Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Τσακτσίρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρία Τσακτσίρα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2013

ΤΙΜΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ - Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

πηγή

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

Τσακ­τσί­ρα Μα­ρί­ας
Νηπιαγωγοῦ
«Εἰς τήν Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολήν τοῦ Ἀπ. Παύλου», Ὁμιλία  (21η), ΜPG 62, 149- 156

    Ἓνα ἀπό τά καθαρά παιδαγωγικά ἒργα τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἡ εἰκοστή πρώτη ὁμιλία του, μέ θέμα ἀντλημένο ἀπό τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου. Συνολικά, ἒχουν καταγραφεῖ εἰκοσιτέσσερις ὁμιλίες τοῦ Ἱεράρχη γιά τή συγκεκριμένη ἐπιστολή, τό κείμενο τῆς ὁποίας ὁμολογουμένως προσφέρεται γιά πολλαπλές καί πολυεπίπεδες ἀναλύσεις, λόγω τῆς πυκνότητας καί τοῦ βάθους τῶν νοημάτων πού περικλείει. 
    Ὡς ἐναρκτήριο μήνυμα ἐπιλέγονται οἱ στίχοι 2-3 τοῦ ἓκτου κεφαλαίου τῆς ἐπιστολῆς: « Τά τέκνα, ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ἡμῶν ἐν Κυρίῳ. Τοῦτο γάρ ἐστί δίκαιον. Τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα, ἥτις ἐστίν ἐντολή πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, (πού συνοδεύεται ἀπό ὑπόσχεση) ἵνα εὖ σοι γένηται καί ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπί τῆς γῆς». Ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου γιά ὑπακοή τῶν παιδιῶν στούς γονεῖς βασίζεται πάνω στήν πέμπτη ἐντολή τοῦ Δεκαλόγου. Στήν ἐπιστολή του «Πρός ἄπιστον πατέρα» ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει, ὃτι μεγάλη ἀνταμοιβή περιμένει ὃσους τιμοῦν τούς γονεῖς καί τούς θεωρούν κυρίους (MPG 47, 344). Ἡ ὑπακοή ὃμως ἒχει ὡς ὃριο τό «ἐν Κυρίῳ», δηλαδή εἶναι σωστή μόνο μέ τήν προϋπόθεση, ὃτι οἱ προσταγές τῶν γονέων δέν ἀντιβαίνουν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
    Τά παιδιά δέν ὑπακούουν πάντα εὐχάριστα, πολύ συχνά γίνεται δέ αὐτό ἀφορμή ἒντασης στήν οἰκογένεια. Καί τοῦτο διότι, εἰδικά στίς μικρές ἡλικίες, δέν εἶναι ἱκανά νά κατανοήσουν τήν ἀξία τῆς ὑπακοῆς. Ἀντιθέτως, «εἶναι σέ θέση νά συνδέσουν τήν ὑπακοή μέ τά εὐχάριστα συναισθήματα πού τή συνοδεύουν. Ἀλλά καί αὐτό πάλι οἱ γονεῖς θά τούς τό ἐμπνεύσουν. Γιατί ὃσες φορές αὐτά ὑπακούουν στίς συμβουλές τους, θά τά ἐπαινοῦν καί θά τούς φανερώνουν περισσότερο ἒκδηλα τήν ἀγάπη τους. Ἒτσι καί αὐτά θά συνηθίσουν καί θά ἀρέσκονται νά ὑπακούουν, γιά νά τούς εὐχαριστοῦν καί νά αἰσθάνονται ὃτι ἀποσποῦν τήν ἐπιδοκιμασία τους».[1]  
    Στήν ἀρχή ὁ ὁμιλητής χρησιμοποιεῖ τήν παρομοίωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μέ γλύπτη – ἀγαλματοποιό, ὁ ὁποῖος ἀκολουθεῖ μιά ὁρισμένη σειρά σ’ αὐτό πού δημιουργεῖ. Ἒτσι καί ὁ Ἀπόστολος ἒρχεται φυσικά νά μιλήσει στό σημεῖο αὐτό (Κεφ. 6, 2-3) γιά τά παιδιά, ἀφοῦ ἒχει ἀναφερθεῖ προηγουμένως στόν ἂνδρα καί τή γυναίκα. Καί σέ ἀρκετά ἂλλα σημεῖα τῶν λόγων καί τῶν πραγματειῶν του ὁ Χρυσόστομος παρομοιάζει τούς μορφωτές τῶν παιδικῶν ψυχῶν- παιδαγωγούς καί γονεῖς- μέ ἀργυροχόους ἢ ἀγαλματοποιούς, πού ὃμως δέν βρίσκουν κάθε φορά τά παιδιά ὃπως τά εἶχαν ἀφήσει, πράγμα πού, ἀντίθετα, συμβαίνει στήν τέχνη τῶν δεύτερων μέ τά ὑλικά πού κατεργάζονται. «Οὐ γάρ ἄψυχα σκεύη, ἀλλά ψυχάς χαλκεύομεν (σφυρηλατοῦμε) λογικάς» (Ὁμιλία 13η Εἰς Ἀνδριάντας, MPG 49,142).
    «Καθάπερ τις σῶμα πλάττων, πρῶτον μέν τήν κεφαλήν, ἔπειτα τόν αὐχένα, εἶτα τούς πόδας τίθησιν, οὕτω καί ὁ μακάριος Παῦλος τῷ λόγῳ πρόεισιν. Εἶπε περί τοῦ ἀνδρός, εἶπε περί τῆς γυναικός, τῆς δευτέρας ἀρχῆς. Χωρεῖ (προχωρᾶ) λοιπόν ὁδῷ βαδίζων ἐπί τήν τρίτην. Αὕτη δέ ἐστίν τῶν παίδων. Τῆς μέν γάρ γυναικός ἄρχει ὁ ἀνήρ, τῶν δέ παίδων ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή»(Παράγραφος α΄).[2]
    Ὁ Κορνιτσέσκου ἀναφέρει γιά τόν καθορισμό αὐτό τῆς ἐνδοοικογενειακῆς ἱεραρχίας : «Ἐπικρατέστερη γνώμη σ’ αὐτόν (στόν Χρυσόστομο) εἶναι, ὃτι ἡ ἱεράρχηση αὐτή ὑπῆρχε καί πρίν τήν πτώση. Δέν πρόκειται γιά φυσική ἢ ψυχική διαφορά μεταξύ ἂνδρα καί γυναίκας. Ἡ ἱεράρχηση γίνεται γιά πρακτικούς λόγους: τήν προκοπή τῆς οἰκογένειας καί τήν ἀποφυγή διαμάχης. Δέν πρόκειται γιά ἀπόλυτη μοναρχία. Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πλήρης ἐναρμόνιση τῶν ρόλων…».[3] «Αὐτό γίνεται σαφέστερο στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή, ὃπου ἡ ὑποταγή τῆς γυναίκας στόν ἂνδρα καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἂνδρα πρός τή γυναίκα παρουσιάζονται ὡς ἀναλύσεις τῆς γενικῆς παραινέσεως πού ἀπευθύνεται ἀπό κοινοῦ στούς πιστούς (ἀμοιβαία θυσία καί διακονία)».[4] Ἐξάλλου καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἐπιγραμματικά λέει ὃτι: «Τό θῆλυ ὁμοτίμως τῷ ἄρρενι παρά τοῦ κτίσαντος γέγονε». Ἡ ἰσοτιμία τοῦ ἂνδρα καί τῆς γυναίκας καί τό πῶς ὀφείλουν νά χειριστοῦν τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν τους λαμβάνει ἰδιαίτερη βαρύτητα ὡς θέμα στό συνολικό ἒργο τοῦ χρυσοῦ Ἱεράρχη. Ἒξοχες ἀναφορές ἐντοπίζονται μεταξύ ἂλλων στίς ὁμιλίες πάνω στίς ἐπιστολές Πρός Κορινθίους, Πρός Ἐφεσίους, Πρός Τιμόθεον, πάνω στό Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου καί στή Γένεση. Καί ὁ Ν. Νευράκης ἐπ’ αὐτοῦ ἀναφέρει: «Ὁ ἱερός Πατήρ ἐπαινεῖ τήν «κατ’οἶκον» ἐκκλησία ὃταν γράφει «Ἔνθα ἀνήρ καί γυνή καί παιδία καί ὁμόνοια καί φιλία» (Λόγοι 8ος καί 9ος στό κείμενο τῆς Γένεσης, MPG 54, 616 καί 620). Πραγματικά τά παιδιά εἶναι μεγάλη εὐλογία. Καί ἓνα μόνο χαμόγελο τοῦ παιδιοῦ μπορεῖ νά λύσει ὁλόκληρη συμφορά».[5] 
    Προχωρώντας, τονίζει, ὃτι αὐτά γιά τά ὁποῖα κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος δέν εἶναι δυσνόητα, ἀλλά ἁπλά, ὃπως ἁπλές καί ἁπαλές εἶναι οἱ ψυχές τῶν μικρῶν παιδιῶν, ἐλεύθερες ἀπό πάθη καί εὒπλαστες. «Οὐδέ ἐνταῦθα περί τοῦ Χριστοῦ διαλέγεται (γίνεται λόγος), οὐδέ περί τῶν ὑψηλῶν. Ἔτι γάρ πρός ἁπαλάς διαλέγεται διανοίας. Διό καί βραχεῖαν ποιεῖται τήν παραίνεσιν, ἅτε οὐ δυναμένων τῶν παίδων μακρῷ παρακολουθῆσαι λόγῳ»(Παράγραφος α΄). Ὁ Χρυσόστομος, ὂχι ἂδικα, συνιστᾶ σέ πολλά σημεῖα τή συντομία στίς συμβουλές πού δίνουν οἱ γονεῖς: «Βραχύς ὁ καρπός τοῦ καλῶς εἰρηκότος» (Ἐπάνω στό ρητό «Μή φοβοῦ ὅταν πλουτήσῃ ἄνθρωπος», MPG 55, 511).
   Συνεχίζοντας, διασαφηνίζει, ὃτι δέν εἶναι ὃλα τά διδάγματα τοῦ χριστιανισμοῦ κατάλληλα γιά ὃλες τίς ἡλικίες. Τό τί θά ἀκούσουν καί θά διδαχθοῦν τά παιδιά ἐξαρτᾶται ἀπό τή φάση στήν ὁποία βρίσκεται ἡ γνωστική καί ψυχοσυναισθηματική τους ἀνάπτυξη καί εἶναι ἀνάλογο τῶν ἰδιαίτερων ἀναγκῶν κάθε ἡλικίας. «Διά τοῦτο οὐδέ περί βασιλείας τι διαλέγεται. Οὐ γάρ ἐστι τῆς ἡλικίας ἐκείνης ταῦτα ἀκούειν. Ἀλλ’ ἅ μάλιστα ψυχή νηπιώδης ἀκοῦσαι ποθεῖ, ταῦτά φησιν, ὅτι μακροχρόνιος ἔσται» (Παράγραφος α΄). Εἶναι  ἐπιζήμιο νά εἰσάγει κανείς ἀκαίρως τά μικρά παιδιά στή διδασκαλία γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί παρόμοιας φύσης θέματα.
   Σκόπιμο ἀπεναντίας εἶναι νά τούς παρουσιάζεται ἡ χριστιανική ζωή ἑλκυστική: «Ἡ θρησκευτική γνώση γιά νά λειτουργήσει ὡς γεγονός μεταμορφωτικό καί σωτήριο γιά τό παιδί, θά πρέπει νά φανερωθεῖ ὡς ἀγαπητικό καί χαρούμένο γεγονός, καθώς εἶναι στήν πραγματικότητα καί ὂχι καθώς τήν παρουσιάζουν διάφοροι κίβδηλοι ἢ φανατικοί χριστιανοί. Μόνο ἒτσι θά μπορέσει νά ἑλκυστεῖ ἀπό τό κάλλος τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί ζωῆς».[6] Καί ὁ Στέλιος Ράμφος συμπεραίνει: «Ἡ κάμψη τῆς θρησκευτικότητας δέν ἀφορᾶ τά παιδιά, πού κυριολεκτικά διψοῦν γιά ὀμορφιά, ἀλήθεια καί δικαίοσύνη».[7] 
   «Τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός οὕτω διακειμένων κατά τόν νόμον ὅν ἔθηκεν, οὐ πολλοῦ καμάτου ἐστί τά παιδία ὑποτάξαι». «Τό γάρ χαλεπώτερον, τό θεμέλιον θέσθαι, τήν κρηπῖδα (βάση) ὑποβαλλεῖν» (Παράγραφος α΄). Μέ γνώμονα ὃτι οἱ  ἁπαλές ψυχές τῶν παιδιῶν φύσει διαθέτουν ὀξυμένα αἰσθητήρια καί  δίψα γιά τήν ἀλήθεια καί ὃ, τι εἶναι γνήσιο, εἶναι εὒκολο ἓνας εὐσυνείδητος παιδαγωγός νά ἐργαστεῖ γιά τήν καλλιέργεια τῆς ἀρετῆς μέσα σ’ αὐτές. Γιά τόν Ἰ. Κογκούλη: «σημαντικότατο ρόλο παίζει ἡ γλώσσα. Πῶς ἐκφράζουν οἱ γονεῖς μέσα ἀπό συγκεκριμένο λεξιλόγιο τίς θρησκευτικές τους ἐμπειρίες! Ἐπίσης, πόσο νοηματίζουν βασικές καταστάσεις πού τό παιδί τους βιώνει, ὃπως ἡ ἀνασφάλεια, τό ἂγχος, ἡ χαρά, ὣστε ἡ χριστιανική ἀγωγή νά περνάει μέσα ἀπό μιά ἀληθινή σχέση, ἀνακαλύπτοντας στούς γονεῖς τό χριστιανικό τρόπο ζωῆς. Αὐτός πηγάζει ἀπό τήν κοινή της ζωή καί πραγματικότητα, μέσα ἀπό τόν προβληματισμό τῶν παιδιῶν σέ θέματα πίστης, τίς συγκαταθέσεις καί διαφωνίες τους».[8]
