Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εορτολόγιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εορτολόγιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 24, 2023

Η ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

«Η τίμια και σεβάσμια και στους αγγέλους κεφαλή πρώτα μεν βρέθηκε, κατ’ ευδοκία και φανέρωση του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, από δύο μοναχούς στην οικία του Ηρώδη, όταν ήλθαν στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσουν τον ζωηφόρο τάφο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Από τους μοναχούς αυτούς την έλαβε κάποιος κεραμέας και την μετέφερε στην πόλη των Εμεσηνών. Επειδή αισθανόταν χαρά κι ευτυχία  στην καρδιά του μέσω αυτής ο κεραμέας, την τιμούσε εξαιρετικά. Έπειτα επειδή επρόκειτο να πεθάνει, την άφησε στην αδελφή του, αφήνοντας την εντολή να μην την μετακινεί ούτε να την ανοίγει, παρά μόνον να την τιμά. Και μετά τον θάνατο της γυναίκας, πολλοί δέχτηκαν την κεφαλή διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον. Τελευταία από όλους η κεφαλή του Προδρόμου περιήλθε σε κάποιο μοναχό και πρεσβύτερο Ευστάθιο, που ανήκε στην κακοδοξία των Αρειανών. Αυτός εκδιώχτηκε από τους ορθοδόξους από το σπήλαιο στο οποίο κατοικούσε, διότι καπηλευόταν τις ιάσεις που γίνονταν διά της τιμίας κάρας, λέγοντας ότι οφείλονται στην κακόδοξη πίστη του, γι’ αυτό κατά θεία οικονομία φεύγοντας άφησε την κάρα του θείου Προδρόμου στο σπήλαιο. Ήταν λοιπόν κρυμμένη εκεί, μέχρι των χρόνων του Μαρκέλλου, που ήταν αρχιμανδρίτης, επί της βασιλείας του Ουαλεντιανού του νέου και του επισκόπου Εμέσης Ουρανίου. Τότε ακριβώς, επειδή αποκαλύφθηκαν πολλά γι’ αυτήν, βρέθηκε να είναι σε υδρία, οπότε εισήχθη στην Εκκλησία από τον επίσκοπο Ουράνιο, ενεργώντας πολλές ιάσεις και θαύματα. Τελείται δε η σύναξη για την εύρεση της κάρας στο αγιότατο Προφητείο του Προδρόμου, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου».

Αφορμή και πάλι για την Εκκλησία μας η εύρεση της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου, προκειμένου να τονίσει τη σπουδαία θέση του μεταξύ όλων των αγίων: να θυμηθούμε οι πιστοί ότι ήταν εκείνος που «κήρυξε τη σωτήρια έλευση του Σωτήρος Χριστού, κατενόησε την πτήση του αγίου Πνεύματος που σκήνωσε σ’ εκείνον, κατά το βάπτισμα του Κυρίου, που μεσίτευσε μεταξύ της Παλαιάς και της Νέας χάριτος» (στιχηρό εσπερινού)∙ ότι ήταν εκείνος που «όταν παρανόμησε ο Ηρώδης τον έλεγξε και γι’ αυτό ως παράφρων ο δειλός του έκοψε την κεφαλή» (κάθισμα όρθρου)∙ ότι ήταν εκείνος που «σφράγισε την Παλαιά Διαθήκη και υπήρξε το τέλος των προφητών, ενώ ετοίμασε τον δρόμο της καινής» (ωδή δ΄)∙ ότι τέλος υπήρξε εκείνος που «φάνηκε με τη δύναμη και το πνεύμα του προφήτη Ηλία σαν ακράδαντος πύργος» (ωδή ε΄), ενώ υμνήθηκε από τον Κύριο «ως ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους» (ωδή ζ΄).

