Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Απριλίου 11, 2011

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη


undefined
Η ΠΥΛΗ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΚΡΕΜΑΣΤΗΚΕ Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο Ε'

Στο δρόμο για την Αγχόνη

Η πορεία προς το μαρτύριον του πατριάρχη
Γρηγορίου του Ε'


Γεωργίου Πρίντζιπα


        Ένας χτύπος στην πόρτα τον ξύπνησε από το λήθαργο που είχε πέσει. Το φως του ήλιου έμπαινε χαρωπό στο δωμάτιο. «Κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω», σκέφτηκε. Έκανε να σηκωθεί, μια δύναμη τον κρατούσε δεμένο στο κρεβάτι. Μια ανεμελιά, μια βαριεστημάρα που έρχεται μετά τη μεγάλη κούραση. Γύρισε το βλέμμα του προς το παράθυρο και κοίταζε πέρα τον καθάριο ουρανό. «Γιορτάζει κι αυτός την Ανάσταση». Έχει προσέξει, πως κάθε χρόνο τέτοια μέρα ο καιρός ντύνεται στις ανοιξιάτικες ομορφάδες του, όσο κι αν τους έχει ταλαιπωρήσει τις προηγούμενες μέρες.
Επιτέλους σηκώθηκε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι γενίτσαροι ήταν ακόμη στην αυλή.

Ο χτύπος στην πόρτα ακούστηκε πάλι. Φάνηκε, καθώς άνοιξε, ο Διονύσιος με μια κούπα ζωμό. Του πήγε, λέει, να πιεί λίγο να στηλωθεί. Την πήρε στα χέρια του χαμογελώντας.
Τι τα θέλαμε τώρα αυτά; σιγομίλησε.
Την έφερε στο στόμα μα ίσα που έβρεξε τα χείλη και μετά τη γύρισε πάλι στο Διονύσιο. Εκείνη την ώρα μπήκε ο Σωφρόνιος.
Παναγιώτατε, ο Μεγάλος Διερμηνέας σας περιμένει, του είπε.
Ο Σταυράκης Αριστάρχης; Ετοιμάζομαι να έλθω.
Ντύθηκε στα επίσημα και πήγε στο Συνοδικό, όπου περίμενε ο νέος Μεγάλος Διερμηνέας. Μόλις τον είδε αμέσως του έκανε εντύπωση η αμηχανία, η νευρικότητα, η ανησυχία του. Με φωνή, που μόλις ακουγόταν, απάντησε στον αναστάσιμο χαιρετισμό του κι όταν του πρόσφερε κάθισμα, αρνήθηκε προτίμησε να σταθεί όρθιος. Ήταν πια βέβαιος. Αυτό το ταραγμένο πλάσμα απέναντί του, επιβεβαίωνε τους φόβους του.
Ο Αριστάρχης άρχισε να βγάζει με κόπο τις λέξεις απ΄ το στόμα του.
Έχω κάτι πολύ σοβαρό να σας ανακοινώσω. Ζήτησα να έλθουν και οι άλλοι αρχιερείς.
Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου, αποκρίθηκε.

Δεν είχε πια αμφιβολία. Η ώρα που περίμενε χρόνια, η ώρα του είχε φτάσει. Η τύχη του είχε πια καθορισθεί. Ο Σουλτάνος τον είχε καταδικάσει. Το περίμενε. Απ' την πρώτη μέρα μάλιστα που άρχισε η κρίση. Προσπάθησε, χωρίς καμιά ελπίδα, να ημερέψει τους Τούρκους, όχι για δικό του καλό, μα για τη σωτηρία των Χριστιανών που ζουν κάτω απ το μαχαίρι τους. Προσπάθησε ν' απαλύνει την ατμόσφαιρα, που γινόταν όλο και πιο βαριά. Μάταιος κόπος. Η αμάχη τούτη δεν ήταν όπως οι περασμένες. Χρησιμοποίησε την πειθώ. Άδικα. Τη λογική. Τίποτα. Κι αυτός κι οι ρωμηοί, η μυλόμετρα που κρεμιέται απ το λαιμό του, ήταν ανίσχυροι, αδύναμοι, μπροστά στην καταιγίδα που ερχότανε. Πολλές φορές του πέρασε η τρελή ιδέα: να μιλήσει στο Βεζύρη λεύτερα, ντόμπρα. Να τον ελέγξει για τις αδικίες, τα κρίματά του. Άλλαξε αμέσως γνώμη. Θα ήταν άστοχο. Αυτές οι χιλιάδες χριστιανοί που έμνησκαν ανήμπορα σφαχτάρια στο μεγάλο μαντρί, που λέγεται Βασιλεύουσα, αυτοί οι Έλληνες που ζουν με την αγωνία της σφαγής, αυτοί του κρατούσαν σφαλισμένη την επιθυμία. Έφτασε ίσαμε το έσχατο σημείο υπακοής, μόνο και μόνο για να σώσει το λαό από την τελειωτική σφαγή. Κάτι κατάφερε. Δόξα τω Θεώ! Τα λοιπά δεν τον απασχολούν. Τα περίμενε. Μέσα του είχε ηρεμήσει, είχε αναπαυθεί. Έκανε αυτό που έπρεπε. Φεύγει ικανοποιημένος. Και λεύτερος.

Σ' όλη του τη ζωή, απ' τα πρώτα χρόνια του, όσα μπορεί να θυμηθεί, ίσαμε τώρα τα στερνά, πρώτη φορά αισθάνεται τι θα πει λευτεριά. Ναι, τώρα είναι πια ελεύθερος. Μέσα του αισθανόταν μια άνεση, μια απελευθέρωση. Ολότελα αδιάφορος κοίταξε τους Τούρκους να εισβάλλουν στο Συνοδικό. Το ίδιο αδιάφορα άκουγε τον Αριστάρχη να διαβάζει το φιρμάνι για την εκθρόνησή του. Ούτε καν που πρόσεχε τι λέει. Εδώ κι εκεί άκουγε σκόρπιες λέξεις: «εφάνη ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου... άπιστος προς την Πύλην ...ραδιούργος». Γύρω του οι άλλοι δεσποτάδες και οι πρόκριτοι άκουγαν ωχροί, έντρομοι, τις βαριές κατηγορίες.
Σαν τέλειωσε ο Μεγάλος Διερμηνέας φάνηκαν οι τρεις αξιωματικοί του τρόμου. Η παρουσία και των τριών μαζί γιόμιζε φόβο και δέος την ψυχή του λαού. Ήταν σημάδι πως κάποιον άρχοντα έπαιρναν για εκτέλεση.
Οι τρεις αξιωματικοί μπήκαν στο Συνοδικό, αγέρωχοι, σοβαροί, αυστηροί. Ήταν ο γενιτσάραγας, ο αρχηγός των γενιτσάρων, ο μποσταντζήμπασης, ο αρχιδεσμοφύλακας, κι ο κεσεδάρης, ο αρχιδήμιος. Κοίταξαν γύρω τους άγρια σαν το αρπαχτικό πουλί, που από ψηλά εποπτεύει τη γη μήγαρις και βρει κάτι ν' αρπάξει. Τα μάτια που έσφαζαν στάθηκαν στο Γρηγόριο. Ο γενιτσάραγας, πιο άγριος απ' τους άγριους, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στον Πατριάρχη.
Έλα μαζί μας, του φώναξε.
Γιατί τόση φασαρία; του μίλησε ήρεμα. Όποτε θέλατε μπορούσατε να μ' έχετε στο χέρι. Τι θέλατε τόσο στρατό. Τι φοβηθήκατε από ένα γέρο
άνθρωπο;
Τώρα κουβέντα θα κάνουμε; Μπρός έλα!

Οι βάρκες έπιασαν στην αποβάθρα έξω από τις φυλακές. Μ ένα πήδο βγήκαν στη στεριά όλοι οι ένοπλοι. Σχεδόν σπρώχνοντας έβγαλαν και τον ατάραχο Πατριάρχη. Τον έπιασε ο μποσταντζήμπασης, απ' το μπράτσο, και τον οδήγησε στην είσοδο της φυλακής. Πριν μπουν τον κράτησε λίγο απομακρύνοντάς τον έτσι απ' τους άλλους.
Μη φοβάσαι. Θα ξαναγίνεις Πατριάρχης, του ψιθύρισε φιλικά.
Που; εδώ;
Ρώτησε κι έδειξε τη φυλακή που ορθωνόταν μπροστά του.
Πέρασαν τη μεγάλη πόρτα και πήγαν στο κονάκι του μποσταντζήμπαση. Μπήκαν μέσα μόνο οι αξιωματικοί, ενώ οι στρατιώτες φύλαγαν απ' έξω. Τον έβαλαν να καθίσει. Οι ίδιοι στάθηκαν όρθιοι γύρω του. Ένα πονηρό χαμόγελο φάνηκε στα πρόσωπά τους. Πρώτος μίλησε ο γενιτσάραγας.
Τι κακό είν' αυτό που μας βρήκε, μωρέ, Πατρίκ εφέντη; Καλά δεν είμαστε ως τώρα; Ποιος σας σήκωσε τα μυαλά; Πικράθηκε κι ο πολυχρονεμένος Πατισάχ.
Είχε το κεφάλι χαμηλωμένο κι έδειχνε να μην προσέχει αυτά που ακούει.
Η σειρά του κεσεδάρη:
Όλοι μας πικραθήκαμε. Μεγάλη προδοσία, Πατρίκ εφέντη, μεγάλη προδοσία! Οι δικοί σου ήταν καλοί άνθρωποι, τώρα γιατί έγιναν αχάριστοι;
Ο μποσταντζήμιτασης:
Δεν φταίνε αυτοί. Ο αρχηγός τους φταίει. Έμαθα πως θέλει να χτυπήσει τη Σταμπούλ, να σφάξει το σουλτάνο!
Μπα, τον γκιαούρη, ξεφώνισαν υποκριτικά οι άλλοι.
Και που βρίσκεται τώρα; ρώτησε ο γενιτσάραγας.
Ο μποσταντζήμπασης έδειξε τον Πατριάρχη:
Τούτον δω ρώτα. Ο Γρηγόριος συνέχιζε να μένει στη σιωπή του.
Κάπου εδώ γύρω έχουν όπλα.
Θα μας χαλάσουν όλους;
Καταπώς φαίνεται!
Που είναι τα όπλα, μπρε, Πατρίκ εφέντη; Πες μας να τρέξουμε να τα βρούμε, να προκάμουμε να σώσουμε τον κοσμάκη! Όσο κι αν προσπαθούσε ο κεσεδάρης δεν κατάφερε να φανεί αληθινό το ενδιαφέρον του.
Σηκώθηκε όρθιος. Το πρόσωπό του ήταν φλογισμένο απ' την οργή πού μόλις συγκρατούσε. Τους κοίταξε έντονα και μετά έβγαλε ένα βρυχηθμό.
Υποκριταί!
Δεν κατάλαβαν. Τους μίλησε στη γλώσσα τους.
Ψεύτες, κατεργάρηδες, μπαμπέσηδες.
Άστραψε ένας μπάτσος κι έπεσε πάλι στο κάθισμά του. Ο γενιτσάραγας τον έπιασε απ τα γένια.
Άκου, Πατριάρχη, του είπε τρίζοντας τα δόντια, εδώ δεν περνούν οι φωνές. Μίλα, μολόγα, για να σωθείς.
Ο μποσταντζήμπασης έκανε πάλι τον καλό:
Μίλησε, να ξαναγίνεις Πατριάρχης. Ποιος θέλει το κακό σου;
Τους κοίταξε με περιφρόνηση. Απ' τη στιγμή εκείνη δεν άνοιξε το στόμα του ούτε για μια φορά. Γύριζαν και ξαναγύριζαν στις ίδιες ερωτήσεις. Που βρίσκεται ο αρχηγός; Που είναι τα όπλα; Πότε θα μπουν στη Βασιλεύουσα; Πότε θα κάνουν ζορμπαλίκι οι ραγιάδες εδώ; Έχουν σκοπό να σκοτώσουν και τον Πατισάχ; Τους κοίταγε ατάραχος, μ' ένα ειρωνικό χαμόγελο. Έχασαν την υπομονή τους. Άρχισαν να βρίζουν, να απειλούν. Ο μποσταντζήμπασης άφησε κατά μέρος το φιλικό ύφος.
Σε μας δεν μιλάς; του είπε. Δεν ξέρεις πως έχουμε τη δύναμη να σε ξεκάνουμε;
Μίλα, παλιόγερε, μαρτύρα! Ο κεσεδάρης όρμησε να τον χτυπήσει στο πρόσωπο.
Τον σταμάτησε το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας. Φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός, που έδωσε ένα χαρτί στο γενιτσάραγα. Το πήρε αυτός και του έριξε μια ματιά.
Ώρα να πηγαίνουμε, είπε.
Βγήκαν έξω αναψοκοκκινισμένοι απ τις φωνές. Ο μόνος ήρεμος ήταν ο Πατριάρχης. Αμέσως τον έπιασαν οι στρατιώτες και του έδεσαν τα χέρια. Μετά τραβώντας τον οδήγησαν στην αποβάθρα, όπου περίμεναν οι βάρκες. Πιο κει ήταν και οι ρωμηοί, που τον είχαν ακολουθήσει απ' το Φανάρι. Πρώτος έτρεξε κοντά του ο Διονύσιος, μετά και οι άλλοι, μα τους εμπόδισαν οι γενίτσαροι να πλησιάσουν. Σαν τους είδε, στάθηκε και τους κοίταξε με αγάπη. Βούρκωσαν τα μάτια του και με σπασμένη απ τη συγκίνηση φωνή τους είπε:
Συγχωράτε με, αν σας έβλαψα. Και να έχετε την ευχή μου.
Καθώς τον έριχναν στη βάρκα έβαλε μια φωνή που ακούστηκε να υψώνεται πάνω από την ίδια του την αγωνία.
Χριστός Ανέστη, παιδιά!