   Ὁ Χρυσόστομος τονίζει στήν «Περί Ἄννης» ὁμιλία του (MPG 54, 659) πώς δέν κάνει κάποιους γονεῖς τό νά γεννοῦν ἓνα παιδί, ἀλλά τό νά τό ἀνατρέφουν ὀρθά. Ἂν οἱ ἲδιοι ὡς προσωπικότητες καί σύζυγοι εἶναι τό χειροπιαστό παράδειγμα, τό ὁποῖο τά παιδιά βιώνουν καθημερινά, δέν ἒχουν νά καταβάλλουν, παρά ἐλάχιστο κόπο γιά τή σωστή ἀνατροφή «κατά νουθεσία Κυρίου», ὑπενθύμιση- παραγγελία πού ἐπανέρχεται ὡς ἐπωδός σέ ὃλη τήν ἒκταση τῆς ὁμιλίας πού σχολιάζουμε. Καί τοῦτο, διότι τά παιδιά προσέχουν πολύ περισσότερο ὃσα βλέπουν παρά ὃσα ἀκοῦν: «Οὐδέ γάρ τοῖς παρ’ ἡμῶν λεγομένοις οὕτω προσέχουσιν, ὡς τοῖς ὑφ’ ἡμῶν πραττομένοις» (Ὁμιλία Η΄ Εἰς Γένεσιν, MPG 53, 69-76). Ἂν δηλαδή οἱ γονεῖς προσφέρουν τή ζωντανή μαρτυρία αὐτοῦ πού πιστεύουν, θά εἶναι στά μάτια τῶν παιδιῶν τους ἓνα εἶδος πρώτης εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, προκαλώντας τα νά προσέξουν τή μεγάλη παρουσία του στή ζωή τους καί θά προσανατολίζουν τίς ψυχές τους πρός τό μυστήριο αὐτῆς τῆς παρουσίας. Ταυτόχρονα βέβαια «δέν ἀπουσιάζει καί ἡ ἂλλη διάσταση τῆς χριστιανικῆς καλλιέργειας, πού ξεκινάει ἀπό τά παιδιά καί ἀπευθύνεται στούς γονεῖς, ἀφοῦ στά πρόσωπά τους ἐκεῖνοι ἀνακαλύπτουν τό Θεό.[…] Ἒτσι τά παιδιά δέν ἀποτελοῦν εἰκόνες τῶν γονέων, ἀλλά γίνονται γι’ αὐτούς εἰκόνες πρός μίμηση σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου νά παραμείνουν οἱ ἐνήλικοι παιδιά στίς ψυχές (Ματ. 18,3) […] Ἡ οἰκογένεια μεταδίδει τή χριστιανική πίστη μέσα ἀπό τή συμπεριφορά της».[9] Καί ὁ Γ. Μαντζαρίδης συμπληρώνει γιά τήν αὐτοαγωγή τῶν γονέων: «Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει τούς πιστούς νά νηπιάζουν ‘‘τῇ κακίᾳ’’ χωρίς νά μειονεκτοῦν ὃμως στήν ὡριμότητα τοῦ νοῦ».[10]
    «Ἄν γάρ μή τοῦτό τις ἔχῃ (τό σεβασμό καί τήν τιμή πρός τούς γονεῖς), οὐδέποτε περί τούς ἔξωθεν ἔσται ἐπιεικής»(Παράγραφος α΄). Αὐτονόητο εἶναι, ὃτι ἂν κάποιος δέν γνώρισε ἒγκαιρα νά σέβεται καί νά δείχνει εὐγνωμοσύνη στούς ἲδιους τούς γονεῖς, πού εἶναι κατά κανόνα οἱ πρῶτοι ἐνήλικοι πού τό περιστοίχισαν, δέν θά ἐπιδείξει αὐτή τή συμπεριφορά σέ ξένους  ἀνθρώπους, στούς ὁποίους ἂλλωστε σίγουρα δέν ὀφείλει τή ζωή του καί τήν ὃποια ἀνατροφή. Γιατί ὁ χρυσός Ἱεράρχης λέει, πάλι στήν «Περί Ἄννης» ὁμιλία του, ὃτι ἀκόμη καί τούς «κακούς» γονεῖς ἡ φύση τούς ἐλέγχει καί μπορεῖ νά τούς ἀναγκάσει νά ἐπιμελοῦνται τά παιδιά, ἀκόμη καί ὃταν οἱ ἲδιοι ἒχουν διαφθαρεῖ (MPG 54, 637).[11]Ὑπάρχουν παράλληλα καί ἀξιόλογες ψυχολογικές ἑρμηνεῖες γιά τό θέμα τῆς κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς τῶν παιδιῶν καί πῶς αὐτή συναρτᾶται μέ τή συμπεριφορά μέσα στήν οἰκογένεια. Ὁ Ἀ. Ἀσπιώτης γράφει: «Στό βίωμα τῆς τάξης καί τῶν ὁρίων ἢ στήν ἒλλειψή του ὀφείλεται ἂν ἓνας ἂνθρωπος ἀργότερα ὑποτάσσεται στήν τάξη, λαμβάνει ὑπόψη τούς ἂλλους, ἐάν εἶναι εὐγενής ἀπέναντί τούς, ἢ ἂν γίνει αὐθάδης, χωρίς σεβασμό, αὐτοκυριαρχία, θέληση, καχύποπτος, ἐχθρικός, ὓπουλος».[12]
   «Καί οἱ πατέρες, μή παροργίζετε τά τέκνα ὑμῶν, ἀλλά ἐκτρέφετε αὐτά ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου»(Παράγραφος α΄). Εἶναι ἀνάγκη νά μήν μεταχειρίζονται βία οἱ γονεῖς προκειμένου νά πειθαρχήσουν τά παιδιά τους. Γράφει ὁ Ἱεράρχης στήν 34η ὁμιλία του πάνω στό κείμενο τῆς Γένεσης, ὃτι: «Μήτε πρός τάς ὕβρεις ἀγριαίνομεν (ἐξαγριωνόμαστε), κἄν ὑποδεέστεροι εἶεν οἱ πρός ἡμᾶς διαπληκτιζόμένοι» (MPG 53, 313) καί πολύ σοφά παροτρύνει στήν 21η ὁμιλία του «Εἰς Ἀνδριάντας» γιά ὃσους ἀσκοῦν ἀγωγή: «Ἡ πραότης ἡ σή καί ἡ φιλοσοφία, ἀντί πάσης ἔσται διδασκαλίας αὐτοῖς καί παραινέσεως, καί ἐρυθριάσουσι καί καταισχυνθήσονται τοιοῦτον ἔχοντες φιλοσοφίας παράδειγμα, ἐλάττους (κατώτεροι) φανῆναι» (MPG 49, 218). Πολύ πιό ἀποτελεσματικό ἀναδεικνύεται γιά ἂλλη μιά φορά τό προσωπικό παράδειγμα τῆς ὑπομονῆς καί τῆς πραότητας, τό ὁποῖο, χωρίς ὁ παιδαγωγός ἢ ὁ γονέας νά προσπαθήσει πάρα πολύ, «ἀναγκάζει» τά παιδιά νά τό μιμηθοῦν.
     Εἶναι ἀλήθεια, ὃτι οἱ μειλίχιοι τρόποι καί ἡ καλοσύνη κερδίζουν ἀκόμη καί τίς πιό ταραγμένες, τίς πιό πονεμένες ψυχές, καί δέν θά ἦταν ὑπερβολικό νά ποῦμε, ὃτι κατεξοχήν τέτοιες ψυχές ἒχουν στά χέρια τους οἱ σημερινοί γονεῖς καί παιδαγωγοί. «Ὃσον ἀφορᾶ τήν ἐπίπληξη, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γράφει, ὃτι ὁ γονέας ὀφείλει νά τιμωρεῖ τό παιδί του περισσότερο μέ τόν τόνο τῆς φωνῆς του καί μέ τήν προειδοποίηση, παρά μέ τή φυσική βία. ‘‘Ὅταν μέντοι ἴδης ἀπό τοῦ φόβου κερδάναντα (ὠφελημένο), ἄνες(ἂφησέ το). Δεῖ (πρέπει) γάρ τινος φύσει τῇ ἡμέτέρᾳ καί ἀνέσεως (ἐπιείκεια)’’» (Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα, Παράγραφος 15).[13] Ἡ ἀγριότητα, ὁ παράφορος θυμός καί ἡ βίαιη μεταχείριση φέρνουν ἀγριότητα, κάνουν τό παιδί νά παραφέρεται ἢ νά κλείνεται ἑρμητικά στόν ἑαυτό του κάποτε καί νά μελαγχολεῖ σέ ἐπικίνδυνο βαθμό. Ἀσφαλῶς κάτι τέτοιο δέν συντελεῖ στήν ἐπίτευξη ἒστω καί τοῦ πιό ἁπλοῦ στόχου τῆς ἀγωγῆς, παρά αὐξάνει τόν ἀριθμό τῶν οἰκογενειακῶν καί προσωπικῶν δραμάτων.
   «Οὕτω δή καί ἐνταῦθα (ἐδῶ) πάλιν εἰς  αὐτόν (στόν πατέρα) τήν αἰτίαν ἀνάγει»(Παράγραφος α΄). Ὁ ὁμιλητής παρατηρεῖ, ὃτι ὁ Ἀπόστολος ἀπευθύνεται στούς πατέρες, νά μήν ἐξοργίζουν τά παιδιά τους. Ὁ πατέρας εἶναι συνυπεύθυνος καί συνοικοδόμος στό ἒργο τῆς ἀνατροφῆς, ἑπομένως ὁ ρόλος του παραμένει σπουδαιότατος, πολυδιάστατος καί ἀναντικατάστατος, σέ πλήρη ἀντιστοιχία καί ἐνιαία πορεία ἀσφαλῶς μέ αὐτόν τῆς μητέρας. «Εἶναι καλύτερα νά ὑπάρχει ὁ δυνατός πατέρας, πού γίνεται σεβαστός καί ἀγαπητός, ἀπό τό νά προσπαθεῖ ἡ μητέρα νά τόν ὑποκαταστήσει μέ ἀπαγορεύσεις καί ἀπειλές πού δέν ὁδηγοῦν πουθενά. Εἶναι μέγιστο παιδαγωγικό λάθος νά μειώνεται τό κύρος τοῦ πατέρα καί νά γκρεμίζεται ἀπό τό βάθρο τοῦ προτύπου».[14]
   Γιά τόν πατέρα ἀναφέρονται καί ἀλλοῦ τά ἑξῆς: «Στήν οἰκογένεια δάσκαλος εἶναι ὁ πατέρας. Αὐτός διδάσκει τήν ἀρετή μέ τό λόγο, τή συμβουλή καί τήν προτροπή. Ἡ θέση του συγκρίνεται μέ ἐκείνη τοῦ βασιλιά, ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκοντας τό καλό τῆς ὁμάδας τήν ὁποία κυβερνᾶ, δίνει νόμους καί ἐπιβλέπει τήν ἐκτέλεσή τούς. Γι’ αὐτό εἶναι αὐστηρός μέ αὐτούς πού τούς καταπατοῦν, πράος δέ καί ἀγαπητός σέ αὐτούς πού τούς σέβονται». [15]Ἡ ἐποχή μας  ἒχει ἀντιστρέψει πολλά δεδομένα πού ἲσχυαν στό παρελθόν καί ἀνάμεσα σέ αὐτά καί τά καθήκοντα τοῦ πατέρα στήν οἰκογένεια. Κατά τή διάρκεια τῆς ἀπουσίας τῆς μητέρας στήν ἐργασία της, ὁ πατέρας ἒχει περιθώριο νά συνδεθεῖ ψυχικά μέ τά παιδιά του, νά τούς ἀφιερώσει χρόνο καί νά τά ἐπηρεάσει θετικά. Παραδόξως καί προφανῶς περισσότερο ἀπό κάθε ἂλλοτε-εὐτυχῶς ὃμως- οἱ πατέρες δείχνουν νά ἐνδιαφέρονται νά εἶναι ὑπεύθυνοι καί συνειδητοποιημένοι γονεῖς. Πάλι ὁ Β. Σκιαδάς σημειώνει: «Φαίνεται πώς λειτουργοῦν σωστικά κάποιοι ἒμφυτοι ἀμυντικοί μηχανισμοί. Θά πρέπει ὃμως οἱ μηχανισμοί αὐτοί νά διαφωτίζονται, ὣστε ἡ σύγχρονη οἰκογένεια ὂχι ἁπλά νά ἐπιζήσει, ἀλλά νά ἀνταποκριθεῖ στόν ὑψηλό της προορισμό».[16]