Πέραν όμως αυτών. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα έρχεται να μας εξηγήσει γιατί ο Κύριος θέλησε να τον φανερώσει από την κρυμμένη στη γη για πολλά χρόνια θέση του. Κι η εξήγηση που προσάγει είναι διπλή: αφενός να κηρύξει εκ νέου μετάνοια  στους ανθρώπους, αφετέρου να γίνει ίαμα γι’ αυτούς με τα διάφορα θαύματά του. Με άλλα λόγια η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου κατανοείται μέσα στο πλαίσιο της ευεργεσίας του Χριστού στον πιστό λαό του, αποτελεί δηλαδή δώρο Του στην Εκκλησία, γιατί θέλει και να τον παρηγορήσει στον κόσμο τούτο με τα ιάματα που προσφέρει δια της κάρας του Ιωάννου, και να τον βοηθήσει και πάλι να βρει τον αληθινό δρόμο της ζωής, που δεν είναι άλλος από τον δρόμο της μετανοίας και του αγιασμού. Οι πολλές αναφορές του υμνογράφου επί των παραπάνω συγκεφαλαιώνονται θα λέγαμε στους στίχους του συναξαρίου: «Από τη γη φανερώνει ο Πρόδρομος τη σεβάσμια κάρα του, προτρέποντας πάλι να κάνουμε καρπούς άξιους της μετάνοιας. Πρόδρομε, συ που βάπτισες παλιά τον λαό στις πηγές των υδάτων, συ τώρα που φάνηκες από τη γη, βάπτιζέ τον στις πηγές των θαυμάτων».

Αλλ’ είπαμε, οι αναφορές του υμνογράφου είναι πάμπολλες: δεν μπορεί να κάνει οιαδήποτε αναφορά στον άγιο Ιωάννη, χωρίς να νιώσει την ανάγκη να μιλήσει για το πρώτιστο έργο του Προδρόμου, το κήρυγμα της μετανοίας. Προσαρμόζει όμως το έργο αυτό στα δεδομένα της εποχής του, και κάθε εποχής βεβαίως, όσο κι αν είναι σύγχρονη. «Στάλθηκε ο Πρόδρομος σαν φωνή ανθρώπου που φωνάζει στις έρημες καρδιές, εγκεντρίζοντας σ’ αυτές την ευσεβή πίστη του Υιού του Θεού, του αληθινού Θεού» (ωδή η΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο ότι μιλώντας για τη μετάνοια μιλάμε για την οδό αγιασμού των ανθρώπων, που οδηγεί στο να γίνει ο άνθρωπος κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού. Εκεί οδηγεί η μετάνοια και ο αγιασμός: όχι απλώς να γίνει ο άνθρωπος ένας καλός άνθρωπος – πολλοί «καλοί» άνθρωποι από ό,τι μας λένε οι άγιοί μας θα βρεθούν στην κόλαση, σε αρνητική δηλαδή σχέση με τον Θεό – αλλά να γίνει μία φανέρωση Εκείνου, μία ζωντανή παρουσία της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. «Ετοιμάστε, λέει και τώρα (που φανερώθηκε η κεφαλή του) ο Πρόδρομος, την οδό του Κυρίου, διά της αγιότητος. Διότι αυτός θα έλθει μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα και θα κατοικήσει αιωνίως στις καρδιές μας» (ωδή η΄).

Είναι περισσότερο από σαφές έτσι ότι η εύρεση της κεφαλής του τιμίου Προδρόμου λειτουργεί κατεξοχήν εισαγωγικά και αφυπνιστικά προς την περίοδο που εισερχόμαστε σε λίγες ημέρες: τη Σαρακοστή. Δεν υπάρχει καλύτερη προετοιμασία μας γι’ αυτήν, περίοδο νηστείας και εγκρατείας, πνευματικής αφύπνισης και κατάνυξης, από ό,τι μας προβάλλει η τεράστια προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου. Κι ακριβώς αυτό επισημαίνει μεταξύ άλλων και η υμνολογία της Εκκλησίας: «Ανέτειλε με λαμπρότητα η τίμια κάρα σου από τους άδυτους κόλπους της γης, Πρόδρομε Ιωάννη…Σε παρακαλούμε να μας δώσεις λύση στα δεινά της ζωής μας, όπως και να διανύσουμε τον καιρό της εγκράτειας καρποφόρα με τις πρεσβείες σου» (εξαποστειλάριον όρθρου). Και στους αίνους διαβάζουμε: «Άνοιξε τα προπύλαια της εγκράτειας η πάνσεμνη κεφαλή σου, πανεύφημε, και παρέθεσε σε όλους γλυκύτατη ευχαρίστηση των θείων χαρισμάτων. Σ’ αυτά τα θεία χαρίσματα αν μετέχουμε με πίστη, γλυκαίνουμε την τραχύτητα της νηστείας».

