Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Χ.Νεόφυτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Χ.Νεόφυτος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ-Πρώτο Μέρος (Πρεσβυτέρου Χ.Νεοφύτου)


πηγή




ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ
Πρώτο Μέρος
 (Πρεσβυτέρου Χ.Νεοφύτου)  



Περιεχόμενα 

Μέρος Α΄ 

1. Γιά τόν ἀναγνώστη 

2. Η θείαΛειτουργία.


4. Η σύσταση τοῦ Μυστηρίου 

5. Η ἀναγκαιότητα τοῦ Μυστηρίου

6.«Ἡ ἐπιζήμια εὐλάβεια 

7. Τί ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί



Τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας


1.Γιά τόν ἀναγνώστη

Ἀ­γα­πη­τέ ἀ­να­γνώ­στη.

Τό κεί­με­νο πού κρα­τᾶς στά χέ­ρια σου δέν εἶ­ναι ­μιά φι­λο­λο­γι­κή πραγ­μα­τεί­α, εἶ­ναι ἕ­να λα­ϊ­κό ἀ­νά­γνω­σμα καί προ­ο­ρί­ζε­ται γιά τούς ἁ­πλο­ϊ­κούς καί πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νους ἀ­δελ­φούς μας, πού δέν μπο­ροῦν νά δι­α­βά­σουν ψη­λοῦ ἐ­πι­πέ­δου κεί­με­να.Γιά τό λό­γο αὐ­τό δέ θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σω πα­ρα­πομ­πές οὔ­τε ὑ­πο­ση­μει­ώ­σεις για­τί δέν χρει­ά­ζον­ται. Εἶ­ναι ἁ­πλή ἡ γλῶσ­σα, ἀλ­λά ὑ­ψη­λά τά νο­ή­μα­τα. Γρά­φουμε τό κεί­με­νο αὐ­τό μέ τήν ἐλ­πί­δα νά βο­η­θή­σουμε στήν κα­τα­νό­η­ση καί συμ­με­το­χή τῶν χρι­στια­νῶν στά «Θεί­α Μυ­στή­ρια», στό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας

Γιά νά βο­η­θή­σουμε στή δι­όρ­θω­ση καί πρό­ο­δο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς, προ­σθέ­σαμε καί ἕ­να ἔ­λεγ­χο πού πρέ­πει νά κά­νει ὁ χρι­στια­νός, μέ βά­ση τίς «δέ­κα ἐν­το­λές», γιά νά βλέ­πει πού ὑ­στε­ρεῖ καί νά δι­ορ­θώ­νει τό βί­ο του.

Ἡ συμ­με­το­χή τῶν χρι­στια­νῶν στή Θεία Λει­τουρ­γί­α καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α τοῦ Σώ­μα­τος καί Αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου συ­νε­χί­ζε­ται ἀ­πό αὐ­τῶν τῶν ἀ­πο­στο­λι­κῶν χρό­νων, σάν ἕ­να ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο χρι­στι­α­νι­κό κα­θῆ­κο, για­τί ἀ­φ’ ἐ­νός εἶ­ναι ρη­τή ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου:«τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἐ­μήν ἀ­νά­μνη­σιν» καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου κοι­νω­νών­τας δί­νου­με τρο­φή και ζω­ή καί κα­θα­ρι­σμό στήν ψυ­χή μας ἀ­πό τίς ἁ­μαρ­τί­ες.«T­ο αἶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θα­ρι­εῖ ἡ­μᾶς ἀ­πό πά­σης ἁ­μαρ­τί­ας» λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης.

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι γιά τούς ὀρ­θό­δο­ξους χρι­στια­νούς μιά σο­βα­ρή πρά­ξη καἰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται με πο­λύ σε­βα­σμό, ἀλ­λά καί φό­βο, ἕ­να φό­βο ὅ­που τούς κά­νει νά ἀ­πο­φεύ­γουν νά κοι­νω­νοῦν τα­κτι­κά. Αὐ­τό βέ­βαι­α ὀ­φεί­λε­ται στήν ἄ­γνοι­α τῶν πραγ­μά­των, στήν ἔλ­λει­ψη δι­α­φώ­τι­σης μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δι­α­στρε­βλώ­νε­ται ἡ πραγ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια καί ὁ σκο­πός τῆς Θεί­ας Με­τά­λη­ψης.Ἀ­φή­νε­ται, καί δέν ξέ­ρω για­τί, νά κυ­κλο­φο­ροῦν λαν­θα­σμέ­νες πα­ρα­δό­σεις καί συ­νή­θει­ες πού δέν ἔ­χουν σχέ­ση μέ τό σκο­πό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου .

Δι­α­πι­στώ­νε­ται δυ­στυ­χῶς ὅ­τι ἡ ἄ­γνοι­α φτά­νει καί μέ­χρι με­ρι­κούς ἀ­πό τούς Πνευ­μα­τι­κούς καί Ἐ­ξο­μο­λό­γους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, πού δέ λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν ἤ δέν γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς ποι­ά ἀ­πό τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα ἀ­πο­κό­πτουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α καί ποι­ά ὄ­χι καί ἀ­φή­νουν τούς χρι­στια­νούς νά ἔ­χουν ἀ­ό­ρι­στες ἐ­νο­χές πολ­λές φο­ρές.

Στίς σε­λί­δες πού ἀ­κο­λου­θοῦν θά φρον­τί­σου­με νά πα­ρα­θέ­σου­με κεί­με­να τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς καί τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πού δι­α­φω­τί­ζουν καί κα­ταρ­τί­ζουν τόν χρι­στια­νό πά­νω στό θέ­μα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας Ἔ­τσι λοι­πόν προ­τρέ­που­με κά­θε ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νο νά δι­α­βά­σει μέ προ­σο­χή αὐ­τά, πού μέ πολ­λήν προ­σπά­θεια βρή­κα­με καί με­τα­φέ­ρου­με ἐ­δῶ γιά δι­α­φώ­τι­ση τῶν ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ φυλ­λα­δί­ου αὐ­τοῦ, μέ τήν εὐ­χή καί τήν ἐλ­πί­δα ὄ­τι θά γί­νει γνω­στή ἡ ἀ­λή­θεια γιά τό θέ­μα μας καί νά προ­ε­τοι­μά­ζον­ται σω­στά καί νά κοι­νω­νοῦν συ­χνά οἱ χρι­στια­νοί, γιά νά μέ­νουν πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό Σω­τή­ρα καί Λυ­τρω­τή τῶν ψυ­χῶν μας, για­τί χω­ρίς Χρι­στό δέν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α




2. Η θεία Λειτουργία 

Ἐ­πει­δή τό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ­σα στήν Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με γιά λί­γο στό θέ­μα αὐ­τό. 

Ἐ­δῶ βέ­βαι­α δέ θά ἀ­σχο­λη­θού­με σέ πλά­τος γιά τό θέ­μα Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά θά πού­με ἐ­λά­χι­στα πού θά βο­η­θή­σουν στό θέ­μα μας πού εἶ­ναι ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α.) 

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι «Τό ἔρ­γο τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ» δη­λα­δή ἡ λα­τρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πρός τό Θε­ό. Εἶ­ναι ἕ­να ἔρ­γο, μιά πρά­ξη ὅ­που οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί ὀρ­θό­δο­ξοι χρι­στια­νοί συ­νε­χί­ζο­υμε τή θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, πού ἔ­γι­νε μιά φο­ρά στό λό­φο τοῦ Γολ­γο­θᾶ, πρός τόν Πα­τέ­ρα Θε­ό, γιά τήν λύ­τρω­ση, τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ κό­σμου ἀ­πό τήν δου­λεί­α τοῦ Δι­α­βό­λου. 

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ἔ­χει σάν κέν­τρο καί πυ­ρῆ­να τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Μέ­σα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νον­ται ὅ­λες οἱ ἀ­ναγ­καῖ­ες λει­τουρ­γι­κές πρά­ξεις καί Μυ­στή­ρια, βά­πτι­σμα. Χρῖ­σμα, γά­μος, Ἱ­ε­ρω­σύ­νη κ.λ.π.Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι ἀ­χώ­ρι­στη ἀ­πό τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α. Ἐκ­κλη­σί­α, Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦν­ται καί δέν χω­ρί­ζον­ται, για­τί εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὁ­λο­κλή­ρω­σης τοῦ νέ­ου αἰ­ῶ­να τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. 

Μέ­σα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται τό Δεῖ­πνο τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Στό Δεῖ­πνο αὐ­τό ὁ ί­διος ὁ Χρι­στός προ­σφέ­ρε­ται καί προ­σφέ­ρει καί δι­α­δί­δει τό σῶ­μα Του τρο­φή στούς πι­στούς, γιά νά τρα­φοῦν πνευ­μα­τι­κά καί νά ζή­σουν καί νά γί­νουν θε­οί κα­τά χά­ρη, ἀ­φοῦ θά ἑ­νω­θοῦν μέ τόν κα­τά φύ­ση Θε­όν. 