    Πολύ ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ὃσα ἀκολουθοῦν στό κείμενο τῆς ὁμιλίας: «Μή νομίσῃς εἶναι περιττόν τό τῶν θείων Γραφῶν αὐτόν ἐπακούειν. Ὥστε ὑπέρ σοῦ τοῦτο γίνεται»(Παράγραφος α΄). Στή συνέχεια ὁ ὁμιλητής ἐπανέρχεται ἐπιμένοντας σέ μία οὐσιαστικά προτροπή: «Χριστιανόν αὐτόν ποίησον» (Παράγραφος α΄). Τά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦνται ἐδῶ ἀφοροῦν ὃσους γονεῖς ἢ παιδαγωγούς θεωροῦν, ὃτι τά παιδιά δέν ἒχουν  ἀνάγκη νά μαθαίνουν τήν Ἁγ. Γραφή καί νά γνωρίζουν βαθύτερα θέματα πίστεως. Ὁ Χρυσόστομος ἐφιστᾶ τήν προσοχή τῶν ἀκροατῶν στό γεγονός, ὃτι ἐφόσον ἡ ἐντολή προτρέπει σέ τιμή καί σεβασμό τῶν γονέων, συμφέρει πρῶτα ἀπό ὃλους τούς ἲδιους τούς γονεῖς νά μάθουν τά παιδιά τους ἒγκαιρα νά τήν τηροῦν.  Ὁ Κορνιτσέσκου ἀναφέρει πάνω σ’ αὐτό: «Γιά νά γίνει πιστευτός (ὁ ὁμιλητής) ἀπό τούς γονεῖς πρός τούς ὁποίους ἀπευθυνόταν, συνδέει κάποιες φορές τήν εὐγενική τους κλήση μέ τό συμφέρον. Ἓνα καλά ἀναθρεμμένο παιδί γίνεται αἰτία, ἐκτός ἀπό τούς ἐπαίνους ἐκ μέρους τῶν συνανθρώπων καί γιά ἀμοιβή ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ».[17] Γιά τήν ἐπιτυχία τῆς χριστιανικῆς ἀγωγῆς σημειώνει ὁ Ἀ. Ἀσπιώτης τά ἑξῆς πολύ ἀληθινά: «Τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ δέν θά εἶναι δεκτό παρά ἀπό προετοιμασμένες ψυχές. Θά πρέπει νά ἀφυπνισθοῦν στό παιδί ψυχικές διαθέσεις, οἱ ὁποῖες τό καθιστοῦν ἱκανό νά διακρίνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ὃπως ἡ αὐτοκυριαρχία, τό ἂνοιγμα πρός τούς ἂλλους, τό νά συνηθίσει νά δίνει […] Σημειώθηκε ἢδη πόσο ἀπό τά κυριότερα καθήκοντα τῶν γονέων εἶναι ἡ ἀφύπνιση τῶν παιδιῶν στήν ἐλευθερία. Θά εἶναι σημαντικό, ἐάν βοηθηθοῦν τά παιδιά νά εἶναι ἡ πρώτη τους ἐλεύθερη πράξη μιά ἐκλογή, μέσω τῆς ὁποίας θά ποῦν ναί στό Θεό».[18]
   Ὁ τρόπος διατύπωσης- προστακτική «κάνε τον χριστιανό»- φανερώνει ἐκτός τῶν ἂλλων καί τό βάρος πού τοποθετεῖται στήν ἒγκαιρη μύηση τῶν παιδιῶν στό χριστιανικό τρόπο ζωής ὡς ἐπαρκή  ὃρο  γιά τήν ἀληθινή εὐτυχία στή ζωή τους. Τήν προτροπή αὐτή ἐνισχύει παρακάτω:  Τῇ δέ ἀνοίᾳ (ἀνοησία) προσθήκη γίνεται καί παρά τῶν ἔξωθεν λόγων, ὅταν μάθωσιν ἐκεῖ τούς παρ’ αὐτοῖς θαυμαζομένους ἥρωας, παθῶν δούλους ὄντας καί δειλούς πρός θάνατον»(Παράγραφος α΄). Ἓνας ἐπιπρόσθετος λόγος πού καθιστᾶ ἀναγκαία τή γνώση τῶν διδαγμάτων τῶν Γραφῶν φαίνεται νά εἶναι τό γεγονός ὃτι τά παιδιά καθημερινά δέχονται ἐκ τῶν πραγμάτων ἐπιρροές ἀπό μή ὑγιή πρότυπα καί ἀπό τίς ἀρνητικές τους συμπεριφορές, πού λειτουργοῦν ὡς τροχοπέδη στίς προσπάθειες γονέων καί ἐκπαιδευτικῶν: δράση ἀναρχικῶν στοιχείων στήν κοινωνία, ὑπερ- ἣρωες τῶν κινουμένων σχεδίων, ἀπατηλοί χαρακτῆρες τοῦ κινηματογράφου καί τῶν ἠλεκτρονικῶν παιχνιδιῶν, «καλλιτέχνες» πού πεθαίνουν ἀπό ὑπερβολική δόση ἡρωίνης κοκ. Τέτοια πρότυπα κάθε ἂλλο παρά ενσαρκώνουν, φυσικά, τίς ἀξίες καί τά ἰδανικά μέ τά ὁποῖα ἐπιδιώκουν αὐτοί νά μεγαλώνουν τά παιδιά. 
   Ἐδῶ ὁλοκληρώνεται τό πρῶτο μέρος. Στό δεύτερο ἀναφέρεται ἀρχικά  στό βαρυσήμαντο καθῆκον τῆς μητέρας γιά τήν ἀγωγή. Προηγουμένως ὃμως ἐπαναλαμβάνει: «Διά τοι τοῦτο πρῶτοι τῶν καρπῶν ἡμέῖς ἀπολαύομεν, θρασεῖς, ἀκολάστους, ἀπειθεῖς, βαναύσους ἐκτρέφοντες τούς παῖδας»(Παράγραφος β΄). Πρίν περάσει δηλαδή νά μιλήσει καθαρά γιά τή μητέρα διατυπώνει ἐκ νέου ὃ, τι λίγο πιό πάνω ἢδη εἶχε ἀναφερθεῖ, ἐδῶ ὃμως τό ζήτημα τίθεται ἀρνητικά. Οἱ γονεῖς θά βιώσουν τά ἀποτελέσματα τῆς κακής ἀγωγῆς τήν ὁποία ἂσκησαν, δηλαδή τή θρασύτητα, τήν ἀπειθαρχία καί τίς βίαιες ἀντιδράσεις τῶν παιδιῶν πρῶτα ἀπέναντί τους καί ὓστερα ἀπέναντι στό κοινωνικό περιβάλλον.
  «Μάλιστα ὑμεῖς αἱ γυναῖκες, τάς θαυμαστάς ἐκείνας γυναίκας ζηλώσατε»(Παράγραφος β΄). Σ’ αὐτό τό σημεῖο προτρέπονται οἱ μητέρες πού βρίσκονται στό ἀκροατήριο νά μιμηθοῦν τά συνετά καί θεάρεστα παραδείγματα δύο γυναικῶν: Τῆς Ἂννας, μητέρας τοῦ Σαμουήλ καί τῆς γυναίκας τοῦ Ἠλεί, οἱ ὁποῖες ἀφιέρωσαν ἀδίστακτα τά πρῶτα τους παιδιά στό Θεό, χωρίς νά γνωρίζουν ἂν θά γεννοῦσαν καί ἂλλα, πράξη γιά τήν ὁποία ὁ Θεός τίς τίμησε μέ πολυτεκνία καί εὐτυχία στό γάμο τους, ἀφοῦ  ἒδειξαν μεγάλη προθυμία καί πίστη.  «Ἀλλά πάντα ταῦτα ἡ γυνή παρωσαμένη (ἀφοῦ παραμέρισε), ἑνός μόνου γέγονε (φρόντισε), πῶς ἐκ προοιμίων τό ἄγαλμα τό πνευματικόν ἀναθῇ τῷ Θεῷ». «Διά τοῦτο καί ὁ γάμος ἐγένετο λαμπρότερος, ἐπειδή πρότερον τά πνευματικά ἐζήτησεν, ἐπειδή τήν ἀπαρχήν ἀνέθηκε.[…] Εἰ γάρ ἄνθρωποι τιμώμένοι ἀντιτιμῶσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὁ Θεός, ὁ καί χωρίς τοῦ τιμηθῆναι τοῦτο ποιῶν;»(Παράγραφος β΄). Ὁ ὁμιλητής  τονίζει, ὃτι δέν ἦταν δυνατόν ὁ Θεός νά παραβλέψει αὐτή τήν ἀφιέρωση- θυσία καί ἒστειλε πολλές εὐλογίες στή γυναίκα αὐτή. Ὂντας καί οἱ δύο αὐθεντικές μητέρες, ἀνέθεσαν τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν τους ἀποκλειστικά στό Θεό καί Αὐτός δόξασε τή ζωή τους.
    Μέ ἀφορμή τά παραπάνω προκύπτει, ὃτι εἶναι προφανῶς ἀναγκαῖος ὃρος ἀφενός μέν νά διαθέτουν οἱ μελλοντικές μητέρες πνευματική ὑποδομή καί γνώση, ἀφετέρου δέ καί νά προετοιμάζονται γιά τό μεγάλο καί ἱερότατο ἒργο τῆς ἀγωγῆς, ὣστε νά μήν τό ἀντιμετωπίσουν «στά τυφλά» ἢ μέ τυχαῖο τρόπο, μέ ἀσταθή γραμμή πορείας. Αὐτό θά τίς ἀπάλλασσε ἀπό τό ἂγχος καί τά αἰσθήματα ἀνεπάρκειας καί ἀνασφάλειας γιά τήν ἀγωγή, πού ἀργότερα  γίνονται αἰτία σύγκρουσης στούς συζύγους, μέ ὀλέθριες συνέπειες γιά τά παιδιά. Μάλιστα, πολύ περισσότερο φαίνεται ἀπαραίτητο αὐτό στή σημερινή εποχή, πού ὁ χρόνος πού ἀπομένει σέ μιά μητέρα γιά νά ἀφιερώσει στά παιδιά της λόγῳ τῆς εργασίας της καί τῶν πολλαπλῶν κοινωνικῶν ὑποχρεώσεων καί δεσμεύσεων εἶναι λίγος. Ἂς ἐπισημανθοῦν ἐδῶ τά λόγια τοῦ Ἰ. Χρυσοστόμου στήν 62η ὁμιλία στό Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Κἄν βασιλίδα δείξῃς μετά διαδήματος οὐ προτίθησι τῆς μητρός ράκια (κουρέλια) περιβεβλημένης» (MPG 58, 601). Ἡ ἲδια ἡ σωματική  παρουσία τῆς μητέρας καί ἡ ἐνασχόλησή της μέ τά παιδιά της εἶναι γι’ αὐτά τό πολυτιμότερο πράγμα στόν κόσμο.
    Ἒχει παρατηρηθεῖ σέ πληθώρα ἐρευνῶν ἡ συσχέτιση τῆς ὑποβάθμισης τῆς ἀγωγῆς μέ τήν ὂξυνση προβλημάτων, τά ὁποῖα κάποτε καταλήγουν νά περιγράφονται ἀπό τούς κοινωνιολόγους ὡς μείζονες κοινωνικές πληγές. Ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ γι’ αὐτό: «Πάντα ἡμῖν δεύτερα ἔστω τῆς προνοίας τῶν παίδων»(Παράγραφος β΄). Σέ ἀντίθετη περίπτωση, τό ἀποτέλεσμα εἶναι  ἡ ἀποδιοργάνωση τῆς οἰκογένειας καί ἡ συνεχῶς χειρότερη λειτουργικότητά της. Γιά τό σπουδαιότατο ρόλο τῆς μάνας στή χριστιανική ἀνατροφή γράφει ὁ Β. Σκιαδάς: «Μέσα στήν οἰκογένεια, μέ κυρίαρχη τή φυσιογνωμία τῆς μητέρας, τό παιδί θά μάθει νά μιλάει, νά σκέφτεται, νά κρίνει, νά λογικεύεται, νά συμπεριφέρεται, ν’ ἀγαπάει καί νά ζεῖ τίς πρῶτες θρησκευτικές ἒννοιες. Γι’ αὐτό καί ὁ μέγάλος παιδαγωγός Pestalozzi τόνιζε πώς ἡ μητέρα ισοδυναμεῖ μέ ἑκατό δασκάλους».[19] Καί σέ ἂλλο σημεῖο γίνεται λόγος γιά τήν αὐθεντική μάνα ἀλλά καί τό σύνθημα πού πρέπει νά ἒχουν ὑπόψη τους καί οἱ δύο γονεῖς : «Ἡ μητέρα αὐτή, ὃταν μάλιστα ἒχει σημεῖο ἀναφορᾶς τό Θεό, γίνεται ἀναντικατάστατος παράγοντας μιᾶς περισσότερο ὑπεύθυνης, παραγωγικῆς καί ἀποτελεσματικῆς ἀγωγῆς. […] Πάνω ἀπ’ ὃλα ὃμως, θά πρέπει νά γνωρίζουν οἱ γονεῖς αὐτό πού γράφει ὁ Ἰ. Χρυσόστομος ‘‘οὐκ ἔστιν ἀνθρώπινον τό ἔργον τους…ἀλλά μυστήριον καί τύπος μεγάλου πράγματος’’».[20]
   Ἀμέσως μετά ἀκολουθοῦν καί ἂλλες, πιό πρακτικές συμβουλές γιά τούς γονεῖς. Ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ἀποφθεγματικά σχεδόν τήν κοσμοθεωρία, μέ τήν ὁποία συμφέρει περισσότερο νά ‘‘ὁπλίζουν’’ τό παιδί στή ζωή του, ἂν σκοπός εἶναι νά ζήσει αὐτό πραγματικά εὐτυχισμένο. Καί αὐτή φυσικά συνίσταται σέ μιά στάση ἀνώτερη τῆς ἀπόκτησης ἀποκλειστικά χρημάτων καί δόξας: «Οὐδέν τοσοῦτον ἐργάσῃ, τέχνην διδάσκων αὐτόν καί παιδείαν τήν ἔξωθεν, δι’ ἧς χρήματα κτήσεται, ὅσον ἐάν διδάξῃς αὐτόν τέχνην, δι’ ἧς χρημάτων καταφρονήσει»(Παράγραφος β΄). Σέ πολλά ἂλλα σημεῖα τῶν ὁμιλιῶν καί τῶν πραγματειῶν του ὁ Χρυσόστομος μέ πολύ σαφή τρόπο ἐξηγεῖ ὃτι ὑποστηρίζοντας κάτι τέτοιο, σέ καμία περίπτωση δέν ἐννοεῖ, ὃτι οἱ γονεῖς δέν πρέπει νά μεριμνοῦν καί γιά τήν κατά κόσμον μόρφωση καί ἀνέλιξη τῶν παιδιῶν τους. Στήν ὁμιλία «Πρός πιστόν πατέρα» ἀναφέρει: «Καί μή μέ τις νομιζέτω νομοθετεῖν ἀμαθεῖς τούς παῖδας γίνεσθαι» (MPG 47, 368) Αὐτή ἡ φροντίδα ὃμως ἒρχεται καί δέν εἶναι κατακριτέα, ἀφοῦ περάσει στά παιδιά νωρίς τό μήνυμα νά μήν θεωροῦν τίς γνώσεις ἐργαλεῖο ἀπόκτησης πλούτου καί τήν δόξα πού ἲσως ἀποκομίζουν ἀπ’ αὐτές πρώτιστο σκοπό τῆς ζωῆς. Στήν ἲδια ὁμιλία σημειώνει ἂλλωστε δίνοντας ἓνα παράδειγμα, ὃτι ἡ σπουδή τῆς ρητορικῆς τέχνης δέν ἀρκεῖ, παρά μόνο ἂν συνοδεύεται ἀπό καλή συμπεριφορά καί σωφροσύνη. Ἀκόμη καί στήν ὁμιλία πού ἐξετάζουμε, λίγο παρακάτω ἐπισημαίνει: «Οὐ κωλύων παιδεύειν ταῦτα λέγω, ἀλλά κωλύων ἐκείνοις (κοσμική μόρφωση) μόνοις προσέχειν»(Παράγραφος β΄).
