Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Βολουδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Βασίλειος Βολουδάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 06, 2013

π. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗΣ: Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΔΕΙΧΝΕΙ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ!

Απόσπασμα από ομιλία του π. Βασιλείου Βολουδάκη με οδηγό το βιβλίο του Αγίου Αυγουστίνου "ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ", τόμος Β΄την Κυριακή 16-6-2013.
Ο π. Βασίλειος αναλύει σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκκλησίας μας διάφορες σωτηριολογικές έννοιες και τις συνδέει με επίκαιρα γεγονότα που άπτονται της καθημερινής συμπεριφοράς κληρικών και λαϊκών. 
 
Οι ομιλίες γίνονται κάθε Κυριακή από τις 12.00- 13.30 μμ, στην αίθουσα της πνευματικής εστίας "ΥΠΑΚΟΗ" Μαυρομιχάλη 96, στην Αθήνα.

Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2013

Ἡ λογική μας, ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημονική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία! π. Βασίλειος Βολουδάκης

 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΚΛΕΙΔΙ»
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

Ἀκοῦμε πολύ συχνά ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύεται μέ τήν λογική, οὔτε κατανοεῖται, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή μέ τήν Πίστη καί τήν καρδιά καί ὅτι ἐκεῖνο πού ἀπόλυτα κατανοεῖται καί ἀποδεικνύεται λέγεται ἐπιστήμη. Αὐτό τό ἰσχυρίζονται, δυστυχῶς, καί πιστοί ἀλλά πρόκειται γιά πολύ μεγάλο ψέμα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός τό ἀρνεῖται, ἀφοῦ μᾶς ἔχει προτρέψει γιά τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Μᾶς παραγ­γέλει νά τόν ἀγαποῦμε ὄχι μόνο μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἀλλά καί μέ ὅλη τήν διάνοιά μας! Nά Τόν ἀγαποῦμε βαθειά, μέ ἐπίγνωση. Αὐτό σημαίνει νά Τόν ἀγαποῦμε μέ τήν καρδιά μας ἀλλά μέ καρδιά πού εἶναι ἕδρα τοῦ νοός μας καί ὄχι τοῦ ἀνυπόστατου συναισθήματος.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Μόνος πού ἀναπαύει καί χορταίνει τήν λογική καί τήν διάνοιά μας στόν ὑπέρτατο βαθμό καί μᾶς καλεῖ νά Τόν γνω­ρί­σου­με καί νά Τόν πιστέψουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη ἀποκα­λύψει καί ἀπο­δεί­ξει τά πάντα «πολυμερῶς καί πολυτρόπως», ἰδιαι­τέ­ρως δέ ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, δηλαδή, τά ὅσα ἔχει πράξει ἀλλά καί ὅλα ἐκεῖνα πού πρόκειται νά πράξη γιά μᾶς.
Οἱ Πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἐνέργειές Του στόν κόσμο μας δέν εἶναι μόνο κατανοητά ἀλλά εἶναι καί ἱστορικά γεγονότα, ἀναντίρ­ρητα καί ἀναμφισβήτητα. Ὁ Χριστός καί Θεός μας δέν δίδαξε οὔτε ὑποσχέθηκε τίποτα χωρίς προηγουμένως νά μᾶς τό ἀποδείξη καί νά μᾶς τό ἐπιβε­βαι­ώση στήν πράξη.
Ὅσοι, συνεπῶς, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Πίστη στόν Θεό δέν στηρί­ζεται στήν λογική πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι μιλοῦν γιά τόν Θεό τῆς φαντασίας τους καί ὄχι γιά τόν Ἀληθινό Θεό μας. Ἔτσι, πιστεύοντες σέ ἕνα Θεό μόνο τοῦ καρδιακοῦ συναισθήματος καί ὄχι τῆς καρδιακῆς λογικῆς, ἔχουν τήν εὐχέρεια νά Τόν τροποποιοῦν καί νά Τόν προσαρμόζουν στίς ἀντιλήψεις καί στίς διαστροφές κάθε ἐποχῆς, χωρίς νά δεσμεύονται καί νά ὑπο­χρε­ώ­νον­ται νά ὑπακούουν στίς ὁδηγίες Του.
Γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν νοιώθουν τήν καρδιά τους ὡς ἕδρα τοῦ νοός τους ἀλλά λειτουργοῦν τό συναίσθημά τους ξε­χω­ριστά ἀπό τήν ὑπόλοιπη ὕπαρξή τους σάν τό μοναδικό γι’ αὐτούς γνωστικό ὄργανο, Θεός καί θεϊκές Του ὁδηγίες εἶναι μόνο ἐκεῖνα πού ταιριάζουν, συμβι­βά­ζον­ται, ἐγκρίνονται καί γίνονται ἀποδεκτά ἀπό τό ἀνερμάτιστο καί ἄστατο συναίσθημά τους.
Τέτοιοι ἄνθρωποι, πού νοιώθουν τήν Πίστη μόνο συναισθημα­τικά, ὑπάρχουν πολλοί στίς μέρες μας καί γι’ αὐτό, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων ἔχουν δημιουργηθεῖ χάσματα δοξασιῶν, ἀντιλήψεων, πεποι­θήσεων καί πρακτικῶν. Ἀπό αὐτήν τήν αἰτία ἔχει διαμορφωθεῖ ἕνα Προ­τε­σταντικό πορτρέτο τῆς σύγχρονης Ὀρθοδο­ξίας, ὅπου δεσπόζει ἡ Πιραντελλική ἔκφραση «ἔτσι εἶναι, ἄν ἔτσι νομίζετε!».
Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδο­ξοι, ἐνῶ δέν φροντίζουμε νά θεμελιώσουμε τήν Πίστη μας «ἐπί τήν πέτραν» τῆς ἐπιγνώσεως, ἀλλά τήν στηρίζουμε μόνο «ἐπί τήν ἄμμον» τῶν συναισθη­μάτων μας; Ὁ Χριστός «θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνω­σιν ἀληθείας ἐλθεῖν» καί αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν ἐγκάρδια ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, κυρίως, μέ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ μετα­ποί­ηση τοῦ ἀνθρωπίνου νοός σέ «νοῦν Χριστοῦ».
Βεβαίως, ὅπως ἤδη ἔγινε σαφές, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά λογική, δέν ἐννοοῦμε τήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Κάντ ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου σοφοῦ ἤ φιλοσόφου. Ἐννοοῦμε τήν λογική πού προέρχεται καί φωτίζεται ἀπό τόν Θεόν Λόγον καί γι’ αὐτό δέν εἶναι ἀποσπασματική, μονόπλευρη καί περιορισμένη, ἀλλά λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της ὅλα τά πραγματικά, ὑπαρκτά καί ἱστορικά στοιχεῖα, τά συνθέτει, τά συσχετίζει καί τά συνδυάζει, ὥστε τό συμπέρασμα νά εἶναι πραγματικό καί ἀληθινό καί ὄχι συμπέρασμα ἀλληλοσυγ­κρου­όμενο, παθολογικό, ἰδεοληπτικό, σκό­πιμο ἤ πανοῦργο.
Δυστυχῶς, κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι –καί δέν εἶναι λίγοι– ἐπηρε­ασμένοι ἀπό τό ἐκκοσμικευμένο Παπικό καί Προτεσταντικό περιβάλλον, ἔχουν προσχωρήσει στήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη (τόν ὁποῖον ἔχουν στήν πράξη ἀνακηρύξει «τρίτον καί δέκατον τῶν Ἀποστόλων», ὅπως χαρακτη­ριστικά ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τούς ὁμοίους τους τῆς ἐποχῆς του), στήν συναισθηματική λογική καί στήν λογική τῆς σκοπιμότητος τῶν κατ’ εὐφημισμόν ἀποκαλουμένων ἐπιστη­μόνων.
Ἔτσι, οἱ θεολόγοι αὐτοί, σκεπτόμενοι μέ τήν περιορισμένη καί κακοποιημένη λογική τοῦ κόσμου, θεώρησαν ὅτι ἡ Θεολογία ἀσχολεῖται μόνο μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι μέ ὁλόκληρη τήν Κτίση. Λησμόνησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀδιάσπαστη τή σχέση κάθε ψυχῆς μέ τήν Κτίση καί τόν Θεό, γιατί ὅλα αὐτά δέν χωρίζονται, καί, χωρίς νά τό καταλάβουν, ἀπέκτησαν τήν Προ­τεσταντική ἀντίληψη γιά τόν Θεό καί τήν Κτίση, ὅπου ἡ ἁρμο­διότητα τοῦ Θεοῦ περιορίσθηκε μόνο σέ μιά σφαῖρα μύ­θου καί παραμυθιοῦ, ὅπου ὁ καθένας κάνει ὅ,τι νομίζει, στόν χῶρο δέ τοῦ ἐπιστητοῦ ἀνέλαβε ἡ Ἐπιστήμη νά ἀποφαίνεται μέ χει­ρο­­πιαστές –ὅπως ἰσχυρίζεται– ἀποδείξεις. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Θεός μας, πού «ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται» δέν εἶναι μόνο «ἡ ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», ἀλλά εἶναι καί «Πρωτότοκος τῆς Κτίσεως καί Δημι­ουργός πάντων τῶν γεγονότων», βρίσκεται συνεχῶς μπροστά στούς ἐπιστήμονες καί τούς ὑπενθυμίζει πόσο ἀνίσχυρη καί ἀναποτελε­σματική εἶναι ἡ “ἐπιστημονική” τους μέθοδος, ἐπε­νό­ησαν στήν ἐποχή μας τή σύ­ζευ­ξη ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέ φανταστικές θεωρίες –πού ὑπο­κα­θι­στοῦν τήν Ἀλήθεια– ὥστε νά ἐκδιωχθῆ, ἐπί τέλους(!), ὁ Θεός ἐντελῶς ἀπό τούς ἀνθρώπους!
Μέσα σ’ αὐτήν τήν πνευματική αὐτοαιχμαλωσία τους οἱ θεο­­λό­γοι μας δέν δυσκολεύθηκαν νά υἱοθετήσουν ἀπόλυτα τήν πε­ρί Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος φαντασιόπληκτη θεωρία τῆς «Μεγά­λης Ἐκρήξεως» (Big Bang theory), ὅπως, ἐπίσης, καί τό μύθευμα «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», χωρίς νά διστάσουν νά ὑποβιβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό Θεόπνευ­στο Ἱστορικό βιβλίο, σέ βιβλίο ἀλληγορικό, φιλοσοφικό, συναι­σθη­ματικό καί μεταβαλλόμενο! Δέν ἀνησυχοῦν γιά τά ἀλλεπάλ­ληλα λογικά σφάλμα­τα τῶν θεωριῶν τους, πού στρέφονται ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἰδίων πού τίς διατυπώνουν. Τούς ἀρκεῖ ὅτι ἔτσι κατά­φέρνουν –κατά τήν γνώμη τους– νά ἀποτινάξουν τήν μειονεξία πού τούς δημιουργεῖ ἡ κομπλεξική πεποίθησή τους ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι κατώ­τερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες ἐπιστῆμες!
Ὅμως, μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἀποτινάσσεται οὔτε ἐξαλεί­φεται ἡ μειονεξία. Ἁπλῶς παραμένει καί τούς συσκοτίζει ἀκόμη πιό πολύ. Ἔτσι, δέν μποροῦν νά καταλάβουν ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι “παρακατιανή” ἀλλά εἶναι τό κλειδί καί ἡ πυξίδα γιά τήν ἀληθινή γνώση τῆς Κτίσεως καί ὄχι οἱ λεγόμενες ἐπιστῆμες, πού, ὅπως οἱ ἴδιες κατά καιρούς παρα­δέχονται (ὅταν ἀναγκάζονται νά ὁμολογήσουν λανθασμένες θεωρίες, ἐκτιμήσεις καί πρακτικές τοῦ παρελθόντος τους), περισσότερο εἰκάζουν καί ὑποθέτουν, παρά ἐπίστανται (=γνωρίζουν καλά).
Τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ καί αὐτονόητα. Ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ Παντός εἶναι ὁ Θεός καί ὁ Θεός παρέδωσε «τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» στήν Ἐκκλησία Του, καί τό πλήρωμα αὐτό τῆς Θεότητος εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἡ «Ἀνακεφαλαίωσις ὅλης τῆς Κτίσεως», εἶναι εὐνόητο ὅτι καί ἡ Ἀλήθεια τῆς Κτίσεως καί ἡ γνώση τῆς φύσεως τῶν ὄντων ἔχει ἀποταμιευθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὄχι στά ἐπιστη­μονικά ἐργαστήρια.
Πῶς ὁ Μέγας Βασίλειος «τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσεν»; Πῶς, ὄχι μόνο ἐγνώρισε ἀλλά καί «ἐτράνωσεν» αὐτό πού οἱ ἐπι­στήμονες τῆς ἐποχῆς του ἀγνοῦσαν, ἄν δέν εἶχε ἀντλήσει ἀπό τό Ταμεῖον Γνώσεως τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν οἱ ἐπιστήμονες, φερ’ εἰπεῖν, εἶχαν διαβάσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεία τῆς «Ἑξαημέρου» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δέν θά περίμεναν μέχρι τό ...1911 γιά νά διαπιστώσουν ὅτι ὑπάρχει φῶς πού δέν προέρχεται ἀπό τόν ἥλιο καί τά ἡλιακά συστήματα!
Αὐτό πού ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες τόν 20ον αἰῶνα(!) ἔχει γραφεῖ στό βιβλίο τῆςΓενέσεως πρίν ἀπό 3.000 καί πλέον χρόνια! Ἔχει γραφεῖ σαφῶς ὅτι τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» καί, τήν Τετάρτη ἡμέρα, «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαύσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέ­σον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός…Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τούς δύο φωστῆρας τούς μεγάλους…», οἱ ὁποῖοι τροφοδοτοῦνται συνεχῶς ἀπό τό προϋπάρξαν ἀπό αὐτούς Φῶς, γιά νά μήν ἐξαντλοῦνται!
