Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Δορμπαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Δορμπαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2023

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

πηγή

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2023

ΠΡΙΝ ΜΕ ΒΡΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ!

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Ἡμάρτηκα ὑπέρ πάντας ἀνθρώπους ὁ ἄθλιος, καί ἀμετανόητα ὡς Μανασσῆς ἐπλημμέλησα˙ τρόπους μετανοίας μοι ποίησον, Κύριε, πρίν με λύσῃ θάνατος» (ωδή δ΄ Τριωδίου Πέμπτης της Τυρινής).

(Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους ο άθλιος και έπεσα χωρίς μετάνοια σε πλημμελήματα σαν τον Μανασσή. Γι’ αυτό, Κύριε, πριν με διαλύσει ο θάνατος κάνε με να ακολουθήσω τους δρόμους της μετάνοιας).

Είναι η κραυγή του γνησίως μετανοούντος, όπως την καταγράφει ο πράγματι γνήσιος εργάτης της μετανοίας άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος. Ποια τα στοιχεία της γνήσιας αυτής μετάνοιας; Η συναίσθηση πρώτον των αμαρτιών του. Ο πιστός αισθάνεται ότι βρίσκεται σε κατάσταση αθλιότητας. Όχι γιατί είναι φτωχός υλικά ή δεν έχει «πρόσωπο» στην κοινωνία - ένα είδος «Αθλίων» του Ουγκώ – αλλά γιατί δεν βλέπει τίποτε καλό στον εαυτό του: είναι φτωχός από πλευράς πνευματικής, τόσο που μοιάζει με τον βασιλιά των Ιουδαίων Μανασσή που διακρινόταν για την κακότητά του, τις αδικία του, την ειδωλολατρία του. Και μάλιστα φτάνει στο σημείο να κατατάσσει τον εαυτό του στον «πάτο» των αμαρτωλών. «Αμάρτησα πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους»! Αλλά γι’ αυτό ακριβώς και επισημαίνεται εδώ η μεγάλη χαρισματική κατάσταση στην οποία ζει. Διότι για να δει κανείς τον εαυτό του αμαρτωλό και μάλιστα χειρότερο όλων απαιτείται ιδιαίτερος φωτισμός από τον Θεό, ένας φωτισμός που ανοίγει τα μάτια για να καταλάβει τα πραγματικά όρια της κτιστότητάς του. Αυτό δεν είπε και ο Κύριος; «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Από μόνος του ο άνθρωπος είναι ένα «τίποτε». Γιατί δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε καλό. Ο σύγχρονός μας όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης το εξέφραζε, ως γνωστόν, με τον μοναδικό δικό του τρόπο: «Αυτό που έχω δικό μου είναι ό,τι κατεβάζει η…μύτη μου!» Άλλωστε ο Κύριος πάλι, αυτόν τον άνθρωπο πρώτα από όλους μακάρισε: αυτόν που αισθάνεται την πνευματική του φτώχεια. «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των Ουρανών». Είναι το πνευματικό ύψος του αποστόλου Παύλου, ο οποίος με πλήρη επίγνωση ομολογούσε: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Οπότε, για την πίστη μας ο πνευματικός αγώνας εκεί είναι προσανατολισμένος: να φτάσουμε στην όραση του αληθινού εαυτού μας˙ να βλέπουμε τον άδη μας και τα μαύρα χάλια μας!

Η παραπάνω χαρισματική κατάσταση της αληθινής θέασης του εαυτού μας ισχύει όμως, κι είναι το δεύτερο που επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος, όταν συνυπάρχει με την ελπίδα στον Χριστό. Σ’ Αυτόν προστρέχει ο πιστός για να του δώσει τη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια δεν είναι κτήμα δικό μας. Βιώνεται από εμάς όταν ο Κύριος δει την καλή μας διάθεση και μας την παρέχει ως δώρο. Όπως το ομολογούμε παρακλητικά διαρκώς στην Εκκλησία μας τις Σαρακοστές: «Της μετανοίας άνοιξόν μοι πύλας, ζωοδότα», άνοιξέ μου, ζωοδότη Κύριε, τις πύλες της μετάνοιας. Είναι καρπός συνέργειας Θεού και ανθρώπων η μετάνοια. Κι όχι μόνο τούτο. Ο σοφός υμνογράφος κάνει και δύο ακόμη σημαντικές παρατηρήσεις: η μετάνοια έχει πολλούς τρόπους – μπορεί κανείς να αλλάξει ζωή και να σχετιστεί με τον Κύριο από όποιον δρόμο είναι προσφορότερος προς εκείνον. Είτε λέγεται προσευχή ο δρόμος αυτός είτε πένθος και δάκρυα είτε στεναγμός βαθύς της ψυχής είτε καταβολή κόπου και ασκητικής προσπάθειας, όλα αυτά και πολλά άλλα συνιστούν δωρεές του Κυρίου στις ψυχές που τελικώς στρέφονται προς Αυτόν και ζητούν το έλεός Του. Κι ακόμη: σημειώνει ο άγιος Ιωσήφ το σπουδαιότερο όπλο του ανθρώπου για να προκληθεί στη μετάνοια˙ τη μνήμη του θανάτου. Πράγματι, η υπενθύμιση στον εαυτό μας ότι δεν είμαστε αιώνιοι στον κόσμο τούτο κι ότι έρχεται το τέλος το οποίο μάλιστα είναι άδηλο – μπορεί η κάθε ώρα και ημέρα μας να είναι και η ώρα κλήσεως φυγής μας από εδώ – δεν λειτουργεί για τον σοβαρά σκεπτόμενο και έχοντα λίγη πίστη άνθρωπο ως το όριο που τον κινητοποιεί να μετανοήσει, να δει τον εαυτό του και να πάρει τον δρόμο επιστροφής προς τον Κύριο; Κι είναι τούτο ό,τι σημαντικότερο για τη ζωή μας. Διότι ο Χριστός μας αυτό καθόρισε ως τρόπο ζωής με τον ερχομό Του: «Μετανοείτε. Γιατί έφτασε η Βασιλεία του Θεού». Τελικώς υπάρχουν πολλοί δρόμοι μετανοίας, πολλά μονοπάτια για να την περπατήσει κανείς, αλλά δεν παύει όμως να αποτελεί τον ένα δρόμο της αληθινής ζωής, τον μονόδρομο για τον κάθε πιστό.

