Ο Ιερέας που άνοιξε το δρόμο της Ορθοδοξίας στην Αφρική
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
Ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος είναι ο πρώτος Έλληνας Ιεραπόστολος της Αφρικής. Ο μακαριστός π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε το 1903 από μια φτωχή κτηνοτροφική οικογένεια στο χωριό Βασιλίτσι Πυλίας Μεσσηνίας και υπήρξε το έβδομο παιδί της οικογένειας. Στα δέκα του χρόνια έχασε τον πατέρα του οπότε και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο (ήταν στην Τρίτη Δημοτικού) για να δουλέψει. Στα 15 του χρόνια, προκειμένου να ικανοποιήσει τη δίψα του για μελέτη και ησυχία φεύγει κρυφά από την οικογένειά του και εγκαθίσταται στο μοναστήρι της Κορώνης, το οποίο εγκαταλείπει σύντομα διότι, τον επισκέπτονταν συχνά οι δικοί του και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει στην οικογένειά του. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Καλαμάτα, στο γνωστό τότε μοναστήρι του Παναγουλάκη (ηγούμενος γνωστός για τις ακρότητες και τη σκληρή άσκηση, στις οποίες υπέβαλλε τον εαυτό του και τους μοναχούς) και μένει εκεί ως μοναχός πλέον (π. Χρυσόστομος). Οι υπερβολές του Παναγουλάκη και η σκληρή ζωή του ασκητηρίου τον κατέβαλαν και του άφησαν μόνιμο πρόβλημα υγείας. Μετά την απόλυσή του από το στρατό, χειροτονείται ιερέας (4η Μαΐου 1926) και διορίζεται ηγούμενος της Ιεράς Μονής Γαρδικίου Μεσσηνίας. Μαζί του πήρε και τη μητέρα του, την οποία έκειρε μοναχή.
Για χρόνια υπηρέτησε τα γύρω χωριά ως εφημέριος. Εδώ ο π. Χρυσόστομος βρήκε χρόνο να μελετήσει και να τελειώσει το δημοτικό ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Επίσης, ασχολείται και με την εκμάθηση της Γαλλικής γλώσσας. Μετά τη διάλυση της Μονής Γαρδικίου (λόγω έλλειψης προσωπικού), ο π. Χρυσόστομος μετατίθεται στο Μετόχι της Μονής Βουλκάνου Χρυσοκελλαριάς. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα και εγγράφεται ως αδελφός στην Ιερά Μονή Πετράκη, όπου και ασχολείται με την εξομολήγηση ανθρώπων όλων των ηλικιών και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός. Στα χρόνια της Κατοχής ο π. Χρυσόστομος βρέθηκε στην Έδεσσα, όπου και υπηρέτησε ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος και Πρωτοσύγγελος. Ακολούθησαν μεταθέσεις του στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου και κατάφερε να πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου. Στη συνέχεια εγκαθίσταται ξανά στη Μονή Πετράκη της Αθήνας και παίρνει την απόφαση να εγγραφεί στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας. Στα 55 του χρόνια (1958) καταφέρνει και παίρνει το πτυχίο που τόσο επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, είχε έρθει σε επαφή με κάποιους Αφρικανούς συμφοιτητές του και μάθαινε για την Αφρική. Με τις επαφές αυτές γεννήθηκε η ιδέα της ιεραποστολής στην Αφρική.
