Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 02, 2013

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΠΛΑΝΑΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ


«Κορυφαία έκφραση της αληθινής κατά Χριστόν ζωής του κάθε συνειδητού πιστού και πιο πολύ του πραγματικού και τελείου Ιερέως, αποτελεί η ζωή και το έργο του αγίου Ιερέως Νικολάου του Πλανά, αγίου των ημερών μας.

Η ωραία, η εύανδρος και αγιοτόκος Νάξος, είχε την θεία εύνοια και ευλογία να είναι η Γενέτειρά του. Γεννήθηκε το έτος 1851. Οι γονείς του, Καπετάν Γιάννης και Αυγουστίνα ήταν άνθρωποι ευσεβείς και καλοκάγαθοι, όπως όλοι οι νησιώτες, και εύποροι. Είχαν και ένα εμπορικό καΐκι, που πήγαινε από τη Νάξο στην Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, ακόμα και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μέσα σε κάποιο από τα κτήματα τους είχαν και ένα μικρό παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο.

Ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς από βρεφικής ηλικίας ήταν αγιασμένος. Τις περισσότερες φορές ως παιδί ήταν στον Ιερό αυτό Ναό και περνούσε πολλές ώρες εκεί ψάλλοντας όσα ήξερε και φορώντας πολλές φορές, αντί ιερατικού φελωνίου, κάποια σεντόνι, μιμούμενος τούς Ιερείς. Μια μέρα έψαλλε τόσο κατανυκτικά, ώστε προκάλεσε τον θαυμασμό των περαστικών.

Η όλη του ζωή από τα παιδικά του χρόνια ακόμα, προέλεγε τη μέλλουσα ζωή και πολιτεία του. Τις θείες θαυματουργικές δυνάμεις έλαβε με την χάρη του Θεού από τα παιδικά του χρόνια. Έτσι, εγνώριζε τον καταποντισμό του καϊκιού τους έξω από την Πόλη, και το είπε στους γονείς του.

Τα πρώτα γράμματα έμαθε από τον παππού του - πατέρα της μητέρας του - ιερέα Γεώργιο Μελισσουργό, κοντά στον οποίο έμαθε να διαβάζει το Ιερό Ψαλτήριο. Μαζί του επίσης πήγαινε στις θείες Λειτουργίες και τον διακονούσε στο Ιερό Βήμα, ενώ παράλληλα δεχόταν τα νάματα της Θείας Λατρείας.

Όταν ο Άγιος Νικόλαος ήταν δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας του άφησε τον κόσμο αυτό. Έτσι, η μητέρα του μαζί με την αδελφή του ήρθαν στην Αθήνα και πήγε και ο ίδιος μαζί τους. Έμεναν στην περιοχή που είναι μεταξύ του Ι. Ναού του αγίου Ιωάννη της Πλάκας και του Ναού του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες.
Μοίρασαν με την αδελφή του την πολύ αξιόλογη πατρική τους περιουσία. Αλλά το μερίδιο του το έκανε ενέχυρο για κάποιο φτωχό, που δεν του το επέστρεψε ποτέ.

Έτσι παρέμεινε για όλη του την ζωή φτωχός. Σε ηλικία δέκα επτά ετών συνήψε τίμιο γάμο κατόπιν πιέσεων της μητέρας του, με την Ελένη Προβελεγγίου από τα Κύθηρα. Από τον γάμο αυτό απέκτησε ένα γιό, τον Ιωάννη. Ύστερα απέθανε η σύζυγός του. Στις 28 Ιουλίου του έτους 1879 χειροτονήθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Σωτήρος Πλάκας. Στις 2 Μαρτίου του 1885 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και τοποθετήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού. Και στην Ενορία αυτή και στην Ενορία του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης υπηρέτησε. Στον Άγιο Ελισσαίο λειτουργούσε καθημερινά.

Ο Άγιος Νικόλαος υπήρξε ο άνθρωπος του Θεού, ο λειτουργός ο άγιος του Υψίστου, ο άοκνος ιερουργός και λάτρης του Τριαδικού Θεού. Η μεγάλη του ευλάβεια, η απεριόριστη καλωσύνη του, η υπερβολική του αφιλοχρηματία, η απλότητά του, το ακτινοβόλο ιερατικό του ήθος, η άφθαστη ιεροπρέπειά του, η ταπείνωσή του, η αγάπη του για την Θεία Λατρεία και οι λοιπές του αρετές, τον καταξίωσαν στη συνείδηση του λαού. Όλοι εσέβοντο τον άγιο Νικόλαο, επίσημοι και αφανείς.

Δεν αγάπησε ποτέ του τα πλούτη. Όσα του έδιναν αμέσως τα έδινε στους φτωχούς. Είχε μισθοδοτήσει ένδεκα οικογένειες χηρών και ορφανών. Χρόνια και χρόνια τους έδινε επίδομα μέχρι που τα παιδιά τους έγιναν δεκατεσσάρων ετών. Βοηθούσε νεαρούς Διακόνους στις σπουδές τους. Ενίσχυε υλικά και πνευματικά όσους είχαν ανάγκη.

Υπήρξε ο ακαταπόνητος. Για μισό και πλέον αιώνα λειτουργούσε καθημερινά. Λιτός, απέριττος σε όλες του τις εκδηλώσεις! Πλούτος του και θησαυρός του, κέντρο της ζωής του η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας! Άνθρωπος προσευχής, του οποίου η ζωή ήταν μια διακονία πίστεως και αγάπης.

Ήταν νηστευτής. Ενήστευε όλες τις Σαρακοστές και το λάδι. Και την νηστεία του Τιμίου Σταυρού την άρχιζε από την 1η Σεπτεμβρίου, μέχρι την 14η. Επίσης και των Ταξιαρχών ενήστευε από τη 1η μέχρι και την 8η Νοεμβρίου.

Απλός και πανέξυπνος, εύστοχος στις απαντήσεις του, συνεδύαζε την απλότητα και την ιεροπρέπεια, την αφέλεια με την αγιότητα.

Δεν είχε σπουδάσει σε Πανεπιστήμια, ούτε σε Εκκλησιαστικές Σχολές, ούτε σε Λύκεια και Γυμνάσια. Και ίσως να μη φοίτησε και σε καμμιά τάξη του τότε Ελληνικού Σχολείου. Όμως άριστα κατείχε την σοφία του Θεού.

Ο Θεός εδόξασε τον Άγιο Νικόλαο με το να θαυματουργεί. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του. Εθεράπευε ασθενείς, απεμάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.

Όμως, ύστερα από μια ζωή αγία, μια ζωή που υπήρξε προσφορά στον Θεό, έπρεπε κι αυτός ως άνθρωπος να αφήσει τον κόσμο αυτό και να οδηγηθεί στην αιώνια και αληθινή ζωή.

Ξημέρωσε η Κυριακή του Ασώτου, 28η Φεβρουαρίου του έτους 1932. Αυτή είναι η μέρα που λειτούργησε για τελευταία φορά στο επίγειο Ιερό Θυσιαστήριο. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του. Οι πιστοί και οι οικείοι του τον φρόντισαν. Αλλά παρ' όλες τις φροντίδες τους, δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν την πορεία που είχε πάρει η υγεία του.

Ήταν δέκα η ώρα το βράδυ της 2ας Μαρτίου του 1932. Έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού. Ψιθύριζε προσευχές. Είπε:

"Τον δρόμον τετέλευκα!". "Δόξα σοι ο Θεός!". "Η Θείο Χάρη να σας ευλογεί"

...και άλλα, και άφησε τον κόσμο αυτό.

Το πρωί έφεραν το ιερό του λείψανο στον Ναό Αγίου Ιωάννου της Οδού Βουλιαγμένης, εκεί όπου εφημέρευε. Για τρεις μέρες ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα. Οι λαϊκές εκδηλώσεις ήταν πρωτοφανείς και το πλήθος του λαού αναρίθμητο. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από το λεκανοπέδιο Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο!

Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα ιερώτατα και θαυματουργά Λείψανα του Αγίου Νικολάου του Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που σήμερα βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του Ιερού αυτού Ναού».