πηγή

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 


«Μή στύγναζε Ἰωσήφ, καθορῶν μου τήν νυδήν˙ ὄψει γάρ τό τικτόμενον ἐξ ἐμοῦ καί χαρήσῃ, καί ὡς Θεόν προσκυνήσεις, ἡ Θεοτόκος ἔλεγε τῷ ἑαυτῆς μνηστῆρι, μολοῦσα τοῦ τεκεῖν τόν Χριστόν. Ταύτην ἀνυμνήσωμεν λέγοντες˙ Χαῖρε κεχαριτωμένη, μετά σοῦ ὁ Κύριος, καί διά σοῦ μεθ’ ἡμῶν» (απόστιχα όρθρου).

(Μη στενοχωριέσαι και σκυθρωπάζεις, Ιωσήφ, βλέποντάς με έγκυο. Διότι θα δεις αυτό που θα γεννηθεί από εμένα και θα χαρείς και ως Θεό θα το προσκυνήσεις, έλεγε στον μνηστήρα της η Θεοτόκος, καθώς έσπευδε να γεννήσει τον Χριστό. Αυτήν ας ανυμνήσουμε λέγοντας: Χαίρε κεχαριτωμένη, μαζί Σου ο Κύριος, και μέσω Εσένα μαζί και με εμάς).

Οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας την τελευταία προ των Χριστουγέννων εβδομάδα προβάλλουν με ένταση τη Γέννηση του Κυρίου και την προετοιμασία μας για το υπερφυές γεγονός. Στο συγκεκριμένο μάλιστα παραπάνω τροπάριο που κατακλείει την ακολουθία της προεόρτιας ημέρας, η κυρία Θεοτόκος «απολογείται» κατά κάποιον τρόπο προς τον μνηστήρα της Ιωσήφ την ώρα που βρίσκεται στο τέλος της εγκυμοσύνης της – προφανώς, κατά τον άγιο υμνογράφο, η Παναγία βιώνει μέχρι τέλους τον προβληματισμό και την επιφύλαξη του Ιωσήφ για ό,τι συνέβη κατά τον Ευαγγελισμό της, την εκ Πνεύματος αγίου σύλληψή της. Και πώς αντιμετωπίζει τον «στυγνασμό» του; Με τρόπο κατεξοχήν θετικό που αποτελεί και λύση και διέξοδο για όλα τα προβλήματα που και εμείς μπορούμε να αντιμετωπίζουμε στον κόσμο που βρισκόμαστε. Τι εννοούμε; Η Θεοτόκος προσανατολίζει τον λογισμό και τη σκέψη του Ιωσήφ όχι στην εγκυμοσύνη της, αλλά στο «τεχθησόμενον», στον Θεό ως «παιδίον νέον» που θα γεννηθεί και το οποίο θα κρατήσει με χαρά και στα δικά του χέρια ο Ιωσήφ και θα το προσκυνήσει ως Θεό του. Κι αυτό συνιστά, όπως είπαμε, και τη διέξοδο και στα δικά μας προβλήματα και τους δικούς μας «στυγνασμούς» στη ζωή αυτή: δεν πρέπει να μένουμε «αγκυλωμένοι» στα προβλήματα, αλλά να υψώνουμε τον νου και τη διάνοιά μας στη λύση, στο θετικό αποτέλεσμα που φέρνει κάθε φορά η Πρόνοια του Θεού και για εμάς. Διότι ποιο πρόβλημα μπορεί να είναι ανυπέρβλητο μέσα στο πλαίσιο της αγάπης και της φροντίδας του Θεού για τον άνθρωπο; Ο λόγος του Θεού διά στόματος ιδίως αποστόλου Πέτρου είναι σαφής: «όλη τη μέριμνά μας ας τη ρίξουμε στον Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για εμάς – «ὅτι αὐτῷ μέλλει περί ἡμῶν»!

Ο χαιρετισμός προς την Παναγία λόγω της πληρότητας της χάρης Της είναι η μόνη στάση μας απέναντί της. Μετέχουμε στη χαρά της, γιατί είναι ο Κύριος μαζί Της. Και βεβαίως, μέσω Εκείνης είναι μαζί και μ’ εμάς. Η Παναγία έφερε στον κόσμο τον «Ἐμμανουήλ», δηλαδή τον Θεό που είναι πια διαπαντός μαζί μας.

πηγή

ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΟΛΑ ΑΝΟΗΤΑ!

 

«Ὁ λόγῳ τείνας οὐρανόν, ὑπεισέρχῃ Σπηλαίῳ, καί ἀλόγων ἐν φάτνῃ, ἀνακέκλισαι Χριστέ, τῆς ἀλογίας ἡμῶν, διά σπλάγχνα, θέλων ἐκλυτρώσασθαι» (ωδή γ΄, β΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων).

(Χριστέ, Συ που με τον λόγο σου δημιούργησες και άπλωσες τον ουρανό, εισέρχεσαι μέσα σε σπήλαιο και ανακλίνεσαι σε φάτνη αλόγων ζώων. Κι αυτό γιατί από την αγάπη σου θέλεις να μας λυτρώσεις από την αλογία της ζωής).

Ο άγιος υμνογράφος ευρισκόμενος μέσα στο θάμβος του μυστηρίου της  ταπείνωσης του Δημιουργού Υιού του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού: πώς Αυτός που είναι ο Δημιουργός ως παντοδύναμος Θεός δέχτηκε να περικλεισθεί μέσα στο σωματάκι ενός εμβρύου και να γεννηθεί σε μία σπηλιά ανακλινόμενος σε μία φάτνη αλόγων ζώων!, μέσα στο θάμβος αυτό λοιπόν ευρισκόμενος κατανοεί εν πίστει το ανεξήγητο: είναι η απειρία αγάπης του Θεού μας που Τον έκανε να «κλίνει ουρανούς και να κατέβει ως άνθρωπος» στη γη, ως ένας από εμάς «χωρίς ἁμαρτίας». Χωρίς την αγάπη και «τα σπλάγχνα» του Δημιουργού τίποτε από τη χριστιανική πίστη, κατεξοχήν δε η Γέννηση Αυτού ως ανθρώπου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Βγάλε την αγάπη από την κίνηση ερχομού του Θεού στον κόσμο ως «σαρκοφόρου» διαπαντός, τουτέστιν αιωνίως, και όλα διαγράφονται. Αλλά τούτο δεν γίνεται. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη εστί». Αυτό μας απεκάλυψε ο Χριστός και ανταποκρίνεται στην αποκάλυψή Του αυτή κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης και κάθε χρόνου.

