Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οι Άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2012

Οι Κολλυβάδες στην ιστορία και το παρόν



      
Στην ιστορία της Εκκλησίας μας το Πνεύμα το Άγιο αναδεικνύει κάποιες πνευματικές προσωπικότητες, οι οποίες όχι μόνο χαρακτηρίζουν την εποχή τους, αλλά και γίνονται φωτεινοί φάροι για τις επερχόμενες γενεές. Γι' αυτό ατενίζοντας προς αυτούς μπορούμε και εμείς, οι «εις τους εσχάτους καιρούς καταντήσαντες», να διαπλεύσουμε ακίνδυνα, «αβρόχοις ποσί» την θάλασσα των πειρασμών, των παθών, των πλανών του διαβόλου και να φθάσουμε στο λιμάνι της «όντως ζωής», της απαθείας, του «σαββατισμού»· να επιτύχουμε την σωτηρία μας. Τέτοιοι ήταν οι Τρεις Ιεράρχες, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, οι Κολλυβάδες Πατέρες.
Η εμφάνιση των Κολλυβάδων κατά τον 18ο αιώνα στον αγιορειτικό και ευρύτερα τον ελλαδικό χώρο, προκαλεί μία δυναμική επιστροφή στις ρίζες της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως.
Οι φορείς αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως ονομάσθηκαν ειρωνικά από τους αντιπάλους τους στο Άγιον Όρος Κολλυβάδες, εξαιτίας του ότι αντέδρασαν στην αντιπαραδοσιακή μεταφορά της τελέσεως των μνημοσύνων από το Σάββατο στην Κυριακή, γιατί σωστά εκτίμησαν ότι προσβάλλεται έτσι ο αναστάσιμος και πανηγυρικός χαρακτήρας της ημέρας.
01.jpg
Συγκεκριμένα η αφορμή δόθηκε από τους μοναχούς της αγιορειτικής Σκήτης της Αγίας Αννης. Το 1754 οι Αγιαναννίτες μοναχοί εργάζονταν για την ανοικοδόμηση του Κυριακού (τού κεντρικού Ναού της Σκήτης). Αλλά επειδή έπρεπε να εργάζονται και το Σάββατο, πήραν την απόφαση να μην τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο σύμφωνα με την παράδοση που ίσχυε σε όλο το Άγιον Όρος, αλλά την Κυριακή μετά την Θεία Λειτουργία. Η απόφαση αυτή, που ερχόταν σε αντίθεση με την εκκλησιαστική παράδοση, σκανδάλισε τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, που ήταν τότε καθηγητής στην Αθωνιάδα Σχολή -τήν οποία προσφάτως, το 1749, είχε ιδρύσει η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου- και άρχισε δογματικό αγώνα εναντίον των Αγιαναννιτών. Ο ιεροδιάκονος Νεόφυτος ήταν ο πρωτουργός του κινήματος των Κολλυβάδων.
Βέβαια η τέλεση των μνημοσύνων ήταν μία μικρή λεπτομέρεια μέσα στο όλο ανακαινιστικό και παραδοσιακό έργο των Κολλυβάδων. Απλώς τονίσθηκε και διογκώθηκε εσκεμμένα από τους αντιπάλους τους, τους λεγομένους Αντικολλυβάδες ή Φιλελευθέρους, ώστε όχι μόνο να αποκρυβεί η όλη τους προσφορά, αλλά και να συκοφαντηθούν οι ίδιοι, γιατί ασχολούνταν με μικρά και ασήμαντα πράγματα, όπως είναι δήθεν τα μνημόσυνα και τα κόλλυβα. Αλλά και οι Μακκαβαίοι για μία μικρή λεπτομέρεια, για το ότι δεν υπήκουσαν στον βασιλιά Ναβουχοδονόσορα και δεν έφαγαν χοιρινό κρέας που το απαγόρευε η παράδοση των Πατέρων τους, υποβλήθηκαν σε φρικτά μαρτύρια και έγιναν Μάρτυρες και γνήσιοι ομοληγητές της πίστεως των Πατέρων· τους οποίους τιμούμε ως Αγίους της Εκκλησίας μας. Ο ομολογιακός χαρακτήρας της ορθοδόξου πίστεώς μας εκφράζεται όχι μόνο στο δογματικό επίπεδο, αλλά και στο ηθικό και γενικότερα το παραδοσιακό.
Αλλη αφορμή για την εμφάνιση των Κολλυβάδων δόθηκε με την έκδοση δύο βιβλίων, του πρώτου το 1777 και του δευτέρου το 1783, τα οποία αναφέρονταν στην ανάγκη της συχνής θείας Μεταλήψεως και προερχόταν από τον κύκλο των Κολλυβάδων. Το δεύτερο βιβλίο, του οποίου συγγραφείς είναι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς επίσκοπος Κορίνθου, καταδικάσθηκε από το Πατριαρχείο το 1785, γιατί δήθεν δημιουργούσε σκάνδαλα και διχόνοιες. Αργότερα όμως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο πρόβαλε το βιβλίο αυτό ως ψυχωφελές και σωτήριο και με Πατριαρχικό και Συνοδικό γράμμα αθώωσε τους συγγραφείς του.
Μαζί με τον ιεροδιάκονο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη συντάχθηκαν αρχικά οι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος Σχολής, άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, Χριστόφορος ο Προδρομίτης ο εξ Αρτης και οι ιερομόναχοι Αγάπιος ο Κύπριος, Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Παρθένιος ο αγιογράφος και Παΐσιος ο καλλιγράφος. Ας επισημάνουμε μεταξύ των πρωτοστατών της κινήσεως των Κολλυβάδων τον Κύπριο ιερομόναχο Αγάπιο, που αποτελεί καύχημα για το νησί μας, την «νήσο των Αγίων». Αργότερα προστέθηκαν και ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγάλος άγιος και σοφός διδάσκαλος του Γένους· ο άγιος Μακάριος επίσκοπος Κορίνθου, που καταγόταν από την επιφανή οικογένεια των Νοταράδων· ο ιερομόναχος Διονύσιος ο Σιατιστέας, πνευματικός της Βατοπαιδινής Σκήτης του Αγίου Δημητρίου, και ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιερόθεος, ο πνευματικός του Αγίου Όρους στο Πρωτάτο.
Οι κύριοι εκφραστές του κινήματος των Κολλυβάδων, οι οποίοι δημιούργησαν μία φιλοκαλική αναγέννηση τον 18ο αιώνα στην Ορθόδοξο Εκκλησία, ήταν ο Αθανάσιος ο Πάριος, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο Μακάριος Κορίνθου, ο Νοταράς. Αυτοί λόγω της προσφοράς και δραστηριότητός τους, αλλά περισσότερο λόγω της οσίας και υποδειγματικής Πατερικής βιοτής τους, δικαίως συγκαταριθμήθηκαν στην χορεία των Αγίων της Εκκλησίας μας.
Περί της τελέσεως των μνημοσύνων συνήλθαν δύο Σύνοδοι. Η πρώτη με εντολή του Πατριαρχείου έγινε στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους το 1774 και συμμετείχαν δύο πρώην πατριάρχες, οκτώ άλλοι αρχιερείς και 200 περίπου μοναχοί. Η Σύνοδος αναθεμάτισε τους Κολλυβάδες. Η δεύτερη Σύνοδος έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1776 επί οικουμενικού πατριάρχου Σωφρονίου Β΄ και συμμετείχαν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Αβραάμιος και άλλοι 16 αρχιερείς. Η Σύνοδος αφόρισε τους αρχηγούς των Κολλυβάδων -μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο ιερομόναχος Αγάπιος ο Κύπριος- ενώ εδίωξε και εξόρισε τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο. Το 1785 ο πατριάρχης Γαβριήλ ο Δ΄ αθώωσε τον άγιο Αθανάσιο. Η τελική δικαίωση όμως των Κολλυβάδων και για το θέμα των μνημοσύνων και την συχνή θεία Μετάληψη έγινε αρκετά αργότερα, τον Αύγουστο του 1819, από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄.
Οι Αντικολλυβάδες-Φιλελεύθεροι χρησιμοποίησαν όλα τα αθέμιτα μέσα κατά των Κολλυβάδων· τις διαβολές, τις κατηγορίες, τις συκοφαντίες· έφθασαν ως και στην διάπραξη φόνων. Οι Αγιαναννίτες κάλεσαν κάποιον αρχιληστή της εποχής, τον καπετάν Μάρκο, για να φονεύσει τέσσερις Κολλυβάδες: Τον καλλιγράφο ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντά του Θεοφάνη, τον ιερομόναχο Αγάπιο τον Κύπριο και τον ιερομόναχο Γαβριήλ. Και ο ληστής κατάφερε και έπνιξε τους δύο από αυτούς, τον ιερομόναχο Παΐσιο και τον Γέροντα Θεοφάνη.
Η διδασκαλία των Κολλυβάδων ήταν ακραιφνώς Πατερική. Κύριο μέλημά τους ήταν να πείσουν με τον λόγο και με όλο το βίωμά τους τους πιστούς, ώστε να ζήσουν την εσωτερική εν Χριστώ ζωή. Τα θέματα στα οποία εντόπιζαν τον αγώνα τους αφορούσαν την θεία Λατρεία. Ήταν φιλακόλουθοι και συνιστούσαν την τακτική θεία Εξομολόγηση, την συχνή συμμετοχή των πιστών μετά από συνεχή πνευματικό αγώνα και προετοιμασία στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Προέτρεπαν στην αυστηρή τήρηση του εκκλησιαστικού τυπικού, που εξασφαλίζει την πνευματική ισορροπία στην ζωή της Εκκλησίας. Επίσης συνιστούσαν την μελέτη Πατερικών κειμένων, η οποία βοηθά τον πιστό στην διαμόρφωση γνησίου Πατερικού φρονήματος. Ιδιαίτερα οι τρεις άγιοι Κολλυβάδες, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Αθανάσιος ο Πάριος, Μακάριος ο Νοταράς, ερμήνευσαν κείμενα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας μας, έγραψαν βίους και συνέταξαν Ακολουθίες Αγίων, ακόμη και σχολικά εγχειρίδια Γραμματικής, Ρητορικής, Φιλοσοφίας. Πολλοί Κολλυβάδες αντέγραψαν μάλιστα έργα θύραθεν συγγραφέων, μετέφρασαν σύγχρονους Δυτικούς φιλοσόφους, δεν φοβήθηκαν την επαφή με την νεωτερικότητα είτε προσλαβάνοντας στοιχεία και μεθόδους που εναρμονίζονταν με την Πατερική διδασκαλία είτε επικρίνοντας αυτήν έντονα. Ο σοφός Ευγένιος Βούλγαρης -πού κάλλιστα μπορεί να συνταχθεί μαζί με τους Κολλυβάδες Πατέρες, αν και δεν συμμετείχε ενεργά στο κίνημα, αφού μετά το 1762 βρίσκεται εκτός του ελλαδικού χώρου (Λειψία και κατόπιν Ρωσία)- ήταν βαθύς γνώστης και κριτικός αποτιμητής των πνευματικών ρευμάτων της εποχής του μέσα στο φως της Πατερικής παραδόσεως.
Αυτό που προείχε για τους Κολλυβάδες ήταν να φωτισθεί το υπόδουλο Γένος και να σταθεί στην πίστη και στις παραδόσεις των Πατέρων, να διασωθεί ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός και ο κατά Χριστόν τρόπος ζωής. Ο άγιος Νικόδημος έγραψε 25 ογκώδη συγγράμματα. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, που το έγραψε όταν ήταν εξόριστος στο νησί Σκυροπούλα, και ενώ η εκεί διαβίωσή του ήταν πλήρης δυσκολιών και ταλαιπωριών, με στέρηση και των απαραιτήτων για τις βιοτικές του ανάγκες - και φυσικά βιβλίων. Χρησιμοποιεί από μνήμης πλήθος Πατερικών χωρίων για την συγγραφή του βιβλίου του· κάτι το οποίο αποδεικνύει την Χάρη και την απέραντη μνήμη του μεγάλου αυτού Πατρός. Το σύγγραμμα αυτό αποτελεί ένα εγκόλπιο για τον πιστό που θέλει να βιώσει την εν Χριστώ πνευματική ζωή, πραγματεύεται για την φυλακή των αισθήσεων, την νοερά προσευχή και για όλα όσα συντελούν στην τελειοποίηση του έσω ανθρώπου. Ο άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, που χαρακτηρίστηκε ως ο μαχητικότερος των Κολλυβάδων, έγραψε 53 συγγράμματα. Πολέμησε ιδιαίτερα τον αθεϊστικό Βολταιρισμό· την πλάνη που προσπαθούσε να εισέλθει και στον ελλαδικό ορθόδοξο χώρο με το πρόσχημα του Διαφωτισμού, της φυσικής θρησκείας, του ορθολογισμού, και που ενέκρυβε την αθεΐα.
Επίσης οι Κολλυβάδες ήταν οι πνευματικοί καθοδηγητές των Νεομαρτύρων. Αυτοί προετοίμαζαν και τόνωναν ψυχολογικά στον δρόμο του μαρτυρίου, ιδιαίτερα αυτούς που είχαν πρωτύτερα αρνηθεί την πίστη τους, αλλά μετανοημένοι και έμπλεοι θείου έρωτος ζητούσαν διακαώς και επέμεναν να προχωρήσουν στο μαρτύριο. Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς «γύμνασε πνευματικά» και συντέλεσε ώστε να ανάψει το «θείον πύρ» της προς τον Χριστόν αγάπης στις καρδιές τριών μεγάλων Νεομαρτύρων· του Πολυδώρου, ο οποίος καταγόταν από την Λευκωσία, του Θεοδώρου του Βυζαντίου και του Δημητρίου του Πελοποννησίου. Το αίμα των Νεομαρτύρων αποτέλεσε το ευώδες θυμίαμα ενώπιον του Θεού και επέφερε την λύτρωση για το υπόδουλο Γένος. Ο άγιος Νικόδημος συγκέντρωσε πολλά από τα μαρτύρια αυτά στο βιβλίο του, «Νέον Μαρτυρολόγιον».
Το αναγεννητικό κίνημα των Κολλυβάδων είχε αποφασιστικές επιδράσεις στην τόνωση και ενίσχυση της παιδείας του υποδούλου Γένους και στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του, όχι μόνον απέναντι των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και απέναντι των δυτικών ιεραποστόλων (μισσιονάρων) που όργωναν τις ορθόδοξες χώρες, ασκώντας προσηλυτισμό με αθέμιτα μέσα, προπάντος όμως εκμεταλλευόμενοι την αμάθεια, την δουλεία και την φτώχεια των Ορθοδόξων πιστών. Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός έλεγε ότι ο Θεός για το δικό μας καλό επέτρεψε να σκλαβωθούμε στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, γιατί αυτοί θα μας έβλαπταν την πίστη. «Ο δε Τούρκος», τόνιζε ο πατρο-Κοσμάς, «άσπρα άμα του δώσης, κάμνεις ό,τι θέλεις».
