Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 02, 2012

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός



       Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου της Ιεράς Μονής Φιλόθεου.

Σήμερα θα μιλήσουμε για την μεγάλη πνευματική ασθένεια που λέγεται εγωισμός.
Ο εγωισμός είναι ένα παράλογο πάθος που μαστίζει κυριολεκτικά όλο το ανθρώπινο 
γένος· όλοι οι άνθρωποι πάσχουμε από αυτή τη μεγάλη ασθένεια. Τον εγωιστή 
άνθρωπο ο εγωισμός τον ρεζιλεύει και τον θεατρίζει. Αυτόν τον εγωισμό 
καλούμεθα από το Θεό να αγωνιστούμε, να τον καταπολεμήσουμε, για να
 απαλλαγούμε απ’ αυτόν.

Ο παλαιός άνθρωπος είναι η εμπαθής κατάσταση της
 ψυχής και στην κυριολεξία είναι εγωισμός.
Όλα τα πάθη, όλα τα αμαρτήματα, όλες οι
 πτώσεις, έχουν την αρχή τους, την αφετηρία
 τους στον εγωισμό. Μεγάλο κακό.
 Δεν αφήνει τον άνθρωπο ήσυχο· τον
 τυραννά νύχτα -μέρα. Όλοι γενικά οι άνθρωποι
 πάσχουν από αυτό το κακό, και περισσότερο από
 όλους εγώ ο αμαρτωλός.

Στον πρώτο καιρό που ήμουνα κοντά στον άγιο Γέροντά μου, όταν 
πρωτοπήγα κοντά του εκεί σ’ εκείνον τον απαράκλητο τόπο της ερήμου,
 εκεί κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γνώρισα και είδα στην πράξη 
τον εγωισμό μου.

Όταν ήμουν στον κόσμο, οι άνθρωποι της Εκκλησίας με νόμιζαν 
ότι ήμουν ένα αγιασμένο παιδί. Εγώ αντιδρούσα σ’ αυτούς τους 
χαρακτηρισμούς, πλην όμως σιγά-σιγά οι έπαινοι μου κάνανε κακό. 
Και το κακό, αυτό το είδα στη πράξη, όταν έβαλα την κατά Θεόν 
αρχή να θεραπευθώ ψυχικά από όλα μου τα πάθη.

Όταν πρωτοπήγα στο Γέροντα Ιωσήφ, από την πρώτη μέρα 
αμέσως άρχισε την επίβλεψή του, άρχισε τη θεραπεία του. 
Και με μεταχειριζόταν αυστηρά· με ήλεγχε συνέχεια, με
 μάλωνε, και με κούραζε αρκετά, διότι ήμουν αδύνατος ψυχικά.

Είναι αλήθεια ότι, όταν μου έκανε τους ελέγχους, δηλαδή
 όταν έβαζε το φάρμακο πάνω στην πληγή μου, εγώ πονούσα. 
Ο εγωισμός μου κλωτσούσε μέσα μου και μου έλεγε· γιατί 
μόνο σε μένα ο Γέροντας εξασκεί αυτή την αυστηρή παιδεία,
 γιατί να με μαλώνει, γιατί και γιατί…; Εγώ με την ευχή του
 Γέροντά μου αντιδρούσα, αντέλεγα, άνοιγα μαζί του πόλεμο.
 Και πολλές φορές, μετά από έναν κραταιό αγώνα, πήγαινα
 μέσα στο κελάκι μου και έπαιρνα τον Εσταυρωμένο και έκλαιγα 
επάνω του και του έλεγα:

«Ιησού μου γλυκύτατε! Εσύ που ήσουν ο αναμάρτητος Θεός, 
υπέμεινες τόσα και τόσα κακά, τόση αντιλογία, τόσες ύβρεις 
και χλευασμούς από ένα τόσο μεγάλο πλήθος ανθρώπων που
 σε μισούσαν και είχαν μεγάλη κακία απέναντι σου. Και εσύ με 
ανεξικακία όλα αυτά τα υπέμεινες για τη δική μου αγάπη και
 σωτηρία. Και εγώ ένας αμαρτωλός άνθρωπος, ένας εμπαθής
 και ελεεινός να διαμαρτύρομαι και να λέω, γιατί μου βάζει ο 
Γέροντας το πικρό φάρμακο της σωτηρίας μου; Άξια αυτών 
που έπραξα απολαμβάνω. Επομένως δεν έχω ούτε μια δικαιολογία 
αλλά μόνο πρέπει να κάνω υπομονή να σηκώσω το Σταυρό τον 
οποίο μου χάρισε η αγαθότητά Σου προς σωτηρία μου».
Αυτά του έλεγα του Χριστού και πράγματι δεχόμουνα μεγάλη 
ανακούφιση. Μετά από ένα τέτοιο κλάμα ένοιωθα μια δύναμη 
μέσα στην καρδιά μου, στο να υπομείνω μέχρι τέλους, έως 
ότου να σταυρωθώ ψυχικά για να δεχθώ στη συνέχεια την 
ανάσταση της ψυχής μου.

Πολλά παραδείγματα αγίων ανθρώπων μας δίνουν πολύ
 κουράγιο για να σηκώσουμε και εμείς αυτόν το σταυρό, 
αυτή τη δυσκολία στην αντιμετώπιση του τρομερού εγωισμού.
Κακό πάθος, δύσκολο. Την καρδιά την έχει περιπλέξει 
πολύ δύσκολα. Γι’ αυτό ο μεγάλος Πατέρας της ερήμου, 
ο Ποιμήν, λέει, ότι, εκείνος που θέλει να ξεριζώνει τα πάθη 
του, πονάει και αιμορραγεί. Και πράγματι έτσι έχει η αλήθεια.

Όταν κάποιος μας ελέγξει, μας προσβάλει, αμέσως μέσα μας 
γίνεται ένα κλώτσημα, μια δυσκολία εσωτερική, μια στενοχώρια,
 ένας πνιγμός, μια πίεση που μας σπρώχνει να αντιμιλήσουμε, 
να ανταποδώσουμε, να θυμώσουμε σ’ αυτόν τον άνθρωπο 
που μας έκανε τον μεγάλο. Εκείνη την ώρα χρειάζεται σφίξιμο, 
χρειάζεται να καταπιούμε μέσα βαθειά στη ψυχή μας, το φαρμάκι 
αυτό του εγωισμού. Να πνίξουμε το θηρίο που έρχεται να βγει 
προς τα έξω για να μας ενοχοποιήσει. Και όταν στη συνέχεια, 
σε κάθε τέτοια περίπτωση, αντιμετωπίσουμε το κακό κατ’ αυτό 
τον τρόπο, πνίγοντας το θηρίο όταν πρόκειται να βγει προς τα
 έξω, με το πέρασμα του χρόνου, εσωτερικά θα ψοφήσει. 
Όταν ένα θηρίο το κλείσει κανείς μέσα σ’ ένα κλειστό χώρο 
και δεν το τροφοδοτεί, δεν του ρίχνει τροφή, κατά φυσική
 συνέπεια, μετά από ένα διάστημα χρόνου θα πεθάνει.
 Έτσι και με το θηρίο αυτό του εγωισμού, εάν δεν το
 τροφοδοτούμε με υποχωρήσεις, με τη χάρη του Θεού
 σιγά-σιγά θα εκλείψει.