Και ποιος ο σκοπός του ερχομού Του στον κόσμο; «Να θεώσει το πρόσλημμα» θα μας πει σε άλλο σημείο ο άγιος ποιητής, δηλαδή τον άνθρωπο που προσέλαβε να τον φέρει και πάλι στην «ευθεία» προοπτική του αρχικού του προορισμού, τη θέωση, το «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», να γίνει ένα με τον Δημιουργό Του – ό,τι έχασε από την επανάσταση κατά του Κυρίου με την αμαρτία του.  «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται». Κι έρχεται με τον συγκεκριμένο ύμνο ο υμνογράφος να συμπληρώσει: η αποκατάσταση αυτή του ανθρώπου σημαίνει ότι αποκτά και πάλι αυτός τον λόγο της ζωής του. Γιατί; Διότι η εκτροπή της αμαρτίας κάνει τον άνθρωπο διαγράφοντας τη σχέση του με τον Υιό και Λόγο του Θεού να χάνει πράγματι και τον δικό του λόγο – ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προεκτείνει και να επαναλαμβάνει τον Δημιουργό του, να είναι ένας άλλος θεός μαζί με τον φύσει Θεό. Η αλογία της αμαρτίας όμως είναι η ανοησία του ανθρώπου, ο άνθρωπος της αμαρτίας δηλαδή περιπίπτει σε μία κατάσταση που αέναα ανακυκλώνει την απώλεια του εαυτού του, πορευόμενος διαρκώς στα τυφλά λόγω του σκοτισμού του νου του. «Ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀπολωλώς». Οπότε και τον Δημιουργό του δεν βλέπει, αλλ’ ούτε και τον εαυτό του, τον όποιο συνάνθρωπό του, ακόμη και το «σπίτι» του, το φυσικό του περιβάλλον. Τι «όνομα» να δώσει στα πάντα αυτός που απώλεσε τη δύναμη του ονοματοδοτείν, τον λόγο; Είναι τυχαίο ότι στην κατάσταση αυτή το μόνο που αναζητεί είναι η αλογία της μαγείας και του σατανισμού; 

Η Γέννηση του Θεού ως ανθρώπου λοιπόν λυτρώνει τον άνθρωπο από την όποια αλογία του. Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό αποκτά και πάλι το φως του, το αληθινό φως που δίνει νόημα στην ύπαρξή του και τον κόσμο όλο. Με τον Χριστό διαλύονται όλα τα «μυστήρια», γιατί με την παρουσία Του «Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο». Ένα με τον Χριστό ο άνθρωπος με άλλα λόγια σταματά να έχει απορίες, γιατί ζει μέσα στην «Λύση» των πάντων – γίνεται και ο ίδιος «όλος μάτια» που ρίχνουν φως σε κάθε σκοτεινιά του ίδιου και του περιβάλλοντός του. Προϋπόθεση βεβαίως στη χαρισματική αυτή κατάσταση που την επισημαίνουμε στη ζωή των αγίων μας: η «ευθεία» καρδία μας. Χωρίς «αν» και κρατούμενα να πέσουμε στην αγκαλιά του Θεού μας ακολουθώντας Τον μέσα από τις άγιες εντολές Του. Η έμπνευση του αγίου υμνογράφου και πάλι μας καθοδηγεί: «Θεός ἀνθρώποις ὁμοιωθείς, πτωχεύει σαρκί, ἵνα ἡμᾶς καταπλουτίσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καί Σπηλαίῳ τίκτεται ὁ ἀχώρητος˙ τοῦτον εὐθείᾳ γνώμῃ ἀποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων) (Ο Θεός αφού ομοιώθηκε με τους ανθρώπους, γίνεται πτωχός άνθρωπος και γεννιέται σε σπηλιά Αυτός που δεν Τον χωρούν τα σύμπαντα. Κι αυτό για να μας γεμίσει με τον πλούτο της δόξας Του. Αυτόν λοιπόν ας τον αποδεχτούμε με πραγματική πίστη και απλότητα». 

Πηγή

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2022

ΝΙΚΑΣ ΤΟ ΕΝΑ ΚΑΙ ΝΙΚΑΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ!

 

ΔΕΥΤΕΡΑ Γ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Πίστει ὡς Δαυίδ καί ἡμεῖς, τῆ ταπεινοφροσύνῃ καθοπλισθέντες ὡς ἄλλον Γολιάθ, τόν ὑπερήφανον νοῦν καταβεβληκότες, συνδιακόψωμεν καί μυριάδας παθῶν» (ωδή α΄ Τριωδίου).

(Όπως ο Δαυίδ με την πίστη νίκησε τον Γολιάθ, έτσι κι εμείς εξοπλισμένοι με την ταπεινοφροσύνη, αφού υποτάξουμε τον υπερήφανο νου μας σαν άλλο Γολιάθ, ας περικόψουμε διαμιάς και μυριάδες άλλες από τα πάθη μας).