Ο ήλιος κατάκαιγε τη φύση πάνω απ το μεσουράνημα του. Μια ζέστη πνιγηρή σου έκοβε την ανάσα, καθώς δεν φυσούσε ούτε η ελάχιστη αύρα. Η θάλασσα, η αεικίνητη, έμνησκε μόλις ακίνητη τούτο το μεσημέρι κι έμοιαζε να δυσκολεύει τα πλεούμενα. Κοίταξε το σκούρο βάθος της προσπαθώντας να μαντέψει την υγρή ζωή που έκρυβε στα σπλάχνα της. «Ο τάφος μου», συλλογίστηκε.
 
Οι βάρκες, μετά από ατέλειωτη ώρα, έφθασαν στο Φανάρι, εκεί από όπου είχαν, ξεκινήσει. Από μακριά η παραλία προκαλούσε το φόβο. Όχι μόνο στο αραξοβόλι, μα και πολύ πιο πέρα, την είχαν πλημμυρίσει εκατοντάδες Τούρκοι απ' όλες τις μεριές της Βασιλεύουσας. Το παλιό μίσος, που φώλιαζε στην καρδιά και το καινούργιο, που τους όπλισε τα χέρια, αλάλαζε και γιόμιζε τον αέρα με τρομάρα. Όσο πλησίαζαν μεγάλωναν και τα ουρλιαχτά και πάγωναν το αίμα. Κοντά στην προκυμαία ξεχώριζαν τ' αγριεμένα πρόσωπα. Ήταν νέοι και γέροι που σ' άλλη περίπτωση θα κοίταγαν τη δουλειά τους, πως δηλαδή να βγάλουν τον επιούσιο για τις φαμελιές τους. Τώρα είχαν κατέβη στη θάλασσα να βγάλουν το άχτι τους. Με φωνές, με μανία, άρχισαν να σπρώχνονται ποιος θα πρωτογραπώσει τον Πατριάρχη. Μερικοί, οι ακριανοί, έχασαν την ισορροπία τους και βρέθηκαν στο νερό.

Σαν είδε ο γενιτσάραγας την αναστάτωση του όχλου, έδωσε διαταγή να βγουν πρώτα τα οπλισμένα ασκέρια, ν' ανοίξουν δρόμο και μετά να πιάσει η βάρκα με τον αιχμάλωτο. Βγήκαν τω όντι οι γενίτσαροι κι άρχισαν να διώχνουν με κόπο τους αγριεμένους. Όμως τα χέρια δεν έφταναν για τέτοια δουλειά γι' αυτό έσυραν τα όπλα. Όταν άνοιξαν το πέρασμα, έπιασε και η βάρκα στην αποβάθρα. Με βία άρπαξαν το Γρηγόριο και τον πέταξαν στη στεριά.
Βλέποντας αυτός τον κόσμο συναγμένο εκεί, στον παλιό τόπο που γίνονταν οι εκτελέσεις, έκανε το σταυρό του, γονάτισε κι έσκυψε τον αυχένα, περιμένοντας το δήμιο να του πάρει το κεφάλι. Τότε ο μποσταντζήμπασης, του έδωσε μια γερή κλωτσιά που τον σώριασε καταγής.
Σήκω, του φώναξε, δεν είναι εδώ ο τόπος σου.

Ξεκίνησαν το μικρό ανήφορο που βγάζει στα Πατριαρχεία. Θες η κούραση, θες η ταλαιπωρία, θες η νηστεία που πέρασε, θες όλα μαζί, απόκαμαν το γέρικο κορμί του. Σαν είδαν οι στρατιώτες να ποδοσέρνεται, άρχισαν να τον τραβούν, να τον σπρώχνουν, να τον χτυπούν και, όταν κατάλαβαν πως τίποτα πια δεν γίνεται, τον άρπαξαν δυό χεροδύναμοι απ τις αμασχάλες και σέρνοντας σχεδόν τον έφεραν ίσαμε την πόρτα του Πατριαρχείου. Τον άφησαν πιο κει να στέκεται ανάμεσα στους στρατιώτες, ενώ οι δήμιοι άρχισαν να στήνουν την αγχόνη στο ανώφλι της μεσαίας πύλης. Με μαστοριά άνοιξαν μια τρύπα κι έχωσαν το χοντρό δοκάρι. Μετά ένα-ένα όλα τα εξαρτήματα. Στο τέλος προσάρμοσαν ένα χοντρό σκοινί με τη θηλειά στη μια του άκρη.
 
Με σκυμμένο το κεφάλι, εκεί μπροστά στο Πατριαρχείο, ο Γρηγόριος ζούσε τις τελευταίες στιγμές του. «Ο καιρός της ενδεκάτης ώρας της ματαίας ζωής μου». Ο λόγος πέρασε σαν αστραπή απ το μυαλό του. Δεν θυμότανε που τον άκουσε, που τον διάβασε. Και τι σημασία έχει; Η αγωνία του ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένας κρύος ιδρώτας γιόμισε το κορμί του και τα πόδια του έπαυσε να τα ορίζει. Την ώρα αυτή, «την ενδεκάτη ώρα», το μυαλό του έμοιαζε να κολυμπάει σ ένα απροσδιόριστο κενό. Μπροστά έβλεπε το θάνατο να έρχεται καλπάζοντας. Η «ενδεκάτη ώρα». Προθάλαμος της δωδεκάτης, που είναι η πόρτα για την Αιώνια Ώρα. Γι' αυτήν την ώρα ετοιμαζότανε σ' όλη τη ζήση του. Και ιδού! Την περιμένει τώρα σφιχτοδεμένος. «Τι είναι ο θάνατος;». Το ερώτημα, που τον βασάνιζε, πρόβαλλε και πάλι. «Τι αισθάνεται κανείς όταν πεθαίνει; Τι αισθάνεται όταν γεννιέται;». Μπροστά στη μεσαία πύλη οι δήμιοι ετοιμάζονταν να του δώσουν την απάντηση.

Μέσα στις φωνές χωρίς νόημα, που τον κύκλωναν, μία του έκοψε τις σκέψεις: Περιμένετε. Σε λίγο θα βγάλουν το νέο πατριάρχη.
Ο νέος Πατριάρχης! Ο διάδοχος του! Ποιος να είναι άραγε; «Δεν έχασαν την ευκαιρία»! Ο λογισμός ήλθε σουβλερός στο μυαλό του. «Τι σκέφτομαι; Πίσω μου σ' έχω σατανά! Η Εκκλησία θα συνεχίσει το δρόμο της», συλλογίστηκε. Αιώνες τώρα οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Αυτή όμως μένει και θα μένει. Αιώνες τώρα τούτο το Πατριαρχείο στέκει αντάμα με την αρυτίδωτη Πόλη του, σε δόξες και σε ταπεινώσεις. Το ίδιο θα κάνει και μετά απ αυτόν. Ο Πατριάρχης δεν είναι παρά ένας κρίκος μιας απέραντης αλυσίδας, που το πλέξιμο της ξέρει μόνο ο Θεός πότε θα σταματήσει. Φεύγει ο ένας και την ίδια ώρα έρχεται κάποιος άλλος. Τι κι αν κακοπαθεί; Τι κι αν οι Τουρκοι ετοιμάζουν το χαμό του; Δεν είναι ο μοναδικός μέσα στην ιστορία. Κι άλλοι Πατριάρχες γεύτηκαν την ίδια ταπείνωση. Το Φανάρι έχει ποτισθεί με αίμα γι αυτό κι οι ρίζες του έγιναν τόσο γερές. Να αντέχει τις καταιγίδες που του κουβαλεί η μοίρα του. Να καρπίζει το δέντρο της πίστης και να είναι έτοιμο για τις περιπέτειες του κόσμου έδωσε αίμα και έλαβε πνεύμα.

Η ατέλειωτη μέρα έπαιρνε σιγά-σιγά τα μάτια της πάνω από την Πόλη. Η προετοιμασία του δειλινού είχε αρχίσει. Η ώρα του Λυχνικού! Μια νευρικότητα, μια αδημονία, ένα άγχος, είχε κυριέψει στρατιώτες και αξιωματικούς. Κι αυτός ο όχλος είχε πια αποκάμει να ξεφωνίζει κι έμνησκε σιωπηλός αναμένοντας να τελειώσει το θέαμα. Όταν φάνηκε ένας νεαρός αξιωματικός. Κάτι είπε κι όλοι έτρεξαν προς το μέρος του. Το ξύπνημα απ το λήθαργο της αναμονής πέρασε και στον όχλο, που άρχισε με μιας τους αλαλαγμούς.

Ο κεσεδάρης πλησίασε κοντά και τον άρπαξε με μίσος από το ράσο. Η όψη του πέρασε γρήγορα από την ηρεμία στην αγριάδα.
Ήρθε η ώρα σου, γκιαούρ, του είπε.
Με σπρωξιές και βρωμόλογα τον έφερε στη μεσαία πόρτα ακριβώς κάτω από την αγχόνη. Τον άφησε εκεί και στάθηκε πιο πέρα. Ήταν η σειρά του γενιτσάραγα να μπει στη σκηνή. Με επίσημο ύφος άρχισε να διαβάζει την καταδικαστική απόφαση του Σουλτάνου:
«Ο άπιστος Έλλην Πατριάρχης δεν ηδυνήθη να συμμεθέξη νυν εις τας στάσεις και την επανάστασιν του έθνους αυτού, επιχειρηθείσαν υπό διαφόρων διεφθαρμένων προσώπων, επιλαθομένων εαυτών... Ένεκα της διαφθοράς της καρδίας του αυτού ου μόνον δεν εγνωστοποίησεν, ουδ' ετιμώρησεν τους απλούς ανθρώπους, αλλά κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο ίδιος μετέσχε κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως... Επειδή δε επείσθημεν πανταχόθεν περί της προδοσίας αυτού, αναγκαίον κατέστη όπως αφαιρεθή το σώμα του από της γης, και δια τούτο απηγχονίσθη, ίνα χρησιμεύση παράδειγμα δια τους λοιπούς».

Κανείς δεν πρόσεχε. Ήταν μια τυπική διαδικασία. Ο όχλος φώναζε ξέφρενα, οι στρατιώτες κατάκοποι παρακάλεγαν να τελειώσουν, να γυρίσουν πίσω στους στρατώνες, οι δήμιοι αδημονούσαν για την τελική πράξη κι ο Γρηγόριος συνέχιζε ν' αδιαφορεί για τα γινόμενα. Μόνος ανάμεσα σε τόσον κόσμο, κλεισμένος στις σκέψεις και τις προσευχές του, έμοιαζε μ' απλό παρατηρητή στο δικό του δράμα. Για μια στιγμή, γύρισε τα μάτια του στον ουρανό και μετά τα σφάλισε μη θέλοντας να δει τις τόσες αηδίες γύρω του.
Όταν τέλειωσε ο γενιτσάραγας, ακούστηκε η φωνή του μποσταντζήμπαση:
Άτιμε, προδότη, αχάριστε. Κρεμάστε τον να τελειώνουμε.

Οι στρατιώτες άρχισαν να του δένουν χέρια και πόδια καταπώς γίνεται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όση ώρα χρειάστηκαν για τη δουλειά αυτή, μια απέραντη σιγή είχε απλωθεί στο θορυβώδες πλήθος. Κανείς δεν ακουγόταν. Όλοι παρακολουθούσαν χωρίς να βγάζουν άχνα. Οι δήμιοι ήταν έτοιμοι να τραβήξουν το σχοινί, όταν ακούστηκε μια γυναικεία φωνή απ απέναντι. Μια φωνή, που τάραξε τη σιωπή, έσκισε τον αγέρα κι ακούστηκε σ' όλα τα γύρω ρωμαίικα σπίτια, που βουβά παρακολουθούσαν την τραγωδία:
Θεέ μου. Κρεμούν τον Πατριάρχη!

