Πρίν ἀπό κάθε εὐλογημένη
στιγμή ὁ ἄνθρωπος ἔχει συνήθως βαδίσει ὡς πρό-δρομο ἕνα ἀθέατο
μονοπάτι, πάνω του καί μέσα του. Μοιάζει μέ τούς στενούς χωματόδρομους
στά σκοτεινά δάση: δύσκολα φαίνεται, ἀργά βαδίζεται, χάνεται καί ξαναβρίσκεται.
Τό κλείνει πυκνή, ἄγρια βλάστηση, τό διακόπτουν πεσμένοι κορμοί δέντρων πελωρίων
κι ἄλλοι ὀρθοί καί ἀπρόσιτοι. Ἀπροσδόκητα ὕψη βράχων ὀρθώνονται, ἀφάνταστη ἄμμος
αἴφνης καί τά βήματα πού τό χάραξαν σβήνουν.
Προδρομεῖ χαμένο καί χαμένος αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος πού τό ἔχει πάρει. Συνεχίζει ὡστόσο τήν ὡραία παράνοια του. Ἡ ἀποκαρδίωση τόν κοιτάζει μέ χίλια μάτια ἀπό παντοῦ κι ὅλο ἐγγύτερά του πλησιάζει.
Πολιορκημένη ἀπό τήν ἄμμο τῶν Λειβαδιῶν τῆς Νάξου, ἡ Γέννα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἱστορεῖται στό τέμπλο τοῦ ἀριστεροῦ παρεκκλησίου ἑνός δίκλιτου ναοῦ.
Στοχαστική καί ἔκθαμβη ἡ Ἄννα κοιτάζει μέ ὅλη τήν ἀποκτημένη σοφία καί τό κάλλος τῆς σοβαρότητας στό ὥριμο πρόσωπο μιᾶς πλήρως ἐνήλικης γυναίκας. Ἀνασηκωμένη στήν κλίνη της κοιτάζει τό Βρέφος, τήν Θεία Παιδίσκη καθώς οἱ χαρούμενοι βοηθοί τῆς κάνουν τό πρῶτο της λουτρό.
Στό κέντρο τῆς ἱστόρησης παρατίθεται ἔκτακτη Τράπεζα. Ἀναμένονται ὡς φαίνεται Φιλοξενούμενοι. Θά δοθεῖ Δεῖπνο.
Μπορεῖς νά μείνεις ὧρες μπροστά στήν Εἰκόνα. Οἱ Χρόνοι πού καλύπτει εἶναι ἄπειροι, τά Γεγονότα πού συμπυκνώνει ἔξ ἴσου ἄπειρα. Συμπεριλαμβάνεσαι καί ὁ ἴδιος μέ τήν μικρή σου ἱστορία, τήν μερίδα σου στόν πόνο, στήν στειρότητα, στήν ἀτίμωση, στήν ἀπόγνωση. Στή λύτρωση τῆς χαρᾶς ἐπίσης.
Ἡ ἐνηλικότητα τῆς Ἁγίας Ἄννας μιλάει γιά τό χαμένο μονοπάτι πού βάδισε παραδίδοντας τόν ἑαυτό της, μή παραιτούμενη ἐντούτοις τῆς ἐπιθυμίας της. Γιά ποιά παράδοση καί γιά ποιάν ἐπιθυμία πρόκειται; Δίπλα της τό προδρομικό μυστήριο τοῦ Ἰωακείμ ὅλα τά χρόνια.
Ἄν τῆς εὐκαρπίας προηγεῖται μιά μακρόχρονη "στειρότητα", γιατί νά ἀφήνουμε τήν προσοχή μας νά τρέμει ἔμφοβη στίς ἀπειλές τῶν ἄγονων καιρῶν; Ἴσως γιατί ἀκόμη κι ἡ ἄμμος φαντάζει ὄχι μόνο λιγότερο ἄνυδρη μπροστά τους ἀλλά καί πιό στερημένη ὑποσχέσεων καρποφορίας. Ὅμως οὔτε σ’ αὐτή τήν στέρηση προσδοκιῶν ὀφείλεται ἡ φοβισμένη ἀβεβαιότητα τῶν πελμάτων μας. Εἶναι μᾶλλον ἡ βιαιότητα μέ τήν ὁποία οἱ σύγχρονοι ἄνεμοι ἐπαναληπτικά ἐπιχειροῦν νά σβήσουν τό παραμικρό ἴχνος τῶν προπορευθέντων. Κι οὔτε πάλι τό ἴδιο τό ἴχνος τους καθεαυτό ἀλλά κάτι πολύ περισσότερο: τήν σημασία του.