(Επιμέλεια κειμένου: Αρχιμ. Αλέξανδρος Μοστράτος, Ιεροκήρυξ 
- Πρωτοσυγκελλεύων Ι. Μητροπόλεως Παροναξίας)

Ο άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που λέει ο απόστολος Παύλος, ότι «τα πτωχά του κόσμου και τα εξουθενημένα εξελέξατο ο Θεός, ίνα καταισχύνη τα ισχυρά». Υπήρξε δηλαδή το όργανο του Θεού, διά της απλότητος του οποίου διαχύθηκε στον κόσμο πλούσια η σοφία Εκείνου. Δεν είχε κάτι από τα σπουδαία φυσικά προσόντα, τα οποία πολλές φορές, αν δεν προσέξει ο κατέχων αυτά,  λειτουργούν πειρασμικά και μπαίνουν εμπόδιο στη θέα του Θεού. Το απόλυτο προσόν του ήταν  η απλότητά του, που σήμαινε τη φανέρωση  της ταπείνωσής του, άρα της ύπαρξης της χάρης του Θεού σ’ αυτόν. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» λέει ο λόγος του Θεού κι αυτήν την ταπείνωση είχε ο γνωστός και αγαπητός σε όλους παπα-Νικόλας. Με άλλα λόγια μπροστά στον άγιο Νικόλαο είναι σα να τοποθετούμαστε ενώπιον του ίδιου του Θεού μας και να αναπνέουμε την ατμόσφαιρα Εκείνου. Μια καταπληκτική διαφάνεια του ουρανού ήταν η όλη πορεία της ζωής του.   Η ακολουθία του νεώτερου αυτού αγίου της Εκκλησίας μας πρώτα από όλα την παραπάνω αλήθεια θίγει: «Ω, παράδοξο θαύμα! Τα μωρά του κόσμου διάλεξε ο Θεός και ντρόπιασε με αυτά την έπαρση των σοφών» («Ω του παραδόξου θαύματος! Τα μωρά του κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ’ έπαρσιν των σοφών τούτοις κατήσχυνεν»). «Πω, πω, για τα θαυμάσιά σου, Χριστέ! Εσύ αξίωσες, με την ευδοκία και τη χάρη Σου,  τα ασθενή του κόσμου να γίνουν ανώτερα κι από τα ισχυρά και να φθάσουν πετώντας από τη γη στον ουρανό» («Βαβαί! Των σων θαυμασίων, Χριστέ! Συ τα ασθενή του κόσμου, ισχυρών υπέρτερα, και γήθεν εις ουρανόν μολείν υπόπτερα, ηξίωσας αγαθέ, τη παρά σου ευδοκία και χάριτι») (στιχηρά εσπερινού).

Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η απλότητα ενός ανθρώπου δεν στρέφει κατ’ ανάγκην τον άνθρωπο στον Θεό και στην απόκτηση των θεϊκών χαρίτων. Υπάρχουν δυστυχώς απλοί άνθρωποι, με την έννοια της απλοϊκότητας, οι οποίοι ακριβώς γι’ αυτό πολύ εύκολα οδηγούνται στην πονηρία και σε μία περίεργη υπερηφάνεια. Που θα πει: ο άγιος Νικόλαος την απλοϊκότητά του την «έδεσε» με την αγάπη του προς τον Θεό, ώστε να φανερωθεί με τον τρόπο που είπαμε, η σοφία του Θεού. Τίποτε επίγειο δεν τον τραβούσε και δεν τον γοήτευε. Η καρδιά του χτυπούσε μόνον για τον Σωτήρα του Χριστό, και μάλιστα «εκ παίδων».  «Εσένα ο κόσμος δεν σε έλκυσε κι ούτε σε έκανε φίλο του. Την καρδιά σου όμως την έδωσες στον Σωτήρα σου» («Σε ο κόσμος ουχ είλκυσεν, ουδέ φίλον εκτήσατο, σην καρδίαν δ’ έδωκας τω Σωτήρι σου») (στιχηρό εσπερινού). Γι’ αυτό και όλοι, όπως παλαιότερα τον άγιο Αντώνιο που τον χαρακτήριζαν οι άνθρωποι του καιρού του «θεοφιλή», ονόμαζαν τον παπα-Νικόλα «άνθρωπον όντως του Θεού», με όλα τα χαρίσματα ενός τέτοιου ανθρώπου: την αφιλαργυρία, την αγάπη και την ελεημοσύνη, την αγιασμένη ιερωσύνη.  «Αυτά είπε ο λόγος όσων σε γνωρίζουν, πάτερ Νικόλαε: ελάτε να δείτε άνθρωπο πράγματι του Θεού. Γνήσιο υπηρέτη Του, αγιασμένο λειτουργό της Χάρης Του, απλό στους τρόπους και αφιλάργυρο, με αγάπη στον Χριστό και διακονία Εκείνου μέσω των ελεημοσυνών και των προσφορών του στους πτωχούς» («Τάδε έφη των ειδότων σε, πάτερ Νικόλαε, ο λόγος. Δεύτε ίδετε άνθρωπον όντως του Θεού∙ αυτού θεράποντα γνήσιον∙ λειτουργόν της Χάριτος ηγιασμένον∙ απλούν τον τρόπο και αφιλάργυρον∙ εν ελεημοσύναις και οικτιρμοίς πενήτων τον Χριστόν αγαπώντα και διακονούντα») (δοξαστικό εσπερινού).

Ο μακαριστός υμνογράφος του αγίου Νικολάου Πλανά, Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς, παίρνει αφορμή από το όνομά του αφενός για να τονίσει την ιδιαίτερη όντως αγάπη του προς τον ομώνυμο άγιό του - «είθε να χαίρεις συ που γέμισες από θείο ζήλο και ζήλεψες τον ομώνυμό σου Νικόλαο, τον κανόνα της πίστης και τον πυρσό της εγκράτειας, αλλά και την εικόνα της πραότητας» (στιχηρό αποστίχων εσπερινού) – αφετέρου από την προσωνυμία του «Πλανάς», για να κάνει ωραίους συσχετισμούς ως προς τον αγιασμένο βίο του. Σ’ ένα ιδιόμελο της λιτής για παράδειγμα διαβάζουμε: «Με ύμνους ας τιμήσουμε τον αγιασμένο Νικόλαο, τον Πλανά μεν στην κλήση του, απλανή όμως στην πίστη  του» («εν ύμνοις τιμήσωμεν ηγιασμένον Νικόλαον, τον Πλανάν μεν τη κλήσει, απλανή δε την πίστιν»). Και στο απολυτίκιο: «Ξέφυγες από τις παγίδες του πλάνου, ιερώτατε, και πορεύτηκες τη ζωή σου απλανώς, πατέρα μας, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά» («Τας του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανώς επορεύθης διά βίου, πατήρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά»).

Κι ασφαλώς ο ταλαντούχος μακαριστός Μητροπολίτης δεν αφήνει ασχολίαστο το γεγονός ότι ο άγιος παπα-Νικόλας καταγόταν από τη νήσο Νάξο, ήταν βραδύγλωσσος, ήταν έξοχος λειτουργός του Υψίστου, σχετιζόταν με μεγάλα αναστήματα των ελληνικών γραμμάτων. Πώς να παραλείψει την καταγωγή του, όταν από το ίδιο νησί της Νάξου καταγόταν το άλλο μεγάλο αστέρι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης; Για τον υμνογράφο η χώρα των Ναξίων έχει διπλό λόγο να καυχάται, ενώ ο νεώτερος Νικόλαος αγιάστηκε, γιατί θέλησε να ακολουθήσει την ίδια στενή οδό του παλαιοτέρου συμπατριώτη του Νικοδήμου. «Η χώρα των Ναξίων απέκτησε τώρα διπλό όνομα ως  πλούτο αδαπάνητο: τον Νικόδημο και τον Νικόλαο» («Ναξίων η χώρα…νυν πλούτον αδαπάνητον δυώνυμον εκτήσατο, Νικόδημον, Νικόλαον») (ωδή α΄).  «Είδε τον μεγάλο Νικόδημο, τον μέγα αγιορείτη και ένδοξο και συμπολίτη άγιο ο Νικόλαος ο Νάξιος, και στερεώθηκε προς αγιασμό του στην ίδια στενή οδό» («Ιδών τον Νικόδημον τον πάνυ, τον μέγαν αγιορείτην και κλεινόν και συμπολίτην άγιον, Νικόλαος ο Νάξιος εν τη αυτή στενή οδώ αγιασθείς εστερέωτο») (ωδή α΄).

Η βραδυγλωσσία του επίσης: παραλληλίζεται με τη βραδυγλωσσία του προφήτη Μωυσή, ο οποίος προς διευκόλυνσή του είχε βοηθό τον αδελφό του Ααρών. Κι όπως ο Μωυσής μπόρεσε να επιτελέσει το καθοδηγητικό του έργο, παρά το πρόβλημά του, έτσι και ο άγιος Πλανάς: καθοδήγησε πολλούς στην πίστη, έχοντας όμως ως βοηθό του όχι άνθρωπο, αλλά το ίδιο το Παράκλητο άγιον Πνεύμα. «Άρθρωσε ατελή λόγο ο παμμακάριος Νικόλαος, μοιάζοντας στον βραδύγλωσσο παλιά Μωυσή, και δεν υστέρησε στο να φωτίσει πολλούς για να γνωρίσουν τον Κύριο» («Λόγον ατελή αρθρώσας ο παμμάκαρ Νικόλαος, και τω βραδυγλώσσω πάλαι Μωυσεί ομοιούμενος, πολλούς Κυρίω φωτίσας ουχ υστέρησεν») (ωδή δ΄). «Ο Ααρών έγινε συμπαραστάτης του Μωυσή και ο Παράκλητος ήλθε αρωγός στον Νικόλαος» («Ααρών συμπαραστάτης Μωυσέως εγένετο και τω Νικολάω ήλθεν αρωγός ο Παράκλητος») (ωδή δ΄).

