Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Βαμβίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Βαμβίνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Ιανουαρίου 09, 2012

ΑΔΙΑΚΡΙΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ: Ὁ Ἐπίσκοπος στήν σύγχρονη ἐποχή




Ἀδιακρισίες στήν ποιμαντική καί τήν ἄσκηση:
Ὁ Ἐπίσκοπος στήν σύγχρονη ἐποχή
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ π. Θωμᾶ Βαμβίνη:
«Σχόλια σέ μιά θεολογική τραγωδία.
 Ἀπάντηση στόν π. Ἰωάννη Διώτη»

     Θά κλείσουμε τήν ἑνότητα πού τιτλοφορήσαμε: «Ἀδιακρισίες στήν ποιμαντική καί τήν ἄσκηση» μέ σχολιασμό τῆς κριτικῆς πού ὑπέστη ἕνας λόγος τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιά τούς Ἐπισκόπους στήν σύγχρονη ἐποχή. Εἶναι ἕνας λόγος καίριος πού κινεῖται μέ σύντομες φράσεις σέ δύο ἐπίπεδα: στό πνευματικό, μέ ἀναφορά στήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά δεχθῆ τόν λόγο ἑνός ἁγίου Ἐπισκόπου καί στό διοικητικό, στήν ἀνάγκη πού ἔχει ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεσμός πού λειτουργεῖ καί μέσα στά πλαίσια μιᾶς Πολιτείας, νά κρατηθῆ ἀνεπηρέαστος ἀπό ἐπιδράσεις καί σκοπιμότητες πολιτικές.
Ὁ π.Ἰ.Δ. καί πάλι δέν παίρνει ὁλοκληρωμένη τήν σχετική ἄποψη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀποκόπτει τελείως τό τμῆμα πού ἀναφέρεται στίς πολιτικές σκοπιμότητες πού θέλουν νά εἰσδύσουν στήν Ἐκκλησία καί παραθέτει μόνο τήν πρώτη περίοδο, ἡ ὁποία λέει:
«Ἕνας ἅγιος δέν μπορεῖ σήμερα νά εἶναι Ἐπίσκοπος, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἀντέξουν τόν λόγον του»[1].
 Γέροντας Σωφρόνιος ἔχοντας γνώση τῶν πνευματικῶν δυνατοτήτων τοῦ σύγχρονου πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶπε, ὅτι «σήμερα» «ἕνας ἅγιος δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐπίσκοπος». Αὐτό δέν τό εἶπε γιά νά ἀποκλείση τούς Ἁγίους ἀπό τόν Ἐπισκοπικό βαθμό, οὔτε γιά νά ἐννοήσουμε ἐμεῖς ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχουν ἅγιοι Ἐπίσκοποι, οὔτε ἀκόμη γιά νά περάση σ’ ἐμᾶς τήν ἄποψη ὅτι ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος εἶναι ἅγιος θά ἀποτύχη στό ἔργο του. Τό εἶπε γιά νά ἐπισημάνη σέ ἕναν νέο Ἀρχιμαν-δρίτη, πού εἶχε μπροστά του καί συζητοῦσε μαζί του, τίς πολλές δυσχέρειες πού συναντᾶ ἕνας ἅγιος Ἐπίσκοπος, τό τί πόνους ὑπομένει ἀπό τήν πνευματική ἀδιαφορία τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τί ἐπιθέσεις δέχεται, ὅταν τό λογικό ποίμνιο πού ποιμαίνει δέν ἀντέχει τόν λόγο του, ὅπως συμβαίνει, δυστυχῶς, μέ τό σύγχρονο, ἐν πολλοῖς φίλαυτο, ποίμνιο. Ὑπογραμμίζουμε τό «σήμερα» στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Γέροντας Σωφρόνιος –καί ὄχι ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου– γιά νά παρακολουθήσουμε τό πόσο μακριά ἀπό τό νόημα αὐτοῦ τοῦ λόγου βρίσκεται ἡ ἐπιθετική κριτική τοῦ π.Ἰ.Δ., ὁ ὁποῖος μέ τό γνωστό του ὕφος γράφει:
«Τί μᾶς σερβίρει ὁ Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος; Ἔχομεν πλῆθος ἁγίων Ἐπισκόπων, Μητροπολιτῶν καί Πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐστήριξαν τήν Ἐκκλησίαν εἰς ὅλους τούς πολέμους ἐναντίον της ἀνά τούς αἰῶνας μέ τήν ἑκάστοτε συμπαράστασιν ὁλοκλήρου τοῦ πιστοῦ λαοῦ.
Οἱ Μεγάλοι Πατέρες καί Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀπέτυχον ὡς Ἐπίσκοποι, ἅγιε Ναυπάκου, ἐπειδή ἦσαν ἅγιοι; Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Σπυρίδων καί ὁ ἅγιος Νικόλαος;»[2].
   Πρίν παρουσιάσουμε τήν συνέχεια τῆς κριτικῆς τοῦ π.Ἰ.Δ., ἡ ὁποία καταλήγει νά κινῆται μέσα στήν ἀτμόσφαιρα ἑνός θεολογικοῦ ρομαντισμοῦ μέ στοιχεῖα προτεσταντικά, πρέπει νά ἐπισημάνουμε τρία πράγματα: Πρῶτον, ὁ Γέρον-τας Σωφρόνιος –καί ὄχι, τονίζουμε πάλι, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου– μιλᾶ γιά τό «σήμερα» καί ὄχι γιά τό ἱστορικό παρελθόν τῆς Ἐκκλησίας. Δεύτερον, εἶναι «ἱστορικός λαϊκισμός» τό νά λέμε ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες στούς ἀγῶνες τους γιά τήν Ἐκκλησία, «ἀνά τούς αἰῶνας», εἶχαν πάντοτε τήν «συμπαράστασιν ὁλοκλήρου τοῦ πιστοῦ λαοῦ», τήν στιγμή πού εἶναι γνωστό ὅτι πολλές φορές ἔμειναν μόνοι, καταδιωκόμενοι, μέ διαιρεμένο τό ποίμνιό τους ἀπό αἱρετικούς ἤ φατριάζοντες «εὐσεβοφανεῖς» κληρικούς, οἱ ὁποῖοι δέν κατανοοῦσαν ἤ δέν ἄντεχαν τόν εὐαγγελικό λόγο τους. Αὐτό εἶναι γνωστό στόν καθένα πού γνωρίζει στοιχειωδῶς τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ἤ πού ἔχει τήν καλή συνήθεια νά διαβάζη τά συναξάρια τῶν ἁγίων τῆς κάθε μέρας. Καί τρίτον, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου, πού κατέγραψε τήν σχετική διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, σέ πολλά βιβλία του τονίζει ὑπερβαλλόντως τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων: Διονυσίου τοῦ Ἀεροπαγίτου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Νικήτα τοῦ Στηθάτου μέχρι καί Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, σύμφωνα μέ τήν ὁποία προϋπόθεση τῆς ἀρχιερωσύνης εἶναι ἡ θέωση, δηλαδή οἱ Ἐπίσκοποι πρέπει νά ἔχουν φθάσει στήν κατάσταση τῆς θεώσεως. Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου μεταφέρει τήν διδασκαλία αὐτή τῶν ἁγίων Πατέρων στό σήμερα, δεχόμενος μάλιστα γι’ αὐτό τόν λόγο τήν ἐπίθεση καί τοῦ π.Ἰ.Δ., ὁ ὁποῖος δέν κατανοεῖ πῶς ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιά τό ποίμνιό του «κριτήριο ἀληθείας»[3], ὅπως ἐπίσης γιά τό σήμερα τῆς ἐπισκοπικῆς διακονίας, μέσα στήν ἴδια προοπτική, ἀλλά ἀπό ἄλλη σκοπιά, μίλησε στόν τότε Ἀρχιμαδρίτη Ἱερόθεο καί ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὅσα εἶπε τά εἶπε σέ ἕναν Ἕλληνα Ἀχριμανδρίτη, μέ συγγραφική καί πνευματική δραστηριότητα γνωστή καί ἔξω ἀπό τήν περιφέρεια στήν ὁποία ἐργαζόταν, καί πού ἐπιπλέον ἦταν καταγεγραμμένος στόν κατάλογο τῶν πρός ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων. Ἄρα πιθανῶς στό μέλλον Ἐπίσκοπος. Ὁπότε θέλησε νά τοῦ δείξη τίς δυσκολίες, ἀλλά καί τό οὐσιῶδες τῆς Ἐπισκοπικῆς διακονίας στήν σύγχρονη κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ταυτόχρονα ἤθελε νά τοῦ ἑρμηνεύση τίς δυσκολίες πού συναντοῦσε ὁ Γέροντάς του μακαριστός Μητροπολίτης Ἐδέσσης Καλλίνικος. Τοῦ ἀποκάλυπτε τά μυστικά τῆς μαρτυρικῆς Ἀρχιερωσύνης, μέσα ἀπό τήν ἐκ πείρας καί Χάριτος γνώση καί διάκρισή του, ἔχοντας ἁπτό παράδειγμα γιά τόν συνομιλητή του τόν μακαριστό Μητροπολίτη Καλλίνικο. Αὐτό θά φανῆ καλύτερα παρακάτω, ὅταν ἀναφέρουμε ὁλόκληρο τό σχετικό ἀπόσπασμα μέ τήν ἄποψη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τήν ὁποία περιέκοψε ὁ π.Ἰ.Δ..
Ἄς δοῦμε ὅμως τήν συνέχεια τῆς κριτικῆς τοῦ π.Ἰ.Δ., ὁ ὁποῖος μέ ἕναν θεολογικό ρομαντισμό πού δείχνει ἄγνοια τῆς πραγματικότητος τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἄγνοια τῶν γεγονότων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γράφει:
«...ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, Σεβασμιώτατε, ἕλκεται ἀπό τήν Ἁγίαν Γραφήν καί ἐντρυφᾷ εἰς τά Πατερικά κείμενα. Τί τό διαφορετικόν ἤ τό δυσκολώτερον θά διδάξῃ εἷς ἅγιος Ἐπίσκοπος, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νά μή δύνανται “νά ἀντέξουν τόν λόγον του”, ὡς ἰσχυρίζεσθε;»[4].
Αὐτό εἶναι πράγματι τό ἄκρον ἄωτον τῆς αὐταρκείας τῶν γνώσεων ἤ, γιά νά χρησιμοποιήσουμε δική του ἔκφραση, αὐτό τό «τί διαφορετικόν ἤ δυσκολώτερον...», συνιστᾶ προκλητική «ὑπεροπτικήν στάσιν, τήν ὁποίαν τροφοδοτεῖ ἡ ἔλλειψις αὐτογνωσίας καί ἡ πλάνη τῆς αὐταρκείας γνώσεων»[5]Εἶναι δέ καθαρότατη προτεσταντική νοοτροπία, ἀφοῦ ἡ ἀτομική μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, χωρίς ποιμαντική καθοδήγηση, ὁδηγεῖ σέ τέτοια αὐτάρκεια γνώσεων, πού μπορεῖ νά λέη: «Τί τό διαφορετικόν ἤ τό δυσκολώτερον θά διδάξῃ εἷς ἅγιος Ἐπίσκοπος;».
 π.Ἰ.Δ. μέ τήν αὐτάρκεια τῆς πνευματικῆς γνώσεως καί τόν θεολογικό ρομαντισμό του ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ λόγους τοῦ Χριστοῦ καί μέ τά μηνύματα πού στέλνουν διαχρονικά γεγονότα τῆς Καινῆς καί τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» γιά τό πῶς ὁ λαός δέν ἄντεχε τό φῶς πού ἐξέπεμπε ἡ λαμπρότητα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ ἤ τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν, ὅταν τούς μιλοῦσαν πιό καθαρά καί ὄχι συνεσκιασμένα γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀπέναντι σέ τέτοια καθαρά λόγια ὁ πολύς λαός δέν ἔδειχνε νά διακατέχεται ἀπό τήν κατά τόν π.Ἰ.Δ. ἕλξη. Θυμίζουμε μερικά γεγονότα, γιά νά μή θεωρηθῆ ὅτι μιλᾶμε θεωρητικά.
Ὅταν ὁ Χριστός ἀποκάλυψε στούς Ἰουδαίους: «ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ εἰμί», οἱ Ἰουδαῖοι, ὄχι μόνον δέν ἑλκύσθηκαν ἀπό τόν λόγο Του, ἀλλά«ἦραν λίθους ἵνα βάλωσιν ἐπ’ αὐτόν· Ἰησοῦς δέ ἐκρύβη, καί ἐξῆλθεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ διελθών διά μέσου αὐτῶν, καί παρῆγεν οὕτως»[6].