Χρόνοι καί Γεγονότα σμικρύνονται ἕως τήν ἔσχατη μείωσή τους: δέν μᾶς ἀφοροῦν. Γίνονται μόνον τοιχογραφίες κι ὄχι πλέον ἐξιστορήσεις σφοδρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπίμονων αἰτημάτων, ζωντανῶν διαλόγων, περιπετειῶν στίς ὁποῖες θά μποροῦσε νά ἀναγνωρίσει κανείς συντρόφους πολύ πρίν ἀπ’ αὐτόν, διευρύνοντας ἔτσι τά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του μέσα σέ μιά διαρκῶς ἀνατέλλουσα προοπτική.
Δέν γνωρίζει οὔτε ἀπό παρόμοια διεύρυνση οὔτε ἀπό παρόμοια ἀνατολή ἡ λεγόμενη νεωτερικότητα. Ὅ,τι ἐμποδίζει τόσο τά βήματα εἶναι πώς οἱ προπορευθέντες ἀποσυνδέθηκαν ἀπό τή σημασία τους γιά τή ζωή μας τ ώ ρ α.
Παραταῦτα τό βλέμμα τῆς Ἄννας ἐξακολουθεῖ ἑστιασμένο ἐπίμονα, ἐκστατικά σοβαρό. Τό κεκλιμένο σῶμα της, ἀπό τή μέση ὀρθή σάν ἕτοιμη νά πετάξει, συμμετέχει στραμμένο ὁλόκληρο κι αὐτό. Π ο ῦ καί τ ί ἀκριβῶς κοιτάζει ἡ ἤδη λεχώνα;
Μπορεῖ ἄλλοτε τήν πορεία τοῦ βλέμματος της νά παρακολουθοῦσαν ἀνθηρές συλλογικότητες μικρῶν ἤ μεγάλων λαῶν, ἐνῶ σήμερα ἀνθηρές ἀγωνίες μοναχικότητας. Καθώς ὅμως ὁ Χριστός δέν εἶπε στούς ἀνθρώπους νά γίνουν «ἐπιτυχημένοι» ἀλλά καρποφόροι κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε ἱστορικές συνθῆκες, ὁ ὑμνητικός στίχος ἀποκαλύπτει τήν ε ὐ-κ α ι ρ ί α :
Ἡ στείρα τίκτει τήν Θεοτόκο καί...
..........τό Φῶς τῆς Ζωῆς ἡμῶν.
Προδρομεῖ χαμένο καί χαμένος αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος πού τό ἔχει πάρει. Συνεχίζει ὡστόσο τήν ὡραία παράνοια του. Ἡ ἀποκαρδίωση τόν κοιτάζει μέ χίλια μάτια ἀπό παντοῦ κι ὅλο ἐγγύτερά του πλησιάζει.
Πολιορκημένη ἀπό τήν ἄμμο τῶν Λειβαδιῶν τῆς Νάξου, ἡ Γέννα τῆς Ἁγίας Ἄννας ἱστορεῖται στό τέμπλο τοῦ ἀριστεροῦ παρεκκλησίου ἑνός δίκλιτου ναοῦ.
Στοχαστική καί ἔκθαμβη ἡ Ἄννα κοιτάζει μέ ὅλη τήν ἀποκτημένη σοφία καί τό κάλλος τῆς σοβαρότητας στό ὥριμο πρόσωπο μιᾶς πλήρως ἐνήλικης γυναίκας. Ἀνασηκωμένη στήν κλίνη της κοιτάζει τό Βρέφος, τήν Θεία Παιδίσκη καθώς οἱ χαρούμενοι βοηθοί τῆς κάνουν τό πρῶτο της λουτρό.
Στό κέντρο τῆς ἱστόρησης παρατίθεται ἔκτακτη Τράπεζα. Ἀναμένονται ὡς φαίνεται Φιλοξενούμενοι. Θά δοθεῖ Δεῖπνο.
Μπορεῖς νά μείνεις ὧρες μπροστά στήν Εἰκόνα. Οἱ Χρόνοι πού καλύπτει εἶναι ἄπειροι, τά Γεγονότα πού συμπυκνώνει ἔξ ἴσου ἄπειρα. Συμπεριλαμβάνεσαι καί ὁ ἴδιος μέ τήν μικρή σου ἱστορία, τήν μερίδα σου στόν πόνο, στήν στειρότητα, στήν ἀτίμωση, στήν ἀπόγνωση. Στή λύτρωση τῆς χαρᾶς ἐπίσης.
