Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Μαΐου 29, 2011

Ξημέρωμα στα τείχη


ΟΡΚΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ – Ξημέρωμα στα τείχη 29.05.1453‏

Ένας Μάρτυρας της Αλώσεως

Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της "Αλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί - σπυρί και το 'βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν' ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα 'φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου...», μονολογούσε καί τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ''αιωνία η μνήμη'' ό Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Άμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. Ό Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης καί τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ό σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία καί να μιλά γι' αυτούς σ' όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ό παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς ή φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ό γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε ή θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
- Το λοιπόν... είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης καί τη μοιρασιά των λαφύρων, ό σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του
στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα 'δινε όΣουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ'όλους το κεφάλι.

Ποιος ήταν ό Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ό πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τίς πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ό Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό καί Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ό Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή καί αντιστάθηκε σθεναρά.
Τώρα ό γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ό Νοταράς στην "Αλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς καί 500 σφενδονήτες καί τοξότες. Οί Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Καί σαν τον κύκλωσαν ήρθε ή αιχμαλωσία. Οί δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Καί τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ό σουλτάνος.- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ό Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στίς ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ό ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.Ό Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη καί σεβασμό προς τον πατέρα του. Ή σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό καί τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να 'ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει άκηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ό πέλεκυς έπεσε. Ό Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας καί πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Ή φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.Οί προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ό παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ό Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.

Πειραική Εκκλησία
 

Η Τραγική Άλωση, 29-30-31 Μαίου 1453

undefined
Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου.
Δείτε και ακούστε επίσης:
Ο Σουλτάνος για να εξάψει και φανατίσει το φρόνημα του στρατού είχε υποσχεθεί τριήμερη διαρπαγή της πόλεως κι’ ιδιοποίηση όλων των κινητών πραγμάτων, εφόσον η Κωνσταντινούπολη θα περιερχόταν στους Τούρκους ύστερα από αγώνα. Ο Μωάμεθ είχε πει την προηγούμενη μέρα στους στρατιώτες: «Ήθελα μόνον να θυμίσω σε σας τις έκτακτες αμοιβές, που θα τύχετε, έκτος από την τιμή και τη δόξα, κατόπιν από τη νικηφόρα έφοδο. Και πρώτα μέσα στην Πόλη υπάρχει πλούτος πολύς και παντοδαπός, ο μεν στα βασίλεια, ο δε στους οίκους, ο δε καλλίτερος και περισσότερος στα ιερά, βρισκόμενος από αναθήματα από χρυσό κι’ άργυρο κατασκευασμένα κι’ από λίθους πολύτιμους. Αυτά όλα σεις θα τα πάρετε. Έπειτα θα βρείτε ευγενείς και επίσημους άντρες, που οι περισσότεροι θα γίνουν δούλοι σας, οι άλλοι θα πουληθούν από σας και γυναίκες πλείστες κι’ ωραιότατες, νέες ευπρόσωπες και παρθένες στην ώρα γάμου, ευγενείς από ευγενείς. Από αυτές μερικές θα γίνουν γυναίκες σας και τις άλλες θα πουλήσετε· θα κερδίσετε πολλά σε απόλαυση και σε πλούτο, θα είναι δε στη διάθεσή σας τα παιδιά και πλείστοι και ωραιότατοι των καθώς πρέπει.
Προσφέρω σε σας τώρα τη διαρπαγή πόλεως μεγάλης και πολυάνθρωπης, βασίλισσας των πάλαι Ρωμαίων και σε ύψος ευδαιμονίας και τύχης υπάρξασα, κεφαλήν συμπάσης της οικουμένης, θα έχετε ως λεία πλούτον άπειρον, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, πάντα τον άλλον αυτής κόσμον και την καταστασιν» (Κριτόβαυλος σελ. 89-90, Δούκας, σελ. 288).
Το τουρκικό έθνος, λέει ο Μόρτμαν, είναι φιλοχρήματο και φιλάργυρο και η φυσική αυτή ιδιότητα ενήργησε πολύ ισχυρότερα παρά κάθε διαταγή του Σουλτάνου. Τα ίδια αναφέρει κι’ ο Δούκας: «Φιλοχρήματον γαρ το γένος τούτο, ει και φονεύς πατρικός εμπέσει εν ταις χερσίν αυτών, διά χρυσού απολύουσι». Τίποτε άλλο δεν σκέπτονταν οι στρατιώτες του Μωάμεθ παρά με τι τρόπο ν’ αρπάξουν αιχμαλώτους και λάφυρα. Εκείνοι που μπήκαν πρώτοι από την Ξυλόκερνη πύλη και κατόπιν οι άλλοι, αφού ο Κωνσταντίνος έπεσε, ρίχτηκαν ακάθεκτοι και φωνάζοντας. Στιγμές απογνώσεως και φρίκης για τους κατοίκους. Και στην αρχή σκότωναν, όσους εύρισκαν στους δρόμους αδιάκριτα γυναίκες, γέροντες, παιδιά. Κατόπιν επιδόθηκαν στη λεηλασία τα πληρώματα του στόλου. Μόλις είδαν τις τούρκικες σημαίες στα τείχη, άφηναν τα πλοία, έριχναν τα όπλα και έβγαιναν στη ξηρά, για να κουρσέψουν. Αυτοί που έβοσκαν τα ζώα τα άφηναν για να τρέξουν για κούρσος. Άλλοι έμπαιναν κι’ άλλοι έβγαιναν. Οι τελευταίοι ήσαν Έλληνες, που έτρεχαν προς το Γαλατά για να σωθούν. Όσοι πολεμούσαν ακόμη στους πύργους υποχρεώθηκαν να βγουν και να καταφύγουν στα πλοία τους, όπως οι Κρητικοί, που πολεμούσαν στον πύργο Βασιλείου και Κωνσταντίνου, κατά ανώτερη διαταγή του Σουλτάνου. Άλλοι έσπευδαν στις πλούσιες μονές της Χώρας και του Αγίου Ιωάννου στις Βλαχέρνες. Οι αδελφοί Μποκιάρδοι, κλεισμένοι σ’ ένα πύργο, τους απώθησαν προς στιγμή, μα κατόπιν αναγκάστηκαν να καταπαύσουν τον αγώνα και παραδόθηκαν. Ύστερα προχώρησαν στα ενδότερα. Η πόλη πλέον τους άνηκε. Στις 8 το πρωί ξεχύθηκαν σε όλες τις συνοικίες, αρπάζοντας, σκοτώνοντας, αιχμαλωτίζοντας. Ιδίως επέμειναν στις εκκλησίες, όπου είχαν καταφύγει οι περισσότεροι, νομίζοντας πως θα τις σεβαστούν, ως άσυλα. Αλλά είχαν διαψευσθεί. Οι Τούρκοι συστηματικά λήστευαν τα πάντα κι’ αιχμαλώτιζαν τους κατοίκους μη λογαριάζοντας, αν ήσαν εκκλησιές ή κοινά σπίτια. Η αιχμαλωσία γενικώς ήταν ο κανόνας. Στο ναό της Αγίας Θεοδοσίας, η οποία γιόρταζε εκείνη την ήμερα κι’ οπού είχαν προσέλθει πολλοί και μάλιστα πολλές, αιχμαλωτίστηκαν όλοι.
Στους ναούς, ιδίως σ’ εκείνον της Αγίας Σοφίας, είχαν καταφύγει οι περισσότεροι κάτοικοι. Παράδοση παλαιά υπήρχε πως η Πόλη θα κυριευθεί, αλλά μόλις οι εχθροί θα έφθαναν στον κίονα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, κάποιος Άγγελος θα κατέβαινε από τα ουράνια και θάδινε στον πρώτο τυχόντα μια ρομφαία και θάλεγε : «Λάβε την ρομφαία ταύτη και εκδικήσου τον λαόν του Κυρίου». Τότε οι Τούρκοι θα έφευγαν μέχρι των ορίων της Περσίας και η Πόλη θα σωζόταν. Τέτοιες ελπίδες τρέφοντας οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αγία Σοφία πολλές χιλιάδες. Σε μια στιγμή ο ναός γέμισε από πιστούς. Οι Τούρκοι αφού πλησίασαν στην Αγία Σοφία κι’ ακούγοντας πως μέσα εκεί δεν είχαν μόνο καταφύγει πολλές χιλιάδες χριστιανών, αλλ’ είχαν κρυφτεί από χρόνια οι θησαυροί της πόλεως, όρμησαν και με τα τσεκούρια έριξαν κάτω τις πόρτες. Μπήκαν μέσα κι’ επιδόθηκαν στη λεηλασία και προ πάντων στην αιχμαλωσία. Οι θρήνοι και κοπετοί, οι παρακλήσεις και ικεσίες δεν έφθαναν για να μετριάσουν τη λύσσα και τη μανία των Τούρκων στρατιωτών. Νήπια, παιδιά μικρά και μεγάλα δεν γλύτωσαν από τη σφαγή, οι δε παρθένες, οι γυναίκες κι’ οι άντρες όλοι έγιναν έρμαια της θηριωδίας ή της αιχμαλωσίας των Τούρκων.
Κι’ οι θηριωδίες αυτές κι’ οι αιχμαλωτισμοί μέσα στην Αγία Σοφία βάσταξαν ως το μεσημέρι και πλέον. Εικόνες, ιερά σκεύη, αφιερώματα, δισκοπότηρα, όλα, όλα αρπάχτηκαν. Ο πορθητής, αφού πείστηκε πως η Κωνσταντινούπολη είχε οριστικά πια πέσει στα χέρια των Τούρκων, μπήκε μέσα στην Πόλη, ακολουθούμενος από πασάδες, μπέηδες, δερβίσηδες κι’ άλλους και περικυκλωμένος από σημαίες κι’ άλλα σήματα των Τούρκων, επί τέλους έφθασε θριαμβευτής στην εκκλησιά γύρω στις 12. Αφού ξεπέζεψε, μπήκε στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε. Μετέβαλε δε το ναό σε τζαμί. Αυτός ήταν ο θρίαμβος του Μωάμεθ. Η ψυχή του είχε μαλαχτεί κάπως και φέρθηκε μ’ επιείκεια. Στην είσοδο του ναού είδε κάποιο μουσουλμάνο να σπάει ένα μάρμαρο. Ο πορθητής τον πλησίασε και τον επίπληξε, τείνοντας το χέρι στο σπαθί του. «Μας αρκεί ο θησαυρός και η αιχμαλωσία· αι δε οικοδομαί της πόλεως εμοί τυγχάνουσι». Οι ακόλουθοί του τον έπιασαν και τον έριξαν έξω. Κατόπιν ο Σουλτάνος ανέβηκε στην Αγία Τράπεζα κι’ έκανε την προσευχή του. Αλλ’ αν ο Μωάμεθ είχε δειχθεί επιεικής, οι Τούρκοι συνέχισαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία. Ο Σουλτάνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Είχε υποσχεθεί την τριήμερη λεηλασία , το περίφημο «κούρσος».
Οι Τούρκοι συστηματοποίησαν την αρπαγή και την αιχμαλωσία απ’ αυτή την ημέρα της αλώσεως : έμπαιναν σε ένα σπίτι και σήκωναν αμέσως σημαία, δείγμα του πως το σπίτι εκείνο είχε κουρσευτεί και καταληφθεί, και δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν άλλοι. Εκεί συγκέντρωναν τα κούρσα και συγχρόνως οργίαζαν μέχρις ότου περάσει το τριήμερο. Συνήθως καταλάμβαναν και το σπίτι κι’ έμεναν διαρκώς εκεί, αν και τα σπίτια χωρίς εξαίρεση, άνηκαν στο Σουλτάνο. Πολλές φορές, επειδή δεν είχαν προφθάσει να το  καταλάβουν έρχονταν στα χέρια με τους κατέχοντες και πολλοί φόνοι σημειώθηκαν από την αφορμή αυτή. Η αιχμαλωσία ήταν καθολική και κανείς δεν τη διέφυγε είτε επίσημος είτε ανεπίσημος. Είχε οργανωθεί κι’ ο στρατός αποτελούσε συμμορία, που λήστευε τα πάντα και αιχμαλώτιζε. Δεν διέκρινε κανείς τάξη. Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος πιάστηκε αιχμάλωτος, πουλήθηκε και κατόρθωσε να φύγει. Ο ιστοριογράφος Φραντζής αιχμαλωτίσθηκε με όλη του την οικογένεια, αλλ’ αγοράστηκε από τον αρχιιπποκόμο του Σουλτάνου. Τα παιδιά του παρέμειναν στο γυναικωνίτη του Μωάμεθ. Ήσαν νέα κι’ ωραία. Ο Λιμενάρχης Α. Διέγος κατέφυγε στο Γαλατά, καθώς κι’ ο Βάρβαρος, ο συγγραφέας ενδιαφέροντος ημερολογίου για την άλωση. Ο Ιερώνυμος Μινώτος κι’ ο Πέτρος Γουλιανός, ο ένας πρέσβης της Ισπανίας, ο άλλος  δε πρόξενος της Βενετίας αιχμαλωτίστηκαν. Ο Οχράν ο ξάδελφος του Μωάμεθ σκοτώθηκε. Άλλοι έφυγαν με πλοία από το Γαλατά, γιατί οι Τούρκοι ναύτες είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και αιχμαλωσία και τους άφησαν κι’ αναχώρησαν. Επίσης ο Νοτα­ράς που ευχόταν την είσοδο των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθηκε αιχμάλωτος, αλλ’ αφέθηκε ελεύθερος κατά προσταγή του Σουλτάνου.