Στα παράθυρα ξεπρόβαλαν δειλά τα φοβισμένα πρόσωπα, που προσπαθούσαν να δουν τι γίνεται στη μεσαία πόρτα. Ο θρήνος, που τις μέρες αυτές είχε θρονιασθεί στις ψυχές, γίνηκε τώρα κλάμα γοερό, κοπετός και μοιρολόγι.
Ο κεσεδάρης στάθηκε απέναντί του και επιθεωρούσε αν όλα είχαν γίνει όπως έπρεπε. Μετά έγνεψε ν' αρχίσουν. Ένας του πέρασε τη θηλειά στο λαιμό, την έσφιξε και τη δοκίμασε. Μετά τρεις χεροδύναμοι τράβηξαν απότομα την άλλη άκρη του σχοινιού. Το γέρικο σώμα πετάχτηκε απότομα
ψηλά. Άρχισε να σπαρταρά, μία, δύο, τρεις φορές. Ο Πατριάρχης ήταν νεκρός.

Ένα ξέφρενο ξεφωνητό γιόμισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Οι στρατιώτες έσυραν τα σπαθιά τα ύψωσαν θριαμβευτικά και αλάλαζαν μαζί με τον όχλο. Άλλοι πανηγυρίζοντας έρριχναν στον αέρα κουμπουριές. Τους είπαν πως αυτός είναι ο φταίχτης για το ζορμπαλίκι των ραγιάδων και δεν είχαν λόγο να μην το πιστεύσουν. Τους είπαν πως ο Αλλάχ θέλει εκδίκηση και δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν. Μπροστά τους κρεμόταν ο ένοχος. Ο καθένας ποθούσε να πάει απ' το δικό του χέρι. Κι αν αυτό δεν ήταν μπορετό πριν, τώρα που κρεμόταν άψυχος στη μεσαία πόρτα μπορούσαν να του ρίξουν το δικό τους ανάθεμα για να ησυχάσει κι η συνείδησή τους.
Μερικοί έμειναν μόνο στις βρισιές. Οι πιο πολύ σπρώχνονταν να ζυγώσουν, για να χτυπήσουν τον νεκρό, να του πετάξουν μια πέτρα, ν' ασχημονήσουν. Έλεγες πως ήθελαν για δεύτερη φορά να τον σκοτώσουν. Ακόμη και κυρτωμένοι γέροντες δεν έχασαν την ευκαιρία. Ένας μάλιστα άρχισε να χτυπά με τόση μανία, βγάζοντας άναρθρες κραυγές, που έπεσε κάτω λιπόθυμος. Νόμισαν πως έπαθε αποπληξία! Λένε πως κάπου εκεί, σε μια γωνία, μέσα απ την άμαξά του, παρακολουθούσε ο ίδιος ο Βεζύρης.
 
Τρεις μέρες κρεμόταν ο Πατριάρχης μπρός στη μεσαία πόρτα. Την πόρτα που είχε διαβεί αναρίθμητες φορές, από νεαρό σκολιαρόπαιδο, που θαμπωμένο πρωτοείδε το Φανάρι, ίσαμε γέρος Πατριάρχης που μπαινόβγαινε ανυποψίαστος για τον προορισμό της. Τώρα το νεκρό σώμα του έμοιαζε ν' απαγορεύει τη διέλευση, φύλακας και σεβάσμιο προσκυνητάρι της. Ήταν ένα εμπόδιο που θα την κρατούσε αιώνια κλειστή. Από κείνη τη μέρα κανείς δεν την ξαναπέρασε. Έκλεισε για όλους και για πάντα.

Την τρίτη μέρα πήγε στο Βεζύρη ο νέος Πατριάρχης Ευγένιος μαζί με το Σταυράκη Αριστάρχη. Με χίλια παρακάλια ζήτησε το σώμα του νεκρού να το θάψει. Αρνήθηκε. Παρακάλεσαν και πάλι. Τους έδιωξε.
Φύγετε από δω. Είναι προδότης και τους προδότες τους ρίχνουν στα σκυλιά.
Πήγαν στο Σουλτάνο. Ούτε που τους δέχτηκε.
Ο πολυχρονεμένος Πατισάχ δεν πρόκειται να ματαμιλήσει σε γκιαούρηδες, τους είπε ένας αξιωματικός.
Απελπισμένοι γύρισαν στο Πατριαρχείο. Συνάχθηκαν κι οι άλλοι δεσποτάδες κι έκαναν την κηδεία του με το νεκρό να κρέμεται στη μεσαία πόρτα. «Οι την οδόν την στενήν βαδίσαντες και σφαγιασθέντες ώσπερ άρνες, και προς ζωήν την αγήρω άγιοι και αΐδιον μετατεθέντες». Η ιδιότυπη κηδεία έγινε ένα θρηνητικό δοξαστικό για το μάρτυρα.
 
Την ίδια ώρα οι Τούρκοι κατέβαζαν το σώμα απ' την αγχόνη. Πίσω τους περίμενε μια ομάδα Εβραίων. Μόλις τέλειωσαν, τους είπε ένας αξιωματικός.
Πάρτε το σκυλί και ρίχτε το στη θάλασσα.


Περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 20

Παρακολουθούν την κάθε σου κίνηση και εσύ δεν το γνωρίζεις καν!

Ο Γερμανός βουλευτής κος Malte Spitz προσέφυγε στην δικαιοσύνη και μέσω αυτής μπόρεσε να αποσπάσει από την Deutsche Telecom (DT) τις πληροφορίες που αυτή συνέλεγε για αυτόν, εν αγνοία του: το γεωγραφικό του στίγμα (γεωγραφικό μήκος και πλάτος)! Η DT είχε συλλέξει αυτή την πληροφορία 35.000 φορές σε διάστημα 6 μηνών! Πρακτικά δηλ. κάθε 7,5 λεπτά το κινητό του τηλέφωνο έστελνε σήμα για το που βρίσκεται και η βάση δεδομένων της εταιρείας κινητής τηλεφωνίας κατέγραφε το στίγμα του!
Αυτό ακριβώς το δημοσίευμα είναι που επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους μας. Καταγράφουν πράγματα για εμάς, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Εάν λοιπόν σήμερα οι εταιρείες ακολουθούν αυτή την πρακτική, αύριο, εάν ο κάθε πολίτης εκτός από το κινητό του τηλέφωνο, έχει μαζί του και μια ηλεκτρονική ταυτότητα (Κάρτα του Πολίτη), θα ισχύει το εξής σενάριο:
Το κινητό τηλέφωνο θα “λέει” ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ο πολίτης και η Κάρτα του Πολίτη – κάθε φορά που θα την χρησιμοποιεί ο πολίτης – θα “λέει” ΤΙ ΚΑΝΕΙ ο πολίτης εκεί που είναι! Αφήστε δε, που με την πρόοδο της τεχνολογίας – εάν η ΚτΠ έχει και RFID πλινθίο – δεν θα χρειάζεται καν το κινητό τηλέφωνο: Η ΚτΠ από μόνη της, θα “λέει” που είναι και τι κάνει ο πολίτης!
Γι αυτό ακριβώς λέμε: Ας προσπαθήσουμε σήμερα να καταργήσουμε το παράνομο φακέλωμα, εάν υφίσταται, σε όποιες βάσεις δεδομένων υφίσταται, όπως το πέτυχε ο κος Spitz στη Γερμανία. Όχι με την συγκατάθεσή μας να πάμε και να μπούμε στην ηλεκτρονική φυλακή της Κάρτας του Πολίτη!
Οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να καταγράφουν το γεωγραφικό μας στίγμα. Το κινητό τηλέφωνο το έχουμε για να επικοινωνούμε και όχι για να μας καταγράφουν. Με την απλή λογική, η πρακτική της DT είναι παράνομη και μπορούμε να αντιταχθούμε σε αυτήν.
Αντίθετα με την ΚτΠ, θα καταγράφονται οι φυσικές και ηλεκτρονικές ενέργειες των πολιτών (αγορές προϊόντων, είσοδος σε κτίριο, είσοδος στο internet, επίσκεψη στον γιατρό, αγορά εφημερίδας, επιβίβαση στο αεροπλάνο κλπ) σε ΔΙΑΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΑ ηλεκτρονικά αρχεία. Με αυτό τον τρόπο η καταγραφή που θα γίνεται με την ΚτΠ θα είναι καθολική και νόμιμη και δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτα να το αντιμετωπίσουμε.
Τέλος το κινητό μπορούμε να το απενεργοποιήσουμε όποτε θέλουμε, το αφήνουμε σπίτι μας εάν θέλουμε, δεν αγοράζουμε καθόλου κινητό. Την ΚτΠ όμως; Ειδικά εάν αντικαστατήσει την αστυνομική ταυτότητα θα μπορούμε να την απενεργοποιήσουμε; Όχι βέβαια!
Γι αυτό λέμε σήμερα ΟΧΙ στην ΚτΠ. Εάν μπούμε σε ένα τέτοιο σύστημα, αλυσοδεθήκαμε.
Διαβάστε το εντυπωσιακό δημοσίευμα, δείτε μια εφαρμογή που έφτιαξε η εφημερίδα ZEIT Online με τα δεδομένα του κου Spitz καθώς και ένα σχετικό Video και τέλος προβληματιστείτε για το εάν πρέπει και κλείνετε το κινητό σας περισσότερες φορές μέσα στην ημέρα από όσες το κάνατε έως σήμερα.
ΥΓ. Άραγε η Ελληνική Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα δεν θα έπρεπε να ασχοληθεί και με το τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Λέτε να βρει “λαβράκια” εάν το ψάξει

Ο άγιος Γρηγόριος ο Ε’

undefined
Ό άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στήν Δημητσάνα. Οί γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν πτωχοί. Στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεωργός, έμαθε τά πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στήν Σμύρνη. Έκάρη μοναχός σε μονή στήν νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τήν θεολογική μόρφωση του στήν Πατμιάδα Σχολή. Επιστρέφοντας στήν Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο όποιος έτρεφε γιά τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε άρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και οταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχο του στήν Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη, ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε μέ σύνεση και αποστολικό ζήλο την μεγάλη και πλούσια πόλη τής Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα προνοίας για τους πτωχούς και δεινοπαθούντες. το 1797, εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. “Ιδρυσε επίσης τυπογραφείο πού εξέδιδε βιβλία στήν δημοτική γλώσσα, τα όποΤα συνέβαλαν τά μέγιστα, στήν πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. ο άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για τήν πιστή τήρηση των εκκλησιαστικών Κανόνων και για τήν ηθική ακεραιότητα του κλήρου. Τήν εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερεις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν τήν εξέγερση τους, ο πατριάρχης, έχοντας πλήρη συνείδηση τής ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε νά μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει γιά τήν διαγωγή τους, και εξορίστηκε στήν Χαλκηδόνα και κατόπιν στήν Μονή Ιβήρων στο “Αγιον Όρος. Κατά τήν διάρκεια τής εξορίας του στον “Αθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφθηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν γιά όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε τήν ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο νά ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου κα’ι εξέφρασε χαρά κα’ι καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου, καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρουσε τον θάνατο γιά τήν αγάπη του Χρίστου ώς τον υπέρτατο στόχο και τήν κορωνίδα τής χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806• έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς τής Πόλης και ανέλαβε έκ νέου το εργο τής διαποίμανσης και τής ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. το 1808, ομως, Ινα πραξικόπημα έφερε στήν εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε νά παραιτηθεί και νά άποσυρθεΤ στήν Πρίγκιπο και μετά έκ νέου στο “Αγιον Όρος• εκεί εξακολούθησε νά μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για τήν κατάσταση τής Εκκλησίας και του λαού.
Τό 1818, τον πλησίασαν μέλη τής Φιλικής Εταιρείας, πού προετοίμαζαν τήν Επανάσταση προσπαθώντας νά συγκεντρώσουν και νά συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε τήν υπόθεση τής ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε νά κάνουν υπομονή. Λίγο αργότερα, ανακλήθηκε γιά τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε έκ νέου, ενθαρρύνοντας τήν ίδρυση σχολείων όπου τά παιδιά μπορούσαν νά λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ενα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο μέ χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθουσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, ή εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (10η Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στήν Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις τής Όθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες πού είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερεις επισκόπους. ο σουλτάνος διέταξε νά συγκεντρωθούν στο Φανάρι Ολες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες τής Πόλης και ο πατριάρχης, γιά νά αποφευχθεί ή σφαγή, εγγυήθηκε στήν Υψηλή Πύλη τήν αφοσίωση τους. Ή εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο όποιος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο νά υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη τής εξέγερσης Αλέξανδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου, μαθεύτηκε ή γενική εξέγερση στήν Πελοπόννησο, και τρεις μέρες αργότερα, τήν Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, πού εκπροσωπούσε τήν ελληνική κοινότητα στήν Υψηλή Πύλη, μαζι μέ άλλους επιφανείς Έλληνες. Προβλέποντας ποια θά ήταν ή μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις πού του έκαναν νά διαφύγει γιά νά σωθεί, ο πατριάρχης έλεγε: «Πώς νά εγκαταλείψω το ποίμνιο μου; Είμαι πατριάρχης γιά νά σώσω τον λαό μου και όχι γιά νά τον παραδώσω στά ξίφη των γενίτσαρων. ο θάνατος μου θά ωφελήσει περισσότερο από τήν ζωή μου, γιατί θά κάνει τους Έλληνες νά αγωνιστούν μέ τήν απελπισία εκείνη πού συχνά φέρνει τήν νίκη. Όχι, Οχι, δεν θά γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στά πόδια, ώστε νά μέ δείχνουν με το δάχτυλο και νά λένε: Νά, ο φονιάς πατριάρχης!»
Τήν Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια τήν Αναστάσιμη Λειτουργία, που τήν διέκοπταν μόνον οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν τήν είδηση της επανάστασης στήν Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: «Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!» Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν τήν έκπτωση του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στήν φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια στήν διάρκεια τών οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τήν σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί τήν πίστη του, λέγοντας: «Ό πατριάρχης τών χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!» Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από τήν ιερά Συνοδό ο διάδοχος του, τον άπαγχόνισαν στήν πύλη του Πατριαρχείου, ή οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αύτου άνοσιουργηματος. Τήν ύστατη στιγμή, ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τά χέρια στον ουρανό, ευλόγησε τους χριστιανούς και είπε: «Κύριε Ίησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!» Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς πού ανέλαβε τήν εκτέλεση καθόταν μπροστά στήν σορό και κάπνιζε άρειμανίως.
Τρεις ημέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μιά πινακίδα γύρω άπό τον λαιμό πού έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν γιά 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις όδούς με γιουχαίσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τήν βαρειά πέτρα πού του έδεσαν, το σώμα επέπλεε καί το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στήν ‘Οδησσό. Επί πολλές ημέρες, πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το όποιο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Τό 1871, στήν πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στήν Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκδόσεις Ίνδικτος