Εκεί που αποκαλύπτεται περίτρανα η αγιότητα του παπα-Νικόλα ήταν στον λειτουργικό τομέα. Ο άγιος υπήρξε άφθαστος λειτουργός του Υψίστου, όχι γιατί ήταν καλλίφωνος ή έβγαζε ωραία κηρύγματα – τίποτε από αυτά – αλλά γιατί λειτουργούσε με αίσθηση ψυχής, «κατεβάζοντας στη γη τον ουρανό». Τα παιδιά ιδιαιτέρως, και όσοι είχαν καρδιά παιδιού, τον έβλεπαν να λειτουργεί μαζί με τους αγγέλους και να ίπταται πάνω από το έδαφος. «Από τη θεϊκή δόξα σου, φάνηκες στα μάτια των παιδιών, πάτερ, σαν λαμπτήρας φωτεινότατος, και όταν ιερουργούσες με λαμπρούς αγγέλους φαινόσουν να μη πατάς πάνω στη γη» («Λαμπτήρ φαεινότατος, επί τη θεία δόξη σου, φαίνει οφθαλμοίς παιδίων, πάτερ, ιερουργών δε μετά αγγέλων φαιδρών ώφθης μη πατών επί της γης») (ωδή ε΄). Σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, που απλός και αυτός ως άνθρωπος, «αγγέλους έσχε συλλειτουργούντας αυτώ». Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι οι πράγματι σπουδαίοι άνθρωποι της εποχής του, οι μεγάλοι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, όπως και πλήθος άλλων, αυτόν προτιμούσαν για λειτουργό στις διάφορες ακολουθίες, αυτόν κυρίως ένιωθαν ως μύστη των αρρήτων και αθεάτων μυστηρίων, αυτόν έρχονταν να βοηθήσουν στο ψαλτήρι του.  Ο υμνογράφος, συνεσκιασμένα είναι αλήθεια, κάνει λόγο και για τη σχέση του, χωρίς ο ίδιος να το επιδιώκει, με τους ανθρώπους αυτούς των γραμμάτων. Οι εγγράμματοι θέλγονταν από τον αγράμματο. Όχι βεβαίως για την αγραμματοσύνη του, αλλά για την πλησμονή της χάρης του Θεού που ζούσε πλούσια στην καρδιά του. «Είχες άξιους συνεργάτες, που τραγουδούσαν και έψαλλαν με την καρδιά τους στον Κύριο. Τα ονόματα αυτών είναι πασίγνωστα στους εραστές των γραμμάτων, αλλά και γραμμένα από τον Θεό στο βιβλίο της ζωής» («Αξίους έσχες συνεργούς, άδοντας και ψάλλοντας εν τη καρδία αυτών τω Κυρίω. Τούτων τα ονόματα περίπυστα τοις των γραμμάτων ερασταίς, τω δε Θεώ γεγραμμένα εν βίβλω ζωής») (λιτή).

Αγία Ευθαλία η παρθενομάρτυς

Υἱὸν φιλοῦσα Μητροπαρθένου Κόρης,
Τομὴν ὑπέστη καλλιπάρθενος Κόρη.
Βιογραφία
Η Αγία Εύθαλία ζούσε στη Σικελία και είχε μητέρα αιμορροούσα, που ονομαζόταν και αυτή Ευθαλία. Κάποτε λοιπόν η μητέρα της, είδε στο όνειρο της τους Άγιους Μάρτυρες Αλφειό, Φιλάδελφο και Κυπρίνο, που τη μνήμη τους γιορτάζουμε στις 10 Μαΐου, οι όποιοι της είπαν ότι αν πιστέψει στον Χριστό και βαπτισθεί, θα γιατρευτεί και θα σωθεί.

Όταν ξύπνησε η μητέρα Ευθαλία πείστηκε στα λόγια των Αγίων Μαρτύρων. Έτσι, μαζί με τη θυγατέρα της Ευθαλία, πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν.

Υπήρχε όμως και ο γιος της Σερμιλιανός, ο όποιος κόντεψε να την πνίξει, μόλις έμαθε ότι η μητέρα του έγινε χριστιανή. Γλύτωσε το βέβαιο θάνατο, με τη βοήθεια κάποιας υπηρέτριας και έφυγε. Η δε θυγατέρα της, η Αγία Ευθαλία, έκανε δριμύτατη παρατήρηση στον αδελφό της, που θέλησε να σκοτώσει τη μητέρα τους. Αυτός τότε, αφού την έδειρε δυνατά, έπειτα την παρέδωσε σ' έναν δούλο του να τη βιάσει. Προσευχομένη τότε η Αγία τύφλωσε τον δούλο. Ο δε αδελφός της μόλις είδε το γεγονός, σαν άλλος Κάϊν, αποκεφάλισε την αδελφή του και έτσι η μακαριά πήρε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

Σε κάποιον κώδικα Νο 73 της Μονής Παναγίας στη Χάλκη, η μνήμη της Αγίας φέρεται κατά την 27η Αυγούστου.

Άγιος Θεόδοτος επίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ομολογητής και Ιερομάρτυρας

Άγιος Θεόδοτος επίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ομολογητής και Ιερομάρτυρας
Ἄθλου πέπλησαι, Θεόδοτε, στιγμάτων,
Εἰ καὶ μὲτ εἰρήνης σε Χριστὸς λαμβάνει.
Βιογραφία
Ο Άγιος Θεόδοτος έζησε στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, όταν η ειδωλολατρία κινδύνευε να εκπνεύσει. Και ζητούσε, όπως τα θανάσιμα πληγωμένα θηρία, να πέσει με όσες δυνάμεις της απέμειναν, να εξοντώσει την Εκκλησία.

Ο Άγιος Θεόδοτος, επίσκοπος στην Κυρήνεια της Κύπρου, με το μεγάλο ζήλο του υπέρ της χριστιανικής πίστης και για τις κατακτήσεις που επιτύγχανε μέσα στον ειδωλολατρικό κόσμο, προκάλεσε την οργή του ηγεμόνα Σαβίνου. Αφού τον συνέλαβε, προσπάθησε να τον πείσει ν' αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό. Ο Θεόδοτος όχι μόνο δεν αρνήθηκε την πίστη του, αλλά και μίλησε θαρραλέα στον ηγεμόνα κατά της ειδωλολατρικής πλάνης και τον εξόρκισε ν' αρνηθεί τους ψεύτικους θεούς. Τότε ο Σαβίνος τον βασάνισε σκληρά, αλλά μπροστά στην εξέγερση του χριστιανικού πληθυσμού, φοβήθηκε και διέταξε να μεταφερθεί ο καταπληγωμένος Ιεράρχης στη φυλακή.

Αλλά και στη φυλακή ο Θεόδοτος δεν εγκατέλειψε το έργο του. Βρήκε ανθρώπους, όπου τους μετέδωσε την αλήθεια και έτσι έκανε μέσα στη φυλακή ένα μικρό ποίμνιο.

Αργότερα, επί Μεγάλου Κωνσταντίνου ελευθερώθηκε και συνέχισε με περισσότερο ζήλο το έργο του. Μετά δύο χρόνια όμως, το 315 μ.Χ., πέθανε, αφού άφησε αλησμόνητο υπόδειγμα σε κλήρο και λαό.