Ὁ Σέρ­βος ἐ­πί­σκο­πος Ἀ­θα­νά­σιος Γι­έβ­τιτς, γρά­φει. «Ἄς μή νο­μί­σου­με ὅ­τι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι, ὅ­πως συ­νή­θως γί­νε­ται, κά­τι σάν ἅ­γιο καί ἱ­ε­ρό, πού παίρ­νου­με μέ­σα μας καί τό κά­νου­με ἰ­δι­ό­τη­τά μας· εἶ­ναι ἡ φα­νέ­ρω­σις τοῦ ὅ­λου μυ­στη­ρί­ου μέ τό Θε­ό, πού προ­ϋ­πο­θέ­τει καί ἐ­λευ­θε­ρί­α καί ἀ­γώ­να. Δη­λα­δή, δυ­να­μι­κή καί ζων­τα­νή στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­δῶ στή γῆ ὠς υἰ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ὡς ἀν­τα­ξί­ου τῆς ἰ­δι­αι­τέ­ρας κτί­σε­ώς του ἀ­πό τό Θε­ό κα­τ’­εἰ­κό­να Του.Ἔ­χει κλη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος στό ἐ­σχα­το­λο­γι­κό πλή­ρω­μα τῆς ἑ­νώ­σε­ώς του μέ τό Θε­ό, ἑ­νώ­σε­ως ἐν κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων καί ὄ­χι μί­α ἀ­πρό­σω­πη μα­κα­ρι­ό­τη­τα».«ΦΩΣ Ι­ΛΑ­ΡΟΝ,.σελ. 39» 

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α λοι­πόν δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά μό­νο ἡ ἑ­τοι­μα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς Τρά­πε­ζας στήν ὁ­ποί­α θά πρέ­πει νά πα­ρα­κα­θί­σουν τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας γιά νά θρέ­ψουν καί νά ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­σουν τῆς ἀ­δύ­να­τες καί πλη­γω­μέ­νες ψυ­χές τους πού ἡ ἁ­μαρ­τί­α κα­θη­με­ρι­νά πλη­γώ­νει. 

Ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α εἶ­ναι τό ἔρ­γο τῆς λα­τρεί­ας μας πρός τό Θε­ό μας καί ὁ πυ­ρή­νας τοῦ ἔρ­γου αὐ­τοῦ εἶ­ναι η Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, τό Μυ­στή­ριο τῶν Μυ­στη­ρί­ων. Σ’ αὐ­τό τό Μυ­στή­ριο θά πρέ­πει νά συμ­με­τέ­χουν «πάν­τες» ὅ­σοι πα­ρευ­ρί­σκον­ται καί πα­ρα­κο­λου­θοῦν σύμ­φω­να μέ τήν άρ­χαί­α πρα­κτι­κή καί μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­ξι­ο­πί­στων συγ­γρα­φέ­ων. Ἔ­τσι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, τά μέ­λη τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­λαμ­βά­νουν τῶν τό­σων με­γά­λων δω­ρε­ῶν τοῦ Κυ­ρί­ου.
 


3. Τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας 

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α ἤ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α, εἶ­ναι Μυ­στή­ριο ὡς πρός τή φύ­ση της. Εἶ­ναι ἡ με­τα­βο­λή τῶν προ­σφε­ρο­μέ­νων δώ­ρων μας, τοῦ ἄρ­του καί τοῦ οἴ­νου, σέ πραγ­μα­τι­κό ζων­τα­νό σῶ­μα καί αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.Ἐ­πει­δή ὁ ἄν­θρω­πος δέν μπο­ρεῖ νά ἀν­τι­λη­φθεῖ αὐ­τή τήν με­τα­βο­λή, λέ­με ὅ­τι εἶ­ναι Μυ­στή­ριο. 

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλᾶ ἕ­να Μυ­στη­ριο ἀ­πό τά ἑ­πτά, ἀλ­λά εἶ­ναι τό κα­τ’ ἐ­ξο­χή Μυ­στή­ριο, τό Μυ­στή­ριο τῶν Μυ­στη­ρί­ων. Σέ πα­τε­ρι­κά κεί­με­να ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ πλη­θυν­τι­κόν ἀ­ριθ­μό, «τά Μυ­στή­ρια». Εῖ­ναι τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ σαρ­κω­θέν­τος Θε­οῦ Λό­γου, πού ἀ­παλ­λά­σει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τή φθο­ρά καί τόν θά­να­το καί τόν ἀ­νε­βά­ζει πά­νω καί ἀ­πό τούς Ἀγ­γέ­λους ἀ­κό­μα. 

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι τό φάρ­μα­κο πού θά θε­ρα­πεύ­σει τά τραύ­μα­τα τῆς ψυ­χῆς καί θά δώ­σει κου­ρά­γιο στόν ἄν­θρω­πο, γιά νά μπο­ρέ­σει νά βα­δί­σει τό δρό­μο πού ὁ­δη­γεῖ στή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.Εἶ­ναι τό φάρ­μα­κο πού κά­νει ἀ­θά­να­τη τή ψυ­χή κά­θε χρι­στια­νοῦ, πού κοι­νω­νᾶ ἄ­ξια. 

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού ἀ­να­ζω­ο­γο­νεῖ τήν ψυ­χή καί τό σῶ­μα.Για­τί στήν μέν ψυ­χή με­τα­δί­δει αὐ­τόν τό Χρι­στό καί κά­νει τή ψυχή μέ­το­χη τῆς θυ­σί­ας Του καί τῶν ἀ­γα­θῶν πού πη­γά­ζουν ἀ­πό τή θυσία Του. Στό δέ σῶ­μα χα­ρί­ζει ἁ­για­σμό, τό κα­θα­γιά­ζει γιά νά εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λο ὄρ­γα­νο τῆς ψυ­χῆς. 

Ὁ ἱ­ε­ρός Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: «Εἰ­ρή­νης ἐ­στί μυ­στή­ριον τοῦ­το καί τό κε­φά­λαι­ον τῶν ἀ­γα­θῶν». Καί«Ὅ­ταν δέν συμ­με­τέ­χου­με στό μυ­στή­ριο αὐ­τό νά ἔ­χου­με πολ­λή θλί­ψη και πό­θο καί κα­ϋ­μό». «Για­τί μέ­νο­μεν ἀ­μέ­το­χοι καί ἄ­γευ­στοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς.» 

Ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας λέ­γει: «Ὅ­ταν αὐ­τῆς ἀ­πο­γευ­ό­με­θα (τῆς θείας Κοινωνίας), τό­τε τήν ζω­ήν ἔ­χο­μεν ἐν ἐ­αυ­τοῖς συ­νε­νού­με­νοι καί ἡ­μεῖς αὐ­τῆ» Δη­λα­δή ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νου­με, ἔ­χο­με μέ­σα μας τή ζω­ή, ἐ­πει­δή ἑ­νω­νό­μα­στε μέ τή ζω­ή . 

Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α, ἐ­πει­δή εἶ­ναι αὐ­τός ὁ σαρ­κω­θείς Θε­ός Λό­γος, ἔ­χει τή δύ­να­μη νά με­τα­βά­λει τούς θνη­τούς σέ ἀ­θά­να­τους καί νά χα­ρί­σει ζω­ήν αἰ­ώ­νια σ’ ὅ­σους συμ­με­τέ­χουν σ’ αὐ­τή. Ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α ἤ Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α εἶ­ναι ἡ συγ­κε­φα­λαί­ω­ση ὅ­λης τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας. Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἴ­διος ἅ­γιος Πα­τέ­ρας : «Ἀ­λη­θής πό­σις τό τί­μιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­λην ἐκ βά­θρων ἀ­πορ­ρι­ζοῦν τή φθο­ράν, καί ἀ­να­μο­χλεύ­ον τόν ἐν τῆ ἀν­θρω­πί­νη σάρ­κα κα­τοι­κή­σαν­τα θά­να­τον». Με ἁ­πλᾶ λό­για, ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά σῶ­μα καί αἷ­μα Χρι­στοῦ, καί ὅ­ταν εἰ­σέλ­θει στόν ἄν­θρω­πο ξε­ρι­ζώ­νει ὁ­λο­τε­λῶς τήν φθο­ρά καί τό θά­να­το πού κα­τοι­κεῖ μέ­σα στόν σαρ­κι­κό ἄν­θρω­πο. Ἀ­να­και­νί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ὅ­ταν ἀ­γω­νί­ζε­ται γι­ά νά πε­τύ­χει τήν ἁ­γι­ό­τη­τα. Διά τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας ἑ­νώ­νον­ται τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τήν κε­φα­λή, τόν Θε­άν­θρω­πο Ἰ­η­σοῦ, καί με­τα­ξύ τους, καί ἔ­τσι ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. 

 


4. Η σύσταση τοῦ Μυστηρίου.
Ἡ σύ­στα­ση τοῦ τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ τού­του μυ­στη­ρί­ου τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας ἔ­γι­νε ἀ­πό αὐ­τόν τόν Κύ­ριο. Ἱ­δρυ­τής τοῦ μυ­στη­ρί­ου αὐ­τοῦ ὁ Θε­άν­θρω­πος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ σαρ­κω­θείς Θε­ός Λό­γος. 

Οἱ τρεῖς εὐ­αγ­γε­λι­στές, Ματ­θαῖ­ος, Μᾶρ­κος καί Λου­κᾶς, δι­έ­σω­σαν καί μᾶς πα­ρέ­δω­σαν τόν τρό­πον καί τά λό­για τῆς συ­στά­σε­ως τοῦ Μυ­στη­ρί­ου, λέ­γον­τας καί οἱ τρεῖς τά ἴ­δια πε­ρί­που λό­για.Ὁ Ματ­θαῖ­ος γρά­φει:«Ἐ­σθι­όν­των δέ αὐ­τῶν λα­βών ὁ Ἰ­η­σοῦς τόν ἄρ­τον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας ἔ­κλα­σε καί ἐ­δί­δου τοῖς μα­θη­ταῖς καί εἶ­πε⁺Λά­βε­τε φά­γε­τε⁺ τοῦ­το ἐ­στι τό σῶ­μα μου. Καί λα­βών τό πο­τή­ριον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας ἔ­δω­κεν αὐ­τοῖς λέ­γων˚ Πί­ε­τε ἐξ αὐ­τοῦ πάν­τες⁺ τοῦ­το γάρ ἐ­στι τό αἷ­μα μου τό τῆς και­νῆς δι­α­θή­κης τό πε­ρί πολ­λῶν ἐκ­χυ­νό­με­νον εἰς ἄ­φε­σιν ἀ­μαρ­τι­ῶν.» 