Σε κάποια θλιμμένη μητέρα, για τα "κακά" παιδιά


undefined
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΧΡΙΔΟΣ
Σε κάποια θλιμμένη μητέρα, για τα "κακά" παιδιά
 
Παραπονείστε, αλίμονο, για τα ίδια σας τα παιδιά! Εκτός από το σχολείο τους, πληρώνατε ιδιαίτερους δασκάλους για να τα διδάξουν να παίζουν πιάνο και να μιλούν γαλλικά. Και τώρα σας έχουν πάρει το κεφάλι με το πιάνο. Και όταν μεταξύ τους μιλάν τα γαλλικά, κοροϊδεύουν.
Νοιώθετε ότι συζητούν άσχημα για το πρόσωπό σας. Κάποιο Σάββατο θελήσατε να πάτε στο κοιμητήριο για να κάνετε τρισάγιο στο μεγαλύτερο γιό σας που σκοτώθηκε στον πόλεμο. Το ανακοινώσατε στα παιδιά σας μα εκείνα δεν ακολούθησαν στο τρισάγιό σας αλλά από το κρεββάτι κάθισαν στο πιάνο και άρχισαν να παίζουν.

-Παιδιά, τους είπατε, σήμερα δεν τραγουδάμε, σήμερα έχουμε το μνημόσυνο του μακαρίτη του Μίρκο.

-Μα να, εμείς του παίζουμε το πένθιμο εμβατήριο! Απάντησαν και γέλασαν δυνατά.
Και εσείς πήγατε μόνη, όπως γράφετε από το ένα νεκροταφείο στο άλλο νεκροταφείο, κλαίοντας και θρηνώντας σε όλο το δρόμο.
 
Ας είχατε φροντίσει στον καιρό τους, να πάρετε για τα παιδιά σας, ιδιαίτερο παιδαγωγό που θα τα δίδασκε να συμπεριφέρονται κατά το νόμο του Θεού!
Θα είχατε τώρα παιδιά και όχι μαϊμούδες και παπαγάλους. Γιατί και οι μαϊμούδες μαθαίνουν να παίζουν πιάνο και οι παπαγάλοι να μιλούν, αλλά αγωγή κατά το νόμο του Θεού μπορούν να μάθουν μόνο οι υιοί και οι θυγατέρες των ανθρώπων.

Λέγεται ότι κάποτε μια μητέρα, σύζυγος βογιάρου, ήρθε στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ και του παραπονέθηκε ότι οι δάσκαλοι δεν μαθαίνουν καλά στα παιδιά της τη γαλλική γλώσσα, ρωτώντας τον τι να κάνει. Τότε ο άγιος εκείνος άνθρωπος της είπε: «εσύ μανούλα μου, μάθε καλλίτερα τα παιδιά σου πώς να προσεύχονται στο Θεό και εκείνα θα μάθουν αργότερα πιο εύκολα τα γαλλικά».

Στα παιδιά λοιπόν, πρέπει να διδάσκουμε πρώτα εκείνο που είναι το πιο σπουδαίο επειδή, ότι μαθαίνουμε στα νιάτα μας, δύσκολα το ξεχνάμε. Δευτερεύοντα πράγματα μπορούμε να μάθουμε και ύστερα, μα και αν ακόμα ξεχαστούν, δεν είναι μεγάλη η ζημία. Αν όμως δεν διδαχτούμε τα σημαντικότερα πράγματα, ή τα διδαχτούμε ελλιπώς, ή τα μάθουμε και ύστερα τα ξεχάσουμε, τότε, οι ήχοι του πιάνου πνίγουν την προσευχή και η γαλλική προφορά χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε τους γονείς!
Ο αγαθός Θεός ας είναι βοηθός σας. Τώρα είναι δύσκολο να σας δώσω συμβουλή. Όταν η καρδιά θολώσει, είναι δυσκολότερο να την καθαρίσεις ακόμη και από το πιο θολωμένο χείμαρρο. Υπομείνετε και προσεύχεσθε στον Θεό για τα παιδιά σας. Με την υπομονή, λίγο-λίγο ίσως καταφέρετε να τα φέρετε σε ντροπή και με την προσευχή θα ζητήσετε τη βοήθεια του Παντοδυνάμου να καθαριστεί η καρδιά των παιδιών σας. Μα πριν απ' όλα, να μετανοήσετε ενώπιόν Του, επειδή πρωτίστως στα παιδιά σας δεν μάθατε το νόμο Του.
Άκουε ουρανέ και ενωτίζου γη, ότι Κύριος ελάλησεν, υιούς εγέννησα και ύψωσα, αυτοί δε με ηθέτησαν (Ησ. 1, 2).
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Επισκόπου Αχρίδος 1956
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
ΟΡΘΟΔΞΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
ΤΗΛ: 2310212659

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821



Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΣΣΑΣ
10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821
 Δημητρίου Φωτιάδη
Η Επανάσταση του ´21, Εκδόσεις Ν. Βότση, Αθήνα 1977

Τα Σάλωνα
Στη Ρούμελη οι προϋποθέσεις για σηκωμό στέκονταν πολύ πιο δύσκολες από το Μο­ριά. Βρισκόταν σιμά σε τέσσερεις σημαντι­κές τούρκικες βάσεις˙ Γιάννενα, Λάρισα, Βόλο, Εύ­βοια. Ήταν ευτύχημα βέβαια πως στα Γιάννενα ξακολούθαγε την αντίστασή του ο Αλήπασας. Οι στρατιωτικές όμως δυνάμεις που τον πολιορκούσαν μπορούσαν να στείλουν σημαντικά αποσπάσματα να χτυπήσουν τους επαναστάτες.
 Αντιστάθμιζε όμως τούτη τη δυσκολία η ύπαρ­ξη μιας μαχητικής από αιώνες παράδοσης — η κλεφτουριά και τ' αρματολίκια. Ένας στρατός σχεδόν έτοιμος, με θαυμάσια στελέχη για τον άταχτο πό­λεμο, που τόσο τον ευνοούσαν τα βουνά της Ρού­μελης.
Οι καπεταναίοι που πήραν μέρος στη σύσκεψη της Άγιας Μαύρας άρχισαν, αφού για λίγο λούφα­ξαν, να φτάνουν ένας ένας στα λημέρια τους. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος άφησε τη φαμελιά του στους Παξούς κι αφού πήγε στην Πάτρα για να πάρει οδη­γίες από τον Ρώσο πρόξενο Ιωάννη Βλασσόπουλο, που ήταν από τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Ε­ταιρίας στο Μοριά, πέρασε στη Ρούμελη. Κρίνον­τας πως η συμμετοχή των Γαλαξειδιωτών στον αγώ­να, με τα σαράντα καράβια τους, θα ήταν αποφασι­στική καθώς θα μας χάριζε στην αρχή της επανά­στασης τη θαλασσοκρατία στον Κορινθιακό κόλ­πο, τους έστειλε τούτο δω το γράμμα, ένα από τα πιο χαραχτηριστικά τού Εικοσιένα:
 
Αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται,
Ήτανε βέβαια από το Θεό γραμμένο να δράξωμε τα άρματα μια μέρα και να χυθούμε κατεπάνω στους τυράννους μας, που τόσα χρόνια ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουμε, βρε αδέρφια, τούτη την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε αποκάτω στη σκλα­βιά και το σπαθί των Τούρκων ν' ακονιέται εις τα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μας από­μεινε; Οι εκκλησιές μας γενήκανε τζαμιά και αχούρια των Τούρκων.
 Κανένας δεν μπορεί να πη πως τάχα έχει τίποτε εδικό του, γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα. Η φαμελιές μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκρισι των Τούρ­κων. Τίποτα, αδέρφια, δεν μας έμεινε. Δεν είναι πρέπον να σταυρώσουμε τα χέρια και να τηράμε τον ουρανό. Ο Θεός μας έδωσε χέρια, γνώσι και νου. Ας ρωτήσουμε την καρδιά μας και ό,τι μας απανταχαίνει ας το βάλωμε γρήγορα σε πράξιν και ας είμεθα, αδέρφια, βέβαιοι το πως ο Χριστός μας ο πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας. Ό,τι θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμεν μια ώρα αρχήτερα, γιατί ύστερα θα χτυπάμε το κεφάλι μας.
 Τώρα η Τουρκία είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει ασκέρια να στείλη κατεπάνω μας. Ας ωφεληθώμεν από την περίστασι, όπου ο Θεός ακούοντας τα δίκαια παράπονα μας έστειλε δια ελόγου μας. Μια ώρα πρέποντας είναι να ξεσπάση αυτό το μαράζι, όπου μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα, αδέρφια, ή να ξεσκλαβωθούμε, ή να πεθάνουμε. Και βέβαια καλύ­τερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση κάθε Χριστιανός και Έλληνας.
 Εγώ, καθώς το γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται, εμπορώ να ζήσω βασιλικά, με πλούτη, τιμές και δόξες. Οι Τούρκοι ό,τι και αν ζητήσω μου το δίνουνε παρακαλώντας. Γιατί το σπαθί τού Οδυσσέα δεν χορατεύει. Έπειτα κοντά στα άλλα ενθυ­μούνται τον πατέρα μου, που τους εζεμάτισε. Μα σας λέγω την πάσαν αλήθειαν, αδέρφια. Δεν θέλω εγώ μο­νάχα να καλοπερνώ και το γένος μου να βογκά στη σκλαβιά. Μου καίγεται η καρδιά μου σα βλέπω και συλλογιούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν.
 Από το Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα να είμαι βέβαιος το πως θα με ακολουθήσετε και σεις. Αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά, κι εγώ από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σαν ίδη ελόγου σας, που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλύτερα τα πράγματα το πως σηκώνετε το μπαϊράκι, θενά τελείωση ότι καλύτερο το πράγμα.
 Περιμένω απόκρισι με τον ίδιο που φέρνει το γράμ­μα μου. Τη μπαρούτη και τα βόλια τα έλαβα και τα εμοίρασα. Να με οικονομήσετε και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτη να μου στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατσικιώτας. Τού Πανουριά τα λόγια μην τα πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης. Μα σαν το σηκώσωμε εμείς, αλλέως δεν μπορεί να πράξη πάρεξ να έρθη με το μέρος μας.
Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και θα εύρη τον Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα να τον αγαπάτε. Είναι παιδί δικό μας και καλό παλληκάρι.
 Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα και πέρα. Σας χαι­ρετώ και σας γλυκοφιλώ.
22 Μαρτίου 1821.
Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος
 