     Ἀλλά τί εἶναι τελικά ὁ γνήσιος πλοῦτος; «Πλούσιος γάρ οὐχ ὁ πολλῶν χρημάτων δεόμενος (αὐτός πού ἒχει άνάγκη), καί πολλά περιβεβλημένος, ἀλλ’ ὁ μηδενός χρείαν ἔχων»(Παράγραφος β΄). Ἡ ρήση αὐτή πού ορίζει τόν πλούσιο ὑπεράνω παντός ὑλικοῦ πράγματος θυμίζει τή φιλοσοφία τῶν στωικῶν γιά τήν ἀπάθεια. Ὁ πραγματικός πλοῦτος εἶναι νά σκέφτεται τό παιδί ἀπό μικρή ἡλικία σάν πιστός. Στήν ὂγδοη ἑρμηνευτική ὁμιλία του γιά τήν Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολή διαβάζει κανείς μιά μεταφορά: «Ἂν θέλεις νά τά ἀφήσεις (τά παιδιά) πλούσια μέ ἀσφάλεια, ἂφησε τό Θεό ὀφειλέτη σέ αὐτά, καί σ’ αὐτόν παράδωσε τό γραμμάτιό τους. Ἐάν τά δανείσεις στό Θεό, παραμένει στή συνέχεια ἀσύλητος ὁ θησαυρός καί ἡ επιστροφή του θά γίνει μέ πολλή εὐκολία».[21] Ἡ πίστη στό Θεό ἀναδεικνύεται τελικά ἀπό τόν ἱερό Πατέρα ὡς τό μέγιστο ἐφόδιο εὐτυχίας. «Γιά νά εἲμαστε σέ θέση νά βοηθήσουμε τά παιδιά μας στήν πίστη πρέπει νά δεχόμαστε τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας μέ τόση σοβαρότητα, ὣστε κανείς νά μή μπορεῖ νά φανταστεῖ τή ζωή μας χωρίς αὐτή τήν παρουσία. Ὃποιος δέν αἰσθάνεται νά τοῦ κόβεται ἡ ἀναπνοή, ὃταν καλεῖ τά παιδιά νά πλησιάσουν τό Χριστό, καλύτερα νά σιωπᾶ».[22] 
    «Φρόντισον πῶς αὐτόν διδάξεις καταφρονεῖν  τῆς δόξης τῆς ἐν τῷ βίῳ τούτῳ. Ἐκεῖθεν λαμπρότερος καί ἐνδοξότερος γένοιτο ἄν»(Παράγραφος β΄). Γιά τήν ἐφήμερη διάσταση τῆς δόξας πού προέρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπους δίνει μιά περιγραφή καί στήν ὁμιλία «Περί Ἄννης» λέγοντας ὃτι «οἱ ζητωκραυγές τοῦ λαοῦ μέ τούς κρότους καί τούς θορύβους σβήνουν ὃταν ἒλθει ἡ νύχτα καί ὃταν περάσει τό πανηγύρι. Σάν νά ἀπόλαυσαν ἓνα ὂνειρο, ἒτσι μένουν πάλι ἒρημοι ἀπό κάθε εὐφροσύνη (ὃσοι δοξάστηκαν) καί δέν μποροῦν νά βροῦν  τήν εὐθυμία, διότι ὃλα αὐτά πέρασαν γρηγορότερα ἀπό κάθε ἂνεμο».[23] Ὡστόσο, ὃπως θά ἐξηγήσει παρακάτω, ἡ περιφρόνηση τῆς δόξας θά ἑλκύσει τή δόξα! Τό γεγονός ὃτι πρόκειται πράγματι γιά βαθιά νοήματα δέν στέκεται ἐμπόδιο, καθώς ὁ ὁμιλητής συνιστᾶ στούς γονεῖς: «Τά μεγάλα αὐτῷ χαρίζου, μή τά μικρά». Τά ὑψηλά διδάγματα ὃμως, ἡ ἀληθής φιλοσοφία, ἀσφαλῶς δέν ἐνσταλάζονται στά παιδιά μέ λόγια ἀλλά, μέ τό προσωπικό παράδειγμα. «Τρόπων χρεία, οὐ λόγων, ἤθους, οὐ δεινότητος, ἔργων, οὐ ρημάτων»(Παράγραφος β΄). Ὁ Χρυσόστομος φαίνεται νά συμμερίζεται τό ἀρχαιοελληνικό ἰδεῶδες τῆς μεγαλοψυχίας.
    Περνώντας στό τρίτο μέρος τῆς ὁμιλίας, ἐπιμένει στό ἲδιο θέμα ἐξηγώντας: «Ὥστε ὅσῳ ἄν εὐδόκιμος (πετυχημένος) γένηται ἐν τῷ βίῳ τῷ παρόντι, τοσούτῳ αὐτῷ δεῖ τῆς παιδεύσεως ταύτης».   «Οὐ γάρ ἔνι τόν τοιοῦτον λαθεῖν (μείνει κρυμμένος).[…] Ἐν δέ πολλοῖς κάμνουσιν (σέ αὐτούς πού ὑποφέρουν πνευματικά) ὅταν εἷς  ὑγιαίνων ᾖ, ταχέως καί εἰς τάς βασιλικάς ἀκοάς ἡ φήμη διαδραμεῖται, καί πολλοῖς αὐτήν ἐπιστήσει ἔθνεσι»(Παράγραφος γ΄). Ὃσο περισσότερο κανείς πετυχαίνει ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνάγκη νά ἒχει ἐγκολπωθεῖ τά διδάγματα πού ἀναφέρθηκαν παραπάνω. Δέν εἶναι  δυνατόν ἓνας ἂνθρωπος μέ τέτοιου εἲδους φιλοσοφημένο καί ἀνώτερο τρόπο ζωῆς νά μήν ἀνακαλυφθεῖ ἀπό τούς συνανθρώπους του καί νά μήν ὠφελήσει καί αὐτούς, ἀφοῦ ἡ διαφορά του εἶναι ἐμφανέστατη καί τόν κάνει ξεχωριστό. 
   Ὡς παράδειγμα γνήσιας φιλοσοφίας -καί ἡ λέξη φιλοσοφία ἐδῶ ἰσοδυναμεῖ μέ ὃ, τι ἐννοοῦμε «συνετό φρόνημα»- φέρνει τή φήμη τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ θαυμασίου, ὁ ὁποῖος φαίνεται νά εἶναι γνωστός στό ἀκροατήριο. Ὁ Ἰουλιανός δέν κατεῖχε κοσμική μόρφωση καί εἶχε ταπεινή καταγωγή, ἦταν γεμάτος ὃμως ἀπό τήν «ἀληθινή» φιλοσοφία. Ἐπειδή ὁ Ἰουλιανός ἦταν μοναχός, ἀμέσως ὁ Χρυσόστομος στό τέταρτο μέρος χρησιμοποιεῖ καί τό παράδειγμα του πατριάρχη Αβραάμ, πού εἶχε μεγάλη οἰκογένεια, ἀλλά γιά τίποτε ἂλλο δέν ἒμεινε θαυμαστό ὑπόδειγμα, παρά γιά τήν μεγάλη του ἀρετή: «Πόσοι γυναῖκας ἔχοντες, καί παῖδας τρέφοντες, τῶν εἰρημένων οὐδέν ἔλαττον, οὐδέν ἔλαττον ἔσχον;»(Παράγραφος γ΄). Αὐτοί πού ἀκολούθησαν ἒγγαμο βίο σέ τίποτε δέν ὑστέρησαν ἀπό τούς μοναχούς.
    Βαθύς γνώστης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, καί ὁπαδός τῆς «αἰώνιας»  φιλοσοφίας, προχωρεῖ ὁ ὁμιλητής σέ μιά σκιαγράφηση τῆς πραγματικῆς καί οὐσιαστικῆς ἂποψης γιά τά πράγματα, στήν ὁποία εἶναι σκόπιμο νά μυηθοῦν τά παιδιά: «Τί γάρ ἐστιν εἰπέ μοι, φιλοσόφου; Οὐχί καί χρημάτων καί δόξης καταφρονεῖν; Καί φθόνου καί παντός πάθους ἀνώτερον εἶναι;». Καί ἀκόμη πιό ἐμφατικά: «Τοιοῦτος ὁ φιλόσοφός ἐστι, τοιοῦτος ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος. Οὐδέν ἔχει, καί πάντα ἔχει. Πάντα ἔχει, καί οὐδέν ἔχει»(Παράγραφος δ΄). Εἶναι ἐξαιρετικά χρήσιμο νά σημειωθεῖ ἐδῶ, μέ ἀφορμή τίς νύξεις περί φιλοσοφίας στήν ὁμιλία πού προσεγγίζουμε, ὃτι ὁ Χρυσόστομος γενικότερα, δέν ἀξιολογεῖ τή φιλοσοφία καθεαυτήν, ἀλλά μόνον σέ σχέση μέ τό ἐάν συντελεῖ ἢ ὂχι- καί ἀσφαλῶς κατά πόσο- στήν εἲσοδο τοῦ ἀνθρώπου στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι σύμφωνα μέ τόν Ἱεράρχη τό μέγιστο ζητούμενο τῆς ζωῆς. Διατηρεῖ δέ ἐπιφυλάξεις γιά τή λειτουργία τῆς φιλοσοφίας στήν ἀνθρώπινη ψυχή σέ τέτοιο βαθμό, ὣστε ἡ πρώτη ἐντύπωση πού σχηματίζει ἓνας μελετητής τῶν ἒργων του νά εἶναι, ὃτι ὁ Ἱεράρχης στέκεται ὁλωσδιόλου ἀρνητικά ἀπέναντί της.
    Ὡστόσο, ὃπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει σέ ἂρθρο του ὁ Ν. Χρονόπουλος: «Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καταφάσκει στήν ἐθνική παιδεία μέ τόν ὃρο, ὃτι μαζί μ’ αὐτήν προσφέρεται καί ἡ χριστιανική παιδεία. Αὐτό πού θέλει νά ἐμποδίσει (μέ τά κηρύγματά του πρός τούς γονεῖς) εἶναι νά ὁδηγήσουν τά παιδιά σέ ἀποκλειστική καί χρησιμοθηρική ἀφοσίωση στίς σπουδές τῆς ρητορείας καί σέ μιά φιλοσοφία πού ἀντιστρατεύεται τίς χριστιανικές ἀρχές μέ τίς ὁποῖες ἐνδείκνυται νά τά μεγαλώνουν».[24] Ἑπομένως, ἡ στάση τοῦ Χρυσοστόμου ἀπέναντι στήν ἀρχαία φιλοσοφία φαίνεται νά εἶναι ὃπως καί ἂλλων Πατέρων ἐκλεκτική καί νά ἀκολουθεῖ συγκεκριμένους ὃρους, σέ καμία περίπτωση ὃμως ἀπορριπτική. Σέ πολλές του ἀπόψεις γιά τήν ἀγωγή ἐντοπίζονται ἐξάλλου ἐπιδράσεις ἀπό προγενέστερες ἒξοχες μορφές τῆς φιλοσοφίας. Κάποιες ἀπό αὐτές σχολιάστηκαν στό πρῶτο μέρος τῆς ἐργασίας (Βλέπε σελ. 9).
   Ἐπανερχόμένος ὁ Χρυσορρήμων πρός τό τέλος τῆς ὁμιλίας διακηρύττει, ὃτι ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα παρομοιάζονται μέ στηρίγματα πού τοποθετοῦνται ἐξωτερικά καί τά ὁποῖα ἐμποδίζουν τό χαρακτήρα νά παλεύει καί νά ἐξασκεῖται στίς δύσκολες περιστάσεις. Ἒτσι, ἡ συνολική προσωπικότητα δέν καλλιεργεῖται καί δέν ἀποκτᾶ τήν ἀρετή ὡς ἐσωτερικό στήριγμα. «Μή τοίνυν θριγκία (στηρίγματα) ἔξωθεν περιβάλλετε. Τοῦτο γάρ ὁ πλοῦτος, τοῦτο ἡ δόξα.[…] Ἐκεῖνα γάρ τά θριγκία τά κωλύοντα αὐτό ἐγγυμνάζεσθαι πρός τάς τῶν ἀνέμων προσβολάς, νῦν (ὃταν ὁ πλοῦτος καί ἡ δόξα δέν ὑπάρχουν πιά ἢ πάψουν νά εἶναι γιά ὁποιοδήποτε λόγο χρήσιμα) ἀθρόον καταπεσεῖν περεσκεύασεν»(Παράγραφος δ΄). Στήν πρώτη ὁριακή κατάσταση, ὃπως θά ἒλεγε ὁ Karl Jaspers, τό νεαρό ἂτομο θά ἀπειληθεῖ ἀπό τήν κατάρρευση καί τήν ἀπελπισία, διότι δέν θά ἒχει προετοιμαστεῖ πῶς νά ἀγωνιστεῖ.
  «Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅμοιον, ἡ τῆς ψυχῆς ἀρετή, ὅταν ἀγαθούς εἶναι παιδεύσωμεν τούς παῖδας, ὅταν ἀοργήτους, ὅταν ἀμνησικάκους […] ὅταν εὐεργετικούς, ὅταν φιλανθρώπους»(Παράγραφος δ΄). Συμπερασματικά, ἂν οἱ παιδαγωγοί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ πλάθουν τά παιδικά πνεύματα, αὐτό θεωρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς τήν καλύτερη προπαρασκευή γιά τή ζωή καί ὡς τήν ἀσφαλέστερη ἐγγύηση τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐτυχίας. Ἡ φιλανθρωπία, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἀγωνιστικότητα, ἡ πραότητα θά σφυρηλατήσουν  λαμπρά, ἐλεύθερα καί ἀθλητικά πνεύματα, πού θά εἶναι περιζήτητα καί θά παίξουν καθοδηγητικό ρόλο γιά τούς συνανθρώπους τους, ἀποκτώντας τή δόξα πού διδάχθηκαν νά περιφρονοῦν.

