Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Απριλίου 07, 2011

7 Απριλίου Συναξαριστής


Καλλιοπίου Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἐπιφανίου, Ρουφίνου καὶ Δονάτου καὶ τῶν σὺν αὐτῶν μαρτυρησάντων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ρουφίνου, Ἀκυλίνης καὶ τῶν σὺν αὐτοὶς διακοσίων μαρτυρησάντων, Γεωργίου Ἐπισκόπου Μυτιλήνης, Λευκίου Ὁσίου, Δανιὴλ Ὁσίου, Γερασίμου Βυζαντίου, Ἀγαπητοῦ τοῦ τυφλοῦ,  Σάββα τοῦ Νέου ἐκ Καλύμνου.



Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος ὁ Μάρτυρας
 
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καλλιόπιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ ἐνάρετη μητέρα του Θεόκλεια τὸν ἀνέθρεψε καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ὁ νεαρὸς Καλλιόπιος ὄχι μόνο δὲν φοβήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμψύχωνε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς ὀλιγόψυχους. Ἐνῷ ὁ διωγμὸς εἶχε κηρυχθεῖ, ὁ Ἅγιος ἀναχώρησε γιὰ τὴν Πομπηϊούπολη, ὅπου αὐτοβούλως παρουσιάσθηκε στὸν ἔπαρχο Μάξιμο, τὸν ὁποῖο ἔλεγξε γιὰ τὰ ἐγκλήματά του κατὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὀργισμένος ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὸν συλλάβουν, νὰ τὸν βασανίσουν καὶ νὰ τὸν κλείσουν στὴ φυλακή. Μαζί του εἰσῆλθε στὴ φυλακὴ καὶ ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία σπόγγιζε τὸ αἷμα τοῦ υἱοῦ της. Γιατί ἀφοῦ ἔδωσε ὅλο τὸν πλοῦτο της στοὺς πτωχούς, ἀκολούθησε τὸ παιδί της στὴν πορεία πρὸς τὸ μαρτύριο. Ἀφοῦ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ τὸν Ἅγιο, τὸν καταδίκασαν σὲ σταυρικὸ θάνατο. Ἔτσι ἔγινε κοινωνὸς  μὲ τὸν Χριστὸ ὄχι μόνο στὸ Πάθος ἀλλὰ καὶ στὴν ἡμέρα ἀκόμη. Γιατί ἦταν Μεγάλη Παρασκευὴ ὅταν σταυρώθηκε. Ἡ μητέρα του ἔδωσε στοὺς δήμιους πέντε χρυσὰ νομίσματα καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ μὴν σταυρώσουν τὸν υἱό της ὅμοια μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω. Καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε τὴν Τρίτη ὥρα τῆς Παρασκευῆς, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἡ δὲ μητέρα του, ἀφοῦ ἔπεσε ἐπάνω στὸν ἐσταυρωμένο υἱό της, παρέδωσε τὴν ψυχή της.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκβλαστήσας ὡς ρόδον Μάρτυς ἀμάραντον, ἀθλητικῶς κατευφραίνεις τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ, τὴ εὐπνοία τῶν λαμπρῶν κατορθωμάτων σου, οὐ γὰρ παθῶν ζωοποιῶν, ἀνεδείχθης κοινωνός, νομίμως ἀνδραγαθήσας, ὦ Καλλιόπιε μάκαρ, ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Σωτῆρος ἠμῶν.



Οἱ Ἅγιοι Ἐπιφάνιος ὁ Ἱερομάρτυρας, Ρουφίνος καὶ Δονάτος οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς Μαρτυρήσαντες

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἐπιφάνιος, ὁ ὁποῖος ἦταν Ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ρουφίνος ὁ διάκονος καὶ Δονάτος, μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴν Ἀφρική.



Οἱ Ἅγιοι Ρουφίνος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ Ἀκυλίνη ἡ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς διακόσιοι Μάρτυρες

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ρουφίνος, ὁ διάκονος καὶ ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους διακόσιους Χριστιανοὺς στὴ Σινώπη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ.).
Ὄντας ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Ἅγιος Ρουφίνος διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, δίδασκε πολλοὺς στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ κλείσθηκε στὴ φυλακή. Ἡ Χριστιανὴ Ἀκυλίνα, ἐπειδὴ τὸν ἐπισκέφθηκε, συνελήφθη καὶ ἡ ἴδια. Καὶ οἱ δυό, ἀφοῦ παρουσιάσθηκαν στὸν ἄρχοντα, ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ βασανίσθηκαν σκληρά. Ὅμως, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ θαυματούργησαν καὶ προετοίμασαν τοὺς παρευρισκόμενους διακόσιους στρατιῶτες νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό. Ὁ ἄρχοντας ὀργισμένος διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι μὲ μαχαῖρι. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν οἱ δήμιοι, τοὺς ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἀθλήσεως καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν ὅλους. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἔλαβαν ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο τὸ στέφανο τῆς δόξας καὶ τοῦ μαρτυρίου.
Σύμφωνα μὲ τὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα οἱ Ἅγιοι παρακολούθησαν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου.