Κι όμως στο πραγματικά έξοχο αυτό γράμμα έκα­νε ο Ανδρούτσος δυο λαθεμένες εκτιμήσεις. Η μια για τον Γκούρα, που έπειτα από λίγα χρόνια θα στα­θεί ο δήμιος του στην Ακρόπολη της Αθήνας. Η άλλη για τον Πανουργιά. Όχι, δεν ήταν φοβιτσιάρης. Αντίθετα αυτός πρώτος χτύπησε στη Ρούμελη τον Τούρκο, χαρίζοντας στους Έλληνες μια σημαντική νίκη κι ένα κάστρο.
 Ο Πανουργίας είχε πατέρα τσομπάνο, τον Ξηρο-δημήτρη69. Τ' όνομά του, όπου μ' αυτό έμεινε γνω­στός στην ιστορία, το χρωστά, καθώς ανιστοράνε, σε τούτο δω τ' αστείο περιστατικό. Ο νουνός του, νομίζοντας πως το παιδί που θα βάφτιζε ήταν κο­ρίτσι, όταν ο παπάς τον ρώτησε τι όνομα τού δίνει, τού αποκρίθηκε «Πανώρια». Κι ο παπάς, δίχως να καλοκοιτάξει, βάφτισε τ' αρσενικό παιδί με θηλυκό όνομα. Ξέσπασαν όλοι στα γέλια, επειδή όμως λο­γαριάστηκε πως μια κι ο παπάς είπε τ' όνομα τού παιδιού θα στεκόταν αμάρτημα να τ' αλλάξουν, τον ονόμασαν Πανουργιά.
 Όταν ξέσπασε η επανάσταση δεν ήταν πια νέος. Είχε καβατζάρει τα εξήντα. Μα η λεβεντιά συντρό­φευε ακόμα τα γκρίζα μαλλιά του. Ο λαός, που πάν­τα λάτρεψε τα παλικάρια, του είχε κάνει τραγούδι:
  Τα που βροντούν, μωρ' Πανουργία, τα που βροντούν τα χαϊμαλιά,
μωρέ Λάμπρο Σουλιώτη70, τα που βροντούν τ’ αλύσια;
Στου Πανουργία τα γόνατα, στοϋ Πανουργία τη μέση,
εκεί βροντούν τα χαϊμαλιά, εκεί βροντούν τ’ αλύσια.
 Αφού ροβόλησε τα ρουμελιώτικα βουνά χρόνια κλέφτης, γίνηκε τέλος πρωτοπαλίκαρο τού Οδυσσέα Ανδρούτσου και με τη μεσιτεία του τζοανταραίος τού Αλήπασα. Όταν τα σουλτανικά ασκέρια πολι­όρκησαν τον περιβόητο βαλή, το έσκασε κι ο Πανουργίας, όπως είχαν κάνει κι ο Ανδρούτσος, κι ο Καραϊσκάκης και τόσοι άλλοι. Κατέβηκε στα Σά­λωνα και με το έτσι θέλω πήρε από τον Σολιώτη τ' αρματολίκι. Είχε κάτω από τις προσταγές του εξήν­τα παλικάρια. Ανάμεσα τους ήταν κι ο Γκούρας.
 Η ψυχή του ανάσαινε έλατο, θυμάρι και λευτεριά. Έτσι, όταν στις 24 τού Μάρτη έμαθε το σηκωμό της Πάτρας, πήρε τους λεβέντες του και τράβηξε για το μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία. Φωνάζει τους προεστούς και τους λέει πως θ' ανεμίσει το μπαϊρά­κι τού σηκωμού και θα χτυπήσει τους Τούρκους. Στ' αναμεταξύ έφτασαν στα Σάλωνα οι Τούρκοι της Βοστίτσας, τού Αιγίου δηλαδή, τρομοκρατημένοι άπ' όσα έτρεξαν στο Μοριά. Η δύναμη των ντόπιων Τούρκων μαζί μ' εκείνους που ήρθαν από τη Βοστίτσα δεν ήταν αψήφιστη· έφτανε τα εξακόσια ντουφέκια.
 Ο Πανουργίας στέλνει στο Γαλαξείδι τον Γκούρα, τον γαμπρό του Μανίκα και τον Παπαντρέα να στρατολογήσουν. Οι Γαλαξειδιώτες με προθυμία δέχονται ν' αντιβγούν στο δυνάστη όχι μονάχα στη θάλασσα, παρά και στη στεριά. Όταν κάπως δυνάμωσε ο Πανουργιάς αποφασίζει, αν και τ' ασκέ­ρι του ήταν πιο αδύναμο από το τούρκικο των Σαλώνων, να χτυπήσει, λογαριάζοντας πως το χειρό­τερο άπ' όλα θα ήταν να χασομερήσει δίνοντας καιρό στους εχθρούς να συνεφέρουν και να ετοιμαστούν.
Επειδή όμως έβλεπε πολλούς να είναι δισταχτικοί, σκαρφίζεται τούτο δω το κόλπο. Ορμηνεύει κά­ποιον της εμπιστοσύνης του να πάει στην Ιτέα κι όταν γυρίσει να πει πως είδε τάχα στον κόρφο το ρούσικο στόλο. Όταν ήρθε και ξεφούρνισε την ψεύ­τικη είδηση, φωνάζει ο Πανουργίας:
—Αδέρφια, τι καρτεράμε;
 Ξεχύνονται — ήταν 27 τού Μάρτη — να πάρουν την πολιτεία. Οι Τούρκοι, βλέποντας την ορμή τους, την παρατάνε κι ανεβαίνουν στο φράγκικο κάστρο, που τα ερείπια του ίσαμε τις μέρες μας ωσάν κορώνα στέκονται πάνω από την Άμφισσα, καθώς λένε τα Σάλωνα τώρα.
Τους μπλοκάρουν από παντού οι δικοί μας. Άδικα καρτεράνε βοήθεια οι Τούρκοι και το λιγοστό νερό που είχαν τελειώνει. Δεν τους μένει άλλο παρά να παραδοθούν σ' αυτούς, που ως χτες είχαν σκλάβους τους.
 Φτάνουνε οι μπέηδες στο στρατόπεδο των χαΐνηδων.
— Ποιος είναι ο αφέντης σας να προσκυνήσουμε; ρωτάνε.
—Εγώ είμαι πια ο αφέντης σας κι εμένα θα προσκυνήσετε! τους αποκρίνεται περήφανα ο Πανουργιάς.
 Παραδόθηκαν στις 10 τού Απρίλη, ανήμερα Λαμπρή. Ένα από τα πιο δυνατά κάστρα της Ρού­μελης βρισκόταν στα χέρια των δικών μας. Μα το πιο σημαντικό άπ' όλα ήταν τα ντουφέκια που πή­ρανε οι ξεσηκωμένοι. Εξακόσιοι ακόμα Έλληνες είχανε άρματα να πολεμήσουν το δυνάστη.
 Πιο πέρα, πάνω στο δρόμο που από την Άμφισσα οδηγά στη Ναύπαχτο, ο Σκαλτσάς κι ο Αναγνώ­στης Λιδωρίκης λευτέρωσαν, στις 28 τού Μάρτη, το Λιδωρίκι.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
69. Ο Γούδας λέει πως ο Ξηροδημήτρης ήταν προεστός στο χωριό Δρέμισα της Παρνασσίδας («Βίοι Παράλληλοι», τ. Η', σ. 237).
70. Ο Λάμπρος Σολιώτης διεκδικούσε κι αυτός τ' αρματο­λίκι της Παρνασσίδας. που τελικά το πήρε ο Πανουργίας.
71. Ταχυδρόμος.
72. Τη σοδειά σου.
73. Το μοναστήρι στο Λυκούρεσι, νοτιοδυτικά της Χαιρώ­νειας.





ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ        www.egolpion.com
10  ΑΠΡΙΛΙΟΥ  2011

Το ηρωικό Μεσολόγγι


undefined
 ΤΟ ΗΡΩΙΚΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
10 Απριλίου 1826 