Άγιος Ησύχιος ο Συγκλητικός

Άγιος Ησύχιος ο Συγκλητικός


Ποταμὸν Ἡσύχιος ὑδάτων ἔδυ,
Ὅπως ποταμὸν τοῦ πυρὸς διεκφύγῃ.
Δευτερίῃ προσέβη Ἡσύχιος ἐν πόλου ὅρμοις.
Βιογραφία
O Άγιος Ησύχιος έζησε στο χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανού, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, του προτείνεται να αρνηθεί την πίστη του και να σώσει τη ζωή του και το αξίωμά του. Όμως ο Ησύχιος δε δίστασε να περιφρονήσει όλες τις τιμές και τις υποσχέσεις και με θαυμαστή προθυμία ομολόγησε τη πίστη του. Τότε ο βασιλιάς εξαγριώθηκε και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διάσημα του αξιώματός του και να του φορέσουν ταπεινωτικά ενδύματα και στη συνέχεια τον γελοιοποιεί μπροστά σ' όλους τούς αξιωματούχους. Όμως, ο Άγιος δέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, διότι γνωρίζει ότι οι ανθρώπινες τιμές είναι πρόσκαιρες, ενώ οι ουράνιες τιμές είναι αιώνιες. Εξοργισμένος από την ηρωική στάση του Ησύχιου, ο Μαξιμιανός διατάσσει την θανάτωσή του. Οι στρατιώτες οδηγούν τον Άγιο στον ποταμό Ορόντη, όπου αφού του έδεσαν μία πέτρα στο λαιμό τον έριξαν στο πλέον βαθύ μέρος. Έτσι αξιώθηκε να γίνει μάρτυρας για την πίστη του στο Χριστό.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἄξιας κοσμικῆς, ἀπορρίψας τὸ κλέος, τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὠμολόγησας χαίρων, Ἠσύχιε πανένδοξε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, ὅθεν ἔφερες, ὥσπερ τιμὴν τὴν αἰσχύνην, καὶ τὸν θάνατον, ἐν πνιγμονῇ τῶν ὑδάτων, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Τούς ἀθλητικούς ἀγῶνας ἰχνηλατήσας, πρός θεουργικήν, ἀγάπην ἀνεπτερώθης, καί τῆς ἄνω Συγκλήτου, ἐδείχθης ὁμότιμος, ἀρνησάμενος τήν πρόσκαιρον, καί ζωῆς πρός ὕδωρ ἔφθασας, ποταμοῦ ῥιφείς τοῖς ῥεύμασιν, Ἡσύχιε Ἀθλητά, εὐσεβῶν πρεσβευτά.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἀκαταγώνιστος Ἀθλητὴς γέγονας, τοῦ Παντοκράτορος, μάκαρ Ἡσύχιε, ἐν τῷ καιρῷ τῶν διωγμῶν, τῆς σαρκὸς μὴ φεισάμενος· ὅθεν θανατούμενος, ποταμίοις ἐν ὕδασι, τούτοις ἐναπέπνιξας, τὸν πολέμιον δράκοντα· διὸ ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν θείαν μνήμην σου Μάρτυς ἑορτάζομεν.

Μεγαλυνάριον
Βουλὰς ἀσεβούντων ὑπεριδών, ἐν βουλῇ Κυρίου, ἐπορεύθης θεοπρεπῶς, καὶ ἀνδραγαθήσας, Ἡσύχιε ἐν ἄθλοις, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.

Συναξαριστής της 2ας Μαρτίου


Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Συγκλητικός

 


Ἔζησε στὰ χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ´ αἰῶνα μ.Χ., καὶ κατεῖχε τὸ ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ. Ὅταν κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς ἐνάντια στοὺς χριστιανούς, τοῦ προτείνεται νὰ σώσει τὴν ζωή του καὶ τὶς τιμές του, ἀρνούμενος τὴν πίστη του. Ὁ Ἡσύχιος μὲ θάρρος καὶ ἠρεμία ἐμμένει στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Μαξιμιανός, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ τὸν μεταπείσει μὲ συμβουλές, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, ἀφαιρεῖ τὰ τιμητικά του σύμβολα καὶ τὸν γελοιοποιεῖ μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους.

Ὁ Ἡσύχιος ἀτάραχος, ἀπάντᾳ μὲ τὰ λόγια του Κυρίου: «Δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω». Δηλαδή, δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἐπιδιώκω νὰ πάρω. Ἐξοργισμένος ὁ Μαξιμιανός, διέταξε τὸ θάνατό του. Τότε μία στρατιωτικὴ συνοδεία τὸν ὁδήγησε στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό, τὸν ἔριξαν στὸ πιὸ βαθὺ μέρος.

Ἔτσι παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸ Θεὸ τῆς δόξης, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει καὶ Αὐτὸς στὴ μέλλουσα κρίση. Ἀλλὰ ἔδειξε καὶ σ᾿ ὅλους ἐμᾶς δυὸ μεγάλες ἀρετές, τὴν καταφρόνηση τῆς κοσμικῆς δόξας καὶ τὴν θυσία τῆς ζωῆς.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Ἄξιας κοσμικῆς, ἀπορρίψας τὸ κλέος, τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, ὠμολόγησας χαίρων, Ἠσύχιε πανένδοξε, Ἀθλητῶν ἐγκαλλώπισμα, ὅθεν ἔφερες, ὥσπερ τιμὴν τὴν αἰσχύνην, καὶ τὸν θάνατον, ἐν πνιγμονῇ τῶν ὑδάτων, δυνάμει τοῦ Πνεύματος.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’.
Ὁ Μάρτυς σου, Κύριε, ἐν τὴ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἠμῶν, ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν, ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση, Αὐτοῦ ταὶς ἰκεσίαις, Χριστὲ ὁ Θεός, σῶσον τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Τούς ἀθλητικούς ἀγῶνας ἰχνηλατήσας, πρός θεουργικήν, ἀγάπην ἀνεπτερώθης, καί τῆς ἄνω Συγκλήτου, ἐδείχθης ὁμότιμος, ἀρνησάμενος τήν πρόσκαιρον, καί ζωῆς πρός ὕδωρ ἔφθασας, ποταμοῦ ῥιφείς τοῖς ῥεύμασιν, Ἡσύχιε Ἀθλητά, εὐσεβῶν πρεσβευτά.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἀκαταγώνιστος Ἀθλητὴς γέγονας, τοῦ Παντοκράτορος, μάκαρ Ἡσύχιε, ἐν τῷ καιρῷ τῶν διωγμῶν, τῆς σαρκὸς μὴ φεισάμενος· ὅθεν θανατούμενος, ποταμίοις ἐν ὕδασι, τούτοις ἐναπέπνιξας, τὸν πολέμιον δράκοντα· διὸ ἐν εὐφροσύνῃ, τὴν θείαν μνήμην σου Μάρτυς ἑορτάζομεν.

Μεγαλυνάριον 
Βουλὰς ἀσεβούντων ὑπεριδών, ἐν βουλῇ Κυρίου, ἐπορεύθης θεοπρεπῶς, καὶ ἀνδραγαθήσας, Ἡσύχιε ἐν ἄθλοις, λαμπρῶς ἐμεγαλύνθης, δόξῃ τῇ κρείττονι.

 
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος ἐπίσκοπος Κυρήνειας Κύπρου Ὁμολογητὴς καὶ Ἱερομάρτυρας

 


Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν ἡ εἰδωλολατρία κινδύνευε νὰ ἐκπνεύσει. Καὶ ζητοῦσε, ὅπως τὰ θανάσιμα πληγωμένα θηρία, νὰ πέσει μὲ ὅσες δυνάμεις τῆς ἀπέμειναν, νὰ ἐξοντώσει τὴν Ἐκκλησία.

Ὁ ἅγιος Θεόδοτος, ἐπίσκοπος στὴν Κυρήνεια τῆς Κύπρου, μὲ τὸ μεγάλο ζῆλο του ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ γιὰ τὶς κατακτήσεις ποὺ ἐπιτύγχανε μέσα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο, προκάλεσε τὴν ὀργὴ τοῦ ἡγεμόνα Σαβίνου. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβε, προσπάθησε νὰ τὸν πείσει ν᾿ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστό.

Ὁ Θεόδοτος ὄχι μόνο δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἀλλὰ καὶ μίλησε θαρραλέα στὸν ἡγεμόνα κατὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τὸν ἐξόρκισε ν᾿ ἀρνηθεῖ τοὺς ψεύτικους θεούς. Τότε ὁ Σαβίνος τὸν βασάνισε σκληρά, ἀλλὰ μπροστὰ στὴν ἐξέγερση τοῦ χριστιανικοῦ πληθυσμοῦ, φοβήθηκε καὶ διέταξε νὰ μεταφερθεῖ ὁ καταπληγωμένος Ἱεράρχης στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ στὴ φυλακὴ ὁ Θεόδοτος δὲν ἐγκατέλειψε τὸ ἔργο του. Βρῆκε ἀνθρώπους, ὅπου τοὺς μετέδωσε τὴν ἀλήθεια καὶ ἔτσι ἔκανε μέσα στὴ φυλακὴ ἕνα μικρὸ ποίμνιο.

 


Ἀργότερα, ἐπὶ Μεγάλου Κων/νου ἐλευθερώθηκε καὶ συνέχισε μὲ περισσότερο ζῆλο τὸ ἔργο του. Μετὰ δυὸ χρόνια ὅμως πέθανε, ἀφοῦ ἄφησε ἀλησμόνητο ὑπόδειγμα σὲ κλῆρο καὶ λαό.

