπαραίτητη γιά προσευχή ἡσυχία.  Ὅλα ἐνοχλοῦν τόν π. Βασίλειο καί προσπαθεῖ μέ συνεχεῖς παρεμβάσεις του νά πείσει ὅλους τούς πιστούς ὅτι πρέπει κι αὐτοί νά ἐνοχλοῦνται!
Τήν ἀποστροφή καί τήν περιφρόνησή του πρός τήν καθιερωμένη λατρεία μας ὁ π. Βασίλειος τήν ἐπιδεικνύει διαρκῶς μέ στόχο ἴσως νά κρατᾶ τίς καινοτόμες ἰδέες του στήν ἐπικαιρότητα ἐν ἀναμονῇ καταλλήλου κλίματος πού θά εὐνοήσει τήν ἀνατροπή τῆς παραδοσιακῆς ὀρθοδόξου λατρείας.  Ὅμως τό διαφορετικό πού κομίζει μέ τό κείμενο αὐτό εἶναι ἡ μομφή ὅτι ἡ Θεία λατρεία εἶναι ὑπεύθυνη γιά «μιά προδομένη ἐκκλησιολογία». Καί προσπαθεῖ νά τεκμηριώσει τή θεωρία του αὐτή γράφοντας ὅτι «οἱ ἐν χρήσει λειτουργίες(Χρυσοστόμου, Βασιλείου)...κατά τούς ἑπόμενους αἰῶνες[μετά τόν 7ο αἰῶνα] ...ὑπέστησαν τέτοια παθήματα ὥστε μεταβλήθηκαν  τελικά (στή συνείδηση τῶν περισσοτέρων ἐννοῶ) σέ ἕνα σύνολο εὐλαβῶν πράξεων, τό ὁποῖο κάποια ἀπόμακρη σχέση μόνο διατηρεῖ μέ τό ἀρχικό  μεγαλειῶδες δημιούργημα».  Τί ἐννοεῖ μέ ὅσα λέγει ὁ π. Βασίλειος ;  Ἐννοεῖ ὅτι τελώντας σήμερα τή Θ. Λειτουργία εἴτε τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἴτε τοῦ Μ. Βασιλείου δέν καλλιεργοῦμε καί δέν κάνουμε συνειδητή  ἕνας ἕκαστος τήν θεόσδοτη ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ἔχουμε τήν αἴσθηση ὅτι ὅλοι μαζί  ἀποτελοῦμε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.  Καί γι΄ αὐτό φταίει τό Τέμπλο, οἱ ἀρχαιοπαράδοτες μυστικές εὐχές, ἡ ἑλληνική ἐκκλησιαστική γλῶσσα, ἡ βυζαντινή μουσική σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της ψαλλομένη ἀπό τούς χορούς τῶν ψαλτῶν, ἀκόμη καί ὁ σάκκος καί ἡ μίτρα τῶν ἀρχιερέων! Ζητεῖ λοιπόν «μιά ἐμπράγματη ἐκκλησιολογία», τήν ὁποία, φρονῶ, θά ἔβρισκε ἀκόπως σέ μιά παρασυναγωγή προτεσταντῶν  :  Ὄχι τέμπλα, ἀλλά γλῶσσα τῆς καθημερινότητος, μουσική εὔκολη, ὕμνοι ευχάριστοι πού τραγουδιοῦνται ἀπ΄ ὅλους μαζί τούς παρευρισκομένους. Ἀληθινή συμμετοχή! Στά πλαίσια αὐτῆς τῆς «ἐμπράγματης ἐκκλησιολογίας» ὁ π. Βασίλειος  ὀνειρεύεται μιά ἄλλη, καινούργια λειτουργία.

Ἀπόπειρες γιά μιά ἐπιπόλαια  σκηνοθεσία.

Θά γυρίσω ἑνάμισυ χρόνο πίσω καί στό ὄργανο κάθε προτεινόμενης ἀνατροπῆς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τής θεολογίας Της, τό περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ. Μᾶς πείθει γιά τόν ἀνατρεπτικό του χαρακτήρα ὁ ἀνεικονικός χαρακτήρας τοῦ περιοδικοῦ. Δεῖτε καί τό κουλτουριάρικο ἐξώφυλλο τοῦ τεύχους 126 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2013).  Μιά ἐκκλησία παραμορφωμένη, χωρίς σταυρούς καί μέ μιά οὐρά( ;) πάνω στό καμπαναριό!
 Στό τεῦχος αὐτό ὁ π. Βασίλειος δημοσιεύει μιά ἐπαινετική βιβλιοκρισία γιά μιά καινούργια ( ! ) λειτουργία πού προτείνει ὁ κ. Χρῆστος Γιανναρᾶς καί τήν ὀνομάζει «Ἐκκλησιαστική Εὐχαριστία ὡς αἰτούμενο ἐπικαιρικῆς μεταγραφῆς»(Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 2012). Πρόκειται γιά ἕνα αὐθαίρετο καί συγκεχυμένο κατασκεύασμα πού ἀποτελεῖ ἀπό πλευρᾶς γλώσσας μῖγμα δημοτικῆς, καθαρεύουσας καί ἀρχαίας ἑλληνικῆς∙ ἀπό πλευρᾶς περιεχομένου μῖγμα θεολογικοῦ καί φιλοσοφικοῦ προβληματισμοῦ∙ ἀπό πλευρᾶς νοοτροπίας μῖγμα μανιακῆς πρωτοτυπίας καί ἀντορθοδόξου αὐθαιρεσίας. Πρίν ἀναφερθῶ λεπτομερέστερα σ’ αὐτή τήν...τερατουργία θά καταγράψω τίς κρίσεις τοῦ π. Βασιλείου γι’ αὐτήν:
«... ἡ προσπάθεια [αὐτή] παρουσιάζει ἐνδιαφέρον, διότι κομίζει ἕναν ″ἀέρα„ φρεσκάδας. Ὁ πονήσας δέν δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος νά λογοδοτεῖ σέ μιά ″θεωρία σχηματισμοῦ τῆς λατρείας„ καί νά ἀναχαιτίζει  τό γοργό του βῆμα.....Προχωρεῖ ὁρμητικά καί ἐνθουσιωδῶς στήν ἑπικαιρική μεταγραφή».  Θά συμφωνήσω ἐπ’ αὐτοῦ, ἀναμφίβολα τήν χρειαζόμαστε.  Καί ὄχι μόνο στή Λατρεία».  «Τά πρωτότυπα αὐτά διαβήματα προφανῶς ἐντάσσονται στή γενικώτερη ἀνανεωτική κίνηση πού παρατηρεῖται στή Λατρεία μας».
  «Στή δομή καί στό περιεχόμενό τους διαφαίνεται ἡ λαχτάρα τοῦ συγγραφέα νά ἀναζωπυρωθῆ ἡ λατρευτική συνείδηση καί νά ὑπηρετήσει τήν ἐξυγίανση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος»
«...φρονῶ πώς οἱ ἐν λόγῳ ἀκολουθίες»- ὁ π. Β. Θερμός ἀναφέρεται καί στήν ἀκολουθία τοῦ Βαπτίσματος πού ἔχει συγγράψει ὁ κ. Γιανναρᾶς- «συνιστοῦν ἕνα μνημειῶδες βῆμα ἱστορικῆς σημασίας».
Τέλος γράφει ὅτι δέν θεωρεῖ «σκόπιμο νά τελεσθοῦν [οἱ ἀκολουθίες] ὡς ἔχουν» ἀλλά ἀποφαίνεται ὅτι «το σῶμα τῆς Ἐκκλησίας...ἔχει χρέος νά ἀγκαλιάσει ὅλες τίς ἀνανεωτικές προτάσεις πού κατά καιρούς κατατίθενται, χωρίς φόβο καί πάθος, νά τίς συζητήσει...νά τίς βελτιώσει καί νά τίς δοκιμάσει στήν πράξη...»
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω ἀντιλαμβάνεται ὁ καθένας ὅτι ὁ π. Βασίλειος ἀντιμετωπίζει τή Θ. Λατρεία μέ τρόπο ἐπιφανειακό καί συναισθηματικό.  Ζητεὶ μιά «ἀνανέωση» τῆς Λατρείας πού θά διαπνέεται ἀπό ἕνα «ἀέρα φρεσκάδας», ὅπου οἱ ἀνανεωτές χωρίς σεβασμό σέ κανόνες καί ἱστορία θά ἐνεργοῦν «ὁρμητικά καί ἐνθουσιωδῶς», καί θά διακατέχονται ἀπό μιά «λαχτάρα γιά νά ἀναζωπυρωθῆ ἡ λατρευτική συνείδηση».
Ἡ θεία λειτουργία μετατρέπεται σύμφωνα μέ τή μονομανία τῆς «ἀνανεώσεως» σέ μιά παράσταση, ἡ ὁποία, ὑποτίθεται, σκοπεύει στό «νά ὑπηρετηθῆ ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο πού προσιδιάζει στό σύγχρονο ἄνθρωπο». Γιά νά εἶναι ὅμως ἐπιτυχημένη ἡ παράσταση αὐτή ἀπαιτεῖται ἡ κατάλληλη σκηνοθεσία.  Καί ὅπως κάνει ἀκριβῶς ἕνας σωστός σκηνοθέτης ἔτσι πρέπει, σύμφωνα μέ τή λογική τοῦ π. Βασιλείου, νά κάνει καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.  Θά πρέπει κληρικοί καί θεολόγοι νά ἀγκαλιάζουν ὅλες τίς ἀνανεωτικές προτάσεις. Ἀνάμεσα σ’ αὐτές δέν εἶναι μόνο ἡ «στοχαστική» λειτουργία τοῦ κ. Γιανναρᾶ. Εἶναι καί ἡ ἀρχαιόπληκτη «λειτουργία» τοῦ, κατά δήλωσή του, παπα-Κώστα Μπέη πού τήν «ἔπαιξε» πρίν χρόνια στό Ἀρσάκειο. Ἐπρόκειτο γιά ἕνα ἀλλαλούμ δεήσεων καί εὐχῶν. Τό χειρότερο ἦταν ἡ παρεμβολή μέσα στήν εὐχή τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς καί σέ ἄλλα σημεῖα ἀποσπασμάτων ἀπό τόν Ὅμηρο καί τούς προσωκρατικούς φιλοσόφους!  
Ὅλες αὐτές τίς προτάσεις, τίς «λειτουργίες» θά πρέπει, λέει ὁ π. Β. Θερμός, κληρικοί καί θεολόγοι νά τίς συζητοῦν, νά τίς βελτιώνουν καί «νά τίς δοκιμάζουν στήν πράξη» δηλ. νά τίς παίζουν  σάν θεατρικές παραστάσεις...(πῶς ἀλλιῶς θά γίνουν οἱ δοκιμές;) νά τίς κουβεντιάζουν, νά τίς κριτικάρουν, νά τίς διορθώνουν καί κάποτε νά καταλήγουν στήν καλλίτερη σκηνοθεσία!  Καί ὅλα αὐτά βέβαια στήν...καμπούρα μας.
Πρόκειται γιά τήν ἰδέα ἑνός ἀνοσίου πειραματισμοῦ, χωρίς αἴσθηση τῆς ἀξίας πού ἔχει ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἁγίων, χωρίς συνείδηση τοῦ περιεχομένου καί τοῦ νοήματος τῆς Θ. Λειτουργίας, χωρίς τήν παραμικρή ὑποψία γιά τά τελούμενα Φρικτά Μυστήρια καί χωρίς σεβασμό στήν εὐσέβεια καί τή θέση τῶν προσευχομένων πιστῶν. 

Ἡ ἀρχαία μορφή τῆς Λειτουργίας καί ἡ ἀτομοκεντρική ἀπόπειρα «διορθώσεώς» της.

Οἱ ἐπίδοξοι μεταρρυθμιστές τῆς ὀρθοδόξου λατρείας νομίζουν ὅτι μπορεῖ ὁ καθένας, ὅπως γίνεται στή Δύση μέ τίς μουσικές «λειτουργίες», νά συνθέτει καί μιά δική του λειτουργία κατά τήν ἔμπνευσή του. Ἐγώ πάλι νόμιζα ὅτι ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι εἴχαμε τή συνείδηση καί τήν πνευματική αἴσθηση ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι τό ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ∙ τό κατ΄ ἐξοχήν ἔργο του, διά τοῦ ὁποίου ἀναφέρεται στόν Θεό καί ἀναφέρει καί ὅλη τή ζωή του μετ΄εὐχαριστίας προσδοκώντας «ὅπως Κύριος ὁ Θεός ἀντικαταπέμψῃ ἡμῖν τήν θείαν Χάριν καί τήνΔΩΡΕΆΝτοῦ ἁγίου Πνεύματος». Μοναδική ἔκφραση  τοῦ ἔργου αὐτοῦ εἶναι ἡ διαμορφωμένη ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ Θ. Λειτουργία στίς τρεῖς ἐκδοχές της, στίς θεῖες λειτουργίες τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ θεία Λειτουργία φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ πρώτη της μορφή καί ἡ ἐξέλιξή της μέχρι τήν τελική της διαμόρφωση χάνεται στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια. Πολλές ἀπό τίς εὐχές προέρχονται ἀπό τό χέρι τῶν ἀδελφοθέου Ἰακώβου καί τῶν Μ. Βασιλείου καί Ἰω. Χρυσοστόμου, ἀλλά πολλά ἄλλα στοιχεῖα βρίσκονται στήν τελούμενη θεία λατρεία τῶν δύο πρώτων αἰώνων. Ὁ Ἱππόλυτος (170-235 μ.Χ), ἀναφέρει καί τόν αρχαιότατο διάλογο μεταξύ τοῦ Ἱερέως καί τῶν πιστῶν , ὁ ὁποῖος καί σήμερα, μετά 18 (!) αἰῶνες, μέ μικρές παραλλαγές, λαμβάνει χώρα μεταξύ τοῦ ἱερέως καί τῶν ψαλτῶν, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μέ τούς ἱ. Κανόνες ἐκφράζουν τό πλήρωμα τῶν πιστῶν :
«Ὁ Κύριος μεθ΄ ὑμῶν». – «Καί μετά τοῦ πνεύματός σου». – «Ἄνω τάς καρδίας». –  «Ἔχομεν πρός τόν Κύριον». – «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». – «Ἄξιον καί δίκαιον».
Ἔτσι, δέν γνωρίζουμε μέ ἀκρίβεια ποιά ἤ ποιές ἀποστολικές ἤ ἱερατικές  γραφίδες  συνέθεσαν τό πλαίσιο ἤ τό περιεχόμενο τῆς Θ. Λειτουργίας. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι ἀβιάστως διαμορφώθηκε καί ἔγινε ἀποδεκτή ἡ Θ. Λειτουργία ἀπό τό λαό τοῦ Θεοῦ.  Ἐπιμέρους, τοπικές λειτουργίες σιγά-σιγά «ἠπράκτησαν» καί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ κυριάρχησαν οἱ γνωστές μας Λειτουργίες.
Μέ τή φιλοδοξία νά συνθέσουμε μιά «καινούργια» Λειτουργία φανερώνουμε τήν ἐγωϊστική μας διάθεση.  Δείχνουμε πρός κάθε κατεύθυνση ὅτι ἔχουμε κάτι ἀνικανοποίητο. Δέν ἔχουμε ὅμως τό κουράγιο νά ρίξουμε στόν ἑαυτό μας τό βάρος γιά τίς ἐλλείψεις μας καί ταπεινά νά ζητήσουμε τό ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Μεταθέτουμε ὅλα τά κακά στήν παραδεδομένη ἁγία Λατρεία μας. Τήν κατηγοροῦμε ὅτι εἶναι...μπαγιάτικη, ἀφοῦ ζητοῦμε «ἀέρα φρεσκάδας»,  τήν θεωροῦμε «συντηρητική», ὅτι ἔχει ὑποστεῖ πολλά «παθήματα». Τό χειρότερο εἶναι ὅτι διαχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Τόν ἀναβιβάζουμε σέ ὑψηλότερη περιωπή, κρίνοντας καί κατακρίνοντας «ἀφ’ὑψηλοῦ» ὅ,τι κάνει καί βιώνει ὥς τώρα ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Μιά πλήρης προτεσταντική ἀλλοίωση τοῦ φρονήματός μας εἶναι τό ἀποτέλεσμα.  Μετά ἀρχίζει τό γενικό «ξήλωμα».  Ὄχι ράσα ὄχι τέμπλα, ὄχι ἄσκηση. Ἐξομολόγηση μέ τή βοήθεια τῆς ἀντίχριστης «ψυχοθεραπείας» κ.ἄ.
Ἡ ἑωσφορική σκέψη καί μόνο («θήσω τόν θρόνον» τοῦ ἐπηρμένου νοῦ μου «ὑπεράνω τῶν νεφῶν» τῆς προχεομένης ἀπό τήν ἁγία Λατρεία χάριτος «ἔσομαι ὅμοιος» μέ τούς ἁγίους Πατέρες Βασίλειο καί Χρυσόστομο )πού χαρακτηρίζει τούς πειραματιστές τῶν λειτουργικῶν μας πραγμάτων θά ἔπρεπε νά μᾶς ἀποτρέψει νά εἰσέλθουμε στό περιεχόμενο τῆς μοντέρνας «Λειτουργίας» τοῦ κ. Γιανναρᾶ.  Ὅμως ἀξίζει ἡ προσπάθεια νά παρουσιάσουμε κάποια στοιχεῖα τοῦ θλιβεροῦ του πονήματος γιά νά δείξουμε σέ πόσο εὐτελῆ ἀποτελέσματα ὁδηγεῖ αὐτή ἡ ἀτομοκεντρική θεώρηση τῆς Θ. Λατρείας.