Μια παρθένος πήγε στον Αββά Παμβώ και του λέγει: «Αββά, 
εγώ νηστεύω πολύ και τρώω ανά επτά ημέρες. Κάνω και
 διάφορες άλλες ασκήσεις. Έχω αποστηθίσει τη Πάλαια
 και Καινή Διαθήκη. Τί μου υπολείπεται ακόμη να πράξω,
 ώστε να φθάσω στην τελειότητα;»

Ο σοφός γέροντας της λέει:
-Παιδί μου, όταν κανείς σε βρίσει, σε χλευάσει, σου 
φαίνεται μέσα σου σαν να σε επαινεί;
-Όχι.
-Όταν σε επαινεί κάποιος, σου φαίνεται μέσα
 σου σαν να σε βρίζει;
-Όχι Αββά.
-Άντε παιδάκι μου πήγαινε, λέει,
 και τίποτα δεν έχεις κάνει μέχρι τώρα.

Ο Αββάς Ποιμήν είχε άλλους έξι αδελφούς. Ο μεγαλύτερος ήταν 
ο Αββάς Ανούβ. Και κάποτε όλοι μαζί πήγανε και κατοικήσανε σε
 ένα κελί, σε ένα παλιό ειδωλολατρικό ναό που έξω από αυτόν 
ήταν στημένο ένα άγαλμα, μία θεότητα. Και κάποια μέρα ο 
Αββάς Ανούβ, κατά παράδοξο τρόπο, πήγε και άρχισε να ρίχνει 
πέτρες στο άγαλμα και να το βρίζει. Την άλλη μέρα πήγε και
 το προσκυνούσε και του έλεγε πολλά επαινετικά λόγια.

Όταν είδαν τον Αββά να κάνει κάτι τέτοιο, οι αδελφοί τον ρώτησαν:
-Γέροντα μ’ αυτό που έκανες τί θέλεις να μας διδάξεις;
-Να, λέγει, όταν με είδατε που πήγα και το λιθοβολούσα και τ
ο έβριζα το είδωλο αυτό, μου απαντούσε;
-Όχι.
-Όταν την άλλη μέρα, είδατε να το προσκυνώ και να το
 επαινώ, είδατε πάλι να μου πει τίποτα;
-Όχι, Αββά.
-Ε, αν θέλετε κι εσείς να μείνουμε όλοι μαζί και να 
βιώσουμε με αγάπη, έτσι πρέπει να κάνουμε.

Να υπομένουμε ο ένας τον άλλο.
Ο εγωισμός είναι μια κληρονομιά που δεχθήκαμε από 
τους πρωτοπλάστους, από τον Αδάμ και την Εύα. 
Και οι πρωτόπλαστοι νικήθηκαν από το διάβολο, 
τον εωσφόρο. Εκείνος ξεκίνησε το θέμα.
Ο εωσφόρος είχε το πρώτο τάγμα των αγγέλων. 
Ήταν το πλησιέστερο προς τη δόξα του Θεού. 
Απολάμβανε την πρώτη χάρη. Δεχόταν τις πληροφορίες,
 τις αποκαλύψεις πιο μπροστά από τα άλλα 9 τάγματα.
 Για όλη αυτή τη δόξα του και τη χάρη του, σκέφτηκε
 πονηρά κατά του Θεού. Έλεγε στο λογισμό του: 
«Γιατί ο Θεός να είναι τόσο ψηλά; Γιατί να έχει
 αυτή τη δόξα; Γιατί να τον προσκυνούμε; Γιατί να 
του υποτάσσονται τα πάντα. Και εγώ δεν μπορώ να
 γίνω Θεός; Θ’ ανεβώ κι’ εγώ ψηλά και θα καθίσω 
δίπλα Του, θα γίνω και εγώ όμοιός Του. Και θα με
 προσκυνούν τα πάντα. Και θα έχω και εγώ την ιδία δόξα.

Όταν σκέφτηκε αυτά και τα πίστεψε, αμέσως ο Θεός τον 
απέρριψε από το πρόσωπό Του, τον πέταξε κάτω. 
Όλο το τάγμα χάθηκε στην άβυσσο. Έτσι και κάθε 
υπερήφανος και εγωιστής· αποβάλλεται από το Θεό.

Ο διάβολος, ο εωσφόρος, δεν αρκέστηκε στη δική 
του μόνο πτώση. Φθόνησε και τον άνθρωπο τον οποίον 
είχε πλάσει με ιδιαίτερο τρόπο ο Θεός και τον είχε κάνει
 βασιλέα μέσα στον παράδεισο, και σε όλη την κτίση. 
Σου λέει: «Γιατί αυτός να απολαμβάνει τέτοια ευτυχία; 
Όχι. Και αυτός πρέπει να προσβάλει το Θεό και αυτός
 δεν πρέπει να Του υποτάσσεται· και αυτός πρέπει 
να πλανηθεί. Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει τα ίδια
 πράγματα, με το να του πει· «γιατί ο Θεός να σου 
απαγορεύσει να φάς από αυτό τον καρπό· αυτό είναι 
πονηριά του Θεού, για να μη γίνεις κι εσύ Θεός,
 ώστε να γνωρίζεις το καλό και το κακό, το πονηρό 
και το αγαθό· φάε και θα δεις ότι θα γίνεις Θεός».

Τον άκουσε ο πρωτόπλαστος και στη συνέχεια έγινε το 
παραπάτημα· γνώρισε στην πράξη ότι έπρεπε να πειθαρχήσει 
στην εντολή του Θεού. Η υπερηφάνεια και ο εγωισμός έβγαλε 
τους πρωτοπλάστους από τον παράδεισο του Θεού. 
Κληρονομήσαμε και μείς σαν μια περιουσία τον εγωισμό 
αυτό και τώρα υποφέρουμε και αγωνιζόμαστε μέχρις
 αίματος για να απαλλαγούμε.

Ο μοναχισμός είναι το άμισθο ιατρείο· είναι η κλινική του Θεού,
 που έρχεται ο άνθρωπος για να γίνει καλά. Τον καλεί ο Θεός 
με κλήση αγία και τον φέρνει με την αγάπη του σ’ αυτό το ιατρείο.