Η ιστορία του Δαυίδ είναι γνωστή σε όλους: νεαρό παλληκάρι αυτός, αλλά με μεγάλη πίστη στον Θεό, νίκησε τον κατά πολύ ρωμαλεότερό του Γολιάθ – δείγμα ότι η ψυχική δύναμη που δίνει η πίστη στον Θεό οδηγεί σε νίκες που η λογική δεν διανοείται να αποδεχτεί! Το ίδιο όμως συμβαίνει και με κάθε πιστό, σημειώνει ο εκκλησιαστικός ποιητής Θεόδωρος. Άλλος Γολιάθ για κάθε εποχή και για κάθε άνθρωπο είναι η υπερηφάνεια του ίδιου μας του νου, δηλαδή ο μεγαλύτερος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουμε είναι ο ίδιος μας ο εαυτός με τα πάθη και τις αμαρτίες του. Διότι η υπερηφάνεια πράγματι θεωρείται η ρίζα της κάθε αμαρτίας, με την έννοια ότι αποκαλύπτει την πηγή κάθε κακού, τον εωσφορικό εγωισμό. Τι ήταν εκείνο που κατά τη Γραφή έριξε και τον πρώτο αρχάγγελο από την ουράνια θέση του και τον έκανε σατανά, διάβολο, Πονηρό; Η υπερηφάνεια. Όπως ο Ίδιος ο Κύριος έχει αποκαλύψει: «Έβλεπα τον σατανά να πέφτει από τον ουρανό σαν την αστραπή». Οπότε, η κάθε υπερήφανη σκέψη, είτε ως αντιληπτή κενοδοξία και φιλοδοξία και υπερεκτίμηση του εαυτού μας είτε ως υφέρπουσα και «μυστική» στην αίσθησή μας τάση και κατάσταση, συνιστά εκτροπή και ακολουθία των δαιμόνων, που φέρνει με μαθηματική ακρίβεια το «γκρεμοτσάκισμα» πνευματικά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και αφενός θεωρείται ότι πίσω από κάθε «φούσκωμα» εγωιστικό του ανθρώπου ενεργεί ύπουλα ο Πονηρός, αφετέρου δεν υπάρχει άνθρωπος της πίστεως, Απόστολος, Πατέρας της Εκκλησίας, κάθε άγιος, που να μην έχει επισημάνει τον δαιμονισμό κυριολεκτικά της υπερηφάνειας και να μην τη θεωρεί ως τη χειρότερη δυνατή κατάσταση που μπορεί να περιπέσει ο άνθρωπος. Έχεις όλες τις αρετές, σημειώνουν, αλλά υπάρχει και μία έστω και κρυφή δόση υπερηφανείας για την ύπαρξή τους; Δεν έχεις τίποτε. Μάλλον έχεις πάρει τη «δόση» του θανάτου σου!

Η θεραπεία της καταστάσεως αυτής είναι μονόδρομος, που απαιτεί όμως τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου μέχρι την τελευταία του πνοή – μέχρι να εκπνεύσουμε κινδυνεύουμε από το δηλητήριο αυτό! Κι αυτόν τον δρόμο υποδεικνύει ο υμνογράφος. Η ταπεινοφροσύνη είναι το φάρμακο, μάλλον είναι το υπερ-όπλο με το οποίο μπορεί ο πιστός να καταβάλει τον νέο Γολιάθ, τον κακό εγωιστή εαυτό του. Για να φτάσει πού; Στην αγκαλιά του Θεού! Να ζει ως αληθινός χριστιανός ενδεδυμένος Εκείνον που είναι η πηγή της ταπεινώσεως. «Μάθετε απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Μαζί με τον Χριστό ως μέλη Χριστού μπορούμε να αντιπαρατασσόμαστε προς τον κάκιστο εαυτό μας, με την έννοια ότι και γνωρίζουμε αλλά και μπορούμε να στρεφόμαστε προς τα εκεί που είναι και λειτουργεί η χάρη του Θεού. «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν».

Ο χριστιανός κάνει έτσι έναν «έξυπνο» πόλεμο: πολεμά αφήνοντας στα νώτα του κάθε υπερήφανο λογισμό – τον θέτει στην υπακοή του Χριστού, λέει ο απόστολος Παύλος -, γιατί πορεύεται «αφορών εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν». Η πορεία του με άλλα λόγια είναι να προσγειωθεί στην πραγματικότητα του γνησίου εαυτού του, εκεί που είναι ο Χριστός και όλη η Βασιλεία του Θεού, εγκαταλείποντας την ψευδαίσθηση και την απάτη της αμαρτωλής υπερηφάνειας. Κι αυτό σημαίνει, κατά τον Κύριο, ένα «βύθισμα» μέσα στην καρδιά μας. Διότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστι». Υψοποιό από την άποψη αυτή δεν χαρακτηρίζουν την ταπεινοφροσύνη οι άγιοί μας; Διότι έτσι την όρισε πάλι ο ίδιος ο Θεός μας. «Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται». Αλλά είναι μία ύψωση που πατάει σε στέρεο έδαφος: τις πτέρυγες του Πνεύματος του Θεού, και όχι στη «φαντασία» του νου που εξαπατάται από τον Πονηρό – η μεγαλύτερη απατεώνισσα είναι η αμαρτία, διδάσκει η Γραφή.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει και το γνωστό σε κάθε χριστιανό: την ώρα που αγωνίζεσαι για την ταπείνωση πάνω στα χνάρια του Χριστού, την ώρα που περικόπτεις δηλαδή κάθε υπερηφάνεια, εκείνη την ώρα διαμιάς περικόπτεις και όλα τα γεννήματά της, όλες τις «θυγατέρες» της. Και η υπερηφάνεια έχει πλήθος απογόνων, «μυριάδες παθών», για παράδειγμα: τον θυμό και την οργή, την υπερβολική λύπη, τη διάθεση επιβολής επί των άλλων, τη φιλαρχία, την απιστία, την απόγνωση! Το φίδι για να το σκοτώσεις λοιπόν το κτυπάς στο κεφάλι! Αμέσως πεθαίνει. Ό,τι συμβαίνει με τον μεγάλο αυτόν εχθρό!Πηγή

Σάββατο, Μαρτίου 12, 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

 

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι  Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεημέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων τηςτήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή τηςΚι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων.  

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά  κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκατάστασης τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!

 

Παρασκευή, Μαρτίου 11, 2022

ΠΩΣ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΤΗΝ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ!