(Με­τά­φρα­ση) Ἐ­νῶ δέ ἔ­τρω­γαν,ὁ Ἰ­η­σοῦς πῆ­ρε τόν ἄρ­το, καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε εὐ­χα­ρι­στή­ρια προ­σευ­χή, τόν ἔ­κο­ψε καί τόν μοί­ρα­σε στούς μα­θη­τάς καί εἶ­πε⁺ «λά­βε­τε φά­γε­τε⁺ αὐ­τό εἶ­ναι τό σῶ­μα μου». Ὕ­στε­ρα πῆ­ρε τό πο­τή­ριο,καί ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε εὐ­χα­ρι­στή­ρια προ­σευ­χή, τό ἔ­δω­σε σ’ αὐ­τούς λέ­γον­τας:«Πί­ε­τε ἀ­π’ αὐ­τό ὅ­λοι, δι­ό­τι αὐ­τό εἶ­ναι τό αἷ­μα μου,πού ἐ­πι­κυ­ρώ­νει τή νέ­α δι­α­θή­κη, πού χύ­νε­ται γιά πολ­λούς, γιά νά συγ­χω­ρε­θούν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες τους.­.» Ματθ.26. 26-28. Μαρκ.14. 22-24. Λουκ.22. 19-20) Ὁ Λου­κᾶς μᾶς ἀ­να­φέ­ρει καί τήν ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου γιά συ­νέ­χι­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὡς ἑ­ξῆς: «τοῦ­το ποι­εῖ­τε εἰς τήν ἐ­μήν ἀ­νά­μνη­σιν».Ὁ δέ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πρό­σθε­σε καί τά ἑ­ξῆς:«Ὅ­σες φο­ρές τρώ­γε­τε αὐ­τόν τόν ἄρ­το, καί πί­νε­τε αὐ­τό τό πο­τή­ριο, δι­α­κη­ρύτ­τε­τε τόν θά­να­το τοῦ Κυ­ρί­ου, μέ­χρι νά ἔλ­θει.» Γι’ αὐ­τό καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας συ­νε­χί­ζει πι­στά τήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου χω­ρίς κα­μιά και­νο­το­μί­α, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τούς Πα­πι­κούς πού ἄλ­λα­ξαν τά πάν­τα. 

Σχο­λι­ά­ζον­τας ὁ Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, τήν πρό­τα­ση⁺ «Λα­βών τό πο­τή­ριον καί εὐ­χα­ρι­στή­σας» γρά­φει:«Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι σέ σχῆ­μα προ­σευ­χῆς κά­νει δι­ά­λο­γο μέ τό Θε­ό Πα­τέ­ρα κά­νον­τας καί Αὐ­τόν συμ­μέ­το­χον καί κοι­νω­νόν τῆς ζω­ο­ποι­οῦ εὐ­λο­γί­ας πού μᾶς δό­θη­κε, ἀλ­λά ἔ­τσι ἔ­δω­κε καί σέ μᾶς τύ­πον ὥ­στε πρῶ­τον νά εὐ­χα­ρι­στοῦ­μεν καί με­τά νά προ­χω­ροῦ­μεν στήν τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­μεῖς σύμ­φω­να μέ τά ὅ­σα ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος, θέ­του­μεν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ τά δῶ­ρα μας καί δε­ό­με­θα γιά ἀρ­κε­τή ὥ­ρα νά με­τα­βλη­θοῦν σέ πνευ­μα­τι­κή εὐ­λο­γί­α ὥ­στε ὅ­ταν με­τα­λά­βου­με ἀ­πό αὐ­τά νά ἁ­γι­α­σθοῦ­με πνευ­μα­τι­κά καί σω­μα­τι­κά.» 

Ἐ­πί­σης ὁ ἴ­διος, κά­νει μιά εὔ­στο­χη σκέ­ψη, στό ὑ­πό­μνη­μά του, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο, καί ἀ­παν­τᾶ στό για­τί ὁ Κύ­ριος ἵ­δρυ­σε αὐ­τό τό Μυ­στή­ριο,γρά­φει:«ἐ­πει­δή ἔ­μελ­λεν ὁ Χρι­στός με­τά τήν ἀ­νά­στα­σή Του νά ἀ­να­λη­φθεῖ σω­μα­τι­κά πρός τόν Πα­τέ­ρα, γιά τοῦ­το μᾶς ἄ­φη­σε τό σῶ­μα Του καί τό αἶ­μα Του, γιά νά κα­τοι­κεῖ (διά τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας) μέ­σα μας, τό σῶ­μα Του καί τό αἶ­μα Του, για νά μᾶς κά­νει ἁ­γί­ους καί ἀ­θα­νά­τους. Χω­ρίς τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ,πού εἶ­ναι ἡ ζω­ή, ἀ­δύ­να­τον νά σω­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος καί νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τό θά­να­το καί τήν ἁ­μαρ­τί­α.» Μέ τό μυ­στή­ριο αὐ­τό ἤ­ταν ἕ­νας τρό­πος νά τόν ἔ­χουν καί νά τόν αἰ­σθά­νον­ται ἀ­νά­με­σά τους οἱ μα­θη­τές καί ὅ­σοι θά τό ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν με­τά καί νά βο­η­θοῦν­ται στόν ἀ­γώ­να τους τόν πνευ­μα­τι­κό. Ἄλ­λω­στε ἔ­τσι ἐκ­πλη­ρω­νό­ταν καί ἡ ὐ­πό­σχε­ση πρός τούς πι­στούς του⁺ «Θά εἶ­μαι μα­ζί σας ἐν ὅ­σω ζεῖ­τε στόν κό­σμο αὐ­τό», καί σω­μα­τι­κά. 

Ἐ­πει­δή τό M­υ­στή­ριο αὐ­τό εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς κα­τά Χρι­στό ζω­ῆς καί εἶ­ναι ἀ­ναγ­και­ό­τα­το στή ζω­ή τῶν ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν θά ποῦ­με λί­γα γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά του στή συ­νέ­χεια


5. Η ἀναγκαιότητα τοῦ Μυστηρίου 

Ἡ ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα καί σπου­δαι­ό­τη­τα τῆς σύ­στα­σης αὐ­τοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τήν με­γά­λη ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου πρός τούς μα­θη­τές του καί πρός τούς μέλ­λον­τας νά πι­στεύ­σουν σ’ Αὐ­τόν. Θυ­μό­μα­στε στήν προ­σευ­χή Του πρός τόν Πα­τέ­ρα μέ πό­ση ζέ­ση πα­ρα­κα­λοῦ­σε νά φυ­λά­ξει καί νά δι­α­τη­ρή­σει ἑ­νω­μέ­νους τούς μα­θη­τές καί ὅ­σους θά πί­στευ­αν σ’ Αὐ­τόν.

«Μό­νο μέ τήν με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, κα­τορ­θώ­νε­ται ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τό Θε­ό καί ἀ­να­πλάσ­σε­ται ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πού ἐ­ξέ­πε­σεν.­»(Κύ­ριλ.Α­λε­ξαν­δρεί­ας)

Πο­λύ πρίν ἀ­πό τήν ἵ­δρυ­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου ὁ Κύ­ριος μί­λη­σε γιά τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς συμ­με­το­χῆς τῶν χρι­στια­νῶν στήν με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί αἵ­μα­τος Του, διά τοῦ μυ­στη­ρί­ου, καί κα­τά­βα­λε πολ­λήν προ­σπά­θεια γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ ἀ­κρο­α­τές του τήν ἀ­νάγ­κη καί τήν ὠ­φέ­λεια πού θά ἔ­χουν στή συμ­με­το­χή τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Αὐ­τό φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τά λό­για του τά ὀ­ποῖ­α θά πα­ρου­σι­ά­σο­υμε αὐ­τού­σια καί χω­ρίς σχό­λια στή συ­νέ­χεια.


«Εἶ­πον οὖν πρὸς αὐ­τόν· (οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι) Κύ­ρι­ε, πάν­το­τε δὸς ἡ­μῖν τὸν ἄρ­τον τοῦ­τον.»


35. εἶ­πε δὲ αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς· ὁ ἐρ­χό­με­νος πρός με οὐ μὴ πει­νά­σῃ, καὶ ὁ πι­στε­ύ­ων εἰς ἐ­μὲ οὐ μὴ δι­ψή­σει πώ­πο­τε.


41. Ἐ­γόγ­γυ­ζον οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι εἶ­πεν, ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ κα­τα­βὰς ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ,


48. ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς.


50. οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βα­ί­νων, ἵ­να τις ἐξ αὐ­τοῦ φά­γῃ καὶ μὴ ἀ­πο­θά­νῃ.


51. ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς· ἐ­άν τις φά­γῃ ἐκ το­ύ­του τοῦ ἄρ­του, ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. καὶ ὁ ἄρ­τος δὲ ὃν ἐ­γὼ δώ­σω, ἡ σάρξ μού ἐ­στιν, ἣν ἐ­γὼ δώ­σω ὑ­πὲρ τῆς τοῦ κό­σμου ζω­ῆς.