Ἡ  Βασιλεία.

Ὁ κ. Γιανναρᾶς ἀρχίζει τή «Λειτουργία» του μέ τή φράση:
«Εὐλογημένη ἡ Θεαρχική Τριάδα, ὁ Πατήρ, ὁ Ὑἱός καί τό Πνεῦμα, παρουσία καί προσδοκία, τώρα καί πάντοτε ἀχρόνως».
Παραλείπει τή λέξη «Βασιλεία».  Τί εἶναι ἡ Βασιλεία; Εἶναι ἡ ἄκτιστη δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σ’αὐτή τή Δόξα, τήν Βασιλεία, μετέχουν δυνάμει καί καλοῦνται καί ἐνεργείᾳ νά μετάσχουν οἱ βαπτισμένοι όρθόδοξοι χριστιανοί τώρα καί στή μέλλουσα ζωή.  Εἴμαστε τέκνα τοῦ Θεοῦ καί γι’αὐτό κληρονόμοι Του μαζί μέ τόν Χριστό «συγκληρονόμοι»(Ρωμ. η΄, 17) ) τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.  Αὐτή ἡ τιμή, αὐτή ἡ ἀπαντοχή πρέπει νά μᾶς συνέχει, νά μᾶς χαροποιεῖ, νά μᾶς ἐνθαρρύνει στόν πνευματικό μας ἀγῶνα. Ἐξ ἄλλου σκοπός τῆς Θ. Λειτουργίας κατά τόν ἱερό Νικόλαο Καβάσιλα εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ἡ κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν : «Τῆς ἁγίας τελετῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων...τέλος...τό τούς πιστούς ἁγιασθῆναι, δι’ αὐτῶν ἁμαρτιῶν ἄφεσιν καί βασιλείας οὐρανῶν κληρονομίαν καί τά τοιαῦτα λαβόντας»[3].
Στή λέξη καί τήν πραγματικότητα πού κρύβει ἡ λέξη Βασιλεία συγκλείεται ὅλο τό νόημα τῆς ζωῆς μας.  Τί κήρυττε ὁ Τίμιος Πρόδρομος; Τί κήρυττε ὁ Κύριος; «Ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν»(Ματθ. γ΄2, δ΄17). Γιατί θά πρέπει νά τή διαγράψουμε;  Ἀναφέρει καί ὁ κ. Γιανναρᾶς σέ δύο σημεῖα τῆς ἰδιόρρυθμης «λειτουργίας» του τή λέξη Βασιλεία, ἐκεῖ πού ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου οὐδέν ἀναφέρει. Π.χ. μετά τήν μετάδοση τῆς Θ. Κοινωνίας ἀντί τῆς ἐκφωνήσεως «Σῶσον ὁ Θεός τόν λαόν σου καί εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου» γράφει ο κ. Γ. : «Σῶσε ὁ Θεός τόν λαό σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου»
Ἡ ἐπιθυμία, ἡ προσδοκία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐμφανής σέ ὁλόκληρη τή Θ. Λειτουργία. α) στή Β΄ εὐχή τῶν πιστῶν : «καί τῆς ἐπουρανίου σου Βασιλείας ἀξιωθῆναι».  β)  στήν εὐχή τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς πρό τοῦ καθαγιασμοῦ : «ἕως οὗ εἰς τόν οὐρανόν ἀνήγαγες καί τήν  Β α σ ι λ ε ί αν  Σου ἐχαρίσω τήν μέλλουσαν».  γ) Κατά τόν καθαγιασμό ζητεῖ ὁ ἱερεύς τά Τίμια Δῶρα νά ἀποβοῦν «εἰς Β α σ ι λ ε ί α ς  οὐρανῶν πλήρωμα».  δ) Μετά τόν καθαγιασμό πρό τοῦ «Πάτερ ἡμῶν»  πρό τῆς Θείας Μεταλήψεως δέεται νά γίνει αὐτή «εἰς  Β α σ ι λ ε ί α ς  οὐρανῶν κληρονομίαν».
Θά πρέπει τάχα αὐτή τήν πρωτεύουσα θέση πού ἔχει ἡ φράση Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος  στή Θεία Λειτουργία καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ὁποία ἐκφράζει ἁπλᾶ καί ἄμεσα τή θέση τῶν πιστῶν ὡς «βασιλείου ἱερατεύματος» καί διατρανώνει τά βασιλικά κληρονομικά προνόμιά τους νά τήν ἀντικαταστήσουμε μέ ἄλλη φράση πού πρέπει νά ψάχνεις, νά...στοχάζεσαι τό περιεχόμενό της;

Ἡ Θεοτόκος καί ἀειπάρθενος Μαρία.

Μέ τό ἐπίθετο «ἀειπάρθενος» κοσμεῖται ἡ Θεοτόκος γενικά, ἀλλά καί στή Θ. Λειτουργία, συχνότατα. Ὁ ὅρος αὐτός σημαίνει ὅτι ἡ Θεοτόκος καί μετά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε Παρθένος. Ὅπου γίνεται στή «Λειτουργία» τοῦ κ. Γ.  λόγος γιά τήν Παναγία ἐπιμελῶς ἀποφεύγεται ὁ θεολογικός της χαρακτηρισμός «ἀειπάρθενος»... Γράφει π.χ. ὁ κ. Γιανναρᾶς : «Τῆς Παναγίας μητέρας σου, Χριστέ τήν κενωτική ἀγάπη μνημονεύοντας...»(σ. 10) ἤ «Ξεχωριστά καί πρώτιστα σέ κοινωνία καί ὁμοτροπία  μέ τήν Θεοτόκο Μαρία» ἤ «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί Θεοτόκε ἁγνή...(σ. 27) κλπ.  Νά μή θεωρηθεῖ αὐτή ἡ παράλειψη τυχαία. Ὁ κ. Γιανναρᾶς ἔχει διαφορετική πίστη ἀπό τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας·  ἀποστρέφεται ἤ τουλάχιστον ὑποτιμᾶ τήν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου.  Ἰδού τί γράφει σχετικῶς :Ὅτι ἡ λειτουργία τῆς μητρότη­τας συνιστᾶ ἀκαθαρσία βεβαιώνε­ται...καί στίς ἐπίμονες ἐπαναλήψεις τῆς ἐκκλησιαστικής ὑμνολογίας ὅτι ἡ Παναγία Θεοτό­κος ἔμεινε καί μετά τόκον Παρθέ­νος, ὅτι εἶναι ἀειπάρθενος, ὅτι ὁ τό­κος (τοκετός) οὐκ ἐλυμήνατο τάς κλεῖς τῆς Παρθένου, δέν κατέλυσε τη σωματική (ἀνατομική) της παρθενίαὉ ψυχολογικὰ ὑγιὴς Χριστιανὸς κατανοεῖ ὅτι ἡ σάρκωση-γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατρὸς ἀπὸ μητέρα παρθένο φανερώνει νίκη-ἐλευθερία ἀπὸ τοὺς ὅρους τῆς φύσης ..... Ὅμως δὲν καταλαβαίνει τὶ ἀκριβῶς προσθέτει σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα (...ὁ ἀχώρητος παντὶ νὰ χωρεῖται ἐν γαστρί)... τὶ μεγαλειωδέστερο ἐξασφαλίζει ἡ διατήρηση τῆς ἀνατομικῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου καὶ μετὰ τὸν τοκετό» (Ἐνάντια στή Θρησκεία σ. 200).  Ἐξ αἰτίας τῆς κακοδοξίας του αὐτῆς ὁ κ. Γιανναρᾶς στή «Λειτουργία» του διορθώνει τίς «ἐπίμονες ἐπαναλήψεις» τῆς Ἐκκλησίας (Τῆς Παναγίας ἀχράντου ὑπερευλογημένης ἐνδόξου δεσποίνης Ἡμῶν θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας...») ἀποφεύγοντας συστηματικά τήν τιμητική προσφώνηση «ἀειπάρθενος».

Ἡ ἄφεσις ἁμαρτιῶν.

Γνωρίζουμε πώς ὁ Χριστός «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»  γιά  νά μᾶς καθαρίσει ἀπό τόν μολυσμό «σαρκός καί πνεύματος» καί ἔτσι νά μᾶς ἐνώσει μαζί Του χορηγώντας μας Αὐτός ἡ Αὐτοζωή,  τήν αἰώνια Ζωή.  Μετά τό θεῖο Βάπτισμα, μετά τή μετάνοια καί ἐξομολόγηση ἡ ἄφεσις προσφέρεται ἐξαιρέτως μέ τή μετοχή στά Ἄχραντα Μυστήρια. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε : «Λάβετε φάγετε τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου...πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο γάρ ἐστί τό αἷμά μου τό τῆς καινῆς διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».  Καί μέσα στή Θ. Λειτουργία ἀκοῦμε συνεχεῖς αἰτήσεις γιά ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας :
«Συγχώρησον ἡμῖν πᾶν πλημμέλημα ἑκούσιόν τε καί ἀκούσιον» (Εὐχή τοῦ τρισαγίου Ὕμνου). «Ἔτι δεόμεθα ὑπέρ ἐλέους ζωῆς εἰρήνης...συγχωρήσεως καί ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν(μεγάλη Ἐκτενής)  «ὅπως...καθαρίσῃς ἡμῶν τάς ψυχάς καί τά σώματα ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος»(Εὐχή Β΄τῶν πιστῶν)  «καθάρισόν μου τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν ἀπό συνειδήσεως πονηρᾶς» (Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ), «Συγγνώμην καί ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν πλημμελημάτων ἡμῶν» (Πληρωτικά), «προσενεγκεῖν σοι δῶρά τε καί θυσίας ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων»(Εὐχή τῆς προσκομιδῆς). Κατά τόν καθαγιασμό εὔχεται : ὥστε γενέσθαι ...εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».  Πρό τῆς μεταλήψεως «Καταξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς συγγώρησιν πλημμελημάτων».  Καί κατά τήν μετάληψιν «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».
Ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν αἰτημάτων μόνο βιαστικά καί ἐν παρόδῳ  ὁ κ. Γιανναρᾶς γράφει σέ μιά αὐτοσχέδια αἴτησή του : «Χάρισέ μας Χριστέ Ἰησοῦ, εἰρήνη, ὑγεία..συγχώρηση ἁμαρτιῶν, παθῶν, ἐλαττωμάτων...».. Πουθενά ἀλλοῦ δέν ἀναφέρει αἰτήματα γιά συγχώρηση ἁμαρτιῶν. Ἔχει διορθώσει καί τόν Χριστό!  Ἰδού : «Λάβετε, φάγετε∙ αὐτό εἶναι τό σῶμα μου, τό μελιζόμενο γιά σᾶς, δώρημα ζωῆς ἀπεριόριστης.....Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες τοῦτο ἐστι τό αἷμα μου, τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον, σφραγίδα διαθήκης καινῆς ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί τά λογικά του πλάσματα»!  Ἀντί γιά ἄφεση ἁμαρτιῶν ἔχει προβάλει τή δική του φιλοσοφία : «Παράβλεψε τίς ἑκούσιες καί ἀκούσιες διολισθήσεις μας στήν ὑπαρκτική ἀποτυχία» καί «Καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης ἐγωτικῆς ἀξιώσεως». Καταλαβαίνω ὅτι σ΄ὅλους μας, κατά τό δή λεγόμενον  «πέφτουν στενά τά μανίκια».  Εἶναι γεγονός ὅτι δυσκολευόμαστε νά ἀναγνωρίσουμε τίς ἁμαρτίες μας,  ἀλλά δέν θά διορθώσουμε τό Εὐαγγέλιο μέ ἀνόητες ἀμπελοφιλοσοφίες γιά νά ἀρέσουμε στόν κόσμο πού δέν θέλει οὔτε κἄν νά ἀκούει τή λέξη «ἁμαρτία».

Ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ καί ἡ προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ.

Μέσα στό ἴδιο πνεῦμα τοῦ συσχηματισμοῦ μέ τόν κόσμο κινούμενος ὁ κ. Γιανναρᾶς «διορθώνει» τόν τιμητικό τίτλο «δοῦλος τοῦ Θεοῦ» πού ἀπονέμει  ὁ ἱερεύς σέ κάθε προσερχόμενο στή Θεία Μετάληψη.  Ἀντί λοιπόν τοῦ «Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (δεῖνα)» βάζει ὁ κ. Γ. στό στόμα τοῦ ἱερέως τά λόγια : «Μεταλαμβάνει ὁ ἠγαπημένος(ἡ ἠγαπημένη) τοῦ Θεοῦ(ὄνομα) σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ.  Ἀμήν». Καί πρός Θεοῦ!  Ὄχι «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν»!
Ὁ π. Βασίλειος Θερμός στή βιβλιοκρισία του, τήν ἀνόητη ἰδέα τοῦ «ηγαπημένου» τήν συγκαταλέγει «στά σημαντικά θετικά ἐπιτεύγματα» τοῦ κ. Γιανναρᾶ γιατί αὐτή ἡ...διόρθωση εἶναι, λέει, «ἀπόρροια μιᾶς θεολογικῆς μετακίνησης πού μετρᾶ πλέον δύο γενιές»(περ. Σύναξη τευχ. 126 σ. 104).  Δέν θέλω νά ἀσχοληθῶ μέ ἀνασκευή αὐτῆς τῆς ἀνοησίας.  Παραθέτω ἁπλῶς ἁγιογραφικά χωρία πού δείχνουν πῶς συνιστοῦν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι τόν ἑαυτό τους ἀρχίζοντας τίς ἐπιστολές τους καί καυχώμενοι γιά τόν τίτλο  «δοῦλος» : «Παῦλος, δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, κλητός Ἀπόστολος»(Ρωμ. 1, 1) «Παῦλος καί Τιμόθεος, δοῦλοι Ἰησοῦ Χριστοῦ»(Φιλ. 1,1). «Ἰάκωβος, Θεοῦ καί Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος»(Ἰακ. 1,1). «Συμεών Πέτρος, δοῦλος καί ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄Πέτρ α΄,1). «Ἰούδας Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος»(Ἰουδ.1). «Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἥν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεός...ἀποστείλας διά τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ» (Ἀποκ. α΄, 1).  Ἄν νιώθουμε ὅτι εἴμαστε κάτι ...καλλίτερο ἤ ἀλλιώτικο ἀπό τούς ἀποστόλους ἴσως ἔχουμε κάποιο πρόβλημα!            
Αὐτό τό...δημοκρατικό, ἐλεύθερο πνεῦμα πού διαπνέει τήν τερατουργία τοῦ κ. Γιανναρᾶ τόν παρασύρει καί σέ ἄλλο ἀτόπημα, ἐξ ἴσου ἄξιο κλαυσίγελου. Ὄχι «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν Χριστῷ». Πολύ δουλικό καί ἀναξιοπρεπές μᾶς πέφτει! Ὁ κ. Γιανναρᾶς τό «διορθώνει» ἔτσι : «Δεῦτε ἀνυμνήσωμεν καί ἀναμέλψωμεν Χριστῷ»!  Κάθε ἀναφορά σέ προσκύνηση πού ὑπάρχει στή Θ. Λειτουργία ( Π.χ. «Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα τιμή καί προσκύνησις» (ἐκφώνηση) «...καί ὑπό πάσης ἐπουρανίου δυνάμεως προσκυνούμενος......καί τήν ὀφειλομένην σοι προσκύνησιν ...προσάγειν»[Εὐχή τοῦ Τρισαγίου Ὕμνου] παραλείπεται). Μά λησμονοῦμε ΠΟΙΟΝ προσκυνοῦμε; 

Ὁ  Τρισάγιος  Ὕμνος.