Ἡ μυωπία, ὅμως, τῶν ἐπιστημόνων συνεχίζεται, γιατί ἡ ἀλα­ζονεία τους τούς ὁδηγεῖ νά θέλουν, ἄν ἦταν δυνατόν, νά ξα­να­δημιουργήσουν ἀπό τήν ἀρχή τά πάντα μέ τή δική τους ἐπιστημοσύνη καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, παρά τό ὅτι μετά τήν “ψηλάφησή τους” βεβαιώθηκαν ὅτι ὄντως ὑπάρχει ἄλλο φῶς ἐκτός τῶν ἡλιακῶν συστημάτων, συνεχίζουν νά παραπλανῶνται, νομίζοντες ὅτι τό φῶς αὐτό εἶναι ...κατάλοιπο τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!
Δέν ταπεινώνονται στόν Δημιουργό μας, παρ’ ὅτι διαπιστώ­νουν συνεχῶς ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς Τοῦ τούς καθυστέρησε χιλιετίες ἀπό τή γνώση τοῦ Σύμπαντος καί συνεχῶς τούς καθυστερεῖ, στερώντας τούς τήν ἐπιστημονική Ἀλήθεια. Μόλις τό ...1970 ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες αὐτό πού ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους ἀπό τό 1800 π.X. μέ τό στόμα τοῦ Μωϋσῆ! Ἀνακάλυψαν ὅτι τό Σύμπαν …ἔχει ἀρχή, δημιουργήθηκε καί κάποτε θά πάψη νά ὑπάρχη(!), ἐνῶ θεωρεῖται πιά παληά ἰδέα (σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ διάσημου Stephen Hawking) ὅτι τό Σύμπαν ὑπῆρχε καί θά παραμένη γιά πάντα ἀμε­τάβλητο!
Νά ἐπαναλάβουμε, ὅμως, ὅτι καί ἡ γνώση αὐτή, πού τόσο καθυστε­ρημένα ἀπέκτησαν οἱ ἐπιστήμονες (ψηλαφῶντες στό σκοτάδι τῆς ἀγνω­σί­ας ­γιατί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά γίνη καί δικός τους Διδάσκα­λος­), εἶναι ἀναμεμειγμένη μέ φαντασίες καί εἰκασίες, κυρίως δέ, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μύθου τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!
Εἶναι ὁ θεολογικός κομπλεξισμός ἀλλά καί ἡ ἀπομάκρυνση κάποιων θεολόγων τῶν ἡμερῶν μας ἀπό τό ἦθος καί τήν πνευμα­τική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας πού τούς διαμόρφωσε τήν σκέ­ψη ὅπως τοῦ Λουθήρου καί τῆς ἀτέλειωτης ἁλυσίδας τῶν “κοιλιοπνεύστων” θεολογούντων, μέ ἀπο­τέ­λεσμα νά διαβάζουμε κάθε τόσο στά συγγράματά τους ἤ νά ἀκοῦμε ἀπόψεις τους πού εἶναι γιά “νά τραβᾶς τά μαλλιά σου”! Πρόσφατα ἀκού­σαμε, μά­λι­στα, ὅτι καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι …ὑπαρκτά δημιουργή­ματα τοῦ Θεοῦ(!) ἀλλά συμβολισμοί πνευματικῶν πραγματικο­τήτων, ὅπως οἱ συμβολισμοί τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μυθολογίας καί φιλο­σοφίας! Τί κι’ ἄν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι οἱ ἄγγελοι «εἰσί λειτουργικά πνεύ­ματα πρός διακονίαν ἀπο­στελ­λόμενα»; Τί κι’ ἄν ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή –Πα­λαιά καί Καινή Διαθήκη– βρίθουν ἱστορικῶν γεγονότων, στά ὁποῖα πρωταγωνίσθησαν ἄγγελοι; Τί κι’ ἄν ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτό­κου ἔγινε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γνωστοποιήθηκε ἀπό ἀγγέλους; Ὅλα αὐτά ἀφήνουν ἀδιάφορο τό τεταραγμένο πνεῦμα τῶν συγχρόνων διανοητῶν, πού δέν δηλώνουν τοὐλάχιστον ἄθεοι καί νά “ἀφήσουν ἥσυχη” τήν θεολογία!
Εἶναι πιά πασιφανές ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἔχει κατορ­θώσει νά πλήξη καίρια τήν λογική τῶν περισσοτέρων ἀνθρώ­πων. Ἐξ ἄλλου, αὐτή εἶναι ἡ βασική τακτική του. Εἶναι «ὁ φθορεύς τῶν φρενῶν». Μέσω αὐτῆς τῆς φθορᾶς ὑπαγορεύει τά ψεύδη του καί τίς διαστροφές του. Χωρίς τήν φθορά τῶν φρενῶν, κανείς ἄνθρωπος δέν θά πίστευε τούς ψιθυρισμούς του, γιατί αὐτά πού ὑπαγορεύει εἶναι ψεύτικα καί ἀνυπόστατα. Γι’ αὐτό δέν πλήττει τίς δοξασίες καί τά πιστεύματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλά τήν λογική τους, γιατί ἄν ἔπληττε τίς δοξασίες θά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέ τήν λογική τους νά ἀντιτάξουν ἐπιχειρήματα καί νά ὑπερασπισθοῦν τήν Πίστη τους. Πλήττοντας τήν λογική τῶν ἀν­θρώπων ὁ διάβολος κατορθώνει νά τούς κοιμίση ὅτι βαδίζουν σωστά, ἀκολουθῶντας τήν Ὀρθοδοξία, γνωρίζει, ὅμως, πολύ καλά ὅτι μέ προβλη­ματική λογική ἡ ἐπακολούθηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξελίσσεται σέ μιά τρα­γε­λαφική καί ἐπικίνδυνη ὑπόθεση. Ἔτσι βγαίνει διπλᾶ κερδι­σμένος, γιατί, ἀφ’ ἑνός μέν ἔχει ἀχρηστεύσει τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, γιατί οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀλλοιώνουν τήν Πίστη τους παρασυρόμενοι ἀπό τά ὑποκινούμενα ἀπ’ αὐτόν “τερτίπια” τοῦ μυαλοῦ τους.
Τό λυπηρό εἶναι ὅτι ἡ φθορά τῆς λογικῆς ἔχει δημιουργήσει ἤδη μιά ἐπιστημονικοφανῆ θεωρία καί πλούσια βιβλιογραφία μέ παγκόσμια διάδοση καί ἀποδοχή, λόγω τῶν πολλῶν χρημάτων καί τῶν Μέσων Ἐνημερώσεως τοῦ «ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου», ὁ ὁποῖος παρ’ ὅτι «ἐβλήθη ἔξω» ἀπό τόν Χριστό, εἰσῆλθε πάλι μέ τίς ψήφους τῶν ἀνθρώ­πων καί κυβερνάει τόν κόσμο.
Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονικοφανής Βαβέλ ἔχει παρασύρει καί νουνεχεῖς πνευματικούς καί πιστούς ἀνθρώπους στό νά ὑποστηρίζουν στά συγγρά­ματά τους ὅτι ἡ θεωρία τῆς «Μεγάλης Ἐκρή­ξεως» δέν προς­κρούει στήν Ἁγία Γραφή! Νά προστεθῆ δέ ὅτι ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ὑποστηρίζουν ὑπο­χρεωτικά καί τήν «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», ἀπό τήν ὁποία κά­ποιοι Ὀρθόδοξοι ἐπιχειροῦν νά ἀποστασιο­ποιηθοῦν, χωρίς, ὅ­μως, νά μποροῦν νά γεφυρώσουν ἐπιστη­μο­νικά τό χάσμα ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», πού ὑποστηρίζουν, μέχρι τό βιβλίο τῆς «Γενέ­σεως».
Ἀλήθεια, δέν θά ἀσεβήσουν κατά τῆς συνομιλίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰώβ γιά τή Δημιουργία τοῦ Κόσμου ἄν τήν ἐκλάβουν ὡς ἀλληγορική; Καί ἄν δέν τήν χαρακτηρίσουν ἀλληγορική ἀλλά ἱστορική, ὅπως καί εἶναι, πῶς θά ταιριάξη μέ τίς τἄχα ἐπιστημονικές θεωρίες πού ἀκολουθοῦν σάν τήν “τελευταία λέξη τῆς ἐπιστήμης”; Ἄν, πάλι, δέν θεωρήσουν τή συνο­μιλία αὐτή ἱστορικό γεγονός, δέν θά χωρισθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας πού τήν ἔχει καταγράψει καί τήν προβάλλει ὡς ἀποδεικτικό τῆς Δη­μι­ουρ­γίας, καί, μάλιστα, κατά τήν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς;
Κάποιοι, βεβαίως, μπορεῖ νά ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τό ὅτι ὁ Θεός μιλάει στούς ἀνθρώπους καί νά τό ἐννοοῦν ἀλληγορι­κά, ἐμεῖς, ὅμως, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε αὐτό πού γνωρί­σαμε στήν Ἐκκλησία, γιατί εἴ­χαμε πνευματικό τόν π. Σίμωνα, πού τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός!
Ἄς ἀναμετρηθοῦν, λοιπόν, οἱ ἐπιστήμονες αὐτοί μέ τήν Ὄντως Σοφία γιά νά διαπιστώσουν τό χάσμα πού χωρίζει τόν Θεό μας ἀπό τούς λογισμούς τῶν θνητῶν καί ἄς μᾶς ἐξηγήσουν ποῦ χωροῦν καί πῶς συνδυάζονται οἱ καινοφανεῖς θεωρίες πού δέχονται ὡς ἐπιστήμη, μέ τήν ἐξιστόρηση τοῦ Θεοῦ στόν Ἰώβ:
«ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφήν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. 4 ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τήν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν. 5 τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς; 6 ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς; 7 ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου. 8 ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη. 9 ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα. 10 ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας. 11 εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα. 12 ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν 13ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς; 14 ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς; 15 ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας; 16 ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας; 17 ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν; 18 νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι; 19 ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος; 20 εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν; 21 οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς; 22 ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας; …….. 24 πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν…. 28 τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου, 29 ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν;» (κεφ.38).
Δέν μᾶς ἐξηγοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιλεκτικοί, πού παρακάμπτουν τεχνηέντως τό βιβλίο τοῦ ΙΩΒ, τό πῶς ἔγινε ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Ἀπό ἄκτιστη ἤ ἀπό κτιστή ἐνέργεια; Ἐάν ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό ἄκτιστη ἐνέργεια, πῶς κατεγράφη, πῶς προσεγγίζεται μέ κτιστά μέσα καί πῶς εἶναι δυνατόν ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια νά ἀναπαραχθῆ σέ κτιστά ἐργαστήρια μέ κτιστά μέσα, ὅπως ἐπιχειρεῖται τά τελευταῖα χρόνια;
Ἐάν κατά τούς Πιστούς ἐπιστήμονες ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό κτιστή ἐνέργεια, ἔγινε ἀπό προϋπάρχουσα τῆς Δημιουργίας ἐνέργεια; Ἄρα ἔχουμε Δημιουργία πρό τῆς Δημιουργίας; Ἤ μήπως θεωρεῖται ἡ κτιστή αὐτή ἐνέργεια ὡς ἀΐδιος, ὅπως ἰσχυρίζετο πλῆθος αἱρετικῶν; Ἐάν δέν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ποιός ὁ σκοπός τῆς «Μεγάλης Ἔκρηξεως»;
Ἐάν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», ποιά ἡ ἀξία καί ἡ Ἀλήθεια τοῦ βιβλίου τῆς «Γενέσεως», ἀφοῦ κατά τό βιβλίο αὐτό ἡ Δημιουργία ἔγινε σταδιακά καί σέ ὁρι­σμένα χρονικά διαστήματα ἡμερῶν καί ὄχι αὐτομάτως, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Σέ ποιά φάση, ἀλήθεια, τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως» ἔγινε αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰώβ: «ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου»;
Ἐάν, πάλι, προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», προκειμένου νά συμφωνήση ὁ πιστός ἐπιστήμονας μέ τό βιβλίο τῆς «Γενέσεως» δέν θά πρέπη νά παραδεχθῆ ὅτι ἔγιναν ἀλλεπάλληλες ἐκρή­ξεις καί ὄχι μία ἔκρηξη; Ὑπάρχει, ὅμως, τέτοια ἐπιστημονική θεωρία; Ὄχι, βέβαια! Ἐπίσης, ποιά ἔκρηξη μπορεῖ νά δημιουργήση κάτι; Μέ ποιά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι οἱ ἐκρήξεις ἔχουν δυνατότητες νά ὑποστασιάζουν δημιουργήματα;
Καί κάτι τελευταῖο: Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλα «τά Μυστήρια κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ διεπράχθη». Τό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας, ὅπως ἔχει ἐκδηλωθεῖ στήν ἱστορία τοῦ Κόσμου, ταιριάζει, ἄραγε, μέ τό ἦθος κάποιου πού δημιουργεῖ μέ ἐκρήξεις;
Αὐτά καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα μᾶς ὑπαγορεύει ἡ λογική μας, πού ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημο­νική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία, μέ τίμημα, μάλιστα, τήν αὐθαίρετη παραχάραξη τῆς Ἁγιογραφικῆς –τῆς μόνης ὄντως ἐπιστημονικῆς– Ἀληθείας!
Δέν μᾶς φοβίζουν αὐτοί πού δηλώνουν ἄθεοι, γιατί, ἄν εἶναι καλοπροαίρετοι, θά βροῦν τό δρόμο. Μᾶς φοβίζουν οἱ Πιστοί, γιατί αὐτοί, μέ τούς ἀκροβατισμούς τους, κινδυνεύουν καί γίνονται καί ἐπικίνδυνοι!
Γι’ αὐτό ἐγκαινιάζουμε στό περιοδικό μας σειρά ἄρθρων πού θά καταπιασθοῦν μέ παρόμοια θέματα, στά ὁποῖα θά καταθέτουμε τίς σκέψεις μας καί θά εἴμαστε ἀνοικτοί καί πρόθυμοι σέ γόνιμο διάλογο Ἀληθείας.