πηγή

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2022

Κυριακή της Τυρινής στην λαϊκή και ορθόδοξη παράδοση -τι εορτάζουμε

 





Σήμερα 6 Μαρτίου είναι η Κυριακή της Τυρινής, η οποία εορτάζεται ακριβώς 49 ημέρες πριν το Άγιο Πάσχα.

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής, είναι αφιερωμένη στην εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα του Θεού, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» αυτού ( Γέν.1,26).

Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2 ο κεφ.). Ο άνθρωπος έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτό του στέρησε τον παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό παρουσία του Θεού και την κοινωνία των ακένωτων ευλογιών Του.

Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε!

Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε.

Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προέβλεπαν το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου.

Όμως δυστυχώς ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους.

Στις εκκλησίες διαβάζεται, κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία, η περικοπή του Ευαγγελίου του Ματθαίου (κεφ. στ’, 14-21) που αναφέρεται στην αξία της συγχώρεσης και της νηστείας.

Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας ψάλλεται ο κατανυκτικός εσπερινός της συγγνώμης, κατά τον οποίον ιερείς και πιστοί αλληλοασπάζονται, ζητώντας συγχώρεση ο ένας από τον άλλον, ενόψει της επερχόμενης Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς την κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων, αυγών, ψαριών και ελαιολάδου, απαγορεύει όμως την κρεοφαγία.

Από τα κύρια παραδοσιακά φαγητά του τραπεζιού είναι τα μακαρόνια, που συσχετίζονται από τους λαογράφους με τη λατρεία των ψυχών κατά την περίοδο αυτήν.

Όπως παρατηρεί ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Φαίδων Κουκουλές (1881-1956), αρχικά η λέξη «μακαρώνια» σήμαινε τροπάρια μακαριστικά, αναπαύσιμους μακαρισμούς στις κηδείες ή στα περίδειπνα, στα οποία προσφέρονταν κυρίως ζυμαρικά.

Το δείπνο της ημέρας λαμβάνει τη μορφή συνεστίασης μεταξύ συγγενών και φίλων.

Στην Κύπρο, οι οικογένειες κάθε χωριού συγκεντρώνονται σε ένα ή δύο σπίτια και δειπνούν όλοι μαζί και διασκεδάζουν, ενώ στην Κάρπαθο παλαιότερα όλες οι οικογένειες δειπνούσαν στο σπίτι του προεστού του χωριού τους.

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. β’.
Τῆς σοφίας ὁδηγέ, φρονήσεως χορηγέ, τῶν ἀφρόνων παιδευτά, καὶ πτωχῶν ὑπερασπιστά, στήριξον, συνέτισον τὴν καρδίαν μου Δέσποτα. Σὺ δίδου μοι λόγον, ὁ τοῦ Πατρός Λόγος, ἰδοὺ γὰρ τὰ χείλη μου, οὐ μὴ κωλύσω ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.



Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Ἀποτομή τ. κεφαλῆς Ἁγίου Ἰωάννου





«Οὐκ ἔξεστι σοὶ ἔχειν, τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχεις τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου, ὁ ὁποῖος ζεῖ ἀκόμα.

Λόγια του Τιμίου Προδρόμου, ποὺ ἀποτελοῦσαν μαχαιριὲς στὶς διεφθαρμένες συνειδήσεις τοῦ βασιλιᾶ Ἡρῴδη Ἀντίπα καὶ τῆς παράνομης συζύγου του Ἡρῳδιάδος, ποὺ ἦταν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου. Ὁ Ἡρῴδης, μὴ ἀνεχόμενός τους ἐλέγχους τοῦ Προδρόμου, τὸν φυλάκισε.