Οι Κολλυβάδες προκάλεσαν την ησυχαστική αναγέννηση του Αγίου Όρους, ήταν φορείς της Πατερικής παραδόσεως. Αυτοί εξέφραζαν την υπερχιλιετή ζωή και πορεία του Αγίου Όρους, σε αντίθεση με τους Αντικολλυβάδες οι οποίοι ήταν επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό θεϊστικό Διαφωτισμό, που ήθελε την εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την αλλοίωση του ορθοδόξου μοναχισμού. Οι Αντικολλυβάδες είχαν ελλιπή πνευματική ζωή, έμεναν απλά σε έναν τύπο της μοναχικής ζωής, την λεγομένη «χονδροκαλογερική», και δεν βίωναν την θεία Χάρη μέσα από την Ορθόδοξη παράδοση. Γι'; αυτό εξάλλου ήταν αντίθετοι στις μακρές Ακολουθίες, στην συχνή θεία Μετάληψη και Εξομολόγηση, στην προγραμματισμένη πνευματική μελέτη, στην νοερά εργασία, στην αδολεσχία με την ευχή του Ιησού. Δεν είχαν εσωτερική πνευματική ζωή. Οι Κολλυβάδες Πατέρες δικαίωναν την ύπαρξη του Αγίου Όρους, ως φορέα της ακραιφνούς Πατερικής παραδόσεως. Στάθηκαν στην γραμμή των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας -ιδιαίτερα των ησυχαστών και νηπτικών Πατέρων του 14ου αιώνα- και δεν άφησαν να αλλοιωθεί ο ορθόδοξος μοναχισμός, όπως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται στην Ρωσία επί τσάρου Πέτρου του Μεγάλου, του μεγάλου εραστού της Δύσεως που προώθησε τον εξευρωπαϊσμό της ορθοδόξου πίστεως και συμπληρώθηκε με την αντιμοναστική πολιτική της αυτοκράτειρας Αικατερίνης της Β΄.
Μολονότι οι Αντικολλυβάδες ήταν περισσότεροι σε αριθμό, χρησιμοποιούσαν, όπως είπαμε βίαια μέσα, είχαν δε πολλές φορές και την υποστήριξη ορισμένων πατριαρχών, εντούτοις δεν κατάφεραν να καταπνίξουν αυτό το κίνημα. Οι θέσεις των Κολλυβάδων υπέρ της Ορθοδόξου παραδόσεως και η νέα γενική αφυπνιστική κίνηση, που είχε ως βάση την αναβίωση του ησυχασμού, σύντομα διαδόθηκαν στην Θεσσαλονίκη, την Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότεροι Αγιορείτες Πατέρες που εξορίσθηκαν ή αυτοεξορίσθηκαν από το Άγιον Όρος μετέβησαν σε νησιά πλησίον του Αγίου Όρους, στο Αιγαίο Πέλαγος.
Ένας από τους εξορισθέντες Κολλυβάδες, ο ιερομόναχος Νήφων ο Χίος μαζί με άλλους τέσσερις μοναχούς, τους Γρηγόριο, Αγαθάγγελο, Ανανία, Ιωσήφ αφού πέρασαν για αρκετά χρόνια στην Σάμο, Πάτμο και Ικαρία πήγαν τελικά στην Σκιάθο, όπου ο Νήφων ίδρυσε την περίφημη Κοινοβιακή Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το 1794, που αποτέλεσε το βασικότερο κέντρο των Κολλυβάδων εκτός του Αγίου Όρους. Σε αυτήν την Μονή γαλουχήθηκαν οι δύο Σκιαθίτες λογοτέχνες και πνευματικά αναστήματα των Κολλυβάδων, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (μετέπειτα μοναχός Ανδρόνικος) και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς περιφερόταν συνεχώς στα νησιά του Αιγαίου προς στηριγμό και μετάδωση του Πατερικού πνεύματος στον λαό του Θεού, και ιδίως στην νήσο Χίο μαζί με τον άγιο Αθανάσιο τον Πάριο.
Ο μακάριος Γέροντας Ιερόθεος άρχισε τον μοναχικό του βίο από την Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου, όπου είχε ως Γέροντα τον πνευματικό της Σκήτης, Διονύσιο τον Σιατιστέα. Μετά τον θάνατο όμως του Γέροντός του και κατά την δεύτερη φάση διώξεως των Κολλυβάδων από τον Άγιον Όρος αναγκάζεται να φύγει από τον Αθωνα. Πηγαίνει στον Πόρο και στην Ύδρα, όπου ιδρύει την Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλία. Ο αδελφός του Φιλόθεος γίνεται ο νέος κτίτορας της εγκαταλελειμμένης τότε Μονής της Ζωοδόχου Πηγής της Λογγοβάρδας στην Πάρο. Από αυτήν την Μονή προήλθε και ο άγιος ηγούμενός της, ο γνωστός μας Φιλόθεος Ζερβάκος.
Ο άγιος Αρσένιος ο Νέος μαζί με τον πνευματικό του πατέρα Δανιήλ έφυγαν από το Άγιον Όρος και πήγαν στα νησιά Πάρο, Σίκινο, Φολέγανδρο. Στην Πάρο ο άγιος Αρσένιος παρέμεινε στην Μονή του Αγίου Γεωργίου, όπου έγινε ηγούμενός της. Εκεί έζησε με πολύ χαρισματικό τρόπο, προσείλκυσε και ανέπαυσε πολλές ψυχές από την δυστυχία και την άγνοια που κυριαρχούσε τότε στο νησί.
Αλλες μορφές του 19ου αιώνα, που ζυμώθηκαν με το πνεύμα των Κολλυβάδων και είχαν την δραστηριότητά τους στην Πελοπόννησο και στην Αθήνα, ήταν οι Κωνσταντίνος Οικονόμος, Κοσμάς Φλαμιάτος, Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος (ο λεγόμενος Παπουλάκος), Ιγνάτιος Λαμπρόπουλος, άγιος Νικόλαος ο Πλανάς.
Επίσης και οι άλλες ορθόδοξες χώρες (Ρουμανία, Ρωσία) δέχτηκαν άμεσα ή έμμεσα, την ευεργετική επίδραση των Κολλυβάδων, όπως φαίνεται από την αναγέννηση του ησυχασμού στις χώρες αυτές. Κύριος μύστης, κατά τον 18ο αιώνα, για τους συγχρόνους του Ρουμάνους και Ρώσους στην λησμονημένη Πατερική πνευματικότητα ήταν ο όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ που έζησε για 18 χρόνια στο Άγιον Όρος, στην Καψάλα και στην ιδρυθείσα υπό αυτού Σκήτη του Προφήτου Ηλία. Κατόπιν μετέβη στην Μολδαβία, την σημερινή Ρουμανία και έγινε ο γενάρχης των ασκητικών «Στάρετς», των οσίων εκείνων Ρώσων Γερόντων, οι οποίοι διά της αγίας τους ζωής και των κεχαριτωμένων λόγων τους στήριζαν όχι μόνο τους αγραμμάτους χωρικούς, αλλά και τους μεγαλύτερους διανοούμενους στις χώρες τους.
Το πνεύμα των Κολλυβάδων λειτούργησε κατά τον 19ο αιώνα ως αντίσωμα, κατά του πνεύματος αλλοιώσεως του ορθοδόξου μοναχισμού που είχαν υιοθετήσει οι Δυτικίζοντες φορείς, πολιτικοί και θεολόγοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Φαρμακίδης.
Αλλά και στην σύγχρονη εποχή μας υποβόσκει ένα αντικολλυβαδικό, αντιπατερικό πνεύμα. Η απειλή εκκοσμικεύσεως της Εκκλησίας μας είναι ένα απτό γεγονός. Πολλοί εισηγούνται να συντομευθούν οι Ακολουθίες, να τελείται στην απλή δημοτική γλώσσα η Θεία Λειτουργία, να περιορισθούν οι νηστείες και οι εορτές, να καταργηθεί το τέμπλο στους ναούς. Πολλοί θεωρούν πλάνη να ασκείται κανείς στην νοερά προσευχή, ή να κάνει κομποσχοίνι, να κοινωνεί συχνά ...;
Παράλληλα όλο και νέα θεολογικά ρεύματα δημιουργούνται, ενώ κάποια υφίστανται διαρκώς στην ζωή της Εκκλησίας, αλλά στην ουσία παρά την Εκκλησία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν κάποιες τάσεις στην θεολογία των ημερών μας, που αντικατοπτρίζουν και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής.
Πρώτη, αυτή των ευσεβιστών, ηθικιστών. Οι άνθρωποι αυτοί που υπήρχαν πάντοτε σε όλες τις εποχές δίνουν βαρύτητα στον τύπο, έχουν μία εξωτερικά ηθική ζωή, αλλά δεν γνωρίζουν ουσιαστικά τί σημαίνει καθαρότητα της καρδίας. Μένουν στον τύπο και δεν εισχωρούν στην ουσία. Νομίζουν ότι η θέωση του ανθρώπου είναι ένα ηθικό γεγονός και όχι μία οντολογική κατάσταση, πραγματική μετοχή του ανθρώπου στις άκτιστες ενέργειες του Θεού.
Στην δεύτερη τάση κατατάσσονται αυτοί που εκφράζουν την λεγόμενη αισθητική θεολογία. Είναι άνθρωποι με υψηλή διανόηση και κουλτούρα· άνθρωποι της τέχνης, της ποίησης, της μουσικής. Θέλουν να συνδέσουν την θεολογία με την τέχνη, ώστε η θεολογία να γίνει η θεραπαινίδα της τέχνης. Δηλαδή η θεολογία της Εκκλησίας μας να γίνει ποιητική, συγγραφική και μουσική. Ας τονίσουμε όμως ότι η Ορθοδοξία και συνεπώς η θεολογία δεν είναι τέχνη και πολιτισμός, αλλά παράγει τέχνη και πολιτισμό. Η οποιαδήποτε τέχνη και η ίδια η ζωή μας πρέπει να συνδέεται με την Εκκλησία και από εκεί να παίρνει «τό ύδωρ το ζών»[1].
Τρίτη τάση είναι αυτή των παραδοσιαρχικών. Αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον τύπο της Πατερικής παραδόσεως, αλλοιώνουν όμως την ίδια παράδοση στην πράξη. Δεν καταλαβαίνουν την Παράδοση ως οργανική και δυναμική συνέχεια της Εκκλησίας. Ταυτίζουν τον εαυτό τους με το ένδοξο παρελθόν της Παραδόσεως, δεν ζούν όμως αυτήν την Παράδοση. Είναι αυτοί που είναι γνώστες της ορθοδόξου θεολογίας, δεν την εφαρμόζουν όμως στην ζωή τους. Ομιλούν μέν συνέχεια για επιστροφή στις παραδόσεις και τους Πατέρες, δεν έχουν όμως βιώσει την θεία Χάρη, που είχε σκηνώσει στους Πατέρες και τους ενέπνεε σε κάθε λόγο και δραστηριότητά τους. Έτσι αποδεικνύονται κίβδηλοι, ή όπως θα έλεγε ο απόστολος Παύλος «κύμβαλα αλλαλάζοντα»[2].
Στην τέταρτη τάση κατατάσσονται αυτοί που ομιλούν για παροντική θεολογία. Μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από την θεολογία στην ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία. Αυτοί πρεσβεύουν το τέλος της Πατερικής θεολογίας, και προσπαθούν να ομιλήσουν με νέα θεολογία για τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας, τα οποία νομίζουν ότι δεν μπορεί να τα επιλύσει η Πατερική θεολογία. Θεωρούν ότι ο λόγος της Εκκλησίας είναι κλειστός, στατικός και δεν πιστεύουν ότι αυτό που τροφοδοτεί την Εκκλησία είναι τα έσχατα· ότι μόνο με το πρίσμα της εσχατολογίας  έχει νόημα και η ιστορία του κόσμου.
Παράλληλα όμως παρατηρείται σε πολλούς τα τελευταία χρόνια μία βαθύτερη γνώση της Πατερικής παραδόσεως, και προπάντων του ησυχασμού ως αυθεντικού, πρακτικού βιώματος. Το βίωμα αυτό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εφαρμογή του Ευαγγελίου στην εποχή μας, η βίωση της θείας Χάριτος, που εξασφαλίζει στον άνθρωπο την καρποφόρα ένταξή του στο Σώμα της Εκκλησίας με πληρότητα αληθινής ζωής και αναφαίρετης χαράς κατά την κοινωνία του με τα άλλα πρόσωπα. Τότε ο άνθρωπος γίνεται εκκλησιολογική και ευχαριστιακή υπόσταση, αληθινό πρόσωπο κατ'; εικόνα του απολύτου και αιωνίου προσώπου του Χριστού.
Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όσοι ανήκουν στις τέσσερις κατηγορίες που αναφέραμε έχουν μία διανοητική σχέση με τον Θεό, επαναπαύονται σε αυτήν και νομίζουν ότι γνωρίζουν τον Θεό. Δεν έχουν όμως επιτύχει την κοινωνία με τον Θεό, που σχετίζεται με την όλη τους ύπαρξη και κυρίως με την νοερά ενέργεια στην καρδιά τους, αλλά ούτε την ουσιαστική κοινωνία με τον συνάνθρωπο. Οι άγιοι Κολλυβάδες Πατέρες μας τόνιζαν ότι το πνευματικό κέντρο του ανθρωπίνου προσώπου είναι η καρδία και όχι ο εγκέφαλος. Εκεί διαδραματίζονται όλα τα μυστήρια του αοράτου πολέμου, της αναγεννήσεώς μας, της ενοικήσεως της θείας Χάριτος. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι η καρδία του ανθρώπου είναι κέντρο φυσικό, παραφυσικό και υπερφυσικό. Ο ίδιος ο Χριστός μας αποκαλύπτει ότι η βασιλεία του Θεού «εντός ημών εστιν»[3].  Οι Κολλυβάδες επέμεναν στην συχνή θεία Κοινωνία, γιατί γνώριζαν ότι στο ευχαριστιακό Σώμα του Χριστού ενώνεται αρρήτως και αδιαιρέτως η θεία με την ανθρώπινη φύση, βιώνεται το ομοούσιο της ανθρωπότητος, τελεσιουργείται το μυστήριο της θεώσεως.
Οι άνθρωποι που ζούν και προσφέρουν μία φαλκιδευμένη, νοθευμένη Ορθοδοξία, πρέπει να εναρμονισθούν με την ζωογόνο Πατερική παράδοση, που είναι αυτή των Κολλυβάδων του 18ου αιώνα, των Ησυχαστών του 14ου αιώνα, των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Οι Κολλυβάδες γίνονται έτσι και σήμερα πνευματικοί οδηγοί μας για την σωστή συνέχιση της πορείας μας μέσα στην αυθεντική Πατερική παράδοση.
Το πνεύμα των Πατέρων παραμένει πάντοτε το ίδιο. Ανάλογα όμως τις κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής οι Πατέρες βιώνοντας την θεία Χάρη, την κοινωνία με τον προσωπικό Θεό διατυπώνουν και τις θέσεις τους κατά τον διάλογο με τα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και κοινωνικά ρεύματα της εποχής τους. Η διατύπωση των δογμάτων και η ερμηνεία της οδού της μετανοίας διαμορφώνεται κάθε φορά με σύγχρονη και δυναμική ορολογία δίχως να αλλοιώνεται η ουσία του Ευαγγελικού κηρύγματος, που πάντοτε ήταν, «μετανοείτε, ήγγικε η βασιλεία των ουρανών»[4].