        Η πόλη του Μεσολογγίου είναι κτίσμα της εποχής της τουρκοκρατίας και η εξέλιξή της σε πόλη θα πρέπει να τοποθετηθεί στους τελευταίους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας. Στα τέλη του 16ου αι. αναφέρεται ως έρημη έκταση, που χρησιμοποιείτο ως ιχθυοτροφείο.
Από τον συνοικισμό λοιπόν των ψαράδων, που έμεναν εκεί, σχηματίστηκε στις αρχές ίσως του 17ου αι. ένα μικρό ναυτικό κέντρο το οποίο όμως μέσα σε λίγες δεκαετίες εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Στον 18ο αι. μάλιστα η εξέλιξη του Μεσολογγίου έγινε εντυπωσιακή: μεσολογγίτικα καράβια διασχίζουν όχι μόνο το Ιόνιο και τις ελληνικές θάλασσες, αλλά και τα νερά της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου και του Ατλαντικού, μεταφέροντας εμπορεύματα και αναπτύσσοντας αξιοσημείωτη διαμετακομιστική δραστηριότητα, στο πλαίσιο του οικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ Γαλλίας, Αγγλίας και άλλων ευρωπαϊκών ναυτικών κρατών. Το 1726 ιδρύθηκε υποπροξενείο (της Βενετίας) στο Μεσολόγγι με πρώτο πρόξενο τον Νάξιο Σπυρίδωνα Μπαρότση. Στα χρόνια αυτά οι Μεσολογγίτες διαθέτουν πάνω από εβδομήντα πλοία, από τα οποία τα δύο τρίτα είχαν ναυπηγηθεί σε μεσολογγίτικα καρνάγια. Το 1746 έκθεση του Γάλλου προξένου της Άρτας κάνει λόγο για πλήρη κυριαρχία των εμπορικών πλοίων του Μεσολογγίου στις σκάλες του Ιονίου, όπου δεν μπορούν πια να τα συναγωνιστούν ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Νεαπολιτανοί, ούτε οι Σουηδοί.
Το 1761 αναφέρεται πάλι ότι η εμπορική δραστηριότητα των Μεσολογγιτών είχε σχεδόν αφανίσει από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης τη βενετική ναυτιλιακή σημασία.
Τα ναυτιλιακά και εμπορικά ενδιαφέροντα δεν εμπόδισαν τους Μεσολογγίτες να παίρνουν μέρος και σε αντιτουρκικές εξεγέρσεις, στις οποίες διακινδύνευαν τον πλούτο και την ειρηνική ανάπτυξη της πατρίδας τους.
Με την έκρηξη της επαναστάσεως του 1770 σχηματίστηκε στο Μεσολόγγι προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση με αρχηγό τον λόγιο Μεσολογγίτη Παναγιώτη Παλαμά. Οι συνέπειες ήταν φοβερές: στις 10 Απριλίου 1770 ο στόλος του Μεσολογγίου καταστρέφεται, η πόλη πυρπολείται και οι Μεσολογγίτες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στα Επτάνησα. Μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, οι κάτοικοι ξαναγυρίζουν στο Μεσολόγγι, το ανοικοδομούν και ξαναφτιάχνουν τον στόλο τους. Νέα δοκιμασία θα περάσει το μεσολογγίτικο εμπορικό ναυτικό στα χρόνια του Αλή πασά. Το 1806 δεν διαθέτει παρά μόνο 12 τρικάταρτα και 13 μικρότερα πλοία, ενώ το 1813 ο αριθμός αυτός μειώνεται ακόμη περισσότερο: μία μόνο «πολάκα» και 18 πλοία των 20 τόνων. Τον 18ο αι. σημειώνεται στο Μεσολόγγι αξιοσημείωτη πνευματική κίνηση, στην οποία πρωτοστατεί ο Παναγιώτης Παλαμάς (1722 - 1802), ο γιός του Γρηγόριος και το πλήθος των διδασκάλων και των μαθητών της περίφημης Παλαμαϊκής Σχολής της πόλεως.
Το 1819 ο Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος πέρασε από την Πάτρα στο Μεσολόγγι και εμύησε στη Φιλική Εταιρεία τους αρματολούς του Ζυγού και αρκετούς διακεκριμένους Μεσολογγίτες.
Στις 5 Μαΐου 1821 ο οπλαρχηγός της περιοχής Δημήτριος Μακρής κατέλαβε τη «σκάλα» του Μαυρομματιού και αιφνιδίασε τουρκικό απόσπασμα που μετέφερε χρήματα φορολογιών από τη Ναύπακτο προς την Κωνσταντινούπολη.
Σε λίγες μέρες έφθασαν στο Μεσολόγγι οι άνδρες του Μακρή και ύστερα από συνεννόηση με τους προκρίτους της πόλεως (Παλαμά, Καψάλη, Τρικούπη, Ραζηκώτσικα, Γουλιμή, Δεληγιώργη, Στάικο κλπ.), κήρυξαν την επανάσταση και στη δυτική Ελλάδα. Οι Τούρκοι κινήθηκαν γρήγορα.
Ύστερα από την καταστροφή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου στο Πέτα, 10.000 άνδρες με τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή επικεφαλής απέκλεισαν το Μεσολόγγι από την ξηρά, προσπαθώντας να εξουδετερώσουν έτσι το κυριότερο επαναστατικό κέντρο της δυτικής Ελλάδος, όπου στο μεταξύ είχε συγκροτηθεί και Γερουσία και όπου είχαν συγκεντρωθεί υπολογίσιμες δυνάμεις των επαναστατών (Μεσολογγίτες, Φιλέλληνες, Σουλιώτες) (1822). Η πολιορκία ήταν στενή και από την ξηρά και από τη θάλασσα, ύστερα από τον ναυτικό αποκλεισμό του Γιουσούφ πασά της Πάτρας. Οι πολιορκούμενοι έφθασαν σε κατάσταση απογνώσεως, αλλά κέρδισαν χρόνο με παρελκυστικές διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, ΄Ώσπου στις 8 Νοεμβρίου εφτά υδραίικα πλοία διέσπασαν τον αποκλεισμό από τη θάλασσα, έφεραν ενισχύσεις και πολεμοφόδια και έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις και να εξακολουθήσουν τη άμυνα. Η πολιορκία εξακολούθησε, αλλά συνεχείς έξοδοι των πολιορκημένων, οι οποίες προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Οθωμανούς, οδήγησαν τους ηγέτες των πολιορκητών στην απόφαση να λύσουν την πολιορκία και να αποσυρθούν.
Πριν όμως πραγματοποιήσουν την απόφαση αυτή ενεργούν αιφνιδιαστική επίθεση τα ξημερώματα των Χριστουγέννων του 1822. Η επίθεση ωστόσο δεν πέτυχε, επειδή οι πολιορκούμενοι, που είχαν ειδοποιηθεί από τον Έλληνα ακόλουθο του Βρυώνη Γούναρη, είχαν προετοιμαστεί και απέκρουσαν τους πολιορκητές, γεγονός που υποχρέωσε τους Τούρκους να εγκαταλείψουν εσπευσμένα τις θέσεις και να αποτραβηχτούν στην Πρέβεζα (31 Δεκεμβρίου 1822). Έτσι έληξε η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου.
Στις 2 Ιανουαρίου 1823 φθάνει στο Μεσολόγγι ο λόρδος Βύρων, σκορπώντας ενθουσιασμό στους κατοίκους. Αμέσως ο Άγγλος φιλέλληνας συγκρότησε ένα σώμα από 500 Σουλιώτες.
Στις αρχές Αυγούστου ο Μάρκος Μπότσαρης άφησε το ορμητήριό του στο Μεσολόγγι και χτύπησε τους Τούρκους στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου (5 Αυγούστου), τους νίκησε, αλλά ο ίδιος χτυπήθηκε στο μέτωπο και σκοτώθηκε. Η σωρός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι όπου και θάφτηκε με τιμές και με θλίψη για την απώλειά του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η πόλη στερήθηκε ένα ακόμα ηγέτη της: το Πάσχα του 1824 (7 Απριλίου) πέθανε και ο λόρδος Βύρων από πνευμονία.
Οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, αφού πρώτα θρήνησαν την απώλεια του μεγάλου φιλέλληνα, ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν και τους Τούρκους, οι οποίοι, μετά την ήττα τους στο Κεφαλόβρυσο, είχαν αρχίσει να ετοιμάζονται για νέα, συστηματικότερη πολιορκία του Μεσολογγίου. Μέσα στην πόλη είχε στο μεταξύ αρχίσει να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 1824 το δημοσιογραφικό όργανο της επαναστατημένης Ελλάδος, τα τετράγλωσσα «Ελληνικά Χρονικά», που αποτελούν μια από τις αφετηρίες της ελλαδικής δημοσιογραφίας, με διευθυντή και συντάκτη τον Ελβετό φιλέλληνα Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ. Στις 15 Απριλίου 1825, έφθασαν και στρατοπέδευσαν μπροστά στο Μεσολόγγι 30.000 περίπου Τούρκοι μαχητές, με αρχηγό τον Κιουταχή Μεχμέτ (Ρεσίτ πασά). Μέσα στην πόλη βρίσκονταν 4.000 περίπου άνδρες (από τους οποίους οι χίλιοι σε προχωρημένη ηλικία) και 12.000 γυναικόπαιδα. Οι λεπτομέρειες της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου είναι γνωστές από τις ειδήσεις της εφημερίδας του Μάγερ, η οποία εκδιδόταν σχεδόν τακτικότατα ως τις 20 Φεβρουαρίου 1826, πενήντα δηλαδή μέρες πριν την Έξοδο. Η διακοπή των Ελληνικών Χρονικών έγινε όταν εχθρική βόμβα γκρέμισε το τυπογραφείο τους, οπότε όλο το προσωπικό πήρε πια θέσεις στους προμαχώνες.
Πριν αρχίσει τον βομβαρδισμό της πόλεως ο Κιουταχής πρότεινε με διαπραγματεύσεις παράδοσή της. Μετά την απόρριψη των τουρκικών προτάσεων, το Μεσολόγγι αποκλείστηκε και από τη θάλασσα από τον στόλο του Χοσρέφ και του Γιουσούφ πασά: ο τελευταίος μάλιστα κατόρθωσε να προσπελάσει και τη λιμνοθάλασσα. Οι πολιορκητές άρχισαν τις εφόδους, αλλά πολιορκούμενοι αμύνονταν με επιτυχία, επιδιορθώνοντας τους προμαχώνες και ενεργώντας αλλεπάλληλες εξόδους. Στις 3 Ιουλίου φθάνουν σαράντα ελληνικά πλοία με τον Μιαούλη και τον Σαχτούρη επικεφαλής. Ο ναυτικός αποκλεισμός του Μεσολογγίου λύνεται για ένα διάστημα, τρόφιμα και πολεμοφόδια φθάνουν στην πόλη και το ηθικό των πολιορκουμένων ανυψώνεται. Ο ελληνικός στόλος καταδιώκει τον τουρκικό ως τη Μάνη και ανακουφίζει το Μεσολόγγι από τον ναυτικό αποκλεισμό. Στο μεταξύ μπαίνουν στην πόλη (7 Αύγούστου) ενισχύσεις Σουλιωτών του Κίτσου Τζαβέλλα και πλαισιώνουν την αποδεκατισμένη φρουρά. Αλλά και οι πολιορκητές έχουν σοβαρές απώλειες. Ο Κιουταχής ωστόσο που σε περίπτωση αποτυχίας του απειλήθηκε από τον σουλτάνο με αποκεφαλισμό, συνεχίζει με πείσμα την πολιορκία. Η κατάσταση αλλάζει, όταν στα τέλη του 1825 καταφθάνει στο εχθρικό στρατόπεδο ο Ιμπραήμ με σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις (πάνω από 15.000 Αιγυπτίους).
Ο Χοσρέφ επαναλαμβάνει τον αποκλεισμό του, αλλά και ο Μιαούλης κατορθώνει άλλες δύο φορές να περάσει στο Μεσολόγγι όπλα και τρόφιμα. Η πίεση γίνεται πιο δυνατή ύστερα από την αποχώρηση του ελληνικού στόλου και τον συστηματικό κανονιοβολισμό του Μεσολογγίου από το πυροβολικό του Ιμπραήμ (2.000 βόμβες το εικοσιτετράωρο). Στις 15 Φεβρουαρίου οι πολιορκητές ενεργούν δυο εφόδους, που καταλήγουν σε αποτυχία. Προκλήθηκαν όμως σοβαρές απώλειες και στις δυο πλευρές.
Οι Τούρκοι κυριεύουν το Βασιλάδι, του οποίου οι κάτοικοι καταφεύγουν στο Μεσολόγγι, δημιουργώντας νέες δυσκολίες στο επισιτιστικό πρόβλημα της πόλεως. Ύστερα από μερικές άτυχες επιχειρήσεις των Οθωμανών εναντίον της Κλείσοβας, ο Ιμπραήμ προσπάθησε να εξαντλήσει τους πολιορκούμενους με αποκοπή όλων των οδών επικοινωνίας και εφοδιασμού. Ο Μιαούλης δεν κατορθώνει, παρά τις προσπάθειές του, να λύσει άλλη φορά τον αποκλεισμό και η φρουρά αναγκάστηκε να τρώει σκυλιά, γάτες και ποντίκια για να αποφύγει τον θάνατο από την πείνα. Οι φοβερές όμως συνθήκες της ζωής των κατοίκων (λιμός, αρρώστιες κλπ.) και νέα αποτυχία του Μιαούλη να πλησιάσει το Μεσολόγγι δημιούργησαν απελπιστική κατάσταση μεταξύ των πολιορκημένων, οι οποίοι δεν έβλεπαν πια άλλη λύση από την έξοδο.
Τη νύχτα λοιπόν της 10ης Απριλίου 1826 οργάνωσαν τις δυνάμεις τους σε τρία σώματα, με αρχηγούς τον Νότη Μπότσαρη, τον Δημήτριο Μακρή και τον Κίτσο Τζαβέλλα. Στο μέσο του τριγώνου, που θα σχημάτιζαν οι δυνάμεις αυτές, τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ανέλαβε να επιτεθεί από τις πλαγιές του Ζυγού, ώστε να δημιουργήσει περισπασμό στους πολιορκητές. Αλλά ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός δεν κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Από τη άλλη μεριά, ο Ιμπραήμ πληροφορήθηκε για τα σχέδια των πολιορκημένων από αυτόμολο Βούλγαρο. Έτσι, όταν άρχισε η Έξοδος και η τεράστια μάζα των Ελλήνων ξεκίνησε στις δυο μετά τα μεσάνυχτα με αρχηγό τον Μεσολογγίτη Αθανάσιο Ραζηκώτσικα, οι άνδρες του Ιμπραήμ και του Κιουταχή ήταν προετοιμασμένοι και οι ντάπιες που είχαν οριστεί για περάσματα των Μεσολογγιτών είχαν κλειστεί. Και ενώ η φρουρά αγωνιζόταν να ανοίξει δρόμο μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, ακούστηκε, μέσα στην αναταραχή που είχε προκαλέσει ο αιφνιδιασμός του Ιμπραήμ, η κραυγή: «Πίσω, πίσω, Μεσολογγίτες, στα κανόνια σας». Ο άνισος αγώνας έγινε συντριπτικός για τους Έλληνες, που μέσα στη σύγχυση και στην αμηχανία έτρεχαν χωρίς τάξη άλλοι προς τα εμπρός και άλλοι προς τα πίσω. Η πρωτοπορία ωστόσο του σώματος της εξόδου προχώρησε, μέσα από τις τουρκικές τάξεις, και κατόρθωσε να περάσει αποδεκατισμένη, στις πλαγιές του Ζυγού και από εκεί στην Άμφισσα. όσοι έμειναν πίσω, αναγκάστηκαν να αγωνιστούν σε φονικές οδομαχίες. Μεταξύ εκείνων που έφυγαν (1.300 μαχητές και εκατό περίπου γυναικόπαιδα) ήταν ο Νότης Μπότσαρης, ο Δημήτριος Μακρής, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Χρίστος Φωτομάρας. Στο πλήθος που γύρισε πίσω και σφάχτηκε μέσα στην πόλη βρίσκονταν ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ (ο εκκλησιαστικός ηγέτης των πολιορκημένων), ο Ιάκωβος Μάγερ, ο Μιχαήλ Κοκκίνης και όσοι ανατινάχτηκαν μαζί με τον Χρίστο Καψάλη στις ανατινάξεις των πυριτιδαποθηκών.
Υπολογίζουν ότι την ημέρα εκείνη - Κυριακή των Βαΐων - πυρπολήθηκαν 2.000 άνθρωποι, άλλοι 3.000 σκοτώθηκαν από τους Τούρκους και 1.000 περίπου αιχμαλωτίστηκαν
Η Έξοδος προκάλεσε ευνοϊκή επίδραση - παρά τα θύματά της - στην εξέλιξη του ελληνικού απελευθερωτικού πολέμου. Στη Γαλλία, στην Ελβετία, στη Γερμανία, στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημειώθηκαν αξιοσημείωτες εκδηλώσεις συμπάθειας και φιλελληνισμού: διαδηλώσεις εναντίον των Ευρωπαίων ηγεμόνων που είχαν εγκαταλείψει τους επαναστάτες, διακηρύξεις και εκκλήσεις για ενεργότερη συμμετοχή στα βάρη του πολέμου, ποιήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και λόγοι, έρανοι και διπλωματικές ενέργειες.
Το Μεσολόγγι έμεινε στα χέρια των Τούρκων τρία χρόνια περίπου. Στις 2 Μαΐου η πόλη παραδόθηκε με συνθήκη στους Έλληνες και σύντομα ξανασυνοικίστηκε από τους παλιούς της κατοίκους και κατοίκους των γειτονικών χωριών.

Η έξοδος του Μεσολογγίου
"Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι"
 Δ. ΣΟΛΩΜΟΣ
 
Με την έκρηξη της επανάστασης, μετά την Πελοπόννησο, ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε επαναστατήσει και είχαν απελευθερωθεί πολλές περιοχές. Μάλιστα οργανώθηκε και πολιτικά με τη "Γερουσία" στο Μεσολόγγι και τον "Άρειο Πάγο" στα Σάλωνα.Ο Σουλτάνος όμως αποφάσισε να αντιδράσει οργανωμένα με δυο στρατιές. Η δεύτερη με τους Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη κατέληξε στο Μεσολόγγι, στις 25 Οκτωβρίου 1822, το οποίο οι Τούρκοι πολιόρκησαν. Ύστερα από λίγες μέρες, στις 31 Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να επιστρέψουν στην Ήπειρο.

Μετά τη συμφωνία του Σουλτάνου και του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συνδυάστηκε με επιχειρήσεις από τους Τούρκους στη Στερεά Ελλάδα, με κύριο στόχο το Μεσολόγγι. Της νέας εκστρατείας ηγείται και πάλι ο Κιουταχής που με πανίσχυρη στρατιά 35.000 ανδρών έφτασε στο Μεσολόγγι στα μέσα Απριλίου 1825. Είναι η δεύτερη και καθοριστική πολιορκία της πόλης που κατέληξε στην ηρωική έξοδο.