                                           π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 130-131
Ἰούνος - Ἰούλιος 2013

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2013

ΟΙ ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ και Σχετίζεται άμεσα με την Χριστολογία και τα αδιάβλητα πάθη Του Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Βολουδάκη*

«Πορνεία ου γάμος ουδέ γάμου αρχή» (Μ. Βασίλειος) 

            

  



Ο αείμνηστος π.Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος με το σπουδαίο σύγγραμμά του «Προγαμιαίαι σχέσεις-Πολιτικός Γάμος- Αμβλώσεις» έθεσε την επιτάφιο πλάκα στον ασεβή ισχυρισμό κάποιων συγχρόνων «θεολόγων» ότι τάχα οι προγαμιαίες σχέσεις και ο πολιτικός γάμος δεν είναι πορνεία. Με θεολογικά και λογικά επιχειρήματα απέδειξε με τρόπο αναμφισβήτητο ότι«και εν τη Καινή Διαθήκη πορνεία είναι η εκτός γάμου σχέσις, αδιαφόρως αν αυτή γίνεται επί χρήμασιν ή... "εξ αγάπης"» και μας υπενθυμίζει ότι «η "διόρθωσις" οιασδήποτε διδασκαλίας της Εκκλησίας, δεν είναι πλέον ούτε μόνον ηθική παράβασις, ούτε απλώς κανονική ανταρσία· είνε μείζον αυτών: Είνε αίρεσις! Όταν, επί οιουδήποτε θέματος, υψοίς ηθελημένωςκαι εν επιγνώσει το ανάστημά σου υπεράνω της αυθεντίας της Εκκλησίας, καθίστασαι αιρετικός!».
           



 Την επιτάφιο πλάκα, που έθεσε στο θέμα ο μακαριστός π. Επιφάνιος, ουδείς διενοήθη να μετακινήση, όσο αυτός ευρίσκετο εν ζωή. Μετά, όμως, την κοίμησί του άρχισαν δειλά-δειλά να ξεμυτίζουν κάποιοι, οι οποίοι ενόμισαν ότι έχουν πλέον την ευχέρεια να νεκραναστήσουν το θέμα αποτινάζοντες τον «λίθον εκ του μνήματος»! — δειλή αρχικά εμφάνισί τους μετεβλήθη σταδιακά σε προκλητική, με αιχμή του δόρατος έναν αγαπητό μου κατά τα άλλα πανεπιστημιακό καθηγητή, για να φθάση στα όρια της απροκάλυπτης αναισχυντίας με τις δημόσιες δηλώσεις, σε πορνογραφικό περιοδικό, Μητροπολίτου της Ελλαδικής Εκκλησίας, ο οποίος χωρίς ίχνος ποιμαντικής ευθύνης διεκήρυξε:«Είμαι υπέρ του προγαμιαίου σεξ! Γιατί μια τέτοια σχέση θα προετοιμάσει ένα γάμο να πετύχει»!! (Εφημ. «Ελεύθερος Τύπος» 13.1.98 σελ. 12)



Πίσω από όλους αυτούς κρύβεται, όμως, ο ηθικός αυτουργός, αυτός που ανεβίωσε επί των ημερών μας την αίρεσι των νικολαϊτών και για τον οποίο έγραψε ο π. Επιφάνιος την αντιρρητική μελέτη του για τις προγαμιαίες σχέσεις και τον πολιτικό γάμο: Ο καθηγητής κ. Χρ. Γιανναράς!





Ο κ. Γιανναράς πρέπει να αναζητηθή κυρίως ως η αιτία και των δηλώσεων του Μητροπολίτου, που συνετάραξαν το πανελλήνιο αυτές τις μέρες, δεδομένου ότι ο εν λόγω καθηγητής σε πρόσφατη δυναμική επανεμφάνισί του επί του θέματος έγραψε σε ημερήσια εφημερίδα τα εξής βλάσφημα: «Όμως ο Ελλαδικός κλήρος διακηρύττει ότι όποιος τελεί πολιτικό γάμο αποκόβεται από το σώμα της Εκκλησίας και γι' αυτό δεν μπορεί να κηδεύεται με Εκκλησιαστική ακολουθία. Με την ίδια λογική θα έπρεπε να αποκόβουν από το σώμα της Εκκλησίας και όσους γευματίζουν και δειπνούν εκτός του μυστηρίου της Ευχαριστίας, ικανοποιούν τη φυσική ανάγκη της τροφής όχι μόνο με τον ευχαριστιακό άρτο και οίνο»! («Καθημερινή», 14.12.97)
             


Χωρίς να θεωρηθή απόπειρα αμνηστεύσεως του Μητροπολίτου, πρέπει να αναγνωρισθή ότι οι «πλάτες Γιανναρά» κατέστησαν «εύλαλο» το στόμα του, αλλιώς ουδέποτε θα τολμούσε, ούτε να ψελλίση, τα όσα ξεστόμισε. Άλλωστε, το έχει πολλές φορές διακηρύξει, ότι παραδέχεται τον κ. Γιανναρά και ταυτίζεται με τις θεολογικές απόψεις του.
           