Ἡ ἐνηλικότητα τῆς Ἁγίας Ἄννας μιλάει γιά τό χαμένο μονοπάτι πού βάδισε παραδίδοντας τόν ἑαυτό της, μή παραιτούμενη ἐντούτοις τῆς ἐπιθυμίας της. Γιά ποιά παράδοση καί γιά ποιάν ἐπιθυμία πρόκειται; Δίπλα της τό προδρομικό μυστήριο τοῦ Ἰωακείμ ὅλα τά χρόνια.
Ἄν τῆς εὐκαρπίας προηγεῖται μιά μακρόχρονη "στειρότητα", γιατί νά ἀφήνουμε τήν προσοχή μας νά τρέμει ἔμφοβη στίς ἀπειλές τῶν ἄγονων καιρῶν; Ἴσως γιατί ἀκόμη κι ἡ ἄμμος φαντάζει ὄχι μόνο λιγότερο ἄνυδρη μπροστά τους ἀλλά καί πιό στερημένη ὑποσχέσεων καρποφορίας. Ὅμως οὔτε σ’ αὐτή τήν στέρηση προσδοκιῶν ὀφείλεται ἡ φοβισμένη ἀβεβαιότητα τῶν πελμάτων μας. Εἶναι μᾶλλον ἡ βιαιότητα μέ τήν ὁποία οἱ σύγχρονοι ἄνεμοι ἐπαναληπτικά ἐπιχειροῦν νά σβήσουν τό παραμικρό ἴχνος τῶν προπορευθέντων. Κι οὔτε πάλι τό ἴδιο τό ἴχνος τους καθεαυτό ἀλλά κάτι πολύ περισσότερο: τήν σημασία του.
Χρόνοι καί Γεγονότα σμικρύνονται ἕως τήν ἔσχατη μείωσή τους: δέν μᾶς ἀφοροῦν. Γίνονται μόνον τοιχογραφίες κι ὄχι πλέον ἐξιστορήσεις σφοδρῶν ἐπιθυμιῶν, ἐπίμονων αἰτημάτων, ζωντανῶν διαλόγων, περιπετειῶν στίς ὁποῖες θά μποροῦσε νά ἀναγνωρίσει κανείς συντρόφους πολύ πρίν ἀπ’ αὐτόν, διευρύνοντας ἔτσι τά ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ του μέσα σέ μιά διαρκῶς ἀνατέλλουσα προοπτική.
Δέν γνωρίζει οὔτε ἀπό παρόμοια διεύρυνση οὔτε ἀπό παρόμοια ἀνατολή ἡ λεγόμενη νεωτερικότητα. Ὅ,τι ἐμποδίζει τόσο τά βήματα εἶναι πώς οἱ προπορευθέντες ἀποσυνδέθηκαν ἀπό τή σημασία τους γιά τή ζωή μας τ ώ ρ α.
Παραταῦτα τό βλέμμα τῆς Ἄννας ἐξακολουθεῖ ἑστιασμένο ἐπίμονα, ἐκστατικά σοβαρό. Τό κεκλιμένο σῶμα της, ἀπό τή μέση ὀρθή σάν ἕτοιμη νά πετάξει, συμμετέχει στραμμένο ὁλόκληρο κι αὐτό. Π ο ῦ καί τ ί ἀκριβῶς κοιτάζει ἡ ἤδη λεχώνα;
Μπορεῖ ἄλλοτε τήν πορεία τοῦ βλέμματος της νά παρακολουθοῦσαν ἀνθηρές συλλογικότητες μικρῶν ἤ μεγάλων λαῶν, ἐνῶ σήμερα ἀνθηρές ἀγωνίες μοναχικότητας. Καθώς ὅμως ὁ Χριστός δέν εἶπε στούς ἀνθρώπους νά γίνουν «ἐπιτυχημένοι» ἀλλά καρποφόροι κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε ἱστορικές συνθῆκες, ὁ ὑμνητικός στίχος ἀποκαλύπτει τήν ε ὐ-κ α ι ρ ί α :
Ἡ στείρα τίκτει τήν Θεοτόκο καί...
..........τό Φῶς τῆς Ζωῆς ἡμῶν.
Νατάσα
Κεσμέτη
πηγή ιστολόγιο ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΠΟΔΗΜΙΑΣ