Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Aφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Aφιερώματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουνίου 12, 2016

Η «Μάχη της Ελληνικής Σημαίας 12 Ιουνίου του 1917!

Στην αίθουσα τελετών του 1ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων της Γαλλίας (παλαιότερα 1ο Σύνταγμα Μαροκινών Σπαχήδων) στην πόλη Valence, εκτίθεται μία Ελληνική Πολεμική Σημαία.
balkans

Πρόκειται για το λάφυρο μιας άνισης μάχης του Συντάγματος εναντίον Αποσπάσματος του 1/38 Συντάγματος Ευζώνων και του 5ου Συντάγματος Πεζικού, που αν και βρισκόταν σε συνθηκολόγηση αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα και τη Σημαία του που με ανοίκειο και προσβλητικό τρόπο απαίτησαν οι Γάλλοι.
Η μάχη αυτή, ονομάστηκε Μάχη της Σημαίας και η ίδια η Σημαία, λάφυρο ενός ακήρυκτου πολέμου, ονομάστηκε από τους Γάλλους, Ακατανόητο Τρόπαιο (Τrophee Εncombrandt).
Τον Ιούνιο του 1917 (με το παλαιό ημερολόγιο), η Ελλάδα ζούσε τις ημέρες του Διχασμού και τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βόρεια Ελλάδα του Βενιζελικού Κράτους της Θεσσαλονίκης, βρισκόταν ουσιαστικά υπό την κατοχή της Αντάντ, έχοντας μετατραπεί σε θέατρο επιχειρήσεων του Μακεδονικού Μετώπου, γνωρίζοντας την βάρβαρη συμπεριφορά των Γάλλων που ήταν και το κύριο σώμα των δυνάμεών της προς τον άμαχο πληθυσμό τον οποίο αντιμετώπιζαν σαν κατακτημένο λαό μάλλον, παρά σαν συμμαχικό πληθυσμό.
Στη νότια Ελλάδα πάλι, υπό την κυβέρνηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου, η Αθήνα βρισκόταν υπό τον αποκλεισμό του «συμμαχικού» στόλου.
Ο Βασιλεύς δεχόταν τρομερές πιέσεις να παραιτηθεί, ώστε η Ελλάδα να μπει επισήμως στον Πόλεμο στο πλευρό της παραπαίουσας Αντάντ, αλλιώς το μέλλον του Μακεδονικού Μετώπου ήταν μάλλον αβέβαιο.
Η Θεσσαλία, σαν χειρονομία καλής θελήσεως της Κυβερνήσεως των Αθηνών είχε αποστρατικοποιηθεί από μήνες, διατηρώντας κάποιες μονάδες μειωμένης συνθέσεως.
Την 10η Ιουνίου 1917, για να εκβιάσει την Βασιλική παραίτηση και να προλάβει το μάζεμα της σοδειάς, ο Στρατηγός Σαράιγ επικεφαλής 20.000 ανδρών εισβάλλει στη Θεσσαλία. Την 12η Ιουνίου έχοντας ήδη καταλάβει την Ελασσόνα οι δυνάμεις του βρίσκονται στη Λάρισα.Μνημείο μάχης της σημαίας
Ο Διοικητής της 1ης Μεραρχίας στρατηγός Μπαΐρας έχοντας ήδη λάβει από την Κυβέρνηση εντολή για παράδοση χωρίς αντίσταση, μεταβαίνει ο ίδιος έξω από την Λάρισα και παραδίδεται στις προελαύνουσες Γαλλικές δυνάμεις που του συμπεριφέρονται με ιταμό και προσβλητικό τρόπο, σαν αιχμάλωτο πολέμου και όχι σαν παραδοθέντα μετά από συνθηκολόγηση χωρίς μάχη.
Στη συνέχεια, οι Γαλλικές δυνάμεις εισέρχονται στην Λάρισα όπου έδρευαν τότε το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και το 4ο Σύνταγμα Πεζικού μειωμένης δυνάμεως.
Οι στρατώνες τους περικυκλώθηκαν από ισχυρότατες δυνάμεις Γάλλων σπαχήδων και πεζών και με ανοίκειο στα στρατιωτικά χρονικά τρόπο, δύο Γάλλοι ταγματάρχες ζήτησαν να τους παραδοθούν τα ξίφη των Αξιωματικών και οι σημαίες των συνταγμάτων, ενώ σε όλους τους στρατούς του κόσμου οι σημαίες και τα ξίφη δεν παραδίδονται αμαχητί και σίγουρα όχι σε χαμηλότερου βαθμού αξιωματικούς.
Ο Διοικητής του 1/38 αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Φράγκου, οι αξιωματικοί του και ομόθυμα όλοι οι στρατιώτες, μαζί με άνδρες του 4ου Συντάγματος αποφάσισαν να μην παραδοθούν με αυτό τον ταπεινωτικό τρόπο. Πρέπει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τις πηγές οι στρατιώτες δεν ακολούθησαν απλώς τις εντολές των αξιωματικών τους αλλά εθελοντικά συμμετείχαν στο εγχείρημα
Μαχόμενοι διέσπασαν τον κλοιό γύρω από το στρατόπεδό τους προσπαθώντας να διαφύγουν είτε προς την Αθήνα, είτε προς την Καρδίτσα.Moroccan troops
Στην θέση «Μεζούρλο», λίγο έξω από την Λάρισα, απέναντι από το σημερινό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και μεταξύ της οδού Λάρισας-Καρδίτσας και των σιδηροδρομικών γραμμών, κυκλώθηκαν πεζοί όντες από πολλαπλάσιες δυνάμεις Μαροκινών σπαχήδων (ιππέων) και Σενεγαλέζων πεζών (Γαλλικά αποικιακά στρατεύματα) σε απόλυτα ανοικτό πεδίο. Αρνούμενοι και πάλι να παραδοθούν, υπερασπίστηκαν σε μία τρίωρη σκληρή μάχη την τιμή και την σημαία τους, πληρώνοντας βαρύ τίμημα (72 νεκροί από σύνολο 280 περίπου ανδρών) ενώ και οι Γάλλοι παρά την πλεονεκτική τους θέση θρήνησαν 10 νεκρούς.
Η μάχη έληξε όταν οι επιζώντες του 1/38 περικυκλωμένοι πλήρως, αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Στα χέρια των Γάλλων βρέθηκαν η τιμημένη σημαία, ο διοικητής του Συντάγματος Αθανάσιος Φράγκου, 13 αξιωματικοί, 35 υπαξιωματικοί και 164 στρατιώτες. Η σημαία μεταφέρθηκε στην Γαλλία σαν τρόπαιο του ίδιου του Σαράιγ, μιας μάχης ενός ακήρυκτου πολέμου, με συμμαχικό τους στρατό.
Η Σημαία αυτή εκτίθεται σήμερα στη Γαλλία έχοντας ονομασθεί από τους Γάλλους Ακατανόητο Τρόπαιο...(Ακόμη να καταλάβουν οι Γάλλοι γιατί οι Έλληνες Πολέμησαν για ένα πανί )
Στον χώρο της μάχης 13 χρόνια μετά, ανεγέρθηκε μετά από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και με δαπάνες του Δήμου Λάρισας, ένα μνημείο, που έκτοτε άλλαξε δύο φορές θέση. Στο μνημείο αναφέρονται μόνο 4 ονόματα πεσόντων (πιθανώς μόνο των Λαρισαίων, αφού η τότε απόφαση ανεγέρσεως του Δ.Σ, αναφέρει την ανέγερση προς τιμήν των πεσόντων δημοτών της Λάρισας).
Των υπολοίπων νεκρών, Καρδιτσιωτών στην πλειοψηφία τους, αν όχι στο σύνολό τους, αγνοούνται τα ονόματα αλλά και η ιδιαίτερη πατρίδα. Ακόμα και σήμερα παραμένει άγνωστος ο τόπος ταφής των νεκρών. Η μάχη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν Μάχη της Σημαίας, αφού δόθηκε ακριβώς για την τιμή της σημαίας.
Σήμερα που η Ελλάδα βιώνει την μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής της ιστορίας, το Ακατανόητο Τρόπαιο, μια ένδοξη και τιμημένη Πολεμική μας Σημαία, αιχμάλωτη κάπου στη Γαλλία και το αίμα των δοξασμένων υπερασπιστών της, μας στέλνουν σχεδόν έναν αιώνα μετά, ένα ξεκάθαρο μήνυμα:
Τα ιερά και τα όσια του έθνους και του λαού μας δεν παραδίδονται σε κανέναν. Με κάθε τίμημα αντιστεκόμαστε και τα διεκδικούμε, ακόμα και όταν ο αγώνας είναι όσο άνισος μπορεί να είναι. Από το μακρινό μας παρελθόν, έρχεται ένας φωτεινός δρόμος αγώνων και θυσιών για την τιμή και την υπόσταση του ελληνικού έθνους. Ένας δρόμος που πάνω του δεν υπάρχει θέση για παραμάγαζα σαράφηδων και τοκογλύφων.
Αυτόν τον δρόμο οφείλουμε να συνεχίσουμε. ..Ειδεμή, δεν μας αξίζει η ζωή αλλά ο θάνατος…
Καρδίτσα Iούνιος του  2015

Κώστας Καρδαράς
Ιατρός
Πρόεδρος Συλλόγου Φίλων της Ιστορίας

Σάββατο, Μαΐου 28, 2016

Το ορόσημο της Άλωσης

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης αποτελεί ασφαλώς μία τομή στην ιστορία του Γένους αλλά και της Εκκλησίας. Το σοκ που προκάλεσε το άκουσμα του “μαύρου νέου” ήταν βαθύ κυρίως για όλο τον ελληνόφωνο κόσμο, αλλά δυσμενή εντύπωση προξένησε επίσης τόσο στη σλαβική οικογένεια όσο και στη χριστιανική Δύση.
gennadios_ii_and_mehmed_ii-e1274820225362
Η αλήθεια είναι ότι η πόλη που κατέκτησαν οι Οθωμανοί είχε περισσότερο τη σημασία ενός συμβόλου παρά κάποια υλική αξία. Μολονότι διατηρούσε την αρχαία της αίγλη, ουσιαστικά βρισκόταν σε βαθιά παρακμή. Το πλήγμα που δέχτηκε το 1204 από την άλωση των Σταυροφόρων δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί. Η αυτοκρατορία ήταν κυριολεκτικά συρρικωμένη σε ελάχιστα εδάφη. Η περιοχή του Βυζαντίου παρέμενε κατά βάση μία νησίδα ελευθερίας μέσα στη γενικότερη οθωμανική επικράτεια, καθώς η οθωμανική πλημμυρίδα είχε κατακτήσει σχεδόν ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μ. Ασία.
Παρά την απελπιστική της θέση και τη σαφώς άνιση αναμέτρηση κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της όμως, οι υπερασπιστές της επέδειξαν πλήρη αξιοπρέπεια και σαφή συναίσθηση του ρόλου τους, ως κληρονόμων μιας λαμπρής και βαριάς κληρονομιάς. Πάμπολλα τα περιστατικά που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας και διδάσκουν με τη φανέρωση ενός άλλου ήθους, που έβλεπε προς την αιωνιότητα… Σταχυολογούμε ενδεικτικά ορισμένες απ’ αυτές:
Στις αρχές του Μάη του 1453, όταν ο κλοιός έσφιγγε ασφυκτικά, οι συγκλητικοί και οι άρχοντες των πολιορκημένων ζήτησαν από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄ Παλαιολόγο να αποχωρήσει με ασφάλεια από την Πόλη μέσω θαλάσσης. Το σχέδιο που είχε εκπονήσει ο Γενοβέζος στρατιωτικός Ιουστινιάνης ήταν έτοιμο για να εφαρμοστεί. Ο Αυτοκράτορας άκουσε προσεκτικά όλους τους συμβούλους του και κατόπιν τους παρακάλεσε να σταματήσουν να του το ζητάνε. Τους τόνισε ότι η δική του μοίρα ήταν συνυφασμένη με τη δική τους και πως ήταν αποφασισμένος να ακολουθήσει την τύχη όλων των κατοίκων της Πόλης, κληρικών και λαϊκών μαζί. Μόλις τέλειωσε το λόγο του έπεσε μια μεγάλη σιωπή και τα μάτια όλων ήταν πλημμυρισμένα από δάκρυα.
Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν και κατά την τελευταία λειτουργία στην Αγια-Σοφιά. Ο Κωνσταντίνος άφησε τον αυτοκρατορικό θρόνο και πήγε να προσευχηθεί γονατιστός μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Πριν κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων, ζήτησε συγγνώμη από κάθε ιεράρχη ξεχωριστά. Όλο το εκκλησίασμα ξεσπούσε σε γοερό θρήνο. Ανάλογες σκηνές εκτυλίχθηκαν και στο Παλάτι, όταν ο Παλαιολόγος ζήτησε συγγνώμη από κάθε έναν που τυχόν τον είχε βλάψει. Όπως γράφει ο χρονικογράφος της Αλώσεως Γ. Σφραντζής, και από ξύλο ή πέτρα να ήταν φτιαγμένος κανείς, θα έκλαιγε εκείνες τις στιγμές.
Λίγες ώρες αργότερα, ο τελευταίος αυτοκράτορας θα έπεφτε περικυκλωμένος από Γενιτσάρους στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Θα τον αναγνώριζαν μόνο από τα βασιλικά πέδιλα (τα “πορφυρά καμπάγια”) και τις περικνημίδες του. Μαζί του έφευγε ο πιο λαμπρός και μακρόσυρτος πολιτισμός που είδε η ανθρωπότητα. Ο Κωνσταντίνος έζησε και πέθανε απολύτως συνεπής με όσα έγραψε προς το Μωάμεθ, όταν ο τελευταίος τού ζήτησε την παράδοση της Πόλης: “Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτηΕγώ γαρ προς τον Θεόν καταφεύγω, και ει θελητόν αυτώ εστι του δούναι και την πόλιν ταύτην εις χείράς σου, τις ο αντιπείν ο δυνάμενος;
To γεγονός όμως της αναστάτωσης που προκάλεσε η τουρκική επέλαση δημιούργησε ένα πλήθος από ζητήματα, πολλά από αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, και για τα περισσότερα των οποίων δεν έχει αποφανθεί ακόμη η συλλογική εθνική συνείδηση. Μπορεί τα περισσότερα να μην έχουν να κάνουν με το γεγονός της Άλωσης καθεαυτό αλλά η χρονική κυοφορία τους να κράτησε δεκαετίες – ίσως και αιώνες ολόκληρους, ωστόσο μέσα μας ταυτίζονται με την πτώση της Βασιλεύουσας. Τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά (και εν πολλοίς άγνωστα στους καιρούς της τουρκόφερτης τηλοψίας) είναι:
  • Η διαμάχη ενωτικών – ανθενωτικών, στην οποία προτασσόταν είτε το αμιγές εθνικό συμφέρον είτε η διαφύλαξη του αυθεντικού περιεχομένου της θρησκευτικής πίστης,
  • ο ρεαλιστικός συμβιβασμός με τη νέα πραγματικότητα ή και η υποταγή σ’ αυτήν και οι (ελάχιστες αρχικά) πράξεις αντίστασης,
  • η φυγή των λογίων στη Δύση ή σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου (λ.χ. Κρήτη ή Κύπρο), που από τη μία αποδυνάμωσε το πνευματικό δυναμικό του εθνικού κέντρου, αλλά από την άλλη τροφοδότησε τους τόπους υποδοχής με νέες προοπτικές πολιτιστικής ανάπτυξης, 
  • ο αντίκτυπος από την Άλωση στις ομόδοξες χώρες, οι οποίες σε άλλες περιπτώσεις ακολούθησαν την τύχη των Ελλήνων (των Ρωμαίων) και σε άλλες ανέπτυξαν μεγαλοϊδεατικές βλέψεις ηγεμονίας,
  • η νέα θέση της Εκκλησίας,που ανέλαβε ρόλο εθναρχικό, καθώς ήταν ο μόνος συγκροτημένος οργανισμός των υπόδουλων Ρωμηών στη νέα πραγματικότητα και αναγνωρίστηκε από τον κατακτητή – γεγονός που άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη φυσιογνωμία της, από την αυτοσυνειδησία της, το λόγο της μέχρι τα σύμβολα και τα ενδύματα των κληρικών της,
  • τη συνέχεια του Γένους κάτω από τον ξένο ζυγό, τις ελπίδες και τους θρύλους για το ξαναζωντάνεμά του, τη μεταβολή της ιδιοσυγκρασίας του και τη μακρά πορεία της παλιγγενεσίας του σε εντελώς διαφορετικά πλέον δεδομένα.
Κοντολογίς, 560 χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα, τίποτε πια δεν είναι το ίδιο και η κληρονομιά του παρελθόντος μας, μάς κάνει να νιώθουμε πως “ξυπνούμε με ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια, που μας εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρουμε πού να τ’ ακουμπήσουμε”.

Τρίτη, Απριλίου 26, 2016

75 χρόνια από την είσοδο των Γερμανών στην Πάτρα: Υποστράτηγος Γ. Καραβοκύρης: Έτσι τελείωσαν όλα!


Στις 29 Απριλίου έρχεται στην Πάτρα ο διοικητής της μεραρχίας "Άδολφος Χίτλερ"  υποστράτηγος των SS Ζεπ Ντήτριχ, και διανυκετρεύει στο ξενοδοχείο Μάζεστικ, όπου και υψώθηκε η γερμανική σημαία.

Λευκές σημαίες στο Φρούριο, στο Δικαστικό Μέγαρο, στα επιβλητικά καμπαναριά της Παντανάσσης και στο κτίριο της γυναικολογικής κλινικής του Ηλ. Λάζαρη


Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΗΜ. ΜΟΣΧΟΥ



Οικία Παπαγιαννόπουλου. Διοικητήριο των Γερμανών.
Σαν σήμερα, στις 26 Απριλίου 1941, η είσοδος των Γερμανικών στρατευμάτων στην Πάτρα είναι γεγονός. Ο κλάδος των Γερμανών που είχε ορισθεί να κατευθυνθεί στην Πελοπόννησο, έφθασε στην Πάτρα όπου και την παρέλαβε από τις αρχές της πόλης. Μία ημέρα μετά κατελήφθη και η Αθήνα, από τις δυνάμεις που ακολούθησαν ανατολική οριογραμμή της χώρας.

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν ήσαν καταιγιστικά και η ακολουθία τους πυκνή.

6-4-41. Οι ναζί προσβάλλουν τα σύνορά μας από την πλευρά της Βουλγαρίας, που από τις 29 Μαρτίου 1941, μαζί με την Γιουγκοσλαβία, έχουν προσχωρήσει στον Άξονα. Ακολουθεί ηρωική αντίσταση στο Ρούπελ, αλλά οι δυνάμεις των Γερμανών είναι υπέρτερες.

18-4-41. Αυτοκτονία Κορύζη, που φέρει βαρέως την κατάρρευση του βουλγαρικού Μετώπου μετά το Έπος του Αλβανικού!

20-4-41. Υπογραφή και παράδοση της χώρας από τον στρατηγό Γ. Τσολάκογλου στους ναζί, εν μέσω αντιδράσεων των μαχητών του Αλβανικού και του απλού κόσμου που αδυνατεί να κατανοήσει την πράξη. 

Έχει προηγηθεί πρόταση των Βρετανών για δεύτερη γραμμή άμυνας στα Τέμπη. Δεν ελήφθη υπόψη από τους λιπόψυχους της στρατιωτικής ηγεσίας. Χαρακτηριστική είναι η Έκθεση του στρατηγού Δημ. Καθενιώτη, που δημοσιεύθηκε σε βιβλίο του το 1946.

23-4-41. Ο Βασιλιάς Γεώργιος με την κυβέρνηση Τσουδερού φεύγουν στην Κρήτη που είναι ακόμη ελεύθερη κι από κει στην Μέση Ανατολή! Στην Αθήνα μένει ο υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης, που θα φρόντιζε για την παράδοση στους καταχτητές των κλειδιών των φυλακών, όπου κρατούνταν οι αντικαθεστωτικοί κομμουνιστές. Μεταξύ αυτών Ο Κ. Γαμβέτας, που αργότερα ως όμηρος εκτελέστηκε για αντίποινα στις 23-2-1944 στην Πάτρα, ο Σουδενιώτης αγωνιστής γιατρός Γιώργος Ανδριόπουλος, που και αυτός εκτελέστηκε για αντίποινα στου Γουδή  κατά διαταγή των Γερμανών και άλλοι πολλοί. Αρκεί για να φανταστεί κανείς ότι οι 200 εκτελεσμένοι στην Καισαριανή προήρχοντο από την Ακροναυπλία στην πλειοψηφία τους, που την παρέδωσε το τεταρτοαυγουστιανό καθεστώς στους Γερμανούς

26-4-41. Είσοδος Γερμανών Πάτρα και παράδοσή της από τον στρατηγό Γ. Καραβοκύρη.

27-4-41. Είσοδος στην Αθήνα. Το πρωί της ημέρας αυτής στο καφενείο «Παρθενών»   της Κηφισιάς παραδίδονται τα κλειδιά της πρωτεύουσας από τις τοπικές αρχές στον Γερμανό στρατηγό διοικητή της 12ηςΣτρατιάς Φον Στούμπε. Οι ναζί εισέρχονται στην έρημη πόλη με τα κλειστά παραθυρόφυλλα, ανεβαίνουν στον Ιερό Βράχο και βρωμίζουν με το ναζιστικό σύμβολο την Ακρόπολη.

Οι Βρετανοί την ίδια ημέρα απαγκιστρώνονται από την Ελλάδα. Στο μεταξύ το άκουσμα της είδησης πως η χώρα έχει βληθεί από τους Γερμανούς, επικρατεί κατήφεια και στην Πάτρα οι αρχές προβληματίζονται. Τρεις ημέρες με την υπογραφή της παράδοσης κι ενώ η Πατρινοί δεν έχουν ενημερωθεί περί αυτής, στις 23 Απριλίου ξυπνούν ντυμένοι στα γαλανόλευκα και η σημαία μας κυματίζει στην πλ. Αγ. Γεωργίου, ημέρα πανηγυρισμού της μνήμης του προστάτη Άγιου του Στρατού μας, οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τέσσερις φορές την πόλη, προκαλώντας 21 νεκρούς και περίπου 40 τραυματίες.

Περί το βράδυ της ίδια ημέρας φθάνει η είδηση αναχώρηση της κυβέρνησης από την Αθήνα. Επικρατεί σύγχυση και φόβος   για το άγνωστο που έρχεται.

Ο υποστράτηγος Γ. Καραβοκύρης, ακόμη ευρισκόμενος υπό το πνεύμα των νικητών του Αλβανικού Έπους στρατιωτών μας, συντάσσει διαταγή προς κάθε κατεύθυνση, με περιεχόμενο την αντίσταση στην πόλη. Διχασμένος  μεταξύ αντίστασης και υποταγής δεν δίνει για δημοσίευση τη διαταγή του.

Την νύχτα της ίδιας ημέρας αρχίζει η έξοδος των Πατρινών από την πόλη, υπό των φόβο των εχθρικών αεροπλάνων, για δεύτερη εντός εξαμήνου από την κήρυξη των πολέμου εκ μέρους των Ιταλών, ενώ οι προβολείς των γερμανικών οχημάτων διακρίνονται απέναντι στην ακτή της Στερεάς να κατευθύνονται ανατολικά, προς το Ρίο. 

Την επόμενη ημέρα 24 Απριλίου, οι βομβαρδισμοί των Γερμανών εντείνονται κατά μήκος της ακτής έως Αίγιο. Οκτώ εφορμήσεις γερμανικών στούκας και δεκατέσσερις ελληνικοί  συναγερμοί, έναντι των δώδεκα της προηγουμένης ημέρας. Είναι καταφανές πως οι Γερμανοί δέος με την ισχύ των πυρών τους στα ελληνικά μετώπισθεν επιδιώκουν να προκαλέσουν δέος και αμαχητί παράδοση. 

Εντωμεταξύ έχει φθάσει στο στρατηγείο του Καραβοκύρη τηλεγραφικώς η διαταγή αποστράτευσης.

Στις 25 Απριλίου, που αποφασίζει τελικά να την δημοσιοποιήσει, αφού είχε ήδη διαρρεύσει μεταξύ των αξιωματικών τους και προκαλέσει σύγχυση, απευθύνεται στην εφημερίδα «Νεολόγος» Πατρών, που ήταν ευρείας κυκλοφορίας, αλλά το προσωπικό και αυτής είχε φύγει από την πόλη, μετά τους διήμερους βομβαρδισμούς.  

Έτσι όταν επιστρατεύεται το προσωπικό, ο υποστράτηγος βρίσκεται εκτός Πατρών, εντολή δεν δίνει κανείς και ο Γ. Καραβοκύρης πασχίζει να συναντήσει το Βρετανικό στρατιωτικό σώμα, της 1ης Ταξιαρχίας, που από το Μάρτιο του 1941, έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα, αλλά βρίσκεται έχει αποχώρηση από την προηγούμενη νύχτα. Προσπαθεί να συνεννοηθεί με τους αξιωματικούς του Κέντρου Εκπαιδεύσεως. Χάος επικρατεί και ο υποστράτηγος πρέπει να πάρει απόφαση. Προ δύο ή τριών ημερών η Σχολή Εφέδρων αξιωματικών έχει αποστείλει στην Πάτρα και στρατοπεδεύουν στο Φρούριο του Ρίου, που χρησιμοποιείται για στρατώνας, μετά την χρήση τους ως φυλακές, δύναμη 450 ανδρών, με διαταγή να αντισταθούν. Με  δεδομένο τα κλίμα της σύγχυσης, κάποια φιλοναζιστικά στοιχεία στους κόλπους των αξιωματικών και την απραξία τους επήλθε η παράλυση και στο άκουσμα της είδησης ότι οι Γερμανοί είναι προ των πυλών, έχουν εγκαταλείψει το στρατόπεδο.

Μετά από αυτό ο υποστράτηγος πεπεισμένος ότι είναι ανώφελη κάθε αντίσταση, αποφασίζει την παράδοση της πόλης. 

26 Απριλίου 1941. Στην Πάτρα, εκτός από τον Στρατό, την Αστυνομία και την Χωροφυλακή, είναι ζήτημα εάν έχουν απομείνει χίλιοι κάτοικοι, οι οποίοι παραμένουν κλεισμένοι στα καταφύγια από τον πρώτο βομβαρδισμό της 23ης Απριλίου και η Παθητική Αεράμυνα έχει σημάνει δεκαέξι συναγερμούς, από τους οποίους οι περισσότεροι για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων.
Η αγωνία για το τι θα επακολουθήσει είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. 

Ώσπου ώρα 12.30 μεσημβρινή ένα τηλεγράφημα καταφθανει στο στρατηγείο του Καραβοκύρη. Είναι της «Μεραρχίας Άδολφος Χίτλερ», η οποία από το προηγούμενο βράδυ έχει φθάσει στην Ναύπακτο με σκοπό να καταλάβει την Πάτρα. Ζητά να μάθει τις προθέσεις του υποστρατήγου.
Το τηλεγράφημα αναφέρει:

«Το εν Ναυπάκτω Γερμανικόν Αρχηγείον επιθυμεί να γνωρίσει ποία η στάσις των στρατιωτικών δυνάμεων της περιοχής Πατρών, διότι άλλως εδόθησαν ήδη διαταγαί όπως εντός μίας ώρας αρχίσει καταστρεπτικός βομβαρδισμός της πόλεως και των περιχώρων».

Αμέσως στο στρατηγείο του Φρουρίου συγκροτείται σύσκεψη, υπό τους ήχους των σειρήνων του συναγερμού, ενώ γερμανικά αεροπλάνα υπερίπτανται της πόλεως,  στην οποία σύσκεψη λαμβάνουν μέρος οι κάτωθι:

Ο υποστράτηγος Καραβοκύρης, ο ναυτικός διοικητής Φλόκας, ο νομάρχης Αθ. Πέππας, ο δήμαρχος Βασ. Ρούφος και ο αστυνομικός διευθυντής Πατρών Ιωάννης Σαλταμαύρος.
Σε λίγα λεπτά αποφασίζουν παράδοση της πόλης και ενημέρωση των γερμανικών αρχών, ενώ παράλληλα προς επικύρωση της απόφασής των προχωρούν στο επόμενο βήμα της υποταγής.
Στο κτίριο του Στρατηγείου του Γ. Καραβοκύρη, που στεγάζονταν, όπως προαναφέρθηκε, στο βυζαντινό Φρούριο της πόλης, στο Δικαστικό Μέγαρο δημιούργημα του αρχιτέκτονα Ερν. Τσίλερ, στα επιβλητικά καμπαναριά της Παντανάσσης και στο κτίριο της γυναικολογικής κλινικής του Ηλ. Λάζαρη, όπου στεγάζονταν η Αστυνομική Διεύθυνση, σε αυτά τα τέσσερα σημεία υψώνονται λευκές σημαίες.

Ταυτοχρόνως ο φρούραρχός της πόλης αντισυνταγματάρχης Γαλατάς μεταβαίνει στον Ψαθόπυργο και επιβαίνων πλοιαρίου προσπαθεί να φθάσει απέναντι, στην Ναύπακτο, προκειμένου να διαπραγματευτεί τους όρους της παράδοσης της πόλης. Οι συνεχείς πολυβολισμοί τον αναγκάζουν να επιστρέψει στην πελοποννησιακή ακτή.

Ενώ οι κάτοικοι παραμένουν στα καταφύγια, οι Γερμανοί από την Ναύπακτο με επιταγμένα πλεούμενα αποβιβάζονται στον Ψαθόπυργο  και από κεί ξεκινούν για την Πάτρα, όπου καταφθάνουν στις 6.30 το απόγευμα της 26 Απριλίου 1941.

Είναι ένας ταγματάρχης, ένας υπολοχαγός και οκτώ μοτοσικλετιστές, «ντυμένοι» με βαρύ οπλισμό, πάνω σε BMV, που προκαλούσαν δέος, καθότι άγνωστες στους Πατρινούς τότε. Κατευθύνονται στο βυζαντινό Φρούριο, όπου τους περιμένει στο στρατηγείο του ο υποστράτηγος Γ. Καραβοκύρης. Τους παραδίδει την πόλη, ενώ μετά από τρία τέταρτα της ώρας φθάνει και το πρώτο γερμανικό τμήμα. Η συνομιλία του Γερμανού ταγματάρχη με τον Έλληνα υποστράτηγο κράτησε μέχρι τις 10.30 την νύχτα, όπου αποχώρησαν οι δέκα πρώτοι καταχτητές της Πάτρας!
Λίγο μετά κατέβηκε από το στρατηγείο του και ο υποστράτηγος. Τον συνάντησε ο δημοσιογράφος Λάγαρης, που διέσωσε τις παραπάνω λεπτομέρειες. Τον ρώτησε και η απάντησή του ήταν: Έτσι τελείωσαν όλα! 

Κι ενώ οι δεκάδα των Γερμανών πήγε για ύπνο στο ξενοδοχείο ΕΛΛΑΣ, που βρίσκεται στη διασταύρωση της Ρήγα Φεραίου με την οδό Αγ. Νικολάου, λίγες ώρες μετά δραπετεύουν οι φυλακισμένοι της Πάτρας. Αργά τη νύχτα φθάνουν στην πόλη περίπου 400 άνδρες, που την καταλαμβάνουν πλήρως. Το πρωί στήνουν και τη σβάστικά τους, στην οικία νεοκλασική Παπαγιαννόπουλου, επί της δυτικής πλευράς της πλ. Αγ. Γεωργίου, που τη χρησιμοποιούν για στρατηγείο τους, καταλαμβάνουν το τηλεγραφείο, που στεγάζονταν στο κτίριο του Αρσακείου, αφοπλίζουν τις ένοπλες δυνάμεις και ορίζουν την Αστυνομία για την τήρηση της τάξης, αλλά πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα τους.

Την ίδια ημέρα 27 Απριλίου καταφθάνει και ο Γερμανός ταγματάρχης Βέρνικερ και στις 29 του μηνός έρχεται ο διοικτής της μεραρχίας «Άδολφος Χίτλερ», υποστράτηγος των SS Ζεπ Ντήτριχ, που διέμεινε στο ξενοδοχείο Μάζεστικ, όπου και υψώθηκε η γερμανική σημαία. Πλέον η πόλη είναι δεμένη στο ναζιστικό άρμα και έμελλε να περάσει μέσα από την ναζιστική «νύχτα», και οι κάτοικοί της να υποστούν τα δεινά της κατοχικής επιβολής για τριάμισι χρόνια μέχρι να απελευθερωθεί τον Οκτώβρη του 44.    

Ξενοδοχείο ΕΛΛΑΣ, στη διασταύρωση Ρ. Φεραίου με Αγ. Νικολάου. Διανυκτέρευση της πρώτης ομάδας των Γερμανών που εισήλθαν στην Πάτρα στις 26 Απριλίου 1941.
Πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 20, 2016

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΘΥΣΙΕΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ


eikona mesa

  • Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και    Ευαγγελισμός του μαρτυρικού Γένους μας • Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπήρξε η μόνη κιβωτός σωτηρίας του Γένους μας

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός

     Σε μια στιγμή πόνου και ηθικής εξάρσεως ο περίφημος θεολόγος και ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης, ενώ εκήρυττε στον Ιερό Ναό της Ελληνικής Κοινότητας της Βενετίας έπλεξε την προς την Θεοτόκο αποστροφή του λόγου του, ο οποίος είναι η κατάθεση της ψυχής του για την εθνική παλιγγενεσία που την οραματίστηκε μέσα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, το μαρτυρικό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο. Ο συγκλονιστικός εκείνος λόγος έχει ως εξής: «Έως πότε, πανακήρατε κόρη, το μαρτυρικό έθνος των Ελλήνων θα ευρίσκεται στα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα βασιλεύονται από την ημισέληνο οι χώρες εκείνες στις οποίες ανέτειλε με ανθρώπινη μορφή από την ηγιασμένη σου γαστέρα ο μυστικός της Δικαιοσύνης Ήλιος; Αχ Παρθένε, ενθυμήσου πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά παρά σε άλλο τόπο έλαμψε το ζωηφόρο φως της αληθούς πίστεως. Το ελληνικό Γένος εστάθη το πρώτο, που άνοιξε τις αγκάλες και εδέχθη το Θείο Ευαγγέλιο του Μονογενούς σου Υιού. Τούτο έδωσε στον κόσμο τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως της διδασκαλίας τους εφώτισαν τις αμαυρωμένες καρδιές των ανθρώπων.
      Λοιπόν, εύσπλαχνε Μαριάμ, παρακαλούμεν σε δια το “Χαίρε” εκείνο, που μας επροξένησε την χαρά, δια τον αγγελικό εκείνο ευαγγελισμό, που εστάθη της σωτηρίας μας το προοίμιον, χάρισέ του την προτέρα του τιμή. Σήκωσέ το από τα δεσμά στο σκήπτρο, από την αιχμαλωσία στο βασίλειο. Και αν αυτές οι φωνές μας δεν σε παρακινούν στα σπλάχνα, ας σε παρακινήσουν οι φωνές και οι παρακλήσεις των αγίων σου που ακαταπαύστως φωνάζουν απ’ όλα τα μέρη της μαρτυρικής Ελλάδος. Φωνάζει ο Ανδρέας από την Κρήτη, φωνάζει ο Σπυρίδων από την Κύπρο, φωνάζει ο Ιγνάτιος από την Αντιόχεια, φωνάζει ο Διονύσιος από την Αθήνα, φωνάζει ο Πολύκαρπος από την Σμύρνη, φωνάζει η Αικατερίνα από την Αλεξάνδρεια, φωνάζει ο Χρυσόστομος από την Βασιλεύουσα Πόλη, και καθώς σου επιδεικνύουν την σκληροτάτη τυραννίδα των αθλίων Αγαρηνών ελπίζουν από την άκρα ευσπλαχνία σου την απολύτρωση του Ελληνικού Γένους».
      Οι λόγοι αυτοί του Ηλία Μηνιάτη επαληθεύθηκαν και όντως η Θεία Πρόνοια κατηύθηνε τοιουτοτρόπως τις εξελίξεις ώστε η εθνική παλιγγενεσία του Γένους μας, ο Ευαγγελισμός του ρωμαίικου, να συμπέσει με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

     Πρωτομάρτυρες στον αγώνα τούτο υπήρξαν οι Οικουμενικοί Πατριάρχες και οι Μητροπολίτες του Φαναρίου και πριν από την Επανάσταση μέσα στο διάβα των αιώνων, αλλά κυρίως μετά την 25η Μαρτίου του 1821. Πρώτος μεγαλομάρτυρας ο απαγχονισθείς Πατριάρχης Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄ και μαζί του οι συνοδικοί Μητροπολίτες Εφέσου, Αγχιάλου και Νικομηδείας, που απαγχονίστηκαν την 10η Απριλίου 1821, ημέρα της Κυριακής του Πάσχα.
      Μετά από λίγες μέρες ακολούθησαν τον μαρτυρικό τους θάνατο και οι Πατριαρχικοί Μητροπολίτες Δέρκων, Αδριανουπόλεως, Τυρνόβου και Θεσσαλονίκης, ενώ την ίδια ημέρα απαγχονίστηκε και ο αρχιδιάκονος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄, Νικηφόρος.
      Ταυτοχρόνως, απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όπου εφησύχαζε, ο πρώην Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος ΣΤ΄, ο οποίος προσευχόμενος επί του τόπου της αγχόνης μυστικώς εφώναξε ισχυρά το: «Μνήσθητί μου Κύριε, εν τη Βασιλεία σου».
      Είναι χαρακτηριστικά τα όσα καταγράφονται αψευδώς σχετικά με τον μαρτυρικό θάνατο των πατριαρχικών Μητροπολιτών που μετά τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ επέδειξαν γενναιότητα και θυσιαστική αυταπάρνηση ως αληθείς ποιμένες της Εκκλησίας, ως γνήσιοι Φαναριώτες αρχιερείς. Ο Σ. Τρικούπης αναφέρει ότι οι «οι φιλόχριστοι αυτοί αρχιερείς, ενώ μετεφέροντο στον τόπο της φρικτής ποινής μέσα σε ένα πλοιάριο όλοι μαζί, προετοιμάστηκαν πλήρεις πίστεως και ευλαβείας να αποβιώσουν. Έψαλαν οι ίδιοι τη νεκρώσιμη ακολουθία, ικέτευσαν τον Θεό υπέρ αναπαύσεως των ψυχών τους και ευλόγησαν ο ένας τον άλλον λέγοντας το: «Μακαρία η οδός, ην πορεύη σήμερον». Οι αρχιερείς αυτοί καθώς αποχωρίζονταν ο ένας από τον άλλον για να απαγχονιστούν ο καθένας σε ιδιαίτερο τόπο, έδωσαν τον τελευταίο ασπασμό μεταξύ τους, λέγοντας εν συντριβή καρδίας «καλή αντάμωση, αδελφοί, εις την άλλην ζωήν».
      Ο δε γηραιός Μητροπολίτης Δέρκων ωσάν να ευλογούσε τον θάνατό του υπέρ της πίστεως και της Πατρίδος, ευλόγησε τρεις φορές σταυροειδώς την θηλιά, την οποία πέρασε ο ίδιος στον λαιμό του λέγοντας «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», και φώναζε γενναία προς τον αγχονιστή: «Εκτέλεσε την εντολή του ασεβούς Κυρίου σου».
      Τα παραπάνω γραφέντα είναι ελάχιστα παραδείγματα εν σχέσει προς τα αναρίθμητα μαρτύρια, τις θυσίες και τα πάθη του εσταυρωμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου υπέρ του Γένους μας. Δώδεκα Οικουμενικοί Πατριάρχες μαρτύρησαν φρικτά, δεκάδες-εκατοντάδες Πατριαρχικοί αρχιερείς και χιλιάδες απλοί κληρικοί και μοναχοί εγεύθησαν το ποτήριο του θανάτου υπέρ πίστεως και πατρίδος.

     Από τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας υπήρξαν οι κληρικοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μάλιστα Αρχιερείς των οποίων ο αριθμός ανέρχεται περίπου στους 81. Γι’ αυτό ο υπασπιστής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Φώτιος Χρυσανθόπουλος ή Φωτάκος, έγραψε: «Ο αξιοσέβαστος κλήρος των Ελλήνων χριστιανών ευρίσκετο τότε παντού εμπρός και έδιδε την βαρύτητα και την βεβαιότητα στον σκοπό της επαναστάσεως και γι’ αυτό στους Έλληνες εφαίνετο ότι η σημαία της επαναστάσεως είναι στα χέρια του Θεού, δια των λειτουργών της θρησκείας του».
      Σε άλλο σημείο ο Φωτάκος πλήρης συγκινήσεως αναφωνεί: «Ευτυχισμένη ήταν η ημέρα της επαναστάσεως της ελληνικής φυλής, διότι και τότε και προ χρόνων ακόμη το έθνος είχε και τον θεόπεμπτο και σεβάσμιο κλήρο ως οδηγό του… Ο κλήρος παρουσιάστηκε εμπρός με τον σταυρό και με το όπλο στα χέρια του, έβαλε την φωνή εκ μέρους της θρησκείας και έδωκε το σύνθημα «Πατρίς και Θρησκεία»… εσυμβούλευσε, ευλόγησε, αγίασε τα όπλα, ύψωσε την σημαία του σταυρού… Έκαστος δε κληρικός επήρε πλέον ως έργο του πολέμου να παρευρίσκεται παντού στα στρατόπεδα και στα φροντιστήρια για να ετοιμάζει τα πολεμοφόδια και τις τροφές, όχι μόνον με τα ίδια έξοδα και θυσίες αλλά και με τα ίδια του τα χέρια… Άλλοι εξ αυτών πολεμούσαν τον εχθρό της πίστεως και της πατρίδος, μαζί με τους στρατιώτες και άλλοι πάλι να στέκονται έμπροσθεν του Υψίστου και να επικαλούνται την εξ ύψους βοήθεια… Έτσι δε ενεργείται η Ελληνική Επανάσταση από όλες τις τάξεις των κληρικών, των αρχιερέων, των ιερέων, των μοναχών και των μοναζόντων εις τα ιερά καταγώγια, τα οποία έγιναν κοινά δια την εθνική ελευθερία».

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015

Γιατί χάθηκε ο τάφος του Νικηταρά; Ο ηρωικός «τουρκοφάγος» σήμερα δεν έχει μνήμα, ούτε αναζήτησε κανείς τα οστά του...


Ο Νικηταράς. Κανείς κρατικός φορέας δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την τύχη των οστών του.


Ο Νικηταράς ήταν ο πιο ακαταπόνητος οπλαρχηγός του 1821. Παρών σε όλα σχεδόν τα πεδία των μαχών της Επανάστασης έλαβε το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Δεν δέχθηκε καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Τελικά πέθανε τυφλός και πάμπτωχος ακολουθώντας τη σκληρή μοίρα των περισσότερων αγωνιστών εκείνης της περιόδου. Τον Δεκέμβριο του 1839 το οθωνικό κράτος φυλάκισε τον Νικηταρά με την κατηγορία της συνομωσίας κατά του θρόνου. Οι άθλιες συνθήκες κράτησης προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία του. Η υπερβολική υγρασία στο κελί, η απαγόρευση κάθε επικοινωνίας, οι καθημερινοί ξυλοδαρμοί από τους δεσμοφύλακες και η πεισματώδης άρνηση του Βαυαρού γιατρού να δώσει άδεια μεταφοράς του σε νοσοκομείο, «κατάφεραν» να τον κλονίσουν όσο καμιά μάχη εναντίον των Τούρκων. Η δίκη του έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1840. Το δικαστήριο τον αθώωσε, αλλά ο Οθωνας διέταξε τον εγκλεισμό του στις φυλακές της Αίγινας. Τελικά έπειτα από 14 μήνες του απένειμε χάρη. Άγαλμα του Νικηταρά. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1841 ο Νικηταράς επέστρεψε στο φτωχικό του σπίτι στον Πειραιά. Ωστόσο, το δράμα του δεν είχε κορυφωθεί ακόμα. Η επιστροφή του προκάλεσε τέτοια συναισθηματική φόρτιση στη μικρότερή του κόρη, ώστε αυτή έχασε τα λογικά της. Η νέα δυστυχία του έδωσε τη «χαριστική βολή». Η κακή του ψυχολογική κατάσταση επιδείνωσε ακόμη περισσότερο την υγεία του. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του και λίγο πριν πεθάνει τυφλώθηκε τελείως. Τα ξημερώματα της 25ης Σεπτεμβρίου 1849 ο «Τουρκοφάγος» απεβίωσε. Αρχικά ετάφη δίπλα στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ωστόσο, φαίνεται πως ο θάνατος της γυναίκας και των παιδιών του και η έλλειψη στενών συγγενών και άμεσων απογόνων στάθηκε αφορμή να μην ενδιαφερθεί κανένας και έκτοτε αγνοείται ο τάφος. Τη στιγμή που χώρες με σαφώς μικρότερη στρατιωτική ιστορία απ’ αυτή της Ελλάδας «χτενίζουν» τα πέρατα της οικουμένης για να ανακαλύψουν οστά στρατιωτών τους, να τα επαναφέρουν στην πατρίδα και να τα ενταφιάσουν με τις πρέπουσες τιμές, η χώρα μας αγνοεί την τύχη των οστών των πολεμιστών εκείνων που χάρη στην προσωπική του θυσία της επέτρεψαν να συνεχίσει την ιστορική της πορεία. Νίκος Γιαννόπουλος ιστορικός... 

το είδαμε: εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 14, 2015

Ο εθνομάρτυρας μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος Καλπίδης που δολοφονήθηκε από κομιτατζήδες

Από τον Πόντο στην Ήπειρο, από τη μια πλευρά του ελληνισμού στην άλλη θα βρεθεί ο Πόντιος ιεράρχης Φώτιος Καλπίδης. Ως μητροπολίτης Κορυτσάς θα κρατήσει ψηλά τη φλόγα της πίστης αλλά και το λάβαρο του εθνικού αγώνα. Συμπαραστάτης του καταπιεζόμενου ποιμνίου του από Αλβανούς, Βουλγάρους και Ρουμάνους κομιτατζήδες, ο Φώτιος έπεσε στις επάλξεις του καθήκοντος από τις σφαίρες των δολοφόνων, για να ξεσηκώσει τότε ο θάνατός του τον ελληνισμό. Το ποιος ήταν ο Φώτιος Καλπίδης, θα σας εξιστορήσουμε ευθύς αμέσως.
Στο χωριό Τσαγράκ της Κερασούντας μια φτωχή αγροτική ποντιακή οικογένεια θα φέρει στον κόσμο, το 1865, ένα αγόρι που θα του δώσουν το όνομα Φώτιος. Ζει κι αυτό μέσα στη φτώχεια, ακολουθεί και βοηθά τους γονείς του στις αγροτικές ασχολίες, αλλά έχει μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα που μαθαίνει από τον ιερέα του χωριού. Το επόμενο βήμα του είναι να φοιτήσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και θα ξεκινήσει έτσι μια αξιοθαύμαστη σταδιοδρομία, αφού το 1890, σε ηλικία 25 ετών, διορίζεται διευθυντής της σχολής αρρένων στην Κερασούντα κι ένα χρόνο μετά προσλαμβάνεται στο Πατριαρχείο και ορίζεται πρωτοκολλητής.

Ο μητροπολιτικός θρόνος στην τουρκοκρατούμενη ελληνική Κορυτσά
Το 1893 γίνεται υπογραμματέας της Ιεράς Συνόδου και το 1897 προάγεται σε αρχιγραμματέα. Την ίδια χρονιά γίνεται αρχιμανδρίτης. Οι ικανότητές του χαίρουν εκτιμήσεως και αναγνωρίσεως. Το 1902, στις 16 Μαΐου ψηφίζεται μητροπολίτης Μοσχοπόλεως, Κορυτσάς και Πρεμετής. Ακούραστος, γεμάτος φλόγα εθνική και ένθεο ζήλο έτρεχε στην περιφέρειά του για να κηρύξει το λόγο του Θεού και να τονώσει το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων.
Στην Κορυτσά τότε ανθούσε ακραιφνής ελληνισμός.
Υπήρχε το Πάγκειο γυμνάσιο με διακεκριμένους καθηγητές, το παρθεναγωγείο, τα δημοτικά σχολεία με 4.000 μαθητές. Όλα τόνιζαν την ελληνικότητα της περιοχής, όπως και τώρα. Το 1905, την ημέρα της απονομής των πτυχίων στους μαθητές του γυμνασίου, σε επίσημη τελετή, παρευρέθη και ο πρόξενος του Μοναστηρίου. Στο καταπληκτικό θέαμα που αντίκρισε δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και γεμάτος συγκίνηση αναφώνησε: «Οίος γνήσιος και ακραιφνής Ελληνισμός! Ζήτω η ελληνικότατη Κορυτσά!».




Ο Φώτιος ήταν προικισμένος με φλογερή φιλοπατρία, άκρατη φιλανθρωπία, ευγλωττία, θάρρος, και πίστη στα αναλλοίωτα εθνικά ιδεώδη. Η κοινωνία της Κορυτσάς κυριολεκτικά τον λάτρευε. Ήταν άξιος ποιμενάρχης. Ήταν τουρκοκρατούμενη περιοχή και το έργο του δύσκολο. Τότε άρχιζε και η αφυπνισθείσα αλβανική προπαγάνδα με υποκίνηση των μεγάλων δυνάμεων που διέκειντο δυστυχώς και τότε δυσμενώς προς την Ελλάδα. Ο Φώτιος ήταν γι’ αυτούς το μεγάλο εμπόδιο κι έπρεπε με κάθε τρόπο να εκλείψει. Τον απείλησαν. Έμεινε απτόητος από αυτές τις απειλές και ακλόνητος στη θέση του.
Τον Ιούνιο του 1905 στο χωριό Πλίασα δέχτηκε δολοφονική επίθεση, αλλά διέφυγε το θάνατο με έναν ελαφρύ τραυματισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1906, όμως, πηγαίνοντας να τελέσει λειτουργία στο χωριό Μπρατβίστα του Μοράβα έπεσε σε ενέδρα αλβανορουμάνων κομιτατζήδων με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των δολοφόνων του.



Η απώλεια του Δεσπότη και η αποφασιστικότητα για αγώνα
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε το πανελλήνιο και σκόρπισε πόνο και οδύνη στις ψυχές του ελληνισμού της Κορυτσάς. Κραυγές οργής ακούστηκαν κι όρκοι δόθηκαν στον Ύψιστο για εκδίκηση… Καταφθάνουν για να τελέσουν την κηδεία του δυο Δεσποτάδες. Ο Δυρραχίου Προκόπιος, που αργότερα έγινε Ικονίου, και ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, κατ’ εντολή του Πατριάρχη να κάνει την κηδεία του Φωτίου. Έγραφε ο Γερμανός: «Ο Μητροπολίτης ήταν φίλος και συμμαθητής μου, άνθρωπος μορφωμένος και ειρηνικός, που με παρακαλούσε να πάψω τις επικίνδυνες περιοδείες μου, να μην τρέχω δεξιά κι αριστερά γιατί θα με σκοτώσουν οι Βούλγαροι και οι συνεργαζόμενοι μαζί τους Τουρκαλβανοί». Και παρακάτω: «Εγώ εκφώνησα τον επικήδειο του αείμνηστου Φωτίου. Ανέβηκα στον άμβωνα και άρχισα με το προφητικό ρητό, “ουκ εκλείψει άρχων εξ Ιούδα και ηγούμενος εκ των μηρών αυτού, έως ο έλθη ω απόκειται και αυτός προσδοκία εθνών”. Και συγχρόνως με το χέρι μου έδειχνα προς την Ελλάδα». Τους είπε πως δεν πρέπει να απελπίζονται, πως στη θέση του σκοτωμένου εμείς θα στείλουμε καλύτερον, κι αν τον σκοτώσουν κι αυτόν θα στείλουμε άλλον καλύτερον. Αυτή, τους είπε, ήταν η μοίρα του Ελληνικού Έθνους, να εργάζεται με το αίμα του για την απελευθέρωσή του.
Το πολυπληθές εκκλησίασμα, ανάμεσά του και αρκετοί παπάδες της περιοχής, κλαίει κι ενθουσιάζεται. Ζητωκραυγές αντηχούν. Κατάρες απευθύνονται προς τους δολοφόνους. Η επίδραση του λόγου του, στους κατατρομαγμένους Κορυτσαίους είναι τεράστια.
Η διαλεύκανση του αποτρόπαιου εγκλήματος
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήθελε να ξεδιαλύνει το έγκλημα. Μετά την κηδεία άρχισε ανακρίσεις σαν να ήταν ο ίδιος δικαστικός λειτουργός. Από τους πολλούς που ρώτησε, διαπίστωσε πως στη δολοφονία του Φωτίου είχε βάλει το χέρι του ο αιμοχαρής βοεβόδας Μήτρος Βράχος. Είχε φθάσει σ’ ένα χωριό έξω από την Κορυτσά και είχε συνεννοηθεί με τους Αλβανούς για κοινή δράση εναντίον των Ελλήνων. Σκόρπισε πολύ χρήμα για να τους εξαγοράσει. Τους υποσχέθηκε πολλά. Πλούτη και αξιώματα. Εκεί αποφασίστηκε και η δολοφονία του Φωτίου. Ανατέθηκε η εκτέλεση σ’ έναν Κορυτσαίο αλβανιστή που λεγόταν Σπύρος Κωστούρος. Έτσι έστησαν ενέδρα στον Φώτιο, και πυροβολώντας τον δολοφόνησαν την ώρα που πήγαινε να εκτελέσει το ύψιστο καθήκον του.
Ξεσηκώθηκαν όλοι οι Έλληνες και τότε μόνο οι τοπικές αρχές διέταξαν έρευνες και συνέλαβαν δύο ρουμανίζοντες, ενώ διέφευγε ο Κωστούρος, ο οποίος συνελήφθη αργότερα μαζί με τους δύο γιους του. Ο δολοφόνος τιμωρήθηκε παραδειγματικά: πλήρωσε κι αυτός με τη ζωή του.
Τότε το Πατριαρχείο διόρισε στη θέση του Φωτίου έναν άλλο Πόντιο, τον μητροπολίτη Ροδοπόλεως Γερβάσιο, έναν φλογερό ιεράρχη που συνέχισε το εθνικό έργο του Φωτίου...
Τάσος Κοντογιαννίδης, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ερευνητής ιστορικών θεμάτων.
Το είδαμε εδώ

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (+ 1922)


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-ΣΜΥΡΝΗΣ-1922-480x330Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...