 Πάντως, όπως και να έχη το πράγμα, ένα είναι το βέβαιο. Ότι η θεωρία Γιανναρά ως λοιμική νόσος μαστίζει τον ορθόδοξο πληθυσμό, αρχής γενομένης από τη νεολαία μας και έφθασε ήδη απειλητικά έως και στους Επισκόπους της Εκκλησίας μας. — δαιμονική αύτη διδασκαλία απειλεί «εις τον ναόν του Θεού καθίσαι» (Β ' Θεσ. 6/ 4) ως διδασκαλία της Εκκλησίας και ως λόγος... Θεού και γι' αυτό αισθάνομαι χρέος μου να προσθέσω κάποιες σκέψεις με σκοπό να φανούν λίγο πιο αδρά οι μεγάλες δογματικές διαστάσεις και επιπτώσεις του θέματος.



 Θέμα Χριστολογικό
             


Το θέμα των προγαμιαίων σχέσεων δεν είναι μόνο ηθικό ή αντικείμενο του Κανονικού δικαίου, αλλά πρωτίστωςδογματικό, και συγκεκριμένα Χριστολογικό. Και έφ' όσον είναι Χριστολογικό άπτεται ευθέως και αμέσως της σωτηρίας μας. Γι' αυτό, εγκαίρως η Αγία Γραφή μας προειδοποιεί λέγοντάς μας:«Μη πλανάσθε ούτε πόρνοι, ούτε ειδωλολάτραι ούτε μοιχοί ούτε μαλακοί ούτε αρσενοκοίται... βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσι»( Κορ.6,9-10).
             


Βεβαίως, όπως προείπαμε, κάποιοι επεχείρησαν να βαπτίσουν την πορνεία ως πράξι αγάπης(!), με την ίδια συλλογιστική, που κάποιοι άλλοι βάπτισαν τον φόνο της εκτρώσεως ως... αποβολή ή διακοπή της κυήσεως(!) Άλλα, όμως, είναι τα παρατσούκλια και άλλα τα ονόματα. Διότι τα «ονόματα είσι των πραγμάτων επίσκεψις», εν αντιθέσει με τα παρατσούκλια «της πονηρίας του αιώνος τούτου», που είναι των πραγμάτων αλλοίωσις και διαστροφή.
             


Λέγοντας, λοιπόν, τα πράγματα με το όνομά τους ομολογούμε μαζί με την Εκκλησία μας ότι οποιαδήποτε σαρκική σχέσι ετεροφύλων προ ή εκτός του εκκλησιαστικού γάμου είναι πορνεία. Δηλαδή πράξι, που βλάπτει καίρια και την ψυχή αλλά και το σώμα του άνθρωπου. Και τούτο, διότι η σεξουαλικότηςδεν συγκαταλέγεται στα «αδιάβλητα πάθη» του μεταπτωτικού άνθρωπου αλλά στα «ψεκτά πάθη», τα οποίαεπιφέρουν βαρύτατες κακώσεις στον ψυχοσωματικό ανθρώπινο οργανισμό.
           


 Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία του θέματος και οδηγός μας στη διερεύνησί της είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού. Όχι οι ανθρώπινες ψευδαισθησιακές εμπειρίες και οι μάταιοι διαλογισμοί.



Η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού θα μας διδάξη ποια είναι τα«φυσικά και αδιάβλητα πάθη» της μεταπτωτικής άνθρωπίνης φύσεως, που προσέλαβε κατά την ενανθρώπησί Του ο Χριστός, τα οποία είναι ακίνδυνα και δεν βλάπτουν ψυχοσωματικά τον άνθρωπο (βεβαίως, όταν αυτά δεν εκτρέπονται σε καταχρήσεις), για να διαπιστώσουμε, αν η σεξουαλικότητα είναι πράγματι τόσο ακίνδυνη εκτός του μυστηρίου του γάμου, όπως μας την παρουσιάζουν οι νεοφανείς νικολαΐται.
            


 Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγας δογματικός Θεολόγος της Εκκλησίας μας ορίζει σαφώς ποια είναι τα αδιάβλητα ( = ακατηγόρητα) πάθη: «Φυσικά δε και αδιάβλητα πάθη εισί τα ουκ έφ' ημίν, όσα εκ της επί τη παραβάσει κατακρίσεως εις τον ανθρώπινον εισήλθε βίον˙ οίον πείνα, δίψα, κόπος, πόνος, το δάκρυον, η φθορά, η του θανάτου παραίτησις, η δειλία, η αγωνία (εξ  ης οι ιδρώτες, οι θρόμβοι του αίματος) η δια το ασθενές της φύσεως υπό των αγγέλων βοήθεια και τα τοιαύτα, άτινα πάσι τοις ανθρώποις φυσικώς ενυπάρχει»(Έκδοσις Ακριβής της ορθοδόξου Πίστεως Γ, 64). Και στην συνέχεια, εξηγώντας μας ότι τα «αδιάβλητα πάθη» τα ενεργούσε με τη θέλησί Του ο Χριστός, χάριν της σωτηρίας μας, και δεν τα έπασχε ακουσίως μας επιβεβαιώνει ότι μόνο αυτά τα «πάθη», που ενήργησε ο Χριστός, είναι «αδιάβλητα», φυσικά και αβλαβή.
            


 Ας τον ακούσουμε: «Τα φυσικά ημών πάθη κατά φύσιν και υπέρ φύσιν ήσαν εν τω Χριστώ. Κατά φύσιν μεν γαρ, εκινείτο εν αυτώ, ότι παρεχώρει τη σαρκί παθείν τα ίδια˙ υπερ φύσιν δε ότι ου προηγείτο εν τω Κυρίω της θελήσεως τα φυσικά˙ ουδέν γαρ ηναγκασμένον έπ' αυτού θεωρείται, αλλάπάντα εκούσια˙ Θέλων γαρ επείνασε, θέλων εδίψησε, θέλων εδειλίασε, θέλων απέθανεν» (ο.α.) Ουδέποτε ο Χριστός ενήργησε τη σαρκικη επιθυμία, ώστε αυτη να συγκαταριθμηθή στα αδιάβλητα και φυσικά πάθη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε σπέρμα είχε ο Χριστός, έφ' όσον δεν συνελήφθη εκ σπέρματος και «θελήματος ανδρός» αλλά συνελήφθη «εκ Πνεύματος Αγίου». «Η του Θεού του υψίστου ενυπόστατος σοφία και δύναμις, ο Υιός του Θεού ο τω Πατρί ομοούσιος, επεσκίασεν επί την Αγίαν Παρθένον, οιονεί Θείος σπόρος, και συνέπηξεν εαυτώ εκ των αγνών και καθαρωτάτων αυτής αιμάτων σάρκα εμψυχωμένην ψυχή λογική τε και νοερά απαρχήν του ημετέρου φυράματος, ου σπερματικώς, αλλά δημιουργικώς, δια του Αγίου Πνεύματος, ου ταις κατά μικρόν προσθήκαις απαρτιζομένου του σχήματος, άλλ' υφ' εν τελειωθέντος, αυτός ο του Θεού Λόγος χρηματίσας τη σαρκί υπόστασις»(Έκδοσις Γ, 46).
           


 Ο Χριστός δεν συνελήφθη «σπερματικώς», όπως οι πεπτωκότες άνθρωποι, αλλά δημιουργικώς, όπως ο Αδάμ. Ούτε έλαβε σπέρμα, ούτε προσέλαβε σπέρμα, ούτε ενήργησε την σπερματική διαδικασία στην Σάρκα Του, και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο άπ' αρχής της μεταπτωτικής ζωης του ανθρώπου ετέθησαν από τον Θεό όρια και προϋποθέσεις για την εξασφάλισι ακίνδυνης σαρκίκης σχέσεως μεταξύ ετεροφύλων.




Αρχικά, επέτρεψε τη σαρκική σχέσι μεταξύ αδελφών, διότι μόνο γονείς και αδέλφια υπήρχαν επί της γης. Ακολούθως, μόλις αυξήθηκε ο  αριθμός των ανθρώπων,  απηγόρευσε τις σαρκικές σχέσεις μεταξύ αδελφών, ώστε να διασώζεται επί της γης μία εικόνα επουρανίου ζωής, όπου εκεί οι άνθρωποι «ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται, άλλ' ως άγγελοι εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Και όχι μόνο απηγόρευσε τις σαρκικές σχέσεις μεταξύ αδελφών αλλά εφρούρησε την εντολή Του αυτή με την ασθένεια της αιμοφιλίας, ώστε να γίνεται σεβαστή και να εφαρμόζεται από όλους. Κατόπιν, όταν έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, ιερείς,«γράμματα και πλάκες», ώρισε σαφώς και τις προϋποθέσεις των αβλαβών για την ψυχή και το σώμα σαρκικών ετεροφύλων σχέσεων.
Έτσι φθάνουμε και στην Κ. Διαθήκη, όπου εκεί πάμπολλες φορές υπογραμμίζεται ότι κάθε σχέσι σαρκική ανδρός και γυναικός εκτός της ευλογίας του γάμου είναι πορνεία, δηλαδή χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος του Χριστού με την Σαμαρείτιδα, επί του οποίου διαλόγου ο αείμνηστος π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος κάνει σοφές και θεολογικώτατες επισημάνσεις ως προς το θέμα μας και γι' αυτό παραπέμπουμε τον αναγνώστη.



Το μυστήριο του γάμου.
            