Kων/νος Παλαιολόγος. Έργο Φ. Κόντογλου
Ο Σουλτάνος, αφού προσκύνησε στην Αγιά Σοφιά, βγήκε από την πόλη και γύρισε στη σκηνή του. Αλλά την άλλη μέρα, στις 30 Μαΐου, ίππευσε κι’ ήρθε να επισκεφθεί και πάλι την  Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να τη δει λεπτομερέστερα: «Ο δε Σουλτάνος εισελθών εις την πόλη, έβλεπε το πλήθος των απολυμένων και την ερήμωση των οικιών και την παντελή φθορά αυτής και τον όλεθρο. Και οίκτος κατέλαβε αυτόν ευθύς και …δάκρυο αφήκε των οφθαλμών και, εκβαλών μέγα και περιπαθή στεναγμόν, είπε : «Οποίαν πόλιν παρεδώκαμεν εις διαρπαγήν και ερήμωσιν !» (Κριτοβούλου σελ. 98). Τότε ζήτησε πληροφορίες για τους άρχοντες της πόλεως και τότε είπε να ελευθερωθεί και παρουσιασθεί μπροστά του ο Νοταράς. Αφού τον ήλεγξε, γιατί κράτησε τόσα χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, ζήτησε πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο και που βρισκόταν τώρα. Ερευνούσε από το πρωί. Όταν εμφανίστηκε η κεφαλή του κομμένη, τον ρώτησε αν είναι αυτή του Βασιλέως και στην καταφατική του απάντηση, έσκυψε και τη φίλησε. Κατόπιν πρόσταξε οι χριστιανοί να τον κηδέψουν με βασιλικές τιμές. Και πραγματικά οι χριστιανοί πήραν το ακέφαλο πτώμα και το έθαψαν, όπως άλλοτε τους Αυτοκράτορες τιμητικά, αφού έτσι είχε προστάξει ο Σουλτάνος. Τον έθαψαν κατ’ αρχάς στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου ήταν η βασιλική εκκλησία, με τους τάφους των Αποστόλων και άλλων Αυτοκρατόρων. Όταν όμως κατόπιν ο ναός γκρεμίστηκε, το 1456  μ. Χ. και χτίστηκε το περίφημο τέμενος του Σουλτάνου Φετιχέ Τζαμί, τότε ο αρχιτέκτονας Χριστοδούλου, που ήταν χριστιανός, μετακόμισε και τα οστά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην εκκλησιά της Αγίας Θεοδοσίας και τ’ απόθεσε στην κρύπτη κάτω από τον δεξιό πενσό. Αυτή είναι η μόνη, πιθανώς η μόνη, αλήθεια για τον τάφο του τελευταίου Κωνσταντίνου, για τον οποίο γράφτηκαν πάρα πολλά. Ο Σουλτάνος εξέθεσε κατόπιν το κεφάλι του αυτοκράτορα κάτω από τη στήλη του Αυγουσταίου, για να το δουν οι χριστιανοί και να πεισθούν πως αυτός είναι πλέον ο διάδοχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Είχε στιγμές επιείκειας, γενναιοδωρίας και μεγαλείου και αφού απόλυσε τον Νοταρά, που τον επισκέφθηκε  στο σπίτι του, ύστερα, έφθασε στα Ανάκτορα των Βλαχερνών, τα οποία ήσαν κενά.
Την τρίτη μέρα πάλι περιηγήθηκε το Γαλατά, όπου έδωσε τα γνωστά προνόμια στην Πόλη, γιατί οι Γενουάτες τον είχαν βοηθήσει κατά την πολιορκία. Το έγγραφο των προνομίων δόθηκε την 31 Μαΐου. Τους υποχρέωνε όμως να γκρεμίσουν τα τείχη κι’ εκείνοι που αναχώρησαν να γυρίσουν πίσω, αλλιώς θα έχαναν τις περιουσίες τους. Το βράδυ κάλεσε σε μεγάλο γεύμα όλους τους αξιωματούχους κι’ όσους είχαν διαπρέψει κατά την άλωση. Κατά το γεύμα μέθυσε και λέγεται πως ζήτησε το γιο του Νοταρά, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Ο Σουλτάνος, θανατώνοντας τον Νο­ταρά και τους γιους του εφάρμοζε την νέα πολιτική του, που ήταν η πολιτική της δημιουργίας νέας τάξεως διά της εξοντώσεως όλων των παλαιών αρχόντων. Το τριήμερο κούρσος είχε τελειώσει πια και το τρομερό κι’ αιματόβρεκτο δράμα της αλώσεως, ένα από τα δραματικότερα που γνώρισε ο κόσμος, είχε πάρει τέλος.
Ο Σουλτάνος την άλλη  μέρα απέλυσε το στρατό, ο οποίος είχε καταντήσει ορδή μέσα στην Κωνσταντινούπολη παρά στρατός πειθαρχημένος κι’ ακούγοντας τον αρχηγό  του.   Ο  στρατιωτικός  όχλος είχε καταντήσει ανυπόφορος και  ο Σουλτάνος πολλές φορές εξοργίστηκε για τα όργια, τα οποία έκανε. Λύσσαξε κυριολεκτικώς, βλέποντας τα τόσα έκτροπα, τις τόσες ακολασίες, τους τόσους αιχμαλωτισμούς. Αλλ’ ήρθε ο καιρός της αναχωρήσεως. Έβλεπες τότε τους στρατιώτες ντυμένους περίεργα, με   ιερατικά   ενδύματα  και πετραχήλια, άλλους με πολυτελή γυναικεία φορέματα, άλλους φορώντας χρυσά κι’ ασημένια κοσμήματα, άλλους μεταφέροντας πολύτιμα αντικείμενα   των   εκκλησιών,   μέσα στα πλοία, με άπειρες γυναίκες και παιδιά, που οδηγούσαν στην αιχμαλωσία και την ατίμωση. Δεν έμεινε σχεδόν τίποτε στην Κωνσταντινούπολη, και καθένας μπορούσε να πάρει οτιδήποτε. Ο στόλος μετέφερε στα λιμάνια  της  Ανατολής,   όλο  εκείνο το φορτίο, πραγμάτων και προσώπων για να πουληθεί ή κρατηθεί από τους κατόχους. Πόσοι ήσαν οι αιχμάλωτοι δεν είναι δυνατό να καθαρισθεί ακριβώς.
Ο Βάρβαρος, σημειώνει στο Ημερολόγιο του πως οι αιχμάλωτοι, επίσημοι κι’ ανεπίσημοι ανέβηκαν συνολικά σε 60.000 ίσοι σχεδόν ήσαν οι κάτοικοι της πόλεως, έξω από κείνους που σκοτώθηκαν ή δραπέτευσαν. Τα δε λάφυρα ανήλθαν σε 300.000 δουκάτα, εξόν από κείνα που χάθηκαν ή κρύφτηκαν στη γη ώστε, αν πιστέψουμε στο Βάρβαρο, όλοι οι κάτοικοι σχεδόν αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν στις αγορές των δούλων της Ανατολής. Η ιδέα αυτή φαίνεται πως είναι αληθινή. Είναι γνωστό πως μετά την άλωση, η Κωνσταντινούπολη έμεινε για καιρό έρημη. Εξαιρούμε εκείνους που αγοράστηκαν από το Σουλτάνο, οι οποίοι σχετικά ήσαν λίγοι. Ο αστικός και εργατικός πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως σχεδόν εξαφανίστηκε, όσος ήταν αδύνατο να εξαγορασθεί. Από τους άλλους τα μεν κορίτσια και τα παιδιά πουλήθηκαν στην Ανατολή και γέμισαν τα χαρέμια των Τούρκων, οι δε άνδρες εξοντώθηκαν από τις κακουχίες ή πέθαναν στα χωράφια των Τούρκων, ως δουλοπάροικοι. Αυτός υπήρξε ο απολογισμός της αλώσεως από απόψεως αιχμαλωτισμού.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν πια τουρκική. Η αρχαία λαμπρή πρωτεύουσα του Μεγάλου Κωνσταντίνου άνηκε στο Μωάμεθ το Β’, το μεγαλοφυή και δαιμόνιο, αλλά βάρβαρο κατακτητή, που κατόρθωσε να πάρει την πρωτεύουσα και να κλείσει ιστορικό βίο ένδεκα αιώνων. Το Οθωμανικό κράτος με την άλωση, εδραιώθηκε πια οριστικά στην Ευρώπη και μέχρι σήμερα κατέχει τα εδάφη της άλλοτε Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Αν έχασε την Αίγυπτο, τα Νησιά, και τη Βαλκανική, όμως παραμένει στην Μικρά Ασία και σε άλλα μέρη. Η δε πολιτική, την οποία εφάρμοσε ο Μωάμεθ ο Β’ στους λαούς που κατέκτησε, η κάπως ανεξίθρησκη κι’ ανεκτική από άποψη συμφέροντος, επέτρεψε σε αυτούς την μελλοντική αναγέννηση. Με τα προνόμια, που χορήγησε σε αυτούς κι’ ιδίως στον Πατριάρχη των Ελλήνων, είχε ενεργήσει σχεδόν σαν φιλέλληνας, χωρίς να το εννοήσει. Κράτος θρησκευτικό, το Οθωμανικό, που μέσα στη Θρησκεία ενυπάρχει κι’ η πολιτική, είχε δώσει στους Έλληνες μαζί με την εκκλησιαστική ανεξαρτησία και τη δύναμη της πολιτικής αναγεννήσεως, να δημιουργήσουν και πάλι νέο ιστορικό βίο. Ο Πατριάρχης έγινε, καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, ο εθνάρχης του ελληνικού Γένους. Το Βυζαντινό κράτος συντρίβεται. Ο λαός μένει όρθιος διά της εκκλησίας.
(Φάνης Μιχαλόπουλος. «Κιβωτός», Τα ιστορικά της Αλώσεως

Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον

αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον
 
Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως,
κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

     Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ' ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες - Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ' εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί -που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους- αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» -αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία- εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή -εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία- αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι' αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ' ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: http://www.parembasis.gr/frames_new.htm

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ


  undefined
ΝΙΚΟΛΟ ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ
Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Εκδόσεις «νεα συνορα» - Α.Α. Λιβάνη
Αθήνα 1993

     Στις 27 Μαΐου, πάλι αυτοί οι λυσσασμένοι ειδω­λολάτρες άναψαν όλη τη νύχτα τόσο μεγάλες φω­τιές όσο και την προηγούμενη και τις κράτησαν αναμμένες μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι τρομερές φω­νές και οι άγριες ιαχές τους ακούγονταν μέχρι την πλευρά της Ανατολίας, που βρίσκεται δώδεκα μί­λια μακριά από το στρατόπεδο. Και όλος αυτός ο χαλασμός, για να τρομοκρατήσουν εμάς τους χρι­στιανούς. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι το πρωί. Αλλά όλη τη μέρα δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να σφυροκοπούν με τα κανόνια τους τα ά­μοιρα τείχη, ενώ σήμερα γκρέμισαν αρκετά κομμά­τια και μας έβαλαν σε πολλή δουλειά. Στη θάλασ­σα δεν είχαμε κανένα επεισόδιο. Τίποτε άλλο δε συνέβη αυτή τη μέρα, ούτε και τη νύχτα.
Στις 28 Μαΐου, ο Τούρκος αμηράς έβγαλε δια­ταγή με σάλπισμα σ' όλο το στρατόπεδό του, ότι όλοι οι πασάδες και όλοι οι άλλοι αξιωματούχοι των στρατευμάτων του έπρεπε να κατέβουν και να μείνουν όλη μέρα σης θέσεις τους, επειδή την επαύριο ο Τούρκος αυθέντης ήθελε να εξαπολύσει γενική επίθεση σ' αυτήν την αξιοθρήνητη πόλη, αλλιώς θα τιμωρούνταν με την ποινή του αποκε­φαλισμού. Μόλις δόθηκε η διαταγή σ' όλο το στρατόπεδο, έτρεξαν όλοι και με μεγάλη μάλιστα σπουδή να καταλάβουν τις θέσεις τους. Αλλά, όλη τη μέρα, από την ώρα που ξημέρωσε μέχρι που έπεσε η νύχτα, οι Τούρκοι άλλο δεν έκαναν παρά να φέρνουν πανύψηλες κλίμακες κοντά στα τείχη για να αναρριχηθούν σ' αυτές την επομένη, που θα ήταν η κρίσιμη μέρα της μάχης. Αυτές οι σκάλες ήταν περίπου δύο χιλιάδες.
     Έπειτα έφεραν μεγά­λες ποσότητες πλεγμάτων από φρύγανα και λυγα­ριές για να καλύψουν αυτούς που θα σκαρφάλωναν με τις σκάλες απάνω στα τείχη. Όταν το έκα­ναν κι αυτό οι Τούρκοι, άρχισαν να ηχούν σάλπιγ­γες σ' όλο το στρατόπεδο και ταμπούρλα και τύ­μπανα για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες τους, κραυγάζοντας: «Γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει η καρδιά σας από χαρά γιατί αύριο θα έχουμε στα χέρια μας τόσους χριστιανούς, τους οποίους θα τους πουλήσουμε για δούλους ένα δουκάτο τους δύο και θα αποκτήσουμε τόσα πλούτη που όλοι θα γεμίσουμε χρυσάφι. Από τα γένια των Γραικών θα κάνουμε λουριά για να δένουμε τα σκυλιά μας, και οι γυναίκες τους και οι θυγατέρες τους θα γίνουν σκλάβες μας. Ναι, γιοι του Μωάμεθ, ας ξεχειλίσει από χαρά η καρδιά σας κι ετοιμαστείτε με χαρά να πεθάνετε για την αγάπη του Μωάμεθ μας».
Μ' αυτόν τον τρόπο οι ειδωλολάτρες εμψύχωναν τα στρατεύματά τους. Όταν έγινε κι αυτό, έβαλαν φωνή σ' όλο το στρατόπεδο ότι κάθε Τούρκος επί ποινή αποκεφαλισμού έπρεπε να σταθεί στη θέση του και να υπάγει πράξει ό,τι θα τον διέτασσαν οι αρχηγοί του. Το βράδυ, όλοι οι Τούρκοι σε στρατιωτική παράταξη κατέβηκαν στις θέσεις τους με όλα τους τα όπλα και πολύ μεγάλα φορ­τία από σαΐτες. Όταν νύχτωσε, όλοι έστεκαν στις θέσεις τους χαρούμενοι με την απόφαση να δώσουν τη μάχη και όλοι παρακαλούσαν τον Μωά­μεθ τους να τους δώσει νίκη και βοήθεια.
Αυτή όμως την ημέρα οι Τούρκοι τόσο πολύ βομβάρδι­σαν τα αξιολύπητα τείχη, που ήταν κάτι από άλλο κόσμο, κι αυτό το έκαναν επειδή ήταν η μέρα που έβαζαν τέλος στους κανονιοβολισμούς. Σήμερα, εμείς οι χριστιανοί φτιάξαμε εφτά σκεπαστά άρ­ματα με πορτόνια, για να τα στήσουμε πίσω από τις επάλξεις από την πλευρά της στεριάς. Όταν κατασκευάσαμε αυτά τα άρματα, τα κατεβάσαμε στην πλατεία και ο άρχοντας Βάιλος έδωσε διατα­γή στους Γραικούς να τα μεταφέρουν γρήγορα στα τείχη. Οι Έλληνες όμως δεν ήθελαν να τα μεταφέ­ρουν, αν δεν πληρώνονταν πρώτα, κι έτσι στήθηκε μια διαμάχη που κράτησε σχεδόν όλο το βράδυ, επειδή εμείς οι Ενετοί έπρεπε να πληρώσουμε αγώΐ σε όποιους τα μετέφεραν, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να πληρώσουν τίποτα.
 Όταν πια τ' άρματα έφτασαν στα τείχη, είχε ήδη νυχτώσει και δε βλέ­παμε να τα τοποθετήσουμε καλά στις επάλξεις. Κι όλα αυτά, εξαιτίας της φιλαργυρίας των Ελλήνων. Επίσης, σήμερα, την ώρα της μεσημβρίας, ο άρχο­ντας Βάιλος έδωσε διαταγή σε όλους τους Βενε­τσιάνους να πάνε να σταθούν στα χερσαία τείχη, πρώτα για την αγάπη του Κυρίου κι έπειτα για το καλό της Πόλης και για την τιμή όλης της χριστια­νοσύνης, κι όλοι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους και να μείνουν στις θέσεις τους. Υπα­κούοντας λοιπόν όλοι φιλότιμα στον άρχοντα Βάιλο, αρματωθήκαμε όσο πιο καλά μπορούσαμε και ταυτόχρονα εξοπλίσαμε το στόλο και κυρίως τις ολκάδες και τις γαλέρες που βρίσκονταν στην ά­λυσο του λιμανιού.
Σήμερα, ο Τούρκος αυθέντης έφτασε έφιππος με δέκα χιλιάδες άλογα στο στόλο του, που είναι στις Κολόνες, για να δει αν ο στό­λος του ήταν έτοιμος για μάχη και να δώσει δια­ταγές για την αυριανή επίθεση. Πολλή ώρα ο Τούρκος αμηράς έδινε διαταγές στο ναύαρχό του, λέγοντάς του με ποιο τρόπο δηλαδή έπρεπε να επιτεθεί στο στόλο μας. Όταν τέλειωσε, ο αυ­θέντης έστησε γλέντι με το ναύαρχό του και άλ­λους αξιωματούχους κι όλοι μαζί μέθυσαν, σύμ­φωνα με το έθιμο τους. Έπειτα ο αυθέντης γύρισε στο στρατόπεδο και συνέχισε εκεί το γλέντι. Όλη αυτήν την ημέρα στην Πόλη χτυπούσαν οι καμπά­νες, για να κατέβουν όλοι στις θέσεις τους. Γυναί­κες και παιδιά μετέφεραν λίθους στα τείχη για να εξοπλίσουν τις επάλξεις κι εκείνοι που ήταν επά­νω να τις πετούν στους Τούρκους. Όλοι στην Πό­λη θρηνούσαν από το μεγάλο φόβο τους.