Ο άνθρωπος ζητά τη θεραπεία του και φωνάζει: Κύριε Ιησού 
Χριστέ, ελέησόν με.
-Ναι, θα σε ελεήσω, απαντά ο Θεός. Και αρχίζει ο ιατρός των 
ψυχών και των σωμάτων τη θεραπεία.


Μας στέλλει διάφορες 
θλίψεις, επιτρέπει πειρασμούς.
 Και όλα αυτά είναι τα φάρμακα,
 τα πικρά φάρμακα που θεραπεύουν
 τη ψυχή του ανθρώπου.

Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να 
πει ότι στον καιρό της εγχειρήσεως
 ή της ιατρικής επεμβάσεως δεν πονά, δεν αγωνίζεται να ξεπεράσει 
το πόνο και τη θλίψη· ωστόσο όμως στο τέλος της θεραπείας γίνεται
 ψυχικώς καλά.

Όταν ο Γέροντας μου ήταν αρχάριος στην έρημο, ήταν στην 
υποταγή του γέροντα Εφραίμ, ενός απλού ανθρώπου. 
Ήταν ένα γεροντάκι ευλογημένο. Κάποτε ένας γείτονας μοναχός,
 δεν γνωρίζω τί είχε συμβεί, το έθλιβε το Γεροντάκι.
 Ο παππούς φώναζε διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
 Διαμαρτυρόταν, έβγαζε φωνές, τσίριζε… Ο Γέροντας ο δικός μου,
 νέο παιδί, δυνατό που μπορούσε να τα βάλει με δέκα ανθρώπους, 
όταν άκουγε το Γέροντά του να φωνάζει έξω και ο άλλος να 
σηκώνει το ανάστημά του, μέσα του άρχιζε να βράζει ο θυμός 
και η οργή. Μόλις είδε τον κίνδυνο ότι αν βγει έξω δεν 
μπορούσε να προβλέψει τί θα συνέβαινε, σαν νέος που 
ήταν, αμέσως τρέχει στην εκκλησία, γονατίζει κι’ αρχίζει
 να φωνάζει: «Παναγία βοήθησε με». Και άρχισε να κλαίει·
 να κλαίει, και να παρακαλεί, ώστε να επέμβει η Παναγία
 να βοηθήσει μη τυχόν και σ’ αυτή την κατάσταση βγει έξω.
 Και αφού έκλαψε πολύ, και έχυσε πολλά δάκρυα, τότε είδε
 το θηρίο του εγωισμού και τού θυμού να μαλακώνει και να
 υποχωρεί. Όταν είδε ότι ήρθε σε μια κατάσταση που 
μπορούσε να βγει έξω και να μιλήσει με πραότητα και ηρεμία, 
βγήκε και απάλλαξε, βέβαια με ήρεμο τρόπο και με ευγένεια, 
τον γέροντα από το γείτονα. Και αυτό μας το έλεγε σαν 
παράδειγμα του πώς αντιμετωπίζεται ο εγωισμός στη πράξη.

Έρχεται και στον μοναχό ο πειρασμός και του ψιθυρίζει 
παραπλήσια πράγματα με εκείνα που ψιθύρισε στον Αδάμ. 
Αν ο Γέροντας τον μαλώνει ή του κόβει το θέλημα, διαμαρτύρεται
 μέσα ο εγωισμός και ψιθυρίζει στο μοναχό να αντιλογήσει, 
να φιλονικήσει, να στήσει το δικό του θέλημα· μ’ αυτό τον
 τρόπο δεν πρόκειται να θεραπευθεί ποτέ.

Ο μοναχός πρέπει να έχει συνεχώς την προσοχή για να 
αντιμετωπίζει την κάθε περίπτωση, τον κάθε πειρασμό με επιτυχία,
 ώστε με τη χάρη του Θεού να απαλλαγεί από τον παλαιό άνθρωπο. 
Στη θέση του παλαιού να μπεί ο νέος, ο κατά Χριστόν, ο άνθρωπος 
της απάθειας και της αναστάσεως.

Ο αγώνας δεν είναι μικρός, ούτε και σε λίγο χρόνο κατορθώνεται 
η νίκη και ο θρίαμβος κατά του εγωισμού. Μεγάλο θηρίο. Πολυκέφαλο.

Ο Όσιος Εφραίμ λέει: «Με λιοντάρι καταπιάστηκες; Πρόσεξε 
μη σου συντρίψει τα οστά.»
Αυτό το θηρίο είναι ο Ε γ ω ι σ μ ό ς. Σαν λιοντάρι παραφυλάει
 και μας επιτίθεται. Εμείς πρέπει να έχουμε στα χέρια μας το όπλο 
και το μαχαίρι της αντιρρήσεως κατά των λογισμών.

Οι τύραννοι των χριστιανών στους χρόνους των διωγμών
 προσπαθούσαν να παρασύρουν τους Μάρτυρες στο να αρνηθούν
 τη Θεότητα του Χριστού. Τους υπόσχονταν πολλά· 
πλούτη, δόξες τιμές. Οι Μάρτυρες όμως δεν υποχωρούσαν. 
Θριαμβευτικά ομολογούσαν τη πίστη στο Χριστό και στο τέλος
 δέχονταν το στεφάνι του μαρτυρίου, και έτσι ο Χριστός δοξαζόταν.

Και τώρα οι τύραννοι των παθών μας πιέζουν. 
Τα πάθη μας υπόσχονται, αν υποχωρήσουμε, απόλαυση και ικανοποίηση. 
Δεν πρέπει ο μοναχός να υποχωρεί σε μια τέτοια βία, αλλά να 
αντιστέκεται με όλη την ανδρεία της ψυχής και να περιμένει 
μετά από μια νόμιμη πάλη το στεφάνι του μαρτυρίου.

Οι Μάρτυρες μαρτύρησαν σε λίγο χρόνο. Πολλοί μάρτυρες σε λίγα
 λεπτά δεχθήκανε το στεφάνι. Ο μοναχός μαρτυρεί συνέχεια, 
σε όλη του τη ζωή. Όχι σε ένα τύραννο άλλα σε πολλούς. 
Κάθε πάθος και ένας τύραννος. Γι’ αυτό όχι λιγότερο θα 
στεφανωθούν οι μοναχοί που θα αντισταθούν στη βία των 
παθών και θα ομολογήσουν την καλή ομολογία της ασκήσεως,
 της μη υποχωρήσεως.

Μας σπρώχνει το πάθος της αντιλογίας. Εμείς πρέπει να 
βάλουμε εμπόδιο, φράγμα, να ανοίξουμε όρυγμα, να πέσει 
το άρμα της αντιλογίας μέσα μας.

Ο αγώνας πρέπει να είναι συνεχής. Να μην παρουσιάζουμε κενά· 
διότι τα κενά τα εκμεταλλεύεται ο διάβολος και σφηνώνει μέσα
 στα κενά και μας δημιουργεί κατάσταση επικίνδυνη.
 Η προσευχή πρέπει να είναι ακατάπαυστη.
 Η προσευχή είναι το όπλο μας. Και μόνο να προσεύχεται κανείς, 
ο διάβολος δεν τον πλησιάζει εύκολα.