Ἡ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Σημειοφόρος Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, Ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Ἀγωνίσθηκε σθεναρὰ κατὰ τῶν δυσσεβῶν εἰκονομάχων καὶ ἐξορίσθηκε σὲ κάποιο νησὶ τῆς Προποντίδος, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ τὶς κακουχίες τὸ ἔτος 821 μ.Χ. σὲ ἡλικία σαράντα πέντε ἐτῶν. Τὸ τίμιο λείψανό του παρέμεινε ἐνταφιασμένο ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὸν τόπο τῆς ἐξορίας. Ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μεθοδίου (842-847 μ.Χ.), μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ πολλῶν ἱερῶν λειψάνων Ἁγίων ποὺ πέθαναν στὴν ἐξορία, ὅπως τοῦ Θεοφύλακτου Νικομηδείας, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ τοῦ Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως.
Τότε, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὰ ἔτη 846-847 μ.Χ., ἀνεκομίσθηκε στὴ Μυτιλήνη μὲ πολλὲς τιμὲς καὶ τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Νὰ πῶς περιγράφεται στὸ Βίο του τὸ γεγονὸς αὐτό: «Πάντες οἱ τῆς νήσου Μυτιλήνης οἰκήτορες, ἅμα πρεσβυτέροις καὶ παντὶ τῷ κλήρῳ παρεγένοντο ἔνθα κατέκειτο τὸ σῶμα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν καὶ ὁμολογητοὺ Γεωργίου, καὶ δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνήσαντες, τὴ ἐπιούση ἡμέρα λαβόντες τὸ σῶμα μετὰ ψαλμῶν καὶ ὕμνων ἀπεκόμισαν αὐτὸ εἰς τὴν ἰδὶαν νῆσον καὶ κατέθεικαν αὐτὸ μετὰ καὶ τῶν λοιπῶν πατέρων, δόξαν ἀναπέμποντες τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι».
Εὐλαβὴς παράδοση, ποὺ διασώθηκε μέχρι τὶς ἡμέρες μας, θεωρεῖ ὡς τόπο ταφῇς τοῦ Ἁγίου τὴ θέση «Τρία Κυπαρίσσια» (Σαρὴ Μπαμπά), κοντὰ στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα μ.Χ. ἐσώζετο καὶ τιμόταν στὴ Μυτιλήνη ἡ χεῖρα τοῦ Ἁγίου. Αὐτὴ πιθανῶς εἶναι ἡ δεξιὰ χεῖρα ποὺ σῴζεται σήμερα στὸ Σκαλοχώρι καὶ φέρει ἐπιγραφὴ «Ἅγιος Γιόργις» καὶ κοινῶς θεωρεῖται ὡς χεῖρα τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, καρποφορήσας, ὡς θεόφυτος λειμὼν τὴν χάριν, Ἱεράρχα τῶν ἀρρήτων Γεώργιε, τᾶς τῶν ψυχῶν ἐγεώργησας αὔλακας, ὡς ἐπιπνοίας ἄθλου γεώργιον. Πάτερ Ὅσιε Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.



Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἐκ Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Λεύκιος ἦταν ἱδρυτὴς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολὰμκ τῆς Ρωσίας, κοντὰ στὸν ποταμὸ Ρούζα. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1492.





Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ τοῦ Περεγιασλάβλ

Ὁ Ὅσιος Δανιήλ, κατὰ κόσμον Δημήτριος, γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1459-1460 στὸ Περεγιασλάβλ – Ζελέσκιυ τῆς Ρωσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴν Θεοδοσία, ἡ ὁποία ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θέκλα. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία διδάχθηκε τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας κοντὰ στὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Νικίτσκιυ τοῦ Περεγιασλάβλ, Ἰωνά. Ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Πανφουτίου (Μπορόβσκι) καὶ τὴν πνευματική του ζωὴ καθοδήγησε ὁ Ἅγιος Λεύκιος τοῦ Βολοκολὰμκ ποὺ τιμᾶται τὴν ἴδια ἡμέρα (7 Ἀπριλίου).
Ὅταν ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἐπέστρεψε στὴν γενέτειρά του, ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό του στοὺς φτωχοὺς καὶ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν ἀστέγων. Στὴ συνέχεια ἵδρυσε μονὴ κοντὰ στὸ κοιμητήριο τῆς πόλεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1540.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη του στὶς 28 Ἰουλίου καὶ στὶς 30 Δεκεμβρίου.





Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Βυζάντιος

Ὁ Ὅσιος Γεράσιμος, ὁ διδάσκαλος, καταγόταν ἀπὸ εὐσεβὲς γένος. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὰ λεγόμενα Ὑψωμάθεια, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Συναναστράφηκε στὴν πατρίδα του μὲ σοφοὺς ἄνδρες, ᾖλθε στὴν Πάτμο, ὅπου μαθήτευσε κοντὰ στὸν πιὸ σοφὸ δάσκαλο τοῦ Γένους, τὸν Ὅσιο Μακάριο τὸν Καλογερά, στὴν περιώνυμη Πατμιάδα Σχολὴ καὶ ἀνέλαβε τὴν καθοδήγησή της μετὰ τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Ὁσίου Μακαρίου. Ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ἔγινε μοναχὸς στὴ βασιλικὴ καὶ πατριαρχικὴ Μονὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ Θεολόγου Ἰωάννου στὴν Πάτμο, στὴν ὁποία καὶ χειροτονήθηκε ἱερέας.
Πολιτεύθηκε μὲ ὅσιο καὶ καλὸ τρόπο, ὑπῆρξε ἄριστος παιδαγωγὸς τῶν νέων καὶ φώτισε τοὺς πάντες. Ἀφοῦ ἀρρώστησε ἀπὸ λιθίαση, ἀναχώρησε γιὰ τὴ Σμύρνη πρὸς θεραπεία τῆς ἀρρώστιας του. Ἐπειδὴ δὲν πέτυχε τὸν σκοπό του, πῆγε στὴν Κρήτη, ὅπου κοιμήθηκε ὀσιακῶς τὸ ἔτος 1770 καὶ τάφηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας Τριάδος, τὴν ἐπονομαζόμενη τῶν Τζαγκαρόλων. Μόλις ἔμαθαν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου κατέφθασαν μὲ πλοῖο στὴν Κρήτη, ζητώντας τὸ τίμιο λείψανό του. Ὅταν ἀρνήθηκαν οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος νὰ ἀποδώσουν τὸν πολύτιμο θησαυρὸ «ὃν ἀπέστειλεν αὐτοὶς ὁ Θεός» ἔγινε ἀγρυπνία καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ χερουβικοῦ Ὕμνου ἐκόπη αὐτομάτως τὸ ἱερὸ δεξὶ χέρι τοῦ Ὁσίου, τὸ ὁποῖο ἔλαβαν καὶ μετέφεραν οἱ μοναχοὶ στὴν Πάτμο, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, ἀναβλύζοντας τὶς δωρεὲς τῆς χάριτος σὲ ὅσους προσέρχονται σὲ αὐτὴ μὲ πίστη.
Τὸ χαριτόβρυτο λείψανο τοῦ Ὁσίου ποὺ φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Καθολικοῦ τῆς σεβασμίας Μονῆς τῶν Τζαγκαρόλων, μαζὶ μὲ τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἀκακίου, ποὺ ἔζησε ὀσιακῶς στὴ  Μονὴ καὶ τελειώθηκε ὁ βίος του σὲ αὐτήν, παραδόθηκε στὴ φωτιὰ ἀπὸ μιαροὺς Ἀγαρηνοὺς ποὺ ἐπέδραμαν ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τὸ ἔτος 1720 καὶ τὴν ἔκαψαν. Χάθηκε ἔτσι ὁ σπουδαῖος αὐτὸς θησαυρὸς τῆς χάριτος.



Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Τυφλὸς

Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ μονὴ Βάλαμο τῆς Φιλανδίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1905.



Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύμνῳ

Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος, κατὰ κόσμο Βασίλειος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1862 στὴν Ἠρακλείτσα τῆς περιφέρειας Ἀβδὶμ τῆς Ἀνατολικῆς Θρᾴκης ἀπὸ πτωχοὺς καὶ ἁπλοϊκοὺς γονεῖς, τὸν Κωνσταντῖνο καὶ τὴ Σμαραγδή.
Ὁ Βασίλειος μεγάλωσε ἔχοντας βαθιὰ πίστη καὶ μεγάλη εὐσέβεια καὶ προσπαθώντας νὰ μιμηθεῖ τὴν ἄσκηση τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ὁ Βασίλειος διαπίστωνε καθημερινὰ ὅτι τὸ ἐπάγγελμα ποὺ ἀσκοῦσε δὲν ἦταν στὰ μέτρα του καὶ ποθοῦσε μία ἄλλη ζωή. Ἤθελε νὰ ζήσει μόνο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἔτσι ἔλαβε πλέον τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφαση νὰ φύγει, ἐγκαταλείποντας τὰ ἐγκόσμια καὶ κάνοντας πράξη τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεὶν ἀπαρνησάσθω ἐαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Κατευθύνεται στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Ἱερὰ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, ὅπου ἐπὶ δώδεκα ἔτη ζεῖ πλέον μὲ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ἔντονη ἦταν καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ Ὁσίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς Ἁγίους Τόπους, τὴν ὁποία πραγματοποιεῖ  ἀφοῦ πρῶτα διέρχεται ἀπὸ τὴν γενέτειρά του. Δέος τὸν καταλαμβάνει καθὼς ἀντικρίζει τὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐλπίζοντας πάντα στὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Χοζεβᾶ, ὅπου ἔπειτα ἀπὸ τριετῆ ἐνάρετο βίο κείρεται μοναχὸς τὸ 1890 καὶ ἀργότερα, τὸ ἔτος 1894, ἀποστέλλεται ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς, Καλλίνικο, στὴν Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης, κοντὰ στὸν ἀρχιμανδρίτη Ἄνθιμο, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ἁγιογραφία. Τὸ 1902 χειροτονεῖται διάκονος καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος πρεσβύτερος. Διακονεῖ δὲ μέχρι τὸ ἔτος 1906 ὡς ἐφημέριος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου γνωρίζεται μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τὸν μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος, ὁ ὁποῖος ἔλεγε γιὰ τὸν Ἅγιο Σάββα στὸν Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό, πρὶν ἀκόμη ὁ Ἅγιος κοιμηθεῖ: «Νὰ ξέρεις, Γεράσιμε, ὅτι ὁ πατὴρ Σάββας εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος».
Τὸ ἔτος 1907 ἐπανέρχεται στὴ μονὴ Χοζεβά, ὅπου διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ τέλεια ὑποταγὴ στοὺς ἀσκητικοὺς κανόνες, ἄκρα ταπείνωση, χαμαικοιτία, στέρηση παντὸς ὑλικοῦ ἀγαθοῦ, ἀκολουθώντας τὸ πατερικὸ «ὁ ἀκτήμων μοναχός, ὑψιπέτης ἀετός». Ἡ τροφή του ἦταν μία κουταλιὰ βρεγμένο σιτάρι καὶ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό.
Τὸ ἔτος 1916 ἐπιστρέφει ὁριστικὰ στὴν Ἑλλάδα, μεταβαίνει στὴ νῆσο Πάτμο, ὅπου διαμένει δυὸ χρόνια καὶ ἱστορεῖ δυὸ εἰκόνες στὸ Καθολικὸ τῆς μονῆς. Ἔπειτα ἔρχεται στὴν Ἀθῆνα, ὅπου πληροφορεῖται ὅτι τὸν ἀναζητεῖ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Μεταβαίνει στὴν Αἴγινα καὶ διακονεῖ τὸν Ἅγιο μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἡ συγκαταβίωση μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συνέβαλε στὴν πνευματική του πρόοδο. Γνώρισε τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν παροιμιώδη ταπείνωσή του, τὴν ἁπλότητά του. Ἔζησε τὸ πρῶτο θαῦμα τοῦ Ἁγίου, ὅταν μετὰ τὴν κοίμησή του εἶδε τὸν Ἅγιο νὰ κλίνει τὴν κεφαλή του προκειμένου νὰ τοῦ φορέσει τὸ πετραχῆλι του καὶ νὰ ἐπανέρχεται κατόπιν στὴν θέση της. Ἐπὶ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες οἱ ἀδελφὲς τῆς μονῆς στὴν Αἴγινα ἄκουγαν συνομιλίες ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, ὅταν δὲ πλησίασαν, εἶδαν ἐκεῖ τὸν Ὅσιο Σάββα νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο. Ὁ Ὅσιος ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελί του γιὰ σαράντα ἡμέρες. Κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα ἐξῆλθε κρατώντας μία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, τὴν ὁποία ἐνεχείρησε στὴν ἡγουμένη μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν τοποθετήσει στὸ προσκυνητάρι. Ἡ ἡγουμένη ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει, διότι ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε ἀναγνωρισθεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ μία τέτοια ἐνέργεια ἴσως νὰ ἔθετε τὴ μονὴ σὲ διωγμό. Τότε ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς εἶπε ἐπιτακτικά: «Ὀφείλεις νὰ κάνεις ὑπακοή. Νὰ πάρεις τὴν εἰκόνα, νὰ τὴν βάλεις στὸ προσκυνητάρι καὶ τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν τὶς περιεργάζεσαι».
Στὴν Αἴγινα δὲν μπορεῖ πλέον νὰ μείνει, διότι προσέρχεται πολὺς κόσμος καὶ αὐτὸ κουράζει τὸν φιλήσυχο Ὅσιο. Μεταβαίνει στὴν Ἀθῆνα καὶ κατόπιν στὴν Κάλυμνο, ὅπου μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση στὶς μονὲς καὶ τὰ ἡσυχαστήρια τοῦ νησιοῦ, καταλήγει στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Ἐκεῖ ἀρχίζει μία ἔντονη πνευματικὴ ζωή. Ἁγιογραφεῖ, τελεῖ τὰ Θεία Μυστήρια καὶ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες, ἐξομολογεῖ, διδάσκει διὰ τοῦ στόματος καὶ διὰ τοῦ παραδείγματός του καὶ βοηθάει χῆρες, ὀρφανὰ καὶ φτωχούς. Ἦταν ἐπιεικὴς καὶ εὔσπλαχνος μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, δὲν ἀνεχόταν ὅμως τὴν βλασφημία καὶ τὴν κατάκριση. Πολλὲς φορὲς δάκρυζε καὶ μὲ πόθο παρακαλοῦσε γιὰ τὴν μετάνοια τῶν πνευματικῶν του τέκνων, κατὰ δὲ τὴ Θεία Λειτουργία εἶχε τέλεια προσήλωση στὸ συντελούμενο μυστήριο. Ἀξιώθηκε τῆς εὐωδίας τοῦ σώματός του ἐν ζωῇ, καθὼς καὶ τὸ πέρασμά του ἦταν εὐῶδες, εὐωδία ἡ ὁποία θὰ ἐξέλθει καὶ ἀπὸ τὸ μνῆμα του μετὰ τὴν ἐκταφή του. Χρήματα δὲν κρατοῦσε ποτέ, ἡ ζωή του ἦταν μία συνεχὴς κατάσταση ἁγίας ὑπακοῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο συμπλήρωσε τὶς ἡμέρες τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, μὲ ἄκρα περισυλλογὴ καὶ ἱερὰ κατάνυξη, ἐνῷ λίγο πρὶν τὸ τέλος ἡ τελευταία φράση του ἦταν «Ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος, ὁ Κύριος». Ἡ ὁμολογία αὐτὴ ἦταν ἡ βεβαίωση τῆς ἐν Χριστῷ πορείας του.
Μετὰ ἀπὸ δέκα ἔτη, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἁγίων καὶ χαριτόβρυτων λειψάνων του, στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, προεξάρχοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου καὶ Ἀστυπάλαιας κυροῦ Ἰσιδώρου, ἐνώπιον πλήθους λαοῦ. Ἕνα πυκνὸ νέφος θείας εὐωδίας κάλυψε ὁλόκληρη τὴν περιοχὴ καὶ τὸ νέο γιὰ τὸ θεϊκὸ σημεῖο ἔκανε ἀμέσως τὸ γῦρο τοῦ νησιοῦ. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου μεταφέρθηκε σὲ λάρνακα, στὸ παρεκκλῆσι τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου.
Ἡ ἐπίσημη ἁγιοποίηση τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Σάββα τοῦ Νέου ἔγινε διὰ Πατριαρχικῆς Συνοδικῆς Πράξεως τῆς 19ης Φεβρουαρίου 1992.