 Όταν έφτασε η πρώτη ώρα της νύχτας, οι Τούρκοι άνα­ψαν πάλι σ' όλο το στρατόπεδο τους τρομερές φωτιές, πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν ανάψει τις δυο προηγούμενες νύχτες. Κι ήταν τό­σο δυνατά τα ουρλιαχτά τους, που εμείς οι χρι­στιανοί δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε, ενώ συγχρόνως εξαπέλυαν πολλούς λίθους με τις βομ­βάρδες τους και μολύβδινες σφαίρες με τα τούφεκα. Σχεδόν νομίζαμε ότι βρισκόμασταν στην ίδια την Κόλαση. Αυτή η αλλοφροσύνη κράτησε μέχρι τα μεσάνυχτα κι έπειτα οι φωτιές σβήστηκαν, αλ­λά αυτοί οι ειδωλολάτρες ολημερίς κι ολονυχτίς δεν έκαναν άλλο παρά να παρακαλούν τον Μωάμεθ να τους δώσει νίκη να κυριεύσουν την Κων­σταντινούπολη. Εμείς οι χριστιανοί μέρα και νύ­χτα ικετεύαμε το Θεό μαζί με τη μητέρα Του Πα­ναγία Μαρία και όλους τους αγίους και τις αγίες που βρίσκονται στον ουρανό. Με μεγάλους θρή­νους τους παρακαλούσαμε ευλαβικά να μας δώ­σουν τη νίκη για να γλιτώσουμε από τη μανία αυτού του λυσσαλέου ειδωλολάτρη. Έχοντας πα­ρακαλέσει η μια πλευρά και η άλλη το Θεό της να δώσει νίκη -εκείνοι το δικό τους κι εμείς τον εδικό μας- ο Κύριος και Θεός ημών όρισε στον ουρανό μαζί με τη μητέρα Του ποιοι θα έβγαιναν νικητές από αυτήν τη σκληρή μάχη, της οποίας αύριο θα δούμε την κατάληξη.
Η 29η Μαΐου είναι η τελευταία μέρα της πο­λιορκίας, κατά την οποία ο Κύριος και Θεός η­μών έδωσε την καταδικαστική απόφαση εναντίον των Γραικών, και με θέλημά του σήμερα η Πόλη έπεσε στα χέρια του Μωάμεθ, διάδοχου του Τούρ­κου Μουράτ, όπως θα πληροφορηθείτε στη συνέ­χεια. Κι ακόμα, ο αιώνιος Θεός ήθελε να δοθεί αυτή η σκληρή απόφαση για να επαληθευθούν όλες οι παλιές προφητείες και κυρίως η πρώτη, εκείνη που έκανε ο Αγιος Κωνσταντίνος, που στέ­κει στο άλογό του πάνω σε μια στήλη κοντά στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας και προφητεύει με το χέρι και λέει: Από εδώ θα έρθει εκείνος που θα με αφανίσει, δείχνοντας την Ανατολία, δηλαδή την Τουρκία. Η άλλη προφητεία λέει πως όταν σ' αυ­τήν την αυτοκρατορία βρεθεί ένας αυτοκράτορας που θα έχει το όνομα Κωνσταντίνος γιος της Ελέ­νης, η Κωνσταντινούπολη θα χαθεί. Και η άλλη λέει πως όταν η σελήνη δώσει σημείο στον ουρανό, μέσα σε λίγες μέρες οι Τούρκοι θα πάρουν την Κωνσταντινούπολη.
Και οι τρεις αυτές λοιπόν προφητείες έχουν εκπληρωθεί, δηλαδή οι Τούρκοι πέρασαν στην Ελλάδα, βρέθηκε ο αυτοκράτορας που ακούει στο όνομα Κωνσταντίνος και είναι γιος της Ελένης και το φεγγάρι έδωσε σημάδι στον ου­ρανό. Όλες λοιπόν οι προφητείες επαληθεύτηκαν και ο Θεός αποφάσισε να δώσει τη μοιραία απόφα­ση κατά των χριστιανών και της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίνου, όπως θα δείτε στη συνέχεια. Σήμε­ρα, την 29η Μαΐου του έτους 1453, την τρίτη ώρα πριν την ημέρα, ο Μωάμεθ, γιος και διάδοχος του Τούρκου Μουράτ, έρχεται αυτοπροσώπως στα τεί­χη για να κάνει τη γενική επίθεση, με την οποία καθαίρεσε την Πόλη.
Ο Τούρκος αυθέντης είχε ορ­γανώσει τους άντρες του σε τρία ασκέρια , και κάθε ασκέρι διέθετε πενήντα χιλιάδες άντρες. Το ένα ασκέρι απαρτιζόταν από χριστιανούς, εκείνοι που εκρατούντο με τη βία στο στρατόπεδο. Το δεύ­τερο ασκέρι αποτελείτο από ανθρώπους των κατώ­τερων στρωμάτων, απολίτιστους αγρότες και όλα τα κατακάθια , και το τρίτο ασκέρι ήταν όλοι γενί­τσαροι που φορούσαν τα λευκό φέσια. Οι γενίτσα­ροι ήταν όλοι στρατιώτες του αυθέντη, που τους πλήρωνε μέρα με την ημέρα, όλοι δε άντρες διαλεγ­μένοι και ανδρείοι στη μάχη. Πίσω από αυτούς ή­ταν όλοι οι αξιωματούχοι και πίσω από τους αξιω­ματούχους ήταν ο Τούρκος αυθέντης.
Το πρώτο ασκέρι, οι χριστιανοί, ήταν εκείνοι που μετέφεραν τις σκάλες, κι αυτές τις σκάλες ήθελαν να σηκώσουν και να τις στήσουν πάνω στα τείχη. Οι δικοί μας όμως τις γκρέμιζαν αμέσως μαζί με όλους αυτούς που προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη κι εκείνοι αμέσως τσακίζονταν. Kι ακόμα, οι δικοί μας που βρίσκονταν ψηλά στις επάλξεις έριχναν κατά πάνω τους μεγάλες πέτρες, και λίγοι κατόρθωναν να σώσουν τη ζωή τους. Όλοι όσοι έφταναν κάτω από τα τείχη, εφονεύοντο. Όταν αυτοί που ανέβαι­ναν πάνω στις σκάλες έβλεπαν στη γη τόσους νε­κρούς, ήθελαν να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο για να μη σκοτωθούν κι εκείνοι από τις πέτρες. Αλ­λά καθώς οι άλλοι Τούρκοι που ήταν από πίσω τους έβλεπαν να τρέπονται σε φυγή, αμέσως με τους ακίνάκες τους έκοβαν κομμάτια κι έτσι ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στα τείχη, αφού έτσι ή αλλιώς θα πέθαιναν.
Kι όταν απ' αυτό το πρώτο ασκέρι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και τσακίστη­καν, άρχισε με μεγάλη ορμή να έρχεται το δεύτερο ασκέρι. Αλλά το πρώτο είχε σταλεί για δύο λόγους: ο πρώτος ήταν επειδή οι Τούρκοι προτιμούσαν να πεθάνουν πρώτοι αυτοί που ήταν χριστιανοί παρά οι ίδιοι, και ο άλλος λόγος που τους είχαν στείλει εκεί ήταν για να καταπονήσουν εμάς που ήμασταν στην Πόλη. Όταν, όπως σας είπα, εφονεύθηκαν και τσακίστηκαν οι στρατιώτες της πρώτης γραμμής, ρίχνονται οι δεύτεροι σαν μανιασμένα λιοντάρια προς τα τείχη, από την πλευρά του Αγίου Ρωμα­νού.
 Εμείς, μόλις είδαμε το φοβερό εκείνο θέαμα, αρχίσαμε αμέσως να χτυπούμε δυνατά τις καμπά­νες σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τει­χών. Κι όλοι ζητούσαμε να μας δώσει ο αιώνιος Κύριος μας έλεος και βοήθεια εναντίον του Τούρ­κου σκύλου. Όλοι οι άντρες έτρεξαν στις θέσεις τους και πολεμούσαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι είχαν αρχίσει πάλι να εμφανίζονται έξω από τα σταυρώματα. Σ' αυτήν τη δεύτερη στρατιωτική γραμμή βρίσκονταν όλοι οι εμπειροπόλεμοι άντρες, οι οποίοι, όπως σας είπα, ήρθαν στα τείχη και καταπόνησαν πολύ εκείνους που υπερασπίζο­νταν την Πόλη, με τη σφοδρότητα τους. Κι αυτό το δεύτερο ασκέρι δοκίμασε με κάθε προσπάθεια να σκαρφαλώσει με τις σκάλες στα τείχη, αλλά εκείνοι που ήταν πάνω στα τείχη κρατερά κατέστρεφαν τις κλίμακες γκρεμίζοντάς τες στη γη και πολλοί Τούρ­κοι εύρισκαν το θάνατο.
Ταυτόχρονα οι βομβάρδες και οι βαλλίστρες μας έβαλλαν εναντίον τους και σκότωναν τόσους Τούρκους, που ήταν ένα θέαμα απίστευτο. Μόλις έφτασε το δεύτερο ασκέρι κι έκα­νε τη δική του προσπάθεια να εισέλθει στην Πόλη, χωρίς επιτυχία, μπαίνει το τρίτο, που ήταν οι γενί­τσαροι, οι μισθοφόροι του αυθέντη. Μαζί τους ήταν οι αξιωματούχοι και οι άλλοι μεγάλοι αρχηγοί, ό­λοι άντρες γενναίοι, και πίσω απ' όλους αυτούς ο Τούρκος αμηράς.
Το τρίτο ασκέρι ξεχύθηκε στα τείχη της δύσμοιρης πόλης όχι σαν Τούρκοι, αλλά σαν λέοντες, με τόσο αλλόφρονες αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, που νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν στον άλλο κόσμο. Οι φωνές τους ακούγονταν μέχρι την Ανατολία, που είναι δώδεκα μίλια μακριά από το στρατόπεδο. Οι πιο γενναίοι λοιπόν άντρες του Τούρκου βρίσκουν τους δικούς μας πάνω στα τείχη πολύ καταπονημένους, από τη μάχη με το πρώτο και το δεύτερο ασκέρι. Αλλά, αυτοί οι ειδωλολά­τρες ήταν θαρραλέοι και ξεκούραστοι στη μάχη, και οι δυνατές ιαχές των Τούρκων σ' όλο το στρα­τόπεδο τρομοκρατούσαν το λαό της Πόλης, ενώ οι τυμπανοκρουσίες τους μας έπαιρναν την ψυχή.
Οι άμοιροι κάτοικοι της Πόλης, βλέποντας πως ήταν πλέον χαμένοι, άρχισαν να χτυπούν δυνατά τις κα­μπάνες και τα σήμαντρα σ' όλη την Πόλη και σ' όλες τις θέσεις των τειχών κι όλοι φώναζαν δυνατά: «Έλεος, έλεος. Κύριε από τους Ουρανούς, στείλε βοήθεια σ' αυτήν την αυτοκρατορία του Κωνστα­ντίνου, για να μην την κυβερνήσουν οι ειδωλολάτρες». Σ' όλη την Πόλη οι γυναίκες αλλά και οι άντρες γονατιστοί θρηνούσαν πικρά και ικέτευαν ευλαβικά τον Παντοδύναμο Θεό και τη μητέρα Του Παναγία Μαρία, και όλους τους αγίους και τις αγίες της Ουράνιας Αυλής να νικήσουμε τους ειδωλολάτρες Τούρκους, λυσσασμένους εχθρούς της χριστιανικής πίστης.