 Η Αγία μας Εκκλησία, ως Ταμείον της Θείας Χάριτος και Διδασκαλίας του Χριστού συναρίθμησε τον γάμο στα επτά άγια μυστήρια, τα οποία εξασφαλίζουν στον άνθρωπο τη μετοχή του στη Θ. Ευχαριστία, τη Θ. Κοινωνία. Τα άγια μυστήρια είναι άπειρα, διότι, όπως επισημαίνει ο αείμνηστος π. Ιουστίνος Πόποβιτς, η χάρις του Θεού δεν δίδεται «εκ μέτρου». Επτά, όμως, από αυτά είναι οι μοναδικές θύρες για την ένωσι του ανθρώπου με τον Θεό δια της Θ. Μεταλήψεως. Το Βάπτισμα και το Χρίσμα καθιστούν τον άνθρωπο μέλος του Σώματος του Χριστού, μέλος της Εκκλησίας, ώστε να μπορή να κοινωνή. Τα μυστήρια της Εξομολογήσεως και του Ευχελαίου, για να επουλώνουν τις τραυματικές από την αμαρτία καταστάσεις της ψυχής και να καθαρίζουν τον άνθρωπο από «πάσης αμαρτίας».Το μυστήριο της Ιερωσύνης, για να τελή τη Θ. Ευχαριστία και να δίδη σε όλες τις γενεές λειτουργούς του Μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Και τέλος, το μυστήριο του Γάμου προστατεύει το ζεύγος από τις καταστρεπτικές ψυχοσωματικές επιπτώσεις των σαρκικών σχέσεων (που εμποδίζουν να ανθίση μεταξύ τους η αγάπη του Θεού) μεταβάλλοντας το «ψεκτό» ( = θανάσιμο, φθοροποιό) πάθος της σαρκικής επιθυμίας σε κατά χάριν αδιάβλητο και έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ακατάκριτη προσέλευσι του ζεύγους στη Θ. Κοινωνία.



Βεβαίως, το μυστήριο του γάμου είναι προαιρετικό, διότι δεν είναι απαραίτητο για τη σωτηρία του ανθρώπου, όταν ο άνθρωπος επιλέξη να ακολουθήση την αγαμία. Είναι όμωςυποχρεωτικό, για οποίον επιθυμεί να έχη σαρκικές σχέσεις και να κοινωνή. Σαρκικές σχέσεις και Θ. Κοινωνία χωρίς τον εκκλησιαστικό γάμο είναι αδιανόητες. Είναι φωτιά! Είναι «κρίμα»και «κατάκριμα».
           


 Ο κ. Γιανναράς ειρωνεύεται τον ελλαδικό κλήρο, που ακολουθεί την Εκκλησία του και όχι τον ίδιο. Αλλά και ο ελλαδικός και σύμπας ο Ορθόδοξος κλήρος ειρωνεύεται την ειρωνεία του κ. Γιανναρά και καταγελά την άγνοια του καθηγητού, που συγχέειτα «αδιάβλητα» με τα «ψεκτά» πάθη. Ο κ. Γ. συσχετίζει «όσους γευματίζουν και δειπνούν εκτός του μυστηρίου της Ευχαριστίας και ικανοποιούν τη φυσική ανάγκη της τροφής» με εκείνους που έχουν σαρκικές σχέσεις χωρίς Εκκλησιαστικό γάμο αλλά με πολιτικό. Δηλαδή με κείνους που πορνεύουν. Όμως, όπως είδαμε, άλλο είναι το «φυσικό και αδιάβλητο πάθος» της πείνας, το οποίο προσέλαβε και ενήργησε κατά την ενανθρώπησί του ο Χριστός και άλλο το «ψεκτό πάθος» της σαρκικής επιθυμίας και πράξεως, το οποίο δεν προσέλαβε κατά την ενανθρώπησί Του ο Χριστός και γι' αυτό ούτε το ενήργησε. Και συνεπώς, άλλο πράγμα είναι να τρως ένα φαγητό, για να κατασιγάσης την πείνα σου, που είναι φυσική και αδήριτη ανάγκη και άλλο να πορνεύης ισχυριζόμενος ότι οι σαρκικές σχέσεις είναι... φυσική ανάγκη. Για το φαγητό η Εκκλησία δεν τελεί ειδικό μυστήριο αλλά μόνο προσευχή, ώστε οι άνθρωποι να μην λησμονούν την εγκράτεια και εκτραπούν σε γαστριμαργικές καταχρήσεις. Ενώ για τις σαρκικές σχέσεις τελείται ειδικό μυστήριο, το μυστήριο του γάμου, ώστε αυτές να χάσουν την φθοροποιό και βλαπτική ενέργειά τους και να μη εμποδίζουν να αναπτυχθή στο ζεύγος η τελεία αγάπη.
  


Την αλήθεια αυτή επιβεβαιώνει και ο Μέγας Βασίλειος στον Κ ' Κανόνα του, καταρρίπτοντας συγχρόνως και τον ισχυρισμό των μνημονευθέντων νεωτεριστών ότι τάχα δεν είναι πορνεία οι προγαμιαίες σχέσεις, όταν μεταξύ του ζεύγους υπάρχη αγάπη.



 Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Η πορνεία γάμος ουκ έστιν, άλλ' ουδέ γάμου αρχή. Ώστε, εάν η δυνατόν τους κατά πορνείαν συναπτομένους χωρίζεσθαι, τούτο κράτιστον, αν δε στέργωσιν εκ παντός τρόπου το συνοικέσιον, το μεν της πορνείας επιτίμιον γνωριζέτωσαν, αφιέσθωσαν δε, ίνα μη χείρόν τι γένηται». Υπάρχει άραγε σαφέστερη διακήρυξι της Εκκλησίας μας κατά των προγαμιαίων σχέσεων από αυτήν του Μ. Βασιλείου;
           


 Αλήθεια! Πόσα μας διδάσκει σε τόσο λίγες φράσεις! Πρώτον, ότι οι προγαμιαίες σχέσεις είναι πορνεία. Δεύτερον, ότι η πορνεία είναι δηλητήριο και γι' αυτό δεν πρέπει να προχωρούν σε γάμο, όσοι, πριν από το μυστήριο, ολοκλήρωσαν τις σαρκικές σχέσεις. Τρίτον, ότι μόνο κατ' οικονομίαν επιτρέπεται ο γάμος μεταξύ δύο, που έχουν προγαμιαίες σχέσεις, δηλαδή αν αυτοί έχουν τόσο σφοδρό έρωτα μεταξύ τους οπότε, αν χωρισθούν και συνάψουν γάμο με άλλα πρόσωπα, υπάρχει κίνδυνος να συναντώνται κρυφά μεταξύ τους και έτσι να υποπίπτουν στη μοιχεία ή να «φονεύσωσι τον εαυτόν τους, τον υπερβολικόν έρωτα και τον χωρισμόν μη υποφέροντες», όπως επεξηγεί ο Αγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Και τέταρτον, ότι και αν ακόμη τους επιτραπή να ενωθούν με εκκλησιαστικό γάμο, να λάβουν και το επιτίμιο που προβλέπεται για τους πορνεύσαντας!



Οι λόγοι για τους οποίους η Εκκλησία είναι κατηγορηματική εναντίον των προγαμιαίων σχέσεων, είναι πάμπολλοι. Έχει αναφερθή σ' αυτούς εκτενώς ο μακαριστός π. Επιφάνιος. Εμείς τονίσαμε τις κακές υπαρξιακές επιπτώσεις των προγαμιαίων σχέσεων, που απορρέουν από την παραχάραξί του Χριστολογικού δόγματος. Διότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι, ότι με την παραχάραξι της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού δεν επιτυγχάνεται η Θεία Κοινωνία του ανθρώπου και γι' αυτό μένει απραγματοποίητος πόθος η αγαπητική ένωσι των ζευγαριών.
             


Οι σαρκικές σχέσεις ενός ζευγαριού έξω από το μυστήριο του γάμου εμπνέονται μόνο από ένα σαρκικό συναίσθημα, από το οποίο απουσιάζει η ευλογία του Θεού, εφ' όσον ο Ίδιος ο Χριστός και η Εκκλησία Του ώρισε τον ακριβή τρόπο μεταδόσεως αυτής της ευλογίας. Η απουσία της ευλογίας του Θεού συσκοτίζει το νου του ανθρώπου, ο οποίος έχοντας ανευλόγητες σαρκικές σχέσεις αδυνατεί να γνωρίση ως άνθρωπο και εις βάθος τον ερωτικό του σύντροφο. Γνωρίζει μόνο τη σάρκα, τα δε λοιπά του ανθρώπου τα φαντάζεται μέσα στην αχλύ του ανευλόγητου ερωτικού πάθους. Έτσι εξηγείται το πως πάμπολλα «τρελλά ερωτευμένα» ζευγάρια κατά τη διάρκεια των προγαμιαίων σχέσεων, καταλήγουν μέσα στο γάμο να συνειδητοποιήσουν ότι παντρεύτηκαν κάποιον άγνωστο: Έτσι εξηγείται και το γιατί προτρέπει ο Μ. Βασίλειος να χωρίζονται, όσα ζευγάρια έκαμαν αρχή όχι από το μυστήριο άλλ' από την πορνεία. Γιατί η κακή αρχή που έκαμαν, τους εστέρησε τη διαύγεια των κριτηρίων επιλογής και συνεπώς δεν εξασφαλίζονται εγγυήσεις για το μέλλον.
             


Αυτά, βεβαίως, απευθύνονται στους πιστούς, που έχουν συνειδητοποιήσει τις οντολογικές συνέπειες της αμαρτίας, τη φθορά, τη σήψη, τον πνευματικό θάνατο. Στους λοιπούς, που χαμογελούν ειρωνικά οικτείροντες τον ελλαδικό κλήρο για την προσήλωσί του στις οδηγίες του Χριστού και της Εκκλησίας Του, χαμογελούμε για το χαμόγελό τους αλλά και αδελφικά τους υπενθυμίζουμε: «Φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος»!

Πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος» στις 30-1-1998 με τίτλο  «ΠΡΟΓΑΜΙΑΙΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΔΙΑΒΛΗΤΑ ΠΑΘΗ»

Κυριακή, Ιουνίου 02, 2013

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΚΛΕΙΔΙ» ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ ( π. Βασίλειος Βολουδάκης)

Ἡ λογική μας, ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημονική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία!
 Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ «ΚΛΕΙΔΙ»
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΤΙΣΕΩΣ

Ἀκοῦμε πολύ συχνά ὅτι ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δέν ἀποδεικνύεται μέ τήν λογική, οὔτε κατανοεῖται, ἀλλά γίνεται ἀποδεκτή μέ τήν Πίστη καί τήν καρδιά καί ὅτι ἐκεῖνο πού ἀπόλυτα κατανοεῖται καί ἀποδεικνύεται λέγεται ἐπιστήμη. Αὐτό τό ἰσχυρίζονται, δυστυχῶς, καί πιστοί ἀλλά πρόκειται γιά πολύ μεγάλο ψέμα, δεδομένου ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός τό ἀρνεῖται, ἀφοῦ μᾶς ἔχει προτρέψει γιά τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Μᾶς παραγ­γέλει νά τόν ἀγαποῦμε ὄχι μόνο μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἀλλά καί μέ ὅλη τήν διάνοιά μας! Nά Τόν ἀγαποῦμε βαθειά, μέ ἐπίγνωση. Αὐτό σημαίνει νά Τόν ἀγαποῦμε μέ τήν καρδιά μας ἀλλά μέ καρδιά πού εἶναι ἕδρα τοῦ νοός μας καί ὄχι τοῦ ἀνυπόστατου συναισθήματος.
Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Μόνος πού ἀναπαύει καί χορταίνει τήν λογική καί τήν διάνοιά μας στόν ὑπέρτατο βαθμό καί μᾶς καλεῖ νά Τόν γνω­ρί­σου­με καί νά Τόν πιστέψουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη ἀποκα­λύψει καί ἀπο­δεί­ξει τά πάντα «πολυμερῶς καί πολυτρόπως», ἰδιαι­τέ­ρως δέ ὅσα ἀφοροῦν ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, δηλαδή, τά ὅσα ἔχει πράξει ἀλλά καί ὅλα ἐκεῖνα πού πρόκειται νά πράξη γιά μᾶς.
Οἱ Πράξεις τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἐνέργειές Του στόν κόσμο μας δέν εἶναι μόνο κατανοητά ἀλλά εἶναι καί ἱστορικά γεγονότα, ἀναντίρ­ρητα καί ἀναμφισβήτητα. Ὁ Χριστός καί Θεός μας δέν δίδαξε οὔτε ὑποσχέθηκε τίποτα χωρίς προηγουμένως νά μᾶς τό ἀποδείξη καί νά μᾶς τό ἐπιβε­βαι­ώση στήν πράξη.
Ὅσοι, συνεπῶς, ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ Πίστη στόν Θεό δέν στηρί­ζεται στήν λογική πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι μιλοῦν γιά τόν Θεό τῆς φαντασίας τους καί ὄχι γιά τόν Ἀληθινό Θεό μας. Ἔτσι, πιστεύοντες σέ ἕνα Θεό μόνο τοῦ καρδιακοῦ συναισθήματος καί ὄχι τῆς καρδιακῆς λογικῆς, ἔχουν τήν εὐχέρεια νά Τόν τροποποιοῦν καί νά Τόν προσαρμόζουν στίς ἀντιλήψεις καί στίς διαστροφές κάθε ἐποχῆς, χωρίς νά δεσμεύονται καί νά ὑπο­χρε­ώ­νον­ται νά ὑπακούουν στίς ὁδηγίες Του.
Γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν νοιώθουν τήν καρδιά τους ὡς ἕδρα τοῦ νοός τους ἀλλά λειτουργοῦν τό συναίσθημά τους ξε­χω­ριστά ἀπό τήν ὑπόλοιπη ὕπαρξή τους σάν τό μοναδικό γι’ αὐτούς γνωστικό ὄργανο, Θεός καί θεϊκές Του ὁδηγίες εἶναι μόνο ἐκεῖνα πού ταιριάζουν, συμβι­βά­ζον­ται, ἐγκρίνονται καί γίνονται ἀποδεκτά ἀπό τό ἀνερμάτιστο καί ἄστατο συναίσθημά τους.
Τέτοιοι ἄνθρωποι, πού νοιώθουν τήν Πίστη μόνο συναισθημα­τικά, ὑπάρχουν πολλοί στίς μέρες μας καί γι’ αὐτό, ἀκόμη καί μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων ἔχουν δημιουργηθεῖ χάσματα δοξασιῶν, ἀντιλήψεων, πεποι­θήσεων καί πρακτικῶν. Ἀπό αὐτήν τήν αἰτία ἔχει διαμορφωθεῖ ἕνα Προ­τε­σταντικό πορτρέτο τῆς σύγχρονης Ὀρθοδο­ξίας, ὅπου δεσπόζει ἡ Πιραντελλική ἔκφραση «ἔτσι εἶναι, ἄν ἔτσι νομίζετε!».
Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι εἴμαστε Ὀρθόδο­ξοι, ἐνῶ δέν φροντίζουμε νά θεμελιώσουμε τήν Πίστη μας «ἐπί τήν πέτραν» τῆς ἐπιγνώσεως, ἀλλά τήν στηρίζουμε μόνο «ἐπί τήν ἄμμον» τῶν συναισθη­μάτων μας; Ὁ Χριστός «θέλει πάντας σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνω­σιν ἀληθείας ἐλθεῖν» καί αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μόνο μέ τήν ἐγκάρδια ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά, κυρίως, μέ τήν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ μετα­ποί­ηση τοῦ ἀνθρωπίνου νοός σέ «νοῦν Χριστοῦ».
Βεβαίως, ὅπως ἤδη ἔγινε σαφές, ὅταν ὁμιλοῦμε γιά λογική, δέν ἐννοοῦμε τήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη, τοῦ Κάντ ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου σοφοῦ ἤ φιλοσόφου. Ἐννοοῦμε τήν λογική πού προέρχεται καί φωτίζεται ἀπό τόν Θεόν Λόγον καί γι’ αὐτό δέν εἶναι ἀποσπασματική, μονόπλευρη καί περιορισμένη, ἀλλά λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της ὅλα τά πραγματικά, ὑπαρκτά καί ἱστορικά στοιχεῖα, τά συνθέτει, τά συσχετίζει καί τά συνδυάζει, ὥστε τό συμπέρασμα νά εἶναι πραγματικό καί ἀληθινό καί ὄχι συμπέρασμα ἀλληλοσυγ­κρου­όμενο, παθολογικό, ἰδεοληπτικό, σκό­πιμο ἤ πανοῦργο.
Δυστυχῶς, κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι –καί δέν εἶναι λίγοι– ἐπηρε­ασμένοι ἀπό τό ἐκκοσμικευμένο Παπικό καί Προτεσταντικό περιβάλλον, ἔχουν προσχωρήσει στήν λογική τοῦ Ἀριστοτέλη (τόν ὁποῖον ἔχουν στήν πράξη ἀνακηρύξει «τρίτον καί δέκατον τῶν Ἀποστόλων», ὅπως χαρακτη­ριστικά ἐκφράζεται ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τούς ὁμοίους τους τῆς ἐποχῆς του), στήν συναισθηματική λογική καί στήν λογική τῆς σκοπιμότητος τῶν κατ’ εὐφημισμόν ἀποκαλουμένων ἐπιστη­μόνων.
Ἔτσι, οἱ θεολόγοι αὐτοί, σκεπτόμενοι μέ τήν περιορισμένη καί κακοποιημένη λογική τοῦ κόσμου, θεώρησαν ὅτι ἡ Θεολογία ἀσχολεῖται μόνο μέ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι μέ ὁλόκληρη τήν Κτίση. Λησμόνησαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας διατηρεῖ ἀδιάσπαστη τή σχέση κάθε ψυχῆς μέ τήν Κτίση καί τόν Θεό, γιατί ὅλα αὐτά δέν χωρίζονται, καί, χωρίς νά τό καταλάβουν, ἀπέκτησαν τήν Προ­τεσταντική ἀντίληψη γιά τόν Θεό καί τήν Κτίση, ὅπου ἡ ἁρμο­διότητα τοῦ Θεοῦ περιορίσθηκε μόνο σέ μιά σφαῖρα μύ­θου καί παραμυθιοῦ, ὅπου ὁ καθένας κάνει ὅ,τι νομίζει, στόν χῶρο δέ τοῦ ἐπιστητοῦ ἀνέλαβε ἡ Ἐπιστήμη νά ἀποφαίνεται μέ χει­ρο­­πιαστές –ὅπως ἰσχυρίζεται– ἀποδείξεις. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Θεός μας, πού «ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται» δέν εἶναι μόνο «ἡ ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», ἀλλά εἶναι καί «Πρωτότοκος τῆς Κτίσεως καί Δημι­ουργός πάντων τῶν γεγονότων», βρίσκεται συνεχῶς μπροστά στούς ἐπιστήμονες καί τούς ὑπενθυμίζει πόσο ἀνίσχυρη καί ἀναποτελε­σματική εἶναι ἡ “ἐπιστημονική” τους μέθοδος, ἐπε­νό­ησαν στήν ἐποχή μας τή σύ­ζευ­ξη ἐπιστημονικῶν δεδομένων μέ φανταστικές θεωρίες –πού ὑπο­κα­θι­στοῦν τήν Ἀλήθεια– ὥστε νά ἐκδιωχθῆ, ἐπί τέλους(!), ὁ Θεός ἐντελῶς ἀπό τούς ἀνθρώπους!