 

«Σε νέα χήρα που ήταν πολύ λυπημένη, ο όσιος Γέροντας Πορφύριος έδωσε οδηγίες να εργάζεται εντατικά, για να μπορέσει να αποφύγει την κατάθλιψη που την απειλούσε. Με την εργασιοθεραπεία και την προσευχή, που της συνέστησε ο όσιος, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα. Η θλίψη της μεταβλήθηκε σε εσωτερική γαλήνη και χαρά, μέχρι σημείου που να διερωτάται μήπως παραφρόνησε. Ο Γέροντας την καθησύχασε και την διαβεβαίωσε ότι η πνευματική χαρά της προέρχεται από τη χάρη του Χριστού που έλαβε» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης, από βιβλίο: Ανθολόγιο Συμβουλών, έκδ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Μήλεσι Αττικής).

Είναι από τα «τέρατα» της εποχής μας, και όχι μόνο. Στέκει βαριά η σκιά της ιδίως στις πιο ευαίσθητες ψυχές και απειλεί όχι μόνο την ψυχική αλλά και τη σωματική διάσταση του ανθρώπου. Στις βαρύτερες περιπτώσεις χρειάζεται η καταφυγή στην ιατρική επιστήμη και η λήψη των αναλόγων φαρμάκων. Κι είναι ένας «τέρας» που ανά πάσα στιγμή μπορεί να κτυπήσει την πόρτα του καθενός! Πολλοί άγιοι αντιμετώπισαν τον πειρασμό αυτόν και πάλεψαν μέχρι την τελευταία τους στιγμή. Κι έγινε ο πειρασμός αυτός τελικώς το σκαλοπάτι για να οδηγηθούν σε μεγαλύτερα ύψη αγιότητας. Να θυμηθούμε μεταξύ άλλων την αγία Ολυμπιάδα, τη βασική συνεργάτιδα του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ή τον νεώτερο όσιο Παναγή τον Μπασιά. Και μιλάμε όπως καταλαβαίνουμε για την κατάθλιψη. Όχι απλώς τη θλίψη που αποτελεί στοιχείο της καθημερινότητας του κάθε ανθρώπου - τόσο που χωρίς αυτήν ή καλύτερα χωρίς αυτές, γιατί είναι πολλές, δεν μπορεί κανείς να εισέλθει, κατά τον Κύριο, στη Βασιλεία του Θεού – αλλά την πολλαπλασιασμένη θλίψη που λειτουργεί συντριπτικά για την ψυχοσωματική υπόστασή μας.

Κι είναι αλήθεια ότι η ιατρική επιστήμη έχει προχωρήσει πολύ στη διάγνωση της ψυχικής αυτής νόσου όπως και στη θεραπευτική αντιμετώπισή της. Ανίχνευση των αιτίων που οδηγούν στο «βάραθρό» της, πρακτικές που αντιστέκονται στη ροπή προς τη «μαύρη αυτή τρύπα» της ψυχής, φάρμακα που στοχεύουν στην απάλυνση της σκιάς της στον εγκέφαλο του ανθρώπου. Και κυρίως: η προτροπή να μη μείνει ο άνθρωπος αργός μέσα στα σύννεφα των λογισμών του. Εργασία που κάνει τον άνθρωπο να κινητοποιήσει όλες τις υγιείς δυνάμεις του και να ισορροπήσει τους λογισμούς του. Με αποτελέσματα πράγματι θετικά και ενθαρρυντικά. Πάρα πολλοί συνάνθρωποί μας μπόρεσαν να απεγκλωβιστούν από το «τέρας» αυτό και να ελέγξουν και πάλι τη ζωή τους.

Κι έρχεται και ο άγιος Πορφύριος με την αγιοσύνη του να προτείνει τη θεραπευτική του συμβουλή. Όχι γιατί ήταν ιατρός, μολονότι είχε πολλές ιατρικές γνώσεις, αλλά γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού με θαυμαστά χαρίσματα δοσμένα από Εκείνον, που τον έκαναν να «βλέπει» πράγματα που και για τους ίδιους τους ιατρούς ήταν δυσδιάκριτα – το ομολογούσαν πολλοί ιατροί που τον γνώρισαν. 


Και τι συμβουλεύει λοιπόν;

 Ενόψει της «επίθεσης» της κατάθλιψης σε νέα χήρα από τον θάνατο του συζύγου της, της προτείνει τα δύο μεγάλα όπλα της πίστεως: την εργασιοθεραπεία και την προσευχή. Και για μεν το πρώτο είπαμε ότι αποτελεί μέθοδο θεραπείας και των ίδιων των ιατρών. Για δε το δεύτερο είναι η προτροπή του ίδιου του Θεού στην πραγματικότητα, γιατί στρέφει τον άνθρωπο στην πηγή της Ζωής και της Χαράς. Άνθρωπος που προσεύχεται αληθινά και καρδιακά βλέπει την παρουσία της χάρης του Θεού στη ζωή του.

 Γιατί;

 Διότι μετατίθεται σε σφαίρα πέρα από τα οριζόντια και απλώς αισθητά. Η προσευχή για τη χριστιανική πίστη είναι η πιο ενεργητική και δυναμική κίνηση του ανθρώπου, γιατί τον προσανατολίζει προς την πηγή του, τον Πατέρα του, Αυτόν που ενδιαφέρεται «έως θανάτου» για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά.

Και πώς τον προσανατολίζει; 

Όχι με ράθυμο και κουρασμένο τρόπο, αλλά με παραλαβή όλης της αποσκευής του ανθρώπου, «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Ο χριστιανός άνθρωπος όταν προσεύχεται, νιώθει την «κρυμμένη» χάρη του Θεού ως μέλος Χριστού, που τον «αναγκάζει» να βγει από το εγώ του και τα προβλήματά του και να κοιτάξει «πρόσωπο προς πρόσωπο» τον Θεό του. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη «εργασιοθεραπεία» από αυτή. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε τη σχέση με τον Θεό ως την κατεξοχήν και αληθινή εργασία. «Εργάζεσθε, είπε, μη την βρώσιν την απολυμμένην, αλλά την βρώσιν την μένουσαν εις ζωήν αιώνιον»

Και ποια είναι αυτή η εργασία; 

«Τούτό εστιν το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις ον απέστειλε ο Θεός». Εργασία αληθινή που θεραπεύει πράγματι τον άνθρωπο και τον κάνει να ζει την αιωνιότητα από τη ζωή αυτή, είναι η πίστη στον Χριστό ως τρόπος αγάπης που τρέφει μάλιστα τον άνθρωπο.