     Ὅταν πάλι κάποτε ὁ Χριστός ἀποκάλυψε γιά τόν Ἑαυτό του, ὅτι εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς» καί ὅτι «ὁ τρώγων τοῦτον τόν ἄρτον –δηλαδή, τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του– ζήσεται εἰς τόν αἰώνα», κάποιοι ἀπό τούς μαθητές Του εἶπαν: «σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν»; Καί πολλοί ἀπό αὐτούς ἔφυγαν «καί μηκέτι μετ’ αὐτοῦ περιεπάτουν». Ὁ Χριστός τότε χωρίς νά διαφοροποιήση τά λόγια Του καί χωρίς νά τούς ὑποχρεώση νά μείνουν μαζί Του, στράφηκε στούς δώδεκα στενότερους μαθητές Του καί τούς εἶπε: «μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;», γιά νά δεχθῆ ἀπό τόν ἀπ. Πέτρο τήν ἀπάντηση: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»[7]. Τήν ἕλξη πού αἰσθανόταν ὁ ἀπ. Πέτρος ἀπό τά «ρήματα» τοῦ Χριστοῦ δέν τήν αἰσθάνονταν οἱ μαθητές πού ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τόν Χριστό ἐξαιτίας τοῦ «σκληροῦ» γι’ αὐτούς λόγου. Ἕλξη ἀπό τά «ρήματα» τοῦ Χριστοῦ αἰσθάνονται, «ἀνά τούς αἰῶνας», ὅλοι οἱ «ὁμότροποι» μέ τόν ἀπ. Πέτρο καί ὄχι ὅλο τό πλήρωμα τῶν «μαθητῶν», δηλαδή τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως μετά τήν καθιέρωσή Της ὡς ἐπίσημης θρησκείας τοῦ Κράτους.
Τό ἀπόσταγμα ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων φαίνεται πολύ καθαρά σέ δύο χαρακτηριστικές ἐκφράσεις τοῦ Χριστοῦ: Πρῶτον, ὅταν ἔβλεπε τήν Ἱερουσαλήμ καί ἔλεγε: «Ἱερουσαλήμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε»[8]. Καί δεύτερον, ὅταν θύμιζε στούς μαθητές Του: «μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγώ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν, καί ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τόν λόγον μου ἐτήρησαν, καί τόν ὑμέτερον τηρήσουσιν»[9].
Ἡ ἀδυναμία μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ, πού ἀκολουθοῦσε τόν Χριστό, νά ἀκούση καθαρό τόν λόγο Του φαίνεται καί ἀπό αὐτά πού εἶπε ὁ Χριστός στούς μαθητές του μετά τήν παραβολή τοῦ Σπορέως: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τά μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δέ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μή βλέπωσι καί ἀκούοντες μή συνιῶσιν»[10].
Τήν ἀδυναμία αὐτή μεγάλου μέρους τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας τήν ἔζησαν πολύ ἔντονα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς ἐπιθέσεις πού δέχθηκαν σέ πολλές περιπτώσεις ἀπό τό ἴδιο τους τό ποίμνιο. Ὅπως, λοιπόν, δέν ἄντεχαν ὅλοι οἱ ἀκολουθοῦντες τόν Χριστό τόν ἀποκαλυπτικό λόγο Του, ἔτσι δέν ἀντέχει –σύμφωνα καί μέ τήν πνευματική πείρα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου– τό σύγχρονο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τόν λόγο ἑνός ἁγίου ποιμένα. Ὑπάρχει βέβαια πάντα τό «μικρόν ποίμνιον» τό ὁποῖο ἑλκύεται καί τρέφεται ἀπό τόν λόγο τοῦ ἁγίου ποιμένα, ὅμως εἶναι πολλοί αὐτοί πού ἀντιμετωπίζουν τήν διδασκαλία του λέγοντας ὅτι «σκληρός ἐστίν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν;» καί ἀπομακρύνονται καί «μηκέτι περιπατοῦν» μέ αὐτόν. Δέν ἔλλειψαν ἀκόμη ἀπό τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας, ἕως καί στίς μέρες μας, περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες κάποιοι «ἦραν λίθους ἵνα βάλωσιν» ἐναντίον τοῦ «ἁγίου ποιμένα» –λίθους ὕβρεων, συκοφαντιῶν, ἀλλά καί φυσικῶν λίθων–, ἐπειδή τούς συνέθλιβε ὁ καθαρός ἐκκλησιαστικός λόγος του, ὁ ὁποῖος δέν συμφωνοῦσε μέ τήν ἐκκλησιολογική καί πνευματική ἰδιορρυθμία τους.
 Ὅμως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος δέν σταματᾶ τόν λόγο του μόνο σέ αὐτά πού παραθέτει καί παρερμηνεύει ὁ π.Ἰ.Δ.. Ἔχει συνέχεια. Ἄς τόν δοῦμε λοιπόν ὁλοκληρωμένο μέ τήν πολύ διαφωτιστική συνέχειά του:
«Ἕνας ἅγιος δέν μπορεῖ σήμερα νά εἶναι Ἐπίσκοπος, διότι οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἀντέξουν τόν λόγον του. Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται Ἐπίσκοπος μέ μετριότερη πείρα καί νά ἔχη διοικητικές ἱκανότητες, διότι σήμερα οἱ πολιτικοί προσπαθοῦν νά πλησιάσουν τήν Ἐκκλησία διά τῆς Ἱεραρχίας. Καί γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἔχη κανείς διοικητικές ἱκανότητες καί πείρα, γιά νά κρατᾶ τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τήν πολιτική. Τό καλύτερο σήμερα εἶναι νά εἶναι κανείς Ἱερεύς»[11].
Διαβάζοντας τό παραπάνω παράθεμα θά πρέπη νά ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτό πού σημειώσαμε προηγουμένως, ὅτι δηλαδή αὐτά λέγονται ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο σέ ἕναν Ἕλληνα Ἀρχιμανδρίτη καταγεγραμμένο στόν κατάλογο τῶν πρός ἀρχιερατείαν ἐκλογίμων, στόν ὁποῖο ἐπισημαίνει τά σύγχρονα προβλήματα τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, θέλοντας ταυτόχρονα νά τόν βοηθήση νά στέκεται σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία, βλέποντας τό οὐσιῶδες τῆς ζωῆς της.
