Φὀβος Κυρίου ἀρχὴ τῆς σοφίας, ὁμιλεῖ ὁ σοφὸς Σολομῶν, καὶ συμφωνοῦν οἱ Πατέρες. Κἀγὼ δὲ λέγω ὑμῖν: "Μακάριος καὶ τρισμακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον".
Ἐξ αὐτοῦ τοῦ ϑείου φόβου γεννᾶται ἡ πίστις πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ πιστεύει ὁ ἄνϑρωπος ὁλοψύχως ὅτι, ἀφοῦ τελείως ἀφιερώϑη εἰς τὸν Θεόν, ἔχει καὶ ὁ Θεὸς ὅλην τὴν πρόνοιαν δι᾽ αὐτόν. Καὶ ἐκτὸς τροφῆς καὶ σκεπάσματος -- ὅπου πάλιν Αὐτὸς τὸν παρακινεῖ νὰ φροντίζῃ -- ἄλλην φροντίδα δὲν ἔχει. Ἀλλὰ μὲ ὅλην ἁπλότητα εἰς τὸ ϑέλημα τοῦ Κυρίου ἀκολουϑῶν ὑποτάσσεται.
Ὁπότε, ὅταν ριζώσῃ ἡ πίστις αὐτὴ καταργεῖται τελείως ἡ γνώσις ἐκείνη ὅπου γεννᾷ τὴν ἀμφιβολίαν εἰς ὅλα σμικρύνει τὴν πίστιν, καὶ πολλάκις τὴν ἀφαιρεῖ· διότι ἔχει ἰσχὺν φύσεως, καϑότι μὲ αὐτὴν ἀνετράφημεν.
Ἀφοῦ ὅμως νικήσῃ ἡ πίστις κατόπιν πολλῶν δοκιμασιῶν, τότε στρέφεται καὶ γεννᾷ, ἢ μᾶλλον τῆς δίδεται δῶρον γνῶσις πνευματική, ὅπου δὲν ἀντίκειται εἰς τὴν πίστιν, ἀλλὰ μὲ τὰς πτέρυγάς της πετᾷ καὶ ἐξερευνᾷ τὰ βάϑη τῶν μυστηρίων καὶ εἶναι πλέον αὐτὲς αἱ δύο, πίστις καὶ γνῶσις - γνῶσις καὶ πίστις, ἀχώριστες ἀδελφές.
Ἄς ἐξετάσωμε λοιπὸν τώρα ἐμεῖς, ὅπου ἀφιερώϑημεν τῷ Θεῷ, ἂν εἶναι ἡ πίστις αὐτὴ εἰς ἡμᾶς ἢ κυριεύῃ ἡ γνῶσις. Καί, ἐὰν μὲν ἀφήνῃς τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, ἰδοὺ ὅπου ἔχεις καταλάβει τὴν πίστιν, καὶ ἀσφαλῶς χωρὶς καμμίαν ἀμφιβολίαν ϑὰ εὕρῃς Αὐτὸν βοηϑόν.
Ὁπότε κἂν μυριάκις δοκιμασϑῇς καὶ σὲ πειράξῃ ὁ Σατανᾶς, ἵνα σοῦ ἀμβλύνῃ τὴν πίστιν, ἐσὺ προτίμησε μυριάκις τὸν ϑάνατον καὶ μὴ ὑπακούσῃς τὴν γνῶσιν. Καὶ οὕτως ϑὰ ἀνοιγῇ ἡ ϑύρα τῶν μυστηρίων. Καὶ ϑὰ ϑαυμάσῃς ὅτι ἤσουν πρότερον δεμένος μὲ ἁλύσεις τῆς γνώσεως. Καὶ τώρα πετᾷς μὲ πτέρυγας ϑεϊκὰς ἐπάνω ἀπὸ τὴν γῆν. Καὶ ἀναπνέεις ἄλλον ἀέρα ἐλευϑερίας, ὅπου οἱ ἄλλοι τὸν ὑστεροῦνται.