Μέσα σ’ αὐτήν τήν πνευματική αὐτοαιχμαλωσία τους οἱ θεο­­λό­γοι μας δέν δυσκολεύθηκαν νά υἱοθετήσουν ἀπόλυτα τήν πε­ρί Δημιουργίας τοῦ Σύμπαντος φαντασιόπληκτη θεωρία τῆς «Μεγά­λης Ἐκρήξεως» (Big Bang theory), ὅπως, ἐπίσης, καί τό μύθευμα «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», χωρίς νά διστάσουν νά ὑποβιβάσουν τήν Παλαιά Διαθήκη ἀπό Θεόπνευ­στο Ἱστορικό βιβλίο, σέ βιβλίο ἀλληγορικό, φιλοσοφικό, συναι­σθη­ματικό καί μεταβαλλόμενο! Δέν ἀνησυχοῦν γιά τά ἀλλεπάλ­ληλα λογικά σφάλμα­τα τῶν θεωριῶν τους, πού στρέφονται ἐναντίον αὐτῶν τῶν ἰδίων πού τίς διατυπώνουν. Τούς ἀρκεῖ ὅτι ἔτσι κατά­φέρνουν –κατά τήν γνώμη τους– νά ἀποτινάξουν τήν μειονεξία πού τούς δημιουργεῖ ἡ κομπλεξική πεποίθησή τους ὅτι ἡ Θεολογία εἶναι κατώ­τερη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες ἐπιστῆμες!
Ὅμως, μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἀποτινάσσεται οὔτε ἐξαλεί­φεται ἡ μειονεξία. Ἁπλῶς παραμένει καί τούς συσκοτίζει ἀκόμη πιό πολύ. Ἔτσι, δέν μποροῦν νά καταλάβουν ὅτι ἡ Θεολογία δέν εἶναι “παρακατιανή” ἀλλά εἶναι τό κλειδί καί ἡ πυξίδα γιά τήν ἀληθινή γνώση τῆς Κτίσεως καί ὄχι οἱ λεγόμενες ἐπιστῆμες, πού, ὅπως οἱ ἴδιες κατά καιρούς παρα­δέχονται (ὅταν ἀναγκάζονται νά ὁμολογήσουν λανθασμένες θεωρίες, ἐκτιμήσεις καί πρακτικές τοῦ παρελθόντος τους), περισσότερο εἰκάζουν καί ὑποθέτουν, παρά ἐπίστανται(=γνωρίζουν καλά).
Τά πράγματα εἶναι ἁπλᾶ καί αὐτονόητα. Ἀφοῦ ὁ Δημιουργός τοῦ Παντός εἶναι ὁ Θεός καί ὁ Θεός παρέδωσε «τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς» στήν Ἐκκλησία Του, καί τό πλήρωμα αὐτό τῆς Θεότητος εἶναι ὁ Χριστός μας, ὁ Ὁποῖος εἶναι καί ἡ «Ἀνακεφαλαίωσις ὅλης τῆς Κτίσεως», εἶναι εὐνόητο ὅτι καί ἡ Ἀλήθεια τῆς Κτίσεως καί ἡ γνώση τῆς φύσεως τῶν ὄντων ἔχει ἀποταμιευθεῖ στήν Ἐκκλησία καί ὄχι στά ἐπιστη­μονικά ἐργαστήρια.
Πῶς ὁ Μέγας Βασίλειος «τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσεν»; Πῶς, ὄχι μόνο ἐγνώρισε ἀλλά καί «ἐτράνωσεν» αὐτό πού οἱ ἐπι­στήμονες τῆς ἐποχῆς του ἀγνοῦσαν, ἄν δέν εἶχε ἀντλήσει ἀπό τό Ταμεῖον Γνώσεως τῆς Ἐκκλησίας; Ἄν οἱ ἐπιστήμονες, φερ’ εἰπεῖν, εἶχαν διαβάσει τήν Παλαιά Διαθήκη καί τήν ἑρμηνεία τῆς «Ἑξαημέρου» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου δέν θά περίμεναν μέχρι τό ...1911 γιά νά διαπιστώσουν ὅτι ὑπάρχει φῶς πού δέν προέρχεται ἀπό τόν ἥλιο καί τά ἡλιακά συστήματα!
Αὐτό πού ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες τόν 20ον αἰῶνα(!) ἔχει γραφεῖ στό βιβλίο τῆςΓενέσεως πρίν ἀπό 3.000 καί πλέον χρόνια! Ἔχει γραφεῖ σαφῶς ὅτι τήν πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» καί, τήν Τετάρτη ἡμέρα, «εἶπεν ὁ Θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαύσιν ἐπί τῆς γῆς, τοῦ διαχωρίζειν ἀνά μέ­σον τῆς ἡμέρας καί ἀνά μέσον τῆς νυκτός…Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τούς δύο φωστῆρας τούς μεγάλους…», οἱ ὁποῖοι τροφοδοτοῦνται συνεχῶς ἀπό τό προϋπάρξαν ἀπό αὐτούς Φῶς, γιά νά μήν ἐξαντλοῦνται!
Ἡ μυωπία, ὅμως, τῶν ἐπιστημόνων συνεχίζεται, γιατί ἡ ἀλα­ζονεία τους τούς ὁδηγεῖ νά θέλουν, ἄν ἦταν δυνατόν, νά ξα­να­δημιουργήσουν ἀπό τήν ἀρχή τά πάντα μέ τή δική τους ἐπιστημοσύνη καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό, παρά τό ὅτι μετά τήν “ψηλάφησή τους” βεβαιώθηκαν ὅτι ὄντως ὑπάρχει ἄλλο φῶς ἐκτός τῶν ἡλιακῶν συστημάτων, συνεχίζουν νά παραπλανῶνται, νομίζοντες ὅτι τό φῶς αὐτό εἶναι ...κατάλοιπο τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!
Δέν ταπεινώνονται στόν Δημιουργό μας, παρ’ ὅτι διαπιστώ­νουν συνεχῶς ὅτι ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ λόγου τῆς Ἁγίας Γραφῆς Τοῦ τούς καθυστέρησε χιλιετίες ἀπό τή γνώση τοῦ Σύμπαντος καί συνεχῶς τούς καθυστερεῖ, στερώντας τούς τήν ἐπιστημονική Ἀλήθεια. Μόλις τό ...1970 ἀνακάλυψαν οἱ ἐπιστήμονες αὐτό πού ὁ Θεός ἔχει ἀποκαλύψει σέ μᾶς τούς ἀνθρώπους ἀπό τό 1800 π.X. μέ τό στόμα τοῦ Μωϋσῆ! Ἀνακάλυψαν ὅτι τό Σύμπαν …ἔχει ἀρχή, δημιουργήθηκε καί κάποτε θά πάψη νά ὑπάρχη(!), ἐνῶ θεωρεῖται πιά παληά ἰδέα (σύμφωνα μέ τή διατύπωση τοῦ διάσημου Stephen Hawking) ὅτι τό Σύμπαν ὑπῆρχε καί θά παραμένη γιά πάντα ἀμε­τάβλητο!
Νά ἐπαναλάβουμε, ὅμως, ὅτι καί ἡ γνώση αὐτή, πού τόσο καθυστε­ρημένα ἀπέκτησαν οἱ ἐπιστήμονες (ψηλαφῶντες στό σκοτάδι τῆς ἀγνω­σί­ας ­γιατί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Θεός πρέπει νά γίνη καί δικός τους Διδάσκα­λος­), εἶναι ἀναμεμειγμένη μέ φαντασίες καί εἰκασίες, κυρίως δέ, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μύθου τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως»!
Εἶναι ὁ θεολογικός κομπλεξισμός ἀλλά καί ἡ ἀπομάκρυνση κάποιων θεολόγων τῶν ἡμερῶν μας ἀπό τό ἦθος καί τήν πνευμα­τική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας πού τούς διαμόρφωσε τήν σκέ­ψη ὅπως τοῦ Λουθήρου καί τῆς ἀτέλειωτης ἁλυσίδας τῶν “κοιλιοπνεύστων” θεολογούντων, μέ ἀπο­τέ­λεσμα νά διαβάζουμε κάθε τόσο στά συγγράματά τους ἤ νά ἀκοῦμε ἀπόψεις τους πού εἶναι γιά “νά τραβᾶς τά μαλλιά σου”! Πρόσφατα ἀκού­σαμε, μά­λι­στα, ὅτι καί οἱ ἄγγελοι δέν εἶναι …ὑπαρκτά δημιουργή­ματα τοῦ Θεοῦ(!) ἀλλά συμβολισμοί πνευματικῶν πραγματικο­τήτων, ὅπως οἱ συμβολισμοί τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς μυθολογίας καί φιλο­σοφίας! Τί κι’ ἄν ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι οἱ ἄγγελοι «εἰσί λειτουργικά πνεύ­ματα πρός διακονίαν ἀπο­στελ­λόμενα»; Τί κι’ ἄν ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή –Πα­λαιά καί Καινή Διαθήκη– βρίθουν ἱστορικῶν γεγονότων, στά ὁποῖα πρωταγωνίσθησαν ἄγγελοι; Τί κι’ ἄν ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτό­κου ἔγινε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ γνωστοποιήθηκε ἀπό ἀγγέλους; Ὅλα αὐτά ἀφήνουν ἀδιάφορο τό τεταραγμένο πνεῦμα τῶν συγχρόνων διανοητῶν, πού δέν δηλώνουν τοὐλάχιστον ἄθεοι καί νά “ἀφήσουν ἥσυχη” τήν θεολογία!
Εἶναι πιά πασιφανές ὅτι στήν ἐποχή μας ὁ διάβολος ἔχει κατορ­θώσει νά πλήξη καίρια τήν λογική τῶν περισσοτέρων ἀνθρώ­πων. Ἐξ ἄλλου, αὐτή εἶναι ἡ βασική τακτική του. Εἶναι «ὁ φθορεύς τῶν φρενῶν». Μέσω αὐτῆς τῆς φθορᾶς ὑπαγορεύει τά ψεύδη του καί τίς διαστροφές του. Χωρίς τήν φθορά τῶν φρενῶν, κανείς ἄνθρωπος δέν θά πίστευε τούς ψιθυρισμούς του, γιατί αὐτά πού ὑπαγορεύει εἶναι ψεύτικα καί ἀνυπόστατα. Γι’ αὐτό δέν πλήττει τίς δοξασίες καί τά πιστεύματα τῶν ἀνθρώπων ἀλλά τήν λογική τους, γιατί ἄν ἔπληττε τίς δοξασίες θά μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέ τήν λογική τους νά ἀντιτάξουν ἐπιχειρήματα καί νά ὑπερασπισθοῦν τήν Πίστη τους. Πλήττοντας τήν λογική τῶν ἀν­θρώπων ὁ διάβολος κατορθώνει νά τούς κοιμίση ὅτι βαδίζουν σωστά, ἀκολουθῶντας τήν Ὀρθοδοξία, γνωρίζει, ὅμως, πολύ καλά ὅτι μέ προβλη­ματική λογική ἡ ἐπακολούθηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξελίσσεται σέ μιά τρα­γε­λαφική καί ἐπικίνδυνη ὑπόθεση. Ἔτσι βγαίνει διπλᾶ κερδι­σμένος, γιατί, ἀφ’ ἑνός μέν ἔχει ἀχρηστεύσει τό ὄργανο μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος φθάνει στήν ἐπίγνωση τῆς Ἀληθείας, καί, ἀφ’ ἑτέρου, γιατί οἱ ἴδιοι οἱ Ὀρθόδοξοι ἀλλοιώνουν τήν Πίστη τους παρασυρόμενοι ἀπό τά ὑποκινούμενα ἀπ’ αὐτόν “τερτίπια” τοῦ μυαλοῦ τους.