Ὁ Τρισάγιος Ὕμνος, πού ψάλλεται ἤδη στήν Ἐκκλησία ἀδιάκοπα ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες τῆς ζωῆς της, στή «λειτουργία»τοῦ κ. Γιανναρᾶ ὑφίσταται σοβαρή κακοποίηση.  Νά ἡ μοντέρνα ἐκδοχή του : « Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος φωτουργός, Ἅγιος ζωήδωρος(!), γενοῦ μεθ΄ ἡμῶν».  Αὐτό τό «ζωήδωρος» δέν τό βρῆκα πουθενά σέ λεξικό.  Εἶναι... ποιητικό δημιούργημα τοῦ κ. Γιανναρᾶ!

Οἱ Ἄγγελοι.

Δέν θά βρεῖς στή «Λειτουργία» τοῦ κ. Γ. ὅσο κι ἄν ψάξεις, τήν παρουσία καί τή συμμετοχή τῶν ἀσωμάτων, ἀγγελικῶν δυνάμεων στήν τέλεση τῆς φρικτῆς ἱερουργίας οὔτε αἴτημα γιά βοήθεια καί προστασία τῶν πιστῶν ἀπό τούς ἁγίους Ἀγγέλους. Τήν αἴτηση «Ἄγγελον εἰρηνικόν, φύλακα τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν» ἀντικαθιστᾶ ἔτσι :  «Στεῖλε τήν ἀγάπη σου φύλακα τοῦ καθενός μας, ἀσπίδα ἀποτροπῆς παντός κακοῦ...». Οἱ ἄγγελοι ἀπουσιάζουν καί κατά τήν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἰδιορρύθμων εὐχῶν πρό καί κατά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων.  Δέν θά τούς συναντήσουμε οὔτε στήν ἀπόλυση πού ἔφτιαξε ὁ κ. Γιανναρᾶς.

Ἡ «Ὕπαρξη»  καί τά παράγωγά της.

Στή «λειτουργία» τοῦ κ. Γιανναρᾶ πλεονάζει ἡ λέξη «ὕπαρξη» καί ποικίλα παραγωγά της: «Ὕπαρξη», «συνύπαρξη», «ἀνυπαρξία», «ἀνύπαρκτος», «ὑπαρκτός», «ὑπαρκτικός».  
Αὐτά τά ὁποῖα γράφει στά βιβλία του, αὐτά πού λέει ὅταν μιλάει ὁ κ. Γιανναρᾶς τά ἔχει ἐντάξει σέ διάφορες «εὐχές», τίς ὁποῖες γιά νά καταλάβεις πρέπει νά μπεῖς στή στοχαστική λογική του.
Μποροῦν πολλά νά εἰπωθοῦν γιά τήν ἐκτροπή τῆς «λειτουργίας» αὐτῆς ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντικατάσταση τοῦ «Ἄξιον ἐστί», τοῦ Χερουβικοῦ ἀπό τό «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία» κι᾿ αὐτό διαφοροποιημένο κλπ.

Ἀσεβές, ἄκομψο καί εὐσεβιστικό ἐγχείρημα.

Γενικῶς τό περιεχόμενο τῆς «λειτουργίας» τοῦ κ. Γ. ἔχει σχέση μέ τόν παρωχημένο ὑπαρξισμό, τήν θεολογία τῶν Παρισίων καί τήν ἐπιλεκτική χρήση τῶν ἁγίων Πατέρων.  Ὅλη δέ ἡ ὁρολογία, ὁ τρόπος, τό πνεῦμα πού διακατέχει τή «λειτουργία» αὐτή, εἶναι ξένα πρός τό ἦθος, τό πνεῦμα, τό λεκτικό καί τό περιεχόμενο τῆς Θείας Λειτουργίας. Καί ὅμως ὅλο αὐτό τό παράδοξο ἄν μή τι ἄλλο συνονθύλευμα ὁ π. Β. Θερμός λέει ὅτι «συνιστᾶ  μνημειῶδες βῆμα ἱστορικῆς σημασίας»!  Φαίνεται ὅτι στίς μέρες μας οἱ λέξεις καί οἱ φράσεις ἔχουν χάσει τό νόημα τους. Ἡ Θεία Λειτουργία, αὐτό τό ἀριστούργημα ποιητικοῦ λόγου, μέ τίς καλοβαλμένες ψηφίδες τοῦ ἕλληνος λόγου, πού ρέει ἀπό τό στόμα τῶν λειτουργῶν τοῦ θυσιαστηρίου  σάν ζωογόνο ποτάμι,(«ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτῶν ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος») τό ἀπαύγασμα τῆς Θεολογίας, μέ τήν ἐκπληκτική λιτότητα καί πυκνότητα τῶν νοημάτων, τήν ἀπαράμιλλη μουσικότητα, ἀπό «ἀρχικό μεγαλειῶδες δημιούργημα» κατά τόν π. Θερμό,  μεταβλήθηκε  τελικά  «σέ ἕνα σύνολο εὐλαβῶν πράξεων».  Ἐνῷ ἡ ἄμετρη θεολογοῦσα φλυαρία τοῦ κ. Γιανναρᾶ, χωρίς ἴχνος ἐπαφῆς μέ τήν ἐκκλησιαστική πραγματικότητα καί τήν αἰσθητική εἶναι ἕνα «βῆμα μνημειῶδες» πού κάνει τομή στήν ἱστορία!  Ἄς εἶναι!
Δέν μπορῶ νά μπῶ στήν καρδιά τοῦ κ. Γιανναρᾶ καί νά κρίνω τή διάθεσή του νά προσφέρει τό καλλίτερο πού ἔχει στό σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὅμως, θἐλοντας νά ἐξυγιάνει «τό ἐκκλησιαστικό μας φρόνημα», ὅπως γράφει ὁ π. Β. Θερμός, σίγουρα διάλεξε τόν πιό ἄστοχο τρόπο. Προσπάθησε νά μπεῖ στά ἄδυτα τῶν ἀδύτων, στόν λεπτό καί μυστικό χῶρο τῆς Θείας ἱερουργίας, ὅπου «ἐπιθυμοῦσι ἄγγελοι παρακῦψαι», ἐκεῖ πού οἱ ἅγιοι Πατέρες παρέδωσαν μόνο σέ μᾶς τούς ἱερεῖς ἔστω καί ἀναξίους, νά εἰσερχόμεθα καί  νά ἀναπέμπουμε  ὑπέρ ἡμῶν καί τοῦ λαοῦ, μετά φόβου καί τρόμου, εὐχές καί δεήσεις, τίς ὁποῖες οἱ ἴδιοι, πεπυρωμένοι ἀπό τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ, συνέταξαν. 
Παρακολουθώντας τήν ἀγωνία τοῦ π. Βασιλείου καί τοῦ κ. Γιανναρᾶ  γιά κατανόηση καί συμμετοχή,  θεωρῶ ὅτι εἶναι συνδεδεμένη μέ εὐσεβιστικές παραμέτρους.  Δέν ἐπιθυμῶ νά λυπήσω κανέναν, ἀλλά ὅλο αὐτό πού διάβασα μαζί μέ τήν κριτική του, μοῦ θυμίζουν τά παιδικά καί ἐφηβικά μου χρόνια : Τή «συμμετοχή» μας σάν παιδιῶν στή χριστιανική ζωή μέ τό «Κτίστες μπρός», τήν ἀφελῆ αὐτοσχέδια προσευχή, τήν «ὥρα εἰλικρινείας», τή συμψαλμωδία μέ τά μοτίβα τῆς χαζομουσικῆς τοῦ Σακελλαρίδη, καί τό σήκω-κάτσε μέσα στή Λειτουργία σύμφωνα μέ τό σύνθημα ἑνός ὑπευθύνου.  Τοὐλάχιστον ὅμως, καί αὐτό εἶναι σημαντικό, κανείς τότε δέν τολμοῦσε νά πειράξει τήν Θ. Λειτουργία.  Ἀλλά φαίνεται ὁ εὐσεβισμός μεταλλάχθηκε κρατώντας τή μανία γιά τό κάτι ἄλλο ἀπό τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας πού ἐθεωρεῖτο καί θεωρεῖται ξεπερασμένη καί ἀλλοιωμένη.  Καί αὐτή ἡ μετάλλαξη τοῦ εὐσεβισμοῦ σέ «ἀνανέωση» εἶναι ἐπικίνδυνη γιατί ἔχει πολύ θράσος καί ἐπιθυμεῖ νά «βάλει χέρι» στήν ἐντελέχεια, στόν πυρῆνα τῆς Ὀρθοδοξίας, τή Θεία Λατρεία.   «Ἡ νύξ προέκοψε»....

Νά φυλάξουμε ἀκαινοτόμητη τήν Ὀρθόδοξη λατρεία.

Ἐκεῖνο νομίζω πού προέχει αὐτό τόν καιρό τῆς συγχύσεως πού προκαλεῖ ἡ μεταμοντέρνα Ν. Ἐποχή τοῦ ἀποκρυφισμοῦ, τῆς ἄκρατης σαρκολατρείας καί τοῦ ἀθέου Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ ἀταλάντευτη ἐμμονή στήν Πίστη, στήν ἐν Χριστῷ ζωή καί τήν ὀρθόδοξη λατρεία, σ΄αὐτά δηλαδή πού συνέχουν καί συγκροτοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσον ἀφορᾶ στή λατρεία φρονῶ ὅτι κληρικοί καί λαϊκοί α) δέν πρέπει νά μπαίνουν στή λογική νά «συζητοῦν» τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως βιώνεται διαχρονικά ἀπό τούς Ἁγίους ὡς τίς μέρες μας. β) δέν πρέπει νά συμμετέχουν σέ λειτουργικούς πειραματισμούς τῶν ἀνανεωτῶν, ἀπό περιέργεια, μοιάζοντας μέ τούς ἀρχαίους Ἀθηναίους οἱ ὁποῖοι «εἰς οὐδέν ἕτερον εὐκαίρουν ἤ λέγειν τι καί ἀκούειν καινότερον»(Πράξ. ιζ΄, 21) Οἱ Ἀθηναῖοι μέ τίποτε ἄλλο δέν ἀσχολοῦνταν, λέει ὁ Ἀπόστολος, παρά μέ τό νά λένε καί νά ἀκοῦν ὁτιδήποτε καινούργιο. Ἕνα παράδειγμα ἐπιχειρούμενης στρεβλώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας εἶναι ἡ τέλεση, τώρα τελευταῖα, Ἑσπερινοῦ, Ὄρθρου καί Θ. Λειτουργίας ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς ἡμέρας. 5-7μ.μ., 6-8μ.μ., 7-9μ.μ. 8-10μ.μ. Μέ τήν ἀποδοχή αὐτῆς τῆς καινοτομίας τήν ὁποία ἀνέχονται ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι, καταστρέφουμε τόν ἡμερήσιο λατρευτικό κύκλο, δέν ξεχωρίζουμε τόν ὀρθό-ἔστω καί κατά προσέγγιση- χρόνο τελέσεως τῶν Ἀκολουθιῶν. Ὅλα γίνονται ...ἀχταρμᾶς! 
Ἡ μανία καί ἡ δίψα τοῦ ἀλλιώτικου καί τοῦ καινούργιου γιά ἕναν  χριστιανό σημαίνει, δείχνει, πώς δέν ἔχει καταλάβει ὅτι τό μόνο καινούργιο, τό μόνο πού ξεδιψᾶ καί ξανακαινουργώνει τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ κοινωνία μέ τόν Χριστό, ὄχι μέ αὐτοσχέδιο ἐγωϊστικό τρόπο, ἀλλά μέσα στά πλαίσια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί παραδόσεως, δηλ. μέσῳ τοῦ ἐμπειρικοῦ τρόπου πού μᾶς δίδαξαν οἱ θεοφόροι Πατέρες.

Ἐπικίνδυνο  μονοπάτι.

Οἱ ἀνανεωτές ἄνοιξαν ἕνα ἐπικίνδυνο, στρεβλό μονοπάτι καί τό βαδίζουν ἀκατάβλητοι, βέβαιοι ὅτι ἐνεργοῦν σωστά. Ἄς προσέξουν γιατί ἡ σύγχυση πού δημιουργοῦν μπορεῖ νά καταστρέψει τήν ὀρθόδοξη λατρευτική συνείδηση τῶν πιστῶν.  Καί ἄν τό ἀγνοοῦν ἄς τό καταλάβουν ὅτι ὁ στόχος τῶν κέντρων πού κατευθύνουν τή λεγόμενη «λειτουργική ἀνανέωση»  δέν εἶναι ἡ συνειδητή συμμετοχή τῶν πιστῶν στή λατρεία τοῦ Θεοῦ μέ τή βοήθεια μοναδικῶν ἐγκεκριμένων μεταφράσεων.  Εἶναι ἡ ἐπιβολή μιᾶς πλήρους λειτουργικῆς ἀναρχίας, ὅπου κάθε κληρικός μέ τούς ἀκολούθους του θά ἐνεργεῖ αὐθαιρέτως καί κατά βούλησιν. Θά συγγράφει ὁ καθένας καί θά τελεῖ κάποια λειτουργία ὅπως τοῦ ἀρέσει. Τό ἴδιο θά κάνει καί μέ τήν τέλεση τῶν λοιπῶν Μυστηρίων καί τῶν ποικίλων λατρευτικῶν πράξεων.  Βαθύτερος σκοπός τῆς «ἀνανεώσεως» εἶναι ἡ ἐπιβολή μιᾶς Βαβέλ, πού θά πλουτισθεῖ μέ τά πιό μοντέρνα καί μεταμοντέρνα μοντέλα προσευχῆς, ὥστε ἄλλες ἰδέες π.χ. τῆς οἰκολογίας, τοῦ Οἰκουμενισμοῦ... νά ἐπιβληθοῦν στίς συνειδήσεις τῶν Χριστιανῶν, ἀλλοιώνοντας τό σκοπό τῆς Θείας Λατρείας καί κατ΄ἐπέκταση τῆς Πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ἄς προσέξουμε λοιπόν γιατί ὁ πόλεμος κατά τῆς Ὀρθοδόξου Λατρεία καλά κρατεῖ.  Καί ὅσο κρατεῖ, μά κι ὅταν παύσει ὁ πόλεμος, ἄς κρατοῦμε καλά κι᾿ ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί  ἀνόθευτη ἀπό «βέβηλες κενοφωνίες» σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της τή λειτουργική μας Παράδοση, τρεφόμενοι καθημερινῶς ἀπό τούς ζωογόνους κεχαριτωμένους καρπούς της. 
Καί κάτι τελευταῖο, Ἡ ἀπόφασις κατά τῶν μεταφράσεων τῆς λατρείας πού ἐξέδωσε ἡ Ἱ. Σύνοδος καί ἡ στάση τοῦ Μητροπολίτου Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Χρυσοστόμου ἔδωσαν τέλος στίς θεατρικές παραστάσεις τῶν «ἀνανεωτῶν».  Ποτέ πάλι στήν ἁγία μας Ἐκκλησία τέτοιο θέατρο ἀσεβῶν σκιῶν τῆς ἀληθινῆς λατρείας!  Καί ὅπου τυχόν παρατηροῦν ἀλλοίωση τῆς λειτουργικῆς μας παραδόσεως οἱ πιστοί ὀφείλουν νά διαμαρτύρονται. Καί νά ἀπομακρύνονται ἀπό κάθε κληρικό ἤ λαϊκό πού στρεβλώνει ἔργω ἤ λόγῳ τήν τέλεση τῆς ὀρθοδόξου λατρείας.
«Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος καί μετά παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω∙ ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων» (Ψαλμ. κε΄, 4-5).