Για χρόνια υπηρέτησε τα γύρω χωριά ως εφημέριος. Εδώ ο π. Χρυσόστομος βρήκε χρόνο να μελετήσει και να τελειώσει το δημοτικό ως κατ’ οίκον διδαχθείς. Επίσης, ασχολείται και με την εκμάθηση της Γαλλικής γλώσσας. Μετά τη διάλυση της Μονής Γαρδικίου (λόγω έλλειψης προσωπικού), ο π. Χρυσόστομος μετατίθεται στο Μετόχι της Μονής Βουλκάνου Χρυσοκελλαριάς. Στη συνέχεια πηγαίνει στην Αθήνα και εγγράφεται ως αδελφός στην Ιερά Μονή Πετράκη, όπου και ασχολείται με την εξομολήγηση ανθρώπων όλων των ηλικιών και γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός. Στα χρόνια της Κατοχής ο π. Χρυσόστομος βρέθηκε στην Έδεσσα, όπου και υπηρέτησε ως Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος και Πρωτοσύγγελος. Ακολούθησαν μεταθέσεις του στην Κοζάνη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, όπου και κατάφερε να πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου. Στη συνέχεια εγκαθίσταται ξανά στη Μονή Πετράκη της Αθήνας και παίρνει την απόφαση να εγγραφεί στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας. Στα 55 του χρόνια (1958) καταφέρνει και παίρνει το πτυχίο που τόσο επιθυμούσε. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αθήνα, είχε έρθει σε επαφή με κάποιους Αφρικανούς συμφοιτητές του και μάθαινε για την Αφρική. Με τις επαφές αυτές γεννήθηκε η ιδέα της ιεραποστολής στην Αφρική.
Στα 57 του χρόνια ο «παππούς», όπως χαρακτηριστικά τον προσφωνούσαν, μεταβαίνει στην Αφρική, συνοδευόμενος από την ανιψιά του Όλγα Παπασαράντου, αδελφή του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου Αθηνών «Ο Άγιος Σάββας», με ιεραποστολικό σκοπό. Ο τότε αρχιεπίσκοπος αλλά και όλοι οι γνωστοί του τον αποθάρρυναν, προβάλλοντας ως δικαιολογίες το προχωρημένο της ηλικίας και την κατάσταση της υγείας του. Σε μία επίσκεψη του στους Αγίους Τόπους συνάντησε τον πατριάρχη Αλεξανδρείας. Σε λίγες μέρες βρέθηκε στην Ουγκάντα. Γράφει για τις πρώτες δυσκολίες που συνάντησε: «ούτε κατοικία, ούτε ναός, ούτε κλήρος. […] αι ολίγαι ελληνικαί οικογένειαι, μίλια μακρυά η μία από την άλλην. Οι μαύροι Ορθόδοξοι, ομοίως διεσπαρμένοι κατά δεκάδας και εκατοντάδας μιλίων εις τα 4 σημεία του ορίζοντος. Οι ιθαγενείς ιερείς αδαέστατοι και επτοημένοι…». Ανοίγεται λοιπόν σε μια ευρεία αλληλογραφία. Γράφει σε φίλους, συγγενείς, γνωστούς που μπορεί να βοηθήσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Έτσι, άρχισε σιγά σιγά να δέχεται βοήθεια από την Ελλάδα, την Ευρώπη, την Αμερική (επιταγές, δέματα με ρουχισμό, σκεύη κ.ά.). Γράφει: «στις 22 λήγοντος μηνός (Μαρτίου) 1961 ετελέσθησαν τα εγκαίνια του μικρού Ναού της Ιεραποστολής μας.[…] Λουγκάντα δεν έμαθα ακόμη, έχω μάθει όμως αρκετά «Σουαχίλι». Τα λέγω ανακατωτά με τα αγγλικά και συννενουούμαι σχεδόν καλά». Κατηχεί, διδάσκει, λειτουργεί. Πλήθος ιθαγενών βαπτίζεται. Ετοιμάζει και άλλους και τους οδηγεί στην ιερωσύνη.
Εξαπλώνει την Ιεραποστολή στις γειτονικές Κένυα και Τανζανία. Στο Ναϊρόμπι της Κένυα δημιουργεί άλλον ιεραποστολικό σταθμό: «το έργον προχωρεί, η Ορθοδοξία εξαπλούται». Μεταφράζει στη Σουαχίλι τη Θεία Λειτουργία και διάφορες προσευχές. Κάνει διαρκώς εκκλήσεις για βοήθεια μέσω αλληλογραφίας προς την Ελλάδα και προσκαλεί ανθρώπους να πάνε να βοηθήσουν το έργο του, χωρίς ανταπόκριση. Στη συνέχεια ξεκινά για το Κογκό, τη νεοπαγή Δημοκρατία του Ζαίρ. Εκεί συναντά ακόμα μεγαλύτερη ανταπόκριση από τους ιθαγενείς.