Ας αγωνισθούμε εναντίον κυρίως αυτού του πάθους, διότι από 
εδώ ξεκινούν όλα. Και το κυρίως φάρμακο κατά του εγωισμού
 είναι η ταπείνωση. Ο Κύριος μας, μας είπε·
 «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και 
ευρήσεται ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών».
 Η ταπείνωση και η 
πραότητα χαρίζουν μια πνευματική ανάπαυση στη ψυχή.
 Της χαρίζουν φως και βλέπει καθαρότερα τα πράγματα.


Ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος, την ταπείνωση την αποκαλεί 
«Θεοΰφαντον στολήν». Την ταπείνωση, λέγει, φόρεσε ο
 Υιός και Λόγος του Θεού και μπόρεσε και κατήλθε
 εκ των ουρανών, και μπόρεσε η γη να τον δεχθεί χωρίς να καταφλεχθεί.

Η ταπεινοφροσύνη στολίζει τον άνθρωπο. Ο ταπεινός 
άνθρωπος όπου και αν σταθεί, όπου και αν βρεθεί, 
σκορπάει μια κατά κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη
 και γίνεται αγαπητός και προσφιλής. Την ταπείνωση οι
 δαίμονες την τρέμουν, όπως ακριβώς συνέβη και με έναν υποτακτικό.

Ένας χριστιανός είχε μια κόρη δαιμονισμένη και την πήγε σε
 πολλούς γιατρούς αλλά δεν βρήκε τη θεραπεία της.
 Αυτός ο χριστιανός είχε ένα φίλο, πνευματικό άνθρωπο,
 ο οποίος είχε σχέση με τους μοναχούς, και λέγοντάς του το 
παράπονο, τον πόνο του για το κορίτσι του, του λέει εκείνος·
 «Το παιδί σου θα βρει θεραπεία μόνον όταν καλέσεις ένα
 μοναχό, υποτακτικό, και έλθει στο σπίτι σου και κάνει μια
 ευχούλα, θα δεις αμέσως το παιδί σου θα γίνει καλά.
-Και που θα τον βρω εγώ αυτόν τον μοναχό;
-Να! Κάτω στην αγορά κατεβαίνουν, λέει, από την έρημο 
νεώτεροι υποτακτικοί μοναχοί και πωλούν διάφορα εργόχειρα. 
Σ’ ένα τέτοιο μοναχό πες του· «Έλα στο σπίτι να σου 
πληρώσω τα εργόχειρα, διότι τώρα επάνω μου δεν έχω χρήματα». 
Και πες του να σου κάνει μια ευχή και θα δεις ότι το παιδί σου θα γίνει καλά.

Αυτός αμέσως το πρωί κατεβαίνει στην αγορά, βλέπει ένα νέο μοναχό 
να πουλά διάφορα, εκεί, εργόχειρα.
Του λέει: Πάτερ, πόσο τα δίνεις αυτά;
-Τόσο. Είπε ο μοναχός.
-Μπορείς να έλθεις μέχρι το σπίτι να σε πληρώσω, 
γιατί επάνω μου δεν έχω χρήματα;
-Έρχομαι, λέει.

Και αφού προχωρούσαν προς το σπίτι και πλησίαζαν, ο διάβολος
 μυρίστηκε το πράγμα, ότι ήρθε η ώρα του να πάρει το εξιτήριο
 του και να φύγει από τον άνθρωπο, ετοιμάστηκε και αυτός. 
Και μπαίνοντας ο μοναχός μέσα στο σπίτι, τον συναντά η κόρη 
και σηκώνει το χέρι και του δίνει ένα ράπισμα, του μονάχου. 
Αυτός, ο μοναχός, γύρισε και την άλλη πλευρά του προσώπου 
και του δίνει και απ’ εκεί ένα ράπισμα, και αμέσως η κόρη
 έπεσε κάτω κι’ έβγαζε αφρούς. Και στο τέλος, φεύγοντας
 το δαιμόνιο είπε, ότι η εντολή του Χριστού με βγάζει και με διώχνει. 
Και αμέσως το παιδί έγινε καλά.

Ο υποτακτικός αυτός, από την πράξη αυτή φαίνεται ότι ήταν 
ένας προοδευμένος, ένας πετυχημένος μοναχός ο οποίος θα
 είχε εξασκηθεί στην παιδία και τη θεραπεία της ψυχής του.

Στην προσευχή μας πάντοτε να παρακαλούμε και να δεόμεθα 
του Θεού να μας απαλλάσσει απ’ αυτό το θηρίο, τον εγωισμό,
 και να μας χαρίζει την αγία ταπείνωση της ψυχής .

Ἡ Ἐνορία μας +π.Αντώνιος Αλεβιζόπουλος






1. Καθολικότης τῆς ἐνορίας

Εἴπομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καὶ φανερώνεται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ τῆς συμμετοχῆς μας εἰς αὐτήν. Ἡ θεία εὐχαριστία εἶναι τὸ μυστήριον τὸ ὁποῖον μεταβάλλει μίαν κοινότητα, ὅπως εἶναι ἡ ἐνορία, εἰς Ἐκκλησίαν (Α' Κορινθίους 10,16-17).

Ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ Χριστός, ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Καθολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, λέγει, καθὼς εἴδομεν, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος καὶ διακηρύσσει, κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, μίαν καθολικότητα ἐσωτερικὴν καὶ ὄχι ἐξωτερικὴν (γεωγραφικήν), ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τὴν ἐνορίαν. Τοῦτο, διότι εἰς τὴν ἐνορίαν εὑρίσκεται μὲ τὴν θείαν εὐχαριστίαν ὁ Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρος.

Ἡ τοποθέτησις αὐτὴ τῆς ἐνορίας, βασίζεται πλήρως εἰς τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Ὅταν, λοιπόν, συνέρχεσθε ὡς Ἐκκλησία (συνερχομένων ὑμῶν ἐν Ἐκκλησίᾳ), ἀκούω ὅτι ὑπάρχουν μεταξὺ σας διαιρέσεις… Δὲν ἔχετε σπίτια διὰ νὰ τρῶτε καὶ νὰ πίνετε; Ἡ καταφρονεῖτε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ;… Διότι ἐγὼ παρέλαβον ἀπὸ τὸν Κύριον ὅ,τι καὶ σᾶς παρέδωσα. Ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς κατὰ τὴν νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν θὰ παρεδίδετο, ἔλαβε ἄρτον καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε, τὸν ἔκοψε καὶ εἶπε: Λάβετε φάγετε… » (Α' Κορινθίους 11,18-23).