Η συγκεκριμένη νέα χήρα πίστεψε στα λόγια του αγίου και τα εφάρμοσε. Κι είδε τα θεραπευτικά αποτελέσματα: τόσο γαλήνεψε και χάρηκε, ώστε για μία στιγμή θεώρησε ότι «παραφρόνησε». «Είναι η χάρη του Χριστού» της είπε όμως ο άγιος. Γιατί αυτή είναι πάντοτε η υπόσχεση Εκείνου: «Μόλις τηρήσετε τις εντολές μου, πιστέψετε δηλαδή και αγαπήσετε τον συνάνθρωπό σας, θα πλημμυρίσετε από την παρουσία της χάρης και της χαράς του Θεού μέσα στην καρδιά σας».

πηγή

A΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα» (εἰρμός ὠδῆς α΄ κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).  

(Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της).

Ὁ ἅγιος ὑμνωδός, ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας καί δικό μας, μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία, πού εἶναι ἡ βασίλισσα Μητέρα, πού σημαίνει καταρχάς ὅτι ὁ λόγος του δέν ἐκφράζει μόνο τά δικά του συναισθήματα καί τήν προσωπική του πίστη, ἀλλά τήν πίστη καί τά συναισθήματα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλωστε ἀτομικό.

 Καί τί θά πεῖ γιά τήν Παναγία; Τί λόγο θά ἐκφράσει τό στόμα του πού ’ναι καί λόγος δικός μας; Ὄχι βέβαια κάποιον πρόχειρο λόγο - ὅ,τι συνήθως ταιριάζει στίς πονηρίες τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ἀπατεώνα. Ἀλλ’ οὔτε καί κάποιον ἀνθρώπινο στοχασμό, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι αὐτός - ὅ,τι διατυπώνει μία φιλοσοφία ἤ μία ἰδεολογία, τίς ὁποῖες κατήργησε ὁ ἀποκαλυμμένος λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος». Αὐτό πού ἐν Πνεύματι λέει ὁ προφητάναξ Δαβίδ: «Κύριε τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου» (Κύριε θά ἀνοίξεις τά χείλη μου και τό στόμα μου θά Σέ δοξολογήσει), τό ἴδιο ἐν Πνεύματι ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος. Διότι κανένα πρόσωπο δέν εἶναι περισσότερο αἰνετό ἀπό τούς ἁγίους μας πέραν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι μόνον ἕνας προφήτης ἤ ἕνας ἀπόστολος ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφέρει λόγο γιά τήν Παναγία.

Αἰτία γι’ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι  ἡ Παναγία, μόνη Αυτή ὡς τό ὡραιότερο ἄνθος ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁπότε ἡ θέα της ἀποκαλύπτει καί τήν πίστη γιά τόν Υἱό καί Θεό της – συνθεωρούνται πάντοτε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γι’ αὐτό καί μόνο τά μετασκευασμένα ἀπό τό Ἄγιον Πνεῦμα μάτια τήν βλέπουν σωστά, ὅπως παρομοίως συνέβη καί μέ τήν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Προδρόμου, μετά τόν Εὐαγγελισμό Της. «Ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Πρέπει νά εἶσαι πνευματοφόρος πιά γιά νά δεῖς τήν Παναγία ὡς Παναγία.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μπροστά στή Μοναδική κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως - ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Η Παναγία συνιστᾶ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Ὅσοι λοιπόν τήν παραθεωροῦν ἤ  πολύ περισσότερο τήν ὑβρίζουν(!), σάν τούς Γιεχωβάδες γιά παράδειγμα, δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου: κι ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Ἀλλά κι αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεσή τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Αὐτοί πού ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.

Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι περίσσεια Ἀγάπης δικῆς Του καί δικῆς της, μορφοποιούμενης στίς θαυμαστές ἀδιάκοπα πρός χάριν μας ἐπεμβάσεις της. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά καί μόνο τοῦ ὀνόματός της.

Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει ἐν Ἐκκλησίᾳ καί πνευματικά ἑνωμένοι νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλαδή νά βρισκόμαστε σέ ἑτοιμότητα πάντοτε τιμῆς της, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.

 πηγή

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2022

ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ!


«Ἀσφαλῶς, χωρίς τόν Χριστό, χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἄγιο, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἔτους τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: “Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης (μετανοίας, κατανύξεως, ὑπακοῆς) χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”» (Όσιος Σωφρόνιος Αθωνίτης (του Έσσεξ), Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Β΄, σελ. 68).

Στην αυτογνωσία που συνιστά το αδιάκοπα ζητούμενο από τον άνθρωπο επικεντρώνει την προσοχή μας ο μεγάλος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης. Μ’ αυτήν δεν παλεύει σύμπασα η προβληματιζόμενη ανθρωπότητα σε όλους τους αιώνες; Τι είναι ο άνθρωπος! Για να δηλωθεί ότι δεν είμαστε όντα που απλώς βρεθήκαμε σε έναν κόσμο ακατανόητο και εν πολλοίς και αυτόν άγνωστο, αλλά όντα που διαρκώς ψάχνουμε την ταυτότητά μας, τις ρίζες μας, τον σκοπό μας, μ’ έναν λόγο το νόημα της υπάρξεώς μας. Και ποιο το αποτέλεσμα της αναζητήσεως αυτής; Χάος στην κυριολεξία. Ανάλογα με τις προϋποθέσεις της κάθε θρησκείας, της κάθε φιλοσοφίας, της κάθε ιδεολογίας έχουμε και τον αντίστοιχο «ορισμό» περί ανθρώπου. Και δικαιολογημένα: για τη χριστιανική πίστη μας η αμαρτία στην οποία περιέπεσε ο άνθρωπος μετά την εκ Θεού πλάση του σκοτείνιασε τον νου και τις δυνάμεις του, οπότε έκτοτε βρίσκεται στην αναζήτηση του φωτός μέσα στο σκοτάδι!