[1] “Ἀπό γάρ τῶν προλαβόντων ἁγίων οἱ κατά γενεάν καί γενεάν διά τῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐργασίας ἐρχόμενοι ἅγιοι, τούτοις κολλώμενοι, ὁμοίως ἐκείνοις ἐλλάμπονται, τήν τοῦ Θεοῦ χάριν λαμβάνοντες κατά μέθεξιν, καί ὥσπερ τις γίνονται χρυσῆ ἅλυσις, καθείς τούτων ὄντες γονάτιον ἕν ἑκάτερος τῷ προλαβόντι τῇ πίστει καί τοῖς ἔργοις καί τῇ ἀγάπῃ συνδούμενος, ὡς εἶναι μίαν αὐτούς καί γίνεσθαι σειράν ἐν ἑνί τῷ Θεῷ μή δυναμένη ταχέως διαρραγῆναι»(ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ Ν. ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Κεφάλαια θεολογικά καί πρακτικά 4, Φιλοκαλία 19Α Συμεών Ν. Θεολόγος σ. 476)
[2] Kατά πόσον ἡ λεγομένη Θ. Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου ἀντιπροσωπεύει «ἀρχαϊκό λατρευτικό τύπο» ἤ ἀποτελεῖ ἐπιδεικτική καινοτομία τό ἐξετάζει ὁ π. Βασίλειος Σπηλιόπουλος στό ἄρθρο του «Ἡ λεγομένη Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, Δούρειος ἵππος τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως»(www.orthtros.org).
[3] ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 22, Πατερικές Ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμᾶς», σ. 32.


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝΟΡΘΡΟ

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
9    MAΡΤΙΟΥ   2015

Το είδαμε :εδώ

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011

Η ορθή τελεσιουργία της Θείας Λειτουργίας του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.(τοῦ Καθηγητοῦ κ. ᾿Αριστείδη Πανώτη)

 


(᾿Εκκλησιαστκή ᾿Αλήθεια, 16.11.1991)
Πρίν 70 χρόνια, ὅταν στόν χῶρο μας δέν ὑπῆρχε κανένα οὐσιαστικό λειτουργικό ἐνδιαφέρον, ὁ μακαριστός δάσκαλός μας Παναγιώτης Τρεμπέλας, εἶχε παρατηρήσει στό δημοσίευμά του “῾Η τελεσιουργία τῆς Θ. Εὐχαριστίας κατά τούς δύο πρώτους αἰῶνας” (᾿Αθῆναι 1924), πώς “ἡ μορφή ὑπό τήν ὁποίαν προσφέρομεν σήμερον ἐν τοῖς θυσιαστηρίοις ἡμῶν τήν θείαν ἀναφοράν, δέν εἶναι καθ᾿ ὅλα ἡ αὐτή πρός ἐκείνην, τήν ὁποίαν ἡ τελεσιουργία αὕτη εἶχε κατά τούς πρώτους τοῦ Χριστιανισμοῦ αἰῶνας. ᾿Αφελεστέρα καί ἁπλουστέρα τότε ὑπέμεινε διά μέσου τῶν αἰώνων τήν ἐξέλιξιν αὐτῆς…”.
Καί πραγματικά μέσα σ᾿ αὐτή τήν μακρά περίοδο τοῦ αἰῶνός μας, οἱ λειτουργικές μελέτες διαπρεπῶν ξένων καί ἡμετέρων ἐπιστημόνων, πρόσφεραν σημαντικές παρατηρήσεις, πού ἦλθαν νά φωταγωγήσουν ἱκανά προβλήματα τῆς λατρείας καί τῆς τάξεώς της, ὥστε σήμερα νά βαδίζουμε μέ ἀσφαλέστερα κριτήρια στήν ἀποκατάσταση καί ἀναπαλαίωση τῆς λειτουργικῆς μας πράξεως, γιά τήν ἀναζωπύρηση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς τῶν πιστῶν.
1. ᾿Από τά βασικώτερα συμπεράσματα τῶν ἐρευνῶν εἶναι, πώς ἡ Θ. Εὐχαριστία δέν δεσμεύεται ἀπό τόν χρόνο καί ἑπομένως μπορεῖ νά ἱερουργηθεῖ κατά τό ἀρχαιοπρεπέστερο ἔθος, πού διατηρήθηκε στίς παννυχίδες τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν, μετ᾿ ῾Εσπερινοῦ ἤ μετά τήν ὀρθρινή ᾿Ακολουθία ἤ ἀνεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτήν. Προϋπόθεση εἶναι ἡ ὠφέλεια τῶν πιστῶν καί δέν δεσμεύεται ἀπό τήν ἄσκηση τῆς νηστείας. Τό νά προσέρχονται οἱ πιστοί “νηστικοί” στή Θ. Κοινωνία, ὅπως ἀναφέρουν οἱ ῾Ιεροί Κανόνες (κθ΄ τῆς ς΄, μη΄ καί νς΄ τῆς Καρθ.), δέν καθορίζεται ἀπό συγκεκριμένο ὡράριο, γιατί εἶναι γνωστό, πώς μετά τήν πάροδο 3-4 ὡρῶν, ὁ ἄνθρωπος ἔχει περατώσει κάθε στομαχική διεργασία καί εὑρίσκεται σέ “ἐγρήγορση”. Πολλές ᾿Ορθόδοξες ᾿Εκκλησίες ἔπαυσαν νά συγχέουν τήν Θ. Εὐχαριστία μέ τή νηστεία, ἡ ὁποία ὡς ἄσκηση εἶναι κάτι διαφορετικό καί σημαντικό γιά τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν καί θά πρέπει νά εἶναι σεβαστή κατά τίς διατάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας. Καί οἱ ᾿Εκκλησίες αὐτές ἐπιτρέπουν τή Θ. Μετάληψη μετά πάροδο 6-8 ὡρῶν ἀπό τό γεῦμα ἤ τό δεῖπνο. Τήν αὐτή πρακτική ἀκολουθοῦν καί οἱ λίαν συντηρητικές ἀρχαῖες ᾿Ανατολικές ᾿Εκκλησίες. ῎Ετσι οἱ λειτουργικές ἔρευνες πλέον ἀπέδειξαν, πώς ἡ Θ. Λειτουργία μπορεῖ νά ἱερουργηθεῖ ἐλεύθερα, ὅταν οἱ πιστοί μποροῦν εὐχερέστερα νά συναχθοῦν καί ἔχουν προετοιμαστεῖ νά κοινωνήσουν. Αὐτό συνιστᾶ ἡ ᾿Αποστολοπαράδοτη πράξη, καί ὄχι τό νά λειτουργεῖ ὁ ἱερέας σέ ὧρες, πού λόγω τῶν συνθηκῶν ζωῆς, δέν μποροῦν νά προσέλθουν οἱ πιστοί καί στό “Μετά φόβου Θεοῦ”, νά μή προσέρχεται κανείς νά κοινωνήσει, ὡσάν τό μυστήριο νά τελεσιουργήθηκε, γιά νά τό “καταλύσει” ὁ Λειτουργός καί μόνον. ᾿Επίσης ἀπεδείχθη, πώς εἶναι ἐσφαλμένη ἡ σύνδεση τοῦ Μυστηρίου μέ πολύωρη νηστεία καί μάλιστα μετά ἀπό “ὕπνο”, ἐνῶ ὁ Κύριος πρόσφερε τό “Ποτήριον τῆς Ζωῆς” -καί τό ἐπαναλαμβάνει ὁ Λειτουργός- “μετά τό δειπνῆσαι”. ᾿Επομένως, δύο “δεσμεύσεις” γιά τήν ἀρχαία Λειτουργία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου, προερχόμενες ἐκ τῆς βυζαντινῆς καί νεωτέρας λειτουργικῆς πράξεως, ἤτοι τοῦ χρόνου τελέσεως (μετ᾿ ὄρθρου) καί τοῦ τρόπου προσελεύσεως τῶν πιστῶν στή Θ. Εὐχαριστία (“πολύωρη νηστεία”), δέν ἐπαληθεύονται ἀπό τήν πολιά ᾿Αποστολική παράδοση.
2. Στή Λειτουργία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου ἀκολουθεῖται σαφέστερα ἡ ᾿Αποστολική σύνθεση τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡς συνάξεως γιά τή “διδαχή” (ἡ Λειτουργία τοῦ Λόγου) καί γιά τήν “κλάση τοῦ ἄρτου” (ἡ Λειτουργία τῆς ᾿Αναφορᾶς) (πρβλ. Πράξ. β΄ 42). Κέντρο τῆς “διδαχῆς” εἶναι τά “᾿Απομνημο-νεύματα τῶν ᾿Αποστόλων” καί τό Εὐαγγέλιο. Αὐτό “ἐπλήρωσε”, συμπλήρωσε καί ὁλοκλήρωσε τόν Παλαιό Νόμο καί αὐτό “μεγαλύνεται” ὡς ἱερόν “Μεγαλεῖον”, ὅπως ἀναφέρεται στά ἀρχαῖα κείμενα, κατά τάς συνάξεις τῶν πιστῶν, μεγαλοπρεπῶς “εἰσοδευόμενον” ἐκ τοῦ Σκευοφυλακίου, ὅπου ἐφυλάσσετο, πρός τήν ῾Αγίαν Τράπεζαν, ψαλλομένων “εἰσοδικῶν” ψαλμῶν, ὅπως ἄλλοτε ἔψαλλον, τούς αὐτούς περίπου ψαλμούς, οἱ ᾿Ιουδαῖοι στίς Συναγωγές τους, κατά τήν εἰσόδευση τοῦ Νόμου, τῆς Τορά. Τά τρία Μικρά ᾿Αντίφωνα τοῦ ᾿Ασματικοῦ ῾Εσπερινοῦ, πού συνδέθηκαν μέ τήν ἔναρξη τῶν Βυζαντινῶν Λειτουργιῶν, τοῦ Μ. Βασιλείου καί ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, σέ νεώτερους χρόνους, μποροῦν νά ἀναπτυχθοῦν μέ τά γνωστά ἐφύμνιά τους “Ταῖς πρεσβεῖαις…”, “Σῶσον ἡμᾶς…” ἤ καί νά ἀκολουθήσουν τά ἀρχαιότερα ἐφύμνιά τους, πού εἶναι ἁπλούστερα καί μποροῦν εὐχερέστερα νά ψαλοῦν ἀπό τό Λαό. Γιατί, ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα θέματα γιά τήν πλήρη συμμετοχή τῶν ἐκκλησιαζομένων στή θεία λατρεία, εἶναι ἡ καθοδήγηση τῶν πιστῶν ἀπό τόν Ψάλτη, γιά νά συμψάλουν ἅπαντες, σέ ἁπλούστερα μέλη, τά ἐφύμνια καί τίς σύντομες λειτουργικές ἐκφράσεις “Κύριε ἐλέησον”, “᾿Αμήν” κ.ἄ. Τό κυρίαρχο σύμβολο τῆς “σωματικῆς παρουσίας” τοῦ Κυρίου, τό Εὐαγγέλιο, δέν συνοδεύεται κατά τήν Εἴσοδο ἀπό τόν Μωσαϊκό Νόμο τῆς Πεντατεύχου, οὔτε τό “Νόμο” τῶν Προφητῶν (Παλαιά Διαθήκη), οὔτε τόν “᾿Απόστολο”. Οἱ ἅγιες αὐτές Γραφές, ἔχουν τοποθετηθεῖ ἐκ τῶν προτέρων στόν ῎Αμβωνα (Βῆμα τῶν ᾿Αναγνωστῶν). Τό Εὐαγγέλιο μόνον “ἐνθρονίζεται” στήν ῾Αγία Τράπεζα, δέχεται τό θυμίαμα, τόσο στήν ἀρχή τοῦ ἐνθρονισμοῦ του, ὅσο καί κατά τό “᾿Αλληλουάριο”. Εἶναι σφάλμα νά προσφέρεται θυμίαμα κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ “᾿Αποστόλου”. Θυμίαμα προϋπαντᾶ τόν ᾿Ερχόμενο Κύριο, μέ τό δοξολογικό “᾿Αλληλούια” (“Αἰνεῖτε τόν Θεόν”), γιά ν᾿ ἀκουστοῦν τά Ρήματά Του “ἐν μέσῃ ᾿Εκκλησίᾳ”.
3. Σημαντικό βῆμα στήν ἀρχαιοπρεπῆ ἱερουργία τῆς ἀρχαίας αὐτῆς Λειτουργίας, εἶναι ἡ χρήση τοῦ Συνθρόνου στήν κανονική του θέση καί ὄχι στή σολέα. Στή σολέα τοποθετεῖται τό Σύνθρονο, μόνον ἄν ἔχει μεταφερθεῖ ἐκεῖ, “κατ᾿ οἰκονομίαν”, ἡ ῾Αγία Τράπεζα (κινητή), λόγω στενότητος τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος ἤ ὑπάρχοντος ὑψηλοῦ Τέμπλου. ῾Η ῾Αγία Τράπεζα εἶναι ὁ ὀμφαλός τοῦ Ναοῦ καί αὐτήν περιβάλλει ἐξ ᾿Ανατολῶν ὁ Κλῆρος (στό Σύνθρονο) καί ἐκ Δυσμῶν ὁ Λαός. ῾Ο ᾿Επίσκοπος ἤ ὁ προεξάρχων Λειτουργός, ἐπέχει τόν “τόπον” τοῦ Πρώτου Τελεσιουργοῦ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ὁ τόπος τοῦ Παραδίδοντος τό Μυστήριον, ἦταν “κατ᾿ ἐνώπιον”. Δηλαδή, εἶναι ἀδιανόητο ὁ Κύριος νά εἶχε ἐστραμμένα τά νῶτα στούς Μαθητές, ὅταν ἔλεγε τό “Λάβετε, φάγετε…” καί τό “Πίετε…”. ῎Η οἱ ᾿Απόστολοι καί οἱ Πατέρες, νά λειτουργοῦσαν, ἀποκρύπτοντες μέ τά νῶτα τους, τήν ῾Αγία Τράπεζα. ῾Η εὐρύτητα τοῦ χώρου, πού ἀναπτύσσεται μεταξύ Συνθρόνου καί ῾Αγίας Τραπέζης στούς ἀρχαίους Ναούς, μαρτυρεῖ, σέ ποιό σημεῖο ἐκινεῖτο ὁ Κλῆρος. ῾Η στροφή τῶν Λειτουργῶν στή σημερινή τους θέση πρέπει νά συνδέεται μέ τήν κατάργηση τῶν βήλων ἐκ τοῦ Τέμπλου (καί τήν τοποθέτηση Εἰκόνων), μέ τήν ἐποχή σμικρύνσεως τῶν Ναῶν καί τῶν ῾Ιερῶν Βημάτων κατά τόν ια΄ αἰ. καί μέ τήν ἐπικράτηση, κατά τούς χρόνους τῆς Φραγκοκρατίας, πολλῶν σχολαστικῶν σκέψεων, πού λαθραίως εἰσεπήδησαν, εἰς τά τοῦ ῾Ιεροῦ Βήματος (ὡς καί στά τῶν ἐπισκοπικῶν ἀμφίων). Τό γεγονός, ὅτι ἡ διαιώνια πράξη τῶν ῾Ιεροσολυμιτῶν, διέσωσε τήν ἀκριβῆ στάση τοῦ Λειτουργοῦ ἐντός τοῦ ἱερωτάτου τόπου τοῦ Παναγίου Τάφου, ὅπου καθ᾿ ἡμέραν, τίς πρῶτες μεταμεσονύκτιες ὧρες, προσφέρεται ἡ ἀναίμακτη Θυσία, ἀπετέλεσε τήν ἀξιοπιστότερη μαρτυρία, γιά τό ποιά ἦταν καί ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ θέση τοῦ Λειτουργοῦ, ὄχι μόνο κατά τή Λειτουργία τοῦ Λόγου (ὅπως γίνεται συχνάκις στίς ἀρχιερατικές Λειτουργίες τοῦ ἐπιχωρίου ῾Ιεράρχου καί πάντοτε στίς Σλαβικές ᾿Εκκλησίες), ἀλλά καί κατά τή Λειτουργία τῆς ᾿Αναφορᾶς.
4. ᾿Από τίς πλέον ἐπιτυχεῖς σκέψεις, εἶναι ἡ πλήρης παράθεση βιβλικῶν ἀναγνωσμάτων ἐκ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ἡ παρεμβολή μεταξύ τους, τοῦ Προκειμένου (τοῦ ᾿Αποστόλου) καί τοῦ ᾿Αλληλουαρίου (τοῦ Εὐαγγελίου), μέ τήν ἀκρίβεια, πού ἔχουν διασωθεῖ στό λειτουργικό βιβλίο “᾿Απόστολος” καί στή λειτουργική πράξη τῶν Μονῶν τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. Εἶναι λυπηρό, πῶς οἱ σύγχρονοι Ψάλτες μας ἀγνοοῦν αὐτή τήν Τάξη, ὅπως τήν ἀγνόησαν οἱ πρῶτοι μακαριστοί εἰσηγητές τῆς ἀρχαίας Λειτουργίας τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιακώβου, Διονύσιος Λάτας καί Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (ὅπως ἀγνοοῦσαν καί τά ὅσα μέχρι τώρα ἐπισημάναμε) καί τήν ἀγνοοῦν, ὅσοι τελοῦν αὐτή τή Λειτουργία, μέ τόν βυζαντινό τρόπο ἱερουργίας, τῶν πρώτων μνημονευθέντων εἰσηγητῶν. Εἶναι εὐτύχημα, πού τήν ἀκρίβεια αὐτή (ἀποστολικοῦ προκειμένου – εὐαγγελικοῦ ἀλληλουαρίου), πλήν τῶν ῾Αγιορειτῶν, τήν διέσωσαν καί οἱ σλαβόφωνοι.
5. ῾Η ᾿Αναίμακτη Θυσία προσφέρεται (προσκομίζεται), κατά τήν ἀρχαία πράξη, ἀπ᾿ εὐθείας στό Θυσιαστήριο καί ὄχι στήν Πρόθεση καί μάλιστα ὡς ἰδιαίτερη ᾿Ακολουθία, παράλληλη μέ τόν ῎Ορθρο. ᾿Ανοίγει, κατά τό ἱεροσολυμίτικο ἔθος, μέ τήν, μαρτυρούμενη ἀπό τόν ῞Αγιο Κύριλλο ῾Ιεροσολύμων, τελετουργική νίψη τῶν χειρῶν (κατά τήν ψαλμωδία τοῦ “χερουβικοῦ”) καί συνεχίζει μέ τήν εὐλογία τῆς Προθέσεως (πάντων τῶν “προτεθέντων τιμίων δώρων”, ἤτοι τῶν “προσφόρων”, τοῦ νάματος καί τοῦ ὕδατος), τήν ἐξ αὐτῆς ἐπιλογή – “ὕψωση” τοῦ ᾿Αμνοῦ (τῶν ὑπολοίπων εὐλογηθέντων πρός διανομήν “ἀντιδώρου”), τήν Προσκομιδή τοῦ ᾿Αμνοῦ ἐπί τοῦ ῾Αγίου Δίσκου καί τήν κράση τοῦ Ποτηρίου. Πραγματική θεία ἐποπτεία τοῦ Μυστηρίου τῆς σαρκώσεως καί τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου γιά τόν Κλῆρο καί τόν Λαό. ῾Ο συγχρονισμός τῶν δεήσεων τοῦ Διακόνου καί τῶν εὐχῶν τοῦ Λειτουργοῦ, σμικραίνει τήν διάρκεια τῆς εἰσαγωγῆς στήν ᾿Αναφορά – Προσκομιδή, ἡ ὁποία εἶναι συγκλονιστική ἀνάβαση στό θεῖο τέλεσμα τῆς Μεταβολῆς τῶν Δώρων, σέ Σῶμα καί Αἶμα Χριστοῦ.
6. ῞Ενα ἐνδεχόμενο πρόβλημα ἐπιμηκύνσεως τῆς Λειτουργίας αὐτῆς εἶναι ἡ μνημόνευση κατά τά Δίπτυχα μακρᾶς σειρᾶς ῾Αγίων καί Συνόδων. Αὐτές οἱ “μνῆμες” δέν ἀποτελοῦν ἀναγκαῖο στοιχεῖο, στήν ἔκταση πού ἔχουν λάβει, γιά τούς καιρούς μας. Μποροῦν νά περιορισθοῦν καί νά ἀντικατασταθοῦν μέ ῾Αγίους τοῦ τόπου ἤ τῆς ἡμέρας μέ κάθε συντομία, ὥστε νά μή διασπᾶται ἡ κατάνυξη μετά τήν Μεταβολή καί τήν ἀδημονία γιά τήν Θεία Κοινωνία.
7. Τέλος, ἡ, κατά τόν ἀρχαῖο τρόπο, Μετάδοση καί Μετάληψη τοῦ ῾Αγίου Σώματος καί Αἴματος τοῦ Χριστοῦ, πού ἐπιτάσσει ὁ 101 κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἶναι ἐφαρμόσιμη, ἐφ᾿ ὅσον τό ἐκκλησίασμα ἔχει καθοδηγηθεῖ πρεπόντως. ῾Ο Λειτουργός θά κρίνει τήν καταλληλότητα τῶν πρός Μετάληψη πιστῶν. ῾Υπάρχουν τέσσερεις τρόποι Κοινωνίας. ῾Ο ἀρχαιότερος εἶναι ὁ τρόπος πού κοινωνεῖ σήμερα ὁ ῾Ιερέας τόν Διάκονο καί εἶναι ὁ τρόπος πού κοινωνοῦσαν καί οἱ Μοναχοί καί οἱ Λαϊκοί. Νά δίνει δηλ. ὁ ῾Ιερέας τόν μαργαρίτη τοῦ Σώματος (στάς χεῖρας ἤ καλύτερα) στό στόμα τοῦ πιστοῦ καί ὁ Διάκονος “ἅπαξ” τό Αἶμα στά χείλη του ἐκ τοῦ Ποτηρίου. ῎Αλλος τρόπος εἶναι ἡ Μετάδοση τοῦ Σώματος ἐπί τοῦ στόματος καί ἡ Μετάληψη ἐκ τοῦ Ποτηρίου διά Λαβίδος. ῎Αλλος τρόπος εἶναι ἡ ἐμβάπτιση τῆς μερίδος τοῦ Σώματος στόν κρατῆρα τοῦ Ποτηρίου καί ἡ ἀπόθεσή του στό βάθος τῆς γλώσσης (μέ μετάληψη καί ἐκ τοῦ Ποτηρίου) καί τέλος ὁ σημερινός τρόπος μεταδόσεως, συγχρόνως τοῦ Σώματος καί Αἴματος, διά τῆς Λαβίδος.
Κατακλείοντας τό ἄρθρο αὐτό, ἐπισημαίνω, ὅτι ἡ ἀρχαιότατη αὐτή Τάξη τῆς Θείας Εὐχαριστίας, πρέπει νά προτιμᾶται κατά τήν τέλεση ᾿Αγρυπνιῶν, ὡς καταλληλότερη γιά εὐσεβεῖς καί φιλακόλουθες ψυχές, πού συνάζονται στίς παννυχίδες.
᾿Επίσης ἡ Λειτουργία αὐτή μπορεῖ νά τελεῖται, ἄριστα προσαρμοσμένη, μέ τήν ᾿Ακολουθία τοῦ Μ. ῾Εσπερινοῦ (εἰσοδικοῦ ὕμνου ψαλλομένου τοῦ “Φῶς ἱλαρόν”), ὅπως εἶναι σήμερα σέ χρήση οἱ Θ. Λειτουργίες τοῦ Μ. Βασιλείου, προσαρμοσμένες μέ τούς Μ. ῾Εσπερινούς (τῶν Δεσποτικῶν ῾Εορτῶν, τῆς Μ. Πέμπτης καί τοῦ Μ. Σαββάτου), διασώζοντας τήν ἀρχαιότατη αὐτή Τάξη.
Μέ τήν πεποίθηση, πώς οἱ παρατηρήσεις αὐτές, θά σταθοῦν χρήσιμες σέ πολλούς φιλακόλουθους Κληρικούς καί Λαϊκούς, κλείνω τό ἄρθρο αὐτό γιά τή Θεία Λειτουργία τῆς ᾿Εκκλησίας τῶν ῾Ιεροσολύμων, πού σφραγίστηκε τόν Δ΄ αἰῶνα, μέ τό ὄνομα τοῦ Πρώτου ᾿Επισκόπου της, ῾Αγίου ᾿Ιακώβου τοῦ ᾿Αδελφοθέου, κατά τό ἔθος ἐκείνης τῆς ἐποχῆς.

Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2011

Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου-Ο Δούρειος ίππος της Λειτουργικής Αναγεννήσεως;(Πρεσβυτέρου Βασιλείου Σπηλιοπούλου)



 

Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ:Ο Δούρειος ίππος της Λειτουργικής Αναγεννήσεως;
 
Τά τελευταῖα χρόνια ὅλο καί συχνότερα, ὅλο καί ἀπό περισσότερους ἱερεῖς τελεῖται ἡ λεγομένη Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.  Ἡ τέλεση τῆς Λειτουργίας αὐτῆς καί ἡ ξαφνική της ἐμφάνιση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ἀφ’ ἑνός μέν καταδεικνύει τό ἐκκοσμικευμένο πνεῦμα πού διακατέχει πολλούς κληρικούς καί ἀφ’ ἑτέρου ἐξυπηρετεῖ κατά τόν καλύτερο τρόπο, τά σχέδια τῶν «ἀνανεωτῶν» τῆς Λειτουργικῆς μας ζωῆς, τῶν αὐτοκλήτων σωτήρων τῆς Ἐκκλησίας.  Τό σχέδιο εἶναι ἁπλό:  ἡ Λειτουργία αὐτή «βαπτίζεται» ἀπό τούς ἀνανεωτές ὡς «ἀρχαιοπρεπής».  Ὅταν ὅμως τελεῖται, τελεῖται μέ τόν τρόπο πού ὁραματίζονται οἱ «ἀνανεωτές», ὁπότε ὁ πιστός λαός, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἐνθουσιάζεται μέ τήν πρωτοτυπία καί τά ἐφέ, συμπεραίνει, ἐντελῶς ἐσφαλμένα, ὅτι ὁ συγκεκριμένος τρόπος τελέσεως εἶναι ὁ «ἀρχαιοπρεπής» καί ἄρα ὁ παραδοσιακός.  Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια νά ζητᾶ ἀπό τούς Ἱερεῖς νά λειτουργοῦν ἔτσι καί ὅταν τελοῦν τίς Λειτουργίες τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Βασιλείου.  Εἶναι, ὅμως, ὄντως ἔτσι τά πράγματα;  Μπορεῖ ὁ καθένας νά τελεῖ ὅποια Λειτουργία θέλει καί ὅπως θέλει;  Ἄς τό δοῦμε ἀναλυτικά.

ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσή του στόν 32ο κανόνα τῆς ΣΤ΄  Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μᾶς παρέχει μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα πληροφορία σχετικά μέ τό πόσο «κανονική», πόσο σύμφωνη δηλαδή μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί ἄρα πόσο δεκτή ἤ ὄχι, εἶναι ἡ Λειτουργία αὐτή.  Μολονότι, λοιπόν, ὁ ἅγιος λέει ὅτι ἡ Λειτουργία αὐτή «εἶναι δεκτή», λέει ὅμως ἐπίσης ὅτι «ἠπράκτησε».  Λίγο μάλιστα πιό κάτω ὁμολογεῖ ὅτι κατά τόν Μανουήλ Μαλαξό ἡ Λειτουργία αὐτή ἠπράκτησε ἀπό τούς καιρούς τοῦ Μ. Βασιλείου.  Γιατί, λοιπόν, ἡ ξαφνική προσπάθεια ἐπαναφορᾶς μιᾶς Λειτουργίας τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριψε;
Προφανῶς γιά ὑπόπτους λόγους.  Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι στή χώρα μας ἡ Λειτουργία αὐτή τελέστηκε γιά πρώτη φορά τό 1894 ἀπό τόν Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονύσιο Λάτα, στήν τελετή ἐνηλικιώσεως τοῦ διαδόχου Κωνσταντίνου.  Τελέστηκε συνεπῶς ὡς ἕνα ἐκκλησιαστικό ὑπερθέαμα ἐνώπιον τῶν παρευρισκομένων «γαλαζοαίματων».  Γιά τούς ἴδιους ὅμως λόγους, γιά τόν ἐντυπωσιασμό δηλαδή τῶν πιστῶν, τελεῖται καί σήμερα καί γι’ αὐτό ὁσάκις τελεῖται διαφημίζεται καί δεόντως.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος χρησιμοποιεῖ καί τή μαρτυρία τοῦ Βαλσαμῶνος, στόν ὁποῖο βασίστηκε γιά τήν συγγραφή τοῦ «Πηδαλίου».  Ἄς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Βαλσαμών γιά τή Λειτουργία αὐτή, ὅταν ἐρωτᾶται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μάρκο ἄν οἱ Λειτουργίες πού λέγεται ὅτι εγράφησαν ἀπό τους Ἀποστόλους Μάρκο καί Ἰάκωβο εἶναι δεκτές:
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπαντᾶ ὁ Βαλσαμών, γράφοντας προς τούς Κορινθίους λέει «ἀδελφοί παρακαλῶ ὑμᾶς, δι’ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τό αὐτό λέγητε πάντες, καί μή ᾖ ἐν ὑμῖν σχίσματα ἦτε δέ κατηρτισμένοι ἐν τῶ αὐτῷ νοΐ, καί ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ».  Λέμε ,λοιπόν, πώς οὔτε ἀπό συνοδικό κανόνα μάθαμε γιά Λειτουργία τοῦ Μάρκου, μόνο δε ὁ 32ος τῆς ἐν Τρούλῳ λέει πώς ἔχει συντεθεῖ Λειτουργία ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου.  Ὅμως, ὁ 85ος τῶν ἁγίωνἈποστόλων καί ὁ 39ος  τῆς ἐν Λαοδικείᾳ, ἀπαριθμῶντας τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καί τά ἀποστολικά, δέν ἀναφέρουν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἤ τοῦ ἁγίου Μάρκου.  Ἀλλά καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου δέν τίς γνωρίζει καθόλου.  Νομίζουμε λοιπόν, καταλήγει ὁ Βαλσαμών, ὅτι δέν εἶναι δεκτές διότι καί ἄν ἀκόμαἔχουν γραφεῖ, περιέπεσαν σέ πλήρη ἀπραξία ὅπως κι ἄλλα πολλά.  Αὐτό φαίνεται ἀπό τον 85ο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τόν 2ο  τῆς ἐν Τρούλῳ.  Ὁ μέν ἀποστολικός ὁρίζει γιά τίς δύο ἐπιστολές τοῦ Κλήμεντος καί τίς διαταγές τῶν ὀκτώ βιβλίων αὐτοῦ νά ἀναγινώσκονται ἀλλά νά μή δημοσιεύονται, γιά τά μυστικά πού περιέχουν, ὁ δέ  2ος τῆς ἐν Τρούλῳ θέλει οὔτε νάἀναγινώσκονται ἐξ αἰτίας τῶν νοθεύσεων ἀπό τούς ἑτεροδόξους.  Γι’  αὐτό ὀφείλουν ὅλες οἱ τοπικές Ἐκκλησίες νάἀκολουθοῦν τό παράδειγμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί νά ἱερουργοῦν κατά τίς παραδόσεις τῶν ΠατέρωνἸωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.  Διότι λέει τό 51ο κεφάλαιο το 1ου τίτλου, το 2ου βιβλίου τν βασιλικν[1] τι γιά σα θέματα δέν πάρχει νόμος νά κολουθεται  παράδοση τς Νέας Ρώμης»[2]. (ἐλεύθερη ἀπόδοση)
Γεννᾶται λοιπόν τό ἐρώτημα: ἄν ἡ Λειτουργία αὐτή δέν ἔγινε δεκτή, λόγῳ νοθεύσεώς της ἀπό χέρια ἑτεροδόξων, τό 12ο αἰῶνα – τότε ἔζησε ὁ Βαλσαμών – πόσο πιό ἄδεκτη καθίσταται σήμερα καί πόσο πιό νοθευμένη πρέπει νά θεωρεῖται;  Ἐξ ἄλλου ὁ Βαλσαμών μᾶς παρέχει καί μιά ἄλλη σχετική πληροφορία στήν ἑρμηνεία του στόν 32ο κανόνα τῆς ἐν Τρούλῳ ὅπου λέει :  «σημείωσαι, ὅτι ἀπό μόνο τοῦ παρόντος κανόνος φαίνεται τήν θεία ἱεροτελεστίαν παραδοθῆναι καί ὑπό τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, πρώτως ἐπισκοπεύσαντος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἥτις τέως παρ’ ἡμῖν οὐδέ εὐρίσκεται, οὐδέ γιγνώσκεται ὡς ἀπρακτήσασα»[3]   (ἡ ὑπογράμμιση δική μας).  Στή συνέχεια μάλιστα μᾶς δίνει τήν πολυτιμότατη πληροφορία πώς ὅταν ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας βρέθηκε στήν Πόλη καί ζήτησε νά τελέσει τήν Λειτουργία τοῦ Μάρκου δέν τό ἔπραξε «ἀρκεσθέντων πάντων τῆ καταθέσει καί μόνῃ τοῦ Πατριάρχου, εἰπόντος μηκέτι τοῦτο ποιῆσαι[4]».  Ἰδού ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἰδού ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες.  Ὁ ἕνας Πατριάρχης ἀρνεῖται τήν «ἀνανέωση» χωρίς τό κόμπλεξ νά χαρακτηριστεῖ φανατικός καί χωρίς νά ὑποχωρήσει γιά λόγους ψευδοευγένειας καί ψευδοταπείνωσης καί ὁ ἄλλος ὑπακούει ταπεινά χωρίς ἀμφισβητήσεις καί ψευτοεπιχειρηματολογία, χωρίς δεύτερη κουβέντα.  Ἀξιοσημείωτη πάντως εἶναι ἡ ἀμφιβολία πού ὑπάρχει καί στα δύο παραπάνω κείμενα σχετικά μέ τους συγγραφεῖς τῶν Λειτουργιῶν Μάρκου – Ἰακώβου. Ποιά εἶναι, ὅμως, τά «ἐκσυγχρονιστικά» ἤ «ἀρχαιοπρεπῆ» σημεῖα τῆς Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου;