Ἐδῶ, βλέπομεν νὰ χρησιμοποιῆ ὁ Ἀπόστολος τὸν ὅρον Ἐκκλησία μὲ ἔννοιαν ὄχι στατικήν, ἀλλὰ δυναμικὴν καὶ νὰ τὸν ταυτίζη μὲ τὰς συνάξεις τῆς Χριστιανικῆς κοινότητος τῆς Κορίνθου πρὸς τέλεσιν τῆς θείας εὐχαριστίας.

Μὲ ἄλλα λόγια, κάθε φορὰν κατὰ τὴν ὁποίαν συνέρχονται οἱ Χριστιανοὶ μίας ἐνορίας πρὸς τέλεσιν τῆς θείας εὐχαριστίας γίνονται Ἐκκλησία, ὁλόκληρος ἡ Ἐκκλησία (Παράβαλλε καὶ Ρωμαίους 16,23).

Δι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος καταδικάζει τόσον κατηγορηματικῶς κάθε διαίρεσιν μέσα εἰς αὐτὰς τὰς συνάξεις καὶ λέγει ὅτι κάθε τι τὸ ὁποῖον παρενοχλεῖ αὐτὴν τὴν μυστηριακὴν ἑνότητα ἀποτελεῖ προσβολὴν κατὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ καταφρόνησιν ὁλοκλήρου της Ἐκκλησίας (Παράβαλλε καὶ Κορινθίους 11,17-34. 1,13).

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐνορία ἐκφράζει τὴν ζωὴν ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐν γένει πνευματικὴν ζωὴν τῶν ἐνοριτῶν, ἡ ὁποία πραγματώνεται εἰς τὰ πλαίσια τῆς ζωῆς τῆς ἐνορίας.

Ἡ ἐνορία ἔχει τοὺς Ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ὑπάγονται εἰς τὸν κανονικὸν Ὀρθόδοξον ἐπίσκοπόν τῆς περιοχῆς καὶ ἐγγυῶνται διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωὴν καὶ διὰ τὴν ἑνότητα μαζί Του. Εἰς τὴν ἐνορίαν θὰ εὕρωμεν τὸ ἱερὸν βάπτισμα, τὸ ἅγιον χρῖσμα καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ μυστήρια. Ἀκόμη, θὰ εὕρωμεν καὶ τὸ μυστήριον τῶν μυστηρίων, τὴν θείαν εὐχαριστίαν. Κάθε φορὰν κατὰ τὴν ὁποίαν συνέρχονται οἱ ἐνορίται διὰ νὰ τελεσθῆ ἡ θεία Λειτουργία, πρέπει νὰ γνωρίζουν ὅτι συνέρχονται «ἐν Ἐκκλησίᾳ» (Α' Κορινθίους 11,18), συγκροτοῦν τὴν Ἐκκλησίαν ὁλόκληρον (Παράβαλλε Ρωμαίους 16,23). Κάθε μέλος μίας ἐνορίας ἀνήκει διὰ τῆς ἐνορίας του εἰς τὴν Καθολικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν.

Τοιουτοτρόπως, ἡ ἐνορία δὲν ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ καθολικότης τῆς ὁποίας προσδιορίζεται, καθὼς εἴδομεν, ἐσωτερικῶς, μὲ τὴν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν.

Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν τῆς ἐνορίας εἶναι παρὼν ὁ Ἐπίσκοπος. Αὐτὴν τὴν σημασίαν ἔχει, καθὼς εἴπομεν, τὸ γεγονὸς ὅτι μνημονεύεται τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν ἱερέα. Εἶναι, ἀκόμη, παρόντες οἱ Πρεσβύτεροι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Διάκονοι καὶ ὁλόκληρος ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ.


Παρόντες εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ἄγγελοι, μαζὶ μὲ τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον καὶ ὅλους τους Ἁγίους.

Εἶναι, ἀκόμη, παρὼν καὶ ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος ἐξαποστέλλει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, διὰ νὰ μεταβάλη τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον εἰς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ.

Παροῦσα εἶναι καὶ ὁλόκληρος ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία προσλαμβάνεται εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν καὶ μεταμορφώνεται καὶ γίνεται νέα δημιουργία «ἐν Χριστῷ». Εἶναι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος, τὰ ὁποῖα γίνονται Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἶναι τὰ κεράκια, αἱ ἅγιαι εἰκόνες, ὁ σταυρὸς καὶ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀντικείμενα τὰ ὁποῖα λαμβάνουν μέρος εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν. Εἶναι τὸ νερό, τὸ λάδι, τὸ θυμίαμα, τὰ βάϊα, τὰ ἄνθη, ὁλόκληρος ὁ κόσμος τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται μέσα εἰς τὴν θείαν λατρείαν καὶ ἐπανευρίσκει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀπώλεσε μὲ τὴν πτῶσιν τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴν ἐσωτερικὴν ἑνότητα, τὴν ὀρθὴν σχέσιν μὲ τὸν Θεόν, ἡ ὁποία εἶναι σχέσις εὐχαριστιακή, σχέσις προσφορᾶς ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου (Παράβαλλε Α' Παραλειπομένων 29,14-16).

Εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν καὶ εἰς τὴν λειτουργικὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας μας τὰ πάντα ἀναφέρονται καὶ προσφέρονται εἰς τὸν Θεόν, διὰ νὰ γίνη καὶ πάλιν Ἐκεῖνος τὸ κέντρον τοῦ κόσμου. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ θεία Λειτουργία τῆς ἐνορίας, ὅπως κάθε θεία Λειτουργία, γίνεται Παράδεισος, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὅσοι μετέχουν πραγματικῶς εἰς αὐτὴν γεύονται καὶ ἀπὸ αὐτήν, ἀκόμη, τὴν ζωήν, τὴν ἔναρξιν τῆς Βασιλείας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



2. Ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν!

Τὸ γεγονὸς αὐτῆς τῆς ἑνότητος καλοῦνται νὰ ζήσουν ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐνορίας. Ὅλοι καλούμεθα νὰ μεταβάλλωμεν τὴν ζωὴν τῆς ἐνορίας μας εἰς μικρὸν παράδεισον, ὅπου θὰ ζῶμεν πάλιν τὴν χαμένην ἑνότητα μὲ τὸν Χριστόν, τὴν κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη της, μὲ ὅλους τους ἀδελφούς μας.