Τό λυπηρό εἶναι ὅτι ἡ φθορά τῆς λογικῆς ἔχει δημιουργήσει ἤδη μιά ἐπιστημονικοφανῆ θεωρία καί πλούσια βιβλιογραφία μέ παγκόσμια διάδοση καί ἀποδοχή, λόγω τῶν πολλῶν χρημάτων καί τῶν Μέσων Ἐνημερώσεως τοῦ «ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου», ὁ ὁποῖος παρ’ ὅτι «ἐβλήθη ἔξω» ἀπό τόν Χριστό, εἰσῆλθε πάλι μέ τίς ψήφους τῶν ἀνθρώ­πων καί κυβερνάει τόν κόσμο.
Ἡ νέα αὐτή ἐπιστημονικοφανής Βαβέλ ἔχει παρασύρει καί νουνεχεῖς πνευματικούς καί πιστούς ἀνθρώπους στό νά ὑποστηρίζουν στά συγγρά­ματά τους ὅτι ἡ θεωρία τῆς «Μεγάλης Ἐκρή­ξεως» δέν προς­κρούει στήν Ἁγία Γραφή! Νά προστεθῆ δέ ὅτι ὅσοι ὑποστηρίζουν τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ὑποστηρίζουν ὑπο­χρεωτικά καί τήν «Θεωρία τῆς Ἐξελίξεως», ἀπό τήν ὁποία κά­ποιοι Ὀρθόδοξοι ἐπιχειροῦν νά ἀποστασιο­ποιηθοῦν, χωρίς, ὅ­μως, νά μποροῦν νά γεφυρώσουν ἐπιστη­μο­νικά τό χάσμα ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», πού ὑποστηρίζουν, μέχρι τό βιβλίο τῆς «Γενέ­σεως».
Ἀλήθεια, δέν θά ἀσεβήσουν κατά τῆς συνομιλίας τοῦ Θεοῦ μέ τόν Ἰώβ γιά τή Δημιουργία τοῦ Κόσμου ἄν τήν ἐκλάβουν ὡς ἀλληγορική; Καί ἄν δέν τήν χαρακτηρίσουν ἀλληγορική ἀλλά ἱστορική, ὅπως καί εἶναι, πῶς θά ταιριάξη μέ τίς τἄχα ἐπιστημονικές θεωρίες πού ἀκολουθοῦν σάν τήν “τελευταία λέξη τῆς ἐπιστήμης”; Ἄν, πάλι, δέν θεωρήσουν τή συνο­μιλία αὐτή ἱστορικό γεγονός, δέν θά χωρισθοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία μας πού τήν ἔχει καταγράψει καί τήν προβάλλει ὡς ἀποδεικτικό τῆς Δη­μι­ουρ­γίας, καί, μάλιστα, κατά τήν ἐπίσημη ἡμέρα τῆς Μ. Παρασκευῆς;
Κάποιοι, βεβαίως, μπορεῖ νά ἀρνοῦνται ἀκόμη καί τό ὅτι ὁ Θεός μιλάει στούς ἀνθρώπους καί νά τό ἐννοοῦν ἀλληγορι­κά, ἐμεῖς, ὅμως, δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε αὐτό πού γνωρί­σαμε στήν Ἐκκλησία, γιατί εἴ­χαμε πνευματικό τόν π. Σίμωνα, πού τοῦ μιλοῦσε ὁ Θεός!
Ἄς ἀναμετρηθοῦν, λοιπόν, οἱ ἐπιστήμονες αὐτοί μέ τήν Ὄντως Σοφία γιά νά διαπιστώσουν τό χάσμα πού χωρίζει τόν Θεό μας ἀπό τούς λογισμούς τῶν θνητῶν καί ἄς μᾶς ἐξηγήσουν ποῦ χωροῦν καί πῶς συνδυάζονται οἱ καινοφανεῖς θεωρίες πού δέχονται ὡς ἐπιστήμη, μέ τήν ἐξιστόρηση τοῦ Θεοῦ στόν Ἰώβ:
«ζῶσαι ὥσπερ ἀνὴρ τὴν ὀσφήν σου, ἐρωτήσω δέ σε, σὺ δέ μοι ἀποκρίθητι. 4 ποῦ ἦς ἐν τῷ θεμελιοῦν με τήν γῆν; ἀπάγγειλον δέ μοι εἰ ἐπίστῃ σύνεσιν. 5 τίς ἔθετο τὰ μέτρα αὐτῆς, εἰ οἶδας; ἢ τίς ὁ ἐπαγαγὼν σπαρτίον ἐπ᾿ αὐτῆς; 6 ἐπὶ τίνος οἱ κρίκοι αὐτῆς πεπήγασι; τίς δέ ἐστιν ὁ βαλὼν λίθον γωνιαῖον ἐπ᾿ αὐτῆς; 7 ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου. 8 ἔφραξα δὲ θάλασσαν πύλαις, ὅτε ἐμαιοῦτο ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῆς ἐκπορευομένη. 9 ἐθέμην δὲ αὐτῇ νέφος ἀμφίασιν, ὁμίχλῃ δὲ αὐτὴν ἐσπαργάνωσα. 10 ἐθέμην δὲ αὐτῇ ὅρια, περιθεὶς κλεῖθρα καὶ πύλας.11 εἶπα δὲ αὐτῇ· μέχρι τούτου ἐλεύσῃ καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ, ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῇ συντριβήσεταί σου τὰ κύματα. 12 ἦ ἐπὶ σοῦ συντέταχα φέγγος πρωϊνόν; ἑωσφόρος δὲ εἶδε τὴν ἑαυτοῦ τάξιν 13 ἐπιλαβέσθαι πτερύγων γῆς, ἐκτινάξαι ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς; 14 ἦ σὺ λαβὼν γῆν πηλὸν ἔπλασας ζῷον καὶ λαλητὸν αὐτὸν ἔθου ἐπί γῆς; 15 ἀφεῖλες δὲ ἀπὸ ἀσεβῶν τὸ φῶς, βραχίονα δὲ ὑπερηφάνων συνέτριψας; 16 ἦλθες δὲ ἐπὶ πηγὴν θαλάσσης, ἐν δὲ ἴχνεσιν ἀβύσσου περιεπάτησας; 17 ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροὶ δὲ ᾅδου ἰδόντες σε ἔπτηξαν; 18 νενουθέτησαι δὲ τὸ εὖρος τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν; ἀνάγγειλον δή μοι, πόση τίς ἐστι; 19 ἐν ποίᾳ δὲ γῇ αὐλίζεται τὸ φῶς; σκότους δὲ ποῖος ὁ τόπος; 20 εἰ ἀγάγοις με εἰς ὅρια αὐτῶν; εἰ δὲ καὶ ἐπίστασαι τρίβους αὐτῶν; 21οἶδας ἄρα ὅτι τότε γεγέννησαι, ἀριθμὸς δὲ ἐτῶν σου πολύς; 22 ἦλθες δὲ ἐπὶ θησαυροὺς χιόνος, θησαυροὺς δὲ χαλάζης ἑώρακας; …….. 24 πόθεν δὲ ἐκπορεύεται πάχνη ἢ διασκεδάννυται νότος εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανόν…. 28 τίς ἐστιν ὑετοῦ πατήρ; τίς δέ ἐστιν ὁ τετοκὼς βώλους δρόσου, 29 ἐκ γαστρὸς δέ τίνος ἐκπορεύεται ὁ κρύσταλλος; πάχνην δὲ ἐν οὐρανῷ τίς τέτοκεν;» (κεφ.38).
Δέν μᾶς ἐξηγοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπιλεκτικοί, πού παρακάμπτουν τεχνηέντως τό βιβλίο τοῦ ΙΩΒ, τό πῶς ἔγινε ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Ἀπό ἄκτιστη ἤ ἀπό κτιστή ἐνέργεια; Ἐάν ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό ἄκτιστη ἐνέργεια, πῶς κατεγράφη, πῶς προσεγγίζεται μέ κτιστά μέσα καί πῶς εἶναι δυνατόν ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια νά ἀναπαραχθῆ σέ κτιστά ἐργαστήρια μέ κτιστά μέσα, ὅπως ἐπιχειρεῖται τά τελευταῖα χρόνια;
Ἐάν κατά τούς Πιστούς ἐπιστήμονες ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη» ἔγινε ἀπό κτιστή ἐνέργεια, ἔγινε ἀπό προϋπάρχουσα τῆς Δημιουργίας ἐνέργεια; Ἄρα ἔχουμε Δημιουργία πρό τῆς Δημιουργίας; Ἤ μήπως θεωρεῖται ἡ κτιστή αὐτή ἐνέργεια ὡς ἀΐδιος, ὅπως ἰσχυρίζετο πλῆθος αἱρετικῶν; Ἐάν δέν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη» ποιός ὁ σκοπός τῆς «Μεγάλης Ἔκρηξεως»;
Ἐάν προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», ποιά ἡ ἀξία καί ἡ Ἀλήθεια τοῦ βιβλίου τῆς «Γενέσεως», ἀφοῦ κατά τό βιβλίο αὐτό ἡ Δημιουργία ἔγινε σταδιακά καί σέ ὁρι­σμένα χρονικά διαστήματα ἡμερῶν καί ὄχι αὐτομάτως, ὅπως ὑπαγορεύει ἡ «Μεγάλη Ἔκρηξη»; Σέ ποιά φάση, ἀλήθεια, τῆς «Μεγάλης Ἐκρήξεως» ἔγινε αὐτό πού εἶπε ὁ Θεός στόν Ἰώβ: «ὅτε ἐγενήθησαν ἄστρα, ᾔνεσάν με φωνῇ μεγάλῃ πάντες ἄγγελοί μου»;
Ἐάν, πάλι, προῆλθε ἡ Δημιουργία ἀπό τήν «Μεγάλη Ἔκρηξη», προκειμένου νά συμφωνήση ὁ πιστός ἐπιστήμονας μέ τό βιβλίο τῆς «Γενέσεως» δέν θά πρέπη νά παραδεχθῆ ὅτι ἔγιναν ἀλλεπάλληλες ἐκρή­ξεις καί ὄχι μία ἔκρηξη; Ὑπάρχει, ὅμως, τέτοια ἐπιστημονική θεωρία; Ὄχι, βέβαια! Ἐπίσης, ποιά ἔκρηξη μπορεῖ νά δημιουργήση κάτι; Μέ ποιά ἐπιστημονικά ἐπιχειρήματα οἱ ἐπιστήμονες μποροῦν νά μᾶς ἀποδείξουν ὅτι οἱ ἐκρήξεις ἔχουν δυνατότητες νά ὑποστασιάζουν δημιουργήματα;
Καί κάτι τελευταῖο: Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλα «τά Μυστήρια κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ διεπράχθη». Τό ἦθος τοῦ Θεοῦ μας, ὅπως ἔχει ἐκδηλωθεῖ στήν ἱστορία τοῦ Κόσμου, ταιριάζει, ἄραγε, μέ τό ἦθος κάποιου πού δημιουργεῖ μέ ἐκρήξεις;
Αὐτά καί πολλά ἄλλα ἐρωτήματα μᾶς ὑπαγορεύει ἡ λογική μας, πού ἀρνεῖται νά τεθῆ ἐκτός λειτουργίας καί νά δεχθῆ ὡς τἄχα ἐπιστημο­νική ἀλήθεια τήν ἐπιστημονική φαντασία, μέ τίμημα, μάλιστα, τήν αὐθαίρετη παραχάραξη τῆς Ἁγιογραφικῆς –τῆς μόνης ὄντως ἐπιστημονικῆς– Ἀληθείας!
Δέν μᾶς φοβίζουν αὐτοί πού δηλώνουν ἄθεοι, γιατί, ἄν εἶναι καλοπροαίρετοι, θά βροῦν τό δρόμο. Μᾶς φοβίζουν οἱ Πιστοί, γιατί αὐτοί, μέ τούς ἀκροβατισμούς τους, κινδυνεύουν καί γίνονται καί ἐπικίνδυνοι!
Γι’ αὐτό ἐγκαινιάζουμε στό περιοδικό μας σειρά ἄρθρων πού θά καταπιασθοῦν μέ παρόμοια θέματα, στά ὁποῖα θά καταθέτουμε τίς σκέψεις μας καί θά εἴμαστε ἀνοικτοί καί πρόθυμοι σέ γόνιμο διάλογο Ἀληθείας.

                                           π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους 130-131

Ἰούνος - Ἰούλιος 2013

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...