 Κι ενώ εκείνοι παρακα­λούσαν το Θεό, οι Τούρκοι συνέχιζαν να πολεμούν άγρια από την πλευρά της ξηράς, γύρω από τον Άγιο Ρωμανό, όπου βρισκόταν και η σκηνή του γα­ληνότατου αυτοκράτορα με όλους τους ευγενείς και τους καλύτερους ιππότες του κι όλους τους αξιωμα­τούχους του που του συμπαραστέκονταν πολεμώ­ντας γενναία. Αποφασισμένοι να μπουν στην Πόλη οι Τούρκοι, όπως είπα, πολεμούσαν έξω από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, από την πλευρά της ξη­ράς δηλαδή, κι έριχναν οι ειδωλολάτρες πολλούς λίθους με τα κανόνια τους, αμέτρητες τουφεκιές και μυριάδες σαΐτες. Οι ιαχές τους ήταν τόσο τρο­μαχτικές που νόμιζε κανείς ότι θα σκίζονταν οι ου­ρανοί. Μ' εκείνη τη μεγάλη βομβάρδα, που η πέτρα της ζύγιζε χίλιες διακόσιες λίβρες, και με τόξα σε όλο το μήκος των τειχών που ήταν έξι μίλια, χτυ­πούσαν μέσα από τα σταυρώματα, και θα μπορού­σαν να φορτωθούν τουλάχιστον ογδόντα καμήλες με τις σαΐτες που έριχναν μέσα, ενώ από εκείνες που έπεφταν μέσα στην τάφρο τουλάχιστον άλλες είκο­σι. Αυτή η τόσο σκληρή μάχη κράτησε μέχρι την αυγή της μέρας.
Οι δικοί μας έκαναν θαύματα για την άμυνα, και όταν λέμε δικοί μας εννοούμε εμάς τους Ενε­τούς. Στο σημείο που ήταν ο τούρκικος πύργος, εκεί οι Τούρκοι πολεμούσαν άγρια. Η άμυνά μας όμως δεν είχε κανένα νόημα, γιατί ο αιώνιος Θεός είχε ήδη πάρει την απόφαση του ότι αυτή η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων κι επειδή ήταν θέλημά Του, τίποτα πια δεν μπορούσαμε να κά­νουμε. Όλοι εμείς οι χριστιανοί που εκείνες τις στιγμές βρισκόμασταν σ' αυτήν την περιθρηνούμενη πόλη, παρακαλούσαμε τον ελεήμονα Ιησού Χριστό μας και τη μητέρα Του Παρθένο Μαρία να ευσπλαγχνιστούν τις ψυχές μας, γιατί σήμερα, σ' αυτήν τη σκληρή μάχη, θα πεθαίναμε.
Και για να μάθετε, μία ώρα πριν ξημερώσει ο Τούρκος αυθέντης έδωσε διαταγή να πυροδοτήσουν τη με­γάλη βομβάρδα του, κι αυτός ο λίθος πέφτει μέσα από τα οχυρώματα που είχαμε κατασκευάσει τα οποία ρήμαξε. Από το μεγάλο καπνό που σήκωσε αυτή η βομβάρδα, δε βλέπαμε σχεδόν τίποτα, αλ­λά οι Τούρκοι άρχισαν να διαβαίνουν διαμέσου του καπνού και ήταν σχεδόν τριακόσιοι εκείνοι που πέρασαν μέσα από τα τείχη. Γραικοί κι Ενε­τοί τους πετάξαμε έξω από το σταύρωμα και με­γάλο μέρος αυτών βρήκαν το θάνατο. Όλοι σχεδόν σκοτώθηκαν πριν μπορέσουν να περάσουν το σταύρωμα. Εκείνη τη στιγμή, οι Γραικοί, έχοντας πετύχει αυτό το κατόρθωμα, πίστεψαν πραγματι­κά ότι νικούσαν τους ειδωλολάτρες κι όλοι εμείς οι χριστιανοί πήραμε μεγάλη ανακούφιση. Όταν τους διώξαμε από το σταύρωμα, αμέσως οι Τούρ­κοι πυροδότησαν για άλλη μια φορά τη μεγάλη τους βομβάρδα και πάλι αυτοί οι ειδωλολάτρες αρχίζουν σαν σκυλιά να έρχονται μέσα από τον καπνό της βομβάρδας γρήγορα, σπρώχνοντας και πατώντας ο ένας τον άλλο σαν άγρια θηρία.
Μέσα σ' ένα τέταρτο της ώρας είχαν περάσει πά­νω από τριάντα χιλιάδες Τούρκοι μέσα από το σταύρωμα με τόσους αλαλαγμούς, που νόμιζε κα­νείς πως βρισκόταν στην ίδια την Κόλαση, οι δε αλαλαγμοί τους αντιλαλούσαν μέχρι την Ανατο­λία. Μόλις ήρθαν μέσα, αμέσως κατέλαβαν την πρώτη μπάρα του σταυρώματος. Πριν όμως την καταλάβουν, αρκετοί απ' αυτούς εφονεύθηκαν από εκείνους που υπερασπίζονταν τα τείχη με τις πέτρες. Και ήταν τόσοι πολλοί οι Τούρκοι, που ο καθένας εφόνευε όσους ήθελε. Έχοντας κα­ταλάβει τώρα την πρώτη μπάρα, οι Τούρκοι μαζί με τους γενίτσαρους οχυρώθηκαν πίσω απ' αυτή. Μετά απ' αυτό πέρασαν μέσα από το σταύρωμα σχεδόν εβδομήντα χιλιάδες, μέσα σε τέτοια αλλοφροσύνη, που νόμιζε κανείς πως βρισκόταν στην Κόλαση. Αμέσως τα σταυρώματα γέμισαν με Τούρκους από τη μια μέχρι την άλλη του άκρη, που ήταν έξι μίλια.
Αλλά, όπως σας είπα, εκείνοι που βρίσκονταν επάνω στα τείχη σκότωναν πολ­λούς απ' αυτούς με πέτρες, αφήνοντας τους να έρθουν από κάτω και πετώντας τις ασταμάτητα πάνω τους. Τόσοι ήταν οι νεκροί που τουλάχι­στον σαράντα άμαξες δε θα μπορούσαν να μετα­φέρουν τα πτώματα των Τούρκων αυτών, που σκο­τώθηκαν πριν μπουν στην Πόλη. Τώρα, οι δικοί μας, οι χριστιανοί, εφοβούντο τα μέγιστα και ο γαληνότατος αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να χτυπήσουν τις καμπάνες σ' όλη την Πόλη και το ίδιο να κάνουν από όλες τις θέσεις των τειχών. Έτσι όλοι άρχισαν να φωνάζουν. «Κύριε ελέησον». Έτσι φώναζαν άντρες και γυναίκες και πε­ρισσότερο οι μοναχές και οι κοπέλες. Τόσος ήταν ο θρήνος, που θα αισθανόταν οίκτο κάθε σκληρός Ιουδαίος.
Βλέποντας αυτό, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης, Γενουάτης από τη Γένουα, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη θέση του και τρέχει στο πλοίο του που ήταν αραγμένο κοντά στην άλυσο. Αυτόν τον Ιωάννη Ιουστινιάνη ο αυτοκράτορας τον είχε ορίσει γενικό διοικητή ξηράς. Και τρεπόμενος σε φυγή ο στρατηγός, περνώντας μέσα από την Πόλη, φώναζε: «Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη». Και εψεύδετο ασύστολα, γιατί ακόμα δεν είχαν μπει. Ακούγοντας ο λαός τα λόγια αυτά από εκείνον ειδικά το στρατηγό, ότι δηλαδή οι Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη. όλοι άρχισαν να τρέπονται σε φυγή κι αμέσως όλοι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν τρέχοντας προς την ακτή για να μπο­ρέσουν να διαφύγουν με τα πλοία και τις γαλέρες. Μέσα στο χρόνο που ήθελε ο ήλιος ν' ανατείλει, ο παντοδύναμος Θεός είχε δώσει την καταδικαστική του απόφαση κι ήταν θέλημά Του να επαληθευ­θούν όλες οι προφητείες.
Με το πρώτο φως της αυγής, οι Τούρκοι μπήκαν μέσα στην Κωνσταντι­νούπολη από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί όπου είχαν γκρεμιστεί τα τείχη από τις βομβάρδες τους. Πριν όμως μπουν μέσα στην Πόλη, τσακί­στηκαν πολλοί Τούρκοι και χριστιανοί που έτρε­ξαν να τους εμποδίσουν. Τόσοι πολλοί σκοτώθη­καν, που θα φορτώνονταν το λιγότερο είκοσι άμαξες με τα πτώματα τους. Τότε, το δεύτερο ασκέρι άρχισε να έρχεται ξοπίσω από τους πρώτους, που σκορπίζονταν μέσα στην Πόλη.
Όσους έβρισκαν στους δρόμους τους περνούσαν από τη λεπίδα της χαντζάρας τους, γυναίκες και άντρες και γέρους και παιδιά, αδιακρίτως. Αυτή η σφαγή κράτησε από την ανατολή του ηλίου μέχρι την ώρα της μεσημβρίας, κι όσοι βρέθηκαν μπροστά τους πήγαν από χαντζά­ρα. Όσοι από τους δικούς μας εμπόρους διέφυγαν, κρύφτηκαν μέσα στις υπόγειες σπηλιές. Όταν πέρα­σε η μανία τους, οι Τούρκοι τους ευρήκαν, κι όλοι πιάστηκαν και πουλήθηκαν σκλάβοι. Όταν έφτα­σαν οι λυσσασμένοι Τούρκοι στην πλατεία που είναι πέντε μίλια μακριά από το σημείο που έκαναν την έφοδο, δηλαδή τον Άγιο Ρωμανό, ανέβηκαν σ' έναν πύργο, όπου ήταν υψωμένη η σημαία του Α­γίου Μάρκου και η σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα. Τότε, οι ειδωλολάτρες έσχισαν αμέσως τη σημαία του Αγίου Μάρκου και έπειτα έσχισαν τη σημαία του γαληνότατου αυτοκράτορα και πάνω σ' εκείνο τον ίδιο πύργο ύψωσαν τη σημαία του Τούρκου αυθέντη. Όταν αφαιρέθηκαν εκείνες οι δυο σημαίες, δηλαδή του Αγίου Μάρκου και του αυτοκράτορα και υψώθηκε η σημαία του Τούρκου σκύλου, εκείνη τη στιγμή όλοι εμείς οι χριστιανοί που βρισκόμασταν στην Πόλη χύσαμε πικρά δά­κρυα. Βλέποντας τη σημαία του να ανεμίζει πάνω στον πύργο, καταλάβαμε ότι η Πόλη είχε πέσει στα χέρια του Τούρκου και δεν υπήρχε ελπίδα να την επανακτήσουμε.
undefined