[1] Βλ. Ιω. 4,10.
[2] Βλ. Α΄ Κορ. 13,1.
[3] Βλ. Λουκ. 17,21.
[4] Βλ. Ματθ. 3,2.


 του Γέροντος Εφραίμ, Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου, με τίτλο «Οι Κολλυβάδες στην ιστορία και το παρόν» από το νέο βιβλίο του "Αθωνικός Λόγος".

Κυριακή, Οκτωβρίου 23, 2011

Οι Κολλυβάδες του Άθωνα και η ελληνική Φιλοκαλία. του π. Πλακίδα Deseille,

Οι Κολλυβάδες του Άθωνα και η ελληνική Φιλοκαλία. του π. Πλακίδα Deseille,



Οι Κολλυβάδες του Άθωνα
και η ελληνική Φιλοκαλία
του π. Πλακίδα Deseille

Γάλλου πρώην ρωμαιοκαθολικού και νυν ορθοδόξου Αρχιμανδρίτη
Από το βιβλίο «Φιλοκαλία», εκδ. Ακρίτας

Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης (1453), οι ανθρωπιστές του Βυζαντίου, που αντιπροσώπευαν την αντίθεση προς το παλαμικό ρεύμα, μετανάστευσαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη Δύση, όπου πήραν ενεργό μέρος στην Αναγέννηση. Κάτω από την τουρκική κυριαρχία, οι ορθόδοξοι χριστιανοί συσπειρώθηκαν γύρω από την Εκκλησία τους, που είχε αρχίσει να αναζωογονείται κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας με την ανανέωση του ησυχασμού.

Περιορισμένοι στις συνθήκες των δήμων, ταπεινωμένοι, καταπονημένοι από φόρους, υποταγμένοι στις άδικες φορολογήσεις και καταδιώξεις των Οθωμανών υπαλλήλων, εξασθενημένοι από πολλούς εξισλαμισμούς, βρέθηκαν ξαφνικά βυθισμένοι σε μεγάλη κοινωνική και πολιτιστική αθλιότητα. Μερικά ελληνικά σχολεία μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα στις μεγάλες πόλεις· αλλά στην ύπαιθρο μόνο τα κρυφά σχολειά, που συχνά λειτουργούσαν τη νύχτα στις ενορίες και στα μοναστήρια, παρείχαν μια στοιχειώδη μόρφωση. Ο ίδιος ο κλήρος υπέφερε συχνά από τη μεγάλη άγνοια και δεν μπορούσε να ασκήσει το λειτούργημα του κηρύγματος.

Αυτή την εποχή, η Δύση γνώριζε μία κατάσταση τελείως διαφορετική. Η ελευθερία, που απολάμβαναν τα ευρωπαϊκά έθνη, ευνοούσε μια πλατιά ανάπτυξη του πολιτισμού κάτω από όλες τις μορφές. Η ανανέωση της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη σύνοδο του Τριδέντου (Trento, 1545-1563), είχε επιτρέψει μια αξιοσημείωτη άνθιση της πνευματικής ζωής. Ωστόσο, από το 16ο αιώνα, πεποιθήσεις ορθολογιστικές, θεϊστικές η άθεες είχαν εξαπλωθεί σ’ ένα μέρος της αστικής τάξης και της αριστοκρατίας. Αυτό το ρεύμα της σκέψης απλώθηκε και παρουσιάστηκε σε όλη του τη δόξα το 18ο αιώνα με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Οι ιδέες διαδόθηκαν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής, κυρίως από τους Γάλλους φιλοσόφους με επικεφαλής το Βολταίρο, και κέρδισαν την ανώτερη διανόηση της Ευρώπης.

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ακριβώς απλώνεται, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρωσία και τη Ρουμανία, η μεγάλη πνευματική ανανέωση της Ορθοδοξίας. Η δημοσίευση της Φιλοκαλίας κατέχει σ’ αυτήν μια κεντρική θέση. Ευνοημένη σε κάποιο βαθμό από τη διανοητική ανάπτυξη του Διαφωτισμού, παρουσιάστηκε την ίδια στιγμή στις ορθόδοξες χώρες σαν ένα αντίδοτο στο μαχόμενο αντιχριστιανισμό του.

Στην Ελλάδα, μυητής της ανανέωσης υπήρξε ο Ευγένιος Βούλγαρις (1716-1806). Καταγόμενος από την Κέρκυρα, κτήση ενετική τότε, μορφώθηκε στην Ιταλία και στη συνέχεια έγινε μοναχός στην Πάτμο. Αυθεντικά εκκλησιαστικός άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα πολύ ανοιχτός στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, θαυμαστής και μεταφραστής του Βολταίρου, του οποίου τα αντικαθολικά επιχειρήματα κρατεί αλλά ανασκευάζει τον αντιχριστιανισμό, ο Βούλγαρις ήθελε να προωθήσει τη διανοητική αναγέννηση, την ηθική και πνευματική του ελληνικού έθνους. Είχε την πρόθεση να θεμελιώσει αυτή την ανανέωση πάνω στη βάση της ορθόδοξης παράδοσης, αλλά υποτάσσοντάς τη σε μία μορφή, που εκείνος θεωρούσε απαραίτητη.

Στις προσπάθειές του τον ενθάρρυνε ο πατριάρχης της Πόλης Κύριλλος ο Ε΄. που το 1753 τον έθεσε επικεφαλής της Ακαδημίας, που άρχισε να ιδρύει στον Άθωνα. Αλλά οι Αθωνίτες, που ανησυχούσαν με τους νεωτερισμούς του Βουλγάρεως, συμμάχησαν εναντίον του, τον κατήγγειλαν στον πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, τον εξανάγκασαν να εγκαταλείψει τα έργα του (1758) και, τέλος, κατέστρεψαν το ίδιο το κτίριο της Αθωνικής Ακαδημίας.

Ο Βούλγαρις είχε μαθητές, που μπόρεσαν να διατηρήσουν το καλύτερο μέρος της έμπνευσής του διορθώνοντας ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και εξουδετερώνοντας τους κινδύνους της διδασκαλίας του. Οι κυριότεροι είναι ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), στον οποίο οφείλουμε την πρώτη έκδοση (editio princeps) του αγίου Ισαάκ του Σύρου ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779), που άφησε το Άγιον Όρος, για να αφιερώσει στον ελληνικό λαό μία εξαιρετική κηρυκτική δράση, που εστέφθη από το μαρτύριο. Ο Αθανάσιος ο Πάριος (1722-1813), που αφού έγινε μαθητής του Βουλγάρεως στην αθωνική Ακαδημία, όπως και του διαδόχου του Νεοφύτου του Καυσοκαλυβίτου (1713-1784), υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το Όρος εξ αιτίας εσωτερικών διχογνωμιών (τη «διαμάχη των κολλύβων», που θα εξηγήσουμε πιο κάτω). Μετά την αναχώρησή του διηύθυνε τη σχολή της Χίου, που έγινε μία από τις σπουδαιότερες «εθνικές σχολές» της Ελλάδας.

Ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης και ο Αθανάσιος ο Πάριος ήταν στενά συνδεδεμένοι με δύο άλλες προσωπικότητες: Τον άγιο Μακάριο της Κορίνθου (1731-1809) και τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1748-1809). Ο πρώτος, διευθυντής της σχολής της Κορίνθου, έγινε επίσκοπός της στα 1764· υποχρεωμένος ν’ απαρνηθεί την έδρα του για λόγους πολιτικών συνθηκών, μπόρεσε ν’ αφιερωθεί απόλυτα στην πνευματική ανανέωση της Ελλάδας, της οποίας έγινε ο κύριος εμπνευστής. Ο δεύτερος, αφού συνάντησε τον άγιο Μακάριο και αγιορείτες μοναχούς εμψυχωμένους από το ίδιο πνεύμα, έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος το 1775. Επρόκειτο να αναπτύξει μια ευρεία φιλολογική δραστηριότητα σε όλους τους χώρους των εκκλησιαστικών γραμμάτων.

Οι μοναχοί, που συγκεντρώθηκαν γύρω από το Μακάριο της Κορίνθου και το Νικόδημο τον Αγιορείτη, έλαβαν το όνομα Κολλυβάδες για το ρόλο που έπαιξαν σε μία διχογνωμία, που τάραξε το Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Επικρατούσε να κάνουν μνημόσυνα το Σάββατο και να ευλογούν τα κόλλυβα. Μοναχοί της σκήτης της αγίας Άννας, φροντίζοντας περισσότερο για τα οικονομικά τους συμφέροντα, παρά για το σεβασμό της Παράδοσης, είχαν μεταφέρει τη μνημόνευση των νεκρών στην Κυριακή, ώστε να διαθέτουν το Σάββατο για την πώληση των εργοχείρων τους. Οι κολλυβάδες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή, διότι η Κυριακή, υπόμνηση εβδομαδιαία της ανάστασης, είναι ασυμβίβαστη με το πένθος και τις τελετές που το ανακαλούν. Η διαμάχη συνεχίστηκε επί πολύ και γνώρισε πολλές φάσεις. Το πραγματικό αντικείμενο της διαμάχης ξεπερνούσε πολύ τη γενεσιουργό αιτία. Επρόκειτο στ’ αλήθεια για μία σύγκρουση μεταξύ των οπαδών μιας στενής προσήλωσης στο τυπικό, διατεθειμένων να συμβιβασθούν με μια παράδοση, που το νόημά της δεν αντιλαμβάνονταν, και των πρωταγωνιστών μιας βαθιάς πνευματικής ανανέωσης. Αυτοί οι τελευταίοι εκτιμούσαν ότι θα μπορούσαν να τη στηρίξουν μόνο σε μια μεγάλη πιστότητα στην αγιοπατερική διδασκαλία και στο σεβασμό της Λειτουργικής παράδοσης και των κανόνων της πρώτης Εκκλησίας.