ΘΕΣΗ  ΑΓΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

Τή Λειτουργία αὐτή συνηθίζουν νά τελοῦν ὄχι πάνω στήν καθιερωμένη καί καθαγιασμένη ἁγία Τράπεζα, ἀλλά σέ ἕνα τραπέζι πού τοποθετεῖται στή μέση τοῦ Ναοῦ.  Ἡ πράξη αὐτή εἶναι ἀντίθετη ἀσφαλῶς μέ τήν Ἱερά Παράδοσή μας καί τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.  Εἶναι ὅμως μακροχρόνιο αἴτημα μερικῶν δυτικοσπουδασμένων «καθηγητῶν», κληρικῶν καί λαϊκῶν (π.Βασίλειος Θερμός[5], π.Δημήτριος Τζέρπος[6], κος Πέτρος Βασιλειάδης[7] κ.α), πού ἐπίμονα ζητοῦν τήν κατάργηση τοῦ τέμπλου καί συνεπῶς τήν διάκριση τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ὁ 69ος ὅμως Κανόνας τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ξεκαθαρίζει ὅτι τό ἅγιο Βῆμα εἶναι προορισμένο μόνο γιά τούς κληρικούς.  Ὁ ἅγιος Νικόδημος, μάλιστα, στή 1η του ὑποσημείωση στόν παραπάνω Κανόνα προτρέπει: «ἐντεῦθεν ἄς παρακινηθοῦν οἱ  ἱερεῖς καί πνευματικοί νά ἀποκόψουν τήν παράνομον συνήθειαν, ὅπου ἐπικρατεῖ εἰς πολλούς τόπους, τό νά εἰσέρχωνται λέγω, λαϊκοί μέσα εἰς τό ἅγιον βῆμα, ἥτις [συνήθεια] μή διακρίνουσα ἱερεῖς ἀπό λαϊκούς, κάμνει νά πίπτουν οἱ λαϊκοί ὑποκάτω εἰς τήν ποινήν τοῦ βασιλέως Ἄχαζ…»[8].  Ἄν μέ τήν εἴσοδο τῶν λαϊκῶν στό ἅγιο Βῆμα καταργεῖται ἡ διάκριση τῶν χαρισμάτων, πόσο πιό εὔκολα μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι καταργεῖται μέ τήν ὁλοκληρωτική ἐξαφάνιση τῆς διάκρισης τοῦ Βήματος, τήν ἰσοπέδωση τοῦ τριμεροῦς Ναοῦ, πού ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ὑφίσταται, καί τήν παροχή δυνατότητος σέ ὅλους, ἄνδρες, παιδιά καί γυναῖκες, νά βλέπουν ἀπό ἀπόσταση ἀναπνοῆς ὅσα ὁ Θεός ἔδωσε στούς ἱερεῖς νά τελοῦν;

Κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης «τό μέν ἅγιο βῆμα τά ἅγια τῶν ἁγίων εἰκονίζει, τά ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν καί αὐτόν τόν οὐρανόν,۠ ἡ δε ἁγία τράπεζα τόν θρόνον τοῦ Θεοῦ καί τήν Ἀνάστασιν τοῦ Χριστοῦ καί τό σεβάσμιον μνῆμα…»[9].  Καί συνεχίζει «ὅταν δέ ἱεροτελῶμεν ἔσωθεν τοῦ ναοῦ καί μάλιστα τήν φρικτήν ἱερουργίαν, τότε τό μέν θυσιαστήριον τύπον ἔχει οὐρανοῦ, ὁ δε ναός τά περίγεια σημαίνει…»[10].  Τό τέμπλο ὑπάρχει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν σημερινή μορφή ἀπό τον 5ο κιόλας αἰῶνα, ἐνῶ πολύ νωρίτερα ὑπῆρχε ὡς χαμηλό τέμπλο.  Σκοπός του δέν εἶναι ἁπλῶς νά κρύψει ἀλλά ἔχει πολύ βαθύ θεολογικό χαρακτήρα ἀφοῦ διδάσκει τούς πιστούς ὅτι ὁ Χριστός δέν ἐπιδεικνύεται ἀλλά μετέχεται, ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία δέν εἶναι θέαμα  ἀλλά μετοχή.
Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντικό νά ἀναφέρουμε, γιά νά φανεῖ πόσο ἀπομακρυσμένη ἀπό τήν Ἱερά Παράδοση καί πόσο ἀθεολόγητη εἶναι ἡ κατάργηση τοῦ Βήματος, ὅτι ἀπό πολύ νωρίς ὄχι μόνο ὑπῆρχε τό τέμπλο, ἀλλά καί ὅτι μετά τήν Μεγάλη Εἴσοδο ἔκλειναν τά Βημόθυρα, παράδοση πού τηρεῖται μέχρι καί σήμερα στό Ἅγιον Ὅρος, σέ ἄλλες μονές, καί σέ μερικές ἐνορίες.  Τηρεῖται ἐπίσης σέ ὅλες τίς ἐνορίες κατά τήν τέλεση τῆς Προηγιασμένης Θείας Λειτουργίας τή Μ. Τεσσαρακοστή.  Kλείονται δέ τά βημόθυρα ὥστε, κατά τον ἅγιο Χρυσόστομο, «ὄταν ἴδῃς ἀνελκόμενα τά ἀμφίθυρα, τότε νόμισον διαστέλλεσθαι τόν οὐρανόν ἄνωθεν, καί κατιέναι τούς ἀγγέλους»[11].  Οἱ πιστοί, λοιπόν, προετοιμάζονται γιά τήν ὥρα τῆς Ἀποκαλύψεως, γιά τήν ὥρα πού θά ἐμφανισθεῖ ὁ Χριστός στήν Πύλη καί θά τούς  καλέσει σέ κοινωνία.
Δυστυχῶς ὅμως, καί ἄν ἀκόμα ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου τελεσθεῖ ἐπί τῆς κανονικῆς Ἁγίας Τραπέζης ἡ θέση της δέν παραμένει ἡ ὀρθή καί παραδεδομένη ἀλλά ἀντιστρέφεται, ὥστε ὁ λειτουργός ἱερεύς νά κοιτᾶ προς τόν λαό, ὅπως γίνεται καί στούς παπικούς.  Ἡ πράξη αὐτή μᾶς ἀνάγει ἀπ’ εὐθείας στήν πρό τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τέλεση τῶν ἐξορκισμῶν, ὅπου ὁ ἀνάδοχος ἀποτάσσεται τό Σατανᾶ καί ὅλες του τίς ἐνέργειες στρεφόμενος πρός την Δύση καί συντάσσεται μέ τό Χριστό, ἐκπροσωπώντας τό νήπιο, στρεφόμενος πρός τήν Ἀνατολή.  Ἡ Ἐκκλησία τοποθετεῖ τόν Διάβολο στή Δύση.  Δυστυχῶς πρός τή Δύση στρέφεται καί ὁ καινοτόμος Λειτουργός τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου, καί ὄχι πρός τόν Χριστό.  Ὁ Χριστός, ὡς ὁ ΗΛΙΟΣ τῆς Δικαιοσύνης πού ἔρχεται γιά νά φωτίσει καί θερμάνει, «τοποθετεῖται» στήν Ἀνατολή καί αὐτό εἶναι παράδοση ἀποστολική, ὄπως φαίνεται ἀπό τόν λόγο τοῦ Μ. Βασιλείου «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» ὅπου λέει ὅτι «τούτου χάριν πάντες μέν ὁρῶμεν κατά ἀνατολάς ἐπί τῶν προσευχῶν, ὀλίγοι δέ ἴσμεν ὅτι τήν ἀρχαία ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τόν παράδεισον, ὅν ἐφύτευσεν ὁ Θεός ἐν Ἐδέμ, κατά ἀνατολάς»[12].  Ὅταν, βέβαια, καταπατοῦμε τόσο μακραίωνες παραδόσεις γιά νά «καταξιωθοῦμε» στα μάτια τοῦ κόσμου, ὅταν τό μόνο πού μᾶς ἀπασχολεῖ εἶναι ἡ αὐτοπροβολή, τότε σίγουρα πρέπει πρός τή Δύση νά στρεφόμεθα, διότι μόνον ὁ ἄρχοντας αὐτῆς μπορεῖ νά ἰκανοποιήσει τέτοιες ἀνάγκες.  Ὁ Χριστός μᾶς ἔχει ξεκαθαρίσει ὅτι «εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ γινώσκεται ὅτι ἐμέ πρῶτον μεμίσηκε.  Εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἄν τό ἴδιον ἐφίλει»(Ἰωάν. ΙΕ, 18)

ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΕΥΧΩΝ[13]

Μιά ἄλλη καινοτομία, ζητούμενη ἀπό τους ἀνανεωτές, πού εἰσάγεται μέ τήν «ἀρχαιοπρεπή» Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι ἡ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ ἀνάγνωση τῶν μυστικῶν εὐχῶν τῆς Θ. Λειτουργίας.  Ἀκόμα καί κληρικοί πού διαβάζουν μυστικῶς τίς εὐχές στή Θ. Λειτουργία, κατά τήν τέλεση τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου παρασύρονται ἀπό τήν πρωτοτυπία καί ἀπαγγέλουν τίς εὐχές γιά νά συγκινηθεῖ καί ἐντυπωσιαστεῖ περισσότερο ὁ κόσμος.  Οἱ εὐχές ὅμως τῆς Λειτουργίας διαβάζονταν μυστικῶς ἀπό τον πρῶτο αἰῶνα μέχρι καί σήμερα.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στή μελέτη του «Περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» φανερώνει τή μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν παραπέμποντας στόν ἅγιο Διονύσιο, μαθητή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τάς μυστικάς εὐχάς καί εὐλογίας, τάς ἐπικλήσεις τάς ἁγιαστικάς καί τελειωτικάς τῶν μυστηρίων ἐξ ἀγράφου παραδόσεως ἐν τῶ Ζ΄ Κεφαλαίῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας λέγει εἶναι – τάς δε τελεστικάς ἐπικλήσεις οὐ θεμιτόν ἐν γραφαῖς ἐφερμηνεύειν, οὔτε τό μυστικόν αὐτῶν, ἤ τάς ἐνεργουμένας ἐκ Θεοῦ δυνάμεις, ἐκ τοῦ κρυφίου προς τό κοινόν ἐξάγειν, ἀλλ’ ὡς ἡ καθ’ ἡμᾶς ἱερά παράδοσις ἔχει, ταῖς ἀνεκπομπεύτοις μυήσεσιν αὐτάς ἐκμαθών»[14].  Ἀπό τόν ἀρχαιότατο ἅγιο Διονύσιο μέχρι τον σύγχρονο ἅγιο Νεκτάριο ἡ Ἐκκλησία δέν συζητοῦσε τό θέμα τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν, διότι ἡ μυστική ἀνάγνωση ἦταν αὐτονόητη, ἀφοῦ ὅλοι σέβονταν αὐτό πού παρέλαβαν ἀπό τούς προηγουμένους μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση χωρίς νά τό κρίνουν καί νά πολυπραγμονοῦν.
Ὁ ἅγιος Νικόδημος, στό Πηδάλιο λέει ἀκριβῶς τά ἴδια παραπέμποντας καί αὐτός στόν ἅγιο Διονύσιο καί συμπεραίνει ὅτι «…ὅθεν ἡ πράξις τῆς Ἐκκλησίας ἀείποτε μυστικῶς, καί οὐχ ἐκφώνως, ὡς τά κυριακά λόγια, ἀναγινώσκουσα τάς εὐχάς ταύτας, τήν σιωπημένην καί ἄγραφον καί μυστικήν ταύτην παράδοσιν αἰνίττεται»[15].  Ἀκόμα καί ὁ  ἅγιος Νικόλαος  ὁ Καβάσιλας, στήν ἑρμηνεία του στή Θεία Λειτουργία, λέει ὅτι  «ὁ ἱερεύς ἔνδον εὐχήν ποιεῖται ἡσυχῆ καί καθ’ ἑαυτόν»[16], «ὑποχρεώνοντας» τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης νά θαυμάσει τήν ἀρτιότητα τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί νά πεῖ: «βλέπεις πόσο θαυμαστή εἶναι ἡ τάξις καί ὅτι ὡς διά μεσίτου τοῦ ἱερέως, ὅστις εὔχεται ἔνδον μυστικῶς, ἀναφέρονται αἱ δεήσεις τοῦ λαοῦ πρός τόν Θεόν»[17];.
Ὁ ἅγιος Συμεών, βέβαια, ἀναφέρει καί ἕνα ἄλλο ἀμέτρητο πλῆθος μαρτυριῶν γιά τίς μυστικές εὐχές ὄχι μόνο στή Θεία Λειτουργία ἀλλά σέ ὅλες τίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια ὅπως γιά τήν πρώτη εὐχή τοῦ Βαπτίσματος (ὁ ἀρχιερεύς τότε καθ’ ἑαυτόν προσευχόμενος»[18]), γιά τήν δεύτερη εὐχή τοῦ εὐχελαίου (« Μετ’ αὐτήν καί ἄλλη δευτέρα μυστικῶς»[19]), γιά τήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας ( «κλίνωμεν τάς κεφαλάς, εἰς σχῆμα δουλείας καί ἱκεσίας…Διά τοῦτο καί ἐπεύχεται μετ’ εὐλαβείας καί σιωπῆς συστελλόμενος καί φοβούμενος, ἐν ᾧ ὁμιλεῖ καί μεσιτεύει προς τον Θεόν…»[20] ), γιά τήν ἀκολουθία τῆς Τριθέκτης, ἡ ὁποία «τύπον ἀποσώζει τῆς  καθολικῆς μεγάλης ἱερᾶς λειτουργίας ἕως τήν μεγάλην εἴσοδον»[21] ( στό σχεδιάγραμμά της συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει τήν φράση «ὁ ἱερεύς μυστικῶς»).
Τέλος, ὁ Μ. Βασίλειος, στόν Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος λόγο του, ὑπεραμυνόμενος τῶν ἀγράφων, ἀποστολικῶν παραδόσεων, καταρρίπτει τόν ἀνόητο ἰσχυρισμό ὅτι τό «μυστικῶς» ἀναφέρεται στήν «μυστική βίωση» καί ὄχι στόν τρόπο ἀναγνώσεως.   Ἀπαντώντας, λοιπόν, στό  ὑπό πολλῶν τεθέν ἐρώτημα ἀπό ποῦ παραλάβαμε μερικές ἀποστολικές παραδόσεις ἀπαντᾶ ἀναρωτόμενος «οὐκ ἐκ τῆς ἀδημοσιεύτου ταύτης καί ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ καί ἀπεριεργάστῳ σιγῇ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνοι διδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τά σεμνά σιωπῇ διασώζεσθαι;  Ἅ γάρ οὐδ’ ἐποπτεύειν ἔξεστι τοῖς ἀμυήτοις, τούτων πῶς ἄν εἰκός τήν διδασκαλίαν ἐκθριαμβεύειν ἐν γράμμασιν;  Οὗτος ὁ λόγος τῆς τῶν ἀγράφων παραδόσεως, ὡς μή καταμεληθεῖσαν τῶν δογμάτων τήν γνῶσιν εὐκαταφρόνητον γενέσθαι τοῖς πολλοῖς διά συνήθειαν»[22].  Ἕνας Μέγας Βασίλειος, αἰσθάνεται τή συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἀνάγκη νά ὑπακούσει καί νά σεβασθεῖ ὅσα παρέλαβε, σέ ἀντίθεση μέ τούς σημερινούς πολύ μικρούς «βασιλείους», σέ ἀντίθεση μέ τούς ἐπιδόξους «ἀνανεωτές» τῆς Λατρείας μας, οἱ ὁποῖοι ὅλα τά περιεργάζονται, ὅλα τά ἀμφισβητοῦν, τίποτα δέν τους ἀναπαύει καί τίποτα δέν υἱοθετοῦν.
Τέλος ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταρρίπτει τό περί «μυστικῆς βιώσεως» φέροντας ὡς ὑπόδειγμα προσευχῆς τήν προφήτιδα Ἄννα, μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, λέγοντας ὅτι «τοῦτο γάρ ἐστι μάλιστα εὐχή ὅταν ἔνδον αἱ βοαί ἀναφέρονται.  Τοῦτο μάλιστα ψυχῆς πεπονημένης, μή τῶ τόνῳ τῆς φωνῆς, ἀλλά τῆ προθυμία τῆς διανοίας τήν εὐχήν ἐπιδείκνυσθαι.  Οὔτω καί Μωϋσῆς ηὔχετο, διό καί μηδέν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησίν ὁ Θεός τί βοᾶς προς με;  Ὁ δέ Θεός πρό ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει»[23].  Μάταια φωνάζουν, λοιπόν τίς εὐχές μερικοί ἱερεῖς καί μάλιστα τόσο δυνατά ὥστε, καί μέ τή χρήση τῆς τεχνολογίας, νά ἀκοῦν τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας ὄχι μόνον οἱ λαϊκοί πού μετέχουν στήν Λειτουργία ἀλλά καί ἀλλόπιστοι, καί ἄνθρωποι πού κοιμοῦνται ἤ βρίσκονται σέ καθημερινές ἀνάρμοστες πρός τήν ἱερότητα τῆς Θ. Λειτουργίας ἀσχολίες, μέσῳ τοῦ Ραδιοφώνου καί τῶν μεγαφώνων.  «Ὁ Θεός τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει».
Οἱ πιστοί ἑκατοντάδες χρόνια τώρα βιώνουν τό Θαῦμα τῆς Θείας Λειτουργίας, διδαγμένοι ἀπό τίς Ἀσώματες δυνάμεις, σιωπηλά, «καθώς καί οἱ Ἄγγελοι ἀσωμάτως μεταδίδονται ἀλλήλοις τήν Θείαν γνῶσιν καί ὁμιλοῦσιν ἐπίσης νοερῶς χωρίς γλώσσης[24]», βιώνουν δηλαδή ὡς Σῶμα Χριστοῦ τήν Λειτουργία, ὡς πρόσωπα καί ὄχι ὡς ἄτομα πού προσπαθοῦν καθένας μόνος του νά κατανοήσει μέ τό μυαλό τά τελούμενα.  Δέν μένουν ἀποσπασμένοι ἀπό τό Σῶμα, ἀφοσιωμένοι στό βιβλιαράκι τους καί «παρακολουθώντας», ὅπως διδάσκουν οἱ χριστιανικές ὀργανώσεις, ἀλλά ἀφήνονται καλύτερα στήν συμμετοχή ἐκ βάθους καρδίας.
Ὁ ἅγιος Μάρκος Ἐφέσου ἀναφέρει γιά τίς ἐκφωνήσεις τῶν ἱερέων κάποια στοιχεῖα πού δέν ἀφήνουν τό παραμικρό περιθώριο σέ ὅσους θέλουν νά ὑποτιμήσουν τήν συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λατρεία.  «Εἰκονίζει, λοιπόν, ἡ φωνή τοῦ ἱερέως εἰς τούς δεομένους μιάν ἀπόκρισιν θείαν καί προξενεῖ πληροφορίαν βεβαίας ἐλπίδος εἰς τήν ψυχήν τῶν νοούντων.  Κοινωνεῖ δέ τρόπον τινά εἰς τόν ἴδιον καιρόν ὁ ἱερεύς τῶν ὠδῶν καί δεήσεων ἡμῶν διά τῆς ἐκφωνήσεως, καί ἡμεῖς ὁμοίως κοινωνοῦμεν τῶν εὐχῶν αὐτοῦ δίδοντες ἀκρόασιν μέ σιγήν εἰς τάς ἐκφωνήσεις καί προσεπιφωνοῦντες καί ἡμεῖς κἄν τό ἀμήν»[25].
Συνοψίζοντας, λοιπόν, συνοψίζουμε τό τοῦ Μ. Βασιλείου ὅτι «οὐδέ γάρ ὅλως μυστήριον τό εἰς δημώδη καί εἰκαῖαν ἀκοήν ἔκφορον»[26] καί τό «μανιφέστο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «δέχομαι τά εἰρημένα, οὐ πολυπραγμονῶ τά σεσιγημένα, κατανοῶ τά ἀποκαλυφθέντα, οὐ περιεργάζομαι τά συγκεκαλυμμένα,۬ διά τοῦτο γάρ συγκεκάλυπται»[27].