Εἰ δὲ καὶ βλέπεις τὴν γνῶσιν νὰ βασιλεύῃ, καὶ εἰς ἕνα παραμικρὸν κίνδυνον τὰ χάνεις καὶ ἀπελπίζεσαι, γίνωσκε ὅτι εἰσέτι ὑστερεῖσαι τῆς πίστεως· καὶ ἑπομένως δὲν ἔχεις ἀκόμη ὅλην σου τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, ὅτι δύναται νὰ σὲ σώσῃ ἀπὸ κάϑε κακόν. Φρόντισε νὰ διορϑωϑῇς ἐδῶ καϑὼς λέγομεν διὰ νὰ μὴ ὑστερηϑῇς ἕνα τόσον μέγα καλόν.
Καὶ νῦν πρόσχες εἰς τὸ λεγόμενον·
Ἦλϑε κάποιος μίαν φορὰν εἰς ἡμᾶς, ἀπὸ χρόνια πολλὰ μοναχός, ὅπου ἧτο στὴν ᾿Ἐλβετίαν. Διότι εἶχεν τρεῖς μεγάλας καὶ φοβερὰς ἀλλὰ καὶ ἀνιάτους ἀσϑενείας. Καὶ ἐξώδευε πλοῦτον στὰ φάρμακα. Διότι ἦτον πλούσιος ἄνϑρωπος. Καὶ ἐπειδὴ κάποιος τὸν ἐσύστησεν εἰς ἐμένα νὰ ἔλϑῃ, νὰ εἰπῇ τὸν λογισμόν του, τὸν ἐλυπήϑην πολύ. Λοιπὸν τὸν εἶπα ὅτι γίνεται ἀμέσως καλά, μόνον νὰ πιστεύσῃ ὅτι δύναται ὁ Θεὸς νὰ τὸν ϑεραπεύσῃ. Τέλος, ἐὰν σᾶς γράψω ὅλην τὴν ἱστορίαν, τὸ πόσον ὑπέφερα νὰ τὸν πείσω, πρέπει νὰ γράψω τέσσαρες κόλλες. Διότι, μήτε μὲ ἄφηνε καὶ νὰ φύγῃ μήτε ἤϑελε νὰ πιστεύσῃ. Μέχρις ὄτου συνήργησεν ὁ Θεὸς καὶ ἤκουσε μίαν φωνὴν αἰσϑητῶς·
- Διατὶ δὲν ἀκούεις, νὰ γίνης καλά;
Καὶ ἔτσι ἐλυτρώϑη. Διότι ἡ αἴτησις, ὅπου τὸν ἐζήτησα ἦτον νὰ φάγῃ τὰ ἀντίϑετα - ὅπου ἔλεγεν ὅτι ἐὰν φάγῃ ϑὰ ἀποϑάνῃ - καὶ νὰ ἀφήσῃ ὅλην τὴν ἐλπίδα εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἀφήσας τὴν γνῶσιν νὰ ἀκολουϑήσῃ τὴν πίστιν. Καὶ ἀντὶ δέκα φορὰς ὅπου ἔτρωγε τὴν ἡμέραν, μίαν νὰ τρώγῃ. Μόνον τρεῖς ἡμέρας ἀρκέσϑη ὁ Θεὸς νὰ τὸν δοκιμάσῃ. Καὶ ἐγώ ἐκτενῶς δι᾿ αὐτὸν προσηυχόμην. Καὶ τὴν νύκτα εἶδα καθ' ὕπνον δύο ὄρνεα φοβερά, ποὺ τὸν εἶχον ἀρπάσει διὰ νὰ τὸν φάγουν. Καὶ ὄφις τὸν εἶχε τυλίξει σφικτὰ εἰς τὸν λαιμόν. Καὶ μὲ ἐφώναζε μὲ ἀγρίας φωνάς νὰ τὸν σώσω. Ὁπότε παλαίσας ἐγὼ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐθανάτωσα καὶ ἐξύπνησα. Ἔρχεται λοιπὸν καὶ μοῦ λέγει·
- Ἔγινα τελείως καλά, ὅπως ἐγεννήϑην!
Καὶ ὄντως ἀποκατεστάϑη ἡ σάρξ του ὡς παιδίου μικροῦ. Εἶχε λοιπὸν φάρμακα και δύο κάσσες ἐνέσεις.