Οὐσιαστικά τοῦ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ τρόπος πού μιλάει ἕνας πνευματικός πατέρας στά πνευματικά του παιδιά, τά ὁποῖα μπορεῖ νά ἔχουν ἔντονα πνευματικά ἐνδιαφέροντα, δέν μπορεῖ νά εἶναι λόγος στά χείλη ἑνός Ἐπισκόπου στήν σύγχρονη ἐποχή. Ὁ λόγος τοῦ Ἐπισκόπου ἀπευθυνόμενος στό εὐρύ ποίμνιο τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι «μετριότερος», γιατί «οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά ἀντέξουν» μονομιᾶς ὅλη τήν ἀλήθεια –«οὐ δύνανται βαστάζειν»[12]. Ἕνας πυρπολημένος ἀπό τήν ἔμπνευση τῆς μυστικῆς ἐν Πνεύματι ζωῆς δέν μπορεῖ εὔκολα νά συγκρατήση τόν ἑαυτό του σέ «μετριότερες» διατυπώσεις. Αὐτή τήν σημασία ἔχει ἡ πρόταση: «Γι’ αὐτό ἀπαιτεῖται Ἐπίσκοπος μέ μετριότερη πείρα». Ὅταν, δηλαδή, ὁ Γέροντας Σωφρόνιος κάνη λόγο γιά «μετριότερη πείρα» ἔχει ὑπ’ ὄψη του τήν μεγάλη πείρα, τίς θεοπτικές ἐμπειρίες, οἱ ὁποῖες δυσκολεύουν τόν κάτοχό τους νά ἀσκήση διδακτικό καί ποιμαντικό ἔργο.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λέγοντας αὐτά εἶχε ὑπ’ ὄψη του τήν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου, τόν καυτερό λόγο τοῦ ὁποίου δέν ἄντεξαν ἀκόμη καί κάποιοι ἀπό τούς Μοναχούς του, οἱ ὁποῖοι ἐγκατέλειψαν τό Μοναστήρι του. Γι’ αὐτό ὁ Γέροντας σέ κάποια ἀπό τίς καταγεγραμμένες συνομιλίες του μέ τόν Μητροπολίτη Ναυπάκτου, εἶπε:
«Μερικοί Πνευματικοί Πατέρες χρησιμοποιοῦν πολλή ψυχολογία. Φαίνεται ὅτι αὐτό εἶναι ἀνάλογο μέ τήν κατάσταση τοῦ λαοῦ. Γιατί, ἄν μιλήση κανείς ὅπως μιλοῦσε ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, τότε θά τούς κάψη ὅλους, δέν θά τόν ἀντέξουν. Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου εἶναι φωτιά»[13].
Πέρα ἀπό τά παραπάνω, πιστεύουμε ὅτι ἡ μεγάλη ἐκκλησιαστική πείρα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου φαίνεται στήν συνέχεια τοῦ λόγου του, τόν ὁποῖο περιέκοψε ὁ π.Ἰ.Δ.. Γνωρίζει ὁ Γέροντας ὅτι στίς ἀρχιερατικές ἐκλογές ἤ στήν ἐξάσκηση τῶν ἀρχιερατικῶν καθηκότων ἐπιδιώκονται ἐνίοτε σήμερα συναλλαγές καί διαπλοκές ἀπό διαφόρους πολιτικούς ἤ καί οἰκονομικούς παράγοντες, πράγματα μέ τά ὁποῖα δέν μπορεῖ νά συμβιβασθῆ ἕνας κληρικός πού διακρίνεται γιά ἁγιότητα βίου. Δέν πρέπει ὅμως ἡ Ἐκκλησία νά μείνη σέ «διαπλεκόμενους», γι’ αὐτό εἶναι ἐπωφελές γιά τήν Ἐκκλησία ὁ Ἐπίσκοπος νά ἔχη «μετριότερη πείρα», ἀλλά συνδεδεμένη μέ «διοικητικές ἱκανότητες» –νά συνδυάζη δηλαδή κατά κάποιο τρόπο τήν ἀκεραιότητα τῆς περιστερᾶς μέ τήν φρονιμάδα τοῦ φιδιοῦ– ὥστε νά διαχειρίζεται τά προσωπικά του θέματα καί τά θέματα τῆς Ἐκκλησίας μέ σύνεση καί ὀξυδέρκεια, ἀποτρέποντας τίς ἐπεμβάσεις κοσμικῶν παραγόντων στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. «Σήμερα» λέει, «οἱ πολιτικοί προσπαθοῦν νά πλησιάσουν τήν Ἐκκλησία διά τῆς Ἱεραρχίας. Καί γι’ αὐτό χρειάζεται νά ἔχη κανείς διοικητικές ἱκανότητες καί πείρα, γιά νά κρατᾶ τήν Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τήν πολιτική». Δέν μιλᾶ γιά Ἐπισκόπους χωρίς πείρα πνευματική, ἀλλά θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι συμβιβάζεται μέ Ἐπισκόπους πού ἔχουν μετριότερη πείρα, ἀλλά συνδεδεμένη μέ διοικητικές ἱκανότητες.
Στό σημεῖο αὐτό πρέπει νά ποῦμε ὅτι γιά τήν παρεμπόδιση καί ἀποτροπή τῶν διαπλοκῶν καί τῶν συναλλαγῶν στίς διάφορες ἐκκλησιαστικές δραστηριότητες ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου ἔχει νά ἐπιδείξη πλούσια ἀρθρογραφία –ἀποτελεσματική σέ κρίσιμες περιπτώσεις–, ἀλλά, τό σημαντικότερο, ἔχει προτείνει τρόπους ἐκλογῆς τῶν Ἀρχιερέων, ὥστε νά ἀποκλείωνται κατά τό δυνατόν οἱ κοσμικές σκοπιμότητες καί νά ἐκλέγωνται μέ καθαρά ἐκκλησιαστικά κριτήρια αὐτοί πού ἔχουν πρωτίστως πείρα ἀπό τόν ἀγώνα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά συνδεδεμένη καί μέ διοικητικές ἱκανότητες[14].
Κλείνουμε ὅμως μέ τό διακριτικότερο σημεῖο ἀπό τόν λόγο τοῦ π. Σωφρονίου. Θέλοντας ὁ Γέροντας νά δείξη τό πρωτεῦον πού πρέπει νά ἔχη στόν νοῦ του ὁ κληρικός καί κυρίως γιά νά στηρίξη τόν συνομιλητή του σ’ αὐτό πού εἶναι, χωρίς σκέψεις γιά ἄλλες ἐξελίξεις, κατέληξε: «Τό καλύτερο σήμερα εἶναι νά εἶναι κανείς Ἱερεύς». Νά ἔχη δηλαδή θυσιαστήριο. Νά ζῆ τό μυστήριο τῆς Θ. Λειτουργίας.
Πιστεύουμε ὅτι, μετά ἀπό ὅσα καταγράφηκαν προηγουμένως, ἀφ’ ἑνός μέν φάνηκε ἡ διάκριση καί ἡ βαθιά πνευματική καί ἐκκλησιαστική πείρα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ ἀδυναμία τῆς ἔντονης κριτικῆς τοῦ π.Ἰ.Δ. νά προσεγγίση, ἔστω καί ἐλάχιστα, στό βάθος της. Ἔμεινε σέ ἐπιφανειακά πρόχειρα νοήματα, τά ὁποῖα σχολίασε μέ θεμέλιο λανθασμένες θεολογικές ἀπόψεις.