Συνεχίζεται…






[1] Ἀδελφότητα Θεολόγων «ΖΩΗ», Τό Παιδί-Ἓνας ἂγνωστος κόσμος, Ἀθήνα 1971, σελ. 100-101
[2] Κ. Λουκάκης, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἒργα- Παιδαγωγικά, Ἐκδόσεις «Ὁ Λόγος», Ἀθήνα 1969, σελ. 33-40. (Tα αὐτούσια ἀποσπάσματα- παράγραφοι τῶν τριῶν παιδαγωγικῶν ἒργων πού ὑπάρχουν  στό Β΄ μέρος τῆς ἐργασίας προέρχονται ἀπό αὐτό τό σύγγραμμα. Στό ἑξῆς θά παραπέμπουμε σ’ αὐτό μέ τή συντομογραφία Ἰω. Χρ. Ἒργα-Παιδαγωγικά)
[3] Κ. Κορνιτσέσκου, Ὁ Ἀνθρωπισμός κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, Πατριαρχικό Ἳδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσ/νίκη 1971, σελ. 79
[4] Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ἠθική, Θεσ/νίκη 1981, σελ. 229
[5] Ν. Νευράκης, Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες, Χθές- Σήμέρα- Αὒριο, σελ. 25
[6] Β. Σκιαδάς, Ἀγωγή, Μόρφωση, Ψυχαγωγία τοῦ παιδιοῦ, Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 102
[7] Β. Σκιαδάς, ὃπ. π., σελ. 109- 110
[8] Ἰ. Κογκούλης, Κατηχητική καί Χριστιανική παιδαγωγική σελ. 156
[9] Ἰ. Κογκούλης, ὃπ. π., σελ. 155
[10] Γ. Μαντζαρίδης,  Χριστιανική Ἠθική, σελ. 235-236
[11]  Παιδ. Ἀνθρωπολογία Ἰω. Χ., Τόμος Β΄, σελ. 156.
[12] Ἀ. Ἀσπιώτης,  Τό παιδί καί ἡ θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, Ἰνστιτοῦτο Ψυχολογίας καί Ψυχικῆς Ὑγείας, Ἀθήνα 1962, σελ. 86
[13] Ἀδελφή Μαγδαληνή, Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμέρα, Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἒssex 1994, σελ. 41-42
[14] Β. Σκιαδάς, Ἀγωγή, Μόρφωση, Ψυχαγωγία τοῦ παιδιοῦ- Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 32.
[15] Κ. Κορνιτσέσκου, Ὁ ἀνθρωπισμός κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, σελ. 85.
[16] Β. Σκιαδάς, ὃπ. π., σελ. 34-35.
[17] Κ. Κορνιτσέσκου, ὃπ. π., σελ. 84
[18] Ἀ. Ἀσπιώτης, Τό παιδί καί ἡ θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, σελ. 91- 93
[19] Β. Σκιαδάς, Ἀγωγή, Μόρφωση, Ψυχαγωγία τοῦ παιδιοῦ- Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση, σελ. 23
[20] Β. Σκιαδάς, ὃπ.π., σελ. 27
[21] Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης, Χρυσοστομικός Ἂμβων τόμος Γ΄, Ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξη Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1995, σελ. 215
[22] Ἀ. Ἀσπιώτης, Τό παιδί καί ἡ θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, σελ. 90
[23] Βενέδικτος Ἱερομόναχος Ἁγιορείτης, ὃπ. π., σελ. 207
[24]  Ν. Χρονόπουλος, Χριστιανισμός καί Ἑλληνισμός κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες, Περιοδικό «Ὀρθοδοξία καί Παιδεία», 3 (2004), σελ. 51- 54. Ἐκδόσεις Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2012

