Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Ἀπολογητὴς καὶ φιλόσοφος
Ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους διδασκάλους καὶ ἀπολογητὲς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἰουστίνος, γεννήθηκε 100 χρόνια μετὰ τὸ Χριστὸ στὴ Συχὲμ τῆς Σαμάρειας. Οἱ γονεῖς του ἦταν Ἕλληνες εἰδωλολάτρες (τὸν πατέρα του ἔλεγαν Πρίσκο Βάκχιο), καὶ αὐτὴ τὴν θρησκεία κληρονόμησαν καὶ στὸ γιό τους, ποὺ τὸν διέκρινε καταπληκτικὴ εὐφυΐα, ἀλλὰ καὶ φιλομάθεια.
Ἀνήσυχο πνεῦμα καθὼς ἦταν ὁ Ἰουστῖνος, γνώριζε ὅλες τὶς γνωστὲς φιλοσοφίες τῆς ἐποχῆς του. Ὡστόσο, ὅμως, καμιὰ δὲν τὸν ἀνέπαυε πλήρως, καὶ συνεχῶς ἀναζητοῦσε τὸ κάτι ἄλλο, τὸ τέλειο. Ὁ Θεός, βλέποντας τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν εἰλικρινὴ πρόθεση τῶν φιλοσοφικῶν του ἀναζητήσεων, ἀνταποκρίθηκε.
Μία μέρα, καθὼς ὁ Ἰουστῖνος βάδιζε κοντὰ στὴ θάλασσα, συνάντησε ἕνα γέροντα, ποὺ ἦταν ἄριστα καταρτισμένος στὴν ἀλήθεια τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἐπακολούθησε διάλογος, καὶ ἀπὸ τὸν Ἰουστῖνο ἐφαρμόστηκε ὁ λόγος τοῦ Σοφοῦ Σειράχ: «Λόγον σοφὸν ἐὰν ἀκούσει ἐπιστήμων, αἰνέσει αὐτὸν καὶ ἐπ᾿ αὐτὸν προσθήσει». Δηλαδή, ὁ πραγματικὰ συνετός, ἂν ἀκούσει κάποιο σοφὸ λόγο, θὰ τὸν ἐπαινέσει καὶ πάνω σ᾿ αὐτὸν θὰ προσθέσει καὶ ὁ ἴδιος κάποιον ἄλλον. Ἔτσι καὶ ἔγινε.
Ὁ Ἰουστῖνος, ἀναλύοντας τὰ λόγια του γέροντα, ἀνακάλυψε τὴν ἀλήθεια καὶ μὲ τὸ τάλαντο τῆς φιλοσοφίας ποὺ εἶχε, ἀναδείχθηκε ὄχι μόνο ὑπερασπιστὴς τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ μάρτυρας, δίνοντας κι αὐτὴ τὴν ζωή του. Ἀποκεφαλίστηκε στὴ Ῥώμη, περὶ τὸ 165 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Μάρκου Αὐρηλίου.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Φιλοσοφίας ταῖς ἀκτῖσιν ἐκλάμπων, θεογνωσίας ὑποφήτης ἐδείχθης, σοφῶς παραταξάμενος κατὰ τῶν δυσμενῶν· σὺ γὰρ ὡμολόγησας, ἀληθείας τὴν γνῶσιν, καὶ Μαρτύρων σύσκηνος, δι’ ἀθλήσεως ὤφθης· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὦ Ἰουστῖνε, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὸν ἀληθῆ, τῆς εὐσεβείας κήρυκα, καὶ εὐκλεῆ, τῶν μυστηρίων ῥήτορα, Ἰουστῖνον τὸν φιλόσοφον, μετ’ ἐγκωμίων εὐφημήσωμεν· δυνάμει γὰρ σοφίας τε καὶ χάριτος, τὸν λόγον κατετράνωσε τῆς πίστεως, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἄφεσιν.