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Ἀγνοώντας ὅμως οἱ ἐπίδοξοι «ἀνανεωτές» ὅλα τά παραπάνω ἰσχυρίζονται ἀκριβῶς ὅτι στήν Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου ὁ λαός μετέχει καλύτερα ἐπειδή ἀκριβῶς βλέπει καί ἀκούει τά πάντα.  Ἐξυπηρετεῖ συνεπῶς καί σ’ αὐτό τό σημεῖο τούς τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως», οἱ ὁποῖοι ἐκτός τῶν ἄλλων ζητοῦν καί τήν μεγαλύτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή Λειτουργία ἐννοώντας, μαζί μέ την ἀκρόαση καί ἐποπτεία τῶν πάντων, τήν συμψαλμωδία.  Ἄλλη μιά προτεσταντικογενής παρανόηση!
Τό παραμύθι τῆς μή συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ προσβάλλει τόν ἴδιο τόν εὐλογημένο λαό τοῦ Θεοῦ.  Ἡ συμμετοχή τοῦ λαοῦ δέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ὡς συλλειτουργία καί συμψαλμωδία πού συμβαδίζει μέν μέ τήν προτεσταντίζουσα «γενική ἱερωσύνη», ἀλλά ὡς ἑκούσια μετοχή ἑκάστου μέλους τοῦ Σώματος, ὡς ἀνάπτυξη καί καλλιέργεια τοῦ εἰδικοῦ χαρίσματός του. Καί αὐτό εἶναι τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό τήν συμψαλμωδία.
«Οἱ μέν ἱερεῖς, ἅμα ἀρχίσωσι τούς Θείους ὕμνους ἔσωθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τά περί τόν Θεόν πρώτας τάξεις τῶν Ἀγγέλων εἰκονίζουσιν, οἱ δέ διάκονοι μέ τούς ἀναγνώστας καί ὑμνωδούς, οἱ ὁποῖοι κατά τήν τάξιν διαδέχονται τούς Θείους ψαλμούς καί τάς ἱεράς Γραφάς  τήν μέσην χορείαν τῶν οὐρανίων ταγμάτων ἐμφαίνουσι.  ὅλος δέ ὁ λαός, εὐσεβής ὤν καί ὀρθός κατά τήν πίστιν ἑνώνεται ἐξ ἰδίας προαιρέσεως ψυχῆς μέ τούς μελωδοῦντας καί ζητᾶ ἀπό τοῦ Θεοῦ ἔλεος»[28].  Ἰδού τό κριτήριο γιά τή συμμετοχή ἤ μή τοῦ λαοῦ:  Ἡ προαίρεση γιά συμμετοχή σ’ αὐτό πού ὁ ψάλτης ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ λαοῦ ζητεῖ, καί ὄχι ἡ συμψαλμωδία.  Ἡ τράπεζα τῆς Θείας Λειτουργία «γέμει» καί ὅποιος θέλει ἀπολαμβάνει τῆς πνευματικῆς τροφῆς στό μέτρο πού θέλει καί βιώνει κατά τό μέτρο τῆς πνευματικῆς του καταστάσεως καί τήν ἐπιθυμία του.  Ἀπόλυτο πνεῦμα ἐλευθερίας!
Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως καί πάλι μᾶς ἐξηγεῖ γιατί ἡ συμψαλμωδία ἀντίκειται στήν λειτουργία τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί στή διάκριση τῶν χαρισμάτων τοῦ Σώματος.  «Ἐπειδή μιμεῖται ἡ Ἐκκλησία τῶν ἄνω ἀγγέλων τήν εὐταξίαν, διά τοῦτο καθώς καί ἐκείνοις εἶναι διάφορος ἡ τάξις καί ὁ βαθμός, καί οἱ πρῶτοι μέν τῆ τάξει ἀμέσως μετέχουσι τοῦ Θείου Φωτός, οἱ δεύτεροι δέ διά τῶν πρώτων καί οἱ τελευταῖοι διά τῶν μέσων, καθώς ἑρμηνεύει ὁ σοφός εἰς τά Θεία Διονύσιος. ὁμοίως καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὁ μέν ἱεράρχης ἀμέσως εἰς ἱεράν προσεγγίζει τράπεζαν, οἱ δε ἱερεῖς καί οἱ λειτουργοί διά μέσου αὐτοῦ τοῦ ἀρχιερέως, διά δε τῶν ἱερέων καί λειτουργῶν μετέχουσι καί οἱ λαϊκοίτῆς φρικτῆς κοινωνίας καί τῶν ἱερῶν ὕμνων[29]» (δική μας ὑπογράμμιση).  Καί διδάσκει ὁ ἅγιος Συμεών ὅτι «διά τοῦτο καί ἕκαστος πρέπει νά φυλάξη τήν τάξιν, καθώς καί ὁ Παῦλος παραγγέλει λέγων, ἕκαστος ἐν ᾗ ἐκλήθη τάξει ἐν αὐτῇ μενέτω, διά νά εὑρίσκεται περισσότερον εἰς αὐτόν τό θεμέλιον τῶν ἀρετῶν, ἡ ταπείνωσις, ἡ ὁποία καί εἰς τους ἀγγέλους εἶναι καί ἐν τῶ μέλλοντι θέλει εἶναι»[30].  Τί κάνουν, λοιπόν, ὅσοι προπαγανδίζουν μιά ὑποτιθέμενη ἐνεργώτερη συμμετοχή τοῦ λαοῦ;  Ὅ,τι ἔκαναν καί οἱ φεμινίστριες: ξεσηκώνοντας τόν λαό νά διεκδικήσει ἀνύπαρκτα δικαιώματα τόν ὁδηγοῦν στήν ὑπερηφάνεια καί ἔτσι ἡ Λατρεία ἀντί γιά σωτήρια καταντᾶ μοιραία.  Ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους σέ μιά ἐωσφορική πτώση καί τίποτα ἄλλο.

ΤΡΟΠΟΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ

Ὡς προέκταση τῆς δῆθεν ἐνεργότερης συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ στήν Θεία Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου ἔγινε συνήθεια οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν ὅπως οἱ ἱερεῖς, νά λαμβάνουν δηλαδή ξεχωριστά τό Σῶμα καί ξεχωριστά τό Αἷμα τοῦ Κυρίου.  Πολλές δε φορές οἱ πιστοί λαμβάνουν καί μέ τό χέρι τόν ἅγιο Ἄρτο.  Ὁ τρόπος ὅμως αὐτός μεταδόσεως, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποκλείει φυσικά τά μικρά παιδιά ἀπό τήν Θεία Κοινωνία, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ καινοτομία ἀνεπίτρεπτη, εἶναι καί ἰδιαιτέρως ἐπικίνδυνος ἀφοῦ ὁ λαός μας δέν ἔχει συνηθίσει, καί καλῶς δέν ἔχει συνηθίσει, νά κοινωνᾶ ἔτσι.  Πειραματιζόμαστε καί «παίζουμε» ἐν οὐ παικτοῖς.
Ὁ ἅγιος Συμεών λέει σχετικά ὅτι « ὁ δέ ἀρχιερεύς δίδει εἰς τούς προσελθόντας διά τῆς λαβίδος τήν Μετάληψιν, κατά τήν ὁπτασίαν καί τοῦτο τοῦ Ἡσαΐου.  Ἐπειδή δέν πρέπει ὅλοι νά μετέχωσι, ὡς εἴπομεν, ἀμέσως τῶν Θείων καί φρικτῶν, ἀλλά πρέπει εἰς τά θεῖα νά εὐλαβώμεθα καί νά συστελώμεθα…»[31] καί ὅτι «οἱ λοιποί δέ ἔξω τοῦ βήματος κοινωνοῦσιν, οὔτε εἰς τάς χεῖρας τόν Θεῖον ἄρτον λαμβάνουσι ὡς ὑποκείμενοι εἰς τήν τάξιν, ἐπειδή εἶναι τοῦ ἐσχάτου βαθμοῦ καί ἄν ἤθελον τούς ὑπερέχει κατά τήν ἀρετήν»[32] μιλώντας γιά τούς ὑποδιακόνους, ἀναγνῶστες καί λαϊκούς.
Ἡ ἐξήγηση ὅμως τῆς εἰσαγωγῆς αὐτοῦ τοῦ καινοφανοῦς τρόπου μεταλήψεως ἔρχεται ἀπό τό στόμα τοῦ π. Δημητρίου Τζέρπου, λειτουργιολόγου, ὑπερμάχου τῆς «λειτουργικῆς ἀναγεννήσεως» καί συνεπῶς καί τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου.  Ὁ π. Δημήτριος ἀναφερόμενος στήν ξεχωριστή μετάληψη λέει ὅτι «πρόκειται ἴσως γιά τήν πιό πολύτιμη ἐμπειρία ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, πού μᾶς διασώζει ζωντανή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου καί ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἀποτελέσει τή βάση γιά τήν ἀντιμετώπιση ἀναλόγων  συγχρόνων προβλημάτων»[33].  Κατ’ ἀρχήν καί μόνο ὁ ὅρος «ἀρχαία ἐκκλησία», ἀλλά καί ἡ ἐμμονή σ’ αὐτό πού ὀνομάζεται ἔτσι, δείχνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στήν πραγματικότητα δέν πιστεύουν σέ μιά ζωντανή Ἐκκλησία ὅπου τό Ἄγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί Τήν κατευθύνει ἀλλά κατά ἕνα φονταμεταλιστικό τρόπο πιστεύουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία πέθανε καί μόνο ἡ Ἐκκλησία τῶν πρώτων χρόνων ἦταν ζωντανή καί αὐθεντική.  Ἐξάλλου  δέν εἶναι ἀνόητο νά λέμε ὅτι κάτι ἐντελῶς πρακτικό εἶναι «ἡ πιο πολύτιμη ἐμπειρία»;  Ἄν ἦταν ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δέν θά εἶχε εἰσάγει τήν λαβίδα ἀπορρίπτοντας τόν ξεχωριστό τρόπο μεταδόσεως.  Γιατί λοιπόν τόση σημασία σέ κάτι τόσο πρακτικό;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τήν δίνει ὁ ἴδιος ἱερεύς ἀποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τούς λόγους βίαιης ἐπαναφορᾶς τῆς Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου πού εἶναι καί οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους κάποιοι θέλουν ὅλα νά ἀλλάξουν.  Γράφει ὁ π.Δημήτριος ὅτι «θέμα μετάδοσης ἀσθενειῶν διά μέσου τῆς Θ. Κοινωνίας δέν τίθεται γιά τήν Ἐκκλησία… Τό μόνο πού τίθεται στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ψυχολογική διευκόλυνση τῶν ὀλιγοπίστων χριστιανῶν κατά τήν προσέλευσή τους στή Θ. Κοινωνία»[34].
Ἔχουμε δικαίωμα νά ἐνισχύουμε τήν ὀλιγοπιστία τῶν πιστῶν (μάλλον ἀπίστων);  Ἄν  ἔχει κανείς τέτοιους λογισμούς ἤ δέν πιστεύει στή Θεότητα τοῦ Κυρίου, ἤ δέν πιστεύει ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι Αὐτός ὁ Κύριος, καί στίς δυό περιπτώσεις, δέν μπορεί νά κοινωνήσει, δέν ἔχει νόημα νά κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.  Ποιοί εἶναι αὐτοί ὅμως πού παρότι δέν πιστεύουν ἔρχονται νά κοινωνήσουν;  Εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται τίς παραμονές τῶν μεγάλων ἐορτῶν, ἐντελῶς ἀπροετοίμαστοι, χωρίς νά ἔχουν ἐξομολογηθεῖ, χωρίς νά ἔχουν συναίσθηση, ἔχοντας, ἴσως, πάρει πρωτύτερα καί το πρωϊνό τους ἁπλά γιά τό καλό, ἤ γιατί τούς ἔστειλε ἡ «εὐσεβής» γιαγιά ἤ ἀκόμα καί γιά νά ὑπάρχει στίς ἑορτές τους καί λίγος Χριστούλης Αὐτούς, λοιπόν, τούς ἀνθρώπους πού ἔρχονται γιά τό ἐτήσιο καθῆκον τους τίς περισσότερες, μάλιστα, φορές ἀρκετή ὥρα μετά τήν ἀπόλυση τῆς Θ. Λειτουργίας πρέπει νά τούς διευκολύνουμε ἀκόμη περισσότερο; Σέ τί θά τούς βοηθήσει αὐτό παρά στήν ἐνίσχυση τῆς ἀπιστίας τους;  Μήπως ὀφείλουμε, ὡς σωστοί πατέρες, ἀπό ἀγάπη νά τούς ἐμποδίσουμε ἀπό τή Θεία Κοινωνία πού μπορεῖ ἀκόμα καί νά τους θανατώσει καί κατά τήν ψυχή ἀλλά καί κατά τό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες;