[1]. Οἶδα ἄνθρωπον... σ. 371.
[2]. Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 78.
[3]. Βλέπε κεφάλαιο: «Κριτήριον τῆς ἀληθείας» καί «ἀρχηγός τῆς σωτηρίας».
[4]. ἔνθ. ἀνωτ. σ. 78.
[5]. Βλέπε: Ἡ θεολογική τραγωδία..., σ. 13.
[6]. Ἰω. 8, 59.
[7]. Βλεπε: Ἰω. 6, 48-70.
[8]. Ματθ. 23, 37.
[9]. Ἰω. 15, 20.
[10]. Λουκ. 8, 10.
[11]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 371.
[12]. πρβλ. Ἰω. 16,12.
[13]. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, σ. 352.
[14]. Βλέπε σχετικά: Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία, στό κεφ. Ἐκλογή Ἀρχιερέων, σ. 211-236.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2011

Μελωδικό κήρυγμα γιά τούς «ακαθαίρετους πύργους»






του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Μιά στιγμιαία εντύπωση, ένα στιγμιαίο άγγιγμα τού μυαλού από ένα νόημα χρειάζεται κάποιες φορές πολλά λόγια γιά νά περιγραφή καί ακόμη περισσότερα γιά νά ερμηνευτή, χωρίς νά αποκλείεται τό ενδεχόμενο τής παρερμηνείας. Παρακάπτοντας τούς υπαρκτούς κινδύνους τής παρερμηνείας θά γίνη στήν συνέχεια προσπάθεια νά περιγραφή μιά τέτοια εντύπωση από τόν Όρθρο τής 16ης Οκτωβρίου, Κυριακής, εφέτος, τών αγίων Πατέρων «τών εν Νικαία συνελθόντων τό δεύτερον», όπως λέει τό συναξάρι τής ημέρας, στήν οποία συγκρότησαν τήν Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, «κατά τών δυσσεβώς καί αμαθώς καί απερισκέπτως τήν Εκκλησίαν τού Θεού ειδωλολατρείν ειπόντων καί τάς σεπτάς καί αγίας εικόνας καταβαλλόντων». Δηλαδή, τήν Κυριακή αυτή γιορτάσαμε τήν μνήμη τής Οικουμενικής Συνόδου πού ορθοτόμησε τόν λόγο τής αληθείας τόν σχετικό μέ τήν τιμητική προσκύνηση τών ιερών εικόνων.