Σὲ κάποια γιορτὴ ὅμως τῶν γενεθλίων του, ὁ Ἡρῴδης ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο νὰ δώσει στὴν κόρη τῆς Ἡρῳδιάδος ὅ,τι ζητήσει, διότι τοῦ ἄρεσε πολὺ ὁ χορός της. Τότε ἡ αἱμοβόρος Ἡρῳδιὰς εἶπε στὴν κόρη της νὰ ζητήσει στὸ πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννη. Πρᾶγμα ποὺ τελικὰ ἔγινε.

Ἔτσι, ὁ ἔνδοξος Πρόδρομος τοῦ Σωτῆρα θὰ παραμένει στοὺς αἰῶνες ὑπόδειγμα σὲ ὅλους ὅσους θέλουν νὰ ὑπηρετοῦν τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς διαφθορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ κινδύνους καὶ θυσίες.

Καὶ νὰ τί λένε οἱ 24 πρεσβύτεροι τῆς Ἀποκάλυψης στὸ Θεὸ γιὰ τοὺς διεφθαρμένους:

«ἦλθεν... Ὁ καιρὸς τῶν ἐθνῶν κριθῆναι... καὶ διαφθεῖραι τοὺς διαφθείροντας τὴν γῆν». Ἦλθε, δηλαδή, ὁ καιρὸς τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν γιὰ νὰ κριθεῖ ὁ κόσμος καὶ νὰ καταστρέψεις (Θεέ μου) ἐκείνους, ποὺ μὲ τὴν διεφθαρμένη ζωὴ τοὺς διαφθείρουν καὶ καταστρέφουν τὴ γῆ.

Η Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη εορτάζεται στις 29 Αυγούστου

Ο Πρόδρομος δεν είναι μονάχα ο κήρυκας της μετανοίας, δεν είναι μόνον ο προάγγελος της χαράς του ερχομού του Χριστού, αλλά είναι συγχρόνως και μια φωνή ελέγχου. Ο Πρόδρομος δεν μένει αδιάφορος και απαθής στην διεφθαρμένη ζωή των ισχυρών και δυνατών. Ο μεγαλόστομος αυτός Προφήτης, ο άγγελος της ερήμου, φρίττει από την ανηθικότητα των αρχόντων. Εν τω μεταξύ βλέπει έναν λαό πικραμένο, και δυστυχισμένο, που δεν τολμάει με κανένα τρόπο να σηκώσει κεφάλι, να φωνάξει να διαμαρτυρηθεί για τις αδικίες. Τότε ο Πρόδρομος λύνει τη σιγή του, για τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο της διαφθοράς. Σταματάει για λίγο το Μετανοείτε κι αρχίζει το Κατηγορώ. Αστραφτερό μαχαίρι γίνεται η φωνή του και κόβει το μαύρο πέπλο της σιγής και του τρόμου.

Ο Ηρώδης τον οποίο κατηγορούσε ο Πρόδρομος ήταν Τετράρχης, δηλαδή είχε στην εξουσία του το ένα τέταρτο της βασιλείας του πατέρα του. Είχε δε και άλλα τρία αδέλφια. Αυτός, λοιπόν, αγάπησε την γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, την διεφθαρμένη Ηρωδιάδα. Κυριευμένος από αισχρή επιθυμία, έδιωξε την νόμιμη γυναίκα του, που ήταν θυγατέρα του βασιλιά της Αραβίας Αρέτα, και άρπαξε με την αμαρτωλή θέληση της, την Ηρωδιάδα. Έτσι, λοιπόν, ενώ ο αδελφός του ζούσε κι ενώ η Ηρωδιάδα είχε αποκτήσει με τον Φίλιππο μια κόρη τη Σαλώμη, ο Ηρώδης καταπατώντας τον Μωσαϊκό νόμο, τον νόμο του Θεού παίρνει γυναίκα του, την γυναίκα του αδελφού του.