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

 


undefined
Ή συγκεκριμένη εικόνα του Ευαγγε­λισμού, πού συνοδεύει, αποτελεί εύγλωττη φανέρωση της μοναδικότη­τας των Σιναΐτικών σεβασμάτων καί εικόνων, τόσο αυτών πού φιλοτεχνημέ­νες αλλού κατέληξαν στην Σιναίτική εσχατιά της Βυζαντινής Αυτοκρατο­ρίας, όσο καί εκείνων, πού κατά πάσα πι­θανότητα αγιογραφήθηκαν στην περιο­χή του Σινά, όπως ή παρούσα εικόνα, ή οποία τοποθετείται χρονικά στο τελευ­ταίο τέταρτο του 12ου αι., αύγοτέμπερα σε ξύλο διαστάσεων 61x42,2 εκ. εντασ­σόμενη καλλιτεχνικά στην ύστεροκο-μνήνεια εποχή.
Συνιστώντας προγενέστερη ονομα­σία του Ευαγγελισμού» ή επιγραφή «ό Χαιρετισμός» προέρχεται από την άρχαγγελική προσφώνηση προς την Θεοτόκο; «Χαίρε κεχαριτωμένη...» (Λουκ. α'28).
Ή αρχή, το «κεφάλαιο», της θείας οικονομίας, τελεσιουργεΐται στην εικό­να μεταξύ ουρανού (γαλάζιο κορυφής) καί γης (γαλάζιος ποταμός βάσης), εντός της φθαρτής πραγματικότητας του χωροχρόνου.Το μυστήριο,εμβόλι­μο,έτερο προς τα ανθρώπινα,αίσθητοποιείται με την άφειδώλευτη χρήση χρυ­σού κάμπου καί χρυσοκονδυλιάς, τα όποια αντανακλούν τη λαμπρότητα της Βασιλείας. Επιπλέον ή χρήση στιλβωμέ­νου χρυσού άφ' ενός εντοπίζει σημειο­λογικά περιοχή της εικόνας με ιδιαίτερη σημασία (άκτίνα-μετάλλιο-φωτοστέφανα),άφ' ετέρου συνιστά ιδιαίτερο χαρα­κτηριστικό των σιναϊτικής προελεύσεως εικόνων.
Οι μορφές, κλασικές, χάνουν το βά­ρος τους καί αιωρούνται πνευματοποιημένες.Ό Αρχάγγελος Γαβριήλ σαν έξάγγελος αρχαίας τραγωδίας, θεόσταλτος εντολοδόχος, με την αρχαιο­ελληνική βοστρυχόμορφη κόμη ίπταται, άρτι αφιχθείς, νηφάλιος, με συναίσθηση της αποστολής του, στοχαστικός, με στοιχεία κλασικού αγάλματος, τηρώ­ντας τα πτερά άνατεταμένα προς τα πισω, σχεδόν σεβίζοντα, πάλλεται, όλος κίνηση και ζωντάνια μέ­σα στις λαμπρές από τίς χρυσοκονδυλιές νηματοειδείς πτυ­χώσεις του ενδύματος του. Διστακτικός στην κατανόηση του μυστηρίου, δείχνει να σκέπτεται τον τρόπο, πού θα αναγγείλει προς τη Θεοτόκο το θεόλεκτο «χαίρε», δηλ. το μήνυμα της θεί­ας ενανθρωπίσεως, «έλογίζετο εν έαυτώ το θαύμα έκπληττόμενος» (Δοξαστικό στιχηρό εορτής).
Ή εικόνα «φωτογραφίζει» τη στιγμή της φανερώσεως του τελεσιουργουμένου μυστηρίου της ένσαρκώσεως του Υίού καί Λόγου του Θεού. Χρυσή ακτίνα ακτίστου θείου φωτός ξεκινά από το θεϊκό τόπο του ουρανού (Θεός Πατήρ) για να καταλή­ξει στη Θεοτόκο Μαρία καί το κυοφορούμενο πλέον βρέφος. Στήν πορεία της ή ακτίνα ακριβώς στη μέση (τριαδική ετερό­τητα καί ισοτιμία) διακόπτεται από χρυσό μετάλλιο, πού περιέ­χει το πανάγιο Πνεύμα «εν εϊδει περιστεράς», αφού συντελέ­στηκε το μυστήριο «εκ Πνεύματος αγίου καί Μαρίας της παρ­θένου» (Σύμβολο Πίστεως).
Ή παρθένος Μαρία, στωική, μελαγχολική βασίλισσα στο θρόνο της, εμφαντικά στραμμένη προς τον Αρχάγγελο κρατά στα χέρια της νήμα στο χρώμα του αίματος, νύξη της χοικότητας. Στό στέρνο Της σε διάφανη λευκή μονοχρωμία μέσα σε ελλειπτική δόξα, στο κενό μεταξύ των χειρών Αυτής, ανάμεσα σε δύο τοξοειδείς γραμμές μόλις διακρίνεται σαν ύπόλευκη σύνθεση άναπαυόμενος ό σεσαρκωμένος Λόγος καί τέλειος άνθρωπος ως «σκύμνος λέοντος» (Γεν. 49, 9), έμβρυο κυο­φορούμενο πού αποτελεί τον πυρήνα του μυστηρίου, το κυ­ρίαρχο καί εν ταύτω λανθάνον πρόσωπο του γεγονότος.
Ό τρόπος άπεικονήσεως του ύπόλευκου εμβρύου Ιησού παραμένει μοναδικός στη βυζαντινή τέχνη. Πρόκειται για εικο­νογραφική λεπτομέρεια πού διαφεύγει στην πρώτη βιαστική θέαση της εικόνας αλλά εκπλήσσει με την πρωτοτυπία καί τη μοναδικότητα της εκτέλεσης. Αδυνατεί να υποταχθεί το θεο­λογικό αίσθημα σε εικαστική «λογική» αποσιωπώντας εικονο­γραφικά το μέγα μυστήριο του Ευαγγελισμού. Τότε αναλαμβά­νει ό χρωστήρας, χωρίς να προδώσει τη λογική, να υποταχθεί στο υπέρλογο με τη φειδώ της μονοχρωμίας. Ό Θεός τέμνο­ντας συγκλονιστικά αλλά αθόρυβα την ανθρώπινη ιστορία με σιωπή καί ταπείνωση, όπως ό φωτισμένος σιναίτης αγιογρά­φος Τον αναπαριστά, διακρίνεται ως αθέατη παρουσία, όπου για την οικονομία του μυστηρίου καταργείται ό ρεαλιστικός χα­ρακτήρας της σάρκας, όταν επιχειρείται να έξεικονισθεΐ το μυ­στήριο. Υπερρεαλιστική προσέγγιση του 20ου αιώνα στο τέ­λος του 12ου! Ή Πλατυτέρα των ουρανών χωρεί τον Αχώρη­το, αλλά είναι αδύνατον να φυλακιστεί το σημαινόμενο -ή ενσαρκωμένη Σωτηρία- καλυπτόμενο πλήρως υπό χοική σάρ­κα, έστω καί αν αυτή είναι Παναγία, όπως ή φυσική όραση καί ή κοινή λογική θα πρόσταζαν. Οι αισθήσεις μοιράζονται τη χα­ρά της θέασης του μεγάλου Μυστηρίου της παγγενοϋς από Α­δάμ έως τερμάτων αιώνος, ανακτήσεως της δυνατότητας

O Ακάθιστος Ύμνος.

 