Τέτοιο ήταν πραγματικά το ευρύ σχέδιο των Κολλυβάδων. Να γιατί είχαν επιχειρήσει μια μεγάλη εκδοτική εργασία των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να εξαιρέσουν τους ησυχαστές του 14ου αιώνα, διότι ο παλαμισμός τούς φαινόταν ως η άκρα εφαρμογή της πατερικής παράδοσης. Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης είχε ετοιμάσει την πλήρη έκδοση των έργων του Γρηγορίου Παλαμά. Το χειρόγραφο δυστυχώς χάθηκε, όταν το τυπογραφείο της Βενετίας, όπου το είχε εμπιστευθεί, έκλεισε κατά διαταγήν της αυστριακής κυβέρνησης. Είχε καταστραφεί από το στρατό που ερευνούσε για προπαγανδιστικά επαναστατικά κείμενα απευθυνόμενα στους Έλληνες από τον Βοναπάρτη.

Στα 1777, ο Μακάριος της Κορίνθου ήλθε να μείνει στο Άγιον Όρος. Άρχισε να ψάχνει για χειρόγραφα. Ανακάλυψε τον Ευεργετινό. πολύτιμη ανθολογία ασκητικών κειμένων, που είχε συγκεντρώσει ο Παύλος, κτίτωρ της μονής του Ευεργέτου στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ευεργετινός περιείχε επίσης φιλοκαλικές συλλογές ησυχαστικών κειμένων της εποχής μεταξύ 4ου και 14ου αιώνα. Με μεγάλο ζήλο φρόντισε ν’ αντιγραφούν και πριν φύγει από τον Άθωνα εμπιστεύθηκε στο Νικόδημο τον Αγιορείτη την επιμέλεια της δημοσίευσης του Ευεργετινού, όπως και της πραγματείας του Περί της συχνής μεταλήψεως. Του ανέθεσε επίσης να ετοιμάσει για το τυπογραφείο τη Φιλοκαλία, πλουτίζοντάς την με πρόλογο και βιογραφικές σημειώσεις των παρουσιαζομένων συγγραφέων.

Η ελληνική Φιλοκαλία τυπώθηκε στη Βενετία το 1782. Το σύνολο των αντιτύπων μεταφέρθηκε στην Ελλάδα. Οι συνθήκες της έκδοσής της την έχουν στενά συνδέσει όχι μόνο με τον αθωνικό μοναχισμό αλλά και με την ευρύτερη κίνηση της πνευματικής ανανέωσης του ελληνικού λαού. Σ’ αυτήν είχαν αφιερωθεί οι Κολλυβάδες, που θέλησαν να τη στηρίξουν ταυτόχρονα στη λειτουργική ζωή, στην παράδοση της πατερικής διδασκαλίας και στην εσωτερική ζωή με κέντρο την καρδιακή προσευχή.

Σάββατο, Ιουλίου 23, 2011

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης κι η πνευματική κληρονομιά του

 
Theo
Οι συνθήκες της εποχής

Ο άγιος Νικόδημος εμφανίζεται στο προσκήνιο σε μια εποχή δύσκολη: Μετά από αιώνες δουλείας (τρεις σε κάποιες περιοχές, τέσσερις σε άλλες), ο Ορθόδοξος λαός μας βρίσκεται σε δυσχερή θέση.
Από τη μια, η φτώχεια, η καταπίεση και η αμάθεια οδηγούν πολλούς στον εξισλαμισμό, για λίγη οικονομική άνεση και αξιοπρεπή διαβίωση. Περιοχές ολόκληρες κοντεύουν να ξεχάσουν τα ελληνικά ή έχουν συντριπτικό ποσοστό αναλφαβητισμού και αδυνατούν ν' αντιμετωπίσουν τους ξένους μισιονάριους που ζητούν να τους προσηλυτίσουν σε άλλα δόγματα και να τους αφελληνίσουν. (Είναι γνωστό πως το 1821 οι ρωμαιοκαθολικοί κάτοικοι των Κυκλάδων βοήθησαν τους Τούρκους ή, στην καλύτερη περίπτωση, τήρησαν ευμενή προς αυτούς ουδετερότητα.)
Από την άλλη, έρχονται οι σπουδαγμένοι στην Εσπερία και, στα σχολεία που ιδρύουν στις διάφορες πόλεις, μαζί με τις νέες ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών και τις προόδους των μαθηματικών, προπαγανδίζουν τον αγνωστικισμό ή την αθεΐα. Γιατί η σχολαστική θεολογία που γνώρισαν στη Δύση, δομημένη σε κάποιες αρχές και αξιώματα που δήθεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν οτιδήποτε, μια θεολογία, αποτέλεσμα διανοητικών διεργασιών, άρα κτιστή και ανεπαρκής για τον άνθρωπο, κατέρρεε στις συνειδήσεις πολλών μορφωμένων και, μαζί της, η πίστη τους στην ύπαρξη του Θεού. Όμως η Ορθόδοξη θεολογία είναι άλλη.  Αλλά τα κείμενα που τη διασώζουν αυθεντικά σπάνιζαν αυτά τα χρόνια.
Αν δει κανείς τις εκδόσεις της Τουρκοκρατίας, θα διαπιστώσει ότι ο πιστός λαός τρεφόταν πνευματικά κυρίως από λειτουργικά κείμενα, βίους Αγίων, με αρκετά μυθολογικά στοιχεία, ηθικολογικά κηρύγματα και ευσεβείς διηγήσεις, με κάποιες τους να έχουν στοιχεία τρόμου. Όσο κι αν αρκετοί βίωναν την ατμόσφαιρα των ιερών ακολουθιών και δέχονταν τη χάρη του Θεού που μετέδιδαν, ελάχιστοι καταλάβαιναν πλήρως τα κείμενα. Τα έργα των μεγάλων Πατέρων ήσαν άγνωστα είτε γιατί οι σχετικά λίγες μέχρι τότε έντυπες εκδόσεις ήσαν δυσεύρετες, είτε γιατί τα περισσότερα δεν είχαν εκδοθεί και βρίσκονταν σε δυσπρόσιτα χειρόγραφα. Ένας λόγος για τον οποίο βασικά κείμενα της Ορθοδοξίας παρέμεναν ανέκδοτα ήταν ότι, εκτός από τη Βενετία, οι άλλες ρωμαιοκαθολικές πόλεις, όπου κυρίως εκδίδονταν τα ελληνικά βιβλία, υπάκουαν στις παπικές εντολές που δεν επέτρεπαν την έκδοση Ορθοδόξων κειμένων, ούτε καν λειτουργικών.