(Ἡ μνήμη του - ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστὲς - περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται τὴν 17η καὶ τὴν 19η Ἰανουαρίου).

 
Ὁ Ἅγιος Κόϊντος Ὁμολογητὴς καὶ Θαυματουργός

Ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Λευκτίου Αὐρηλιανοῦ τοῦ Σιδηρόχειρα, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία. Εἰδωλολάτρης πρίν, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ πόθο πρὸς τὴν ἀρετή, δὲν δυσκολεύτηκε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὅταν ἄκουσε τὴν διδασκαλία της καὶ εἶδε τὶς ἀρετὲς τῶν πιστῶν της.

Κάποτε λοιπόν, πῆγε σὲ κάποιο χωριό, τὴν Αἰολίδα, καὶ μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Ὁ δὲ ἡγεμόνας Ῥοῦφος, τὸν συνέλαβε, καὶ ὅταν τόν διέταξε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα ἀμέσως κατέλαβε τὸν ἡγεμόνα δαιμόνιο. Τότε ὁ Ἅγιος, παρακάλεσε τὸν Θεὸ καὶ ὁ ἡγεμόνας ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Ὁ δὲ Ῥοῦφος, ὄχι μόνο ἄφησε ἐλεύθερο τὸν Κόϊντο, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ πολλὰ δῶρα γιὰ τὸ εὐεργέτημα ποὺ τοῦ ἔκανε.

Κατόπιν πῆγε σὲ μία ἄλλη πόλη, τὴν Κύμη, ὅπου μὲ τὴν βία οἱ εἰδωλολάτρες τὸν εἰσήγαγαν σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ προκειμένου νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Καὶ ἐπειδὴ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἁγίου ἔγινε σεισμὸς καὶ γκρεμίστηκε ὁ ναὸς τῶν εἰδώλων, ἔντρομοι οἱ εἰδωλολάτρες ἄφησαν ἐλεύθερο τὸν Ἅγιο.

Μετὰ 40 μέρες, συνέλαβε τὸν Ἅγιο ὁ ἄρχοντας Κλέαρχος, ποὺ ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ διέταξε νὰ συντρίψουν τὰ σκέλη τοῦ Μάρτυρα. Ὅταν δὲ ἔγινε αὐτό, ἀμέσως αὐτὰ ἔγιναν σῶα καὶ ὑγιῆ, μὲ τὴν δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Κόϊντος πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριά, γιὰ 10 ὁλόκληρα χρόνια καὶ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια καὶ βοηθοῦσε τοὺς φτωχούς.

Ἔτσι, μὲ τέτοια θαύματα καὶ θεάρεστα ἔργα ποὺ ἔπραξε, παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο.

(Ἡ μνήμη του περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 2α Ἰουλίου).

 
Οἱ Ἅγιοι Νέστορας καὶ Τριβίμιος (ἢ Τριβιμίνος)

Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251) καταγγέλθηκαν ὅτι ἦταν χριστιανοὶ καὶ μαστιγώθηκαν σκληρὰ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ. Ἔπειτα τοὺς κρέμασαν καὶ τοὺς ἔσχισαν μέχρι τὰ σπλάχνα. Ἐπειδὴ ὅμως ἔμειναν ἀμετακίνητοι στὴν πίστη τους, ἀποκεφαλίστηκαν καὶ ἔτσι πῆραν τὰ στεφάνια τοῦ μαρτυρίου.

(Πολὺ πιθανό, ὁ Ἅγιος Νέστορας, νὰ εἶναι ὁ ἴδιος με αὐτὸν τῆς 28ης Φεβρουαρίου, διότι οἱ βιογραφίες τους συμπίπτουν).

 

 
 
Ὁ Ἅγιος Τρωάδιος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251).

 
Ἡ Ἁγία Εὐθαλία ἡ Παρθενομάρτυς

 


Ἡ Ἅγια Εὐθαλία ζοῦσε στὴ Σικελία καὶ εἶχε μητέρα αἱμορροοῦσα, ποὺ ὀνομαζόταν καὶ αὐτὴ Εὐθαλία. Κάποτε λοιπὸν ἡ μητέρα της, εἶδε στὸ ὄνειρό της τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες Ἀλφειό, Φιλάδελφο καὶ Κυπρῖνο, ποὺ τὴν μνήμη τους γιορτάζουμε στὶς 10 Μαΐου, οἱ ὁποίοι τῆς εἶπαν: «Ἂν πιστέψεις στὸν Χριστὸ καὶ βαπτισθεῖς, θὰ γιατρευτεῖς καὶ θὰ σωθεῖς. Ἂν ὅμως ὄχι, τότε φύγε μακριά μας». Ὅταν ξύπνησε ἡ μητέρα Εὐθαλία πείστηκε απὸ τὰ λόγια τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν θυγατέρα της Εὐθαλία, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκαν.

Ὑπῆρχε ὅμως καὶ ὁ γιός της Σερμιλιανός, ὁ ὁποῖος κόντεψε νὰ τὴν πνίξει, μόλις ἔμαθε ὅτι ἡ μητέρα του ἔγινε χριστιανή. Γλύτωσε τὸ βέβαιο θάνατο, μὲ τὴν βοήθεια κάποιας ὑπηρέτριας καὶ ἔφυγε.

Ἡ δὲ θυγατέρα της, ἡ Ἁγία Εὐθαλία, ἔκανε δριμύτατη παρατήρηση στὸν ἀδελφό της, ποὺ θέλησε νὰ σκοτώσει τὴν μητέρα τους. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε: «Μήπως καὶ σὺ εἶσαι Χριστιανή;». Ἡ Ἁγία ἀποκρίθηκε: «Ναί, Χριστιανὴ εἶμαι καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω πρόθυμα». Τότε ὁ αἰσχρὸς ἀδελφός της, ἀφοῦ τὴν ἔδειρε δυνατά, ἔπειτα τὴν παρέδωσε σ᾿ ἕναν δοῦλο του νὰ τὴν βιάσει. Προσευχομένη τότε ἡ Ἁγία τύφλωσε τὸν δοῦλο. Ὁ δὲ ἀδελφός της μόλις εἶδε τὸ γεγονός, σὰν ἄλλος Κάϊν, ἀποκεφάλισε τὴν ἀδελφή του καὶ ἔτσι ἡ μακαρία πῆρε τὸ ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.

(Σὲ κάποιον κώδικα Νὸ 73 τῆς Μονῆς Παναγίας στὴ Χάλκη, ἡ μνήμη τῆς ἁγίας φέρεται κατὰ τὴν 27η Αὐγούστου).

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἴσως νὰ εἶναι οἱ ἴδιοι με αὐτοὺς τῆς 9ης Ὀκτωβρίου).

 
Ὁ Ἅγιος παπα-Νικόλας Πλανᾶς

 


Γεννήθηκε στὴ Νάξο τὸ 1851 ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Πλανᾷ καὶ τὴν Αὐγουστίνα Μελισσουργοῦ-Πλανᾷ. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἀφιερώθηκε στὰ θεῖα καὶ τὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ 12 χρονῶν ὑπῆρξε ὑπηρέτης τοῦ Ἱεροῦ, σήκωνε τὰ ἁγία ἑξαπτέρυγα, ἀγρυπνοῦσε στὶς ὁλονυκτίες, καὶ ἀπὸ τῆς ἡλικίας ἐκείνης εἶχε ἐκδηλωθεῖ τὸ φιλέσπλαχνο τοῦ χαρακτῆρα του καὶ τὰ ἀλτρουιστικά του αἰσθήματα.

Τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ ἔδινε ἡ μητέρα του, τὸ μοιραζόταν μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ τοῦ χωριοῦ του, καὶ πολλὲς φορὲς εἶχε δώσει καὶ τὰ ῥοῦχα του ἀκόμα στὰ φτωχὰ παιδιά.

Τὴ δεκαετία 1870-1880 ἦλθε στὴν Ἀθήνα. Ὅπου στὶς 4 Ἀπριλίου, τῶν Μυροφόρων, παντρεύτηκε τὴν Ἑλένη Προβελεγγίου ἀπὸ τὰ Κύθηρα. Καὶ τὸ 1880 ἀπέκτησε ἕνα παιδὶ τὸν Ἰωάννη. Ἡ γυναῖκα του, μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε.