Καὶ τὸν εἶπα καὶ τὰ ἔρριξεν ὅλα τὸν κατήφορον εἰς τὰ βράχια. Καὶ πλέον ἔζησεν ὑγιής, ἅπαξ τῆς ἡμέρας ἐσϑίων.
Βλέπετε λοιπὸν ἡ πίστις τί ἐνεργεῖ; Μὴ νομίσετε ὅτι ἐγὼ τὸ ἐνήργησα. Ὄχι. Δὲν ἔχω τοιαύτην κατάστασιν. Ἡ πίστις εἶναι, ὅπου ἔχει τὴν δύναμιν νὰ κάμνῃ τοιαῦτα.
Ἀκούσατε πάλιν·
Μία μοναχὴ μοῦ ἔγραψε ὅτι πάσχει καὶ ἂν δὲν κάμῃ ἐγχείρησιν ἀποϑνήσκει. Ἐγὼ γράφω, λέγων τελείως ἀντίϑετα. Ἐκείνη πάλιν γράφει ὅτι τῆς εἶπεν ὁ ἰατρὸς εἰς τόσας ἡμέρας, ἂν δὲν κάμῃ ἐγχείρησιν, ϑὰ γίνη διάτρησις καὶ τέλος ὁ ϑάνατος. Ἐπαναλαμβάνω ἐγώ: - Ἔχε πίστιν· ἄφησέ τὰ ὅλα εἰς τὸν Θεόν: προτίμησε ϑάνατον. Μοῦ στέλνει ἀπάντησιν, ὅτι ἐστράφη ὀπίσω.
Βλέπετε; Μυρίας φορὰς ἐδοκίμασα τὸ τοιοῦτον.
Ὅταν βάλῃς ἐμπρὸς σου τὸν ϑάνατον καὶ τὸν περιμένῃς εἰς κάϑε στιγμήν, φεύγει μακρὰν ἀπὸ σοῦ. Ὅταν φοβῆσαι τὸν θάνατον, διαρκῶς σὲ καταδιώκει. Τρεῖς φθισικοὺς ἔθαψα τρέφων ἐλπίδα ὅτι ϑὰ κολλήσω καὶ ἐγώ. Τὸ ροῦχο του ἐφόρεσα, ὅταν ἐξέδυσα ἀποθνήσκοντα, ἀλλ' ὁ θάνατος ἔφυγε πηγαίνων εἰς τοὺς φοβουμένους αὐτόν. Εἶμαι ἀσϑενὴς εἰς ὅλην μου τὴν ζωήν. Δὲς ἔκαμα ποτὲ ϑεραπείαν. Τρώγω ἐνάντια ἐπιμόνως. Ἀλλὰ ποῦ ὁ θάνατος!
Τοιαῦτα γράφω ὑμῖν, ἐπειδὴ ἀγαπᾶτε τὴν τελειότητα. Διότι οἱ κοσμικοὶ δὲν ἁμαρτάνουν τὰ τῆς γνώσεως πράττοντες, ἐπειδὴ δὲν ζητοῦν ἄλλην ὁδόν.
Θέλω δὲ νὰ εἰπῶ, μὲ ὅλα αὐτὰ ὅτι, χωρὶς τὸ ϑέλημα τοῦ Κυρίου, μήτε ἀσϑενοῦμεν μήτε ἀποϑνήσκομεν.
Φύγε λοιπὸν μακρὰν ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλιγοπιστία.