52. Ἐ­μά­χον­το οὖν πρὸς ἀλ­λή­λους οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι λέ­γον­τες· Πῶς δύ­να­ται οὗ­τος ἡ­μῖν δοῦ­ναι τὴν σάρ­κα φα­γεῖν;


53. εἶ­πεν οὖν αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς· Ἀ­μὴν ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, ἐ­ὰν μὴ φά­γη­τε τὴν σάρ­κα τοῦ υἱ­οῦ τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ πί­η­τε αὐ­τοῦ τὸ αἷ­μα, οὐκ ἔ­χε­τε ζω­ὴν ἐν ἑ­αυ­τοῖς.


54. ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἔ­χει ζω­ὴν αἰ­ώ­νιον, καὶ ἐ­γὼ ἀ­να­στή­σω αὐ­τὸν ἐν τῇ ἐ­σχά­τῃ ἡ­μέ­ρᾳ.


55. ἡ γὰρ σάρξ μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι βρῶ­σις, καὶ τὸ αἷ­μά μου ἀ­λη­θῶς ἐ­στι πό­σις.


56 ὁ τρώ­γων μου τὴν σάρ­κα καὶ πί­νων μου τὸ αἷ­μα ἐν ἐ­μοὶ μέ­νει, κἀ­γὼ ἐν αὐ­τῷ. 

57. κα­θὼς ἀ­πέ­στει­λέ με ὁ ζῶν πα­τὴρ κἀ­γὼ ζῶ δι­ὰ τὸν πα­τέ­ρα, καὶ ὁ τρώ­γων με κἀ­κεῖ­νος ζή­σε­ται δι' ἐ­μέ.


58. οὗ­τός ἐ­στιν ὁ ἄρ­τος ὁ ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βάς, οὐ κα­θὼς ἔ­φα­γον οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν καὶ ἀ­πέ­θα­νον· ὁ τρώ­γων μου τοῦ­τον τὸν ἄρ­τον ζή­σε­ται εἰς τὸν αἰ­ῶ­να. (Ἰ­ω­άν. στ΄κεφ.)


Αὑ­τό πού διαβάζουμε ἐ­δῶ εἶ­ναι μιά προ­σπά­θεια γιά νά προ­ε­τοι­μά­σει τούς πι­στούς νά συμ­με­τέ­χουν στό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας σάν ἀνακαία πράξη.

Εἶναι ἀναγκαία ἡ Θεία Κοινωνία γιά νά βοηθᾶ καί νά ἐνισχύει τόν χριστιανό στόν ἀ­γώ­να πού κά­νει γιά νά ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τίς ἀ­δυ­να­μί­ες καί τά σφάλ­μα­τά του καί καί νά παίρνει δύναμη γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς.

ὁ ἱ­ε­ρός Κα­βά­σι­λας ἐ­πι­ση­μαί­νει:«Ἀρ­κε­τός γιά ὅ­λα αὐ­τά θά εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος πού στη­ρί­ζει ἀ­λη­θι­νά τήν καρ­δί­αν τοῦ ἀν­θρώ­που, θά πα­ρά­σχει προ­θυ­μί­α γιά τήν προ­σπά­θεια τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἀ­φαι­ρέ­σει ἀ­πό τήν ψυ­χήν τήν περ­ττήν ρα­θυ­μί­α⁺ ὁ ἄρ­τος πού ἦλ­θε ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό, με­τα­φέ­ρον­τάς μας τή ζω­ή, αὐ­τός πού πρέ­πει νά τρώ­γο­υμε καί νά ἀ­να­ζη­τοῦ­με μέ κά­θε τρό­πο, ὥ­στε κά­νον­τας τό δεῖ­πνο αὐ­τό συ­νε­χές ἔρ­γο, νά φυ­λατ­τώ­μα­στε ἀ­πό τήν πεῖ­να (τήν πνευματική) .

Μέ τή συμ­με­το­χή στή θεί­α Κοι­νω­νί­α ὁ χρι­στια­νός ἑ­νώ­νε­ται μέ τόν Χρι­στό καί ἀ­φοῦ ὁ χρι­στια­νός ἑ­νω­θεῖ μέ τό Χρι­στό τό­τε φεύ­γει ἀ­πό αὐ­τόν ὁ πνευ­μα­τι­κός θά­να­τος καί ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­θα­να­σί­α.

Ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκκλησία γνω­ρί­ζον­τας τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς Θεί­ας κοι­νω­νί­ας ἀ­πό πο­λύ ἐ­νω­ρίς ἐ­φάρ­μο­ζε αὐ­τό καί πε­ρι­φρού­ρι­σε τή τα­κτι­κή θεί­α με­τά­λη­ψη καί μέ Κα­νό­νες ἀ­κό­μα. Γιά πα­ρά­δειγ­μα ὁ θ΄. Ἀ­πο­στο­λι­κός Κα­νό­νας λέ­γει:«Πάν­τας τούς εἰ­σι­όν­τας πι­στούς, καί τῶν γρα­φῶν ἀ­κού­ον­τας μή πα­ρα­μέ­νο­τες δε τῆ προ­σευ­χῆ καί τῆ ἁ­γί­α με­τα­λή­ψει, ὡς ἀ­τα­ξί­αν ἐμ­ποι­οῦν­τας τῆ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­φο­ρί­ζε­σθαι χρή.» Δη­λα­δή ὅ­σοι πι­στοί μπαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­κρο­ά­ζον­ται τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα τῶν Γρα­φῶν καί δέν συμ­με­τέ­χουν στήν προ­σευ­χή καί στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, πρέ­πει νά ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας για­τί δη­μι­ουρ­γοῦν ἀ­τα­ξί­α.

Εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νά με­τα­λαμ­βά­νου­με συ­χνά τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου, για­τί ἔ­τσι γε­μί­ζει ἡ ψυ­χή μας Χρι­στό καί δέν βρί­σκει τό­πο νά μπεῖ ὀ Δι­ά­βο­λος.«Δι­ό­τι αὐ­τό τό αἷ­μα το­πο­θε­τεῖ θύ­ρες στίς αἰ­σθή­σεις μας καί δέν ἀ­φή­νει νά πε­ρά­σει τί­πο­τε ἀ­πό ἐ­κεῖ­να πού μπο­ροῦν νά δι­α­φθεί­ρουν, μάλ­λον δέ ἀ­σφα­λί­ζον­τας τίς θύ­ρες ἀ­πο­θεῖ τόν κα­τα­στρο­φέ­α καί κα­θι­στά να­ό Θε­οῦ τήν καρ­διά».(Ν. Καβάσιλας)

Καί ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει πώς:« ἡ Θεί­α Κοι­νω­νί­α εἶ­ναι ἀ­ναγ­καί­α γιά νά ἀ­πο­λαύ­σει κά­ποι­ος τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Αὐ­τός πού ἀ­να­γεν­νή­θη­κε μέ τό Βά­πτι­σμα εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά τρέ­φε­ται μέ τή θεί­α Κοι­νω­νί­α τῶν ἁ­γί­ων ἁ­γί­ων Μυ­στη­ρί­ων.Ὅ­λοι οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι ἔ­χου­με τήν ἀ­νάγ­κη νά λαμ­βά­νο­υμε τήν τρο­φή τῆς αἰ­ώ­νιας ζω­ῆς πού μᾶς πα­ρέ­δω­σε ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ τοῦ ζῶν­τος.» Ἀ­πάν­τών­τας ὁ ἴ­διος σέ μιά γυ­ναί­κα πού τόν ρώ­τη­σε, πόσο συχνά θά κοινωνᾶ,τῆς ἔ­γρα­ψε τά ἑ­ξῆς: «Εἶ­ναι κα­λό καί ὠ­φέ­λι­μο νά κοι­νω­νεῖ κά­ποι­ος κά­θε μέ­ρα καί νά με­τα­λαμ­βά­νει τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἒ­πει­δή ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος λέ­ει ὅ­ποι­ος τρώ­γει τή σάρ­κα μου καί πί­νει τό αἷ­μα μου, ἔ­χει ζω­ήν αἰ­ώ­νια.» Ποι­ός ἀμ­φι­βάλ­λει ὅ­τι τό νά με­τα­λαμ­βά­νει κά­ποι­ος συ­νε­χῶς τή ζω­ή δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἅλ­λο ἀ­π’ τό νά ζεῖ ποι­κι­λο­τρό­πως, δη­λα­δή νά ζεῖ μέ ὅ­λες του τίς ψυ­χι­κές καί σω­μα­τι­κές δυ­νά­μεις καί αἰ­σθή­σεις;»

Δυ­στυ­χῶς πα­ρ’ ὅ­λη τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα τῆς Θεί­ας Κοι­νω­νί­ας, εἴ­μα­στε μάρ­τυ­ρες μιᾶς με­γά­λης ἀ­δι­α­φο­ρί­ας πού νο­μί­ζο­μεν ὅ­τι προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ἀλ­λά καί ἀ­πό ἀ­νε­παρ­κή κα­τάρ­τι­ση καί­ δι­α­φώ­τι­ση τῶν χρι­στα­νῶν ἀ­πό τούς ἐ­ξο­μο­λό­γους.

Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε πάν­το­τε καί φαί­νε­ται ἀ­πό αὐ­τά πού ἀ­κο­λου­θοῦν. 