Η φωνή του Προδρόμου γίνεται σάλπιγγα έλεγχου. Συνταράζει την μαλθακότητα και την χλιδή των αιμομικτών. Και ενώ ο λόγος του Προδρόμου, που πηγαίνει κάτω από τα ανάκτορα και φωνάζει, κτυπάει αμείλικτα όλες τις παρανομίες του Ηρώδη και η γλώσσα του μαστιγώνει την Ηρωδιάδα, ο Ηρώδης αποφασίζει να προσθέσει ένα ακόμη έγκλημα στην αλυσίδα των εγκλημάτων του. Συλλαμβάνει τον γενναίο Ασκητή της ερήμου και τον ρίχνει στις υγρές κι ανήλιαγες φυλακές του φρουρίου της Μαχαιρούντος.

Ο Χορός της Σαλώμης
Οι βασιλείς και οι άρχοντες τον καιρό εκείνο συνηθίζανε να γιορτάζουνε σαν μέρες χαράς και ευτυχίας την ημέρα της γεννήσεως τους και την ημέρα που ανεβαίνουνε στο θρόνο και στην εξουσία. Και ο Ηρώδης γιόρταζε πάντοτε με ξεχωριστή λαμπρότητα την γιορτή των γενεθλίων του. Εκείνο, λοιπόν τον χρόνο, που ο Πρόδρομος ήταν φυλακισμένος, ο Ηρώδης κάλεσε όπως πάντα, όλη την αριστοκρατία του καιρού του, για να πανηγυρίσει τα γενέθλιά του.
Κι ενώ το μισητό συμπόσιο προχωρούσε και η αμαρτία έκαιγε τις ψυχές, η Σαλώμη, η κόρη της Ηρωδιάδας, βγήκε ντυμένη άσεμνα μπροστά στους καλεσμένους και άρχισε να χορεύει έναν έξαλλο δαιμονικό χορό. Οι διαφθαρμένοι χειροκροτούν με ενθουσιασμό την Σαλώμη. Οι φαύλες κι αμαρτωλές κινήσεις της τους συγκινήσανε.
Και τότε ενθουσιάζεται και ο γέρο - Ηρώδης. Την καλεί κοντά του και της λέγει:
— Ζήτησέ μου ότι θέλεις και θα σου το δώσω! Σου ορκίζομαι ότι θα σου δωρίσω ότι κι αν μου ζητήσεις, έστω κι αν μου ζητήσεις το μισό βασίλειο μου...
Η φαύλη νέα τρέχει τότε στη μητέρα της και την ρωτάει τι να ζητήσει από τον Ηρώδη. Η Ηρωδιάδα, ο θηλυκός αυτός σατανάς, χαμογελάει δαιμονικά. Η μανία της για τον Πρόδρομο, που ελέγχει την ανήθικη ζωή της, φουντώνει. Χωρίς, λοιπόν, να χάση καιρό, την δασκαλεύει να ζητήσει -Ώ δωρεά παρανομωτάτη- την κεφαλή του Προδρόμου.