Μεγαλυνάριον
Χάριτι σοφίας καταυγασθείς, ὡς αὐτοσοφίαν, ἐθεράπευσας τὸν Χριστόν, ὑπὲρ οὗ ἐνδόξως, ἀθλήσας Ἰουστῖνε, σὺν τούτῳ εἰς αἰῶνας, δοξάζῃ ἔνδοξε.
------------------------------------------------------------------------------
Οἱ Ἅγιοι Ἰοῦστος, Ἰουστῖνος, Χαρίτων, Χαριτώ ἡ παρθένος, Εὐέλπιστος, Ἰέραξ, Παΐων καὶ Λιβεριανός (κατ᾿ ἄλλους Βαλλεριανός)
Ἔλαβαν καὶ οἱ ἅγιοι αὐτοὶ τὰ μαρτυρικὰ στεφάνια, μαζὶ μὲ τὸν φιλόσοφο καὶ ἀπολογητὴ Ἰουστῖνο, στὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Μάρκου Αὐρηλίου.
Ἀνῆκαν στὴν ἀνδρεία φάλαγγα τῶν χριστιανῶν τῆς Ῥώμης, ὅπου μόνο τὸ γνήσιο χριστιανικὸ θάῤῥος, μποροῦσε νὰ μὴ πτοεῖται ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ ὑποστηριζόταν ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα καὶ τὸ στρατό. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπανειλημμένα ὁμολόγησαν τὸ Χριστό, καταδικάστηκαν νὰ πεθάνουν μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ὅλοι ὑπέστησαν τὸ μαρτύριο αὐτὸ ἀτάραχοι καὶ χαρούμενοι, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τοὺς περίμεναν τὰ ἀθάνατα οὐράνια ἀγαθά, ποὺ δίνονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, σ᾿ ὅλους ὅσους ἔζησαν μὲ πίστη καὶ ἀγάπη στὴ γῆ.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Νέων
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ὅσιος Πύρρος ὁ Ἐπίσκοπος ὁ Παρθένος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Φίρμος
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ, τὸ ἔτος 299. Συνελήφθη διότι ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Μάγο (ἴσως τὸ κύριο ὄνομα τοῦ ἡγεμόνα), καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, πρῶτα τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν μαστίγωσαν μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν, ἔπειτα τὸν κρέμασαν καὶ ξέσχισαν τὶς σάρκες του καὶ μὲ ξυράφι ἔκοψαν τὴν ῥάχη του. Κατόπιν ἐξάρθρωσαν τὰ μέλη του καὶ κατέσφαξαν μὲ μαχαίρια τὴν κοιλιά του, τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Φίρμος παρέμεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη τὸν ἀποκεφάλισαν.
-------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται στὸν ὑπ᾿ ἀριθμ. 53 Κώδικα τῆς Μονῆς Βλατέων. Καμία ἄλλη πληροφορία δὲν ἔχουμε γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Θεσπέσιος
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξάνδρου Σεβήρου, τὸ ἔτος 222, καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία. Ἐπειδὴ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστὸ συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς Καππαδοκίας Σιμπλίκιο καὶ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων γιὰ νὰ θυσιάσει σ᾿ αὐτά.
Ὁ Θεσπέσιος ὄχι μόνο δὲν θυσίασε, ἀλλ᾿ ἐνέπαιξε τὰ εἴδωλα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τὸν κρεμάσουν καὶ νὰ ξεσχίσουν τὶς σάρκες του. Ἔπειτα τὸν ἔβαλαν μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ νερό, ἀλλ᾿ ὁ Θεσπέσιος με τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμεινε ἀβλαβής. Στὴ συνέχεια τὸν ἔφεραν καὶ πάλι στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, γιὰ νὰ προσφέρει σ᾿ αὐτὰ θυσία, ἀλλ᾿ ὅταν πλησίασε τὸν βωμὸ τὸν γκρέμισε. Ὁπότε ἀμέσως τὸν ἔβαλαν μέσα σ᾿ ἕνα καζάνι μὲ βραστὸ λάδι, πίσσα καὶ λίπος, καὶ ἀφοῦ ἔμεινε μέσα σ᾿ αὐτὸ δυὸ μέρες βγῆκε ἀβλαβής, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα ἔγκαυμα στὸ σῶμα του.