6.«Ἡ ἐπιζήμια εὐλάβεια, ἔργο τοῦ πονηροῦ» 

Ὁ τί­τλος αὐ­τός εἶ­ναι ἕ­νας ὅ­ρος πού ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας χρη­ση­μο­ποίη­σε γιά τούς χρι­στια­νούς ἐ­κεί­νους πού πρό­βαλ­λαν καί προ­βάλ­λουν καί ἀ­κού­ου­μεν καί σή­με­ρα συ­χνά πυ­κνά νά προ­βάλ­λε­ται αὐ­τή ἡ δι­και­ο­λο­γί­α⁺ «Εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός, καί ἀ­νά­ξιος πῶς νά κοι­νω­νή­σω;» Καί μέ τήν πρό­φα­ση αὐ­τή στε­ροῦν­ται τῆς ζω­ῆς καί δέν συμ­με­τέ­χουν στό με­γά­λο αὐ­τό Δεῖ­πνο τοῦ Κυ­ρί­ου, πού κα­τά τόν θεῖ­ο Χρυ­σό­στο­μο⁺ «Μέ­νουν ἄ­γευ­στοι καί παν­τε­λῶς ἀ­μέ­το­χοι τοῦ ἁ­για­σμοῦ καί τῆς μα­κα­ρι­ό­τη­τος». 

Με­ρι­κοί ἀ­πό ἀ­μέ­λεια καί ἄλ­λοι ἀ­πό ἄ­γνοι­α, ζη­μι­ώ­νον­ται ἀ­φάν­τα­στα, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι μι­ά «ἐ­πι­ζή­μιον εὐ­λά­βεια», τήν ὁ­ποί­αν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἅ­γιος, «πα­γί­δα καί βρό­χον ἔρ­γον τοῦ πο­νη­ροῦ δι­α­βό­λου». 

Στά ὑ­πο­μνή­μα­τά του, ὁ ἅ­γιος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον καί Ἰ­ω­άν­νην εὐ­αγ­γέ­λια, ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θέ­μα μέ τά ἑ­ξῆς:« Ναί μέν μπο­ρεῖ κά­ποι­ος νά πεῖ», «εἶ­ναι γραμ­μέ­νον· ὥ­στε ὅς ἄν έ­σθί­η τόν ἄρ­τον τοῦ­τον ἤ πί­νη τό πο­τή­ριον τοῦ­το ἀ­να­ξί­ως, ἔ­νο­χος ἔ­σται τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου»(Α΄ Κορ.ι­α΄27), «Ἐ­γώ λοι­πόν ἐ­ξέ­τα­σα καί βρῆ­κα τόν ἑ­αυ­τό μου ἀ­νά­ξιο, καί δέν κοι­νω­νῶ». Σ’ αὐ­τόν πού λέ­γει αὐ­τά θά ἀ­κού­σει. «Πό­τε θά γί­νεις ἄ­ξιος, πό­τε θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς στήν ἁ­μαρ­τί­α; Πό­τε θά πα­ρα­στή­σεις τόν ἑ­αυ­τό σου κα­θα­ρό ἐ­νώ­πιον τοῦ Χρι­στοῦ ὅ­ταν συ­νε­χῶς φο­βᾶ­σαι ὅ­τι θά πέ­σεις; Θά πρέ­πει νά γνω­ρί­ζεις ὅ­τι πο­τέ δέ θά στα­μα­τή­σεις νά γλυ­στρᾶς καί νά πέ­φτεις σέ κά­τι, ἑ­πο­μέ­νως δέν ἔ­χεις δί­και­ο.»Συ­νε­χί­ζον­τας στό ἴ­διο θέ­μα ὡς ἑ­ξῆς: «Δέ θά μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά ἔ­χει τε­λεί­ως κα­θα­ρήν τήν ψυ­χήν του ἔ­στω κι’ ἄν εἶ­ναι ἀ­πό τούς πιό προ­σε­κτι­κούς καί ἐρ­γα­τι­κούς στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, ἀ­φοῦ εἶ­ναι γραμ­μέ­νο:«Ποι­ός μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἁ­γνήν τήν ψυ­χή του; ὅ­ταν αὐ­τός πού φταί­ει καί στό πιό μι­κρό εἶ­ναι ἔ­νο­χος καί πα­ρα­βά­της ὅ­λων»; Κα­νέ­νας λοι­πόν δέ μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α ὅ­σο προ­σε­κτι­κός καί ἄ­γρυ­πνος ἄν εἶ­ναι, για­τί ὑ­πάρ­χει καί ἡ κα­τά νοῦν ἁ­μαρ­τί­α, καί ποι­ός μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά τήν ἀ­πο­φύ­γει; Ἡ ἀ­να­μαρ­τη­σί­α μό­νο στό Θε­ό ἀ­νή­κει. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φύ­ση μας, καί ἄν θέ­λα­με μό­νοι μας νά σω­θοῦ­με δέ θά μπο­ροῦ­σα­με, ἄν δέν μᾶς ἔ­σω­ζε ἡ ἀ­γά­πη καί εὐ­σπλα­χνί­α τοῦ Κυ­ρί­ου. 

Καί ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος στήν ὁ­μι­λί­α του «στά Σε­ρα­φείμ» ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος στούς ἀ­κρο­α­τές του λέ­γει:«Γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὅ­λοι μας βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πό ἐ­πι­τί­μια, ( γιά τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας) καί κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά καυ­χη­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­γνήν ψυ­χή, ἀλ­λά αὐ­τό δέν εἶ­ναι τό τρο­με­ρό, ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή⁺ Τό τρο­με­ρό εἶ­ναι ὅ­τι ἐ­νῶ γνω­ρί­ζο­μεν ὅ­τι δέν ἔ­χο­μεν κα­θα­ρή ψυ­χή, δέν πη­γαί­νο­μεν σ’ Ἐ­κεῖ­νον πού δύ­να­ται νά κα­θα­ρί­σει τήν ψυ­χή μας.» 

Ὁ δέ Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας συ­στή­νει: 

«Δέν πρέ­πει νά ἀ­πέ­χου­μεν ἀ­πό τήν τρά­πε­ζα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο χρει­ά­ζε­ται μέ τή δι­και­ο­λο­γί­α ὅ­τι δέν εἴ­μα­στε κα­θό­λου προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι γιά τά μυ­στή­ρια, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­θι­στοῦ­με τήν ψυ­χή ἀ­σθε­νέ­στε­ρη καί χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό κά­θε πλευ­ρά.­.. Καί νά μήν ἀ­πο­φεύ­γουν τό θε­ρα­πευ­τή προ­φα­ζι­ζό­με­νοι τήν ἀ­σθέ­νεια, γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νά τόν ἀ­να­ζη­τοῦν» 

Νο­μί­ζω ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρη δι­ευ­κρί­νι­ση γιά νά ἀν­τι­λη­φθοῦν οἱ χρι­στια­νοί ὅ­τι ὅ­σο καί νά προ­σπα­θή­σουν μό­νοι τους δέ θά κα­τα­φέ­ρουν νά ἀ­παλ­λα­χθοῦν ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί κα­νέ­νας γεν­νη­μέ­νος ἀ­πό γυ­ναί­κα δέν μπό­ρε­σε μό­νος του νά γί­νει ἀ­να­μάρ­τη­τος. Ἄν μπο­ροῦ­σε νά ἐ­λευ­θρω­θεῖ μό­νος του ­ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α, δέ θά ἐρ­χό­ταν καί νά σαρ­κω­θεῖ ὁ Θε­ός γιά νά τόν κα­θα­ρί­σει. 

Θά με­τα­φέ­ρω ἐ­δῶ ἕ­να κεί­με­νο, ἀ­πό τήν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­δή­μου τοῦ Ἁ­γι­ο­ρεί­του, στήν πρώ­την ἐ­πι­στο­λή τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, στό στί­χο 7 ὡς 8, τοῦ πρώ­του κε­φα­λαί­ου, γιά πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση. Για­τί πρέ­πει νά μά­θει ὁ χρι­στια­νός ὅ­τι ἄν δέν προ­σέλ­θει στή Θεί­α Με­τά­λη­ψη δέ μπο­ρεῖ νά κα­θα­ρι­σθεῖ ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α. 