ΠΕΡΙ ΘΥΜΟΥ – ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

πηγή

Τσακτσίρα Μαρίας
Νηπιαγωγού


      Για την ψυχική ορμή αναφέρεται: «Οὔτε δή παντελῶς ἐκκοπτέον(περιορισμένος) τῷ νέῳ αὐτόν(τόν θυμόν= ψυχική ορμή), οὔτε πανταχοῦ κεχρῆσθαι(να τον μεταχειρίζεται) συγχωρητέον». «Παιδεύομεν αὐτούς ἐκ πρώτης ἡλικίας, ὅταν μέν αὐτοί ἀδικῶνται, φέρειν(να  το υπομένουν)» (Παράγραφος 51). Προξενεί ωστόσο απορία η ακόλουθη εντελώς αντιπαιδαγωγική άποψη, η οποία εξάλλου συγκρούεται με το γνώριμο χρυσοστομικό ύφος και τις συμβουλές τού ιερού Πατρός πάνω στο θέμα αυτό, που εντοπίζονται σε άλλα σημεία τού έργου του: «Καί ἔστωσαν αὐτῶν πολλοί πάντοθεν οἱ παροξύνοντες, ὥστε ἐγγυμνάζεσθαι καί μελετᾶν ἐν τοῖς οἰκείοις φέρειν τό πάθος» (Παράγραφος 53). Και μάλιστα όχι μόνο οι γονείς να το κάνουν αυτό αλλά και άλλοι, παρακινημένοι από αυτούς για το καλό των παιδιών, για να εξασκούνται στην πραότητα!
   Αντίθετα με όλα αυτά, οι γονείς κάθε άλλο παρά πιεστικά και καταναγκαστικά πρέπει να λειτουργούν στη σχέση τους με το  παιδί. Στην Ηθική του ο Μαντζαρίδης περιγράφει άψογα τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνουν τα σημερινά παιδιά, οι οποίες επιβάλλουν ξεχωριστή υπομονή στα ξεσπάσματά τους και εφευρετικότητα στους τρόπους που τα πλησιάζει κανείς: «Η υπερφόρτιση της εκπαίδευσης, η αποπροσωποποίηση της αγωγής οδηγούν σε πνευματική κόπωση. Οι πληθωρικές πληροφορήσεις και οι απεριόριστες προσφορές για διασκέδαση κάθε ποιότητας κάνουν το καθοδηγητικό έργο των γονέων, όπως και όλων των υπευθύνων για την αγωγή, ιδιαίτερα προβληματικό. Με τους όρους αυτούς η παραμικρή έλλειψη διακριτικότητας μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις και να προκαλέσει ολέθρια αποτελέσματα».[1]
   «Πανταχοῦ τό τοῦ θυμοῦ χρήσιμον, ἐκεῖ δέ μόνον ἄχρηστον, ὅταν ἑαυτοῖς ἀμύνωμεν» (Παράγραφος 54). Με την ψυχική ορμή ας μάθει το παιδί να υπερασπίζει άλλους όταν αδικούνται, ποτέ όμως τον εαυτό του. Αν και ξενίζουν αρκετά, αυτές οι θέσεις δείχνουν και θετικές διαστάσεις όπως τον αλτρουισμό και την φιλαλληλία, αλλά και την αυτοκυριαρχία στα αισθήματα. «Ο χριστιανός δεν παρουσιάζεται ως παθητική προσωπικότητα, ευνουχισμένη συναισθηματικά: αντίθετα, κάνει ιδία-λελογισμένη- χρήση του θυμικού του. Κρίνει και αξιολογεί την περίπτωση, ελέγχει και κατευθύνει το συναίσθημα».[2]
   «Ὥστε οὗτος αὐτῷ εἶς νόμος ἔστω: Μηδέποτε ἑαυτῷ ἀμύνειν ὑβριζομένῳ ἤ κακῶς πάσχοντι καί μηδέν ἕτερον περιορᾶν(να αδιαφορεί) τοῦτο ὑπομένοντα» (Παράγραφος 54). Άλλη μια θέση εδώ, που σε καμία περίπτωση δεν μετέχει τού πνεύματος κατανόησης για τις ιδιαιτερότητες της αναπτυσσόμενης παιδικής ψυχοσύνθεσης, που διάχυτο υπάρχει στα χρυσοστομικά κείμενα. Να σημειωθεί, ότι σ’ αυτή και στην προηγούμενη άποψη- να εκνευρίζονται τα παιδιά για να ασκηθούν στην πραότητα- στηρίζονται όσοι από τους μελετητές δεν υπερασπίζονται τη γνησιότητα της πραγματείας: «Ο συγγραφέας φαίνεται να αποκλίνει προς τους εξευτελισμούς, τους σκληρούς λόγους, αλλά και προς τα άκρως αυστηρά μέσα της αγωγής, ενώ ο Χρυσόστομος κηρύσσεται υπέρ τού μέτρου μεταξύ επιείκειας και αυστηρότητας». [3]
  «Ἔσται δέ καί ὁ πατήρ πολλῷ βελτίων ἐν τῷ ταῦτα διδάσκειν καί ἑαυτόν ῥυθμίζων» (Παράγραφος 55). Εκτός από τα καλά που θα αποκομίσει το ίδιο το παιδί, μεγάλη ωφέλεια θα είναι και για τον πατέρα τον ίδιο, ο οποίος προσπαθώντας να διδάξει το παιδί του, διδάσκεται και αυτός, συμμορφώνει και καλυτερεύει τη ζωή του σύμφωνα με τους κανόνες που θέλει να εγκολπωθεί το παιδί του.




[1] Γ. Μαντζαρίδης, Χριστιανική Ηθική, σελ. 233
[2] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Σειρά: Κείμενα Παιδείας,  σελ. 113
[3] Δ. Μωραΐτης, Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τούς γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα»,  σελ. 16


Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2012

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ



Τσακτσίρα Μαρίας
Φοιτήτριας

Θέση και λειτουργία των αισθήσεων ως πυλών της πόλης-ψυχής τού παιδιού.