Τότε πολλοὶ Ἕλληνες ἑλκύστηκαν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, καὶ ἔτσι ἀνέβηκε ἡ μακαρία ψυχή του στεφανηφόρος στὰ οὐράνια.
-------------------------------------------------------------------------------
Οἱ Ἅγιοι 10.000 Μάρτυρες
Αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴν Ἀντιόχεια ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου. Ἡ μνήμη τους δὲν ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ἀναγράφεται ὅμως σ᾿ αὐτὸν τοῦ Delehaye καὶ στὸν ὑπ᾿ ἀριθ. 53 Κώδικα τῶν Βλατέων.
------------------------------------------------------------------------------
Διήγηση ὠφέλιμη κάποιου γεωργοῦ Μετρίου ὀνομαζόμενου
Στὴ Γαλατία τῆς Ἀσιατικῆς Παφλαγονίας ἦταν κάποιος γεωργός, ποὺ ὀνομαζόταν Μέτριος. Αὐτὸς λοιπὸν ἔβλεπε τὸν γείτονά του ποὺ εἶχε γιοὺς καὶ τοὺς προετοίμαζε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ γίνουν ἀξιωματικοὶ καὶ ὑπηρέτες τοῦ Βασιλιᾶ. Τότε ὁ Μέτριος παρακάλεσε τὸν Θεὸ λέγοντας: «Κύριε, ἂν καὶ ἐγὼ εἶμαι ἄξιος δοῦλος σου, χάρισέ μου ἕνα ἀρσενικὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ ἔχω ἀποκούμπι στὰ γηρατειά μου».
Ἀφοῦ προσευχήθηκε, στὴ συνέχεια πῆγε στὸ πανηγύρι ποὺ γινόταν κάθε χρόνο στὴν Παφλαγονία. Στὴν ἐπιστροφή, στάθηκε σὲ ἕνα δασάκι ποὺ εἶχε νερό, γιὰ νὰ ποτίσει τὰ ζῷα του. Ἐκεῖ λοιπὸν βρῆκε ἕνα πουγκί, ποὺ εἶχε μέσα 1500 φλουριά. Ὅπως ἦταν σφραγισμένο, χωρὶς νὰ τὸ ἀνοίξει, τὸ πῆρε καὶ τὸ πῆγε στὸ σπίτι.
Τὴν ἑπόμενη χρονιά, ξαναπῆγε στὸ πανηγύρι τῆς Παφλαγονίας καὶ ὅταν τελείωσε, ὁ Μέτριος πῆγε καὶ στάθηκε στὸ δασάκι ποὺ βρῆκε τὰ φλουριὰ καὶ παρατηροῦσε τοὺς διαβάτες. Τότε φάνηκε κάποιος, ποὺ κάτι ἔψαχνε καὶ ἀναστέναζε βαριά.
Ὁ γεωργὸς τὸν ῥώτησε γιατί ἀναστενάζει τόσο καὶ αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε ὅτι πέρυσι εἶχε πολλὰ ἐμπορεύματα, τὰ ὁποῖα πούλησε στὸ πανηγύρι καὶ εἶχε μαζέψει 1500 φλουριά, τὰ ὁποῖα ἔχασε σ᾿ αὐτὸ τὸ δασάκι. Τότε ὁ γεωργὸς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ἁμάξι του τὸ πουγκί, ποὺ εἶχε βρεῖ καὶ τοῦ τὸ ἔδειξε. Ὁ ἔμπορος ὅταν τὸ εἶδε ἔπεσε ἀπὸ τὴν χαρά του κάτω ἀναίσθητος. Ὁ φτωχὸς γεωργὸς τὸν συνέφερε, ἀποσφράγισαν τὸ πουγκί, μέτρησαν τὰ φλουριὰ καὶ ἦταν πράγματι 1500. Ὁ ἔμπορος τότε θέλησε νὰ δώσει στὸν γεωργὸ τὰ 500, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν δέχθηκε τίποτα. Ἔτσι ἀφοῦ εὐχαρίστησαν καὶ οἱ δυὸ τὸν Θεὸ ἀποχωρίστηκαν.