Λέ­γει λοι­πόν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­δη­μος: «Ἀλ­λ' ἐ­δῶ ἤ­θε­λεν ἀ­πο­ρή­ση τι­νάς. Πῶς ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής οὗ­τος '­Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει ὅ­τι τούς πε­ρι­πα­τοῦν­τας ἐν τῷ φω­τί χρι­στια­νούς, τό αἷ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν; 

Ὁ γάρ ἐν τῷ φω­τί πε­ρι­πα­τῶν δέν ἁ­μαρ­τά­νει.'­Ἐ­άν γάρ ἁ­μαρ­τά­νη, δέν πε­ρι­πα­τεῖ πλέ­ον εἰς τό φῶς; ἀλ­λά εἰς τό σκό­τος, κα­θώς εἶ­πεν ἀ­νω­τέ­ρω. (δη­μι­ουρ­γῆ­ται ἐ­δῶ μιά ἀ­πο­ρί­α⁺ ὅ­ταν λέ­γει ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ κα­θα­ρί­ζει αὐ­τούς πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στό φῶς, ἀλ­λά αὐ­τοί πού περ­πα­τοῦν μέ­σα στο φῶς δέν ἀ­μαρ­τά­νουν. Για­τί τό εἶ­πεν αὐ­τό ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής;) Ἡ λύ­σις τῆς ἀ­πο­ρί­ας εἶ­ναι, κα­τά τόν ἱ­ε­ρόν Μη­τρο­φά­νη, ὅ­τι εἶ­πε τοῦ­το ὁ θε­ο­λό­γος, ἀ­πο­βλέ­πον­τας εἰς τήν ἀ­σθέ­νειαν τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως καί γνώ­μης, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­αν ἡ­μεῖς νι­κώ­με­νοι, θέ­λον­τες καί μή θέ­λον­τες ἁ­μαρ­τά­νο­μεν. '­Ἐ­πει­δή μέ τό νά ἔ­χω­μεν τρε­πτήν φύ­σιν, ἀ­κο­λού­θως τῆ τρε­πτό­τη­τι ταύ­τη, με­τα­βαλ­λό­με­θα ἀ­πό τά κα­λά εἰς τά κα­κά, κάν ἀ­πό κα­κά πά­λιν ἐ­πι­στρέ­φω­μεν εἰς τά κα­λά. Δια­τί δέν εἰ­με­θα δυ­να­τοί νά μέ­νω­μέν πάν­το­τε εἰς τήν αὐ­τήν κα­τά­στα­σιν, ἀλ­λά, ἡ πρός ἄ­το­πον πρά­ξιν πί­πτο­μεν ἡ πρός ἀ­παί­σιον λό­γον. Εἰ δέ καί ἀ­πό τά δύ­ο ταῦ­τα φυ­λα­χθῶ­μεν, ὅ­μως ἀ­πό τάς προ­σβο­λᾶς καί συν­δυα­σμούς τῶν πο­νη­ρῶν καί αἰ­σχρῶν λο­γι­σμῶν, δέν ἠμ­πο­ροῦ­μεν τε­λεί­ως νά μεί­νω­μεν ἐ­λεύ­θε­ροι, Καί διά ταῦ­τα πάν­τα ἀ­να­μαρ­τη­σί­αν νά κα­τορ­θώ­σω­μεν εἰς τήν ζω­ήν μας δέν δυ­νά­με­θα, μέ τό νά πο­λε­μού­με­θα πάν­το­τε ἀ­πό τά πά­θη καί ἀ­πό τόν ἐ­χθρόν μας δι­ά­βο­λον. Καί ὁ­ποῖ­ος εἰ­πῆ πώς εἶ­ναι ἀ­να­μάρ­τη­τος, αὐτός ψεύ­δε­ται καί ἀ­πα­τᾶ τόν ἑ­αυ­τόν του, δια­τί ὁ τοι­οῦ­τος εἶ­ναι πι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειαν καί μά­την καυ­χᾶ­ται με­γα­λορ­ρη­μο­νῶν, ἐ­πει­δή ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν, ὅ­τι ὅ­ταν κά­μω­μεν ὅλας τάς ἐν­το­λάς, νά λέ­γω­μεν ὅ­τι «δοῦ­λοι ἀ­χρεῖ­οι ἐ­σμέν ὅ­τι ὅ ὠ­φεί­λο­μεν ποι­ῆ­σαι πε­ποι­ή­κα­μεν» (Λούκ. 17,10). 

"Ὀ­σω γάρ γί­νε­ταί τι­νας φω­τει­νό­τε­ρος μέ τά τοῦ φω­τός ἔρ­γα του, καί ὅ­σον πλη­σιά­ζει πρός τό ἀ­λη­θι­νόν καί πρῶ­τον φῶς τόν Θε­όν, τό­σον πε­ρισ­σό­τε­ρον αἰ­σθά­νε­ται καί γνω­ρί­ζει τάς ἁ­μαρ­τί­ας του τάς ὁ­ποί­ας δέν ἔ­βλε­πε πρό­τε­ρον. 

Ἐ­πει­δή λοι­πόν κα­νέ­νας, ὅ­σον καί ἄν εἶ­ναι ἅ­γιος καί ὅ­σον καί ἄν πε­ρι­πα­τῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐν­το­λῶν καί τῆς α­ρε­τῆς, δέν εἶ­ναι τρό­πος νά φυ­λα­χθῆ ἀ­να­μάρ­τη­τος ἐν τῆ πα­ρού­ση ζω­ῆ, ἀλ­λά πί­πτει εἰς κά­ποι­α τι­νά συγ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα κα­θ' ὁ ἄν­θρω­πος. Διά τοῦ­το λέ­γει ἐ­δῶ ὁ θε­ο­λό­γος, ὅ­τι τό αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ ὁ­πού ἐ­χύ­θη διά τήν σω­τη­ρί­αν τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό κα­θα­ρί­ζει ἡ­μᾶς ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­αν, ὅ­ταν καί ἡ­μεῖς ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ­μεν αὐ­τήν καί με­τα­νο­ή­σω­μεν. Ἀλ­λά καί ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νω­μεν τό πα­νά­γιον αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ με­τά φό­βου καί συν­τε­τριμ­μέ­νης καρ­δί­ας, πι­στεύ­ο­μεν ὅ­τι αὐ­τό μας γί­νε­ται εἰς ἄ­φε­σιν τῶν τοι­ού­των συγ­γνω­στῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των, ὁ­πού ἐ­πρά­ξα­μεν ἑ­κου­σί­ως ἤ ἀ­κου­σί­ως, ἐν γνώ­σει ἤ ἐν α­γνοί­α κα­τά τι­νά πε­ρί­στα­σιν καί ἀν­θρώ­πι­νην ἀ­σθέ­νειαν". 

Δέν εἶ­ναι ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα θα­νά­σι­μα.Ὑ­πάρ­χουν ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν μᾶς χω­ρί­ζουν ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἁ­μαρ­τή­μα­τα ὅ­μως τά ὁ­ποῖ­α μᾶς ἀ­κο­λου­θοῦν κα­τά πό­δας. Αὐ­τά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πού δέν ἐμ­πο­δί­ζουν ἀ­πό τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, εἶ­ναι τά λε­γό­με­να συ­γνω­στά ἁ­μαρ­τή­μα­τα, τά ὁ­ποῖ­α εὔ­κο­λα ἀ­πα­λεί­φον­ται· αὐ­τό βε­βαι­ώ­νει καί ὀ Ἰ­ω­άν­νης στήν ἐ­πι­στο­λή του.(Α΄. Ἰ­ω­άν. 4, 16) 

Ὁ ἅ­γιος Ἀ­να­στά­σιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας λέ­γει: «Οὐ­κο­ϋν, εἰ μέν μι­κρά τι­νά καί ἀν­θρώ­πι­να καί συγ­χώ­ρη­τα πταί­ο­μεν, οἶ­ον δι­ά γλώσ­σης, δι' ἀ­κο­ῆς δι' ὀ­φθαλ­μῶν κλε­πτό­με­νοι, κε­νο­δο­ξί­ας, λύ­πης, θυ­μο­ῦ, ἤ τι­νός τῶν τοι­ού­των, κα­τα­μεμ­φό­με­νοι ἑ­αυ­τούς καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­με­νοι τῷ Θε­ῶ, οὕ­τω τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων με­τέ­χο­μεν, πι­στεύ­ον­τες ὅ­τι εἰς κά­θαρ­σιν τῶν τοι­ού­των, ἡ με­τά­λη­ψις τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων γί­νε­ται». 

Λοι­πόν, ἄν σφάλ­λου­με γι­ά κά­ποι­α μι­κρά καί ἀν­θρώ­πι­να πού εὔ­κο­λα συγ­χω­ροῦν­ται, ὅ­πως μέ τή γλῶσ­σα, τήν ἀ­κο­ή, καί μέ τά μά­τια πού κλέ­πτουν καί μᾶς ὁ­δη­γοῦν στήν κε­νο­δο­ξί­α, τή λύ­πη,τό θυ­μό, ἤ καί κά­ποι­α ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν αὐ­το­κα­τη­γο­ρού­με­θα καί ἐ­ξο­μο­λο­γού­μα­στε στό Θε­ό καί συμ­με­τέ­χου­με τῶν ἁ­γί­ων μυ­στη­ρί­ων πι­στεύ­ου­με στήν κά­θαρ­σιν ὅ­λων αὐ­τῶν μέ τή με­τά­λη­ψη τῶν θεί­ων μυ­στη­ρί­ων. 

Καί ὁ σο­φός Νι­κό­λα­ος Κα­βά­σι­λας, ὁ ἑρ­μη­νευ­τής τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας, σχο­λι­ά­ζον­τας τήν ἐκ­φώ­νη­ση τοῦ λει­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρέ­α,«Τά ἅ­για τοῖς ἁ­γί­οις», γρά­φει: «­.­..Σάν νά λέ­γει, (ὁ ἱ­ε­ρέ­ας) ἰ­δού ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς πού βλέ­πε­τε. Λοι­πόν τρέ­ξα­τε νά με­τα­λά­βε­τε, ἀλ­λά ὄ­χι ὅ­λοι, μό­νον ὅ­σοι εἶ­ναι ἅ­γιοι. Δι­ό­τι τά ἅ­για στέλ­λον­ται μό­νο στούς ἁ­γί­ους. Ἁ­γί­ους δε, λέ­γει ἐ­δῶ τούς τε­λεί­ους στήν ἀ­ρε­τή, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους πού βι­ά­ζον­ται νά φθά­σουν καί δέν ἔ­φθα­σαν ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι καί αὐ­τοί πού ἀ­γω­νί­ζον­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά με­τέ­χουν τῶν μυ­στη­ρί­ων καί ἁ­γι­ά­ζον­ται καί εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἅ­γιοι ὅ­πως καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α λέ­γε­ται ἁ­γί­α» Ὁ ἴ­διος πά­λιν ἐ­ρω­τᾶ:«Τί λοι­πόν; Κά­θε ἁ­μαρ­τί­α νε­κρώ­νει τόν ἄν­θρω­πο; Καί ἀ­παν­τᾶ «Κα­θό­λου, ἀλ­λά μό­νον ἡ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, (χω­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α), γι’ αὐ­τό καί λέ­γε­ται πρός θά­να­το.» 