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ



 

undefined

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ*
ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΣΤΕΦ. Ο. ΗΜΕΛΛΟΥ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΣΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ – ΑΘΗΝΑΙ 1991

     Ο Κωνσταντίνος ο ΙΑ' ο Παλαιολόγος υπήρξε, όπως είναι γνω­στό, ο τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου (1449-1453) και ο με­γάλος πρωταγωνιστής κατά την τελευταία πολιορκία της Κωνσταντι­νουπόλεως, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκπολιόρκησή της από τους Τούρκους (29 Μαΐου 1453) και την εν συνεχεία κατάλυση ολο­κλήρου του βυζαντινού κράτους με τις τραγικές για τον Ελληνισμό συνέπειές της.
Ο αυτοκράτωρ αυτός διατηρήθηκε ζωηρότατα στη μνήμη του Ελληνικού λαού και αυτό οφείλεται κυρίως στον ηρωισμό και την τραγική του θυσία κατά την ημέρα της αλώσεως της Κωνσταντινου­πόλεως και όχι σε τυχόν εξαίρετες και άξιες να παραδοθούν στην ιστορική μνήμη πράξεις του κατά τη σύντομη, έστω, διάρκεια της αυ­τοκρατορικής του εξουσίας, που λόγω των δυσμενών γι' αυτόν και το έθνος των Ελλήνων ιστορικών και άλλων συγκυριών δεν ήταν εύκο­λο να υπάρξουν και δεν υπήρξαν πράγματι.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο Κωνσταντίνος δεν διέθετε μεγάλες στρατιωτικές, πολιτικές, οργανωτικές, ηθικές και άλλες αρετές, όπως φαίνεται από τις σχετικές δραστηριότητες του κατά την περίο­δο από το 1443-1449 που υπήρξε δεσπότης του Μορέως με πρωτεύου­σα τον Μυστρά, δεσπότης ουσιαστικά ολοκλήρου της Πελοποννή­σου, αλλά για τα σπουδαία έργα του δεν έχει διασωθή σχεδόν τίποτα στη λαϊκή μνήμη, δεν υπάρχουν παραδόσεις. Φέρονται μόνο χρη­σμοί, κείμενα δηλ. με δημώδη χαρακτήρα ή μάλλον με λαϊκή απή­χηση.
Οπωσδήποτε στις παραδόσεις που σχετίζονται με τα τραγικά γε­γονότα λίγο πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως ανα­φέρεται συχνά το όνομα τού Κωνσταντίνου και μάλιστα ως του μεγά­λου, όπως ελέχθη, πρωταγωνιστή των γεγονότων αυτών.
Αποκορύφωμα των παραδόσεων αυτών είναι η γνωστή σε κάθε γωνιά της Ελληνικής γης παράδοση για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, δηλ. τον Κωνσταντίνο, σύμφωνα με την οποία:
«Όταν ήρθε η ώρα να τουρκέψη η Πόλη και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς μας καβάλλα στ' άλογο του να τους εμποδίση. Ήταν πλήθος αρίφνητο η Τουρκιά, χιλιάδες τον έβαλαν στη μέση κ' εκείνος χτυπούσε κ' έκοβε αδιάκοπα με το σπαθί του. Τότε σκοτώθη τ' άλογό του κ' έπεσε κι αυτός. Κ' εκεί που ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί του να χτυπήση το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα.
Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να 'ρθη ο άγγελος να τον σηκώση. Οι Τούρκοι το ξεύρουν αυτό, μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι ο βασιλιάς γι’ αυτό έχτισαν την πόρτα που ξεύρουν πως απ' αυτή θα έμπη ο βασιλιάς για να τους πάρη πίσω την Πόλη. Μα όταν είναι το θέλημα τού Θεού, θα κατεβή ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώση και θα του δώση στο χέρι πάλι το σπαθί, που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθή ο βασιλιάς και θα μπη στην Πόλη από τη Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσσάτα του τους Τούρκους θα τους διώξη ως την Κόκκινη Μηλιά. Και θα γίνη μεγάλος σκοτωμός, που θα κολυμπήση το μουσκάρι στο αίμα»1.
Δεν θα με απασχόληση εδώ το θέμα του μαρμαρωμένου βασιλιά και της αναστάσεώς του, που υπό παραλλαγές αναφέρεται, όπως εί­ναι γνωστό, και σε άλλους ηγεμόνες του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώ­ρου2. Περιορίζομαι μόνο στο επί μέρους θέμα της παραδόσεως στον Κωνσταντίνο από τον Άγγελο Κυρίου του σπαθιού, που είχε χρησι­μοποιήσει κατά την κρίσιμη μάχη, προκειμένου να εκδιώξη τους εχθρούς από την Κωνσταντινούπολη, που συμπίπτει με σχετικές ανα­φορές σε άλλα δημώδους χαρακτήρα κείμενα, όπως θα φανή παρα­κάτω.
Αυτό που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι ότι υπάρχει μία δέσμη πα­ραδόσεων, μερικές από τις οποίες και εγώ ο ίδιος σε παλαιότερες έρευνές μου στην ύπαιθρο έτυχε να καταγράψω, σύμφωνα με τις οποίες το σπαθί του αυτοκράτορος δεν ήταν συνηθισμένο αλλά από ξύλο. Το περίεργο μάλιστα αυτό ξύλινο σπαθί έπαιξε και θα παίξη, σύμφωνα πάντοτε με τις παραδόσεις, σημαντικό ρόλο τόσο για την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως όσο και για την ανάκτησή της.
 Οι παραδόσεις αυτές, ουσιαστικά παραλλαγές μιας παραδόσεως, είναι λίγες κατά τον αριθμό, είναι δε διαδεδομένες άφ' ενός στον βόρειο ελληνικό χώρο, και ιδίως στη Θράκη, και άφ' ετέρου στα νησιά του Αιγαίου με τις ακόλουθες λεπτομέρειες:
1. Ο Κωνσταντίνος από λάθος δεν παρέλαβε το ξύλινο σπαθί που του έδινε η μητέρα του αλλά το σιδερένιο και το γεγονός αυτό υπήρξε η αιτία της καταστροφής, διότι ο Τούρκος παρέλαβε το ξύλινο και αναδείχθηκε νικητής3.
2. Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως Άγγελος Κυρίου ενεφανίσθη στον Κωνσταντίνο και του έδωσε ξύλινο σπαθί, διατάσ­σοντας τον να απόκρουση με αυτό την έφοδο των Τούρκων. Ο Κων­σταντίνος απέρριψε με αγανάκτηση και περιφρόνηση την προσφορά, με την προσθήκη ότι δεν κατώρθωσε τίποτα με το χρυσό σπαθί του, επομένως τίποτα δεν θα κατώρθωνε και με το ξύλινο. Ο Άγγελος όμως έδωσε το ξύλινο σπαθί στον Μωάμεθ, ο οποίος το παρέλαβε και κατετρόπωσε με αυτό τους αμυνόμενους4.
3. Ο Άγγελος έδωσε το ξύλινο σπαθί στον Κωνσταντίνο στην Κερκόπορτα που πολεμούσε. «Το σιδερένιο δεν έκαμε δουλειά και το ξύλινο θα κάμη;», ήταν η απάντηση του αυτοκράτορος. Ο Άγγελος θύμωσε, το έδωσε στον Τούρκο, που έσπασε την Κερκόπορτα, μπήκε μέσα και πήρε την Πόλη5.
4. Ο Αρχάγγελος έδωσε το σπαθί στον βασιλέα των Ρωμαίων με την συμβουλή: με αυτό να χτυπάς τον Τούρκο. Ο βασιλιάς του λέει: Το δικό μου το σιδερένιο δεν έκαμε τίποτα, αυτό τι να κάμη; Και έδωσε ο Αρχάγγελος το σπαθί στον Τούρκο βασιλέα, που κατέλαβε την Πόλη. Εμείς οι Ρωμαίοι πάντοτε λόγω της περηφάνειας μας χάνομε τον αγώνα μας6.
5. «Τον καιρό που πάρτηκεν η Πόλη ο Κωνσταντίνος ητη(γ)άνιζε ψάρ'ζια κ' ηπήαν κ' είπαν του πως ηπάρτηκεν η Πόλη, ζωντάνεψαν τα ψαρ'ζια κ'ι' ημπέσαν στη χαβούζα. Κ' ύστερις ήρηξεν το ξύλενο σπαθί που 'καμεν θρήνος στους οχτρούς, κ' ηπήραν το οι Τούρκοι. Μα πάλι τα παιδιά τού Κωνσταντίνου, που κοιμήθηκεν τώρα κείνος, ηκαλόψ'αν τους με πεσ'σέσια κ' ηστρέψαν το πίσω το σπαθί και τώ­ρα κρατούν το οι Ελλήνοι και τ' αγγόνια του Κωνσταντή. Και μέλλε τώρα να (γ)ενή πόλεμος κ'ι' η ώρα που θα παρθή η Πόλη, θα βοηθήση μιάλου πράμα το ξύλενο σπαθί και θα παίξη θρήνος στους οχτρούς»7.
6. θεϊκή δύναμη προσφέρει ξύλινο σπαθί στον Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτωρ το περιφρονεί, ο Τούρκος το παίρνει ευχαρίστως και κατακτά όλον τον κόσμο, όπως τον είχε διδάξει η θεϊκή δύναμη8.
7. Ο αναφερόμενος στην τελευταία παράδοση Τούρκος είναι εκείνος που ανήγγειλε την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως σε μια καλόγρια. Η τελευταία πείσθηκε στην αλήθεια της φοβερής ειδήσεως κατόπιν θαύματος, κατά το οποίο τα ψάρια που τηγάνιζε πήδη­σαν αιφνιδίως σε παρακείμενη λίμνη και ζωντάνεψαν9.
8. «Ο Κωνσταντίνος είχε μαλαματένιο σπαθί. Με το άλογο έμπαι­νε στην Αγιά Σοφιά κ' έπαιρνε το αντίδερο με το σπαθί από περηφά-νεια. Από περηφάνεια έχασε την Πόλη. Η Παναγία τού 'δινε το σπαθί το ξύλινο, που 'τανε θεϊκό. Αυτός δεν το πήρε. Η Παναγία τι να κάμη;»10.
Από την παράθεση των 8 παραλλαγών της παραδόσεως καθίσταται πρόδηλο ότι όχι μόνο το βασικό των θέμα αλλά και τα επί μέρους στοιχεία των ανήκουν αναμφίβολα στον κύκλο των παραδόσεων για την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και την τύχη του τελευταίου αυτοκράτορος τού Βυζαντίου.
Έτσι και το ότι ο Άγγελος έδωσε στον Κωνσταντίνο το ξύλινο σπαθί συγκεκριμένα στην Κερκόπορτα και το ότι ο Τούρκος με το σπαθί αυτό έσπασε την Κερκόπορτα και μπήκε από αυτήν στην Πόλη (3) σχετίζονται με όσα αναφέρει ήδη ο σύγχρονος με την Άλωση ιστορικός Δούκας.
Συγκεκριμένα Κερκόπορτα ονομάζει ο Δούκας την μικρή, ανοι­κτή εγκαταλειφθείσα, πύλη των εσωτερικών τειχών, από την οποία κατ΄ αυτόν εισήλθαν στην αρχή οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπο­λη11, από το γεγονός δε αυτό το όνομά της έγινε πασίγνωστο.
Τα περί αναβιώσεως των τηγανισμένων ψαριών προκειμένου με το θαυμαστό αυτό συμβάν να γίνη πιστευτό το γεγονός της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (5, 7) προέρχονται προφανώς από την ευ­ρύτατα στις ελληνικές περιοχές διαδεδομένη σχετική παράδοση12.