Μα η πίστη αυτή από την άλλη μάς ανοίγει το παράθυρο της θέας όχι μόνο της δικής μας, των ανθρώπων, πραγματικότητας αλλά και του ίδιου του Θεού μας. Τι είμαστε οι άνθρωποι; Πλάσματα του Θεού, δημιουργημένα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου»! «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν  και καθ’ ομοίωσιν». Και πιο συγκεκριμένα: «Έλαβε χώμα από τη γη ο Θεός και έπλασε τον Αδάμ και φύσηξε στο πρόσωπό του πνοή ζωής και έγινε ο άνθρωπος ζωντανή ύπαρξη». Υλικό και πνευματικό ον λοιπόν ο άνθρωπος, με σώμα και ψυχή που ζωοποιούνται από το Πνεύμα του Θεού. Γι’ αυτό και ενώ πατάει γη ο άνθρωπος διαρκώς στρέφεται νοσταλγικά προς τα Ουράνια. Χωρίς Θεό δεν μπορεί να ζήσει. Χωρίς Θεό το μόνο που «κερδίζει» είναι ο θάνατος. Κι αυτόν πράγματι κέρδισε μετά την ανυπακοή του προς τον Δημιουργό του. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».  

Μα ήλθε ο Δημιουργός του στη γη και έγινε άνθρωπος στο πρόσωπο του Χριστού. Και πήρε τον άνθρωπο και τον ενσωμάτωσε στον εαυτό Του, καθαρίζοντάς τον και ανοίγοντάς του και πάλι την κλεισμένη λόγω της αμαρτίας μεγαλειώδη προοπτική του: τη θέωσή του. Ο άνθρωπος μετά τον Χριστό μπορεί να δει και πάλι ποιος είναι, να έχει ταυτότητα, να έχει νόημα στη ζωή του! Και τι καταλαβαίνει λοιπόν ο εν Χριστώ αυτός άνθρωπος; Ότι αποτελεί «μίμημα Χριστού». Και χωρίς Αυτόν περιπίπτει και πάλι στο σκοτάδι και στη νέκρωση. Ό,τι μπορεί να κάνει, να πει και να σκεφτεί, για να είναι μέσα στη φυσιολογία του πια πρέπει να είναι εν Χριστώ, καρπός της ένωσής του με Εκείνον. Το απεκάλυψε ο Ίδιος ο ενσαρκωθείς Δημιουργός: «Χωρίς εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε». Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε δηλαδή χωρίς Χριστό είναι οι αμαρτίες μας. Ακόμη και ό,τι θεωρείται σπουδαίο και σοφό και ρωμαλέο για τον κόσμο και τον άνθρωπο: κάθε κατάκτηση επιστημονική και τεχνολογική και κάθε φύσεως, χωρίς Εκείνον «όζει» αλαζονείας και υπερηφάνειας, που το επόμενο βήμα του είναι η με πάταγο πτώση. Τα όπλα και οι βόμβες και οι αστρονομικές κατακτήσεις δεν το επιβεβαιώνουν καθημερινά; «Κατορθώματα» του ανθρώπου που στοχεύουν στην κυριαρχία των ισχυρών και την ταλαιπωρία και την εξουδένωση των αδυνάμων. Ο σοφός λόγος της αρχαιότητας πράγματι επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Κάθε επιστήμη και γνώση χωρισμένη από την αρετή δεν είναι σοφία αλλά πονηρία και πανουργία».

Γιατί τα θυμόμαστε αυτά; Διότι δίνει την αφορμή ο άγιος Σωφρόνιος με τη σοφή εμπνευσμένη από τον Θεό παρατήρησή του: «χωρίς τον Χριστό και το άγιον Πνεύμα δεν μπορούμε να δούμε την αμαρτία μας». Όχι να δούμε κάτι πολύ βαθύ και μακρινό μας, αλλά τη «χειροπιαστή» αμαρτία μας. Γιατί όλοι μας, όποιοι κι αν είμαστε και όπου κι αν ζούμε, αμαρτάνουμε καθημερινώς και αδιαλείπτως. «Πολλά πταίομεν άπαντες». Κι «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Δεν σκεπτόμαστε πονηρά; Δεν λέμε πράγματα ανούσια και προσβλητικά; Δεν συμπεριφερόμαστε συχνά άδικα και προκλητικά χωρίς την πρέπουσα αγάπη; Κι όμως κι αυτά μας… διαφεύγουν! Και μας διαφεύγουν όχι γιατί πράγματι δεν τα καταλαβαίνουμε, αλλά γιατί δεν μπορούμε να τα εντάξουμε μέσα στο ορθό πλαίσιο: της σχέσεως με τον Θεό μας. Προκαλούμε και πληγώνουμε για παράδειγμα τον συνάνθρωπό μας, και δεν βλέπουμε ότι έτσι καθορίζουμε οι ίδιοι τη σχέση μας με τον Θεό μας. «Αμαρτάνοντες εις τον αδελφόν εις Χριστόν αμαρτάνετε». Λοιπόν και στο πιο εξώφθαλμο και προφανές αποδεικνυόμαστε ολότελα τυφλοί!

Ο Χριστός με το άγιον Πνεύμα Του φωτίζει τη συνείδησή μας για να δούμε σωστά τον εαυτό μας, να δούμε τα λάθη μας, να τα αξιολογήσουμε ως αμαρτίες, να μπορούμε να μετανοήσουμε, να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό και της αποκαταστάσεώς μας. Μπροστά στον Θεό με τη χάρη Του ανοίγουν τα μάτια μας. Σαν την ακτίνα του φωτός στο σκοτεινό δωμάτιο που αποκαλύπτει το τι υπάρχει σ’ αυτό με τις ακαθαρσίες του, που έλεγε και ο άγιος Πορφύριος. Ζούμε, μπορούμε να ζήσουμε σ’ έναν βαθμό ό,τι υπήρξε συγκλονιστική εμπειρία του προφήτη Ησαΐα, όταν εν χάριτι βρέθηκε ενώπιον της μεγαλειότητας του Θεού. Και τότε ένιωσε πόσο μικρός και αμαρτωλός ήταν! Κι αυτό υποδεικνύει και ο άγιος Σωφρόνιος, μνημονεύοντας και επιβεβαιώνοντας τον λόγο του με την αναφορά και στον άγιο της Σαρακοστής, Εφραίμ τον Σύρο: «Δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου», δώσε μου ως δωρεά, Κύριε, να βλέπω τα πταίσματά μου και να μη κατακρίνω για τον λόγο αυτόν τον αδελφό μου.