Μετά τήν αποδοχή τής Δεύτερης Συνόδου πού συνήλθε στήν Νίκαια τής Βιθυνίας ως Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου από σύνολη τής Ορθόδοξη Εκκλησία (γεγονός πού επισφραγίσθηκε από τήν Ογδόη επί Μ. Φωτίου Οικουμενική Σύνοδο), οι Ιεροί Ναοί απολαμβάνουν πλέον τόν στολισμό τους. Έχουν «ανοιγμένα» στούς τοίχους καί τά προσκυνητάρια «τά βιβλία τών αγραμμάτων», τίς ιερές εικόνες, οι οποίες γιά τούς θεολογικά ενημερωμένους καί ευαίσθητους είναι ταυτόχρονα ιεροπρεπής στολισμός, αλλά καί χριστολογικό κήρυγμα. Είναι διακήρυξη τής θεανθρωπότητας τού Χριστού, τής μίας υπόστασης τού Θεού Λόγου «εν δύο φύσεσιν», πού μάς δίνει τήν δυνατότητα νά προσκυνούμε τόν Θεό, προσκυνώντας τήν εικόνα τού ανθρωπίνου προσλήμματός Του. Ακόμη, προσκυνούμε τόν Σταυρό, πάνω στόν οποίο νικήθηκε γιά εμάς ο διάβολος καί ο θάνατος, καθώς καί τίς εικόνες τής Παναγίας, τού Τιμίου Προδρόμου καί όλων τών φίλων τού Θεού, γιατί σ’ αυτούς κατοικεί ο Θεός διά τού Πνεύματός Του καί είναι τά πραγματικά μέλη τού Σώματος τού Χριστού, τής Εκκλησίας. Επίσης, προσκυνούμε τά ιερά Λείψανα τών Αγίων, γιατί η χάρη τού Θεού πού ενώθηκε μέ τήν ψυχή καί τό σώμα τους, δέν εγκαταλείπει τό σώμα τους μετά τόν θάνατο.