 


Τὸ 1879 ὅμως, 22 Ἰουλίου, χειροτονήθηκε διάκονος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος στὴν Πλάκα καὶ τὸ 1884 χειροτονήθηκε Ἱερέας στὸ ναΐδριο τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου κοντὰ στὸν Παλαιὸ Στρατῶνα, ὅπου ἔψαλλε κάθε Κυριακὴ ὁ ἀείμνηστος διηγηματογράφος Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Λειτούργησε στὸν ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως λίγο διάστημα, καὶ κατόπιν τοποθετήθηκε στὸ τότε ἐξωκλῆσι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη Προδρόμου, μετόχι τῆς Μονῆς Σινᾶ.

Ἡ ζωή του ὑπῆρξε πραγματικὰ ζωὴ καλοῦ Σαμαρείτη. Πολλὲς οἱ ἀγαθοεργίες του καὶ τὰ θαύματά του (ποὺ γιὰ εὐνόητους λόγους δὲν μποροῦν νὰ παρατεθοῦν στὸ ἐν λόγῳ Ἁγιολόγιο, μπορεῖ ὅμως ὁ ἀναγνώστης νὰ βρεῖ πολλὲς ἐκδόσεις μὲ πλήρη τὴν βιογραφία του).

Πέθανε στὶς 2 Μαρτίου 1932 στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν ἔθαψαν μπροστὰ στὸν Ἁη Γιάννη τοῦ Ἀγροῦ, ὅπου ὑπηρετοῦσε 50 χρόνια συνέχεια. Ἁγιοποιήθηκε τὸ 1992.

 


Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος ἅ’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὰς τοῦ πλάνου παγίδας ἐκφυγῶν, ἱερώτατε, ἀπλανῶς ἐπορεύθης διὰ βίου, πατὴρ ἠμῶν, Νικόλαε ἀοίδιμε Πλανᾶ, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, ἀγρυπνίαις καὶ νηστείαις, ἱερουργῶν ὁσίως τῷ Κυρίω σου. Ὅνπερ καθικετεύων ἐκτενῶς, Νάξιον ἱεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ἠμὶν τὸ θεῖον ἔλεος.

Κοντάκιον 
Ἦχος βαρύς. Ἐπὶ τοῦ ὅρους μετεμορφώθης.
Ἐν παντὶ ἔθνει, καιρῶ καὶ χρόνω Θεὸς ἀμάρτυρον οὐκ ἀφῆκεν Αὐτοῦ τὴν θείαν δόξαν καὶ τὴν θειότητα? τοὺς δὲ ὄντας ἁγίους ἐν τὴ γῆ αὐτοῦ καὶ Πλανᾶν τὸν Νικόλαον ἐδόξασε? καὶ ἠμὶν ἐδωρήσατο πρεσβευτήν, πατέρα καὶ θερμὸν ἐν ἀναγκαις ἀντιλήπτορα.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις, τοῦ Προδρόμου δοῦλος πιστός, τῶν ἀγρυπνιῶν τὲ ὁ ἐργάτης ὁ θαυμαστός, χαίροις, ἐκκλησίας προφήτου Ἐλισσαίου τὸ σέμνωμα καὶ δόξα, πάτερ Νικόλαε!

 
Ὁ Ἅγιος Chad (Σκωτσέζος)

 


Ὁ Ἅγιος Chad (Τσὰντ) ἦταν ἀδελφός του Ἁγίου Cedd (Σὲντ) (βλέπε 7 Ἰανουαρίου), Ἐπισκόπου Λονδίνου. Σπούδασε στὴ μονὴ Λίντισφερν, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Ἀϊδανοῦ. Κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του νὰ τὸν βοηθήσει στὴν ἵδρυση τῆς μονῆς Λάστινγκχαμ, κοντὰ στὰ ὅρη τῆς Γιορκσάιρ. Μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Σὲντ ὡς Ἐπισκόπου Λονδίνου ἀνέλαβε ὁ ἴδιος τὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς. Ὁ βασιλεὺς Ἄλσφριντ τὸν κάλεσε νὰ ἀναλάβει τὴν ἐπισκοπικὴ θέση τοῦ βασιλείου του καὶ ἡ χειροτονία ἔγινε ἀπὸ ἕνα μόνο Ἐπίσκοπο. Ὁ Ἀρχιείσκοπος Καντουαρίας Θεόδωρος δὲν ἀνεγνώρισε τὴν ἐκλογὴ καὶ διέταξε νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖ ὁ κανονικὸς Ἐπίσκοπός της περιοχῆς. Ἐπειδὴ ὅμως ἐντυπωσιάσθηκε ἀπὸ τὴν ταείνωση καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου Τσάντ, τὸν ἐγκατέστησε ὡς Ἐπίσκοπό της τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Μερσία.

Ὁ Ἅγιος Τσὰντ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 673 μ.Χ. κατὰ τὴν διάρκεια μεγάλης ἐπιδημίας. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τοῦ Λίτσφιλντ καὶ ἐπὶ τοῦ τάφου τοῦ ἔγιναν πολλὰ θαύματα.

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
 

 
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἐπίσκοπος Τβὲρ τῆς Ρωσίας

 


Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὰ τέλη τοῦ 14ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀπὸ νωρὶς εἰσῆλθε στὴ μοναχικὴ πολιτεία τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τβέρ.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.

 
Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος καὶ Εὐφρόσυνος ἐκ Ρωσίας
 


Οἱ Ὅσιοι Βαρσανούφιος, Σάββας, Σαββάτιος καὶ Εὐφρόσυνος ἔζησαν στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψαν στὴν περιοχὴ Τβέρ.
Οἱ Ὅσιοι κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη.

 
Ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ ὁ Ἰθακήσιος
 
 


Ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κατὰ κόσμο Ἰωάννης Πατρίκιος, γεννήθηκε στὸν οἰκισμὸ Καλύβια τῆς Ἰθάκης ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους γονεῖς, τὸν Ἄγγελο καὶ τὴν Ἁγνή.

Ὁ Ἰωάννης σὲ μικρὴ ἡλικία ἔχασε τὴν μητέρα του. Ὁ πατέρας του νυμφεύθηκε καὶ πάλι, ἀλλὰ ἡ μητριὰ τοῦ Ἰωάννου τὸν ταλαιπωροῦσε καὶ τὸν βασάνιζε. Ὁ Ἅγιος, τὰ δύσκολα αὐτὰ χρόνια, ἀσκήθηκε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση, βρίσκοντας καταφύγιο στὴν προσευχή, στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ στὴν μελέτη τῶν ἱερῶν βιβλίων.

Στὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐργάσθηκε ὡς ναυτικὸς στὸ καΐκι τοῦ πατέρα του, προκαλώντας τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ πληρώματος γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὸ ἦθος του.

Σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ταξίδια του βρῆκε καταφύγιο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, στὴ Μεγίστη μονὴ Βατοπεδίου κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Ἰωακείμ.

Μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐπιλέγει τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἀποστέλλει ἱεροκήρυκα στὴν Πελοπόννησο. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος διδάσκει, καθοδηγεῖ, στηρίζει καὶ ἐνθαρρύνει τοὺς Ἕλληνες. Ἐπιπλέον, μὲ τὸ καΐκι τοῦ ἐκ Κεφαλληνίας παπα-Γιάννη Μακρῆ, μεταφέρει ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο στὰ Ἑπτάνησα γέροντες καὶ γυναικόπαιδα, σώζοντάς τους ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τοῦ Ἰμπραήμ.

Περὶ τὸ 1827 ὁ Ὅσιος Ἰωακεὶμ φθάνει στὴν ἀγγλοκρατούμενη πατρίδα του Ἰθάκη. Γιὰ 49 χρόνια διακονεῖ μέσα στὸν κόσμο καὶ προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴν πλάνη, τὴν αἵρεση. Ἀναφέρονται περιπτώσεις ποὺ ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ βρισκόταν ἐπάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, πλημμυρισμένος ἀπὸ οὐράνιο φῶς. Ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει τὸ διορατικὸ χάρισμα καὶ ἔτσι γίνεται ὁ σύμβουλος, ὁ παιδαγωγὸς ἐν Χριστῷ καὶ ὁ ἰατρὸς τῶν Ἰθακησίων.
Ἔτσι ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Ἰωακείμ, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1868.