Για να γίνει όμως αυτό, να μπορούμε να βρισκόμαστε στο χαρισματικό αυτό επίπεδο ορθής οράσεως του εαυτού μας, απαιτείται να βρισκόμαστε πάντοτε στην ένταση του πνευματικού αγώνα, δηλαδή του αγώνα απομακρύνσεώς μας από κάθε τι κακό και πονηρό και στροφής και προσανατολισμού μας σε κάθε τι αγαθό και ενάρετο – ό,τι επίσης προβάλλει με την προσευχή ο άγιος Εφραίμ: «πνεύμα αργίας, περιεργείας, φιλαρχίας και αργολογίας μη μου δίνεις. Χάρισέ μου όμως πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, υπομονής και αγάπης». Έχουμε την εντύπωση ότι κάθε εχέφρων πιστός άνθρωπος θα προσυπέγραφε αμέσως την πρόταση του αγίου Σωφρονίου. Η προσευχή του αγίου Εφραίμ πρέπει να είναι ενταγμένη μέσα στις καθημερινές προσευχές μας, όλου του χρόνου και όχι μόνο στην ευλογημένη περίοδο της Σαρακοστής.




























Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2022

ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ…

«Γέροντα, πόσα είδη φίλων υπάρχουν;»

«Τέσσερα», απάντησε.

«1. Οι φίλοι που είναι σαν το φαγητό – κάθε μέρα τους χρειάζεσαι.

2. Οι φίλοι που είναι σαν το φάρμακο – τους ψάχνεις όταν νιώθεις άσχημα.

3. Οι φίλοι που είναι σαν την ασθένεια – οι ίδιοι σε ψάχνουν!

4. Αλλά και οι φίλοι που είναι σαν τον αέρα – δεν είναι ορατοί αλλά είναι πάντα μαζί σου!» (Από το Μέγα Γεροντικό).

«Άμα βρήκες φίλο αληθινό – λέει η Γραφή – βρήκες τον μεγαλύτερο θησαυρό»! Δηλαδή ο φίλος δεν κυκλοφορεί στους δρόμους έτοιμος να μας προσφερθεί ούτε φαίνεται να αναδεικνύεται μέσα στους πολλούς που καθημερινά συναναστρεφόμαστε! Απαιτείται να τον αναζητήσει κανείς, να ψάξει με πόνο και με διάθεση, να αφιερώσει χρόνο, όπως συμβαίνει και με εκείνους που ψάχνουν για μεγάλους θησαυρούς. Πολλοί δεν το πετυχαίνουν ποτέ τους! Τι τεράστια χαρά όμως όταν τον βρεις. Νιώθεις ότι σου δόθηκε ιδιαίτερο δώρο από τον Ουρανό, ότι έλαβες μία σπουδαία και μοναδική χάρη. Γιατί βρήκες συνάνθρωπο που μπορείς να συντονιστείς μαζί του ψυχικά. Κι έτσι να γίνεις με τον φίλο σου σαν τείχος ισχυρό. «Αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα» σημειώνει και πάλι ο λόγος του Θεού.

Αλλά εννοείται το αυτονόητο: ότι σου δόθηκε αυτό το δώρο γιατί το αναζήτησες και το δίψασες. Γιατί ήσουν έτοιμος να το λάβεις. Κι αυτό θα πει ότι στη φιλία υπάρχει η αμοιβαιότητα – ποτέ δεν παίρνεις την προσφορά του φίλου και το άνοιγμα της ύπαρξής του απέναντί σου αν κι εσύ δεν είσαι στην ίδια ετοιμότητα! Αλλά τούτο αποκαλύπτει και το… εύθραστο της φιλίας: ανά πάσα στιγμή μπορεί να διαρραγεί η μοναδική αυτή σχέση, αν δεν προσεχτεί. Μόλις το θάρρος της φιλίας για παράδειγμα πάει να υπερβεί το λεπτό όριο του σεβασμού και της διάκρισης, εκεί έχει αρχίσει ήδη η υποχώρηση και η διάσπασή της. Μόλις το άνοιγμα της καρδιάς προς τον φίλο πάει να γίνει «βορά» σε μία αδιάκριτη αστειότητα, εκεί έχει πληγεί ίσως ανεπανόρθωτα. Η φιλία είναι σαν τα πολύτιμα κρύσταλλα: απαιτούν διαρκή προσοχή. Μπροστά όμως στην αξία της ύπαρξής της στη ζωή μας, όλες οι θυσίες είναι αποδεκτές.

Κι ο αββάς του Γεροντικού με πείρα ζωής και φωτισμό από τον Θεό κάνει τη διάκριση: τέσσαρα είδη των φίλων υπάρχουν. Τα τρία πρώτα βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο κι ίσως θα έβαζε ο αββάς εισαγωγικά στη χρήση του όρου, χωρίς να αρνείται τα γνήσια αισθήματά τους. Γιατί; Διότι υπάρχει το χρηστικό και ωφελιμιστικό στοιχείο στους φίλους αυτούς: τους χρειάζομαι, με χρειάζονται – το δούναι και λαβείν εν προκειμένω των συναισθημάτων μας. Το τέταρτο όμως είναι το ανώτερο και το ιερότερο και το πολυτιμότερο: γιατί ο φίλος αυτός είναι πάντα εκεί, με αγάπη και λεπτή διάκριση απέναντί μου, έτοιμος να με βοηθήσει όταν τον χρειαστώ χωρίς να με καταπιέζει – κάτι που πρέπει αντιστοίχως να κάνω και εγώ!

Στην περίπτωση του φίλου αυτού το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε αμέσως είναι ο ίδιος ο Θεός μας ο Ιησούς Χριστός και οι άγιοί Του: πάντοτε μαζί μας, με απόλυτο σεβασμό και αγάπη απέναντί μας, χωρίς η παρουσία τους να στερεί οτιδήποτε από την ακριβή ελευθερία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κύριος χαρακτήρισε τους πιστούς του ως φίλους Του και ζήτησε το ίδιο να αισθάνονται και εκείνοι απέναντί Του! 

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...