Τὴ νύχτα ἐκείνη, ὅταν ὁ γεωργὸς ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ, εἶδε στὸν ὕπνο του ἄγγελο Κυρίου, ποὺ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ κάνει παιδὶ ἀρσενικό, θὰ τὸ ὀνομάσει Κωνσταντῖνο καὶ θὰ φέρει μεγάλη εὐλογία στὸ σπίτι του. Ἔτσι καὶ ἔγινε, μετὰ ἀπὸ ὁρισμένο χρόνο ἡ γυναῖκα τοῦ γεωργοῦ γέννησε ἀγοράκι, τὸ ὁποῖο μεγάλωσε, μορφώθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀνύψωσε σὲ Πατρίκιο. Ἔτσι ἔφερε πολλὰ ἀγαθὰ στὴν οἰκογένειά του καὶ ὁ Θεὸς ἀντάμειψε μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τὸν γεωργὸ γιὰ τὴν τίμια πράξη του.
-------------------------------------------------------------------------------
Ἀνάμνηση τῆς ἀπαλλαγῆς τῆς νήσου Λευκάδας ἀπὸ τὴν ἀῤῥώστια πανώλη, τὸ ἔτος 1743
Τὸ νησὶ τῆς Λευκάδος περὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπέρασε μία μεγάλη δοκιμασία ἀπὸ τὸ λοιμὸ τῆς πανώλης. Μὲ βάση διάφορα στοιχεῖα, 1.800 κάτοικοι ἀφανίσθηκαν ἀπὸ τὴν «πανούκλα». Ἐπίσης ἡ Ἑνετικὴ φρουρὰ ἀποδεκατίσθηκε. Τὸ ἴδιο καὶ ὁλόκληροι οἰκισμοί, ὅπως τὰ Κολυβάτα τοῦ ὀρεινοῦ χωριοῦ Ἀλέξανδρος. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1743, ὁ Ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε στὴ Λευκάδα ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Δουσίκου, κοντὰ στὰ Τρίκαλα, τὴν τίμια κάρα τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος, Ἀρχιεπισκόπου Λαρίσης († 14 Σεπτεμβρίου). Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου οἱ Λευκαδίτες ἐσώθησαν ἀπὸ τὴ φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀνήγειραν μάλιστα ναὸ πρὸς τιμήν του στὸ χῶρο ὅπου εἶχε στηθεῖ προηγουμένως τὸ λοιμοκαθαρτήριο καὶ τὸν παρεχώρησαν ὡς μετόχι στὴ μονὴ Δουσίκου. Ἡ περιοχὴ ἐκείνη μέχρι σήμερα ὀνομάζεται «Ἁγία Κάρα».
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Wistan (Ἄγγλος)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ἀνάργυρος καὶ Ἰαματικός
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἔζησε στὴ Ρωσία περὶ τὸν 11ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου στὰ χρόνια τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου). Ὁ Ὅσιος πράγματι ἦταν ἀγαπητὸς στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι τὸν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἡ φήμη του ἁπλώθηκε παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἔρχονταν στὸν Ὅσιο, γιὰ νὰ θεραπευθοῦν. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸν ἀποκαλοῦσαν ἰατρό. Ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, ἐθεράπευσε καὶ τὸν πρίγκιπα τοῦ Τσέρνιγκωφ Βλαδίμηρο Βσεβολόντοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μεγάλος πρίγκιπας τοῦ Κιέβου μὲ τὴν ἐπωνυμία «Μονομάχος».