Ο Ιωάννης αποκεφαλίζεται
Μπαίνει λοιπόν αμέσως η Σαλώμη στην αίθουσα του αισχρού συμποσίου και ζητάει, χωρίς χρονοτριβή, το κεφάλι του Ιωάννου του Προδρόμου. Ζητάει, μετά το σατανικό χορό της, να πλημμυρίσει την τράπεζα του συμποσίου με το αίμα του αθώου Προφήτου. Κομπιάζει για λίγο ο Ηρώδης, γιατί φοβάται να εξοντώσει τον Πρόδρομο.
Όλα αυτά όμως δεν ήτανε τίποτε άλλο, παρά δικαιολογίες. Το έγκλημα έχει προαποφασισθεί. Η επιθυμία, λοιπόν, της Ηρωδιάδας που θέλει να κυλιέται ανεμπόδιστα και χωρίς έλεγχο στην αμαρτία, γίνεται πραγματικότητα. Το αίτημα της Σαλώμης δεν αργοπορεί. Κι ενώ οι δαιμονόψυχοι και αιμοβόροι διασκεδάζανε, άγριο και κοφτερό σπαθί του δημίου, του σκεπουλάτορα, έκοβε την αγία κεφαλήν του Τιμίου Προδρόμου στη φυλακή.
Όλα γίνονται με ταχύτητα. Φέρουνε τρέχοντας οι στρατιώτες το ματωμένο κεφάλι του Προφήτου στα ανάκτορα, στο τραπέζι των θλιβερών δημίων. Το βάζουνε σε πιάτο γεμάτο αίματα και το τοποθετούν ανάμεσα στα φαγητά. Άγρια δαιμονική ικανοποίηση αισθάνεται η Ηρωδιάδα. Έπειτα πλημμυρισμένη ακόμα από κακία και πάθος εκδικήσεως, παίρνει μια βελόνα και τρυπάει μ’ αυτή τη γλώσσα που την ταλάνιζε, που την συγκλόνιζε με την τρομερή φωνή του ελέγχου του.
Εις την Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννη 29 Αυγούστου
Στίχος

Τέμνει κεφαλὴν χεὶρ μιαιφόνος ξίφει, Τοῦ χεῖρα θέντος εἰς κεφαλὴν Κυρίου. Εἰκάδι ἀμφ' ἐνάτῃ Προδρόμου τάμεν αὐχένα χαλκός.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ὡς πάντων ὑπέρτερος, τῶν Προφητῶν ἀληθῶς, αὐτόπτης καὶ Πρόδρομος, τῆς παρουσίας Χριστοῦ, Προφῆτα γεγένησαι, ὅθεν καὶ παρ’ Ἡρῴδου, ἐκτμηθεῖς σου τὴν Κάραν, ἔδραμες τοὶς ἐν Ἅδῃ, προκηρύξαι τὸ λύτρον διὸ σὲ Ἰωάννη Βαπτιστά, ποθῶ γεραίρομεν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος β΄.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον Ἦχος πλ. α΄.
Ἡ τοῦ Προδρόμου ἔνδοξος ἀπoτομή, οἰκονομία γέγονέ τις θεϊκή, ἵνα καὶ τοῖς ἐν ᾅδη τοῦ Σωτῆρος κηρύξῃ τὴν ἔλευσιν. Θρηνείτω οὖν Ἡρωδιάς, ἄνομον φόνον αἰτήσασα, οὐ νόμον γὰρ τὸν τοῦ Θεοῦ, οὐ ζῶντα αἰώνα ἠγάπησεν, ἀλλ᾽ ἐπίπλαστον πρόσκαιρον.

Μεγαλυνάριον
Κἂν ἐτμήθης Κάραν ὦ Βαπτιστά, φθέγγεται ἠ γλῶσσα, τὸν Ἡρώδην ἐλέγχουσα· Λόγου τὴν φωνήν σε, σιγῆσαι γὰρ οὐκ ἔδει, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἐν Ἅδῃ, Χριστὸν κηρύξασθαι.