Στην επίσημη λειτουργική γλώσσα η ακολουθία αυτή ονομάζεται «Ακάθιστος Ύμνος» ή μονολεκτικά «Ακάθιστος» από την ορθία στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ’όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της. Έτσι και με τα λόγια και με τη στάση του σώματος εκφράζεται η τιμή, η ιδιαίτερη ευλάβεια, η ευχαριστία προς εκείνη, προς την οποία απευθύνουμε τους χαιρετισμούς μας.
Είναι δε η ακολουθία αυτή στη σημερινή λειτουργική μας πράξη εντεταγμένη στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του μικρού αποδείπνου, όπως ακριβώς τελέσθηκε απόψε. Έτσι γίνεται κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ακόμα και την Παρασκευή της Ε’ Εβδομάδος, που μετά την τμηματική στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες ψαλμωδία του, ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενοριακή πράξη και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, έχουμε και αλλά λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου: την ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την «πρεσβεία». Σ’όλες αυτές τις περιπτώσεις σ’ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακάθιστου.
Ο Κανόνας του Ακάθιστου είναι έργο των Ιωάννου Δαμασκηνού ,οι ειρμοί, και Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου τα τροπάρια . Πηγές του Ύμνου είναι η Αγία Γραφή και οι Πατέρες της Εκκλησίας ενώ ο συνθέτης, ο χρόνος και η αιτία της σύνθεσης του Ύμνου, παραμένουν ακόμα ανεξακρίβωτα από τους μελετητές.
Πολλοί φέρονται ως ποιηταί του: ο Ρωμανός ο Μελωδός, ο Γεώργιος Πισίδης, οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, Γερμανός ο Α΄, ο Ιερός Φώτιος, ο Γεώργιος Νικομήδειας (Σικελιώτης), ποιηταί που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα. Η παράδοσις παρουσιάζει μεγάλη αστάθεια και οι νεώτεροι μελετηταί, στηριζόμενοι στις λίγες εσωτερικές ενδείξεις που υπάρχουν στο κείμενο, άλλοι προτιμούν τον ένα και άλλοι τον άλλο από τους φερομένους ως ποιητάς του. Ένα ιστορικό γεγονός, με το οποίο συνεδέθη από την παράδοσι η ψαλμωδία του Ακάθιστου, θα μπορούσε να μας προσανατολίση κάπως στην αναζήτησί μας: Η επί του αυτοκράτορος Ηρακλείου πολιορκία και η θαυμαστή σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως την 8η Αυγούστου του έτους 626. Κατά το Συναξάριο μετά την λύσι της πολιορκίας εψάλη ο ύμνος αυτός στον ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, ως δοξολογία και ευχαριστία για την σωτηρία, που απεδόθη στην θαυματουργική δύναμι της Θεοτόκου, της προστάτιδας της Πόλεως. Πατριάρχης τότε ήτο ο Σέργιος, που πρωτοστάτησε στους αγώνας για την άμυνα. Εύκολο ήταν να θεωρηθη και ποιητής του ύμνου, αν και ούτε ως υμνογράφος μας είναι γνωστός, ούτε και ορθόδοξος ήτο. Εξ’άλλου ο ύμνος θα έπρεπε να ήταν παλαιότερος, γιατί αν ήταν γραμμένος για την σωτηρία της Πόλεως δεν θα ήταν δυνατόν παρά ρητώς να κάμνη λόγο γι’αυτήν και όχι να αναφέρεται σε άλλα θέματα, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860).
Όποιος όμως και αν ήταν ο ποιητής και με οποιοδήποτε ιστορικό γεγονός από τα ανωτέρω και αν συνεδέθη πρωταρχικά, ένα είναι το αναμφισβήτητο στοιχείο, που μας δίδουν οι σχετικές πηγές, ότι ο ύμνος εψάλλετο ως ευχαριστήριος ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους κατά τις ευχαριστήριες παννυχίδες που ετελούντο εις ανάμνησιν των ανωτέρω γεγονότων. Κατά την παρατήρησι του συναξαριστού ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί τότε κατά την σωτηρία της Πόλεως και έκτοτε μέχρι σήμερα, όταν οι, οίκοι του ύμνου αυτού εψάλλοντο, «ορθοί πάντες» τους ήκουαν εις ένδειξιν ευχαριστίας προς την Θεοτόκο, ενώ στους οίκους των άλλων κοντακίων «εξ έθους» εκάθηντο.
Με την Ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου εκδηλώνονται ευχαριστίες και εγκώμια στο πρόσωπο της Παναγίας. Αποτελείται, κατά βάση, από τον Ακάθιστο Ύμνο και τον Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου, πλαισιωμένα με ψαλμούς, απολυτίκια και ευχές. Και τα δύο χαρακτηρίζονται ως αριστουργήματα της Βυζαντινής υμνολογίας , που εξαίρουν το έργο και το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου , με θεολογικό βάθος, κομψότητα λόγου, μουσικό κάλλος, αγιοπνευματική έμπνευση.
Γιατί όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Οι λύσεις των ανωτέρω πολιορκιών δεν συνέπεσαν κατ’αυτήν. Στις 8 Αυγούστου ελύθη η πολιορκία επί Ηρακλείου, τον Σεπτέμβριο η επί Πωγωνάτου, στις 16 Αυγούστου εωρτάζετο η ανάμνησις της σωτηρίας της Πόλεως επί Λέοντος Ισαύρου και στις 18 Ιουνίου ελύθη η πολιορκία επί Μιχαήλ του Γ΄. Με την Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου, τμηματικώς κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικούς στο Σάββατο, ήμερα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ήμερες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις όποιες, καθώς είδαμε, μετατίθενται οι εορτές της εβδομάδος. Καθ’ωρισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος εψάλλετο πέντε ήμερες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ’άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού, ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
Όταν ο Ακάθιστος συνεδέθη με τα ιστορικά γεγονότα, που αναφέραμε, τότε συνετέθη νέο ειδικό προοίμιο, γεμάτο δοξολογία και ικεσία, το τόσο γνωστό «Τη ύπερμάχω». Στην υπέρμαχο στρατηγό, η πόλις της Θεοτόκου, που λυτρώθηκε χάρι σ’αυτήν από τα δεινά, αναγράφει τα νικητήρια και παρακαλεί αυτήν που έχει την ακαταμάχητη δύναμι να την ελευθερώνη από τους ποικίλους κινδύνους για να την δοξολογή κράζοντας το: «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε». Ο ύμνος ψάλλεται και πάλι σε ήχο πλ. δ΄.
«Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών, ευχαριστήρια
αναγράφω σοι η Πόλις σου, Θεοτόκε·
αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον,
ίνα κράζω σοι·
Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε».
Περιεχόμενο του Ακάθιστου Ύμνου
Ο «Κανόνας» (τα Τροπάρια των Χαιρετισμών), με εννέα ωδές , οι ειρμοί των οποίων είναι:
α) Ανοίξω το στόμα μου και πληρωθήσεται πνεύματος,
γ΄) Τούς σούς υμνολόγους Θεοτόκε,
δ’) Ό καθήμενος εν δόξη επί θρόνου θεότητος,
ε΄) Εξέστη τά σύμπαντα, επί τή θεία δόξη σου,
στ΄) Την θείαν ταύτην καί πάντιμον,
ζ΄) Ουκ ελάτρευσαν, τή κτίσει οι θεόφρονες,
η΄) Παίδας ευαγείς εν τή καμίνω,
θ΄) Άπας γηγενής, σκιρτάτω τώ πνεύματι,
Ο «Ακάθιστος Ύμνος»: περιλαμβάνει :
το Απολυτίκιο «Το προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει,»
το Κοντάκιο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια,»
τους 24 Οίκους (στροφές) σε αλφαβητική ακροστιχίδα (Α – Ω)
και δύο Εφύμνια (η τελευταία φράση του ύμνου που επαναλαμβάνει ο λαός)
το «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» και το «Αλληλούια».
ΔΟΜΗ
Οι περιττοί Οίκοι, αυτοί που αρχίζουν από τα στοιχεία Α, Γ, Ε, Η, κλπ, αποτελούνται από 18 στίχους.Οι 5 πρώτοι στίχοι περιέχουν την διήγηση , οι επόμενοι 12 στίχοι αποτελούν τους Χαιρετισμούς στη Θεοτόκο και ο 18ος είναι το εφύμνιο « Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» . Οι άρτιοι Οίκοι, αυτοί που αρχίζουν από τα στοιχεία Β, Δ, Ζ, Θ, κλπ, έχουν 5 στίχους ως διήγηση και το εφύμνιο «Αλληλούϊα» .