«Γι’ αὐ­τό καί οἰ βα­πτι­σμέ­νοι, ἐ­άν δέν ἔ­χουν πέ­σει σέ θα­νά­σι­μη ἁ­μαρ­τί­α, ὥ­στε νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τόν Χρι­στό καί νά ὑ­πο­στοῦν θά­να­το, δέν ἐμ­πο­δί­ζον­ται νά κοι­νω­νοῦν τά ἄ­χραν­τα μυ­στή­ρια καί νά με­τέ­χουν τοῦ ἁ­για­σμοῦ μέ τήν πρά­ξη καί τά λό­για σάν ζων­τα­νά ἀ­κό­μη μέ­λη καί ἑ­νω­μέ­να μέ τήν κε­φα­λή.» 

Ἐ­κεῖ­νο πού χω­ρί­ζει τόν χρι­στια­νό ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι οἱ ἁ­μαρ­τί­ες, ὅ­πως λέ­γει ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας. Ὁ μο­να­δι­κός καί συ­νε­χής ἁ­γώ­νας κά­θε ἀν­θρώ­που πού πο­θεῖ τήν ἕ­νω­σή του μέ τόν Χρι­στό, εἶ­ναι κα­τά τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. 

Μέ ὅ­λα αὐ­τά πού γρά­φτη­καν έ­δῶ, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι⁺ 

α) Δέν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος στόν κό­σμο αὐ­τό, πού μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φύ­γει τε­λεί­ως τήν ἁ­μαρ­τί­α, για­τί δέν ἔ­χει φύ­ση στα­θε­ρή, ἀλ­λά με­τα­βαλ­λό­με­νη καί σέ κά­ποι­α στιγ­μή ὅ­σο προ­σε­κτι­κός κι’ ἄν εἶ­ναι κά­που θά πέ­σει. 


β)Δέν χω­ρί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο ἀ­πό τό Θε­ό καί τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­λα τά ἁ­μαρ­τή­μα­τα πα­ρά μό­νον τά Θα­νά­σι­μα 


γ)Ἄν δέν κοι­νω­νή­σει ὁ χρι­στια­νός τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ζεῖ πνευ­μα­τι­κά, για­τί στε­ρεῖ­ται τῆς ζω­ῆς. 


δ) Θά πρέ­πει νά ἀ­φή­σου­με κα­τά μέ­ρος τήν πρό­φα­ση «εἶ­μαι ἁ­μαρ­τω­λός», ἀλ­λά κά­θε φο­ρά πού ἁ­μαρ­τά­νου­με νά τρέ­χου­με στόν ἐ­ξο­μο­λο­γη­τή­ρι νά κα­θα­ρι­ζό­μα­στε καί νά συμ­με­τέ­χου­μεν συ­χνά στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, για­τί «τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θά μᾶς κα­θα­ρί­ζει ἀ­πό κά­θε ἁ­μαρ­τί­α». 


Ὅ­ταν ὅ­μως ἀ­πό ἄ­γνοι­α ἤ ἀ­μέ­λεια, προ­φα­σι­ζό­μα­στε ὅ­τι εἴ­μα­στε ἁ­μαρ­τω­λοί καί ἀ­πο­φεύ­γου­μεν τή Θεί­α Κοι­νω­νί­α, τό­τε ἀ­πο­μα­κρύ­νου­μεν τόν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πό τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή καί στε­ρού­μα­στε τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. 

Ὁ Κύ­ριος σί­γου­ρα βλέ­πει τίς πιό πά­νω ἀ­δυ­να­μί­ες μας καί μᾶς συγ­χω­ρεῖ. Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καί ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο νά τίς ἀ­να­γνώ­ρι­ζει καί νά προ­σπα­θεῖ ὅ­σο μπο­ρεῖ νά τίς πε­ρι­ο­ρί­ζει μέ ἕ­να συ­νε­χή ἀ­γώ­να ἐ­ναν­τί­ον ὅ­λων τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν του καί νά φρον­τί­ζει νά ζεῖ πάν­το­τε βί­ον κα­θα­ρό καί ἀ­κα­τη­γό­ρη­το συ­νο­δευ­ό­με­νον μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί δι­και­ο­σύ­νης.



7.Τι ἔκαναν οἱ πρῶτοι χριστιανοί 


Ἀ­πό τήν ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ χρι­στια­νοί μα­ζεύ­ον­ταν κά­θε Κυ­ρια­κή σέ κά­ποι­ο μέ­ρος καί τε­λοῦ­σαν τή θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α καί με­τα­λάμ­βα­να τό σῶ­μα καί τό αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­πως ὁ Ἴ­διος ἤ­θε­λε καί δι­έ­τα­ξε.

Σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης και τῆς ἱ­ε­ρᾶς Πα­ρά­δο­σης, ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α στίς συ­νά­ξεις τῶν πι­στῶν της εἶ­χε σάν κεν­τρι­κό ση­μεῖ­ο τήν τέ­λε­ση τοῦ Μυ­στη­ρί­ου. Προ­ε­στός τῶν πρώ­των συ­νά­ξε­ων ἦ­ταν ἕ­νας Ἀ­πο­στο­λος, εἰς τό­πον Χρι­στοῦ. Ἀρ­γό­τε­ρα οἱ Ἀ­πό­στο­λοι χει­ρο­τό­νη­σαν ἐ­πι­σκό­πους καί ἱ­ε­ρεῖς. Ὅ­που ὑ­πῆρ­χεν ἐ­πί­σκο­πος προ­ΐ­στα­το αὐ­τός⁺ ἄν δέν ὑ­πῆρ­χε, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.

Στίς Ἀ­πο­στο­λι­κές Δι­α­τα­γές, ἕ­να ἀρ­χαῖ­ο κεί­με­νο δι­α­βά­ζου­με: «Καί ὁ μέν Ἐ­πί­σκο­πος νά δί­δει τήν προ­σφο­ρά λέ­γον­τας Σῶ­μα Χρι­στοῦ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος πού τήν δέ­χε­ται νά λέ­ει: Ἀ­μήν. Ὁ δι­ά­κο­νος πά­λιν κρα­τεῖ τό πο­τή­ριο καί δί­νον­τας νά λέ­ει: Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, πο­τή­ριο ζω­ῆς. Καί ἐ­κεῖ­νος πού πί­νει νά λέ­ει:Ἀ­μήν. Νά λέ­γε­ται ἐ­πί­σης ὁ 33 ψαλ­μός ὅ­ταν με­τα­λαμ­βά­νουν ὅ­λοι οἱ ὑ­πό­λοι­ποι. Καί ὅ­ταν με­τα­λά­βουν ὅ­λοι καί ὅ­λες, οἱ Δι­ά­κο­νοι ἀ­φοῦ πά­ρουν ὅ,­τι πε­ρί­σευ­σαν, νά τά με­τα­φέ­ρουν στά πα­στο­φό­ρια. Καί ὅ­ταν παύ­σει ὁ ψάλ­της νά λέ­ει,ἀ­φοῦ με­τα­λά­βα­με τό πο­λύ­τι­μο σῶ­μα καί αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ἄς εὐ­χα­ρι­στή­σου­μεν αὐ­τόν πού μᾶς ἀ­ξί­ω­σε νά με­τα­λά­βου­με τά ἅ­για μυ­στή­ριά του καί ἄς πα­ρα­κα­λέ­σου­με νά μήν ἀ­πο­βοῦν σέ κα­τα­δί­κη μας, ἀλ­λά πρός σω­τη­ρί­α μας, πρός ὠ­φέ­λεια τῆς ψυ­χῆς καί τοῦ σώ­μα­τος, πρός δι­α­τή­ρη­ση τῆς πί­στε­ως πρός ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν, πρός ζω­ήν τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος.»

Ἔ­τσι φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ κυ­ρι­ώ­τε­ρος σκο­πός πού ἡ Ἐκ­κλη­σί­α συ­νά­γε­ται μέ­σα στό να­ό εἶ­ναι ἡ τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας μέ κεν­τρι­κό ση­μεῖ­ο τή Θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α γιά νά συμ­με­τέ­χουν οἱ πι­στοί, νά ἑ­νω­θοῦν μέ τόν Κύ­ριο καί νά γί­νουν χρι­στο­φό­ροι καί θε­ο­φό­ροι. Ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α τοῦ Ἰ­ου­στί­νου τοῦ φι­λο­σό­φου καί μάρ­τυ­ρος, στά μέ­σα τοῦ δεύ­τε­ρου αἰ­ώ­να, βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι ὅ­σοι μα­ζεύ­ον­ταν στή τέ­λε­ση τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας κοι­νω­νοῦ­σαν ὅ­λοι. Ἰ­δού τί γρά­φει στόν αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­τω­νῖ­νο τόν Εὐ­σε­βῆ (138-161 μΧ.­)· «­.­..προ­σφέ­ρε­ται ἄρ­τος καί οἶ­νος καί με­τά ὅ­λοι με­τα­λαμ­βά­νουν ἀ­πό τά κα­θη­γι­α­σθέν­τα καί εὐ­χα­ρι­στοῦν τό Θε­ό.» (1η Ἀ­πο­λο­γί­α).

Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νο­υμεν ὅ­τι ἡ Θεί­α Λει­τουρ­γί­α γί­νε­ται γιά τήν Ἐκ­κλη­σία καί ὅ­τι ὁ κύ­ριος σκο­πός τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή τοῦ κά­θε πι­στοῦ στήν Τρά­πε­ζα τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί εἶ­ναι ἐ­πι­βαλ­λό­με­νη ἡ με­τά­λη­ψη τοῦ σώ­μα­τος καί τοῦ αἵ­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου.

Καί τό­τε ὅ­πως καί σή­με­ρα συ­νέ­βαι­ναν πολ­λά ἄ­το­πα, πα­ρ’ ὄ­λο πού εἶ­χαν ἕ­να Χρυ­σό­στο­μο πού κα­θη­με­ρι­νά τούς κα­τη­χοῦ­σε, τούς συμ­βού­λευ­ε καί πολ­λές φο­ρές τούς ἐ­πι­τι­μοῦ­σε ἀλλά δέν ἔ­λει­παν καί τά λυ­πη­ρά.

Σέ μιά ὁ­μι­λί­α του φαί­νε­ται ἡ ἀ­πα­γο­ή­τευ­σή του, για­τί πολ­λοί δέν συμ­με­τέ­χαν στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α. Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά πα­ρου­σι­ά­σου­με τά κεί­με­να αὐ­τά για­τί ἐν­δι­α­φέ­ρουν πο­λύ καί τήν δι­κή μας γε­νιά.

Γι’ αὐ­τούς πού πα­ρα­κο­λου­θοῦν τή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α καί δέν κοι­νω­νοῦσαν, ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἔλεγε: «Ὤ τί συ­νή­θεια, ὤ τί πρό­λη­ψις! Εἰς μά­την γί­νε­ται θυ­σί­α κα­θη­με­ρι­νῶς, εἰς μά­την πα­ρι­στά­με­θα εἰς τό θυ­σι­α­στή­ριον, δι­ό­τι κα­νείς δέν με­τέ­χει.»Καί συ­νε­χί­ζει ὁ ἅ­γιος πα­τέ­ρας: «Λέ­γω αὐ­τά, ὄ­χι νά με­τέ­χε­τε ὄ­πως τύ­χη, ἀλ­λά διά νά προ­ε­τοι­μά­ζε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας, ὥ­στε νά γί­νε­σθε ἄ­ξιοι. Δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος τῆς θυ­σί­ας, οὔ­τε τῆς με­τα­λή­ψε­ως; Λοι­πόν δέν εἶ­σαι ἄ­ξιος οὔ­τε εἰς τάς εὐ­χάς τῆς με­τα­λή­ψε­ως νά πα­ρί­στα­σαι. Ἀ­κοῦς τόν ἱ­ε­ρέ­α νά ἵ­στα­ται καί νά λέ­γει, ὅ­σοι εὑ­ρί­σκε­σθε εἰς με­τά­νοι­αν, προ­σευ­χη­θῆ­τε ὅ­λοι. Ὅ­σοι δέν με­τέ­χουν, (στή Θεί­α Κοι­νω­νί­α) εὑ­ρί­σκον­ται εἰς με­τά­νοι­αν.(ὅ­πως τό­τε οἱ Κα­τη­χού­με­νοι, καί ὅ­σοι βρί­σκον­ταν σέ ἐ­πι­τί­μια.)Ἐ­άν ἀ­νή­κεις εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας, δέν πρέ­πει νά με­τά­σχης στή θεί­α Με­τά­λη­ψιν· δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει, ἀ­νή­κει εἰς τούς με­τα­νο­οῦν­τας. Δια­τί, ἐ­νῶ λέ­γει νά ἀ­πέλ­θε­τε ὅ­σοι δέν ἠμ­πο­ρεῖ­τε νά προ­σφέ­ρε­τε δέ­η­σιν, σύ ἵ­στα­σαι μέ θρα­σύ­τη­τα; Δέν εἶ­σαι ὅ­μως ἀ­πό τούς με­τα­νο­ο­ῡν­τας, ἀλ­λά δύ­να­σαι νά με­τά­σχης, καί δέν φρον­τί­ζεις κα­θό­λου, θε­ω­ρεῖς τό πρᾶγ­μα ὡς ἀ­σή­μαν­το; Πρό­σε­χε σέ πα­ρα­κα­λῶ∙ ἑ­τοι­μά­ζε­ται τρά­πε­ζα βα­σι­λι­κή, ὑ­πη­ρε­τοῦν εἰς τήν τρά­πε­ζαν ἄγ­γε­λοι, πα­ρευ­ρί­σκε­ται αὐ­τός ὁ ἴ­διος ὁ βα­σι­λεύς, καί σύ ἵ­στα­σαι καί χα­σμου­ρι­έ­σαι.­.. ἔρ­χε­ται (ὁ Κύ­ριος) κά­θε φο­ρά διά νά ἴ­δη ὅ­σους με­τέ­χουν, συ­νο­μι­λεῖ μέ ὅ­λους∙ καί τώ­ρα εἰς τήν συ­νεί­δη­σιν θά εἴ­πη, φί­λοι, πῶς εὑ­ρέ­θη­τε ἐ­δῶ, ἀ­φοῦ δέν ἔ­χε­τε ἔν­δυ­μα γά­μου; Δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες εἰς τήν τρά­πε­ζαν; ἀλ­λά πρίν κα­θί­ση, λέ­γει εἰς αὐ­τόν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­νά­ξιος καί νά εἰ­σέλ­θῃ ἀ­κό­μη. Δι­ό­τι δέν εἶ­πε, δια­τί ἐ­κά­θη­σες, ἀλ­λά, δια­τί εἰ­σῆλ­θες; (Δές τήν πα­ρα­βο­λή τῶν βα­σι­λι­κῶν γά­μων. Ματθ. Κβ΄2-14) Αὐ­τά καί τώ­ρα λέ­γει πρός ὅ­λους ἐ­μᾶς, οἱ ὁ­ποῖ­οι μέ ἀ­ναι­σχυν­τί­αν καί μέ θρά­σος ἱ­στά­με­θα ἐ­δῶ. Δι­ό­τι ὅ­ποι­ος δέν με­τέ­χει εἰς τά μυ­στή­ρια, εἶ­ναι ἀ­ναί­σχυν­τος καί θρα­σύς ὅ­ταν ἵ­στα­ται εἰς τό να­όν. Διά τοῦ­το ἐκ­βάλ­λον­ται ἀ­πό τό να­όν ὅ­σοι εὑ­ρί­σκον­ται εἰς κα­τά­στα­σιν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος.­. (οἱ k­α­τη­χού­με­νοι) Εἰ­πέ μου, ἐ­άν κά­ποι­ος προ­σκε­κλη­μέ­νος εἰ τήν τρά­πε­ζαν, ἀ­φοῦ νί­ψη τάς χεῖ­ρας καί κα­θί­σῃ καί ἑ­τοι­μα­σθῇ διά τό φα­γη­τό, ὕ­στε­ρον ὅ­μως δέν με­τέ­χει, δέν προ­σβάλ­λει ἐ­κεῖ­νον ὀ ὀ­ποῖ­ος τόν ἐ­κά­λε­σε; Δέν ἦ­το κα­λύ­τε­ρον αὐ­τός νά μή ἔλ­θῃ; Ἔ­τσι λοι­πόν καί σύ ἦλ­θες, ἔ­ψαλ­λες τόν ὔ­μνο μα­ζί μέ ὅ­λους, ὡ­μο­λό­γη­σες ὅ­τι εἶ­σαι ἄ­ξιος κα­θ’ ὅ­σον δέν ἔ­φυ­γες μα­ζί μέ τούς ἀ­να­ξί­ους∙ πῶς ἔ­μει­νες καί δέν με­τέ­χεις εἰς τήν τρά­πε­ζαν;­.­.­.»

Συ­νε­χί­ζον­τας προ­τρέ­πει ὅ­σους δέν θά με­τα­λά­βουν νά μήν μεί­νουν στήν τέ­λε­ση τοῦ μυ­στη­ρί­ου∙ «ὅ­ταν ὅ­μως πα­ρευ­ρί­σκε­σαι (στό να­ό) κα­τά τήν ὥ­ρα τοῦ μυ­στη­ρί­ου, φύ­γε ἔ­ξω∙ δι­ό­τι δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται εἰς σέ νά πα­ρα­μέ­νης πε­ρισ­σό­τε­ρον ἀ­π’ ὅ­σον ἕ­νας κα­τη­χού­με­νος.»Συ­νε­χί­ζει μέ συμ­βου­λές καί προ­τρο­πές καί λέ­γει:­«­.­..Διά νά μήν κά­νω λοι­πόν με­γα­λυ­τέ­ραν τήν ἁ­μαρ­τί­αν σας, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, ὄ­χι νά μήν ἔρ­χε­σθε, ἀλ­λά νά κα­τα­στή­σε­τε τούς ἑ­αυ­τούς σας ἀ­ξί­ους καί τῆς πα­ρου­σί­ας σας εἰς τό να­όν καί τῆς συμ­με­το­χῆς σας εἰς τήν θεί­α με­τά­λη­ψιν»­. (Πα­τε­ρι­καί Ἐκ­δό­σεις «Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, Τό­μος 20, σελ. 485 και ἑ­ξῆς)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...