Αὐτὸ τὸ ὁποῖον μὲ τόσον ἔντονον τρόπον ὀφείλομεν νὰ ζῶμεν εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν, τὸ γεγονός, δηλαδή, τοῦ ἑνὸς Σώματος (Α' Κορινθίους 10,17), καλούμεθα νὰ τὸ ζήσωμεν καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν θείαν Λειτουργίαν, εἰς τὴν καθημερινὴν ζωὴν μὲ τοὺς ἀδελφούς, διὰ νὰ γίνη τοιουτοτρόπως ἡ ζωὴ μας ὁλόκληρος συνεχιζόμενη εὐχαριστία.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον ὁ ἱερεύς, εἰς τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας, μᾶς λέγει ὅτι πρέπει νὰ ἀπέλθωμεν «ἐν εἰρήνῃ», «ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν!», λέγει. Αὐτήν, δηλαδή, τὴν ἀδελφωσύνην τὴν ὁποίαν ἐζήσαμεν μὲ τὴν θείαν κοινωνίαν, καλούμεθα νὰ τὴν συνεχίσωμεν καὶ εἰς τὴν ζωήν μας τὴν καθημερινήν, ὁλόκληρον τὴν ἑβδομάδα. Αὐτὸ θὰ εἴπη τὸ «ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν»!

Πρέπει, ὅμως, νὰ ὁμολογήσωμεν, ὅτι τὰς περισσοτέρας φορὰς δὲν τὸ αἰσθανόμεθα αὐτό, οὔτε κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν, οὔτε καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν, εἰς τὴν καθημερινήν μας συναναστροφὴν μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς ἐνορίας μας. Δὲν αἰσθανόμεθα τὴν θείαν εὐχαριστίαν ὡς μυστήριον τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Χριστὸν καὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ δι’ αὐτὸ δὲν αἰσθανόμεθα τὰς συνεπείας τὰς ὁποίας ἔχει τὸ γεγονὸς αὐτὸ διὰ τὴν καθημερινήν μας ζωήν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος διὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἠμποροῦμε νὰ καταλάβωμεν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προγευώμεθα εἰς τὴν θείαν εὐχαριστίαν τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ θεία κοινωνία μὲ τὴν σκέψιν ὅτι δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου θὰ ἐνωθῶμεν μὲ τὸν Χριστὸν καὶ λησμονοῦμεν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνωθῶμεν μὲ τὴν κεφαλὴν ἑνὸς σώματος, ἐὰν δὲν ἐνωθῶμεν ταυτοχρόνως καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ Σώματος αὐτοῦ. «Ἕνα Σῶμα ὑπάρχει καὶ ἕνα Πνεῦμα καθὼς καὶ μία εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς κλήσεώς σας, τὴν ὁποίαν ἐλάβατε. Ἕνας Κύριος, μία πίστις, ἕνα βάπτισμα, ἕνας Θεὸς καὶ Πατὴρ ὅλων», ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος (Ἐφεσίους 4,4-6). Ὅποιος λησμονεῖ τὴν βασικὴν αὐτὴν ἀλήθειαν, δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Χριστόν.



3. Τὰ χαρίσματα εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἐνορίας μας

Ὅλα τὰ μέλη τῆς ἐνορίας δὲν ἔχουν τὴν ἰδίαν θερμὴν πίστιν, οὔτε τὴν ἰδίαν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς. Εἶναι, λοιπόν, φυσικὸν νὰ μὴ παρουσιάζουν καὶ τὸν ἴδιον ζῆλον διὰ τὴν Ἐκκλησίαν.

Ὅμως, τὰ συνειδητὰ μέλη τῆς ἐνορίας ἀποτελοῦν τὸ πνευματικὸν ἐκεῖνο προζύμι, τὸ ὁποῖον, ἂν καὶ εἶναι ἐλάχιστον, ἔχει ὡς προορισμόν του νὰ ζυμώση ὅλον τὸ ζυμάρι (Ματθαῖος 13,33. Α' Κορινθίους 5,6). Λίγο εἶναι, ἐπίσης, καὶ τὸ ἁλάτι, ἀλλὰ ἡ δραστικότης του εἶναι μεγάλη, ἐφ’ ὅσον ὅμως, διατηρεῖ τὴν ἁλατιστικὴν του ἱκανότητα καὶ δὲν εἶναι «ἄναλον» (Μάρκος 9,50. Παράβαλλε καὶ Ματθαῖος 5,13. Λουκᾶς 14,34). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅλα τὰ χαρίσματα πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται «πρὸς οἰκοδομὴν τῆς Ἐκκλησίας» (Α' Κορινθίους 14,12). «Πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω» (Α' Κορινθίους 14,26). Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἔχη ὑπ' ὄψιν του κάθε πιστός.

Ὁ κάθε πιστὸς ἔλαβε, καθὼς ἀναφέραμεν, τὴν σφραγίδα τῆς Δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἐφεσίους 1,13-14. 4,30. Α' Ἰωάννης 2,20. 27). Ἔλαβε διάφορα χαρίσματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἐνεργοποιηθοῦν εἰς τὴν λατρευτικὴν ζωὴν τῆς ἐνορίας καὶ εἰς ὁλόκληρον τὴν δραστηριότητά της.

«Εἰς τὸν καθένα δίδεται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος διὰ τὸ συμφέρον», λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Εἰς τὸν ἕνα δίδεται διὰ τοῦ Πνεύματος λόγος σοφίας, εἰς τὸν ἄλλον λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα… Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα εἶναι ἕνα ἀλλὰ ἔχει πολλὰ μέλη, ὅλα δὲ τὰ μέλη τοῦ σώματος, ἂν καὶ εἶναι πολλά, ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, οὕτω καὶ ὁ Χριστός. Διότι εἰς ἕνα Πνεῦμα ὅλοι ἡμεῖς ἐβαπτίσθημεν καὶ κατέστημεν ἕνα σῶμα, εἴτε Ἰουδαῖοι εἴτε Ἕλληνες, εἴτε δοῦλοι εἴτε ἐλεύθεροι, καὶ ὅλοι μὲ ἕνα Πνεῦμα ἐποτίσθημεν» (Α' Κορινθίους 12,7-13).

«Τώρα ὑπάρχουν πολλὰ μέλη ἀλλὰ ἕνα σῶμα. Δὲν ἠμπορεῖ τὸ μάτι νὰ εἴπῃ εἰς τὸ χέρι: Δὲν σὲ ἔχω ἀνάγκην ἢ τὸ κεφάλι εἰς τὰ πόδια: Δὲν σᾶς ἔχω ἀνάγκην. Ἀντιθέτως, τὰ μέλη τὰ ὁποῖα φαίνονται ὅτι εἶναι ἀσθενέστερα εἶναι ἀναγκαῖα» (Α' Κορινθίους 12,20-22). «Διότι ὅπως εἰς ἕνα σῶμα ἔχομεν πολλὰ μέλη, ἀλλ’ ὅλα τὰ μέλη δὲν ἔχουν τὴν ἰδίαν λειτουργίαν, οὕτω ἐμεῖς οἱ πολλοὶ ἀποτελοῦμεν ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ καὶ ὁ καθένας εἴμεθα μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου» (Ρωμαίους 12,4-5).