Τετάρτη, Μαΐου 25, 2016

Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 
Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου, η Ορθόδοξη Εκκλησία καθόρισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής, η οποία και θεωρείται ως Δεσποτική εορτή. Κατά την Μεσοπεντηκοστή σημειώνεται η 25η μέρα από την Ανάσταση και η 25η πριν την Πεντηκοστή. Η εορτή αυτή, δηλαδή, αποτελεί ένα ενδιάμεσο σταθμό. Γι’ αυτό και συνδυάζει πασχάλια θέματα με τα γεγονότα της Πεντηκοστής, αλλά και μας προϊδεάζει για την εορτή της Ανάληψης του Κυρίου, με σημείο αναφοράς την Σοφία του Θεού που είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος είναι η Σοφία και η ζώσα Βουλή του Θεού Πατέρα. Η εορτή αυτή, λοιπόν, αποτελούσε μεγάλο γεγονός για την Κωνσταντινούπολη, γιατί κατά την ημέρα αυτή πανηγύριζε ο Ναός της του Θεού Σοφίας. Τον λαμπρό χαρακτήρα της παλαιάς αυτής εορτής διασώζουν τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, τα οποία είναι εμπλουτισμένα με αναγνώσματα, σπουδαία τροπάρια, κανόνες και έργα μεγάλων υμνογράφων όπως του Αγίου Ανδρέου Κρήτης.
Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή της.
Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ αυτήν, και περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Και όμως κάποτε η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και συνέτρεχαν κατ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξη την Έκθεσι της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, για να ιδή το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες, και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωϊ της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του, ξεκινούσε από το ιερό παλάτιο για να μεταβή στον ναό του αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγει την βασιλείαν υμών», και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερόν παλάτιον.
Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασί της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές, και με την παράτασι του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.
Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό.
Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει δηλ. το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτασίμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:
«Πάρεστιν η μεσότης ημερών,
των εκ σωτηρίου αρχομένων εγέρσεως
Πεντηκοστή δε τη θεία σφραγιζομένων,
και λάμπει τας λαμπρότητας
αμφοτέρωθεν έχουσα
και ενούσα τας δύο
και παρείναι την δόξαν προφαίνουσα
της δεσποτικής αναλήψεως σεμνύνεται».
Χωρίς δηλαδή να έχη δικό της θέμα η ημέρα αυτή, συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ ετέρου, και «προφαίνει»
την δόξαν της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθή μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της
ημέρας, η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθή ο Χριστός σαν Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Δια ταύτην την αιτίαν την παρούσαν εορτήν εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες, τον Μεσσίαν τε ανυμνούμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα, ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων.
Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού η δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα, κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού, η κατασκευάσασα τον κόσμον. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας,
ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του, είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:
Μεσούσης της εορτής
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
έλεγον οι Ιουδαίοι.
Πως ούτος οίδε γράμματα, μη μεμαθηκώς;
αγνοούντες ότι συ ει η Σοφία
η κατασκευάσασα τον κόσμον.Δόξα σοι».
Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Της εορτής μεσούσης»,
έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώραν μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράσι του Κυρίου.«Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού
ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής.«Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»
(Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθή πιο παραστατική εικόνα για να δειχθή ο χαρακτήρ του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος, η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος
που εδρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες
από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.«Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 38). «Και
γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στην Σαμαρείτιδα (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίησι και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαιρέτους ύμνους.
Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Την Σοφίαν και Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:
«Της σοφίας το ύδωρ και της ζωής
αναβρύζων τω κόσμω, πάντας, Σωτήρ,
καλείς του αρύσασθαι
σωτηρίας τα νάματα•
τον γαρ θείον νόμον σου
δεχόμενος άνθρωπος,
εν αυτώ σβεννύει
της πλάνης τους άνθρακας.
Όθεν εις αιώνας
ου διψήσει, ου λήξει,
του κόρου σου δέσποτα, βασιλεύ επουράνιε.
Δια τούτο δοξάζομεν
το κράτος σου, Χριστέ ο Θεός,
των πταισμάτων άφεσιν αιτούμενοι,
καταπέμψαι πλουσίως
τοις δούλοις σου».
Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:
«Μεσούσης της εορτής
διψώσάν μου την ψυχήν,
ευσεβείας πότισον νάματα•
ότι πάσι, Σωτήρ εβόησας•
Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω.
Η πηγή της ζωής, Χριστέ ο Θεός, δόξα σοι».
«Της εορτής της νομικής μεσαζούσης,
ο των απάντων ποιητής και δεσπότης,
προς τους παρόντας έλεγες, Χριστέ ο Θεός•
Δεύτε και αρύσασθαι ύδωρ αθανασίας.
Όθεν σοι προσπίπτομεν και πιστώς εκβοώμεν•
Τους οικτιρμούς σου δώρησαι ημίν,
συ γαρ υπάρχεις πηγή της ζωής ημών».
Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:
«Ο τον κρατήρα έχων
των ακενώτων δωρεών,
δος μοι αρύσασθαι ύδωρ
εις άφεσιν αμαρτιών•
ότι συνέχομαι δίψη,
εύσπλαγχνε μόνε οικτίρμον».
Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψις ιστορικού υποβάθρου, της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν
την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή, κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περιφήμους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανηγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής, ή του αγίου Πνεύματος, ή της αγίας Τριάδος, ή των Εισοδίων, ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.
Μεσοπεντηκοστή-Κωνσταντινούπολη