Το έργο του

Ο άγιος Νικόδημος πηγαίνει στο Άγιο Όρος το 1775, σε ηλικία 26 ετών. Ήδη έχει λαμπρές σπουδές και Ορθόδοξη αγωγή. Αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Γένος και με ταπείνωση και αίσθημα ευθύνης αναλαμβάνει να βοηθήσει, το κατά δύναμιν.
Ξέρει ότι ο λαός κινδυνεύει να εξισλαμισθεί ή να φραγκέψει, όχι τόσο γιατί βρίσκεται μέσα στην ανέχεια ή γιατί του λείπουν τα όπλα ή η πολιτική οργάνωση, όσο γιατί δεν γνωρίζει σε βάθος την πίστη στην οποία ενστικτωδώς και εκ παραδόσεως στηρίζεται. Ξέρει ότι αυτή δεν είναι θέμα διανοητικό αλλά βιωματικό. Όπως φανερώνουν τα πατερικά κείμενα και οι βίοι των Αγίων, όσο αγωνίζεται κανείς τον αγώνα των πρακτικών αρετών, όσο προσπαθεί ν' αποκτήσει ταπείνωση και αγάπη, τόσο ο νους του φωτίζεται από τον Θεό, δέχεται τη χάρη Του και γεύεται «γνωστώς και ευαισθήτως» πράγματα που ξεπερνούν την κτιστή και πεπερασμένη φύση του και τον εισάγουν στην αιωνιότητα. Τότε γίνεται πλούσιος υπέρ πάντα πλούτον και δυνατός υπέρ πάσαν δύναμιν. Δεν φοβάται μήπως τον ταπεινώσουν, τον απογυμνώσουν ή τον θανατώσουν, γιατί ήδη ζει με τον Θεό, μετέχει στην αιωνιότητα.
Ξέρει επίσης, ότι η Αλήθεια δεν αλλάζει με τις εποχές. Μόνο η έκφραση και η ορολογία μεταβάλλονται, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όσων τη διατυπώνουν. Έτσι, αναλαμβάνει να φωτίσει τον λαό με κείμενα, είτε στη δημώδη γλώσσα της εποχής του, είτε στο πρωτότυπο, με πολλές επεξηγήσεις. Άλλοι, όπως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, του οποίου ο αδελφός Χρύσανθος υπήρξε δάσκαλος του Νικοδήμου, το κάνουν με το κήρυγμα και την ίδρυση σχολείων. Ο Νικόδημος το κάνει με τα βιβλία του.
Το 1777, σε ηλικία 28 ετών, αναλαμβάνει να ελέγξει και αποκαθάρει από τα λάθη το χειρόγραφο της «Φιλοκαλίας των ιερών νηπτικών» που του εγχειρίζει ο άγιος Μακάριος Νοταράς, δηλαδή της συλλογής ασκητικών και νηπτικών κειμένων από τον 4ο μέχρι τον 14ο αιώνα, να συντάξει τους βίους των ανθολογουμένων συγγραφέων και να γράψει το προοίμιο. Η ανθολογία θα εκδοθεί το 1782, θα μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και θα αποτελέσει βιβλίο αναφοράς για την Ορθόδοξη πνευματικότητα. Το 1783 θα εκδοθεί ο «Ευεργετινός», συλλογή πιο πρακτικών ασκητικών κειμένων που έγινε τον 11ο αιώνα, την οποία ο Νικόδημος αντιγράφει από αγιορείτικα χειρόγραφα και αποκαθαίρει, συντάσσοντας και πάλι το προοίμιο. Ακολουθούν η «Αλφαβηταλφάβητος» του αγίου Μελετίου του ομολογητού (θα εκδοθεί μόλις το 1928), τα άπαντα του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου, το «Θεοτοκάριον το νέον» (κανόνες προς την Υπεραγία Θεοτόκο), τα άπαντα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τα χειρόγραφα των οποίων, δυστυχώς, θα χαθούν στη Βιέννη, η Ερμηνεία στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου (διασκευή και εμπλουτισμός της σχετικής ερμηνείας του Θεοφυλάκτου Αχρίδος), η Ερμηνεία στις λοιπές επιστολές της Καινής Διαθήκης, η Ερμηνεία του Ψαλτηρίου με βάση την εξήγηση του Ευθυμίου Ζιγαβηνού, ο «Κήπος χαρίτων» (ερμηνεία στις εννέα Ωδές), το Απάνθισμα εκ των Ψαλμών, οι ερωταποκρίσεις των οσίων Βαρσανουφίου και Ιωάννου, το «Εορτοδρόμιον» (ερμηνεία των κανόνων των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών) και η «Νέα Κλίμαξ» (ερμηνεία των Αναβαθμών της Οκτωήχου).
Μέσα στη μέριμνά του για την πνευματική τροφοδοσία του δοκιμαζόμενου λαού μας, επεξεργάζεται τον Συναξαριστή του Μαυρικίου, αποκαθαίροντάς τον από κάποια μυθολογικά στοιχεία, πλουτίζοντάς τον με πλήθος υποσημειώσεων και μεταφράζοντάς τον σε μια χυμώδη δημοτική της εποχής του. (Η γλώσσα αυτή ξένισε τον εκδότη της δεύτερης έκδοσης, που αντικατέστησε πλήθος λαϊκών λέξεων με αντίστοιχες της καθαρεύουσας. Ευτυχώς σήμερα έχουμε την έκδοση του "Δόμου", τη μόνη που αναπαράγει την πρώτη.) Εκτός από τον "Συναξαριστή των δώδεκα μηνών του ενιαυτού", όπως τον τιτλοφόρησε, που παρουσιάζει συντετμημένους βίους Αγίων, μεταφράζει επιλεγμένους εκτενείς βίους και τους εκδίδει στο "Νέον Εκλόγιον", φροντίζοντας η γκάμα του να εκτείνεται σε όλους τους αιώνες και να περιλαμβάνει αγίους επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς ποικίλων επαγγελμάτων και κοινωνικών θέσεων, για να υποδείξει στον καθένα τον δρόμο προς την αγιότητα. Ακόμα, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των αθρόων εξισλαμισμών, συλλέγει μαρτυρολόγια της Τουρκοκρατίας, τα επιμελείται, τα μεταφράζει και τα εκδίδει στο "Νέον Μαρτυρολόγιον" το 1799, με ένα θαυμάσιο προοίμιο όπου προτρέπει τους πιστούς να παραμείνουν αμετακίνητοι στην πίστη, μιμούμενοι τους Νεομάρτυρες, και τους αλλαξοπιστήσαντες να επανέλθουν στην Ορθοδοξία. Το βιβλίο αυτό συντελεί στην ανάσχεση των αθρόων εξισλαμισμών, βοηθά πολλούς να αποκτήσουν συνείδηση της πίστεώς τους και οδηγεί άλλους, αλλαξοπιστήσαντες κυρίως, στο μαρτύριο. Τα αγιολογικά έργα του αγίου Νικοδήμου σταδιακά εκτοπίζουν τις προγενέστερες συλλογές βίων Αγίων, που είχαν δεκάδες εκδόσεις ανά τίτλο, και φτάνουν να κυριαρχούν στον Ορθόδοξο χώρο.
Η αγάπη του προς τους Αγίους και η μέριμνά του για τη διάδοση της τιμής τους στον Ορθόδοξο κόσμο τον οδηγεί να  συνθέσει πλήθος Ακολουθιών (γύρω στις 60) ή να συμπληρώσει ήδη υπάρχουσες. Οι περισσότερες απ' αυτές παραμένουν ανέκδοτες και σώζονται σε αγιορείτικες βιβλιοθήκες. Ξεχωρίζει η Ακολουθία που συνέθεσε προς τιμήν των Οσίων του Άθω, με θαυμαστό εγκώμιο, όπου συνοπτικά βιογραφεί όλους τους Αγίους του Όρους. Οι Αθωνίτες Όσιοι για πρώτη φορά υμνολογούνται κι εγκωμιάζονται συλλογικά. Επίσης, εκδίδει και τους οκτώηχους κανόνες του Ιωσήφ του υμνογράφου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, αποκαθαίρει και εκδίδει το "Εγχειρίδιον" με τα εγκώμια του Επιταφίου, καθώς και το μέγα Ευχολόγιον, για να έχουν οι ιερείς μια εύχρηστη και ακριβή έκδοση.
Για να βοηθήσει εξομολόγους και εξομολογούμενους, συντάσσει και εκδίδει το 1794 το "Εξομολογητάριον", με συμβουλές και για τους δύο, βάσει των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας. Αργότερα αναλαμβάνει το τιτάνιο έργο της συλλογής και κωδικοποιήσεως αυτών των Κανόνων, καθώς και των ερμηνειών τους από τους έγκριτους κανονολόγους, τους συνθέτει, παρουσιάζοντας τη συμφωνία των συντακτών τους, και τους εκδίδει στο "Πηδάλιον" το 1800, με πλήθος υποσημειώσεων και παραπομπών που μαρτυρούν την εξαίρετη μνήμη και τις θαυμαστές συνθετικές του δυνατότητες. Αυτό το έργο καθοδηγεί τους Ορθοδόξους εξομολόγους ανά τον κόσμο μέχρι σήμερα.
Στη μέριμνά του για την πνευματική καλλιέργεια των πιστών, μη θέλοντας να προβάλλει τον εαυτό του, επεξεργάζεται και βιβλία άλλων συγγραφέων, συνήθως αλλάζοντάς τα ριζικά και πολλαπλασιάζοντας τον όγκο τους, όπως το "Περί συνεχούς θείας μεταλήψεως" του Νεοφύτου Καυσοκαλυβίτη και τα "Πνευματικά γυμνάσματα" και τον "Αόρατο πόλεμο", τα οποία ανακάλυψε ο άγιος Μακάριος ο Νοταράς στην πατμιακή βιβλιοθήκη, μεταφρασμένα από τα ιταλικά, και τα έδωσε στον άγιο Νικόδημο, να τα επεξεργαστεί και να τα ορθοδοξοποιήσει.
Τέλος, συντάσσει και εκδίδει κάποια εντελώς δικά του έργα. Σε ηλικία 32 ετών, ζώντας ερημικά στο ερημονήσι Σκυροπούλα, χωρίς κανένα βιβλίο μαζί του, συγγράφει το "Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων", όπου εκθέτει την ασκητική και πνευματική διδασκαλία της Εκκλησίας, με πλήθος αγιογραφικών και πατερικών παραπομπών από μνήμης, για να ενισχύσει πνευματικά τον εξάδελφό του Ιερόθεο, επίσκοπο Ευρίπου, που του το ζήτησε. (Το βιβλίο πρωτοεκδίδεται το 1801.) Αργότερα συγγράφει τη "Χρηστοήθεια" με ηθικές συμβουλές προς τους πιστούς (πραγματοποιεί πέντε εκδόσεις από το 1803 ώς το 1816), και, προς το τέλος της ζωής του, για να απαντήσει στις ποικίλες εναντίον του συκοφαντίες, συντάσσει την "Ομολογία πίστεως", όπου φαίνεται η καθαρότητα του Ορθόδοξου φρονήματός του.
Μέχρι το 1809, που εκοιμήθη εν Κυρίω, δηλαδή σε διάστημα 32 χρόνων, ο άγιος Νικόδημος συνέθεσε 120 περίπου έργα, που αν εκδίδονταν όλα μαζί, θα συγκροτούσαν 30 μεγάλους τόμους. Πολλά παραμένουν ανέκδοτα, ενώ αρκετά εκδόθηκαν μετά θάνατον, λόγω των δυσκόλων περιστάσεων της εποχής και της ανέχειας στην οποία ζούσε ο Άγιος και οι συμμοναστές του. (Κάποια παραχαράχτηκαν από τους επιμελητές τους, λόγω της αποστάσεως από τον τόπο εκδόσεως ή του μεσολαβήσαντος θανάτου του συγγραφέα.) Έτσι, αυτός ο ταπεινός μοναχός αναδείχθηκε ο πολυγραφότερος Αγιορείτης και πιθανότατα ο πολυγραφότερος από τους Πατέρες της 2ης μ.Χ. χιλιετίας.
Έζησε πολύ ασκητικά, στην ι. Μονή Διονυσίου αρχικά και σε διάφορες καλύβες της Καψάλας στη συνέχεια, συνήθως ως υποτακτικός ή φιλοξενούμενος άλλων γεροντάδων. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος και με γουρουνοτσάρουχα, αυτός του οποίου τις συμβουλές ζητούσαν πατριάρχες, επίσκοποι αλλά και απλός λαός. Κι όχι μόνο δεν ξυπάστηκε από την αναγνώριση, αλλά και παραπονιόταν γι' αυτήν. Γι' αυτό και πολλά από τα βιβλία του κυκλοφόρησαν ανωνύμως ή με ονόματα κάποιων άλλων που ελάχιστα συνέβαλαν γι' αυτά.
Στις έριδες για το θέμα των μνημοσύνων και της συχνής θείας μεταλήψεως πήρε το μέρος των αποκαλούμενων "κολλυβάδων", στοιχώντας στην εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς όμως να επιτίθεται με ανοίκειους χαρακτηρισμούς στους αντιπάλους του, όπως συχνά συνέβαινε και από τις δύο πλευρές. Γι' αυτό και παρέμεινε στο Άγιο Όρος και δεν διώχθηκε όπως οι περισσότεροι επώνυμοι "κολλυβάδες".
Το έργο του είναι διδασκαλία και μαθητεία Ορθοδοξίας. Ενώ θα μπορούσε να συγγράψει πολλά, αν κρίνουμε από τα τέσσερα καταδικά του βιβλία σε πεζό λόγο, τις χιλιάδες επεξηγήσεις, τα πολλά προοίμια, εγκώμια, πανηγυρικούς λόγους και Ακολουθίες που συνέθεσε, προτίμησε ν' αφήσει τους προγενέστερούς του Πατέρες να μιλήσουν στον λαό, κι αυτός να τους σχολιάζει, επεξηγεί, υπομνηματίζει, μεταφράζει... Να σημειώσουμε εδώ ότι οι μεταφράσεις του θυμίζουν αυτές του Παπαδιαμάντη: Έχει την ελευθερία να παραλείπει ή να προσθέτει αποσπάσματα, για να καθιστά το κείμενο πιο εύληπτο ή, σε κάποιες περιπτώσεις, περισσότερο Ορθόδοξο. Το τελευταίο συνέβη με τα βιβλία "Περί συνεχούς θείας μεταλήψεως", "Πνευματικά γυμνάσματα" και "Αόρατος πόλεμος".

Κάποιες ενστάσεις

Για τα δύο τελευταία έχει γίνει κάποιος θόρυβος, ότι τάχα εισάγουν τη ρωμαιοκαθολική ευσέβεια στη χώρα μας. Όμως, αφενός μεν ο άγιος Νικόδημος δεν τα μετέφρασε ο ίδιος αλλά τα παρέλαβε σε χειρόγραφες μεταφράσεις χωρίς να γνωρίζει τον συγγραφέα τους1 και ανέλαβε να τα επιμεληθεί και ορθοδοξοποιήσει, αυξάνοντας κατά πολύ τον όγκο τους. Αφετέρου δε, ήταν κι αυτός τέκνο της εποχής του και, αν υπάρχει κάποια ευσεβιστική χροιά, αυτή αντανακλά την τότε περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Τελευταία κατηγορήθηκε με έμφαση κυρίως για το "Πηδάλιον", αλλά και για το "Εξομολογητάριον". Όμως το υλικό που παραθέτει δεν είναι δικό του αλλά των αγίων Πατέρων. Αυτός απλώς το κωδικοποίησε και το υπομνημάτισε. Κι αν κάπου έχει κάποιες απόψεις που μπορεί να χαρακτηριστούν νομικίστικες, αυτές αφενός μεν μαρτυρούν ελαφρά επιρροή των αντιλήψεων της εποχής του, όπως προαναφέραμε, αφετέρου δε είναι σταγόνα μπροστά στον ωκεανό του έργου του. Κι είναι πολύ άδικο να μιλά κανείς για «τον Θεό του Αυγουστίνου, του Άνσελμου και του Νικοδήμου, τον τρομοκράτη Θεό των σαδιστικών απαιτήσεων δικαιοσύνης»"2, τη στιγμή που στα πολλά έργα του φαίνεται η συμπαθούσα καρδιά του και παρουσιάζεται ο Θεός ως ελεήμων και εύσπλαγχνος. Αν δε δει κανείς μόνο τον κατάλογο των πατερικών και αγιολογικών κειμένων που εξέδωσε, υπομνημάτισε και μετέφρασε ο Άγιος, θα συνειδητοποιήσει πως πρόκειται για τον ανθό της ασκητικής και νηπτικής γραμματείας της Εκκλησίας μας, τα οποία κάθε άλλο παρά ένα θεό τιμωρό, σαν του Ανσέλμου, παρουσιάζουν. Κι αυτή η συνειδητή επιλογή τους μας υποψιάζει λίγο για τα βάθη της καρδιάς και τις πεποιθήσεις του Αγίου. Το ίδιο μαρτυρούν κι οι Ακολουθίες του.

Η πνευματική κληρονομιά του

Η Φιλοκαλία, που μεταφράστηκε ταχύτατα από τον άγιο Παΐσιο Βελιτσκόφσκι και διαδόθηκε σε λίγα χρόνια στη Μολδαβία και στη Ρωσία, άλλαξε άρδην την πνευματική ζωή μοναστηριών, ασκητών και λαϊκών. Πυροδότησε την εμφάνιση μεγάλων στάρετς που πολέμησαν την εκκοσμίκευση ι. μονών και σκητών και τις έκαναν κέντρα ασκητισμού και πνευματικότητας όπου καθημερινά προσέτρεχαν πλήθη πιστών για πνευματική καθοδήγηση. Τη μεγαλύτερη ακμή παρουσίασε η μονή της Όπτινα κι έναν από τους στάρετς αυτής της μονής σκιαγραφεί ο Ντοστογιέφσκι στο πρόσωπο του Ζωσιμά των "Αδελφών Καραμαζώφ". Όπως φαίνεται από τις σημειώσεις του, ο ρώσος συγγραφέας είχε μελετήσει αρκετή νηπτική γραμματεία (ιδιαίτερα τον αββά Ισαάκ τον Σύρο). Η καλλιέργεια του ρωσικού λαού δια των στάρετς, της Φιλοκαλίας και των λοιπών πνευματικών συγγραμμάτων, τον βοήθησε να βιώσει βαθύτερα την Ορθόδοξη παράδοσή του και ν' αντέξει τη λαίλαπα του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και τις δεκαετίες διωγμών που ακολούθησαν. Κάποιοι στάρετς, που ζούσαν στις πόλεις άγνωστοι για τους πολλούς, βοήθησαν τους απλούς πιστούς ν' ανταπεξέλθουν τις δοκιμασίες και μεταλαμπάδευσαν το πνεύμα της Φιλοκαλίας μέχρι σήμερα που μια νέα άνθιση Ορθόδοξης πνευματικότητας και μοναχισμού παρουσιάζεται στη Ρωσία.
Στην Ελλάδα η διδασκαλία του αγίου Νικοδήμου ζωογόνησε τον λαό με τα καθάρια νάματα της Παραδόσεώς μας, τον ενίσχυσε ν' αντέξει το υπόλοιπο της Τουρκοκρατίας, όχι μόνο να μη χάσει την πίστη του αλλά και να τη ζήσει βαθύτερα. Του έδωσε και τη δύναμη να μη λυγίσει από τη λαίλαπα της βαυαροκρατίας που έκλεισε τα 4/5 των μοναστηριών του νεοσύστατου κράτους, όριζε κατά βούλησιν τα μέλη της Ι. Συνόδου, την ανάγκασε να συστήσει στους κάτω των 40 ετών μοναχούς και μοναχές των καταργημένων μοναστηριών να παντρευτούν, πούλησε τα ιερά κειμήλιά τους στα παζάρια, κατεδάφισε 70 ι. ναούς στην Αθήνα και προσπάθησε να εισαγάγει αλλότρια ήθη.
Οι περισσότεροι "κολλυβάδες", μετά τον διωγμό τους από το Άγιο Όρος, διασκορπίστηκαν στα νησιά του Αιγαίου. Εκεί ίδρυσαν μοναστήρια που λειτουργούσαν κατά το αγιορείτικο τυπικό, με έμφαση στη λατρευτική ζωή, στην ευχή του Ιησού και στη συχνή θεία μετάληψη, και έθεσαν τη σφραγίδα τους στις τοπικές κοινωνίες. Στο Άγιο Όρος αυτές οι τάσεις συνεχίστηκαν περισσότερο στις ασκητικές καλύβες, παρά στα μοναστήρια και στα κελλιά με τις μεγάλες συνοδείες και τις πολλές δραστηριότητες. Επανήλθε όμως το "κολλυβάδικο" πνεύμα και η συχνή θεία μετάληψη στα μοναστήρια, με τη μετατροπή κάποιων απ' αυτά σε κοινόβια και την έλευση νέων αδελφοτήτων σε άλλα στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Ένα άλλο φαινόμενο το οποίο ποθούσε και ευχόταν ο άγιος Νικόδημος πραγματοποιήθηκε από τους μαθητές του στα προεπαναστατικά και στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Εννοώ την αναβίωση του γυναικείου μοναχισμού στα νησιά, με την ίδρυση πολλών μοναστηριών, που οδήγησε στη σημερινή άνθισή του πανελληνίως.
Τα έργα του αγίου Νικοδήμου κυριαρχούν στην εκδοτική παραγωγή των χρόνων 1782-1819, όταν εκδίδονται τα περισσότερα βιβλία του. Όπως σημειώνει ο Φίλιππος Ηλιού, την περίοδο του ύστερου Διαφωτισμού (1801-1820), παρ' όλο που η κυκλοφορία του κοσμικού βιβλίου είχε αυξηθεί σημαντικότατα σε σχέση με το παρελθόν, το 41% των ελληνικών εκδόσεων είναι θρησκευτικές3 (αν όμως υπολογίσει κανείς τον αριθμό των αντιτύπων κάθε βιβλίου, ξεπερνούν σημαντικά το μισό των τυπωμένων σωμάτων). Μέσα σ' αυτές κυριαρχούν τα νικοδημικά βιβλία. Την ίδια περίοδο στο Άγιο Όρος, στην Πελοπόννησο και στα νησιά η συντριπτική πλειοψηφία των συνδρομητών των εκδιδομένων βιβλίων παραγγέλνει έργα του αγίου Νικοδήμου, όπως προσθέτει ο Ηλιού4. Αν εξαιρέσουμε τον Άθω, οι άλλες δύο περιοχές θ' αποτελέσουν τα 2/3 του νεοσύστατου κράτους. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι οι κάτοικοί τους, με την απελευθέρωση και εν όψει των δοκιμασιών που προανέφερα, θα είναι μπολιασμένοι στην Ορθοδοξία από τα νικοδημικά έργα. Ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης, ο μείζων και ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους του 19ου αιώνα, είχαν πολλούς συγγενείς ηγουμένους και μοναχούς, μυήθηκαν απ' αυτούς στην Ορθόδοξη πνευματικότητα, την παρουσίασαν σαρκωμένη στη ζωή και στα κείμενά τους και ποδηγετούν ακόμα τους Έλληνες (ας θυμηθούμε τη ρήση του Ελύτη: "Όταν βρίσκεστε σε δύσκολες στιγμές, αδελφοί, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό, μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.").
Έτσι, τα νάματα του αγίου Νικοδήμου μάς αρδεύουν μέχρι σήμερα. Η "πνευματική" ηγεσία του τόπου όμως θέλει να τον ξεχάσουμε. Τα σχολικά βιβλία, ενώ ασχολούνται με ελάσσονες λογίους του Διαφωτισμού, που ελάχιστα επηρέασαν τους Έλληνες της εποχής τους, αν κρίνουμε από την κυκλοφορία και διάδοση των βιβλίων τους, δεν ξέρω αν αναφέρουν καν τον άγιο Νικόδημο ή τον μέγα απόστολο του Γένους άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, που δέσποσαν στις συνειδήσεις των πολλών κατά την προεπαναστατική περίοδο. (Είναι χαρακτηριστικό πως ο Κ. Θ. Δημαράς, εισηγητής αυτής της τάσης στην Ελλάδα, ενώ, από τις 946 σελίδες της "Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας", αφιερώνει κοντά στις εκατό στους λογίους του Διαφωτισμού, δίνει μόλις μία και κάτι στον άγιο Κοσμά και τρεισήμισι στον Παπαδιαμάντη, προσπαθώντας εμφανώς ν' απαξιώσει το έργο του με όσα γράφει γι' αυτόν. Τον δε άγιο Νικόδημο, τον συγγραφέα με τις μεγαλύτερες κυκλοφορίες κατά την περίοδο 1782-1845, ούτε που τον μνημονεύει!)
Τον Παπαδιαμάντη τον επανέφεραν δυναμικά στο προσκήνιο οι ομότεχνοί του, και σήμερα θεωρείται ο μέγιστος των πεζογράφων μας, κάτι που ο Νίκος Τριανταφυλλόπουλος αποκάλεσε "νίκη των ποιητών". Θα έλεγα, και νίκη του αγίου Νικοδήμου, από το πνευματικό περιβάλλον του οποίου ξεπήδησε ο κυρ Αλέξανδρος.

Σημειώσεις

1. Βλ. Εμμ. Φραγκίσκου, "Αόρατος Πόλεμος" (1796), "Γυμνάσματα Πνευματικά" (1800). Η πατρότητα των "μεταφράσεων" του Νικοδήμου Αγιορείτη, "Ο Ερανιστής", έτος ΚΕ-ΛΑ, τόμος 19(1993), σ. 104.
2. Χρήστου Γιανναρά, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα 1992, σ. 206. Ο Γιανναράς γράφει πως ο άγιος Νικόδημος "επιλέγει, μεταφράζει και εκδίδει, σαν βιβλία “ψυχοφελέστατα” για τους Ορθοδόξους, δυο τυπικά ρωμαιοκαθολικά εγχειρίδια" (ό.π., σ. 199), αγνοώντας, όπως προκύπτει από μελέτες, μεταγενέστερες του βιβλίου του (του Εμμ. Φραγκίσκου, ό.π., αλλά και του Κ. Παπουλίδη, Αγιορειτικά, Άγιον Όρος 1993, σσ. 125-127) ότι ο Άγιος έχει αλλάξει άρδην το περιεχόμενό τους, προσθέτοντας και πολύ νικοδημικό υλικό. Π.χ., τα "Πνευματικά γυμνάσματα" από ένα τευχίδιο των 30 σελίδων, μεταμορφώθηκαν σε τόμο των 650.
3. Φίλιππου Ηλιού, Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα. Τόμος 1ος, 1801-1818, Αθήνα 1997, σσ. νϛ-νζ.
4. ό.π., σ. νϛ.

Κυριακή, Ιουλίου 10, 2011

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης -Ο χαλκέντερος κολυβάς

undefined
( Χώρα Νάξου Κυκλάδων 1749 – Άγιο Όρος 14 Ιουλίου 1809)
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ (ήχος α΄)
«Τον του Άθω φωστήρα και της Νάξου το βλάστημα,
και της Εκκλησίας απάσης τον θεόπτουν διδάσκαλον,
Νικόδημον τιμήσωμεν πιστοί,
ως έμπλεων σοφίας θεϊκής.
Διδαχάς γάρ ουρανίους και δαψιλείς,
βλυστάνει τοις κραυγάζουσι.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ,
δόξα τω σε στεφανώσαντι,
δόξα τω σε χορηγούντι διά σου ημίν τα πρόσφορα».

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Α΄. Γέννηση – ανατροφή
Το 1749 γεννήθηκε στη χώρα της Νάξου Κυκλάδων ο Νικόλαος Καλιβούρτζης. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αντώνιος και η μητέρα του Αναστασία.  Είχε και ένα μικρότερο αδελφό, τον Πιέρο, που αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς συνδρομητές του πολυγραφότατου Αγίου μας. Από μικρό παιδί πήρε την εκκλησιαστική ευσέβεια από την μητέρα του και έκανε παρέα με τον εξάδελφό του, μετέπειτα επίσκοπο Ευρίπου Ιερόθεο.
Δίπλα στο σπίτι του ήταν ο  ενοριακός Ι. Ναός της Αγίας Παρασκευής, στον οποίο σύχναζε σε όλες τις ακολουθίες, όπου και έμαθε πολλούς ύμνους. Ο ιερέας τον έχει μαζί του σ’ όλες τις ιεροπραξίες. Σε ηλικία 12 ετών, εισάγεται στην ονομαστή σχολή της Νάξου, πραγματική Ακαδημία. Λειτουργούσε στην Ι. Μ. του Αγίου Γεωργίου Γρώττας, με Διευθυντή τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, τον Αρχ. Χρύσανθο τον Εξωχωρίτη.
Β΄.  Ανώτερες Σπουδές στη Σμύρνη

Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Νησί του κοντά στον Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο, τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.  Όχι μόνον οι γονείς του, αλλά και ο δάσκαλός του Χρύσανθος αισθάνθηκαν την ανάγκη να τον προωθήσουν για ανώτερες σπουδές. Με πατρική μέριμνα του μητροπολίτη Παροναξίας Άνθιμου Βαρδή, στέλνεται στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης. Εκεί τον ανέλαβε ο ξακουστός Ιερόθεος Βουλισμάς. Εκεί είχε σαν συμμαθητές, μεταξύ άλλων, και τους μετέπειτα Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτον τον Ζ΄ και Γρηγόριον τον Ε΄.
Ο Νικόλαος έγινε γνωστός για την πολυμάθειά του και την δυνατή μνήμη του. Αρκούσε να διαβάσει μία φορά ένα βιβλίο και να το θυμάται πάντα! Η ευφυΐα του, η ταπεινότητά του και ο πληθωρισμός των γνώσεων, εκκλησιαστικών και κοσμικών, τον ανέδειχναν σε δάσκαλο ακόμα και των συμμαθητών του. Πέρα από την βαθιά γνώση των Θεολογικών γραμμάτων και  των επιστημών της εποχής, έμαθε τέλεια την Λατινική, την Ιταλική και την Γαλλική Γλώσσα. Μετά από την πενταετή οικότροφη φοίτησή του, σε ηλικία 21 ετών, παρά τις προσπάθειες να μείνει ως δάσκαλος στη Σχολή, αυτός τον νου του τον είχε αλλού…
Γ΄. Στην Νάξο με τους κολλυβάδες

Το 1770 (21 ετών) ο Ρωσικός στόλος κατέκαψε τον Τουρκικό στα Δωδεκάνησα. Οι Τούρκοι για αντίποινα σήκωσαν στην Σμύρνη αντίποινα, όπου έσφαξαν πολλούς Χριστιανούς. Μεγάλο προσφυγικό κύμα φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο, ο δε Νικόλαος στη Νάξο. Τότε, για μια πενταετία περίπου εργάστηκε ως Γραμματέας της Μητροπόλεως Παροναξίας με την εποπτεία και την καθοδήγηση του Μητροπολίτου Παροναξίας Ανθίμου του Γ΄ (1742-1779). Του πρότεινε μάλιστα να γίνει κληρικός και με τις γνώσεις του να αντιμετωπίσει την θεολογία των Φράγκων, που υπήρχαν στο νησί.
Την εποχή αυτή (1774) βρέθηκαν στην Νάξο εξόριστοι από το Άγιο Όρος, οι υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας αγιορείτες πατέρες, Ιερομόναχοι Γρηγόριος και Νήφων και ο Γερο-Αρσένιος. Γνωρίστηκαν και μίλησαν για το «κολυβαδικό» κίνημα, με το οποίο οι μοναχοί υπερασπίζονταν την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης, ημέρα χαράς και όχι… μνημοσύνων και γονυκλισιών! Του μίλησαν για τις μορφές του Γέροντα Σιλβέστρου και του Αγίου Μακαρίου (Νοταρά), πρώην επισκόπου Κορίνθου, που βρίσκονταν στην Ύδρα. Εκεί τους συνάντησε ο Νικόλαος, και πήρε την ευλογία να μονάσει στο Άγιο Όρος και να γνωρίσει την Φιλοκαλική παράδοση, στοιχεία της οποίας είναι η γιορτή της Ανάστασης, η άσκηση, η νήψη (εσωτερική εγρήγορση)  και η καρδιακή προσευχή.
Ζήτησε την ευλογία του επισκόπου και της μητέρας του (ο πατέρας του είχε κοιμηθεί). Παρ’ ότι ο επίσκοπος τον ήθελε κοντά του, δεν τον εμπόδισε. Με την μητέρα του συμφώνησαν την ημέρα της αναχώρησής του να την ανεβάσει στην Ι. Μ. Χρυσοστόμου του νησιού. Όταν αυτό έγινε και κατέβηκε στην παραλία για να πάρει το πλοιάριο, αυτό αναχώρησε χωρίς να προλάβει ν’ ανέβει. Ο αποφασισμένος Νικόλαος κολυμπώντας ανάγκασε μετά από ώρα να γυρίσουν να τον πάρουν…Η μητέρα του αργότερα κάρηκε μοναχή με το όνομα Αγάθη!
Δ΄. Στο Άγιο Όρος
Ο Νικόλαος σε πελάγη ευτυχίας, φτάνει το 1775, στο άγιο Όρος, στη Ι. Μ. Διονυσίου. Οι συστατικές επιστολές του Γερο – Σίλβεστρου πολύ τον βοήθησαν. Γνώρισε τους κολυβάδες αδελφούς Σκουρταίους και τον ασκούμενο στην καλύβα της καψάλας μοναχό Ευθύμιο, αργότερα παραδελφό του και βιογράφο του.
Μετά από λίγους μήνες στη Ι. Μ. Διονυσίου και οι αρετές του ανάγκασαν τον ηγούμενο να κάρει μικρόσχημο μοναχό, με το όνομα Νικόδημος. Μετά από δύο χρόνια (1777) έφτασε ο πρώην Κορίνθου άγιος Μακάριος στο Όρος και έμεινε στο κελί «Άγιος Αντώνιος». Από εκεί μήνυσε στο Νικόδημο για συνάντηση.
Με ευλογία έφτασε εκεί και ο άγιος του εμπιστεύτηκε να συντάξει προοίμιο στη «Φιλοκαλία» και τον «Ευεργετινό» και να διορθώσει τυχόν ορθογραφικά σφάλματα. Παρέλαβε ακόμη και το πόνημα περί «Συνεχούς Θείας Μεταλήψεως» για να το πλατύνει με υποσημειώσεις. Το βιβλίο μάλιστα «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών», που αποτελεί ανθολογία πατερικών κειμένων, είναι έργο του ίδιου του πρώην Κορίνθου αγίου Μακαρίου, ο οποίος το παρέδωσε στον άγιο Νικόδημο, το 1777, «προς πληρεστέραν επεξεργασίαν, συμπλήρωσιν και έκδοσιν», και εξεδόθη το 1782 στην Βενετία. Όλα αυτά έγιναν σ’ αυτό το κελί και με τις συχνές επισκέψεις του Ευθύμιου…
Όταν τελείωσε αυτά τα σημαντικά έργα για το δούλο Ορθόδοξο Γένος, ήλθε στο κελί του Ευθύμιου στην Καψάλα (1778). Εκεί αποκάθαρε τα αβλεπήματα στην «Αλφαβηταλφάβητο» ή «Παράδεισο» του αγίου Μελετίου του Ομολογητή. Το επόμενο έτος (1779), επανήλθε πάλι στη Μονή της Μετανοίας του. Εκεί έμαθε για την φήμη του κοινοβιάρχου οσίου Παϊσίου Βελιτσόφσκι, όπου είχε στην Μολδαβία χίλιους μοναχούς, που τους δίδασκε την νοερά προσευχή. Πήρε ευλογία να τον επισκεφθεί, αναχώρησε, αλλά το πλοίο προσάραξε στη Θάσο και έτσι θείος Νικόδημος επέστρεψε στο όρος για να φωτίσει το  Γένος που στέναζε.
Επιστρέφοντας ασκήτεψε δύο χρόνια στην έρημο της Καψάλας (1779-1781) στην καλύβα του Αγίου Αθανασίου, όπου έγινε υποτακτικός του Πελοποννήσιου μοναχούΑρσένιου του Κολυβά, τον οποίο είχε γνωρίσει στη Νάξο. Η άσκηση και η ταπείνωσή του αυτό διάστημα ήταν απερίγραπτες…

