Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀντωνίου Πινακούλα
Ἀπὸ τὸ βιβλίο
«Ὁ σπόρος ποὺ ἔπεσε στὸ δρόμο», ἐκδ. Ἐν πλῷ.
Aγαπητοὶ ἀδελφοί, σὲ δύο ἑβδομάδες γιορτάζουμε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῶν Χρι- στουγέννων καὶ ἡ σημερινὴ Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ: τὸν Ἀβρα- άμ, τὸν Ἰσαάκ, τὸν Ἰακὼβ καὶ γενικὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Δ ι α θ ή κ η ς , ποὺ μὲ τὴν ἱερὰ ἱστορία τους προε- τοίμασαν τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδὴ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μί- λησαν γιὰ ἕνα δεῖπνο τὸ ὁποῖο θὰ γίνει στὰ τέλη τῶν αἰώνων, καὶ στὸ ὁποῖο θὰ καθίσουν μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅλοι ὅσοι τὸν εὐαρέστησαν, ἀ κ ο ύ σ α μ ε στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο τὴν παραβολὴ τοῦ με- γάλου δείπνου.[...] Κάποιος κάλεσε γιὰ δεῖπνο ἀνθρώπους πολλούς. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ὀνομάζονται «οἱ κε- κλημένοι» – εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν ὅτι θὰ κληθοῦν, αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι θὰ λάμβαναν τὴν πρόσκληση ἀπὸ τὸ δοῦλο τοῦ μεγάλου οἰκοδεσπό- τη. Κι ἔγινε πράγματι ἔτσι • ὁ δοῦλος πῆγε καὶ τοὺς εἶπε: «Ὅλα εἶναι ἕτοι- μα, ἐλᾶτε νὰ δειπνήσετε ἀπόψε μαζὶ μὲ τὸν Κύριό μου». Ἐκεῖνοι ὅμως ἄρχισαν νὰ παραιτοῦνται προβάλλο- ντας δικαιολογίες σοβαρές. Ὁ ἕνας εἶπε: «Ἀγόρασα ἕνα μεγάλο χωράφι, πρέπει νὰ πάω νὰ τὸ δῶ». Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ἀγόρασα πέντε ζεύγη βοδιῶν καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ τὰ δοκιμάσω, γιὰ νὰ δῶ ἂν αὐτὰ ποὺ ἀγόρασα εἶναι αὐτὰ ποὺ ἤθελα καὶ αὐτὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχω». Καὶ ὁ τρίτος εἶπε: «Παντρεύ- τηκα, εἶμαι νιόπαντρος, δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω». Ἐπέστρεψε ὁ δοῦλος στὸν οἶκο καὶ εἶπε στὸν οἰκοδεσπότη ὅσα συνέβησαν. Κι ἐκεῖνος ὀργίστηκε καὶ τὸν διέταξε νὰ πάει νὰ φέρει ἄλλους. Δήλωσε μάλιστα: «Κανένας ἀπὸ ἐκεί- νους ποὺ κάλεσα δὲν θὰ γευτεῖ τὸ δεῖπνο μου». Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι οἱ κεκλη- μένοι, αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν ὅτι θὰ τοὺς καλέσει ὁ οἰκοδεσπότης καὶ ἦταν σίγουροι ὅτι θὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο, δὲν μποροῦσαν ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ κάλεσμα. Τοὺς ἦταν ἀδύνατο, γιατὶ εἶχαν πολὺ με- γάλες ὑποχρεώσεις μπροστά τους. Ἦταν πολὺ σοβαροὶ οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσαν νὰ πᾶνε. Θὰ τὸ ἔκαναν ὡστόσο, δοθείσης κάποιας ἄλλης εὐκαιρίας. Ἀνέβαλαν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο καὶ συνέχισαν νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους. Προφανῶς, ἦταν πολὺ γνωστοὶ στὸν οἰκοδεσπότη, εἶχαν μακροχρόνια σχέση μαζί του, καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν τόσο σίγουροι – ἂς ἔλυναν τώρα τὰ πολὺ σοβαρὰ θέματα ποὺ εἶχαν καὶ θὰ ἀνταποκρίνονταν σὲ κάποια ἄλλη περίσταση. Οἱ φράσεις καὶ τὰ ρήματα ποὺ χρη- σιμοποιεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς -«ἀγρὸν ἠγό- ρασα… ζεύγη βοῶν ἠγόρα- σα… γυναῖκα ἔ γ η μ α . . . » – δείχνουν ὅτι τὰ γεγονότα σ υ ν έ β η σ α ν μόλις πρὶν ἀπὸ λίγο. Σχεδὸν μαζὶ μὲ τὰ γεγονό- τα ἦρθε καὶ ἡ πρόσκληση στὸ δεῖπνο. Ὁ χρόνος ἔχει πάρα πολὺ μεγά- λη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι χρε ιάζονται χρόνο γιὰ νὰ προσαρ- μοστοῦν σὲ ἀλλαγές – πόσο μάλλον ὅταν αὐτὲς ἀφοροῦν σὲ ζωτικές τους ἀνάγκες καὶ συναισθηματικὲς δεσμεύσεις, ὅπως στὴ συγκεκριμένη περίπτωση. Ὁ χρόνος ἀνάμεσα σὲ δύο γεγονότα δημιουργεῖ μιὰ ἀπόσταση ἀσφαλείας μεταξὺ αὐτοῦ ποὺ συνέβη καὶ αὐτοῦ ποὺ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται. Αὐτὴ ἡ ἀπόσταση δημιουργεῖ τὸ αἴσθημα τῆς σιγουριᾶς. Καὶ χωρὶς αὐτὸ τὸ αἴσθημα δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ προχωρήσει σὲ κάτι ἄλλο, ἐπειδὴ φοβᾶται ὅτι βάζει σὲ κίνδυνο τὸ προηγούμενο, ποὺ δὲν σταθεροποιήθηκε ἀκόμα. Στὴν περίπτωση τῶν καλεσμένων τῆς πα- ραβολῆς ὁ χρόνος αὐτὸς ἔλειπε κι ἦταν ἑπόμενο νὰ σκεφτοῦν: «Πρέπει νὰ πάω νὰ δῶ τὰ χωράφια ποὺ ἀγό ρασα», «Πρέπει νὰ δοκιμάσω τὰ ζῶα ποὺ πῆρα», «Πρέπει νὰ μείνω μὲ τὴ γυναίκα ποὺ μόλις παντρεύτηκα, δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀφήσω καὶ νὰ φύγω». Ἔπρεπε νὰ ὑπάρξει μιὰ ἀπόσταση ἀσφαλείας. Ὑπάρχει ἕνα πρόβλημα μέσα τους: θέλουν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ εἶναι δεσμευμένοι κάπου ἀλλοῦ. Κάπου ἀλλοῦ στρέφε- ται τὸ ἐνδιαφέρον τους. Ἡ καρδιά τους τοὺς πηγαίνει σὲ ἄλλη κατεύθυνση. Ἐκτιμοῦν τὸν οἰκοδεσπότη, τὸν σέβο- νται, τὸν ἔχουν πολὺ ψηλὰ μέσα τους, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸ μυαλό τους – ἡ καρδιά τους εἶναι κολλημένη ἀλλοῦ. Ἄλλο λένε οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, κι ἄλλο οἱ ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναι- σθήματά τους. Ὑπάρχει μέσα τους μιὰ σύγκρουση, διότι ἡ σχέση τους μὲ τὸν οἰκοδεσπότη δὲν εἶναι μοναδικὴ καὶ ἀποκλειστική. Καὶ καταφέρνουν τελικὰ τὴν ἰσορρο- πία, ὑποκύπτοντας στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναισθήματα, κι ὄχι ὑπα- κούοντας στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὰ πράγματα θὰ ἦταν διαφορετικὰ ἐὰν οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶχαν ἑδραιωθεῖ στὴν καρδιά τους. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὑπῆρχε μιὰ διάταξη στὸ Νόμο τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐφαρμόζουν οἱ Ἰσραηλίτες, ὅταν ἑτοιμάζονταν γιὰ πόλεμο. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλοι οἱ στρατιῶτες ἦταν παραταγμένοι, ἔπρεπε ὑποχρεωτικὰ νὰ βγεῖ ὁ κή- ρυκας καὶ νὰ πεῖ: «Ποιός ἔφτιαξε σπίτι καὶ δὲν τό ‘χει ἀκόμα ἐγκαι- νιάσει, δὲν τὸ ἔχει ἀκόμα κατοι- κήσει; Αὐτὸς νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξη. Ποιός φύτεψε ἀμπέλι κι ἀκόμα δὲν ἔχει γευτεῖ τοὺς καρ- πούς του; Νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν πα- ράταξη. Ποιός παντρεύτηκε αὐτὴ τὴ χρονιὰ καὶ δὲν ἔκλεισε χρόνο παντρεμένος; Νὰ βγεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν παράταξη». Αὐτὲς οἱ τρεῖς κα- τηγορίες δὲν ἔπρεπε νὰ πᾶνε στὸν πόλεμο, γιατὶ τὸ μυαλό τους θὰ ἦταν σ’ αὐτὰ ποὺ ἄφησαν πίσω κι ἔτσι θὰ δείλιαζαν μπροστὰ στὸν ἐχθρὸ καὶ θὰ παρέσυραν καὶ τοὺς ἄλλους – ἡ ἥττα θὰ ἦταν βέβαιη. Ὅταν ὁ Χριστὸς μι- λοῦσε γιὰ τοὺς κεκλημένους τοῦ δεί- πνου, εἶχε ὑπόψη του αὐτὴ τὴ διάτα- ξη, διότι τὴν ἤξεραν καὶ οἱ ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους ἀπευθυνόταν. Κι ἐνῷ ὁ Μωυσῆς στὴ διάταξη τοῦ Νόμου ἀπαγορεύει στὶς τρεῖς κατηγορίες νὰ πολεμήσουν, ὁ Χριστὸς μιλώντας μὲ διαφορετικὸ τρόπο στὴν παραβολή, λέει ὅτι οἱ τρεῖς αὐτὲς κατηγορίες δὲν ἀποκλείστηκαν, ἀλλὰ παραιτήθηκαν, δὲν μπόρεσαν νὰ πᾶνε στὸ δεῖπνο. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνει τὴ διαφορά; Ἐκεῖ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ τρεῖς κατηγορίες ἔχουν ἕνα προνόμιο: ἔχουν δικαίωμα νὰ μὴν πᾶνε στὸν πό- λεμο. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ ἀναγνώ- ριζε τὴν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ξεπεράσει σχέσεις μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα, ὅταν σὲ αὐτὲς ἐκφράζο- νταν ζωτικὲς ἀνάγκες του⋅ ὅταν αὐτὲς ἀφοροῦσαν τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συναι- σθήματά του σὲ σχέση μὲ τὴν οἰκογε- νειακὴ ζωὴ καὶ τὸ δέσιμό του μὲ τὴ γῆ καὶ τὴν περιουσία του. Ἐδῶ, στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ Χριστὸς ἀπαιτεῖ τὴ συμμετοχὴ στὸ δεῖπνο, στὸ δεῖπνο ποὺ εἶναι πόλεμος ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω. Γιατί; Διότι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμα ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο γιὰ νὰ φανερώσει τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὰ συ- ναισθήματα τοῦ ἀνθρώπου ὅπως τὰ ἔφτιαξε ὁ Θεός. Τώρα ὁ Χριστὸς μᾶς ἔχει πλέον δείξει τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ βάζουμε στὴν καρδιά μας. Καὶ ὄχι μόνο μᾶς τὸ ἔδειξε, ἀλλὰ καὶ μᾶς τὸ χάρισε μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασή του – ἔδωσε τὴ δυνατότητα στὸν καθένα μας νὰ τὸ πραγματοποιεῖ. Δὲν χωρᾶ ἀμφιβολία πὼς οἱ κεκλη- μένοι τῆς παραβολῆς εἴμαστε ἐμεῖς οἱ βαπτισμένοι – ἔχουμε ὅλα τὰ χαρακτη- ριστικά τους: ἔχουμε λάβει τὴν κλήση, εἴμαστε γνωστοὶ στὸν οἰκοδεσπότη καὶ θεωροῦμε τὴν Ἐκκλησία σπίτι μας. Μὲ τὸ βάπτισμά μας συμμετέχουμε στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν Ἀνάστα- σή του – γνωρίζουμε πλέον τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ ἐπιθυμοῦμε καὶ τί πρέπει πάνω ἀπ’ ὅλα νὰ βάζουμε στὴν καρδιά μας. Γι’ αὐτὸ κι ἐκεῖνος γίνεται τόσο ἀπαιτητικὸς καὶ δὲν μᾶς ἀναγνω- ρίζει κανένα προνόμιο. «Ἐμεῖς δηλαδή», θὰ ρωτήσει κά- ποιος, «δὲν ἔχουμε ζωτικὲς ἐπιθυμίες καὶ δὲν δενόμαστε συναισθηματικὰ μὲ πρόσωπα καὶ πράγματα; Πῶς θὰ μπο- ρέσουμε νὰ ἐπιθυμοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ βάλουμε στὴν καρδιά μας τὶς ἅγιες ἐντολές του, γιὰ νὰ μὴν πάθουμε αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν οἱ κεκλημένοι τοῦ δείπνου;». Θὰ μπορέσουμε, ἂν ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἡ κλήση σὲ δεῖπνο εἶναι κλήση σὲ πόλεμο⋅ σὲ ἕναν πόλεμο ὅμως ποὺ δὲν πο- λεμᾶμε μόνοι μας, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος – αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἑτοιμαζόμαστε νὰ γιορτάσουμε. Στὸ Εὐαγγέλιο τὸ μεγάλο δεῖπνο ἀκούγεται σὰν ἕνα ὡραῖο τραπέζι, ὅπου θὰ καθίσουν οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὸ Θεό. Κι εἶναι πράγματι ἔτσι. Ὅμως ταυτόχρονα, ἡ ὑπόθεση αὐτὴ εἶναι καὶ κάτι τὸ ἀγωνιστικό, κάτι τὸ πολεμικό, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ πολεμή- σουμε μέσα μας κι ἔξω μας.[...] Ἡ συμμετοχὴ στὸ δεῖπνο εἶναι μιὰ πράξη πολεμική, μιὰ ἀγωνι- στικὴ ἀπόφαση μέσα μας -μεταξὺ τῆς λογικῆς μας, τῶν συναισθη- μάτων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Τὸ Εὐαγγέλιο τελείωσε μ’ ἕνα συμπέ- ρασμα: «πολλοὶ εἰσὶ οἱ κλητοί» ἀλλὰ «ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί» – πολ- λοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ καλοῦνται στὸ δεῖπνο, στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ, στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀλλὰ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό. Ποιοί θὰ γίνουν δεκτοὶ ἀπὸ τὸ Θεό; Ἐκεῖνοι ποὺ δεσμεύονται ἀπέ- ναντι στὶς ἐντολές του. Δὲν τὶς ἀκοῦνε ἁπλῶς γιὰ νὰ τὶς ἀκούσουν, δὲν τὶς προσπερνοῦν, δὲν τὶς θεωροῦν μόνο κάτι σπουδαῖο καὶ σοβαρό, ἀλλὰ δε- σμεύονται μὲ τὴν καρδιά τους ἀπέναντι σ’ αὐτές. Θεωροῦν ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ εἶναι δύναμη καὶ ζωή – ὅ,τι χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ βαδί- σει τόσο σ’ αὐτὸ τὸ βίο ὅσο καὶ στὸν ἄλλο