Τους χαιρετισμούς αυτούς τους απευθύνουν:
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ,τους Α, Γ
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος ως έμβρυο ακόμα,τον Ε
Οι ποιμένες τον Η
Οι Μάγοι τον Ι
Οι πιστοί που ερύσθησαν από τα είδωλα, τον Λ
Οι πιστοί γενικά, τους Ν, Ο, Ρ, Τ, Φ, Ψ
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Ο Ύμνος διακρίνεται σε δύο ενότητες χωρίς όμως να λείπουν από κάθε ενότητα και στοιχεία της άλλης :
1η ενότητα: Α-Μ, που αποτελεί το ιστορικό τμήμα
- Ο πρωτοστάτης άγγελος, ο Γαβριήλ, έρχεται και φέρνει το θεϊκό μήνυμα, το «χαῖρε», στην Θεοτόκο (Α)
– Εκείνη απορεί για τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως (Β)·
– Ο Γαβριήλ της εξηγεί την απόρρητο βουλή του Θεού (Γ)
– Και η δύναμις του Υψίστου επισκιάζει την απειρόγαμο Παρθένο και συλλαμβάνει τον Υιό του Θεού (Δ).
– Η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την μέλλουσα μητέρα του Προδρόμου, και ανταλλάσσουν προφητικούς λόγους (Ε).
– Ο Ιωσήφ, ο μνηστήρ της Παρθένου, ταράσσεται από την ζάλη των αμφιβόλων λογισμών, αλλά πληροφορείται από τον άγγελο το μυστήριο της συλλήψεως (Ζ).
– Ο Χριστός γεννάται και οι ποιμένες προσκυνούν τον αμνό του Θεού (Η).
– Ο θεοδρόμος αστέρας δείχνει τον δρόμο στους μάγους της Ανατολής (Θ),
– αυτοί τον προσκυνούν (Ι)
– Και δι᾿ άλλης οδού αναχωρούν για την Βαβυλώνα, οι θεοφόροι κήρυκες (Κ).
– Στην Αίγυπτο ο φυγάς Κύριος συντρίβει τα είδωλα και με τον φωτισμό της αληθείας διώχνει το σκότος του ψεύδους (Λ).
– Και ο Συμεών δέχεται στην αγκάλη του ως βρέφος τεσσαρακονθήμερο τον τέλειο Θεό καί λαμβάνει την ποθητή απόλυσι (Μ)
2η ενότητα: Ν-Ω, που αποτελεί το δογματικό-θεολογικό τμήμα
- Η νέα κτίσις, που δημιουργεί ο Λόγος του Θεού με την σάρκωση Του, δοξολογεί τον δημιουργό (Ν).
– Ο παράξενος -«ὁ ξένος» – τόκος προτρέπει τους ανθρώπους να ξενωθούν από τον κόσμο και να μεταθέσουν τον νού των στον ουρανό (Ξ).
– Όλος ήταν στην γη ο δοξολογούμενος Λόγος, αλλά και από τον ουρανό δεν απουσίαζε (Ο).
– Οι άγγελοι θαύμασαν το έργο της ενανθρωπήσεως και την κοινωνία του Θεού και των ανθρώπων (Π).
– Οι σοφοί και ρήτορες του κόσμου έμειναν άφωνοι, μη μπορώντας νά εξηγήσουν το μυστήριο του παρθενικού τόκου (Ρ).
– Ο Ποιμήν -Θεός γίνεται πρόβατο –άνθρωπος θέλοντας να σώσει τον κόσμο (Σ).
– Η Παρθένος γίνεται φυλακτήριο τείχος των παρθένων και όλων των πιστών (Τ).
– Κανείς ύμνος δεν μπορεί να πληρώσει τον φόρο του χρέους στον Σαρκωθέντα Βασιλέα (Υ).
– Η Θεοτόκος είναι η φωτοδόχος λαμπάδα, που μας καθοδηγει στην γνώση του Θεού (Φ).
– Ο Χριστός ήρθε στο κόσμο για να του δώσει χάρη και συγχώρηση (Χ).
– Η δοξολογία προς τον Υιό συνδέεται και προς την ανύμνηση του έμψύχου ναού Του, της Θεοτόκου (Ψ).
– Ο Ύμνος κλείνει με μία θαυμαστή αποστροφή προς την Παρθένο: «Ὦ πανύμνητε μῆτερ ἡ τεκοῦσα τόν πάντων ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον,..»
ΟΙ 24 ΟΙΚΟΙ
Άγγελος πρωτοστάτης… ήχος Α΄
Βλέπουσα η Αγία… ήχος Α΄
Γνώσιν άγνωστον… ήχος Β΄
Δύναμις του Υψίστου… ήχος Β΄
Έχουσα θεοδόχον… ήχος Γ΄
Ζάλην ένδοθεν έχων… ήχος Γ΄
Ήκουσαν οι Ποιμένες… ήχος Δ΄ Λέγετος
Θεοδρόμον Αστέρα… ήχος Δ΄ Λέγετος
Ίδον παίδες Χαλδαίων… ήχος πλάγιος Α΄
Κήρυκες θεοφόροι… ήχος πλάγιος Α΄
Λάμψας εν τη Αιγύπτω… ήχος πλάγιος Β΄
Μέλλοντος Συμεώνος… ήχος πλάγιος Β΄
Νέαν έδειξε κτίσιν… ήχος Βαρύς (διατονικός)
Ξένον τόκον ίδοντες… ήχος Βαρύς (διατονικός)
Όλος ην εν τοις κάτω… ήχος πλάγιος Δ΄
Πάσα φύσις Αγγέλων… ήχος πλάγιος Δ΄
Ρήτορας πολυφθόγγους… ήχος Δευτερόπρωτος
Σώσαι θέλων τον κόσμον… ήχος Δευτερόπρωτος
Τείχος ει των Παρθένων… ήχος Τεταρτοδεύτερος
Ύμνος άπας ηττάται… ήχος Τεταρτοδεύτερος
Φωτοδόχον λαμπάδα… ήχος πλάγιος Α΄
Χάριν δούναι θελήσας… ήχος πλάγιος Α΄
Ψάλλοντες σου τον τόκον… ήχος πλάγιος Α΄ εναρμόνιος
Ω πανύμνητε Μήτερ… ήχος πλάγιος Α΄ εναρμόνιος
Ο Ακάθιστος Ύμνος δεν συνδέεται άμεσα με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής , αλλά με την εορτή του Ευαγγελισμού, που εμπίπτει όμως πάντοτε μέσα στη κατανυκτική αυτή περίοδο.
Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγο του πένθιμου χαρακτήρος της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων καί μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψη η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικώς κατά τα Απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος. Το βράδυ της Παρασκευης ανήκει λειτουργικώς στο Σάββατο, ημέρα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες ημέρες της εβδομάδος των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μεταφέρονται οι εορτές της εβδομάδος.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν:
Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ιεροψάλτης
Ιωάννου Φουντούλη,Ακάθιστος Υμνος