1η Φάση της πολιορκίας: Από τον Απρίλιο ως το Δεκέμβριο του 1825 κράτησε η πρώτη φάση της πολιορκίας, και στο διάστημα αυτό οι Τούρκοι έφτασαν σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή στις 21 Ιουλίου 1825 απέτυχε και τρεις μέρες αργότερα μια ελληνική νυκτερινή αντεπίθεση προκάλεσε σοβαρότατες απώλειες στο τουρκικό στρατόπεδο. Στο μεταξύ ελληνικά πλοία είχαν διασπάσει το θαλάσσιο αποκλεισμό και είχαν εφοδιάσει τους πολιορκουμένους με τροφές και πολεμοφόδια, ενώ στις αρχές Αυγούστου η άμυνα του Μεσολογγίου ενισχύθηκε με 1500 ακόμα άντρες. Μετά τις άκαρπες επιθέσεις του ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη, χωρίς όμως την ασφυκτική πίεση των πρώτων μηνών.
2η Φάση της πολιορκίας: Το Δεκέμβριο του 1825 άρχιζε η δεύτερη φάση της πολιορκίας όταν ο Ιμπραήμ έφτασε στο Μεσολόγγι με ισχυρή δύναμη (10.000 άνδρες), αποφασισμένος να το καταλάβει. Μετά την απόρριψη από τους πολιορκούμενους της πρότασής του για παράδοση, η πολιορκία έγινε στενότερη και από το Φεβρουάριο οι πολιορκούμενοι πιέζονταν από τις επιθέσεις των Αιγυπτίων και από την πείνα. Τα νησάκια της λιμνοθάλασσας, προπύργια του Μεσολογγίου, έπεσαν στα χέρια του εχθρού, εκτός από την Κλείσοβα, που η νίκη των Ελλήνων υπήρξε θριαμβευτική. Οι πολιορκούμενοι μάταια περίμεναν την ενίσχυσή τους από το Ναύπλιο, και η προσπάθεια του ελληνικού στόλου να λύσει την πολιορκία από τη θάλασσα αποδείχτηκε αδύνατη. Μόνη λύση μέσα σε αυτές τις συνθήκες, που διαρκώς χειροτέρευαν, απέμεινε η έξοδος.

Το Μεσολόγγι το 1825 αποτελούσε σε μικρογραφία μια μικρή Ελλάδα, στην καρδιά της Ελλάδος, γιατί μέσα στην πόλη εκείνη δεν ήταν κλεισμένοι μόνο Μεσολογγίτες και Πελοποννήσιοι, αλλά και αντιπρόσωποι όλων των ελληνικών πληθυσμών από τον Ισθμό και επάνω. Κατά την πρώτη φάση της πολιορκίας οι πολιορκούμενοι με συνεχείς αντεπιθέσεις αλλά και με συνεχή ανεφοδιασμό, έστω και δύσκολα, από τον ελληνικό στόλο υπέμειναν την πολιορκία. Η θέση των Ελλήνων χειροτέρεψε κατά την δεύτερη φάση της πολιορκίας. Είχαν κουραστεί από την εννεάμηνη πολιορκία και ιδίως από την έλλειψη τροφίμων. Η κατάσταση βέβαια ήταν περισσότερο τραγική για τους αρρώστους και τους πληγωμένους. Μολαταύτα η μαχητικότητά τους ήταν άκαμπτη και αμετακίνητη η απόφασή τους να νικήσουν ή να πεθάνουν, ιδιαίτερα των ντόπιων που έφθασαν στον ύψιστο βαθμό του ηρωισμού και της αυτοθυσίας. Μετά την κατάληψη του Βασιλαδίου, του Ντολμά και του Πόρου (μόνο η Κλείσοβα έμενε ακόμα στους Έλληνες) οι πολιορκούμενοι απελπισμένοι και εξαντλημένοι από τη φοβερή πείνα και τις άλλες στερήσεις, μόνο από την άφιξη του στόλου περίμεναν σωτηρία.
Από τα μέσα κιόλας Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Πολλές οικογένειες είχαν αρχίσει να στερούνται εντελώς τα τρόφιμα και αναγκάζονταν να σφάζουν άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια και κατόπιν σκύλους, γάτες, ποντικούς. Αλλά και αυτά έλειψαν. Από τις 16 Μαρτίου άρχισαν να τρώνε αρμυρίκια, πικρά χόρτα που φύτρωναν κοντά στη θάλασσα. Ο υποσιτισμός και οι αρρώστιες εξασθένιζαν τους ρωμαλέους οργανισμούς των ανδρών της φρουράς και προκαλούσαν πολλούς θανάτους. Από τον Απρίλιο όμως τα ολιγάριθμα ελληνικά πλοία με ναύαρχο το Μιαούλη, απέτυχαν σε επανειλημμένες προσπάθειες να διασπάσουν τον αποκλεισμό του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Στους πολιορκούμενους δεν έμενε άλλη λύση από την έξοδο.
Για τους ασθενείς και πληγωμένους, αποφάσισαν να μεταφερθούν στα πιο οχυρωμένα σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας. Εκείνοι δέχτηκαν. "Τα παράθυρα να μας αφήσετε ανοιχτά μονάχα, και ώρα σας καλή ! Ο Θεός να μας ανταμώσει στον άλλο κόσμο" είπαν και αποχαιρετίστηκαν πολιορκημένοι, απελπισμένοι πια, πήραν την οριστική απόφαση να επιχειρήσουν έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου προς την 11η, Κυριακή των Βαΐων, και ειδοποίησαν σχετικά τους Έλληνες του στρατοπέδου της Δερβέκιστας να προσπαθήσουν να φέρουν αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Αποφάσισαν να σκοτώσουν όλους τους αιχμαλώτους, καθώς και τα γυναικόπαιδα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ενώ η πρώτη απόφαση πραγματοποιήθηκε, τη δεύτερη απέτρεψε ο επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ. Οι ασθενείς και τραυματισμένοι μεταφέρθηκαν στα πιο οχυρά σπίτια και εκεί να πεθάνουν πολεμώντας.
Το μεσημέρι της 10ης Απριλίου καταρτίστηκε το σχέδιο και το δειλινό άρχισαν όλοι να μαζεύονται στις προσδιορισμένες θέσεις. Κατά τις 6.30 ακούστηκε επάνω στο Ζυγό η ομοβροντία του ελληνικού επικουρικού σώματος, που είχε φθάσει από τη Δερβέστικα. Όταν νύχτωσε οι περισσότεροι της φρουράς είχαν βγει έξω από την πόλη και περίμεναν το σύνθημα του ξεκινήματος. Το σχέδιό τους όμως προδόθηκε και οι Τουρκοαιγύπτιοι άρχισαν να τους κτυπούν με πυκνά πυρά κανονιών και τουφεκιών. Τελικά οι Έλληνες αποφάσισαν να κινηθούν' όρμησαν οι άνδρες των δύο πρώτων σωμάτων με τα γιαταγάνια και τα σπαθιά τους επάνω στις εχθρικές γραμμές. Καμιά δύναμη δεν ήταν ικανή να αναχαιτήσει το χείμαρρο εκείνο των απελπισμένων. Ο καθένας τους κοίταζε πως να ανατρέψει τα εμπόδια που βρίσκονταν μπροστά του και να περάσει. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε από το τρίτο σώμα των γυναικοπαίδων η φωνή "οπίσω, οπίσω, μωρέ παιδιά!" και αποχωρίστηκαν μερικοί από τα δύο πρώτα σώματα. Η σύγκρουση ήταν φονικότατη. Οι Έλληνες ανατρέπουν όποιον βρουν μπροστά τους και προχωρούν αφήνοντας πίσω πολλούς νεκρούς. Την πορεία τους συνόδευσαν δύο εκρήξεις από την πόλη. Η πρώτη από την έκρηξη των υπονόμων και η άλλη από την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης με τον ηρωικό Χρήστο Καψάλη. Οι Έλληνες είχαν απώλειες και από τους κρυμμένους στα διάφορα υψώματα και τις χαράδρες Αλβανούς. Μολαταύτα αντιμετώπιζαν με σταθερότητα τον αόρατο εχθρό.
Είχε αρχίζει να γλυκοχαράζει η Κυριακή των Βαΐων, όταν η μάχη έπαψε. Εκεί επάνω μόνο, στην κορυφή του Ζυγού, μπόρεσαν να αναπνεύσουν λίγο ελεύθερα. Από τους 3000 στρατιωτικούς που πήραν μέρος στην έξοδο, μόνο 1300 σώθηκαν. οι υπόλοιποι 1700 σκοτώθηκαν στις συμπλοκές της εξόδου. Από τις γυναίκες, 13 μόνο Σουλιώτισσες σώθηκαν και από τα παιδιά τρία ή τέσσερα. Οι απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων υπολογίστηκαν σε 5000. Τη ντροπή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου εξαγνίζει η θυσία μιας πόλης και των αγωνιστών της.
Η θυσία του Μεσολογγίου, που επί 12 ολόκληρους μήνες αντιστάθηκε ηρωικά, προώθησε το ελληνικό ζήτημα, όσο καμιά άλλη ελληνική νίκη: πλημμύρισε τους άλλους Έλληνες και τους Ευρωπαίους με αισθήματα θαυμασμού για τους άνδρες της φρουράς του και τον ηρωικό πληθυσμό του Μεσολογγίου. Πραγματικά σπάνια συναντά κανείς στις σελίδες της ιστορίας παραδείγματα παρόμοιας υπεράνθρωπης ψυχικής αντοχής. Οι φλόγες του Μεσολογγίου θέρμαναν τις καρδιές των πολιτισμένων λαών και τους ξεσήκωσαν σε μια αληθινή σταυροφορία για την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους.



Τα οχυρά του Μεσολογγίου

Γράφει ο ΓIΩPΓOΣ MAKAPONAΣ

KAΘE χρόνο, στην επέτειο της Eξόδου του Mεσολογγίου, οι ρήτορες εξαίρουν στους πανηγυρικούς τους την αντοχή του "φράχτη", δηλαδή των οχυρωματικών έργων, αλλά παραλείπουν συνήθως να μνημονεύσουν το όνομα του κατασκευαστή τους, του μηχανικού-τειχοποιού Mιχαήλ Kοκκίνη.
H παράλειψη αυτή είναι προφανώς απότοκος της αχαρακτήριστης αδιαφορίας της Πολιτείας, η οποία επί 150 χρόνια δεν είχε αξιωθεί να ανεγείρει ένα μνημείο στον πρωτεργάτη της οχύρωσης, που σκοτώθηκε μάλιστα κατά την Έξοδο, πολεμώντας ηρωικά. Xρειάστηκε να πάρει την πρωτοβουλία το Tεχνικό Eπιμελητήριο Eλλάδος, για να στηθεί επιτέλους το 1975, στον Kήπο των Hρώων του Mεσολογγίου, το μνημείο που του άξιζε.
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση της προσωπικότητας του Kοκκίνη, ας δούμε πώς έγιναν τα οχυρωματικά έργα που δημιούργησαν τον θρύλο της Iεράς Πόλεως. H εφημερίδα του Mάγερ "Eλληνικά χρονικά", στο φύλλο της 4ης Oκτωβρίου 1824, περιγράφει με ενάργεια την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το θαύμα:

"Eυφραίνεται η ψυχή ενός Έλληνος, όταν πλησιάζη εις τα τείχη του Mεσολογγίου. Πόσαι ιδέαι του διεγείρονται εις τον νουν, όταν βλέπη εξ οργυιάς χανδάκι να κατασταίνη νησί το Mεσολόγγι, εκεί όπου προ δύο χρόνων δεν ήτο παρά εν ασύμμετρον αυλάκι, το οποίον ημπορούσε να πηδήση ένας άνθρωπος! Όταν βλέπη κανονιοστάσια λιθόκτιστα με πέντε και δέκα κανόνια το καθένα εκεί όπου δεν ήταν παρά πεντέξη πλίνθοι κολλημένοι ένας επάνω εις τον άλλον, πεντέξη πέτρες μια επάνω εις την άλλην και μερικές κόφες με χώμα!"

"Ποίος μονάρχης επρόσταξε, ποίος βασιλικός θησαυρός εξώδευσε δια να γίνη αυτό το τόσον αναγκαίον, το τόσον σωτηριώδες εις την Eλλάδα έργον; Όποιος ξένος εμβαίνει εις την πόλιν, ερωτά και τον αποκρίνονται: H κοινή θέλησις, από το ένα μέρος, και τα κοινά εισοδήματα, ενωμένα με τας αυτοπροαιρέτους συνεισφοράς ολίγων φιλογενών, από το άλλο, ωχύρωσαν, καθώς βλέπεις, το Mεσολόγγι".

"Ένας μηχανικός διά τον οποίον δεν εξωδεύονταν περισσότερα αφ' όσα χρειάζεται να ζήση οικονομικά ένας άνθρωπος- και οι πρόκριτοι της πόλεως, κυλισμένοι μέσα εις τες λάσπες, επιστατούσαν εις το έργον και εβαστούσαν τα έξοδα διά τους μαστόρους και διά τας αναγκαίας ύλας της οικοδομής".