Τά Λείψανα τών Αγίων είναι δοχεία τής Χάριτος. Κι όλοι οι εγκαινιασμένοι ορθόδοξοι Ναοί έχουν πλουτισθή, από τόν εγκαινιασμό τους, μέ ιερά Λείψανα, πού αποτελούν τό θεμέλιό τους, «όντος ακρογωνιαίου αυτ[ών] Ιησού Χριστού». Μέσα σέ αυτούς τούς αγιασμένους χώρους, μέ τίς ιερές εικόνες καί τά άγια Λείψανα, όταν ακούγεται σεμνά καί μεγαλόπρεπα, καί προπαντός ευκρινώς, τό εμμελές κήρυγμα τής εκκλησιαστικής υμνωδίας, τότε ο εκκλησιαζόμενος γίνεται ικανότερος στό νά προσλαμβάνη τά μηνύματα τών αγίων ποιητών καί θεολόγων. Αυτήν τήν δυνατότητα δίνουν στό εκκλησίασμα οι ευλαβείς ιεροψάλτες, αυτοί πού συνδυάζουν τήν ευλάβεια μέ τό χάρισμα τής φωνής καί τήν επιστημονική γνώση τής ψαλτικής τέχνης. Στά χείλη τους η θεολογία γίνεται προσευχή, τό αποστολικό καί πατερικό κήρυγμα γίνεται ψαλμός μετανοίας καί ταυτόχρονα δοξολογικός ύμνος στόν Θεό.

Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ιδιαίτερα τράβηξε τήν προσοχή μας η απόδοση τού γνωστού δοξαστικού τών αίνων, σέ πλάγιο τού τετάρτου, «Τών αγίων Πατέρων ο χορός...». Τό μέλος αναδείκνυε τά νοήματα. Μάς προσφέρθηκε σάν ένα εμμελές θεολογικό κήρυγμα, μέσα στήν πνευματικά γόνιμη ατμόσφαιρα πού δημιουργεί η εκκλησιαστική ψαλτική τέχνη. Θά καταγραφή, λοιπόν, όσο είναι δυνατόν, μιά από τίς θεολογικές εντυπώσεις πού δημιούργησε η ακρόαση τού δοξαστικού αυτού.
Στήν ροή τής υμνωδίας η πρώτη έντονη εντύπωση, πού διέγειρε τήν συνήθως νωχελική προσοχή, προήλθε (λίγο μετά από τό μέσον τού δοξαστικού) από τόν στίχο: «τής μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι». «Ακαθαίρετοι πύργοι» χαρακτηρίζονται από τόν υμνογράφο οι άγιοι Πατέρες καί «Μυστική Σιών» η Εκκλησία. Όμως, ποιά είναι στήν προκειμένη περίπτωση η σημασία τού επιθέτου «ακαθαίρετοι»; Ποιό είναι τό θεολογικό καί εκκλησιολογικό περιεχόμενό του; Τό επίθετο ακαθαίρετος αποδίδεται σέ αυτούς πού δέν μπορεί κάποιος νά τούς καταβάλη, νά τούς ανατρέψη, νά τούς ρίξη κάτω. Πύργος ακαθαίρετος είναι ο απόρθητος πύργος. Τούς αγίους Πατέρες, δηλαδή, σύμφωνα μέ τόν υμνογράφο, δέν μπορεί κανείς νά τούς καταβάλη, νά τούς ανατρέψη. Αυτοί αποτελούν τούς λογικούς απόρθητους πύργους τής Εκκλησίας.

Ποιά σχέση, όμως, έχει αυτή η υμνολογική άποψη μέ τήν εκκλησιαστική πραγματικότητα; Η εκκλησιαστική Ιστορία είναι γεμάτη από ταραχές καί αμφισβητήσεις. Πολλές φορές μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας αμφισβητήθηκαν, καί ακόμη εξορίσθηκαν καί φυλακίσθηκαν γιά τίς ορθόδοξες απόψεις τους, γιά τήν αυθεντικά ορθόδοξη θεολογία τους. Πολλές φορές φάνηκε ότι η Εκκλησία καταλήφθηκε από αιρετικούς, πού δηλητηρίαζαν τό πλήρωμά της μέ τίς αντιευαγγελικές διδασκαλίες τους.

Καί στίς μέρες μας, μετά από δύο-τρείς δεκαετίες άνθισης τών πατερικών μελετών, υπάρχουν ομάδες «μεταπατερικών» θεολόγων, οι οποίοι θεωρούν ότι οι «ακαθαίρετοι πύργοι» τής Εκκλησίας, οι άγιοι Πατέρες μας, δέν προσφέρουν πλέον «προστασία» στό πλήρωμα τής Εκκλησίας. Γι’ αυτό, όσοι τούς επικαλούνται, κατηγορούνται ότι κρατούν τήν ορθόδοξη θεολογία εγκλωβισμένη στά σχήματα τού παρελθόντος, ότι τήν εξωθούν στό περιθώριο τής σύγχρονης ζωής καί έτσι τήν αφήνουν εκτεθειμένη, χωρίς απαντήσεις, στίς προκλήσεις τού ραγδαία εξελισσόμενου κόσμου. Ούτε λίγο ούτε πολύ η μεταπατερική άποψη γιά τήν σύγχρονη θεολογία θεωρεί ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας δέν είναι διαχρονικά οι «ακαθαίρετοι πύργοι τής μυστικής Σιών». Ήταν μόνο γιά τήν εποχή τους καί γιά τό πολιτιστικό περιβάλλον μέσα στό οποίο έδρασαν.
Πρόφαση γιά τέτοιου είδους απορριπτικές αντιεκκλησιαστικές απόψεις δίνει η φανατική προσκόλληση στό «γράμμα τού νόμου», δηλαδή, ο συντηρητισμός πού αγνοεί τόν δυναμισμό τής Ιεράς Παραδόσεως. Πάνω σ’ αυτό τό θέμα μπορεί νά πή κανείς πολλά, όμως θά σταθούμε μόνο στό «βραχύ ρήμα» πού μάς μετέδωσε η ευκρινής καί σεμνά μελωδική απόδοση τού δοξαστικού τών αγίων Πατέρων, πού εκφράζει τήν εκκλησιαστική πραγματικότητα.