Καὶ ἀφοῦ πρῶτον γνωρίσωμεν τὸν Θεὸν ὡς δημιουργὸν παντὸς ἀγαθοῦ, Πατέρα, προνοητὴν καὶ κηδεμόνα ἡμῶν, πρέπει νὰ πιστέψωμεν εἰς Αὐτὸν ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ καρδίας. Καὶ μόνον εἰς Αὐτὸν νὰ ἐλπίζωμεν. Καὶ κατόπιν ϑὰ τὸν ἀγαπήσωμεν αἰσϑόμενοι τὰς πολλάς του εὐεργεσίας. Καί, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπήσωμεν ἐξ ὅλης καρδίας ὡς Πλάστην, τότε καὶ τὸν πλησίον ϑὰ ἀγαπήσωμεν ὡς ἑξαυτόν, εἰδότες ὅτι ὅλοι εἴμεϑα ἀδελφοὶ - κατὰ φύσιν Ἀδὰμ, καὶ κατὰ χάριν, Χριστοῦ. Καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν πρέπει ὁ ἄνϑρωπος ὁ πνευματικὸς νὰ ϑεωρῇ τὴν συγγένειαν τῆς σαρκός, ἀφοῦ ἀφιερώϑη εἰς τὸν Θεόν, ἀλλὰ τοῦ πνεύματος τὴν συγγένειαν. Διότι ἡ σάρξ, ἄρρεν καὶ ϑήλυ εἶναι διὰ τὸν πληϑυσμόν, ὅπερ ἡμεῖς ἀπαρνήθημεν καὶ ἀνέβημεν ὑψηλότερα. Λοιπὸν ὡς πνευματικοὶ ὅπου εἴμεϑα πρέπει καὶ πνευματικῶς νὰ βλεπώμεϑα. Κατὰ τὴν ψυχήν, δὲν ἔχει ἄρρεν καὶ ϑῆλυ ψυχή, μήτε νέα ἢ γέρων, ἀλλὰ χάρις Χριστοῦ ἐπὶ πάντα.
Ἀφήσατε ὅϑεν παρακαλῶ τὸν νοῦν σᾶς ἐλεύϑεθον - μὴν τὸν κλείετε ὑπὸ νόμον, ἀφοῦ ἐσμὲν ὑπὸ χάριν νὰ θεωρήσῃ τὶ μέγα μυστήριον κρύπτετοι ἐν τοῖς λόγοις, ὅπου σᾶς λέγω. Νὰ γευϑῇ ἀϑώαν ἀγάπην. Καὶ νὰ πετάξῃ εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ μόνον Θεοῦ, τοῦ ἀγαϑοῦ μας Πατρός.
Ἀφοῦ ὅλοι εἴμεθα ἀδελφοί, ἡ πνοὴ τοῦ Θεοῦ, τὸ ϑεῖον ἐμφύσημα, καὶ ὁ ζωοπάροχός μας Πατὴρ ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, ὅλαι αἱ πράξεις μας, κινήματα καὶ νοήματα, κρίνονται διαφανῶς ὑπὸ τὸ ὄμμα Αὐτοῦ. Καὶ προτοῦ ἐσὺ κινηϑῆς ἢ διανοηϑῇς κάτι καλὸν ἢ κακόν, εὐϑὺς ἡ πνοή, ἡ ψυχὴ ὡς ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ κεντᾷ τὸν Θεόν. Εἶδε προλαβὼν τὶ ϑὰ πράξῃς καὶ κατόπιν ἐσὺ ϑὰ κάμῃς τὴν κίνησιν τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ σώματος.;
Τώρα πρόσχες εἰς τὸ λεγόμενον τοῦ Προφήτου: "Προωρώμην τὸν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διαπαντός". Ἄραγε εἶναι πάντοτε ἀνοικτοὶ οἱ ὀφϑαλμοὶ τῆς ψυχῆς σου, ἢ νομίζεις ὅτι, ἐπειδὴ δὲν βλέπεις ἐσὺ πλησίον σου τὸν Θεόν, δὲν σὲ βλέπει καὶ Ἐκεῖνος; Ἤ νομίζεις ὅτι ἠμπορεῖς νὰ κάμῃς κάτι κρυφὰ ἀπ᾽ Αὐτόν, ἐπειδὴ ὁ νοῦς σου εἶναι κλειστός; Ὅμως Ἐκεῖνος σὲ βλέπει, λυπεῖται καὶ παραβλέπει· μέμφεται τὴν ὀλιγοπιστίαν σου καὶ τὸν σκοτισμὸν τοῦ νοός σου.