Ωστόσο υπάρχει τεράστια έλλειψη σε συνεργάτες αλλά και υλική βοήθεια. Στις επιστολές του όμως είναι έκδηλο το παράπονό του ότι κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να πάει εκεί κοντά του και να τον βοηθήσει στο έργο παρά τις απεγνωσμένες του εκκλήσεις. «Δεν θα βρεθεί κάποιος να με λυπηθεί;» έγραφε. Μοναδικές εξαιρέσεις ο π. Αθανάσιος Ανθίδης (1963), μετέπειτα Ιεραπόστολος στην Καλκούτα των Ινδιών.
Παρ’ ότι ήτο γέρων και μόνος και το φορτίο βαρύ στούς ασθενικούς του ώμους, εν τούτοις δεν ελύγιζε από την κακουχία και συνέχεια έκαμνε έκκληση για συνεργάτες, προέτρεπε κάθε δυνάμενον. «Ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τόν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καί φωτίσαι πάντας» (Εφεσ.3,8). «Είμαι αποφασισμένος να μείνω εδώ…..» έγραφε.
Τη 13η Δεκεμβρίου 1972, κατά τη διαδρομή από την Κανάγκα στο Μπουζμάζι, τον κατάβαλε μια ακατάσχετη ρινορραγία. Επέστρεψε στην Κανάγκα, λειτούργησε τα Χριστούγεννα και τελικά κοιμήθηκε την 29η Δεκεμβρίου 1972 στο νοσοκομείο της Κανάγκα. Η στάση σεβασμού που κράτησε ο π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος, ειδικά προς τα τοπικά έθιμα, και γενικά η εκτίμησή του προς το ποίμνιό του, βρήκε την απάντησή της κατά την κήδευση αυτού του ιεραποστόλου. Οι ιθαγενείς τον τίμησαν με τα δικά τους έθιμα της κηδείας, ντυμένοι με τις τοπικές ενδυμασίες της Κανάνγκα του Ζαΐρ.
Σκαπανέας ήταν ο αείμνηστος π. Χρυσόστομος Παπασαραντόπουλος. «Αυτός άνοιξε τον δρόμο στην Αφρική». Σήμερα ζώντας σέ μία εποχή χλιαρότητος καί αδιαφορίας, όπου κυριαρχεί ὁ ἀτομισμός, πόσο θά πρέπει να
κρατάμε υψηλά στην συνείδησή μας καί να παραδειγματιζόμαστε από εκείνους τούς ολίγους, πού παραμερίζοντας το συμφέρον τους, εξέρχονται από τον κλοιό μιας προσωπικής αυτάρκειας και αψηφώντας και την ίδια τους την ζωή, αγωνίζονται να μεταδώσουν το φως του Ευαγγελίου κα τις αιώνιες Αρχές στους αδελφούς «τούς ἐν σκότει καί σκιᾶ θανάτου καθημένους».
κρατάμε υψηλά στην συνείδησή μας καί να παραδειγματιζόμαστε από εκείνους τούς ολίγους, πού παραμερίζοντας το συμφέρον τους, εξέρχονται από τον κλοιό μιας προσωπικής αυτάρκειας και αψηφώντας και την ίδια τους την ζωή, αγωνίζονται να μεταδώσουν το φως του Ευαγγελίου κα τις αιώνιες Αρχές στους αδελφούς «τούς ἐν σκότει καί σκιᾶ θανάτου καθημένους».
Επιμέλεια κειμένου:
Αικατερίνη Παπακωνσταντίνου,
θεολόγος
Αικατερίνη Παπακωνσταντίνου,
θεολόγος