Ε΄. Στην Σκυροπούλα

Πολλές φορές θελγόταν από τον έρωτα της αναχώρησης και έλεγε: «Πάμε πατέρες μου σε κανένα ερημονήσι για να γλιτώσουμε από τον κόσμο». Έτσι το 1781 (32 ετών), φτάνει με τον γέροντά του στο άνυδρο ερημονήσι της Σκυροπούλας, βόρεια της Εύβοιας. Σύντομα ο γέροντάς του Αρσένιος επέστρεψε στον Άθωνα, ο όσιος όμως έσπερνε χειρονακτικά λόγο σιτάρι  και με λίγο νερό είχε τροφή για όλο το χρόνο. Ρούχα του έστειλε ο εξάδελφός του, επίσκοπος Ευρίπου Ιερόθεος, από την Κύμη. Στις τρομερές δυσκολίες της άσκησης ήλθε να προστεθεί η υπερβολική πίεση του Ιερόθεου να …συγγράψει  «συμβουλευτικό εγχειρίδιο για Αρχιερείς»…
Στο τέλος ταπεινά το αποδέχτηκε, το οποίο έγραψε με σημειώσεις και παραπομπές, όλες από μνήμης! Οι δαίμονες σε αντιπερισπασμό δεν τον άφηναν σε …χλωρό κλαρί…
Στ΄. Μεγαλόσχημος
Αυτό τον καιρό μετά από δύο χρόνια φοβερής άσκησης, επέστρεψε στο κελί του παραδέλφου του Ιερομόναχου Ευθύμιου στον Άθωνα. Επιθυμούσε περισσότερες μοναχικές υποχρεώσεις, ζήτησε και πήρε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα από τον γέροντα του Ευθύμιου, Δαμασκηνό Σταυρουδά τον Κολυβά. Ήταν το 1783 (34 ετών).
Με την άδεια του γέροντά του αγόρασε άλλο κελί, στο ύψωμα του Κυριακού Ναού. Σύντομα σε διπλανά κελιά έφτασαν αρκετοί μοναχοί, για να παίρνουν κι αυτοί από τα χαρίσματά του.
Το 1784 δέχτηκε πάλι επίσκεψη του φίλου του Αγίου Μακαρίου για να παραφράσει τα «άπαντα του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου». Ο δεινός ερμηνευτής τελείωσε το έργο το 1790 το οποίο καλλιγράφησε και εξέδωσε με προτροπή του ο φίλος του Κολυβάς Ιερομόναχος Διονύσιος Ζαγοραίος το 1790.
Την εποχή αυτή έγραψε το «Εξομολογητάριον» για βοήθεια τόσο των εξομολόγων, όσο και των μοναχών. Αργότερα έγραψε το «Θεοτοκάριο», όπου συμπεριέλαβε  ονομαστών υμνογράφων κανόνες προς την Κυρία Θεοτόκο, σε όλους τους ήχους. Το βιβλίο αυτό κάνει χρήση η Αγία μας εκκλησία.
Έγραψε εδώ και τα εποικοδομητικά του συγγράμματα «Αόρατο πόλεμο» και  «Πνευματικά Γυμνάσματα».
Ζ΄. Νέα σκάνδαλα
Μέχρι την εποχή εκείνη  ζούσε ασκητικά και ειρηνικά. Ήδη η «Φιλοκαλία», ο «Ευεργετινός» και το «περί συνεχούς θείας μεταλήψεως» κυκλοφορούσαν και πολλοί του ομολογούσαν χάριτες για την ωφέλεια που απολάμβαναν. Όμως δεν ήταν δυνατόν να μην περάσει και το καμίνι των μεγάλων πειρασμών, τι άγιος θα ήταν άλλωστε…
Το βιβλίο για την «Συνεχή Θεία Μετάληψη» βρήκε όμως και εχθρούς, γιατί επί χρόνια θεωρούσαν πολλοί ως ορθόδοξη Παράδοση το αντίθετο!!! Ένας τέτοιος μοναχός, το έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Προκόπιο, μαζί με όσες μπορούσε κατηγορίες… Παροξύνθηκε ο πατριάρχης και με Σύνοδο, το 1786, καταδίκασε το βιβλίο και το νομιζόμενο συγγραφέα του Άγιο Μακάριο Νοταρά και όποιο Χριστιανό το …διάβαζε!!! Οι φωτισμένοι Αγιορείτες αγωνίστηκαν ενάντια στη λάθος Συνοδική απόφαση και πέτυχαν με τον επόμενο Πατριάρχη Νεόφυτο Ζ΄, την άρση της άδικης καταδίκης. Έτσι οι αντιφρονούντες που ακολουθούσαν «ότι ήβραν» φιμώθηκαν…
Ο μισόκαλος όμως βρήκε άλλο δρόμο για να κτυπήσει τους κολυβάδες. Κατηγόρησαν τον Νικόδημο, ότι πιστεύει ότι στον Άγιο Άρτο δεν …ευρίσκεται όλος ο Χριστός, αλλά τμήμα Του, γι’ αυτό εξ άλλου είναι υπέρ της συνεχούς θείας μεταλήψεως!!! Για να καταλάβουμε τον σάλο που δημιουργήθηκε, αρκεί να αναφέρουμε πως η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους ανακήρυξε τον Άγιο  «Ορθοδοξότατο και των δογμάτων της του Χριστού Εκκλησίας τρόφιμον…», μετά από 22χρόνια!!! Μαζί μ’ αυτό το θέμα αναμοχλεύτηκε και το θέμα των μνημοσύνων την ημέρα της εορτής της Αναστάσεως, δηλ. την Κυριακή…με «παγίδα»,  που έστησαν στον άγιο Μακάριο!!!
Έτσι άρχισαν νέες ταραχές και διωγμοί… Παρ’ όλα αυτά ήρεμος και με αγάπη προς τους συκοφάντες του, συνέχιζε το πολλαπλό έργο του. Στην ερημική Καψάλα, στο κελί του Αγίου Βασιλείου, έγραψε την «Χρηστοήθεια» και έκανε διορθώσεις στα «Εγκώμια του Επιτάφιου», κυρίως όμως έκανε συλλογή στα «άπαντα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά», αλλά κάηκαν στο Τυπογραφείο της Βιέννης μαζί με επαναστατικά κείμενα του Ρήγα Φερραίου… Στενοχωρήθηκε πολύ γι’ αυτό και μετακόμισε το 1789, κοντά στο γέρο-Λουκά, δίπλα στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
Εκεί έκανε την συλλογή και σχολιασμό όλων των Ιερών Κανόνων, που ονομάστηκε «Πηδάλιο της νοητής νηός». Ο λόγιος Αχιμ. από τα Ιωάννινα Θεοδώρητος, που μαζί με τον Ιεροκήρυκα Δωρόθεο του Πατριάρχη Νεόφυτου Ζ΄ (που έδωσε την έγκριση, μετά το ταξίδι του Ιερομονάχου Αγάπιου) πήγαν στη Λειψία για την εκτύπωση, έκανε αλλαγές στα σχόλια τόσο για τα μνημόσυνα, όσο και για τη Συνεχή Θεία Μετάληψη… Και πάλι ο μέγας κανονολόγος έφαγε «μαχαιριά», τώρα από τον «ψευδάδελφο» Θεοδώρητο…
Η΄.  Έργα οικοδομής
Μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στην Καψάλα, κοντά στη θάλασσα, σε νέα καλύβα, του Αγίου Σεργίου. Ήταν τότε 45 ετών, πλήρης από δημιουργική δύναμη. Βρέθηκε εκεί από μοναχούς τόσο απορροφημένος, που ξέχναγε και την μπουκιά στο στόμα του επί ώρες… Έγραψε στο κελί αυτό διορθωμένο το «Ευχολόγιο», νέο «Εξομολογητάριο», «Ερμηνεία» στις 14 Επιστολές του απ. Παύλου, στις 7 Καθολικές, στο ψαλτήρι του Ευθύμιου Ζυγαβινού και στη Στιχολογία των εννέα Ωδών, που ονόμασε «Κήπο Χαρίτων».
Ποτέ δεν έμεινε αργός, ούτε άφησε την άσκηση και την αδιάλειπτο, μονολόγιστο και νοερά προσευχή. Ποτέ δεν άφησε την αγάπη του προς το πλήρωμα της Εκκλησίας με τα έργα οικοδομής… Τα έργα αυτά τα είχε τελειώσει μέχρι το 1799 (48 ετών).
Θ΄. Τα τελευταία χρόνια του
Το 1800 βρισκόταν εξόριστος ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, κοντά στον Νικόδημο. Επειδή πολλοί χριστιανοί γινόντουσαν Μωαμεθανοί από την πίεση των Τούρκων, έφταναν απ’ αυτούς αρκετοί στο Άγιο Όρος να συμβουλευτούν τον Πατριάρχη. Αυτός τους έστελνε στη συνέχεια στο Νικόδημο… Ανάμεσα σ’ αυτούς που εμψυχώθηκαν είναι και ο Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος.
Εκείνη την εποχή είχαν έλθει παπικοί για να συζητήσουν δογματικά ζητήματα στο Άγιο Όρος. Η Ιερά κοινότητα τους έστειλε στον Άγιό μας. Αυτός εμφανίστηκε, όπως πάντα, ρακένδυτος και τσαρουχοφόρος! Αυτοί το πήραν για προσβολή. Δόθηκαν εξηγήσεις και μετά έπαθαν τέτοια ήττα στη συζήτηση που σιώπησαν και τράπηκαν σε άτακτο φυγή…
Ο Νικόδημος έχει φτάσει σε ηλικία 57 ετών (1805) και το χαλκέντερο κορμί του αρχίζει να λυγίζει. Αισθάνεται την ανάγκη κάποιας περιποίησης και πηγαίνει στους Σκουρταίους. Δεν γηροκομείται, αλλά συνεχίζει να ωφελεί. Συντάσσει τώρα τον «Συναξαριστή των 12 μηνών» με υπομονή για 2 χρόνια!
Από λεπτότητα αναχωρεί και πάλι για την Καψάλα, κοντά σε ευλαβή μοναχό. Τότε ξεσπάει και άλλο κύμα επιθέσεων και κατηγοριών, για την συνεχή Θεία μετάληψη! Τότε όμως επενέβη η Ιερά Κοινότητα και προστάτεψε το κύρος του: «ει τις … ανοίγει στόμα και λαλεί κατά του ανωτέρω διδασκάλου κυρ Νικοδήμου αδίκως και συκοφαντοικώς, ούτος προφανώς ελεγθείς, όχι μόνον θέλει παιδευθεί αυστηρώς υπό της κοινής ημών Συνάξεως, οποίας τάξεως και καταλόγου είναι, αλλά και θέλει εξορισθεί τελείως και τον ιερόν τούτον τόπον, ως σκανδαλοποιός».
Αλλά και ο ίδιος αναγκάστηκε να απολογηθεί για την Ορθόδοξη πίστη του ήρεμα…Συνέχισε μάλιστα με διάθεση ψυχής το έργο του με ογκώδη βιβλία, το «Εορτοδρόμιο» και την «Νέα κλίμακα»!
Ι΄. Η συνοπτική εργογραφία του