Δὲν γνωρίζεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς γίνεται ἐν ἑκάστῳ ϑεραπεία πάσης ἀνάγκης; Ἤγουν τροφὴ τῷ πεινῶντι, τῷ διψῶντι ὕδωρ, ὑγεία τῷ ἀσϑενεῖ, ἐνδυμασία τῷ γυμνητεύοντι, φωνὴ εἰς τοὺς ψάλλοντας, τῷ εὐχομένῳ πληροφορία, τοῖς πᾶσι τὰ πάντα εἰς σωτηρίαν;
Πίστευσον, τέκνον μου, ὅτι εἰς ὅσα καὶ ἂν πάσχωμεν, εἰς ὅλα ὁ Χριστὸς εἶναι ἄριστος ἰατρὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἀρκεῖ νὰ ἔχῃς τὴν τελείαν αὐταπάρνησιν, τὴν τελείαν πίστιν καὶ ἀφοσίωσιν εἰς αὑτὸν χωρὶς δισταγμόν.
Ἀφοῦ ὁ γλυκὺς Ἰησοῦς εἶναι τόσον καλός, εὔσπλαγχνος, ἀγαϑὸς, διατί νὰ ἀπελπισϑῇς; Ἕνα ὀλίγον τὸν ἐζητοῦμε καὶ αὐτὸς μᾶς δίδει τόσον πολύ. Μίαν ἀκτῖνα φωτὸς τοῦ γυρεύουμε καὶ αὐτὸς μᾶς χαρίζεται ὅλος Φῶς, Ἀλήϑεια, Ἀγάπη. Λοιπὸν ταπεινώσου καὶ πᾶσαν τὴν ἐλπίδα σου στήριζε εἰς Αὐτόν.
Και πιστευσόν μοι τὴν ἀλήϑειαν λέγοντι ὅτι· ἀφότου ἔγινα μοναχός, ὁσάκις ἠσϑένησα, παντάπασι δὲν ἐπιμελήϑην τὸν ἑαυτόν μου. Μήτε ἄφησα κανένα νὰ φροντίσῃ διὰ τὴν σωματικήν μου ὑγείαν, ἀλλὰ ὅλην μου τὴν ἐλπίδα ἄφησα εἰς τὸν ἄμισϑον ἰατρόν.
Καὶ τόσον ἐδοκιμάσϑην εἰς τὴν ἀρχήν, ὅπου ἐγέμισε μεγάλα ὡσὰν λεμόνια σπυριὰ ὅλη ἡ ράχη μου μέχρι καὶ κάτω. Καὶ ἔγινα ὡσὰν ξύλινος, μὴ δυνάμενος νὰ λυγίσω. Καὶ ἐγὼ ἐμαχόμην τὸ πάϑος, χωρὶς νὰ ἀλλάξω ποσῶς μήτε φανέλλα μήτε ἕτερον ροῦχο. Ἀλλὰ ἐφορτώϑηκα ἕνα τορβά εἰς τὴν ράχην καὶ ἐγύρισα ὅλον τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὡσότου ἔσπασαν ὅλα ἐκεῖνα καὶ ἔτρεχαν μόνα τους μέχρι τοὺς πόδας μου; Καὶ δὲν ἄλλαξα, ὡς εἶπον, μαχόμενος καὶ δεινῶς ὑπομένων· καὶ ἔγιναν ἡ φανέλλα καὶ κάτω ἕνα δάκτυλο πάχος τὸ ροῦχο ἀπὸ τὴν ὕλην ποὺ ἔτρεξε. Καὶ εἰς τὲς τρύπες τῶν πληγῶν ἐχωροῦσε τὸ δάκτυλον. Καὶ δὲν ἔπαϑα τίποτε. Καὶ μέχρι σήμερον ὅ,τι ἀρρώστεια μοῦ ἔρχεται μὲ πολλὴν χαρὰν τὴν ἐκδέχομαι, μήπως μὲ φέρῃ τὸν αἰώνιον ὕπνον· νὰ εὑρεθῶ εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Ἀλλὰ δὲν ἦλϑεν ἡ ὥρα. Πάντως ϑὰ ἔλθῃ συντόμως.