ΑΜΦΙΑ

Μία ἀκόμα ἀπό τίς καινοτομίες πού εἰσάγει ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι καί ἡ πρωτοτυπία τῶν ἀμφίων.  Οἱ «ἀνανεωτές» πολλές φορές ἔχουν ζητήσει ἐκτός ἀπό τήν κατάργηση τοῦ ράσου καί τήν ἀλλαγή στα ἱερά ἄμφια.  Ἐκεῖνο πού οὐσιαστικά θέλουν νά πετύχουν εἶναι ἡ κατά τό δυνατόν ἐξομοίωση μέ τά ἄμφια τῶν παπικῶν ὥστε τά βήματα πρός τήν ἕνωση νά φαίνονται λιγότερα.  Μέ τή Λειτουργία λοιπόν αὐτή τό ζητούμενο ἔρχεται πιό κοντά ἀφοῦ, κατ’  αὐτήν, πολλοί λειτουργοί καί μάλιστα ἀρχιερεῖς, φροντίζουν νά φοροῦν διαφορετικά ἄμφια.  Γιά παράδειγμα ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν πολλές φορές τελεῖ τήν Λειτουργία ὄχι μέ τόν καθιερωμένο ἀρχιερατικό σάκκο ἀλλά μέ τό ἱερατικό φαιλόνιο καί ὠμοφόριο σάν αὐτό πού βλέπουμε στίς ἁγιογραφίες, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι αὐτά ἦταν τά ἄμφια τῆς ἐποχῆς.  Ἐκεῖνο βέβαια πού ξεχνοῦν ὅσοι χρησιμοποιοῦν τό ἐπιχείρημα αὐτό εἶναι ὅτι οἱ ἱερείς τῆς ἐποχῆς δέν πήγαιναν νά λειτουργήσουν μέ πανάκριβα αὐτοκίνητα.  Μιμούμαστε τήν ἐποχή καί τους ἁγίους μόνο στήν ἐνδυμασία ἀντί νά τούς μιμηθοῦμε στή ζωή καί τά ἔργα.
Πάντως ἡ καθιέρωση τῆς αὐθαιρεσίας αὐτῆς βολεύει τούς ἀνανεωτές πού εὔκολα μποροῦν νά τήν μιμηθοῦν γιά νά ἐπιβάλλουν τελικῶς τήν ὁμοιομορφία μέ τους παπικούς πού θέλουν.  Ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος χαρακτηριστικά μᾶς λέει γιά τά ἄμφια πού χρησιμοποιοῦνται στη Λειτουργία αὐτή : «ἄμφια λιτά, τελετουργικές κινήσεις μέ φυσική ἐκφραστικότητα, ἀπαλλαγμένες ἀπό τό φόρτο τῶν μεταγενέστερων περίπλοκων συμβολισμῶν»[35].   Ἔτσι αἰσθάνονται οἱ «ἀνανεωτές» ὅταν λειτουργοῦν ἤ μετέχουν στη Θεία Λειτουργία; Φορτωμένοι ἀπό συμβολισμούς;  Καί μποροῦν ὅταν στήν κυριολεξία τρώγονται μέ τά ροῦχα τους (γράφε ἄμφια) νά βιώσουν τό θαῦμα τῆς Θ.Λειτουργίας καί νά μιλήσουν γιά την ἄνωθεν εἰρήνη;  Ἀπορίας ἄξιο!
Τί λένε οἱ πατέρες γιά τον «φόρτο» τῶν συμβολισμῶν;  Ὅλοι ἀναφέρουν ἑρμηνεύοντας τήν Θεία Λειτουργία ὅλους τούς ὑπάρχοντες σ’ αὐτήν ἁγίους συμβολισμούς πού βοηθοῦν τόν ἄνθρωπο ὅ,τι βλέπει μέ τά σωματικά μάτια νά τό ἀναγάγει σέ πολύ ὑψηλότερες ἔννοιες, ὅ,τι ἀντιλαμβάνεται μέ τίς σωματικές αἰσθήσεις νά τόν ὁδηγεῖ σέ μνήμη Θεοῦ, ὅπως διδάσκουν οἱ νηπτικοί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ ἅγιος Συμεών ὅμως δέν ἀρκεῖται νά μᾶς δώσει τούς συμβολισμούς ἀλλά προσθέτει ὅτι «αὐτά τά τοιαῦτα σημαίνουσι καί ἀκόμη μεγαλύτερα ὅ,τι δύναται τις νά ἐννοήση διά τά Θεῖα»[36].  Διαβάζοντας ἐξάλλου τήν περιγραφή τῶν ἀρχιερατικῶν ἀμφίων, τῶν κατασκευασμένων μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Θεοῦ, στήν Παλαιά Διαθήκη, θά διαπιστώσει ὅτι ἡ βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, πού τόσο ἐνοχλεῖ τούς «ἀνανεωτές», μοιάζει μέ κουρέλι μπροστά στήν μεγαλοπρέπεια πού ζητᾶ ὁ Θεός.  Τέλος οἱ ἀπόψεις τῶν ἀνανεωτῶν ὅτι τά ἄμφια πρέπει νά εἶναι ὅλα λευκά, καί μάλιστα τό στιχάρι,  ἔρχεται σέ ἀντίθεση καί μέ τήν πολύχρωμη στολή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί μέ τίς στολές συγχρόνων ἁγίων, οἱ ὁποῖοι καί πολύχρωμα στιχάρια καί στολές φοροῦσαν καί μεγαλοπρεπῶς λειτουργοῦσαν.

ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Ἡ τελευταῖα καινοτομία πού εἰσάγει στή λειτουργική ζωή ἡ Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου εἶναι τό παλαιοδιαθηκικό ἀνάγνωσμα πού ἀναγινώσκεται κατά τήν τελεσή της καί πού ἀποτελεῖ καί αὐτό πάγιο αἴτημα τῶν «ἀνανεωτῶν» καί γιά τίς ἄλλες Λειτουργίες. «Γίνεται εὐρύτατα λόγος καί γιά την ἐπαναφορά τοῦ παλαιοδιαθηκικοῦ ἀναγνώσματος στή Θεία Λειτουργία», μᾶς λέει ὁ π. Δημήτριος Τζέρπος, ὁ ὁποῖος ταυτόχρονα μᾶς ἐνημερώνει ὅτι τό θέμα ἔχει συμπεριληφθεῖ γιά νά συζητηθεῖ στη μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο[37].
Δέν εἶναι ὑποκρισία ὅμως νά συζητᾶμε κάτι τέτοιο ὅταν ἔχουμε περικόψει τά ἀναγνώσματα τῶν πανηγυρικῶν ἑσπερινῶν γιά νά μπορέσει ὁ ἱεροκήρυκας νά μιλήσει ἀκόμα περισσότερο παίζοντας μέ τά νεῦρα μας κολακεύοντας τόν ἐπίσκοπό του, ὅταν ἔχουμε περικόψει τά παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα τῶν παραμονῶν τῶν μεγάλων ἑορτῶν καί διαβάζουμε μόνον τρία ἀπό τά 10 καί πλέον, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τό Ψαλτήρι, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τήν στιχολογία τῶν βιβλικῶν ὠδῶν στούς κανόνες τοῦ ὄρθρου, ἀλλά καί τίς στιχολογίες τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅταν δέν ψάλλουμε τούς κανόνες πού ἔχουν συχνές ἀναφορές στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅταν ἔχουμε καταργήσει τά Τυπικά τῆς Θείας Λειτουργίας καί τό παλαιοδιαθηκικό Κοινωνικό πού τό ἀντικαταστήσαμε μέ τραγουδάκια βάλς σάν τό «ἁγνή Παρθένε» πού ναί μέν συνέγραψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὄχι ὅμως γιά νά ἀντικαταστήσει τό κοινωνικό.  Ἄς ἐπαναφέρουμε ΟΛΑ τά παλαιοδιαθηκικά στοιχεῖα τῆς Λατρείας καί τότε ἄς συζητήσουμε καί γιά ἄλλα.
Ἐν κατακλεῖδι ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου περιέχει ὅλα ὅσα ζητοῦν οἱ «ἀνανεωτές» κρυμμένα πίσω ἀπό τόν δούρειο ἵππο τῆς «ἀρχαιοπρέπειας».  Ὅμως κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά πειράζει τήν Λατρεία καί νά μεταίρει ὅρια αἰώνια ἅ ἔθεντο οἱ πατέρες.  Τέλος πρέπει νά ἀπαντήσουμε σέ ὅσους ὑποστηρίζουν ὅτι μόνο τά δόγματα δέν ἀλλάζουν ἐνῷ ὅλα τά ἄλλα ἐπιδέχονται ἀλλαγῶν, μέ τά λόγια τοῦ Μ. Βασιλείου «εἰ γάρ ἐπιχειρήσαιμεν τά ἄγραφα τῶν ἐθῶν, ὡς μή μεγάλην ἔχοντα τήν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἄν εἰς αὐτά τά καίρια ζημιοῦντες τό Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δέ εἰς ὄνομα ψιλόν περιϊστῶντες τό κήρυγμα»[38] καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου «Παράδοσις ἐστίν μηδέ πλέον ζήτει»[39].

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στις ἐπόμενες σελίδες ἀποδεικνύονται στήν πράξη τά ὅσα ὑποστηρίξαμε στό κείμενο περί τῆς λεγομένης Θ. Λειτουργίας τοῦ Ἰακώβου.  Ἀποδεικνύεται μέ τόν πιό αδιάψευστο τρόπο τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπαναφορά τῆς Λειτουργίας αὐτῆς δέν ἔχει ἄλλο σκοπό παρά νά φέρει μιά βίαιη  ἀνανέωση στή Λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀνανέωση πού μέ τή σειρά της ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό νά ἀρθοῦν οἱ Λειτουργικές διαφορές μέ τους παπικούς καί νά ἐπέλθει γρηγορότερα καί μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἀντιδράσεις ἀπό τους Πιστούς ἡ ἕνωση τῶν «ἐκκλησιῶν».  Ἡ Μία, ὄμως, Ἁγία καί Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ὀργανισμός, ἑταιρεία ἤ θρησκεία γιά νά συζητᾶ γιά ἕνωση ἀλλά εἶναι τό ἴδιο τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια.  Ἡ δέ λειτουργική ζωή τῆς Ἐκλησίας μας εἶναι τόσο τέλεια πού δέν χρειάζεται τήν παραμικρή ἀλλαγή, ἀλλά ἀρκεῖ κανείς νά τή ζήσει, ἀρκεῖ κανείς νά ἀφεθεῖ σ’ αὐτήν γιά νά καταλάβει τό πόσο εὔκολα σέ φέρνει σέ Κοινωνία μέ τόν ἴδιο τό Θεό.

Ἐκεῖνο, λοιπόν, πού χρειάζεται, ἄν δέν βιώνουμε τήν τελειότητα τῆς Λατρείας μας ἔτσι, δέν εἶναι νά ἀλλάξουμε τή Λατρεία ἀλλά τόν ἑαυτό μας.  Τόσοι καί τόσοι ἅγιοι ἔχουν γίνει οἱ κρίκοι τῆς Παράδοσης αὐτῆς τῆς Λατρείας καί ὁμολόγησαν τήν τελειότητά της.  Τόσοι καί τόσοι θνητοί ἄνθρωποι βίωσαν αὐτήν τήν τελειότητα καί κέρδισαν τήν ἀθανασία, ἔγιναν μέσα ἀπό αὐτήν Θεοί κατά Χάριν.  Οὔτε ἔνας ἅγιος δέν τόλμησε νά πειράξει ἤ νά γκρινιάξει ἔστω γιά τήν Θεοπατροπαράδοτη Λατρεία μας.  Ἐκεῖνοι, λοιπόν, πού θέλουν ἀλλαγές καλό θά ἦταν νά φτάσουν πρῶτα στά μέτρα τῶν ἁγίων καί ἔπειτα νά μᾶς ξαναποῦν τή γνώμη τους, ἄν βέβαια, πρᾶγμα διόλου ἀπίθανον, δέν θεωροῦν ὅτι ἔχουν κατά πολύ ξεπεράσει τά μέτρα αὐτά.
ΠΗΓΗ.ΟΡΘΡΟΣ
[1] Συλλογή βυζαντινῶν νόμων
[2] P.G 138, σελ. 953
[3] P.G 137,σελ.  621
[4] Αὐτόθι
[5] Βλπ «Τά Ἱερά Ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου» τοῦ Κλάδου ἐκδόσεων τῆς ἐπικοινωνιακῆς καί μορφωτικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλάδος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 134
[6] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάϊος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[7] Περιοδικό «Σύναξη»τεῦχος 72, σελ. 38
[8] Πηδάλιον  Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, σελ. 281
[9] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 123
[10] Αὐτόθι σελ. 319
[11] P.G 62, σελ.. 69
[12] P.G 138, σελ. 839 – 841
[13]  Γιά την μυστική ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας βλέπε τά πρακτικά τοῦ Α΄ Λειτουργικοῦ Συνεδρίου πού ὀργάνωσε ἡ Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στη Θεσσαλονική καί ἐξέδωσε τό περιοδικό Θεοδρομία: «Θεοδρομία» ἔτος Δ, Τεύχη 1 – 3 Ἰανουάριος –Σεπτέμβριος 2002 σελ. 156 κ.ε  ὅπου ἡ εἰσήγηση πάνω στό θέμα τοῦ Ἀρχιμ,῏ Νικοδήμου Μπαρούση.  Βλέπε ἐπίσης  τή συνοπτική ἐργασία τοῦ π.Εὐθυμίου Μουζακίτη πού βρίσκεται στην ιστοσελίδα μας.
[14] Ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως «Μελέτη περί ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί περί τῶν ἱερῶν μνημοσύνων» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 105.
[15] Πηδάλιο σελ. 645, ὐπος. 3
[16] Ἀγίου Νικολάου Καβάσιλα 16ος καί 24ος λόγοι στη Θεία Λειτουργία.
[17] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 297.
[18] Αὐτόθι σελ. 91
[19] Αὐτόθι σελ. 231
[20] Αὐτόθι σελ. 273
[21] Αὐτοθί σελ. 292
[22] Πηδάλιον σελ.
[23]P.G 54, σελ. 646
[24] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ.349
[25] Αὐτόθι σελ. 459
[26] P.G 32, σελ. 189
[27] P.G 56 σελ. 136
[28] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βας. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 319 -320
[29] Αὐτόθι σελ. 330
[30] Αὐτόθι σελ. 128
[31] Αὐτόθι σελ. 128
[32] Αὐτόθι σελ. 128
[33] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 426
[34] Αὐτόθι σελ. 431
[35] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 429
[36] Συμεων Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τά ἅπαντα» ἐκδόσεις Βασ. Ρηγοπούλου 1985, σελ. 107
[37] Περιοδικό «Ἐκκλησία», Μάιος 2000, ἀριθμ. 5, σελ. 428 καί 431 ὑποσημείωση 23
[38] Πηδάλιον σελ. 643
[39] P.G 32,σελ. 188
πηγή: Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...