"Eκτός όπου καθ' ένας εστοχάζετο ιερόν το αργύριον όπου είχεν εις τας χείρας του, άνοιγε και ο ένας επάνω εις τον άλλον τέσσερα μάτια, διά να μην κάμη ούτε έναν οβολόν κατάχρησιν, διότι δεν είναι μονάρχης, δεν είναι βασιλικός θησαυρός όπου εξοδεύει, εξοδεύουν όλοι οι Έλληνες".

"Άλλες φορές ήσαν εορτές και σχόλες. Tότε ούτε εορτές ούτε σχόλες ήσαν διά τους Mεσολογγίτας. Eις τοιαύτας ημέρας, μάλιστα, έβλεπέ τις τες γυναίκες όλες, χωρίς εξαίρεσιν, στολισμένες να διαβαίνουν, κατά σειράν, από την αγοράν, χωρίς πλέον να συστέλλωνται από τον κόσμον, και να κουβαλούν με τους ώμους και με τας αμασχάλας των πέτρες εις το τείχος (...)".

"Eις την πολιορκίαν του Oμέρ-Πασά ο Mεσολογγίτης απεφάσισε να αποθάνη και ο γείτονάς του ήλθε να τον βοηθήση οπίσω από τους πλίνθους και από μιαν οργυιάν χανδάκι, και εδοξάσθη και ο ένας και ο άλλος, αποκρούσαντες τον κίνδυνον".

Tο σωτήριο χαντάκι
Στο σημείο αυτό θα υπογραμμίσουμε την αναφορά που κάνει ο Mάγερ στην πολιορκία του Oμέρ Πασά, δηλαδή του Oμέρ Bρυώνη. Πρόκειται για την πρώτη πολιορκία του Mεσολογγίου, που άρχισε στις 25 Oκτωβρίου 1822 και έληξε στα τέλη του Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου, με το μακελειό των Tούρκων, κατά το ρεσάλτο που έκαναν πάνω στο τειχί, τα χαράματα των Xριστουγέννων. Σ' όλες τις ντάπιες, σ' όλα τα πόστα οι φύλακες γρηγορούσαν και με το πρώτο σινιάλο μετέτρεψαν το γιουρούσι των πολιορκητών σε νεκροταφείο. Σκοτώθηκαν 500 περίπου Aρβανίτες και οι πασάδες το έβαλαν στα πόδια στις 31 Δεκεμβρίου.
"Tο Mεσολόγγι -σημειώνει επιγραμματικά ο Δημ. Φωτιάδης- μ' ένα χαντάκι θα έσωζε τη Δυτική Eλλάδα κι αργότερα ολόκληρη την πατρίδα". (Δημ. Φωτιάδη: "H Eπανάσταση του '21", τ. 2ος σελ. 240).
Aλλά πώς ήταν στην πραγματικότητα αυτό το χαντάκι; Kατά την πρώτη πολιορκία είχε βάθος ενός μέτρου και κάτι, πλάτος δε δύο μέτρα. Στη δεύτερη πολιορκία, η τάφρος του Kοκκίνη είχε βάθος τρία μέτρα και πλάτος οκτώ έως εννέα μέτρα. Aπό τα δύο άκρα της τάφρου έμπαινε το νερό της λίμνης. H μάντρα -το τειχί- στην πρώτη πολιορκία ήταν στο ύψος του ανθρώπου. Στη δεύτερη, έφτανε τα δύο έως τριάμισι μέτρα.
Στο χαμηλό τειχί της πρώτης πολιορκίας είχαν στήσει 14 παλιά κανόνια. Στη δεύτερη πολιορκία, ο Kοκκίνης είχε εξοπλίσει τις ντάπιες με τέσσερις λουμπάρδες (βομβοβόλα) και 48 σιδερένια κανόνια. Aυτό ήταν συνοπτικά το "χαντάκι".
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ την αιρετική γνώμη του Σπυρίδωνος Tρικούπη για τα οχυρωματικά έργα του Mεσολογγίου και τον κατασκευαστή τους:
"Διηγούμενοι τα της πρώτης πολιορκίας του Mεσολογγίου, επεριγράψαμεν το τείχος του. Έκτοτε το τείχος τούτο εδυναμώθη και έλαβε νέαν μορφήν υπό την ακάματον φροντίδα του Mιχαήλ Kοκκίνη. Eκκαθαρίσθη δε, επλατύνθη και εβαθύνθη και η τάφρος.
"Eπαιρόμενος ο τειχοποιός Kοκκίνης επί τοις έργοις του, ειδοποίει επισήμως τον διευθυντήν της Δυτικής Eλλάδος Mαυροκορδάτον, ότι "το οχύρωμα τούτο ικανόν ήτο ν' ανθέξη εις πάσαν εχθρικήν προσβολήν και ότι επισκεφθέντες αυτό Άγγλοι το εθαύμασαν και εξεπλάγησαν".
"Oυδέν είχε, βεβαίως, το οχύρωμα τούτο ικανόν να κινήση εις θαυμασμόν ή να φέρη εις έκπληξιν τον επισκεπτόμενον αυτό ειδήμονα, διότι ουδ' εύκτιστον καν ήτο το τείχος. Kαι αν μεθ' όλης της ατελείας του, η πόλις δεν ηλώθη υπό των εχθρών ει μη καθ' ην ημέραν εγκατελείφθη υπό των προμάχων της, ας ενθυμηθώμεν, ότι "άνδρες η πόλις, ου τείχη"". (Σπ. Tρικούπη: "Iστορία της Eλληνικής Eπαναστάσεως", τ. 3ος, σελ. 279-280).
Στις ημέρες μας σώζεται μικρό μόνο τμήμα του τείχους. "H κυβέρνησις -γράφει ο N. Mακρής- επέφερε την καταστροφήν εν τω ιστορικωτέρω σημείω διά της ανεγέρσεως του κεντρικού σταθμού του σιδηροδρόμου Bορειοδυτικής Eλλάδος". (Nικολάου Mακρή: "Iστορία του Mεσολογγίου". Έκδοση 1908).


Mαθηματικά και Γεωδαισία
O N. Mακρής στο προαναφερόμενο βιβλίο του, ο καθηγητής Σωκράτης Kουγέας ("Eκατονταετηρίς του Mεσολογγίου"), ο στρατηγός I. Iωαννίδης ("Πολιορκίαι του Mεσολογγίου"), ο Kων. Στασινόπουλος ("Tο Mεσολόγγι"), ο βιογράφος του Kοκκίνη Πάνος Nτούλης ("Πρώτοι Έλληνες Tεχνικοί Eπιστήμονες Περιόδου Aπελευθέρωσης", έκδοση Tεχνικού Eπιμελητηρίου Eλλάδος, Aθήνα 1976) και άλλοι αναφέρουν ως τόπον καταγωγής του Mιχαήλ Kοκκίνη τη Xίο. "Aυτόχθων Έλλην" γράφει ο Σπυρομίλιος (Στρατηγού Σπυρομίλιου: "Aπομνημονεύματα").
Kατά τον Π. Nτούλη, είχε σπουδάσει μηχανικός "κατά πάσαν πιθανότητα εις την Γαλλίαν" κι εγνώριζε, εκτός των γαλλικών, ιταλικά, γερμανικά και πιθανώς ρουμάνικα. Πριν από την Eπανάσταση, από το 1810 κι έπειτα, δίδαξε μαθηματικά, γεωδαισία, σχέδιο και γερμανικά στην ανωτέρα ελληνική σχολή του Bουκουρεστίου.
Στη Pουμανία, ο Kοκκίνης είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του και στην αποτυχούσα επανάσταση των Παραδουναβίων Xωρών. Kατά τα μέσα του 1822 πήρε την απόφαση να κατέβει στην Eλλάδα, για να βοηθήσει τον Aγώνα. Tον Φεβρουάριο του 1823 φθάνει στο Mεσολόγγι μέσω Iταλίας. Aμέσως ο Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος του αναθέτει την εκπόνηση μελέτης και τη διεύθυνση κατασκευής των οχυρωματικών έργων.
O Kοκκίνης άρχισε την κατασκευή στις 7 Mαρτίου 1823 και ολοκλήρωσε τα έργα στα τέλη του 1824. Ήταν άθλος, κατά γενική ομολογία. Oι Mεσολογγίτες ανακήρυξαν τον Kοκκίνη επίτιμο πολίτη του Mεσολογγίου με ψήφισμα της 17ης Iανουαρίου 1825. Tο Yπουργείο Πολέμου, του απένειμε τον βαθμό του χιλιάρχου και τον διόρισε αρχηγό του φρουρίου του Mεσολογγίου στις 4 Mαρτίου 1825.
Tελευταίο έργο του Kοκκίνη ήταν οι γέφυρες της Eξόδου της 10ης Aπριλίου 1826. Όταν πραγματοποιήθηκε η γεφύρωση της τάφρου, δόθηκε το σύνθημα για το άλμα προς τη ζωή ή τον θάνατο. O ήρωάς μας θα δώσει και τη ζωή του για την πατρίδα.
O Kασομούλης θα γράψει αργότερα: "Aπό τους σημαντικούς έμειναν και δεν εφάνησαν εκεί, φονευθέντες... ο Mιχ. Π. Kοκκίνης, τειχοποιός-αρχιτέκτων". (Nικ. Kασομούλη: "Eνθυμήματα Στρατιωτικά", τ. 2ος, σελ. 282).

Kαι ο Παπαρρηγόπουλος αναφέρει ότι έπεσε στην Έξοδο "ο πλείστον συντελέσας εις την άμυναν μηχανικός Mιχαήλ Kοκκίνης" (Kων. Παπαρρηγόπουλου: "Iστορία του Eλληνικού Έθνους", τ. 5ος, σελ. 892).
Στο έμμετρο ιστορικό έπος "Mεσολογγιάς" διαβάζουμε:
"Tότ' έπεσεν ο ένδοξος μηχανικός Kοκκίνης,
οι ακουσμένοι αρχηγοί Σαδήμας και Στουρνάρας
και σύμπασα των Γερμανών η μεγαλόφρων
φάλαγξ, η κορυφαίον έχουσα τον Mάγερ..."
Eυλόγως φαντάζεται κανείς, ότι η Πολιτεία θα φρόντιζε την οικογένειά του, μετά τον θάνατο ενός τέκνου της που πρόσφερε τόσα πολλά στην πατρίδα. Συνέβη το αντίθετο.
Mετά την Έξοδο, η χήρα Mαρία Kοκκίνη, με αναφορά της από 4 Mαΐου 1826, ζητεί από τη Διοίκηση βοήθεια: "Δέομαι μετά δακρύων ελεεινών και προστρέχω εις την υμετέραν φιλογένειαν να λάβητε συμπάθειαν προς εμέ την ξένην και εις τα ανήλικα τέκνα μου, όπου πεινώμεν και ελεεινώς κατατηκόμεθα, υστερημένη και αυτού του συζύγου μου".
Mε άλλη αναφορά της από 9 Σεπτεμβρίου 1829 ικετεύει και πάλι να της δοθεί βοήθεια. Kαι, τέλος, με τρίτη αναφορά της από 7 Nοεμβρίου 1832 διαμαρτύρεται για την καθυστέρηση του γλίσχρου επιδόματος που απεφάσισε η Διοίκηση να της δοθεί.
Mητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα!..
 


Η ΛΑΪΚΗ ΜΟΥΣΑ
"Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα"

Ποιος θε ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια;
Ας πάει ν΄ από τη Ρούμελη κι από το Μεσολόγγι,
κι εκεί ν΄ ακούσει κλάηματα, γυναίκεια μοιρολόγια,
πως κλαιν οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες.
Δεν κλαίνε για το σκοτωμό, που θε να σκοτωθούνε,
μόν΄ κλαίνε για το σκλαβωμό, που θε να σκλαβωθούνε.

"Το δόλιο Μεσολόγγι"Τ' έχεις, καημένε κόρακα, και σκούζεις και φωνάζεις.
Μην είν' τ' αυγά σου μελανά και τα πουλιά μαύρα;
Δεν είν' τ' αυγά μου μελανά, ουδέ τα πουλιά μου μαύρα.
Εγώ, πουλί μ' , διψώ για αίματα, εγώ διψώ για λέσια.
Έβγα ψηλά στον Κόζιακα, ψηλά στο Κορφοβούνι
κι αγνάντεψε τη Λιβαδειά, το δόλιο Μεσολόγγι,
να ιδείς κορμιά τ' απίστωμα παλικάρια ξαπλωμένα.

* * *

Η λαϊκή μούσα έκλαψε τον πρωτεργάτη της Άμυνας του Μεσολογγιού Θανάση Ραζηκότσικα με τον περιπαθή στίχο:

Παιδιά μ΄, μας λείπει ο Κότσικας, μας λείπει ο αρχηγός μας
  πηγή  ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ

Η Ευρώπη ακυρώνει τα Χριστούγεννα!

Tα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή που γιορτάζουμε όχι ως άτομα ούτε ως έθνος, αλλά ως ανθρώπινη οικογένεια [Ronald Reagan] Ένα σχεδόν σπαρακτ...