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται στὸ Σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Θαυματουργός τοῦ Γλουσέτσκ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος, κατὰ κόσμον Δημήτριος, ἐγεννήθηκε, πιθανὸν τὸ 1362, στὰ προάστια τῆς πόλεως Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἄφησε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ εἰσῆλθε, τὸ 1386/87, στὴ μονὴ Σπασοκαμένσκϊυ. Ἡγούμενος ἦταν ὁ Διονύσιος ὁ Ἕλλην, μετέπειτα Ἐπίσκοπος Ροστώβ († 1425). Ὁ νεαρὸς Δημήτριος μὲ δάκρυα στὰ μάτια παρεκάλεσε τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάνει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος Διονύσιος, βλέποντας τὸν ἔνθεο ζῆλο του, προχώρησε στὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Διονύσιος, ἐνῶ τὸν ἐμπιστεύθηκε στὴν πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἐκ τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἐννέα χρόνια μὲ ὑπακοή, νηστεία καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, χωρὶς νὰ μειώσει ποτὲ τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἄσκηση στὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἐργατικότητά του ἔκαναν τὸν Ὅσιο Διονύσιο πολὺ ἀγαπητὸ μεταξὺ τῶν μοναχῶν, ποὺ τὸν ἐθεωροῦσαν ἄνθρωπο μὲ μεγάλο πνευματικὸ βάρος.
Ἀπὸ τὴ μονὴ ἔφυγε, μαζὶ μὲ τὸ μοναχὸ Παχώμιο, μετὰ ἀπὸ εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, μὲ προορισμὸ τὴν ξεχασμένη κοινοβιακὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ ἀναζητώντας τὴν ἡσυχία. Ὁ ἅγιος βίος καὶ ἡ πνευματικὴ σοφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου προσείλκυσαν πολὺ κόσμο. Ὁ Ὅσιος συμπεριφερόταν πρὸς ὅλους ὡς πραγματικὸς πατέρας. Κατεῖχε, ἐπίσης, τὸ χάρισμα τοῦ ἁγιογράφου, ἐνῶ παράλληλα ἐργαζόταν ὡς μαραγκὸς καὶ σιδηρουργὸς γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς μονῆς. Δὲν ἐπερνοῦσε λεπτὸ χωρὶς ἀσχολία καὶ ἔτρωγε μόνο ἐλάχιστη τροφή, ὅταν ἐξαντλοῦσε ὅλες του τὶς δυνάμεις. Τὸ 1396, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστὼβ Γρηγόριο († 1416).
Ὅμως ὁ μοναχὸς Παχώμιος δὲν ἄντεξε τὴ σκληρὴ ἄσκηση καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγκάσθηκε καὶ ὁ Ὅσιος Διονύσιος νὰ ἀγκαταλείψει τὸ μέρος ἐκεῖνο μαζί του. Ἐπῆγε ἀνατολικά, στὴ λίμνη Κουμπενσκόε, 15 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Γκλουσίκα. Ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο μέρος τὸ ὁποῖο περιέβαλαν δένδρα. Στὸν τόπο αὐτὸ ὕψωσε τὸ σταυρὸ ποὺ μετέφερε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Λουκᾶ καὶ ἀφοῦ κατασκεύασε ἕνα κελί, ἐξεκίνησε ἀπομονωμένος τὴ σκληρὴ ζωὴ τοῦ ἐρημίτου. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ἑνὸς στάρετς καὶ μερικῶν ἄλλων ἀδελφῶν, οὁ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ μείνουν μαζί του, περὶ τὸ 1400, ἐδημιούργησε μία μικρὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα. Ἐκαλλιεργήθηκε ἔτσι ἡ σκέψη νὰ κτιστεῖ ἕνα μοναστήρι. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πατέρας τοῦ πρίγκιπος Ἰωάσαφ, ποὺ ἔγινε καὶ αὐτὸς μοναχός, ἐστάλησαν ἐργάτες καὶ ἐξεκίνησε ἡ οἰκοδόμηση τοῦ μοναστηριοῦ. Τὸ 1402, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπῆγε στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν ἄδεια τοῦ Ἐπισκόπου Γρηγορίου γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς νέας μονῆς. Ὁ Ἐπίσκοπος συμβούλευσε τὸν Ὅσιο νὰ ἱδρύσει κοινόβια μονή, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν προσωπικὴ περιουσία οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ζοῦν μὲ κοινοκτημοσύνη κατὰ τὸ πρότυπο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ 1403, ἐτελείωσε ὁ ξύλινος ναὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀφιερωμένος στὴ Κυρία Θεοτόκο.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη οἱ πατέρες τῆς μονῆς ἦταν περὶ τοὺς 15 καὶ ἐμόναζαν σύμφωνα μὲ τοὺς αὐστηροὺς κοινοβιακοὺς κανόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καθὼς αὐξανόταν σταδιακὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀδελφῶν τῆς μονῆς, τὸ 1412, ἐκτίσθηκε μία καινούργια ἐκκλησία, καὶ αὐτὴ ἀφιερωμένη στὴν Παναγία.
Ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἐρημικὴ ζωὴ ἦταν ριζωμένη στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καὶ τὸν προκαλοῦσε νὰ ἐγκατασταθεῖ σὲ ἕνα ἀπομακρυσμένο καὶ κρυφὸ τόπο. Ἔτσι ἀπεφάσισε νὰ μεταβεῖ 4 χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴ μονὴ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γλουσίκα, περιοχὴ ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκε Σονσοβέτς. Ἐκεῖ διέμενε σὲ ἄγνοια τῶν μοναχῶν, προσευχόμενος καὶ νηστεύοντας αὐστηρά. Μετὰ ἀπὸ μεγάλες πιέσεις τῶν ἄλλων μοναχῶν ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ κτίσει μικρὰ ἀσκηταριὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Σονσοβὲτς γιὰ τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀποσυρθοῦν στὴν ἔρημο. Τὸ 1419, ἐπῆγε ἐκ νέου στὸ Ροστὼβ προκειμένου νὰ πάρει τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὸ νέο μοναστήρι. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του, τοῦ προσέφερε μία εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βρεφοκρατούσας καὶ διάφορα ἄλλα σκεύη γιὰ τὸ ναό. Ἔτσι στὸ Σονσοβὲτς ἐκτίστηκε, τὸ 1420, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Ὅσιος Διονύσιος κατάφερε νὰ ἐξασφαλίσει τὴν οἰκονομικὴ βοήθεια τοῦ πρίγκιπος Γεωργίου, τοῦ ὁποίου διασώζονται τρεῖς ἐπιστολὲς περὶ τῶν δωρεῶν του. Περὶ τὸ 1422, ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι τοῦ Γλουσίκα καὶ τὴν ἡγουμενία, γιὰ νὰ ζήσει ἀκόμη πιὸ ἀσκητικὰ μὲ μερικοὺς μοναχοὺς στὸ Σονσοβέτς.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἡ ἐλεημοσύνη ἦταν ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πνευματικότητος τοῦ Ὁσίου Διονυσίου. Σὲ περιόδους πείνας πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ κατέφευγαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ πάρουν λίγο ψωμὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσε νὰ τοὺς διαθέσει. Διέθετε ἀκόμη καὶ τὸ ἰδικό του φαγητὸ στοὺς ἐνδεεῖς. Οἱ ἀδελφοὶ τῆς μονῆς κάποιες φορὲς δὲν κατανοοῦσαν αὐτὴ τὴ γενναιοδωρία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου, ἡ ὁποία κάποιες φορὲς ἀπειλοῦσε νὰ ἐξαντλήσει ἀκόμη καὶ τὶς λιγοστὲς προμήθειες τῆς μονῆς.