Η ακτημοσύνη, η παρθενία και υπακοή, η αδιάλειπτη προσευχή, η επιμονή στην ορθόδοξη λατρεία και ευχαριστία, η ανάδειξη του αναστασίμου της Κυριακής ήταν οι κεντρικοί πυλώνες της ζωής του. Η επιμονή του στην ορθόδοξη πίστη, ειδικά απέναντι στις εκστρατείες προτεσταντών μισιοναρίων και της μεγάλης επιρροής των παπικών κυρίως στις Κυκλάδες, τον οδήγησαν να χρησιμοποιήσει και δικά τους έργα για τη στήριξη της ορθόδοξης πίστης στους επιρρεπείς. Αναφέρω τα έργα ο «αόρατος πόλεμος» του Λορέντσο Σκουπόλι του τάγματος των Θεατίνι και τα «πνευματικά γυμνάσματα» του Ιγνάτιου Λοϋόλα, ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών, για τα οποία δέχεται σήμερα αδόκιμες και άδικες επιθέσεις.
Δεν κατανοείται πλήρως δηλαδή, ότι η κριτική στάση, που έλαβαν όλοι οι «Κολλυβάδες» έναντι του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, οι οποίοι απέρριψαν απ’ αυτόν τα στοιχεία εκείνα που απειλούσαν να νοθεύσουν την γνησιότητα του ήθους και του τρόπου ζωής των ορθοδόξων και γενικά των Ελλήνων – Ρωμιών, χωρίς να τον απορρίπτουν ολοτελώς!
Έτσι η κολλυβαδική θεολογία  με μια τριανδρία αγίων, τον Νικόδημο Αγιορείτη, το Αθανάσιο Πάριο και τον Μακάριο Νοταρά πέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782). Το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, που για μια ακόμη φορά  προήλθε μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε.
Ο Γαλλικού τύπου διαφωτισμός, πέρα από την βίαιη είσοδο του ανερχόμενου καπιταλισμού στο κοινωνικό επίπεδο, ανεπτυγμένος μέσα στη φράγκικη και φεουδαρχική κληρικαλιστική Γαλλία, προσπάθησε βίαια να μεταφυτεύσει στην Ρωμιοσύνη και πνευματικά ζητήματα, όπως: το  αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα, τον ηθικισμό σε βάρος του εκκλησιαστικού γεγονότος, την εναντίωση στον έως τότε παραδοσιακό τρόπο αγιογράφησης των ορθοδόξων ναών και την χωρίς φειδώ μονόπλευρη έξαρση της «ανάστασης» της Αρχαίας Ελλάδας  (νεοκλασικισμός – αρχαιολατρία – νεοπαγανισμός).
Με αυτό το μάτι λοιπόν πρέπει να ιδωθεί και η τεράστια συγγραφική δουλειά του αγίου μας με πολυποίκιλα έργα και μέσα σε αντίξοες συνθήκες.
α. Αγιολογικά:
1. «Νέον Εκλόγιον», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1803.
2. «Νέο Μαρτυρολόγιο», 1797 στην έρημο της Καψάλας, έκδοση το 1799.
3. «Συναξαριστής των Δώδεκα μηνών του Ενιαυτού», 1805-1807, στην Ι. Μ. Παντοκράτορα.
β. Απολογητικά:

1. «Απολογία περί της Κυρίας ημών Θεοτόκου», 1799 στην έρημο της Καψάλας.
2. «Ομολογία Πίστεως», 1805 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
γ. Ασκητικά:

1. «Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1782.
2. «Ευεργετινός», 1777 στις Καρυές, έκδοση το 1794.
3. «Βίβλος Βαρσανοουφίου και Ιωάννου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος στην  έρημο της Καψάλας, έκδοση το1805.
δ. Εποικοδομητικά – Ηθικά:

1. «Περί συνεχούς θείας Μεταλήψεως των αχράντων του Χριστού Μυστηρίων», 1778 στις κελί Άγιος Αντώνιος, έκδοση το 1794.
2. «Βιβλίον καλούμενον Αόρατος πόλεμος», 1785 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα, έκδοση το 1796.
3. «Πνευματικά γυμνάσματα», 1785 στο ίδιο μέρος.
4. «Επιτομή εκ των Προφητανακτοδαυϊτικών ψαλμών», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος (Καψάλα).
5. «Χρηστοήθεια», 1798 στο ίδιο μέρος.
ε. Ερνηνευτικά:

1. «Αι δεκατέσσαρες Επιστολαί του Αποστ. Παύλου», 1797 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος, έκδοση το 1804.
2. «Ψαλτήριον Ευθυμίου Ζυγαβηνού», 1797 στο ίδιο μέρος.
3. «Κήπος χαρίτων», 1798 στο ίδιο μέρος.
4. «Επτά καθολικαί επιστολαί», 1799 στο ίδιο μέρος.
5. «Νέα Κλίμαξ», 1806 στην έρημο της Καψάλας.
6. «Εορτοδρόμιον», 1806 στο ίδιο μέρος.
στ. Θεολογικά:

1. «Αλφαβηταλφάβητος», 1778-1779 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα.
2. «Συμεών του Νέου Θεολόγου Άπαντα, 1784 στην Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Άπαντα Γρηγορίου του Παλαμά»,1787 στη Καψάλα.
ζ. Ποιμαντικά – κανονικά:

1. «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον περί φυλακής των πέντε αισθήσεων», 1781-1782 στο τόπο εξορίας του, δηλ. στην ερημόνησο Σκυροπούλα Βορίων Σποράδων, έκδοση το 1801.
2. «Εξομολογητάριον», 1784 στη Ι. Σκήτη του Παντοκράτορα και συμπλήρωση το 1794 στη καλύβα Άγιος Βασίλειος.
3. «Πηδάλιον», 1793 στη καλύβα του γερο-Λουκά Ι. Μ. Παντοκράτορα, έκδοση το 1800.

η. Ποιητικά:

1. Επιγράμματα – Ποιήματα.
2. Λειτουργικοί Ύμνοι και Εγκώμια.
3. «Νέον Θεοτοκάριον κλπ. 1795 στην Ι. Σκήτη Παντοκράτορα.
Ια΄. Η κοίμησή του

Το 1809, στις 23 Απριλίου, εορτή του Αγίου Γεωργίου, ήλθε πολύ βεβαρημένος στους Σκουρταίους. Επανήλθε στην Καψάλα κοντά στον Ευθύμιο. Αποφάσισαν και οι δύο να πάνε στο κοινόβιο, που είχε ιδρύσει στη Σκιάθο ο κολυβάς Νήφων από την Νάξο, για περισσότερη περίθαλψη. Όμως οι Σκουρταίοι δεν το επέτρεψαν και  έμεινε σ’ αυτούς. Σε λίγο ασθένησε βαριά και άρχισε να προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι…
Στις 5 Ιουλίου είχε πιαστεί το δεξί του χέρι στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου και στην επιθανάτιο κλίνη έδινε τις τελευταίες του ευλογίες και ζητούσε την συγχώρεση των αδελφών…
Κατά την Ανατολή του ήλιου στις 14 Ιουλίου 1809 παρέδωσε το πνεύμα του, σε ηλικία μόνο 60 ετών. Τάφηκε έξω από το κελί των Σκουρταίων. Κοιμήθηκε λοιπόν ο ένας από τους δύο μεγάλους γίγαντες, που ωσάν Άτλαντες κράτησαν το Γένος στους ώμους τους. Ο άλλος στύλος ήταν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.
Την είδηση της κοιμήσεώς του με θλίψη έμαθε ο εκκλησιαστικός, θεολογικός, μοναστικός και όχι μόνο, κόσμος της εποχής του. Σημειώνει ο χρονογράφος σχετικά με την κοίμηση του αγίου Νικοδήμου: «Ανατέλλοντος του αισθητού ηλίου, εις την γην, εβασίλευσεν ο νοητός ήλιος της Εκκλησίας του Χριστού. Έλειψεν ο πύρινος στύλος, ο οδηγών τον νέον Ισραήλ εις ευσέβειαν. Εκρύβη η νεφέλη η δροσίζουσα τους τηκομένους τω καύσωνι των αμαρτιών».
Είναι ακόμη χαρακτηριστική και η σκέψη την οποία εξέφρασε τότε ένας Χριστιανός. «Πατέρες μου, καλύτερον ήτο να απέθνησκαν σήμερα χίλιοι χριστιανοί και όχι ο Νικόδημος».
Κατά καιρούς, πολλά εγκώμια γράφτηκαν για τον Άγιο Νικόδημο, όπως: «Υπήρξε ο μέγιστος των μονασάντων από συστάσεως του Αγίου Όρους». «Υπήρξε ο πάντοτε πενία τρυχόμενος και γιγαντωθείς προ της ασήμου ημών γενεάς».
Κατά τον V. Grumel, «υπήρξε κανονολόγος, λειτουργιολόγος, αγιογράφος, δηλαδή ερμηνευτής των Γραφών, ασκητικός συγγραφεύς, εκδότης βιβλίων, εις των πλέον γονίμων συγγραφέων και αναμφιβόλως ο πλέον φιλόπονος Μοναχός, παρά του οποίου δοξάζεται η ελληνική Εκκλησία».
Κατά τον Θ. Σπεράντσον, ο Άγιος Νικόδημος υπήρξε πρόδρομος της εθνικής παλιγγενεσίας.
Ο Γάλλος Καρδινάλλιος Luis Petit γράφει πως ο Νικόδημος με τα βιβλία του αντικατέστησε το ζωντανό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού και χαρακτήρισε το κίνημα των «Κολλυβάδων» ως «δείγμα αφυπνιζόμενης ζωής του ελληνικού έθνους».
Ο Ιερός Νικόδημος αναμφίβολα υπήρξε ο κορυφαίος εκφραστής του οσιακού βίου και η θύρα που οδηγεί στην ορθόδοξη πνευματικότητα. Είναι ο εξαίσιος θεολόγος και ο ασίγαστος διαχρονικός διδάσκαλος της Ορθοδοξίας και του Γένους. Αποτελεί  πολύ σπάνιο  φαινόμενο συνδυασμού  θείων χαρισμάτων, αγιότητος βίου, άσκησης και συγγραφικής παραγωγής.
Ιβ΄. Αναγνώριση της αγιότητας
Κάτω από την πρώτη εικόνα του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, που δημοσιεύθηκε το 1819 στην πρώτη έκδοση του έργου του «Ερμηνεία των ΙΔ΄ Επιστολών του Αποστόλου Παύλου», υπάρχει ένα επίγραμμα – λεζάντα, το οποίο αναφέρει επί λέξει: «Τίς Νικόδημος, ου κλέος μέγα – εν Ορθοδόξοις και σοφοίς Όρους Άθω – ος τήνδε Βίβλον ευφυώς τάξε, φίλε – Νάξιος ανήρ. Εύγε της ευφυΐας».
Με αρ. Πρωτ. 1717/31-5-1955, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας  μαζί με την Σύνοδο πως «…εξ ονόματος και πάντων των εν Αγιωνύμω Όρει ενασκουμένων Οσιοτάτων Μοναχών, υπέβαλε ο του εν Καρυοίς Κελλίου Λαυριώτης Γέρων Ανανίας, αιτούμενος όπως, η επέτειος του θανάτου αυτού καθιερωθεί εν τιμή Αγίου, έγνωμεν, συνοδά τοις προ ημών θείοις Πατράσι … Δι’ ό και θεσπίζομεν Συνοδικώς και διοριζόμεθα και εν Αγίω διακελευόμεθα Πνεύματι, όπως από του νυν και εις τον εξής αιώνα τον άπαντα, Νικόδημος ο Αγιορείτης συναριθμείται τοις οσίοις και Αγίοις της Εκκλησίας ανδράσιν, ετησίοις ιεροτελεστίαις και αγιαστίαις τμώμενος και ύμνοις εγκωμίων γεραιρόμενος τη ιδ΄ Ιουλίου εν ή μακαρίως προς τον Κύριον εξεδήμησεν…».
Ο άγιος Νικόδημος εορτάζει κατά την καθιερωμένη Πανήγυρη της 14ης Ιουλίου.
Επίσης εορτάζει την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, κατά την Σύναξη των Πέντε Αγίων της Παροναξίας που καθιερώθηκε πρόσφατα και η οποία τελείται στο νεόδμητο Ι. Ναό των Ναξίων Αγίων Νικοδήμου του Αγιορείτου και Νικολάου του Πλανά, στην πόλη της Νάξου.  Επίσης εορτάζει την Τρίτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου στην Πάρο, όπου επίσης τελείται η Σύναξη των Αγίων.
Οι Ασματικές Ακολουθίες του Αγίου Νικοδήμου, οι οποίες ευρίσκονται σε λειτουργική χρήση, συντάχθηκαν από τον αείμνηστο Υμνογράφο, Μοναχό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, από τον πρώην Σεβ. Μητροπολίτη Πατρών κ. Νικόδημο, καθώς και από τον Αρχιμ. Νικόδημο Παυλόπουλο, Ηγούμενο της Ι. Μονής Λειμώνος Λέσβου.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...