Οι άγιοι Πατέρες υμνούνται ως «οι ακαθαίρετοι πύργοι τής μυστικής Σιών». Έχει μεγάλη σημασία ο χαρακτηρισμός τής Εκκλησίας ως μυστικής. Δέν είναι ένας χώρος μυστικιστικών επιδόσεων, αλλά ένα Σώμα, τό Σώμα τού Χριστού, πού ζή «τό μυστήριον τής θεολογίας». Κάθε τί, λοιπόν, μυστικό είναι κρυμμένο από τούς πολλούς. Λίγοι τό γνωρίζουν. Η Εκκλησία, ως «μυστική Σιών», είναι άγνωστη στούς πολλούς. Αυτό είναι μιά πραγματικότητα. Είναι γνωστή μόνον στούς μυημένους. Όχι σέ κάποιους προορισμένους εκλεκτούς, αλλά σέ όλους εκείνους πού επιθυμούν ειλικρινά νά γνωρίσουν «τόν θεσμό» της καί νά ζήσουν μέσα σ’ αυτόν. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας είναι μυσταγωγοί όλων τών «κεκλημένων» από τόν Θεό Πατέρα –ο Οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι»– τούς οποίους εισάγουν στήν ζωή τής Εκκλησίας. Οι άγιοι Πατέρες είναι «ακαθαίρετοι» διαχρονικά γι’ αυτούς πού ζούν τόν ανακαινισμό τής ύπαρξής τους μέσα στό Σώμα τής Εκκλησίας, γι’ αυτούς πού έχουν αποφασίσει καί έχουν ξεκινήσει μέ ελευθερία καί αγάπη τήν ασκητική πορεία από τήν δουλική υποταγή στά χαμερπή πάθη πρός τήν ελευθερία τών τέκνων τού Θεού. Γιά όλους τούς άλλους αποτελούν είτε έναν τελείως άγνωστο καί αδιάφορο γι’ αυτούς κόσμο, είτε ένα μουσειακό είδος, κατάλληλο μόνον γιά αρχαιολογικού τύπου μελέτες, είτε ένα προβληματικό υλικό, πού δέν μπορούν νά τό «βολέψουν», χωρίς προκρούστειες εγχειρίσεις, μέσα στίς θεωρητικές κατασκευές τού μυαλού τους, είτε, πιό συχνά, αποτελούν ένα εμπόδιο στίς επιλογές τού τρόπου τής ζωής τους.

Πάντως, γι’ αυτούς πού ζούν ολοκαρδίως στήν «μυστική Σιών», οι άγιοι Πατέρες είναι «μυρίπνοα άνθη τού Παραδείσου» καί «πάγχρυσα στόματα τού Λόγου». Μέσα από αυτούς μιλάει ο Χριστός καί ο λόγος τους αποπνέει οσμή τού Παραδείσου, «οσμή ζωής». Αυτοί αισθάνονται ότι η Σύνοδος τών αγίων Πατέρων περιποιεί μεγάλη τιμή στήν Νίκαια, στόν συγκεκριμένο γεωγραφικό της χώρο, γι’ αυτό αποτελεί τό καύχημά της, αλλά ακόμη, ότι είναι τό αγλάϊσμα, δηλαδή, τό κόσμημα καί όλης τής Οικουμένης.

Οι διατυπώσεις αυτές δέν είναι υπερβολικές ποιητικές εκφράσεις τής θερμής διαθέσεως τού υμνογράφου. Είναι η απτή εκκλησιαστική πραγματικότητα, η «ακαθαίρετη» αλήθεια μέ τήν οποία ζούν καί πορεύονται, εξελισσόμενα εν Χριστώ, τά μέλη τής Εκκλησίας. Αγλάϊσμα τής Οικουμένης είναι αυτοί πού έχουν (μιμούμενοι τόν Χριστό) πραότητα καί ταπείνωση, καί στήν απλή καί καθαρή καρδιά τους δέχθηκαν εγκάτοικο τόν Τριαδικό Θεό.

Αυτή η εγκατοίκηση είναι τό αγλάϊσμα όλης τής κτίσεως. Τήν πείρα αυτού τού γεγονότος εκφράζουν μέσα από τίς δογματικές καί ποιμαντικές διδασκαλίες τους οι άγιοι Πατέρες μας, γι αυτό είναι διαχρονικά «τής μυστικής Σιών οι ακαθαίρετοι πύργοι»

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...