Στὴ βιογραφία τοῦ Ὁσίου Διονυσίου καταγράφεται τὸ παρακάτω περιστατικό: «Ἕνας νέος μεταμφιέσθηκε σὲ ζητιάνο μὲ τὴν καθοδήγηση τῶν μοναχῶν. Αὐτὸς ἐπῆγε στὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἐζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ὅσιο Διονύσιο. Ἐκεῖνος τοῦ ἔδωσε χρήματα, ἀλλὰ τὸ ἴδιο βράδυ οἱ μοναχοὶ ἀπεκάλυψαν στὸν Ὅσιο τί εἶχαν κάνει δίδοντάς του πίσω τὰ χρήματα ποὺ εἶχε δώσει στὸ νέο. Ὁ Ὅσιος, χωρὶς νὰ θυμώσει, τοὺς εἶπε ὅτι ἐφ’ ὅσον εἶναι ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ κάνουμε τὸ καλὸ θὰ πρέπει νὰ σταματήσουν νὰ τοῦ ὑποδεικνύουν νὰ πάψει νὰ εἶναι ἐλεήμων. Κατηχώντας τοὺς ἄλλους μοναχούς, ἔλεγε: «Παιδιά μου, μὴ φοβᾶσθε τοὺς κόπους ποὺ ἔχει ἡ ἔρημος καὶ μὴν ἀφήνετε τὴν ἄσκηση. Μέσα ἀπὸ πολλὲς δοκιμασίες θὰ φθάσουμε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἐλευθερωθεῖτε μὲ τὴ νηστεία ἀπὸ κάθε χοϊκὸ καὶ φθαρτὸ πράγμα. Ἡ προσευχή μας πρέπει νὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά μας καὶ θὰ πρέπει νὰ εἴμαστε ταπεινοί. Σχετικὰ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη σᾶς ὑπενθυμίζω τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες». Ἂς εἴμαστε ἐλεήμονες ἀπέναντι σὲ ὅλους καὶ ὁ Κύριος θὰ δείξει ἔλεος καὶ σὲ ἐμᾶς, διότι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ μόνον ὅποιος ἀγαπᾶ τὸν ἀδελφό του».
Ἑπτὰ χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του ὁ Ὅσιος ἔσκαψε τὸν τάφο του καὶ κάθε ἡμέρα τὸν ἐπισκεπτόταν. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἐκαλλιεργοῦσε στὴν καρδιά του τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1437, σὲ ἡλικία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Σίος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Σίος (Γκαρεγκέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία τὸ 17ο καὶ 18ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν ἔρημο τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὴν ἀνατολικὴ Γεωργία καὶ ἐτελειώθηκε μαρτυρικὰ ἀπὸ τοὺς Μουσουλμάνους τοῦ Καυκάσου, τὸ 1700.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἐξ Ἀγγλίας
Ὁ Ἅγιος Οὐϊστάνος ἦταν υἱὸς τοῦ Βίμμουντ, υἱοῦ τοῦ βασιλέως τῆς Μερσία. Ὅταν ἐκοιμήθησαν ὁ πατέρας καὶ ὁ πάππος του, ὁ μικρὸς Οὐϊστάνος, ὑπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πάππου του, ἀνῆλθε στὸ θρόνο. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος ἐμεγάλωσε καὶ προέκοπτε σὲ χάρη καὶ σοφία Θεοῦ καὶ ἀγωνιζόταν νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅμως ὁ ἐπίτροπος τοῦ θρόνου Βερθούλφιος (840 – 852 μ.Χ.) συνωμότησε μαζὶ μὲ τὸν υἱό του κατὰ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ νόμιμο διάδοχο τοῦ θρόνου, καὶ τὸν ἐδολοφόνησαν, τὸ 849 μ.Χ., κατὰ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκεῖνος ἐπλησίαζε τὸν ἐξάδελφό του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Τὸ κατακρεουργηθὲν λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του μὲ εὐλάβεια καὶ πολλὰ θαύματα ἐτελέσθηκαν μὲ τὴ μεσιτεία του.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς τῆς Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Ρουαδανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Βρετάνη καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴν περιοχὴ τοῦ Ταβίστοκ, τῆς Κορνουάλης καὶ τῆς Βρετάνης καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λοκρονὰν στὴ Βρετάνη.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σεκοῦνδος ἄθλησε τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Τίβερη κοντὰ στὴν πόλη Ἀμέλια τῆς Οὐμβρίας τῆς Ἰταλίας.
------------------------------------------------------------------------------
Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πρόκλος ἦταν Ρωμαῖος ἀξιωματοῦχος καὶ ἐμαρτύρησε, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Μπολόνια τῆς Ἰταλίας.