Τέλος το στοιχείο της παραδόσεως άρ. 5 ότι τα παιδιά τού Κων­σταντίνου πήραν το σπαθί και τώρα το κρατούν οι Έλληνες και τα εγγόνια του και ότι θα βοηθήση πολύ το ξύλινο σπαθί για να ανακτηθή η Κωνσταντινούπολη, εκτός του ότι εκφράζει τους πόθους των Ελλήνων για την εθνική των αποκατάσταση, όπως διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την Άλωση στις παραδόσεις και τα τραγούδια του με κύρια παράδοση την παραπάνω παρατεθείσα για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, σχετίζεται πιθανώτατα με την επικρατήσασα κατά καιρούς μεταξύ των λογίων και του λαού ιδέα ότι ο Κωνσταντίνος κατά την εποχή της Αλώσεως ήταν νυμφευμένος και είχε και τέκνα. Η άποψη αυτή πάντως, την οποία υπεστήριξαν συγγραφείς της Δύσεως και της Ανατολής, μερικοί από τους οποίους μάλιστα έγραψαν ευθύς μετά την Άλωση και η οποία έχει εισέλθει και σε άλλες νεώτερες δημώδεις παραδόσεις, δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται προς τα πράγματα, αφού ο Κωνσταντίνος μετά από δύο ατυχείς γάμους έπεσε κατά την Άλωση άτεκνος και άνυμφος13.
Το βασικό όμως στοιχείο των παραδόσεων παραμένει το ξύλινο σπαθί, από την μη χρησιμοποίηση του οποίου εκ μέρους του Κωνσταν­τίνου εξαρτήθηκε τελικά η καταστροφή της πρωτεύουσας του Βυζαν­τινού κράτους και το κράτος ολόκληρο. Η λεπτομέρεια ότι ο Κων­σταντίνος δεν το παρέλαβε από λάθος (1) οφείλεται προφανώς στη διάθεση του λαϊκού δημιουργού να μη θεωρήση τον κατ' εξοχήν ήρωα της πολιορκίας της Κωνσταντινουπόλεως ως υπεύθυνο για την άλωση της. Αντιθέτως η περιφρόνηση του τελευταίου στην ως ευτε­λή θεωρούμενη προσφορά, του Αγγέλου όμως του Κυρίου, κατ' αντίθεση με τον Μωάμεθ (2, 3, 4, 6, 8) και η έπαρσή του, σε σημείο που να παίρνη το αντίδωρο με το χρυσό σπαθί του (4, 8) οφείλεται πάλι σε διάθεση του δημιουργού της παραδόσεως να διδάξη ηθικο­λογώντας τι επιφυλάσσεται σε εκείνον που περιφρονεί τη θεία βού­ληση, όπως και αν αυτή εκδηλώνεται.
Αλλά οι λεπτομέρειες αυτές παραμένουν μάλλον διακοσμητικές και επουσιώδεις. Το βέβαιο είναι ότι τόσο οι ιστορικές πηγές, όσο και οι λοιπές, λογιώτερες ή δημωδέστερες, παλαιότερες, δηλ. των χρόνων της Αλώσεως, η νεώτερες μέχρι και σημέρα, κάνουν πολύ συχνά λόγο για τον αυτοκράτορα και το όπλο του, που είναι πάντοτε το σπαθί του14, με το οποίο υπερασπίζεται την τιμή και την αξιοπρέ­πεια του κράτους του και του λαού του σε σημείο που, αν δεν γινόταν λόγος στις παραδόσεις ειδικά για σπαθί ξύλινο, οι παραδόσεις αυτές μαζί με εκείνη για τον μαρμαρωμένο βασιλιά θα ήταν απολύτως σύμ­φωνες με τις ιστορικές και τις άλλες μαρτυρίες.
Και είναι μεν αλήθεια ότι από την εποχή ήδη της Αλώσεως δη­μιουργήθηκαν αμφισβητήσεις και υπήρξαν διχογνωμίες αναφορικά με την τύχη του Παλαιολόγου κατά την ημέρα της 29ης Μαίου που έπεσε η Κωνσταντινούπολη15, οι περισσότερες όμως και αξιοπιστότερες ιστορικές και άλλες μαρτυρίες, με τις οποίες βρίσκονται σε συμ­φωνία και οι λαϊκές παραδόσεις, συμφωνούν στο ότι ο τελευταίος ηγέτης τού βυζαντινού Ελληνισμού έπεσε στο πεδίο της μάχης μαχό­μενος ηρωικά με το σπαθί του εναντίον των εχθρών. Εξ άλλου στον ελληνικό λαό εδημιουργήθη η πεποίθηση και πάντως παρέμεινε ακλόνητη η πίστη, ότι ό,τι με το σπαθί του έχασε ο Κωνσταντίνος θα το επανάκτηση πάλι με το σπαθί του16.
Και είναι βέβαια δικαιολογημένο να γίνεται λόγος για σπαθί χρυ­σό ή τέλος πάντων σιδερένιο, όπως στις παρατιθέμενες παραδόσεις (1, 2, 3, 4, 8), προκειμένου για το σπαθί ενός λαμπρού και ένδοξου αυτοκράτορος, για το οποίο άλλη παράδοση αναφέρει ότι ήταν «ψη­λό, ολόισιο, με θηκάρι μαλαματένιο με χίλια δυο κεντίδια»17. Το κατ' εξοχήν όπλο του αυτοκράτορος είναι λογικό να είναι ανάλογο προς την αίγλη που αποδίδει σ' αυτόν ο λαϊκός δημιουργός. Αλλά χρήση ξύλινου, πρωτόγονου, ευτελούς και εύθραυστου σπαθιού με το οποίο ο κάτοχός του διεξάγει ηρωικό αγώνα εναντίον των έχθρων του, πρέ­πει να θεωρήται παράλογη και αδιανόητη για τα κοινά μέτρα της λο­γικής.
Πως προέκυψε η ιδέα αυτή του ξύλινου σπαθιού, είναι δύσκολο να προσδιορισθή. Το πρότυπο της συγκεκριμένης παραδόσεως πιθανώς να βρίσκεται σε κάποιο δημώδες κείμενο, το οποίο εγώ τουλάχι­στον αγνοώ. Πράγματι δεν αναφέρεται ούτε στις ιστορικές πηγές, που θα ήταν και πολύ δύσκολο, αλλά ούτε σε θρήνους, μονωδίες, χρησμολόγια, ιστορημένα ή όχι, σε παραδόσεις, ελληνικές ή τουρκι­κές, σε δημοτικά τραγούδια και σε οποίες άλλες πηγές σχετίζονται με την Άλωση και μου είναι βέβαια προσιτές. Ξύλινο σπαθί αναφέρεται καμιά φορά σε κείμενα με σκωπτικό μάλλον χαρακτήρα, πράγμα που δεν μας ενδιαφέρει18.
Πιο συχνά σχετικώς αναφέρεται χρήση του ξύλινου σπαθιού στα παραμύθια. Σύμφωνα με ένα από την Αστυπάλαια της Δωδεκανή­σου ο ήρωας τού παραμυθιού παίρνει «ένα ξυλίτικο σπαθάκι» και με αυτό αντιμετωπίζει αποτελεσματικά μυθολογικά τέρατα με τρία μά­τια, τους Τριμάτηδες19. Σε ένα άλλο παραμύθι από την Πελοπόννησο ο ήρωας χτυπώντας με τη συμβουλή της Πεντάμορφης μια μόνο φορά τη δράκαινα με ένα ξύλινο σπαθί τη φονεύει20. «Ξυλοσπάθιν» εναν­τίον δράκου χρησιμοποιεί και ο ήρωας του μεσαιωνικού ερωτικού διηγήματος «Τα κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην», - που έχει μεν παραδοθή σε ένα χειρόγραφο του ις' αι. αλλά έχει συντεθή πιθανώτατα τον ιγ' αι. η στις αρχές του ιδ' αι. - αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Εί­ναι η μοναδική μαρτυρία που γνωρίζω σε παλαιό μάλιστα κείμενο (ποίημα), αλλά, όπως έχει αποδειχθή, το ερωτικό αυτό διήγημα είναι στην πραγματικότητα ένα παραμύθι και επομένως και το στοιχείο της χρήσεως του ξύλινου σπαθιού είναι καθαρά παραμυθιακό21.
Όπως έχει ήδη παρατηρηθή, το γεγονός της αναφοράς στα παρα­μύθια του ξύλινου σπαθιού έχει την αρχή του στο ότι πολλές φορές αντικείμενα από άλλη ύλη παρά από τη συνηθισμένη, είτε ευγενέστε­ρη είτε ευτελέστερη, έχουν υπερφυσική δύναμη22.
Γενικά τίποτα δεν αποκλείει την δυνατότητα στοιχεία παραμυθιακά να εισχωρήσουν στις παραδόσεις, όπως συμβαίνει σε πολλές περι­πτώσεις. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση, χωρίς να το αποκλείω, νομίζω ότι το πράγμα είναι μάλλον δύσκολο, επειδή οι παραδόσεις αυτές έχουν αυτόν τον έντονο εθνικό χαρακτήρα. Ένα τέτοιο στοι­χείο, όπως του ξύλινου σπαθιού, μάλλον αταίριαστο στο όλο κλίμα, μέσα στο οποίο κινούνται, για το μεγαλείο του Παλαιολόγου θα ήταν ενδεχόμενο να αποβληθή από τη λαϊκή ευαισθησία κατά την πορεία του χρόνου.
Υπάρχει τώρα και ένα άλλο ζήτημα, που σχετίζεται με το πρόσω­πο και τον ρόλο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, η διαφορά μεταξύ παραδόσεων και χρησμών. Και ναι μεν οι πολυάριθμοι χρησμοί και προρρήσεις έχουν λόγια προέλευση, από το άλλο μέρος όμως έχουν τύχει ευρείας διαδόσεως στα λαϊκά στρώματα και έτσι, επειδή επί πλέον αποβλέπουν στους ίδιους σκοπούς, συμπίπτουν πολλές φορές με τις παραδόσεις στα κύρια τουλάχιστον σημεία.
Οπωσδήποτε, σύμφωνα με τις παραδόσεις, ο Κωνσταντίνος Πα­λαιολόγος είναι ο τελευταίος ηρωικός πρόμαχος του βυζαντινού Ελ­ληνισμού, ο οποίος μπορεί να έπεσε στο πεδίο της μάχης αλλά ο προορισμός του δεν έχει εκπληρωθή με τη θυσία του αυτή. Αντίθετα εξακολουθεί να υπάρχη ως μαρμαρωμένος βασιλιάς, μέχρι που να αναστηθή ως τιμωρός, για να εκδικηθή τους Τούρκους για τα παθή­ματα των Ελλήνων εκδιώκοντας τους κατά τρόπο ανελέητο από τα ελληνικά εδάφη. Αντίθετα, στους χρησμούς και τις προρρήσεις, που συνδυάζονται με τις προφητείες για την έλευση τού Αντίχριστου, γί­νεται λόγος για νομιζόμενο απλώς και όχι μαρμαρωμένο άνδρα-σωτήρα, ο οποίος όμως είναι φτωχός, ρακένδυτος, απέριττος και γε­νικά άσημος23. Σε ηγήτορα με αυτές τις ιδιότητες θα μπορούσε κανείς να υποθέση ότι αρμόζει ένα ξύλινο, δηλ. ευτελές σπαθί, ανάλογο με την ευτέλεια του κατόχου και χρήστη του.
Στους χρησμούς βέβαια γίνεται λόγος για ρομφαία απλώς, την οποία θα παραδώση Άγγελος Κυρίου στον μέλλοντα να επαναφέρη την ελευθερία στην Επτάλοφο φτωχό και άσημο βασιλέα24 και ποτέ, όσο γνωρίζω, για ξύλινη ρομφαία ειδικώτερα. Αλλά για τα λαϊκά στρώματα ένας τέτοιος ελευθερωτής δεν θα μπορούσε να διαθέτη και να χρησιμοποιή ένα σπαθί από χρυσό ή από οποιαδήποτε άλλη οπωσδήποτε ευγενή ύλη. Ένα ξύλινο σπαθί, που όμως θα είχε θαυ­ματουργικές ιδιότητες λόγω προελεύσεως του από τον θεό μέσω του Αγγέλου του, θα μπορούσε να είναι άκρως αποτελεσματικό, όπως είναι η απαίτηση των περιστάσεων. Η μεταφύτευση του στοιχείου αυτού, που, αν και δεν αναφέρεται, υποθετικά θα μπορούσε να ισχύη, στις δημώδεις παραδόσεις για τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο θα ήταν εύκολη υπόθεση, αφού ο συμφυρμός των θρύλων για τον μαρμαρωμένο βασιλιά προς τους χρησμούς για τον φτωχό και απέ­ριττο βασιλέα είναι δεδομένος25. Στα ευρύτερα στρώματα του λαού δεν θα υπήρχε δυσκολία, και αυτό είναι βέβαιο ότι έγινε, για τη διά­πλαση παλαιοτέρων χρησμών στο θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, αφού, όπως είναι γνωστό, ο λαός δημιουργεί συνήθως τις καινούρ­γιες παραδόσεις του, τα τραγούδια του κλπ. χρησιμοποιώντας έτοιμα υλικά από την παλαιότερη παράδοση και δημιουργία του.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν, εννοείται, υπόθεση, μέχρι που να πρόκυψη ενδεχομένως κάποια ερμηνεία πιο συγκεκριμένη.
Ας σημειωθή συμπληρωματικά ότι, σύμφωνα με δημοτικό τρα­γούδι από την Δυτ. Κρήτη, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ως επαίτης φέρει βασιλικό σπαθί, το οποίο όμως προσπαθεί να αποκρύ­ψη και από το οποίο τέλος αποκαλύπτεται η βασιλική του κατα­γωγή26.