Τετάρτη, Απριλίου 06, 2011

Η ευώδης προσευχή. (Μητροπ. Εδέσσης Ιωήλ)

 

«Κατευθυνθήτω η προσευχή μου, ως θυμίαμα ενώπιόν σου».
Σε πολλούς ψαλμούς αλλά και στην Β’ προς Κορινθίους επιστολή και στην Αποκάλυψη παρομοιάζεται η προσευχή των πιστών με θυμίαμα ευώδες. «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου». Ας φθάσει ενώπιον Σου ως θυμίαμα η προσευχή μου, Κύριε, λέει ο ψαλμός. Επίσης, στο μεγαλόπνοο βιβλίο της Αποκάλυψης ο ευαγγελιστής Ιωάννης περιγράφει τις προσευχές των άγιων ως ευωδία θυμιάματος.
Όπως ακριβώς το θυμίαμα, δηλαδή το λιβάνι, όταν καεί γεμίζει ευωδίες τον αέρα, έτσι ακριβώς και η ψυχή του ανθρώπου είναι ένα θυμιατήρι, που μέσα του καίει το λιβάνι της προσευχής. Είναι όμως αδύνατο να καεί το λιβάνι, εάν πρώτα δεν ανάψουμε το θυμιατό, δηλαδή φωτιά. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ψυχή μας. Η προσευχή πρέπει να προέρχεται από μια ψυχή που καίγεται από πίστη, από αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Χρειάζεται να είμαστε «τω πνεύματι ζέοντες», να φλεγόμαστε δηλαδή από πνευματικό ζήλο, ώστε και η προσευχή μας να γίνεται θυμίαμα εύοσμο ενώπιον του Θεού.
Πώς όμως θα ανάψουμε το θυμιατήρι μας; Πώς θα γίνουμε λαμπάδες της πίστεως; Όταν η ζωή μας είναι καθαρή.
Η αρετή κατά τους πατέρας είναι ευωδία, ενώ η αμαρτία δυσωδία. Και εάν θεωρούμε παράλογη απόφαση ένα χρυσό σκεύος να το γεμίσουμε με ακαθαρσίες, έτσι ακριβώς και ακόμη περισσότερο παράλογο είναι να μη διατηρούμε καθαρό τον εαυτό μας, το σώμα μας και την ψυχή μας, που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. «Χριστού ευωδία εσμέν»· είμαστε λιβάνι του Χριστού, λέγει ο απόστολος Παύλος σε μια επιστολή του.
Για να διατηρηθεί όμως η ψυχή μας καθαρή, για να μείνει ο ναός του Αγίου Πνεύματος αμόλυντος, απαιτείται να έχουμε έντονη μυστηριακή ζωή. Να εξομολογούμενα και να κοινωνούμε τακτικά. Μόνον από μια ψυχή που ενισχύεται τακτικά από τα ιερά μυστήρια προκύπτει προσευχή αρωματισμένη με την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Μόνον όταν μέσα μας έχουμε τον Χριστό μπορούμε να σηκώσουμε τα χέρια μας και να πούμε «αββά ο Πα­τήρ» ή «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς». Έτσι μπορούμε να προσευχηθούμε χωρίς μίσος και πονηρές επιθυμίες, γεμάτοι από την αγάπη του Θεού. Έτσι η ζωή μας γίνεται μια πύρινη προσευχή. Γινόμαστε σαν την Παναγία «θυμίαμα εύοσμον, μύρον πολύτιμον».
Πόσοι όμως προσεύχονται έτσι;
Πολλοί έχουν ακάθαρτο στόμα. Αισχρολογούν και βλασφημούν. Χρησιμοποιούν το στόμα τους για να κατακρίνουν και να κουτσομπολεύουν. Πόσες συζητήσεις δεν ακούγονται καθημερινά ανώφελες, επιζήμιες και βλαβερές; Είναι δυνατόν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το στόμα τους έτσι, να το χρησιμοποιήσουν έπειτα για την προσευχή; «Έστω τοίνυν θυμιατήριόν σου το στόμα». Ας γίνει θυμιατήρι προσευχής το στόμα σου, λέγει ο ιερός Χρυσόστομος.
Πολλοί προσεύχονται στον Θεό, ενώ μέσα στην ψυχή τους έχουν πονηρές επιθυμίες. Το στόμα λέγει την προσευχή, αλλά η ψυχή σκέπτεται άτοπα.
Άλλοι προσεύχονται εναντίον των εχθρών τους -να πάθουν κακό, να έλθουν συμφορές στις οικογένειες τους. Η Εκκλησία όμως μας διδάσκει ότι πρέπει να αγαπάμε τους εχθρούς μας. Για να προσευχηθούμε δεν πρέπει να έχουμε καθόλου θυμό και οργή μέσα μας.
Άλλοι προσεύχονται στον Θεό για να ικανοποιηθεί η πλεονεξία και η φιλαργυρία τους. Κάποιος για παράδειγμα, πριν αρχίσει να χαρτοπαίζει έκανε τον σταυρό του επικαλούμενος τη βοήθεια του Θεού. Πολλοί είναι αυτοί που επιζητούν ακόμη και με τέτοιο τρόπο τα υλικά αγαθά, ενώ ο Χριστός τόνισε: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού» και όλα τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.
Ο πιστός χριστιανός, αυτός που αγαπά τον Θεό, πρώτα λέει «ελθέτω η βασιλεία σου» και μετά προσθέτει «τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον». Πρώτα ζητάει από τον Θεό την άφεση των αμαρτιών και τη σωτηρία του και ύστερα θυμάται την εκπλήρωση των υλικών αναγκών του.

Τέτοια προσευχή, που θα βγαίνει μέσα από το καμίνι της πίστεως και θα ευωδιάζει την ζωή μας και την ζωή των άλλων κοντά μας, είναι ανάγκη να αποκτήσουμε. Για να μπορούμε να λέμε με παρρησία· «κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιον σου, επαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή». Αμήν.
(«Θυσία εσπερινή- σκέψεις βασισμένες στον λειτουργικό πλούτο της Μ. Τεσσαρακοστης»)

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...