«Ὁ Θεὸς συνέμιξε τὸ σῶμα καὶ ἔδωσε μεγαλυτέραν τιμὴν εἰς τὸ μέλος τὸ ὁποῖον τὴν στερεῖται, διὰ νὰ μὴ ὑπάρχῃ διαίρεσις εἰς τὸ σῶμα ἀλλὰ νὰ ἔχουν τὰ μέλη τὴν ἰδίαν φροντίδα τὸ ἕνα διὰ τὸ ἄλλο. Ἐὰν τὸ ἕνα μέλος πάσχῃ, συμπάσχουν ὅλα τὰ μέλη* ἐὰν ἕνα μέλος τιμᾶται, χαίρουν μαζὶ ὅλα τὰ μέλη. Σεῖς εἶσθε σῶμα Χριστοῦ καὶ ὁ καθένας εἶναι μέλος τοῦ Σώματος» (Α' Κορινθίους 12,24-27).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν λάβει τὸ δῶρον τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατέχουν ὑψηλὰς θέσεις μέσα εἰς τὸ Σῶμα της, καὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ἔργον των τὰς ταπεινοτέρας ἀπασχολήσεις. Ὅλοι εἶναι ἡνωμένοι μέσα εἰς τὸ κοινὸν Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ καθένας ἐξυπηρετεῖ μὲ τὴν διακονίαν τοῦ τοὺς ἀδελφούς.

«Κανεὶς νὰ μὴ πιστέψη», λέγει, «ὅτι κατέχει τὸ δῶρον τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ὡς ἰδικὸν του κτῆμα μόνον…

Ἄλλα μέλη βοηθοῦν τὸ σῶμα νὰ βλέπη τὸ φῶς τῆς ἡμέρας. Ἄλλα δὲν χάνουν καθόλου τὴν ἐπαφὴν των μὲ τὴν γῆν. Πράγματι, τὸ μάτι εἶναι στραμμένον εἰς τὸ φῶς καὶ πρέπει νὰ προφυλαχθῆ ἀπὸ τὴν σκόνην διὰ νὰ μὴ τυφλωθῆ. Ὅμως, τὸ πόδι ἐκπληρώνει τὴν Ἀποστολὴν του ὅταν δὲν φοβᾶται νὰ λερωθῆ ἀπὸ τὴν ἐπαφήν του μὲ τὸ ἔδαφος. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ μέλη τοῦ σώματος εἶναι ἡνωμένα ἀπὸ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γεγονός, ὅτι ἐξυπηρετοῦν ἀμοιβαίως τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Διότι τὸ πόδι τρέχει διὰ τὸ μάτι καὶ τὸ μάτι βλέπει διὰ νὰ φωτίζη τὸν δρόμον εἰς τὸ πόδι.

Τὸ ἴδιον, λοιπόν, συμβαίνει καὶ μὲ τὰ μέλη τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας. Πρέπει νὰ ξεχωρίζωνται ἀπὸ τὸν ρόλον των καὶ νὰ ἑνώνωνται διὰ τῆς ἀγάπης, ὥστε οἱ πλέον καλλιεργημένοι ἄνθρωποι νὰ δείχνουν τὸν δρόμον εἰς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι παραμένουν περισσότερον εἰς τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου καὶ τὸ πόδι νὰ καθοδηγῆται ἀπὸ τὰ μάτια.

Καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον πράττουν, χρησιμοποιοῦντες, ἀπὸ τῆς ἰδικῆς των καθαρῶς πλευρᾶς, τὴν δραστηριότητά των, διὰ ν' ἀσχοληθοῦν μὲ γήινα πράγματα, νὰ τὸ πράττουν διὰ τὸ καλὸν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσφέρουν ὑψηλοτέρας ὑπηρεσίας, ὥστε τὸ πόδι νὰ μὴ βαδίζῃ μόνον διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀλλά, ἐπίσης, καὶ διὰ τὸ μάτι, τὸ ὁποῖον τοῦ δείχνει τὸν δρόμον…

Δὲν λαμβάνουν μόνον τὸ δῶρον τοῦ φωτὸς ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι κατέχουν τὰς πρώτας θέσεις μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλά, ἐπίσης, καὶ τὰ ταπεινότερα μέλη, τὰ ὁποῖα, παρ' ὅτι μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους ἀναβαίνουν καὶ αὐτὰ εἰς τὰς κορυφάς, ἐν τούτοις, παραμένουν ἐν μέσῳ τῶν ταπεινῶν ἀπασχολήσεων, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπηρεσίας, τὴν ὁποίαν ἀσκοῦν».

Δὲν ἠμποροῦμε, λοιπόν, νὰ ἀπομονωθῶμεν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς, οὔτε νὰ κρύψωμεν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸ τάλαντον τὸ ὁποῖον ἔχομεν λάβει καὶ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐδόθη νὰ τὸ χρησιμοποιήσωμεν διὰ τὴν οἰκοδομὴν τῶν ἀδελφῶν. Ἂν αὐτὰ κάμωμεν, δὲν θὰ εἴμεθα δοῦλοι ἀγαθοὶ ἀλλὰ δοῦλοι πονηροὶ» (Ματθαῖος 24,45-51. 25,14-30. Λουκᾶς 12,43-46. Λουκᾶς 19,12-27).

Ὀφείλομεν νὰ συμμετέχωμεν, ἐνεργῶς καὶ ὑπευθύνως εἰς τὴν ζωὴν καὶ εἰς τὴν δραστηριότητα τῆς ἐνορίας μας, ἀναλόγως μὲ τὸ χάρισμα τὸ ὁποῖον ἔλαβεν ὁ καθένας μας. Δὲν ἔχομεν δικαίωμα νὰ ἀρνηθῶμεν τὴν ὑπηρεσίαν μας, ὅταν κληθῶμεν. «Ὁ καθένας, ἀναλόγως τοῦ χαρίσματος τὸ ὁποῖον ἔχει λάβει, ἂς τὸ χρησιμοποιῇ εἰς ἀμοιβαίαν ἀγάπην ὡς καλὸς διαχειριστὴς τῆς ποικίλης χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὁμιλεῖ, ἂς εἶναι ὅπως ἁρμόζει εἰς ὁποῖον λέγει λόγια Θεοῦ* ἐὰν κανεὶς προσφέρη ὑπηρεσίαν, ἂς εἶναι ὡς τὸν ὑπηρετοῦντα μὲ τὴν δύναμιν τὴν ὁποίαν παρέχει ὁ Θεός, διὰ νὰ δοξάζεται εἰς ὅλα ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α' Πέτρ. 4,10-11. Παράβαλλε καὶ Α' Κορινθίους 14,16-19).