* Πρώτη δημοσίευση: Πρακτικά τού Έκτακτου Πνευματικού Συμποσίου (Σπάρτη -Μυστράς 27-29 Μαΐου 1988), Από την φωτεινή κληρονομιά τού Μυστρά στην Τουρ­κοκρατία, Αθήναι 1990, σ. 263-272 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 16) (= στα γερμα­νικά με ασήμαντες διαφορές: Dona Folcloristica, Festgabe fur Lutz Rohrich zu seiner Emeritierung 3, 1990.o. 77-85 [Beitrage zur Europaischen Ethnologie und Folklore, Rei-ne B: Tagungsberichte und Materialien]).
1. Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 1, σ. 22, άρ. 33 και 2, ο. 658-674, όπου εκτενή σχόλια για την παράδοση.
2. Βλ. πρόχειρα Ν. Γ. Πολίτου, ο.π, σ. 662.
3. Θράκη, Γκριτζάν-Ασάρ της περιοχής Κομοτηνής. Βλ. Στίλπ. Π. Κυριακίδου , θρακικαί παραδόσεις, Ημερολ. Μεγάλ. Ελλάδος 1922, σ. 251.
4. Θράκη, Μάδυτος, Αρχ. θρακ. Λαογρ. Γλωσσ. θησαυροί 3 (1936-37), σ. 117-118. Βλ. και Andre Mazon , Contes Slaves de la Macedoine sud-occidentale, Paris 1923, σ. 87, 17 και σ. 182 (Μακεδονία, περιοχή Φλώρινας). Κατά την παραλλαγή αυτή ειδικώτερα ο Άγγελος Κυρίου παρακαλεί τρεις φορές τον Κωνσταντίνον να πάρη το ξύλινο σπαθί, αν ήθελε να κράτηση το βασίλειό του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προτρέ­πει τον Άγγελο να δώση το σπαθί στον Τούρκο. Πρβλ. σχετικά και Στίλπωνα Κυριακίδη , Λαογραφία 8 (1921-25), σ. 604.
5. Θράκη, Καστανιές, θρακικά 7 (1936), σ. 235.
6. Πόντος (πρόσφυγες της περιοχής Κάρς). Σάββα Π. Παπαδοπούλου, Παραδόοεις-θρύλοι περιοχής Κάρς, Αρχείον Πόντου 42 (1988-89), σ. 114, άρ. 14. Όπως αναφέρει ο συγγρ., οι παραδόσεις που δημοσιεύει έχουν καταγραφή κατά τη χρονική περίοδο 1963-88, η δε παράδοση που μας απασχολεί, που την επιγράφει «Το σπαθίν», είναι σύνθεση δύο διηγήσεων.
7. Δωδεκάνησος, Κάλυμνος. Γιάννη Ζερβού, Παραδόσεις - Ιστορικά χαραμυθολογήματα [κλπ.], Δωδεκ. Αρχείον 3 (1958), σ. 240.
8. Σάμος, Παλαιόκαστρον. Στεφ.Ημέλλου, Έκθεση λαογραφικής απο­στολής εις Σάμον (13 Ιουλ. - 14 Αύγ. 1964), Επετ. Λαογρ. Αρχείου 17 (1965), σ. 194-195. Εδώ αναφέρονται και μερικές ακόμη από τις παραδόσεις για το ξύλινο σπαθί που εξετάζονται.
9. Ο.π.,σ. 195.
10. Σέριφος. ΚΛ, χφ. 3190, σ. 38 (1967, Συλλ. Στεφ.Ημέλλου), πρβλ. Στέφ. Ήμελλον, Παρατηρήσεις εξ επιτόπιου ερεύνης εις τον λαϊκόν πολιτισμόν των Νοτίων Κυκλάδων, Αθήναι 1974, σ. 41.
11. «Παραπόρτιον εν... το δέ όνομα της κουφής εκείνης πύλης εκαλείτο ποτε Κερ­κόπορτα» Δούκας 39, 4 (Pertusi, σ. 168-170. 6λ. σχετικά και σ. 454, σημ. 12). Πρβλ. Γουσταύου Σλουμβερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, εν Αθήναις 1914), σ. 336, Ξ. Α. Σιδερίδου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου θάνα­τος, τάφος και σπάθη, περιοδ. Μελέτη 2. 1908, ο. 65-66 κ.α.
12. Για την οποία βλ: Η αναβίωση των τηγανισμένων ψαριών κατά την άλωση της Πόλης, ανωτέρω άρ. 2. σ. 29 κέξ., όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
13. Βλ. σχετικά Σπυρ. Π. Λάμπρου, Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος εν τη ιστορία και τοις θρύλοις, Νέος Ελληνομνήμων 4 (1907). σσ. 417-466 και ιδίως σ. 429 κέξ., όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία, πρόσθ. και Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32ιδ' - 32ιζ', Γεωργίου θ. Ζώρα, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η βασιλεία Μωάμεθ Β' τού κατακτητού κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερινόν κώδικα 111 της Βατικανής βιβλιοθήκης 1952, σ. 29-30 (ανατύπωσις εκ του KB' τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών) (= τού ίδιου , Αι τελευταίοι στιγμαί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Μωά­μεθ του κατακτητού (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111], Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1959, σ.130-131).
14. Βλ. π.χ.: Δούκας 39, 13 (Pertusi 2, σ. 176) που αναφέρει ότι κατά την τελευ­ταία του στιγμή ο Κωνσταντίνος πολεμούσε «ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπί­δα». Βλ. και Σιδερίδη , ο.π., σ. 66 κ.α. passim, Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορη­μένου χρησμολογίου, σ. 32 κβ' κέξ.
15. Βλ. Σιδερίδη, ο.π., σ. 70 κέξ., Βέη,ο.π., Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 2, ο.π., σ. 660-661, όπου και βιβλιογραφία.
16. Σύμφωνα με χρησμό που αναφέρει ο Δούκας(39, 18, Pertusi, σ. 180) μετά την εκπολιόρχηση της Κωνσταντινουπόλεως και την παράδοση της στους Τούρκους «καταβάς άγγελος φέρων ρομφαίαν παραδώσει την βασιλείαν συν τη ρομφαία ανωνύμω τινί ανδρί ευρεθέντι τότε εν τω χίονι ισταμένω, λίαν απερίττω και πενιχρώ, και έρει αυτώ» «Λαβέ την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν τού Κυρίου». Τότε τροπήν ίξονται οι Τούρκοι και οι Ρωμαίοι καταδιώξουσιν αυτούς κόπτοντες και εξελάσουσιν και εκ της Πόλεως...», πρβλ. Χαλκοκονδύλης 8, 275-280 (Pertusi 2, σ. 216) και Nicolo Barbaro (Pertusi 1, σ. 357, σημ. 89). Βλ. και Ν. Γ. Πολίτου , Δημώδεις δοξασίαι περί αποκαταστάσεως του ελληνικού έθνους. Λαογραφικά Σύμμεικτα I, 1920, σ. 16, του ίδιου , Παραδόσεις, 2, σ. 659. Πρβλ. ανάλογα από την χριστιανική γραμματεία που σχετίζονται όμως με το ξύλο τού Σταυρού (= σταυρό τού Χριστού): «ώσπερ δια ξύλου (ένν. της γνώσεως, του δένδρου της ζωής του Παραδείσου) η παράδοσις (ένν. των Πρωτοπλάστων) ούτω δια ξύλου (ένν. τού Σταυρού) η σωτηρία»˙ «ο Αδάμ δια τού ξύλου της βρώσεως κατεκρίθη και ο νέος Αδάμ ο Χριστός ο θεός δια τού ξύλου τού σταυρού ημάς ενίσχυσεν» κ.α. (βλ. πρόχειρα Ν. Β. Τωμαδάκη, Αποθησαυρίσματα, 10, Το ξύλον, Αθηνά 70 (1968), σ. 4, πρβλ. και σ. 7).
17. Βλ. Ν. Γ. Πολίτου , Παραδόσεις 2, σ. 683. Εννοείται ότι το σπαθί είναι το κύριο όπλο με το οποίο επιδεικνύει κανείς την ανδρεία του, στο οποίο ορκίζεται κτλ. (βλ. πρόχειρα Ζω ρα, ο.π., σ. 25 (247-348), 27 (394), 29 (566-567). Εξ άλλου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σε διάφορες γνωστές μέχρι σήμερα εικόνες του, που όμως δεν είναι γνήσιες, παριστάνεται με ξίφος (βλ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, Αι εικόνες Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, Νέος Ελληνομνήμων 3 (1906), σ. 229 κέξ., 239).
18. Πρβλ. το σατιρικό τραγούδι για τον Κεφαλλονίτη, που φορούσε βρακί από τσουβάλι, γελέκο από στουπί και ψάθινο καπέλο και ξύλινο σπαθί (ΚΛ, κφ. 475, σ. 9, Σπέτσες 1922) η... βούρλινο σπαθί (ο.π., χφ. 1460, Αθήναι).
19. Jean Ρίο, Νεοελληνικά παραμύθια, Copenhague 1879, σ. 131-132.
20. Γεωργ. Α. Μέγα, Καλλιμάχου και Χρυσορρόης υπόθεσις, Λαογραφία 25 (1967), σ. 241.
21. Ο.π., πρβλ. και Τωμαδάκη, ο.π., σ. 25. Η χρησιμοποίηση τού όρου ξύλον επί ξύλινου όπλου, δηλ. ροπάλου από ξύλο, είναι μόνο ποιητική (Ο. Σολωμός, βλ. Τωμαδάκη , ο.π., σ. 15-16).
22. Στίλπωνος Π. Κυριακίδου, ο.π., βλ. και Κυριακίδη, στη Λαογρα­φία 8 (1921-25), σ. 604.
23. Πρβλ. τον χρησμό που μνημονεύει ο ιστορικός Δούκας (άνωτ., σ. 56, σημ. 16). Βλ. περισσότερα με σχετικές παραπομπές στα κείμενα: Ν. Γ. Πολίτου, Παραδό­σεις 2, σ. 664 κέξ., Νίκου Α . Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32 κθ' κέξ.
24. Ο.π.
25. Νίκου Α. Β έη , Περί τού ιστορημένου χρησμολογίου. σ. 32 λς'. Εξ άλλου η επιβίωση των χρησμών για τον τελευταίο Παλαιολόγο υπήρξε μέχρι σήμερα ισχυρή (ο.π., σ. 3).
26. Βλ. Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (εκλογή), εν Αθήναις 1962, σ. 123-124 (Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Λαογραφικού Αρχείου, αριθμ. 7) και ανω­τέρω, σ. 18, όπου εκτενέστερος λόγος για το θέμα.

* Η φωτογραφία είναι από: http://protesilaos.blogspot.com

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...