Ο κοντεμένος άγιος...



gerontewΤου Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας 
Μπορεί ο Φλεβάρης να είναι κουτσός και δίσεκτος, αλλά και στις εικοσιενιά του, όταν τις έχει, έχει και άγιο.
Όταν είναι κοντεμένος, η μνήμη της 29ης, αν είσαι φιλόσιος βέβαια, μεταφέρεις την μνήμη του σήμερα, στις 28. Έτσι κάναμε και εμείς. Γιορτάσαμε τον Όσιο Κασσιανό τον Ρωμαίο σήμερα.
Είχα την ευλογία να υπηρετήσω έναν υπερήλικα γέροντα μοναχό, ναυτικό στα νειάτα του, και να μάθω μία πολύ ωραία ιστορία, σαν παραμυθάκι, γιά αυτόν τον Άγιο.
Ο άγιος Κασσιανός, ή Ιωάννης ο Κασσιανός ήταν μαθητής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και μετέφερε τον ανατολικό μοναχισμό στην Δύση.
Έγραψε πραγματείες γιά την μοναχική πολιτεία. Αναδείχτηκε φωστήρας της Εκκλησίας.
                 Ο γερο Γελάσιος λοιπόν είχε αγάπη στους περιφρονημένους αγίους. 
                Αυτοί είναι οι άγιοι οι δεύτεροι και τρίτοι της κάθε μέρας, που συνήθως καταλιμπάνεται η μνήμη τους ή «αναγινώσκεται εν τοις Αποδείπνοις, ή εν τοις κελλίοις». 
                Τέτοιον θεωρούσε και τον Άγιο Κασσιανό. Και έτσι, αντί να εορτάζει τον άγιό του, στις 23 Δεκεμβρίου, κερνούσε στις 28 ή 29 γιά τον περιφρονημένο άγιο, τον άγιο Κασσιανό.
Ήταν Επιστάτης στην Ιερά Επιστασία και γιά τα Χριστούγεννα γυρνούσε στο Μοναστήρι.
Έτσι δεν μπορούσε να εορτάσει τον Άγιο Γελάσιο, από τους Δέκα Μάρτυρες της Κρήτης.
                Αν όμως παρέμενε και γιά το επόμενο έτος Επιστάτης ή Αντιπρόσωπος, άνετα κερνούσε γιά τον Άγιο Κασσιανό.
               Τα χρόνια πέρασαν και οι πόνοι των ποδιών έκαμναν το γεροντάκι πλέον να επικαλείται όλους τους φίλους του αγίους. 
                Είδε τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο να λειτουργάει Μεγάλη Πέμπτη. 
                Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Γρηγοριάτισσα, όπως την αποκαλούσε, φανέρωσε την επίσκεψή της με μία μοσχοβολιά στο κελλί του και στα διπλανά. Πήγε και ο Άγιος Βησσαρίων των Μεγάλων Πυλών. Όμως οι πόνοι των ποδιών φαίνεται πως ήθελαν άλλον άγιο. 
                Έτσι, ένα πρωϊνό, μας λέει, μέσα στα δάκρυα, που συνεχώς έρρεαν πλέον από τα μικροκαμωμένα ματάκια του: «Φέρε με πρώτα λίγον ασβέστη, λιωμένον, και μετά θα σε πω».
                Άντε να τον αφήσεις σε ησυχία μετά από αυτό. Κάτι θα είδε πάλι ο παπούς. Ποιός περιμένει; Δεν χρειάστηκε να επιμείνουμε πολύ. Φέραμε και τον ασβέστη: «Νά, ήρθε ο Κασσιανός και με είπε να αλείψω με ασβέστη τα πόδια». 
               Και πώς ήταν, γέροντα, ο φίλος σου; «Δυτικός ήταν, η φορεσιά του δεν ήταν σαν τη δικιά μας. Με είπε είμαι ο Κασσιανός. Με φώναξες και ήρθα». Και άρχισε πάλι, γιά μυριοστή φορά, να ξαναλέει πόσο τιμούσε αυτόν τον «περιφρονεμένο» άγιο.
               Άλειψε με τον ασβέστη τα πόδια του και γιά αρκετόν καιρό αισθανόταν ανακούφιση.
              Φώναξε όλους τους αγίους, αλλά φώναξε και τον Κασσιανό, με μεγαλύτερο παράπονο. –Και σύ με ξέχασες, Κασσιανέ; Είπε, και ο Άγιος έτρεξε να τον συμπαρασταθεί στους πόνους του, να ανταποδώσει κάπως τα κεράσματα στο Πρωτάτο.
              Όλη την ημέρα προσπαθούσα να τελειώσω αυτό το κείμενο. Αλλά τώρα τα κατάφερα που η μέρα άλλαξε. Έστω και αργά, θυμηθήκαμε το γεγονός αυτό το θαυμαστό με τον τελευταίο άγιο του Φλεβάρη.
               Καλόν μήνα, γιά τον Μάρτιο που άρχισε.     

Ομιλία Γέροντος Εφραιμ στη Θεσσαλονίκη



Ο ΟΣΙΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ Ο ΙΘΑΚΗΣΙΟΣ (1786 – 1868) Ο πνευματικός καθοδηγητής και ιεραπόστολος των Ιθακησίων


Το ξακουστό από την αρχαιότητα γραφικό και
 ρομαντικό νησί της Ιθάκης, που τραβά ολοένα 
και περισσότερο το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων
 και φυσιολατρών, προσφέρει πλούσια τους 
πνευματικούς του θησαυρούς και στους 
φιλάγιους επισκέπτες και προσκυνητές, 
αφού προστατεύεται από τις πρεσβείες
 της πολιούχου Παναγίας Καθαριώτισσας
 με το ομώνυμο ιστορικό μοναστήρι και 
κοσμείται από αγιασμένες πνευματικές 
μορφές, που λαμπρύνουν την 
Ορθόδοξη Εκκλησία με τη φιλόθεη βιοτή 
και την αγιαστική τους χάρη, όπως ο εξ Ιθάκης νεοφανής 
και θαυματουργός ιερομάρτυς Άγιος Ραφαήλ, που μαρτύρησε στη 
Μυτιλήνη στις 9 Απριλίου 1463 και ο Όσιος Ιωακείμ ο Παπουλάκης, 
που εκοιμήθη στις 2 Μαρτίου 1868 στο ιστορικό νησί της Ιθάκης.

Ο Όσιος Ιωακείμ, ο οποίος αναδείχθηκε ο πνευματικός καθοδηγητής
 και ιεραπόστολος των Ιθακησίων, γεννήθηκε το 1786 στο μικρό χωριό 
Καλύβια, που βρίσκεται στη βόρεια Ιθάκη, απέναντι από το χωριό Σταυρός.
 Οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς του ονομάζονταν Άγγελος και Αγνή 
και το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης. Τα παιδικά του χρόνια
 ήταν δύσκολα, αφού σε μικρή ηλικία έχασε τη μητέρα του. 
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, αλλά η μητριά του ήταν
 μία σκληρόκαρδη γυναίκα, που βασάνιζε και ταλαιπωρούσε τον 
μικρό Ιωάννη, ο οποίος υπέμεινε τη δύσκολη αυτή κατάσταση, 
προσευχόμενος στον Χριστό και μελετώντας ψυχωφελή βιβλία. 
Στην εφηβική του ηλικία εργάζεται ως ναυτικός στο καΐκι του 
πατέρα του και κερδίζει την αγάπη, την εκτίμηση και τον 
σεβασμό όλων, αφού είναι προικισμένος με σπάνια ψυχικά χαρίσματα. 

Σε κάποιο από τα ταξίδια του καταφεύγει στο Άγιο Όρος και 
γίνεται μοναχός στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, λαμβάνοντας το 
όνομα Ιωακείμ. Κατά την εικοσάχρονη παραμονή του στο αγιορείτικο
 αυτό μοναστήρι ασκείται στην υπομονή και την ταπείνωση και αποκτά 
πολύτιμες πνευματικές αρετές, ώστε ακτινοβολεί και γίνεται φωτεινό
 παράδειγμα προς μίμηση. Το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση 
και κατ’ εντολή του ηγουμένου της μονής εγκαταλείπει το μοναστήρι 
για να προσφέρει ως ιεροκήρυκας το ιεραποστολικό του έργο στην 
Πελοπόννησο. 
Εκεί, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του ισαποστόλου 
και εθνομάρτυρος Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, διδάσκει, παρηγορεί 
και ενισχύει ψυχικά όσους έχουν ανάγκη, ενώ με το καΐκι του 
κεφαλονίτη ιερέα Ιωάννη Μακρή φυγαδεύει στα Επτάνησα τους ηλικιωμένους
 και τα γυναικόπαιδα για να τους προστατεύσει από τις βίαιες επιδρομές 
του Ιμπραήμ. Την εποχή αυτή τα Επτάνησα βρίσκονται υπό την κατοχή
 των Άγγλων, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να επιβληθούν 
και να περιορίσουν τον πνευματικό ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Γι’ αυτό και ο Ιωακείμ κατά το έτος 1827 έρχεται στην 
αγγλοκρατούμενη πατρίδα του, την Ιθάκη, και αναδεικνύεται ένθερμος
 ιεραπόστολος και φωτεινός διδάσκαλος. 
Για 41 συναπτά έτη περιφέρεται αδιάκοπα στο νησί του και επισκέπτεται 
κάθε χωριό και κάθε σπίτι. Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης πνευματικής 
του παρουσίας στην Ιθάκη διδάσκει ανελλιπώς τον λόγο του Θεού,
 παραδειγματίζει με την αγιότητα του ασκητικού του βίου, βοηθά τους
 φτωχούς και στηρίζει ψυχικά όσους έχουν ανάγκη και κινδυνεύουν
 να χαθούν από τον αργό, αλλά αναπόφευκτο πνευματικό θάνατο. 
Έτσι ο Ιωακείμ γίνεται ο πνευματικός φάρος και προστάτης των
 Ιθακησίων, που φωτίζει, διδάσκει και καθοδηγεί τις κουρασμένες και
 ταλαιπωρημένες ψυχές, αφού κοντά του βρίσκουν την ανακούφιση,
 τη γαλήνη και την πνευματική ανάταση. Προσεύχεται διαρκώς για 
τη σωτηρία των συμπατριωτών του και ο Θεός τον ανταμείβει 
πλουσιοπάροχα με τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. 
Ιδιαίτερη απήχηση έχει το φλογερό του κήρυγμα, 
που αναζωπυρώνει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ιθακησίων, 
τους οποίους και ενθαρρύνει εναντίον της κυριαρχίας των Άγγλων, 
προφητεύοντας την αναίμακτη φυγή τους από το νησί, όπως και έγινε. 