Ὁ ϑάνατος, ὅπου εἰς τοὺς πολλοὺς εἶναι μέγας καὶ τρομερός, εἰς ἐμένα εἰναι μία ἀνάπαυσις, ἕνα γλυκύτατον πρᾶγμα, ὅπου μόλις ἔλϑῃ ϑὰ μὲ ξεκουράσῃ ἀπὸ τὰς ϑλίψεις τοῦ κόσμου. Καὶ τὸν περιμένω ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν. Εἶναι μέγας ὄντως· ἀλλὰ πολὺ μεγάλος ἀγὼν νὰ σηκώσῃ κανεὶς ὅλα τὰ βάρη τοῦ κόσμου ἐσήμερον, ὅπου ὅλοι ζητοῦν ἀπὸ τὸν ἄλλον νὰ πληρωϑοῦν ὅλαι αἱ ἐντολαί.
Ἔτσι εἶναι τὰ χρόνια μας. Δι’ αὐτὸν ἀπαιτεῖται ὑπομονὴ ἕως νὰ ξεψυχήσωμεν ὄρϑιοι. Διὰ τοῦτο ἀνδρίζου καὶ κραταιούσϑω ἡ ψυχή σου εἰς πᾶν ὅ,τι σοι ἀκολουϑεῖ.
Δι᾿ αὐτὰ καὶ δι᾽ ὅλα καὶ ἐγὼ ἔγινα πτῶμα.
Παρακαλῶ τὸν Θεὸν νὰ μὲ πάρῃ νὰ ἡσυχάσω.
Παρακαλῶ τὴν ἀγάπην σας πολὺ νὰ μὲ εὔχεσϑε. Διότι ἔχω πολλὰς ψυχὰς ὅπου μοῦ γυρεύουν βοήϑειαν.
Καὶ πιστεύσατε, ὅτι διὰ τὴν κάϑε μίαν ψυχὴν ὅπου λαμβάνει βοήϑειαν δοκιμάζω τὸν πόλεμον ὅπου ἔχει.
Καὶ πάλιν γράφω αὐτὰ δίδων σας ϑάρρος νὰ μὴ φοβῆσϑε τὰς ἀσϑενείας, κἂν καὶ νὰ πάσχωμεν ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς.
Ἀφοῦ εἶναι διαρκῶς παρών ὁ Θεός, διατὶ ἀνησυχεῖς; Ἐν αὐτῷ ζῶμεν, κινούμεϑα. Εἰς τὴν ἀγκάλην του βασταζόμεϑα. Θεὸν ἀναπνέομεν· Θεὸν περιβαλλόμεϑα· Θεὸν ψηλαφῶμεν· Θεὸν ἐσθίομεν ἐν Μυστηρίῳ. Ὅπου στρέψῃς, ὅπου ἰδῇς, παντοῦ Θεός· ἐν οὐρανοῖς, ἐπὶ γῆς, εἰς τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰ ξύλα, μέσα στὶς πέτρες, εἰς τὸν νοῦν σου, εἰς τὴν καρδίαν σου. Λοιπὸν δὲν σὲ βλέπει πῶς πάσχεις; Ὅτι ὑποφέρεις;
Εἰπέ εἰς αὐτὸν τὰ παράπονά σου καὶ ϑὰ ἰδῇς παράκλησιν, ϑὰ ἰδῇς ϑεραπείαν, ὅπου νὰ ϑεραπεύῃ ὄχι μόνον τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ψυχῆς σου τὰ πάϑη.
Με γράφεις ὅτι μετέχεις εἰσέτι τοῦ παλαιοῦ σου ἀνϑρώπου. Κἀγὼ σοὶ λέγω ὅτι μήτε ρανίδα δὲν ἔχεις ἀκόμη ἀπὸ τὸν νέον Ἀδάμ· ὅλος εἶσαι ὁ παλαιός. Καί, ὁπόταν ἀρχίσῃ ὁ νέος Ἀδὰμ νὰ μορφώνεται ἐπὶ σοί, ἐγὼ μόνος ϑὰ σοῦ γράψω τὰ σχήματα τῆς μορφώσεως τοῦ νέου ἀνϑρώπου, ἐὰν εἶμαι ἐν τῇ ζωῇ.
Πηγή: Ἔκφρασις Μοναχικῆς Ἐμπειρίας
Γέροντος Ἰωσήφ
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου
πηγή