      «Νόμισον εἶναι βασιλεύς πόλιν ἔχων ὑπήκοον τήν τοῦ παιδός ψυχήν» (Παράγραφος 8). Στο σημείο τούτο, ξεκινά ο συγγραφέας να αναφέρεται στην αγωγή των αισθήσεων των παιδιών, οι οποίες είναι πύλες για διάφορους λογισμούς,  «έχοντας όλη την μέχρι τότε γνώση και φιλοσοφία, την αντίληψη των αρχαίων και του Πλάτωνα για την «πόλη», που θεωρεί θεϊκή τη σύσταση της, αφού η πολιτική ζωή είναι ο χώρος φανέρωσης τής προσωπικής μεταφυσικής αλήθειας τού ανθρώπου».[1]
    Οι λογισμοί έχουν διάφορες μορφές και παρομοιάζονται με ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα στην κοινωνία τής πόλης. «Οἱ μέν κλέπτουσιν, οἱ δέ δικαιοπραγοῦσιν(κάνουν ό,τι πρέπει), οἱ δέ ἐργάζονται, οἱ δέ ἁπλῶς ὡς ἔτυχεν ἅπαντα πράττουσιν, οὕτω δή καί ἐν ψυχῇ διάνοιαι(σκέψεις) καί λογισμοί. Οἱ μέν στρατεύονται κατά τῶν ἀδικούντων, οἶον ἐστίν ἐν πόλει οἱ στρατιῶται,(πλατωνικό θυμοειδές) οἱ δέ τοῦ παντός προνοοῦσιν καί σώματος καί οἰκίας, οἷον ἐστίν οἱ πολιτευόμενοι (δημοτικοί υπάλληλοι)(πλατωνικό επιθυμητικό), οἱ δέ ἐπιτάττουσιν(προστάζουν), οἷον ἐστίν οἱ ἄρχοντες(πλατωνικό λογιστικό)» (Παράγραφος 8). Υπάρχουν εκτός των άλλων και λογισμοί που αφηγούνται άσεμνες ιστορίες, όπως κάνουν οι ακόλαστοι άνθρωποι και άλλοι που φλυαρούν άσκοπα. Υπάρχουν τέλος και λογισμοί, που φέρονται ευγενικά και αυτοί είναι ελεύθεροι. Το σώμα λειτουργεί ως ένα είδος συνόρου. «Το μοντέλο τής ψυχής- πόλης είναι μια χωρική κατ’ αναλογία αναπαράσταση τού δυισμού καλού και κακού. Το όριο(που φιλτράρει το κακό) είναι το «τείχος» τής ανθρώπινης ύπαρξης. Η ύπαρξη είναι ένα άνοιγμα εκτεθειμένο στις επιθέσεις. Πρόκειται για μια πόλη οχυρό».[2]   
   «Δεῖ τοίνυν νόμων ἡμῖν, ὥστε τούς μέν πονηρούς ἐξορίζειν, τούς δέ ἀγαθούς ἐγκρίνειν καί μή ἐᾶν(να μην αφήνουμε) κατεξανίστασθαι(να πολεμούν) τῶν ἀγαθῶν τούς πονηρούς» (Παράγραφος 9). Όπως σε μια πολιτεία αν θεσπίσει κανείς νόμους που δίνουν πολλά δικαιώματα στους κλέφτες ανατρέπει το παν και εάν οι στρατιώτες δεν χρησιμοποιήσουν την νόμιμη εξουσία τους τότε ανατρέπεται η ευταξία, το ίδιο κατ’ αναλογία συμβαίνει και με τους λογισμούς στην παιδική ψυχή. Χωρίς καμιά αμφιβολία, θα πρέπει να ελέγχεται σχολαστικά τι εισέρχεται σ’ αυτή. «Το καλό πρέπει να γίνει αμυντικά επιθετικό και η ανθρώπινη ύπαρξη πρέπει να μετατραπεί σε έναν ηθμό, που δεν θα επιτρέπει την είσοδο σε όσους έχουν κριθεί ως ξένα προς τον προορισμό τού ανθρώπου. Είναι λοιπόν απαραίτητη μια εντατική ‘‘ξενηλασία’’».[3]. Στην 3η «Περί Ἄννης» ομιλία τού ιερού Χρυσοστόμου υπάρχουν συναφείς αναφορές: «Διότι είναι χειρότεροι από ληστές αυτοί οι λογισμοί, που αιχμαλωτίζουν την ελευθερία των παιδιών, τα κάνουν δούλους των αλόγων παθών, κατατρυπώντας τα παντού και γεμίζοντας τη διάνοιά τους με πολλά τραύματα. Ας τα επιβλέπουμε λοιπόν καθημερινά και χρησιμοποιώντας το λόγο σαν μαστίγιο ας διώχνουμε όλα τα πάθη τού είδους αυτού» (MPG 54, 652-660)».[4]
    Η πόλη την οποία περιγράφει ο συγγραφέας είναι «Πόλις ξένους ἔχουσα πολίτας, οὔπω(ακόμη) οὐδενός ἐμπείρους. Τούς δέ τοιούτους μάλιστα εὔκολον ῥυθμίζειν. […]Οἱ δέ παντός ἄπειροι εὐκόλως ἄν δέξοιντο τούς παρά σοῦ νόμους». «Καί τῶν παραβαινόντων γενοῦ προστάτης(φρόντισε να μην καταπατούνται)». «Καί προσέχετε ἀκριβῶς. ‘Υπέρ γάρ τῆς οἰκουμένης ἡμῖν ἡ νομοθεσία» (Παράγραφοι 10-12). Για τις φράσεις αυτές γράφει ο Μωραΐτης: «Η αγωγή καθίσταται πανίσχυρη. Μπορούμε δια της πλήρους επίβλεψης της αγωγής και δια της κατάλληλης και σκόπιμης επενέργειας εκ των έξω να κατορθώσουμε το παν. Και αλλού είναι ακόμη πιο αισιόδοξος (ο συγγραφέας), για ό, τι μπορεί να κατορθώσει η αγωγή».[5]
   Πιο συγκεκριμένα «Ἔστωσαν οὖν οἱ μέν περίβολοι καί πύλαι τέσσαρες αἰσθήσεις». «Πύλαι δέ αὐτῷ οἱ ὀφθαλμοί, ἡ γλῶσσα, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, εἰ βούλει καί ἡ ἁφή» (Παράγραφος 12). Αυτές είναι οι δίοδοι τόσο των αγαθών όσο και των πονηρών λογισμών. Πρώτη σε σημασία είναι η πύλη της γλώσσας. Γι’ αυτήν προτείνεται, σύμφωνα με τη φωνή τού προφήτη και βασιλιά Δαβίδ: «Κατασκευάσωμεν οὖν αὐτῇ θύρας καί μοχλούς ἀπό χρυσίου, τά λόγια τοῦ Θεοῦ». «Διδάσκωμεν ταῦτα διά παντός ἐν τοῖς χείλεσι στρέφεσθαι, μή ἁπλῶς μηδέ περιέργως(όχι τυχαία και άσκοπα) μηδέ σπανιάκις, ἀλλά διηνεκῶς(συνέχεια)». «Ῥήματα παιδεύοντες τό παιδίον φθέγγεσθαι σεμνά καί εὐσεβῆ». «Τούς ὑβριστικούς λόγους καί λοιδόρους(χλευαστικούς), τούς ανοήτους, τούς αἰσχρούς, τούς βιωτικούς, τούς κοσμικούς, πάντας ἐξελάσωμεν» (Παράγραφος 13). «Θές νόμον εὐθέως μηδένα ὑβρίζειν, μηδένα βλασφημεῖν, μή ὀμνύναι(να μην ορκίζεται), ἄμαχον εἶναι(να είναι υποχωρητικός)» (Παράγραφος 15). Ευθύς αμέσως ο συγγραφέας παρουσιάζει λογικές σωφρονιστικές μεθόδους σε περίπτωση που το παιδί δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες: Βλέμμα αυστηρό, λόγια δηκτικά, καλοπιάσματα και υποσχέσεις, φόβος από απειλές εφαρμόσιμες, που όμως δεν θα εφαρμόζονται. Τίθεται κατηγορηματικά κατά της σωματικής τιμωρίας, διότι συνεπάγεται την καθόλου επιθυμητή ασφαλώς αδιαφορία από πλευράς του παιδιού. Ειδικά για το βλέμμα αναφέρεται: «Το βλέμμα τού παιδαγωγού ορίζει και εγείρει το έργο του ως αξία ηθική και αισθητική. Το βλέμμα τού παιδαγωγού διαπερνά, διαλύει και ανασυνθέτει. Είναι το απόλυτο, που κοιτώντας ιδρύει».[6]
    Και τί είναι αληθινά χρήσιμο να διδάσκεται το παιδί; «Δίδαξον αὐτόν ἐπιεικῆ(καλόγνωμος) εἶναι καί φιλάνθρωπον. Ἄν ἴδῃς διαβάλλοντα(να συκοφαντεί) τινα, ἐπιστόμισον(κλείσε του το στόμα) καί τήν γλῶτταν κατά τῶν ἁμαρτημάτων τῶν αὑτοῦ μετάστησον(κάνε τον να παραδεχθεί τα δικά του ελαττώματα)» (Παράγραφος 16). Η αγάπη στους συνανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους επιβάλλει να εκφραζόμαστε γι’ αυτούς με λόγια επαίνου, φιλοφροσύνης και καλοσύνης. Είναι καλό να διδαχθεί το παιδί την αυτοκριτική. Κανείς δεν έχει το προνόμιο της άψογης τελειότητας. Η στροφή στα έσω αποτρέπει από το να κατακρίνει κανείς αρνητικά σημεία των άλλων. «Η θύρα της γλώσσας ακτινοβολεί και αντιπροσφέρει την αγάπη στους άλλους. Ο ευχάριστος, σεμνός και ευσεβής λόγος οικοδομεί την ύπαρξη των ακουόντων, αλλά και τού ομιλούντος. Ο καλός λόγος δεν είναι μόνο η καλή έκφραση της εξωτερικής συμπεριφοράς, αλλά έχει σμιλευτεί στα έγκατα και στα βάθη τού πυρήνα τής ύπαρξης, για να εξωτερικευθεί επιεικής και φιλάνθρωπος στην αγαπητική επικοινωνία της προσφοράς, ως κενότητας και πληρότητας τής ύπαρξης».[7]
   Χρειάζεται σύμπνοια για να αποκτηθεί η συνήθεια να μιλά κανείς ευγενικά και με σύνεση, δίχως να μεταχειρίζεται απρεπείς και χυδαίες λέξεις και φράσεις. Στην εξάσκηση της καλής και ενδεδειγμένης έκφρασης θα συντελέσει για μια ακόμη φορά το παράδειγμα τού  παιδαγωγού, τής μητέρας, τού συνοδού τού παιδιού. Ο συγγραφέας εκφράζει την αισιόδοξη πεποίθηση, ότι τα καλά αποτελέσματα θα γίνουν γρήγορα ορατά, όταν έγκαιρα και εξαρχής οι γονείς χειραγωγήσουν με κάθετο τρόπο τα παιδιά. Σημειώνει με οξυδέρκεια ο Β. Σκιαδάς: «Συχνά ακούγεται ο παραλογισμός, ότι «οι μεγάλοι μπορούν να μιλούν όπως θέλουν, αλλά όχι και τα παιδιά». Κάτι τέτοιο εδραιώνει στο παιδί την πεποίθηση ότι η άσχημη γλώσσα είναι ένα συναρπαστικό προνόμιο των μεγάλων, το οποίο αν μιμηθούν θα γίνουν και αυτά μεγάλα. Τα παιδιά μιλάνε συνήθως καθώς μιλάνε και τα πρόσωπα τού περιβάλλοντός τους. Η αγωγή της γλώσσας τού παιδιού θα επιτευχθεί κυρίως με το δικό μας παράδειγμα(των γονέων), αλλά και όλων εκείνων με τους οποίους το παιδί έρχεται σε επαφή».[8] Ειδικά για το παράδειγμα της μητέρας έγινε σχετική αναφορά σε άλλο παιδαγωγικό σύγγραμμα τού Χρυσοστόμου. Εδώ ας σημειωθεί μόνο, ότι «ο Αυγουστίνος έγραφε για τη μητέρα του Μόνικα: ‘‘μου μιλούσε μέσω των αρετών της’’».[9]
     Ενώ από την πρώτη πύλη της γλώσσας-ομιλίας μπορούν μόνο να βγαίνουν πολίτες-λογισμοί, από τη δεύτερη πύλη, αυτή της ακοής, μπορούν αντιθέτως μόνο να μπαίνουν λογισμοί. Οι δύο πύλες σχετίζονται βέβαια στενότατα. «Ὁ γάρ μή ἀκούων αἰσχρά μηδέ πονηρά, οὐδέ φθέγγεται αἰσχρά» (Παράγραφος 21). «Μηδέν οὖν ἄτοπον(άπρεπο) ἀκουέτωσαν οἱ παῖδες μήτε παρά οἰκετῶν, μήτε παρά παιδαγωγοῦ, μήτε παρά τροφέων» (Παράγραφος 22). «Μή τοίνυν μηδέ μύθους ἀκουέτωσαν ληρώδεις(ανόητους) καί γραώδεις» (Παράγραφος 23). Ας μην ακούν τα παιδιά παραμύθια πολύ ανόητα ή τρομακτικά. Το περιβάλλον τού σπιτιού και οι άνθρωποι που το περιστοιχίζουν είναι ανάγκη να είναι καθαρά από άπρεπα, ανήθικα και άλλα επιβλαβή λόγια. «Ἔστωσαν φανεροί (δοκιμασμένοι), ὥσπερ ἀγάλματι προσιόντες οἱ συναντιλαμβανόμενοι (όσοι βοηθούν) τῆς τέχνης ἡμῖν».
    Ως διέξοδο για τις στιγμές που τα παιδιά είναι κουρασμένα από τα μαθήματα και επειδή «φιλεῖ ἡ ψυχή τοῖς παλαιοῖς ἐνδιατρίβειν διηγήμασιν» (Παράγραφος 24), ο συγγραφέας προτείνει ιστορίες από τη Βίβλο. Τα παιδιά προσφέρουν από μόνα τους ευκαιρίες και αφορμές να τα διδάξει κανείς, αρκεί αυτός να έχει την παρατηρητικότητα να τις αντιλαμβάνεται και να τις αξιοποιεί: «Χρησιμοποιούμε» την ανάγκη τού παιδιού για χαλάρωση: Είναι ένα ζήτημα που αφορά τόσο την ψυχολογία τού παιδιού όσο και την εκπαιδευτική ηθική (εάν το παιδί βρίσκει ευχάριστη την εκπαίδευσή του δεν θα εγείρει εμπόδια)».[10] Η δε απόλαυση από τα διηγούμενα είναι κατά τον ιερό Πατέρα μέσο και όχι σκοπός καθαυτή. Είναι παραχώρηση στην αδύναμη ανθρώπινη φύση. Και να πως αυτό γίνεται σαφές: «Στην έντεχνη χρήση των καλών διηγήσεων η σύγχρονη επιστήμη μπορεί να επισημάνει ένα πλήθος παιδαγωγικών αρχών: Μπορεί να βρει την ερώτηση και το διάλογο ανάμεσα στον παιδαγωγό και τον παιδαγωγούμενο, την εξήγηση, την εσωτερική εποπτεία, την εξαγωγή ηθικών διδαγμάτων, την εφαρμογή κ. ά.».[11]
   Στο παράδειγμα που παρατίθεται στο κείμενο αναλύεται ο τρόπος, με τον οποίο ενδείκνυται να παρουσιαστεί στα παιδιά η ιστορία των αδελφών Κάιν και Άβελ. Δίνονται λοιπόν οι εξής οδηγίες, που ισχύουν γενικότερα: «Καί καταγλύκαινε τά διηγήματα, ὥστε τινά εἶναι τῷ παιδί καί τερπνότητα καί μή ἀποκάμνειν αὐτῷ τήν ψυχήν(το νου)». «Εἶτα αὐτόν καί διανάστησον(μίλησε με ζωηρότητα) μηδέν ψευδές ἐπιφέρων» (Παράγραφος 24). Όσοι αφηγούνται είναι καλό να φέρνουν τα λεγόμενα στα μέτρα του κόσμου τού παιδιού, ώστε να μπορεί αυτό να αποκομίσει αληθινά κάτι ωφέλιμο από ό, τι ακούει. Εδώ, δηλαδή, συνιστώνται οι διασκευές, ως δείγμα ευαισθησίας απέναντι στα παιδικά συναισθήματα και σε όσα μπορεί να κατανοήσει ένα παιδί ως συμπέρασμα-δίδαγμα. Και μάλιστα αυτό το δίδαγμα είναι σκόπιμο να μεταδίδεται, αφού το παιδί έχει ακούσει πολλές φορές την ιστορία και την έχει διηγηθεί και το ίδιο.
    «Καί ὅταν κατάσχῃ τό διήγημα, τότε αὐτῷ καί το κέρδος ἐρεῖς» (Παράγραφος 25).Ένα δεύτερο παράδειγμα, αυτό της ιστορίας τού Ισαάκ και των γιών του Ησαύ και Ιακώβ, είναι κατάλληλη για τα παιδιά και επειδή έχει περισσότερη δράση από την προηγούμενη και γιατί διδάσκει πολλά: σεβασμό και τιμή προς τους γονείς, η λαιμαργία βλάπτει, η οποιαδήποτε απάτη αποκαλύπτεται, ελπίδα στην άνωθεν βοήθεια, δεν καταφρονούμε τη φτώχεια, γενναιότητα και καρτερία στις συμφορές.
    Διακόπτοντας την ανάλυση των διδαγμάτων που προσφέρει η ιστορία τού Ιακώβ και τού Ησαύ, ο Συγγραφέας κάνει μια παρέμβαση και μιλά για τα ονόματα των παιδιών. Παίρνει αφορμή γι’ αυτό από το γεγονός, ότι ο Θεός άλλαξε το όνομα του Ιακώβ σε Ισραήλ, κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού οράματος που είχε, καθώς καταδιωκόταν από το μεγαλύτερο αδελφό του. Τα ονόματα που οι γονείς δίνουν στα παιδιά τους είναι καλό να είναι ονόματα αγίων, ώστε να γίνονται γι’ αυτά αφορμή εξάσκησης της αρετής. «Τοῦτο οὖν καί ὑμᾶς παρακαλῶ ταῖς τῶν δικαίων προσηγορίαις ἐπονομάζειν τά ὑμέτερα παιδία» (Παράγραφος 34).
    Ο βαθμός δυσκολίας και το βάθος των νοημάτων που περιέχει μια ιστορία είναι καλό να αυξάνονται ανάλογα με την ηλικία των παιδιών- ακροατών. «Μετά δέ ταῦτα λέγε αὐξηθέντι καί φοβερώτερα διηγήματα. Ἁπαλῇ μέν γάρ οὔσῃ τῇ διανοίᾳ τοσοῦτον ἐπιτίθει βάρος ἵνα μή καταπλήξῃς(να μην το καταπιέσεις)» (Παράγραφος 37). Αφού συμπληρώσει τα δεκαπέντε ας ακούσει το παιδί για την κόλαση και όταν γίνει δεκαοκτώ να ακούσει για τις τιμωρίες του Θεού (Σόδομα, κατακλυσμός, Εβραίοι στην έρημο προς τη γη της επαγγελίας). Κάθε διδαχή έχει τον κατάλληλο καιρό. «Είναι σοβαρό παιδαγωγικό σφάλμα να μιλάμε στα μικρά παιδιά για τους δαίμονες, διότι, αν ένα παιδί ακούσει μια φορά πώς ακριβώς αυτοί είναι, είναι αδύνατο να μην αρχίσει να τους φαντάζεται και θα οδηγηθεί έτσι σε μια πολύ επικίνδυνη πνευματική κατάσταση. Η ιδέα της κόλασης φοβίζει τα παιδιά και βεβαίως όχι με τον τρόπο που ενδεχομένως φοβίζει τους ενηλίκους. Αυτό το οποίο πρέπει να καλλιεργήσουμε στα παιδιά δεν είναι ο φόβος της κολάσεως, αλλά η αγάπη στο Θεό».[12]
     Επόμενη πύλη είναι η όσφρηση: «Οὐδέν οὕτως ἐκλύει(αδυνατίζει) τόνον ψυχῆς, οὐδέν οὕτως χαλᾷ(χαλαρώνει), ὡς τό εὐωδίαις ἤδεσθαι(το να απολαμβάνει)» (Παράγραφος 39). Οι πειρασμοί δυναμώνουν, ο  χαρακτήρας τού παιδιού γίνεται μαλθακός και αδύναμος στις δύσκολες συνθήκες, εφόσον δεν έχει υποστεί την παραμικρή σκληραγωγία και οι προϋποθέσεις για πνευματική πρόοδο καταστρέφονται. Σκόπιμο είναι κατά τις απόψεις τού Χρυσοστόμου να αναπνέει το παιδί τον καθαρό αέρα της φύσης. Πράγματι, οι συχνές εξορμήσεις για άθληση, παιχνίδι ή περιπάτους στη φύση συνιστούν μια πολύ καλή διέξοδο εκτόνωσης για τα παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας και συντελούν- ιδιαίτερα στην εποχή μας- στην καλλιέργεια του σεβασμού απέναντι σε ό, τι ανήκει στο φυσικό περιβάλλον. Και είναι βεβαίως μια ευκαιρία να αισθανθούν ανεμπόδιστα   την παρουσία τού Θεού, κάτι που κάποτε φαίνεται δύσκολο στο χώρο της καθημερινότητας, όπου βρίσκονται ασφυκτικά κυκλωμένα από τα επιτεύγματα τού τεχνικού πολιτισμού.
     Η πύλη, η οποία ευλόγως παρουσιάζει τη μεγαλύτερη δυσκολία να περιφρουρηθεί ακολουθεί στη συνέχεια: «Ἔστιν καί ἑτέρα πύλη, δυσφύλακτος, ἡ τῶν ὀφθαλμῶν. (Παράγραφος 40).  Σφοδρῶν ἐνταῦθα χρή τῶν νόμων» «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τό παιδίον, ἵνα μή λύμην(διαφθορά) ὁλόκληρον καί διά τῆς ἀκοῆς καί διά τῶν ὀφθαλμῶν δέχηται» (Παράγραφος 41). Η εμβέλεια των ματιών είναι μεγάλη και η όραση ως αίσθηση πολύ ισχυρή. Κάθε εικόνα που για οποιοδήποτε λόγο προκαλεί το ενδιαφέρον των ματιών εντυπώνεται στον εγκέφαλο. Χρειάζεται επομένως δυνατή θέληση για να καθοδηγεί κανείς την αίσθηση αυτή.
     Στο σύνολο του έργου του ο Χρυσόστομος καταγγέλλει τα δημόσια θεάματα, ειδικότερα τον ιππόδρομο και το θέατρο, ως χώρους ακατάλληλους για όσους έχουν επιλέξει το χριστιανικό τρόπο ζωής.  Πάρα πολλές φορές και με έντονο τρόπο, όταν αγανακτεί, αποτρέπει να βρίσκονται οι χριστιανοί στους χώρους αυτούς, μια που μόνο επιζήμιοι μπορούν να αποβούν γι’ αυτούς. Και όχι αδικαιολόγητα:  «Στους χορούς επικρατούσε το ανατολίτικο ύφος τής προκλητικότητας. Η χαλάρωση και η έκλυση των ηθών ήταν φυσικό και επόμενο. Ο ι. Χρυσόστομος χαρακτηρίζει το θέατρο θρόνο πανώλης, σκηνή ανηθικότητας, σχολείο ακολασίας».[13] Για το νοσηρό αυτό κλίμα της διαφθοράς πιο συγκεκριμένες πληροφορίες δίδει ο Κορνιτσέσκου: «Στον δ΄ αιώνα οι παραστάσεις χαμηλής ποιότητας έργων ήταν πολλές και αποτελούσαν συνηθισμένο μέσο ψυχαγωγίας, στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων. Παραστάσεις έργων χείριστης ποιότητας, τα οποία εξέθεταν με ωμή φυσικότητα τα ανθρώπινα ελαττώματα (παντομίμα, σατυρικός χορός). Γελοιοποιούνταν όλοι, από τον μεθυσμένο σύζυγο μέχρι και τους επισκόπους, παριστάνονταν ακόλαστες πράξεις και ξεστομίζονταν φράσεις με διφορούμενο ανήθικο νόημα».[14] Επομένως, κατανοεί κανείς τους λόγους για τους οποίους δεν θεωρείται φρόνιμο να παρακολουθούν τα παιδικά μάτια τέτοιας φύσεως θεάματα.
    Προκειμένου δε να αποφευχθούν τα επίμονα και επιβλαβή βλέμματα προς το παιδί προτείνεται η σεμνή του εμφάνιση. «Τό πολύ τοῦ καλλωπισμοῦ περιελεῖν(περιορίζει)» (Παράγραφος 42). «Ἀλλά δεῖξον αὐτῷ κάλλη ἕτερα καί ἀπάξεις ἐκεῖθεν τούς ὀφθαλμούς, οἷον τόν οὐρανόν, τόν ἥλιον, τούς ἀστέρας, τῆς γῆς τά ἄνθη, λειμῶνας, βιβλίων κάλλη» (Παράγραφος 44). Ας ψυχαγωγείται το παιδί με τρόπους και μέσα που δεν προκαλούν βλάβες ψυχικές και πνευματικές. Και ας μαθαίνει από νωρίς ότι, σε αντίθεση με την εφήμερη σωματική ομορφιά, η ομορφιά της ψυχής και τού πνεύματος είναι αυτή που χαρίζει την πληρότητα τής ευτυχίας, έλκει και τέρπει όσους συναναστρέφονται μαζί του, πολύ συχνά δε χαρίζει στα χαρακτηριστικά μια ξεχωριστή γλυκύτητα και χάρη. «Διαλέγου αὐτῷ περί κάλλους ψυχῆς» (Παράγραφος 47).
    Οι εναλλακτικές λύσεις στη χριστιανική αγωγή για την δικαιολογημένα τόσο απαραίτητη ψυχαγωγία είναι πολλές. «Το πρόβλημα της ψυχαγωγίας τού παιδιού και της εναλλαγής παραστάσεων είναι υπαρκτό. Χρειάζεται σίγουρα το καλό θέαμα: ένα ντοκιμαντέρ, κάποια εξερευνητική εκπομπή και ό,τι άλλο θα ψυχαγωγεί, θα ευχαριστεί και θα μορφώνει, χωρίς ‘‘να προτρέπει βιαίως πως προς τα φαινόμενα καλά’’ κατά την έκφραση τού αγ. Μαξίμου, δηλαδή χωρίς να παρασύρει βίαια σ’ εκείνα που φαινομενικά μόνο παρουσιάζονται σαν καλά».[15]
    Ακολουθεί η πύλη τής αφής που εκτείνεται σε όλο το σώμα: «Δοκοῦσα(φαίνεται σαν να είναι) μέν κεκλεῖσθαι, ὥσπερ δέ ἀνεῳγμένῃ, οὕτω πάντα ἔνδον παραπέμπουσα». Είναι η πλέον ανοιχτή αίσθηση. «Ταύτην μήτε ἁπαλοῖς ἱματίοις μήτε σώμασι προσομιλεῖν(να έρχεται σε επαφή) ἀφῶμεν. Σκληράν αὐτήν καταστήσωμεν» (Παράγραφος 48).  Σκοπός των νόμων της πόλης-ψυχής είναι να καλλιεργήσουν την αρετή, να καταργήσουν πιθανές αρνητικές ροπές και να κάνουν κάθε πάθος να ατροφήσει.
    Παραπέμποντας στην πλατωνική τριμερή διαίρεση της ψυχής, ο Συγγραφέας αναφέρεται έπειτα στην αγωγή της εσωτερικής ζωής και συγκεκριμένα ορίζει πρώτον την ψυχική ορμή που «κατοικεί» στην καρδιά, δεύτερον την επιθυμία, που εδρεύει στο ήπαρ και τρίτον τη νόηση, που βρίσκεται ασφαλώς στον εγκέφαλο. Καθένα από τα τρία μέρη αυτά διαθέτη μια αρετή και μια κακία. Η ψυχική ορμή έχει ως αρετή τη φρονιμάδα και την καλοσύνη, ως κακία το θράσος και τη σκληρότητα. Η επιθυμία έχει ως αρετή τη σωφροσύνη και ως κακία την ασέλγεια. Η νόηση έχει ως αρετή τη φρόνηση και ως κακία την ανοησία. Ο Β. Σκιαδάς επισημαίνει: «Στην καλλιέργεια της ψυχικής ορμής(ενός ακμαίου δηλαδή βουλητικού) θα συμβάλλουν η αυτοεξυπηρέτηση, η αυτοκυριαρχία και αυτοσυγκράτηση από τα πείσματα και τις άλλες αδυναμίες. Στην ανάπτυξη ενός υγιούς επιθυμητικού θα συμβάλλει η επέκταση της αγάπης και πέραν των προσώπων τού άμεσου περιβάλλοντος τού παιδιού. Στην δε πρόοδο τού λογιστικού θα συμβάλλει η επέκταση των γνωστικών κύκλων τού παιδιού και η διεύρυνση των γνωστικών του οριζόντων». [16]