Πλημμυρισμένος από το ουράνιο φως και προικισμένος με το
 προορατικό και ιαματικό χάρισμα ο θεόπνευστος και ταπεινός 
ασκητής Ιωακείμ, που κατέστη ο οδηγός, ο σύμβουλος και ο 
διδάσκαλος των Ιθακησίων, εγκατέλειψε την επίγεια ζωή 
στις 2 Μαρτίου 1868 στο Βαθύ της Ιθάκης.
 Η εξόδιος ακολουθία του εψάλη στον ιερό ναό 
του Αγίου Νικολάου στο Βαθύ της Ιθάκης μέσα σε πλήθος χριστιανών,
 που έκλαιγαν απαρηγόρητοι για την απώλεια του αγαπημένου 
διδασκάλου τους. Το ιερό σκήνωμα του Οσίου μεταφέρθηκε 
μετά από πορεία αρκετών ωρών, στο χωριό Σταυρός και 
ενταφιάστηκε πίσω από το άγιο Βήμα του ιερού ναού της Αγίας Βαρβάρας,
 σύμφωνα με την επιθυμία του. 
Τα πρώτα σημάδια της αγιότητος του Οσίου φάνηκαν κατά τη διάρκεια της
 πομπής του ιερού σκηνώματός του προς το χωριό Σταυρός, 
όπου ενώ ξέσπασε δυνατή βροχή, το ιερό λείψανο δεν βράχηκε καθόλου. 

Στις 23 Μαΐου 1992 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών 
και χαριτόβρυτων λειψάνων του μέσα σε ατμόσφαιρα κατανύξεως
 και πνευματικής εξάρσεως και το 1998 έγινε η επίσημη και 
πανηγυρική αναγνώριση του αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
 Το ίδιο έτος (1998) εποιήθησαν από τον Μέγα Υμνογράφο της των
 Αλεξανδρέων Εκκλησίας Δρ. Χαραλάμπη Μ. Μπούσια η ασματική 
ακολουθία και ο παρακλητικός κανόνας προς τιμήν του Οσίου, 
που ψάλλονται τόσο στις 2 Μαρτίου όσο και στις 23 Μαΐου
 στον περικαλλή ιερό ενοριακό ναό της Μεταμορφώσεως 
του Σωτήρος στο χωριό Σταυρός Ιθάκης, όπου λαμβάνει χώρα
 ο εορτασμός της μνήμης και της ανακομιδής των λειψάνων του Οσίου. 

Ο Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος, ο οποίος ανάλωσε ολόκληρη τη
 ζωή του στην αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου, ήταν, είναι και 
θα παραμείνει το στήριγμα, η παρηγοριά και η ελπίδα των κατοίκων
 του ιστορικού νησιού της Ιθάκης και αυτός, ο οποίος θα προσφέρει 
πλουσιοπάροχα τη θαυματουργική του χάρη και τις πολλαπλές ευεργεσίες
 σε εκείνους, που θα τον επικαλούνται με πίστη και ευλάβεια. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Κανέλλου Κωνσταντίνου Π., Ο Όσιος Ιωακείμ ο Ιθακήσιος (1786 – 1868), Ιθάκη 2000.

ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΗΣΥΧΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΥ

15Γιορτάζουμε σήμερα 2 Μαρτίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Ησυχίου του Συγκλητικού.

O Άγιος Ησύχιος έζησε στο χρόνια του Γαλερίου Μαξιμιανού, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., και κατείχε το αξίωμα του Συγκλητικού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των Χριστιανών, του προτείνεται να αρνηθεί την πίστη του και να σώσει τη ζωή του και το αξίωμά του.

Όμως ο Ησύχιος δε δίστασε να περιφρονήσει όλες τις τιμές και τις υποσχέσεις και με θαυμαστή προθυμία ομολόγησε τη πίστη του. Τότε ο βασιλιάς εξαγριώθηκε και διέταξε να του αφαιρέσουν τα διάσημα του αξιώματός του και... να του φορέσουν ταπεινωτικά ενδύματα και στη συνέχεια τον γελοιοποιεί μπροστά σ' όλους τούς αξιωματούχους.

Όμως, ο Άγιος δέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα, διότι γνωρίζει ότι οι ανθρώπινες τιμές είναι πρόσκαιρες, ενώ οι ουράνιες τιμές είναι αιώνιες. Εξοργισμένος από την ηρωική στάση του Ησύχιου, ο Μαξιμιανός διατάσσει την θανάτωσή του.

Οι στρατιώτες οδηγούν τον Άγιο στον ποταμό Ορόντη, όπου αφού του έδεσαν μία πέτρα στο λαιμό τον έριξαν στο πλέον βαθύ μέρος. Έτσι αξιώθηκε να γίνει μάρτυρας για την πίστη του στο Χριστό.

Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!

Απολυτίκιο:
Ήχος α'. Τον τάφον σου Σωτήρ.
Άξιας κοσμικής, απορρίψας το κλέος, την δόξαν του Χριστού, ωμολόγησας χαίρων, Ησύχιε πανένδοξε, Αθλητών εγκαλλώπισμα, όθεν έφερες, ώσπερ τιμήν την αισχύνην, και τον θάνατον, εν πνιγμονή των υδάτων, δυνάμει του Πνεύματος.

Το Απολυτίκιο ψάλλει ο αρχ. π. Νικόδημος Καβαρνός

Με πληρ. από τον Ορθόδοξο Συναξαριστή 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΤΥΡΟΣ ΗΣΥΧΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΟΥ

Τῌ Β' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΥ

Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἡσυχίου τοῦ Συγκλητικοῦ.

Τῇ Β' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος

 Ἡσυχίου τοῦ Συγκλητικοῦ.
Ποταμὸν Ἡσύχιος ὑδάτων ἔδυ,
Ὅπως ποταμὸν τοῦ πυρὸς διεκφύγῃ.
Δευτερίῃ προσέβη Ἡσύχιος ἐν πόλου ὅρμοις.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδότου,

 Ἐπισκόπου Κυρηνίας τῆς Κύπρου.

Ἄθλου πέπλησαι, Θεόδοτε, στιγμάτων,
Εἰ καὶ μὲτ εἰρήνης σε Χριστὸς λαμβάνει.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Κοΐντου τοῦ θαυματουργοῦ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Νέστορος καὶ Τριβιμίου.


Ὁ τράχηλον Νέστορος πλήξας τῷ ξίφει,
Πληγὴν ὁμοίαν ἐντρίβει Τριβιμίῳ.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Τρῳαδίου 

καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἐπὶ Δεκίου Βασιλέως.

Μὴ μέλλε, Τρῳὰδιε, θνῄσκειν ἐκ ξίφους,
Μὴ μέλλε, καὶ μέλλησιν οὐχ ἕξει στέφος.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Ἁγία Παρθένος Εὐθαλία ξίφει τελειοῦται.

Υἱὸν φιλοῦσα Μητροπαρθένου Κόρης,
Τομὴν ὑπέστη καλλιπάρθενος Κόρη.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἀνδρόνικος καὶ Ἀθανασία 

ξίφει τελειοῦνται.

Ἀθανασία συνθανόντα τῇ πάνυ,
Πεπείσμεθα ζῆν Ἀνδρόνικον τὸν πάνυ.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...