«Δεῦτε, πιστοί, ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ δεσπότῃ· νέμει γὰρ τοῖς δούλοις τὸν πλοῦτον καὶ ἀναλόγως ἕκαστος πολυπλασιάσωμεν τὸ τῆς χάριτος τάλαντον· ὁ μὲν σοφίαν κοσμείτω δι’ ἔργων ἀγαθῶν, ὁ δὲ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείσθω, κοινωνήτω δὲ τοῦ λόγου πιστὸς τῷ ἀμυήτῳ, καὶ σκορπιζέτω τὸν πλοῦτον πένησιν ἄλλος· οὕτω γὰρ τὸ δάνειον πολυπλασιάσωμεν καὶ ὡς οἰκονόμοι πιστοί της χάριτος δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν. Αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον, Χριστὲ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος» (Τροπάριον τῆς Μ. Τρίτης).

«Ἐμπρός, πιστοί, ἂς καλλιεργήσωμεν μὲ προθυμίαν τὰ χαρίσματα ἀπὸ ἀγάπην πρὸς τὸν Κύριον, ὅστις πλούσιος τὰ μοιράζει εἰς τοὺς δούλους Του. Ὁ καθένας μας, ἂς προσπαθήσωμεν νὰ πολλαπλασιάσωμεν τὰ τάλαντα τὰ ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν. Ὁ ἕνας ἂς μεταδώσῆ σοφίαν μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις του. Ὁ ἄλλος ἂς προσφέρῃ εἰς τὸ κοινωνικὸν σύνολον λαμπρὰς ὑπηρεσίας. Ὅποιος ἐγνώρισε τὴν πίστιν, ἂς τὴν μεταδίδῃ μὲ τὸν λόγον του εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται εἰς ἄγνοιαν καὶ ὁ ἄλλος ἂς σκορπίζῃ τὸν πλοῦτον του εἰς τοὺς πτωχούς. Μὲ τὸν τρόπον αὐτόν, θὰ πολλαπλασιάσωμεν αὐτὸ τὸ ὁποῖον μᾶς ἐδάνεισε ὁ Θεὸς καὶ ὡς πιστοὶ διαχειρισταὶ τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀξιωθῶμεν τῆς Δεσποτικῆς χαρᾶς».

Ἡ ὑπερηφάνεια αἰτία τῆς ἀπουσίας χαρᾶς π.Alexander Schmemann






Πέμπτη, 28 Ἀπριλίου, 1977
     Σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέλευση φοιτητῶν, σκεφτόμουν: γιατί οἱ ἄνθρωποι τόσο συχνὰ ἁπλῶς καταστρέφουν τὴ ζωή τους, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους, σὰν νὰ διακατέχονται ἀπὸ κάποια amor fati.

     Θὰ ὑπέθετε κανεὶς πὼς ἕνας ἁπλὸς ἐγωισμὸς καὶ τὸ ἔνστικτό τῆς αὐτοσυντήρησης θὰ τοὺς προφύλασσαν , ἀλλὰ ὄχι, οὔτε αὐτὸ τὸ ἔνστικτο δὲν τοὺς σταματᾶ. Μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθαρὰ ἕνα εἶδος τρέλας, ἕνα πραγματικὸ πάθος γιὰ καταστροφή. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τὸ «Ἐγώ», δηλ. ἡ ὑπερηφάνεια.

     Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.

     Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν' ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται, στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.

     Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.
     Εἶναι τρομερὸ νὰ σκέφτεσαι πώς, κατὰ μία ἔννοια, καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μὲ ὑπερηφάνεια - «τὰ δίκαια τῶν ἐκκλησιῶν», «τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», «ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας», κ.λπ. καὶ μὲ μιά πλημμύρα ἄχαρης, περίπλοκης καὶ ἐπίφοβης «πνευματικότητας». Εἶναι μιά συνεχὴς αὐτοκαταστροφή.

     Προσπαθοῦμε νὰ προστατεύσουμε τὴν «Ἀλήθεια», παλεύουμε μὲ κάτι καὶ γιὰ κάτι δίχως νὰ καταλαβαίνουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ νικᾶ μόνον ὅπου εἶναι ζωντανή: «...ταπεινώσου, γίνε σὰν δοῦλος», καὶ θὰ ἔχεις μιά χαρὰ καὶ μία ἁπλότητα ποὺ ἀπελευθερώνουν, ἐκεῖ ὅπου ἡ ταπείνωση ἀκτινοβολεῖ τὴ θεϊκή της ὀμορφιά, ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴ δημιουργία καὶ στὴ σωτηρία. Πῶς θὰ μπορέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ζήσω μαζί της; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ πείσω τοὺς ἄλλους;………..
     ………….Συνεχίζω τὶς χθεσινὲς σημειώσεις μου γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωκεντρισμό, ὡς πηγὴ ἁμαρτίας, ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς ἡ καταστροφική, ὀλέθρια δύναμή της.

     Σκεφτόμουν σήμερα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία, στὴ σάρκα καὶ στὴ λαγνεία. Λαγνεία εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἴδια ἐγωκεντρικότητα, ἡ ἴδια ὑπερηφάνεια, ποὺ στρέφει τὸ σῶμα στὸν ἑαυτό του, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοϊκανοποίησή του. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατη ἡ γνήσια ταπείνωση δίχως τὴ νίκη ἐνάντια στὴ σάρκα, ἡ ὁποία τελικὰ συνίσταται στὴν πνευματοποίηση τοῦ σώματος.

     Ἀλλὰ ἡ μάχη μὲ τὴ σάρκα μπορεῖ εὔκολα νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ πηγὴ ὑπερηφάνειας ἂν δὲν ριζώνει στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐπιδίωξη τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀσκητισμὸς μπορεῖ νὰ ἐντρυφᾶ στὸν ἑαυτό του κι ὄχι στὸν Θεό. Τὰ σημάδια εἶναι σαφῆ. Ὁ φωτεινὸς ἀσκητισμὸς εἶναι χαρούμενος, ἁπλός, ἐλπιδοφόρος.

     Ὁ ψευδὴς ἀσκητισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, ζεῖ ἀπεχθανόμενος τὴ σάρκα, τὸν κόσμο, τὴ ζωή. Τρέφεται μὲ τὴν περιφρόνηση, συμμετέχει στὴ βλασφημία τοῦ Διαβόλου ἀπέναντι στὴν κτίση. Γιὰ ἕναν τέτοιο ἀσκητή, ἡ ἁμαρτία - ὅπως καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ ὁ κίνδυνος - φαίνεται νὰ βρίσκεται παντοῦ. Ἐνῶ ἡ νίκη πάνω στὴ σάρκα δὲν γίνεται ποτὲ ἀπέχθεια καὶ πάντα ὁδηγεῖ στὸν «καθαρὸ ὀφθαλμό». «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἦ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται» (Ματθ. 6,23).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...