Συνεχίζεται…


[1] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου, σελ. 57- 58
[2] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 55- 56
[3] Ε. Θεοδωροπούλου, όπ. π., σελ. 56
[4] Βενέδικτος Ιερομόναχος Αγιορείτης, Χρυσοστομικός Άμβων, Τόμος Γ΄, σελ. 208
[5] Δ. Μωραΐτης, Ιωάννου του Χρυσοστόμου «Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τους γονέας ἀνατρέφειν τά τέκνα», σελ 12
[6] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας, σελ. 88
[7] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου,  σελ. 75
[8] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 92
[9] Αδελφότητα Θεολόγων ΖΩΗ, Το παιδί- Ένας άγνωστος κόσμος,  σελ. 152
[10] Ε. Θεοδωροπούλου, Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Σειρά: Κείμενα Παιδείας,  σελ. 39
[11] Β. Σκιαδάς, Αγωγή-μόρφωση-Ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 94
[12] Αδελφή Μαγδαληνή,  Σκέψεις για τα παιδιά στην Ορθόδοξη εκκλησία σήμερα,  σελ. 80
[13] Α. Παναγόπουλος, Στοιχεία παιδαγωγικής ανθρωπολογίας ιερού Χρυσοστόμου,  σελ. 43- 45
[14] Κ. Κορνιτσέσκου, Ο ανθρωπισμός κατά τον ιερόν Χρυσόστομον,  σελ. 93- 94
[15] Β. Σκιαδάς, Αγωγή- μόρφωση- ψυχαγωγία τού παιδιού. Χριστιανική παιδαγωγική θεώρηση,  σελ. 95
[16] Β. Σκιαδάς, όπ. π.,  σελ. 97 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...