Ο ναός Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη τιμόταν στην Σοφία του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τον Χριστό και πανηγύριζε στην εορτή της Μεσοπεντηκοστής.
Ας ακούσουμε αυτούσια την αναφορά ενός διπλωμάτη, πού πραγματικά έπλευσε προς το Βυζάντιο τον 10ο αιώνα. Ταξιδεύοντας ανά την γή σε αναζήτηση της καταλληλότερης θρησκείας πού θα ένωνε τον ρωσικό λαό, οι απεσταλμένοι του Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη. Η αναφορά τους προς αυτόν ήταν καθοριστικής σημασίας και αναφέρεται σε κάθε ιστορία της Ρωσίας: Μετά πήγαμε στο [Βυζάντιο] και οι Έλληνες μάς οδήγησαν στα κτίρια [Αγία Σοφία] όπου τιμούσαν τον Θεό τους και δεν γνωρίζαμε εάν βρισκόμασταν στον Παράδεισο ή στην Γή. Και αυτό γιατί στην γή δεν υπάρχει τέτοια λαμπρότητα ή τέτοια ομορφιά, και τα είχαμε χαμένα για το πώς θα την περιγράφαμε. Το μόνο πού γνωρίζαμε ήταν ότι ο Θεός κατοικεί εξίσου μεταξύ των ανθρώπων και οι λειτουργίες τους είναι ομορφότερες των τελετών άλλων λαών. Και αυτό γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά. Κάθε άνθρωπος, αφού γευτεί κάτι γλυκό, μετά είναι απρόθυμος να δεχτεί κάτι που είναι πικρό.

Παρασκευή, Μαΐου 06, 2016

Ου χρεών σε,Λέων αγωνιάν,το γαρ ύδωρ εγγύς»(Zωοδόχου Πηγής)




Ήταν γύρω στα 450 μΧ, όταν ένας βυζαντινός στρατιώτης, Λέοντας στο όνομα, έκοβε βόλτες σ' ένα δασάκι στα μέρη της βασιλεύουσας, όταν ξάφνου βλέπει μπροστά του έναν τυφλό άνθρωπο να του ζητάει λίγο νερό για να σβήσει τη δίψα του. Ο Λέοντας προθυμοποιήθηκε να του βρει και να του φέρει νερό. Έψαξε λοιπόν, στο δάσος για να βρει νερό αλλά μάταια και έτσι, επέστρεφε λυπημένος. Τότε όμως, άκουσε μια γυναικεία φωνή να του λέει: «Ου χρεών σε, Λέων, αγωνιάν, το γαρ ύδωρ εγγύς», δηλαδή, «Δεν χρειάζεται Λέων να αγωνιάς, να άγχεσαι, να στεναχωριέσαι, το νερό είναι δίπλα σου».

Και πάλι ακούει τη φωνή την άγνωστη να τον προστάζει: «Λέων βασιλιά, πάρε απ' το νερό αυτό και δώσε να πιει να ξεδιψάσει ο τυφλός άνθρωπος και κάτι ακόμα, άλειψε μ' αυτό τα μάτια του και αμέσως θα καταλάβεις ποια είμαι εγώ που σου μιλώ». 
Έτσι πράγματι έπραξε ο Λέοντας και παρευθύς ο τυφλός ανέβλεψε. Αλλά ταυτόχρονα άνοιξαν και τα μάτια του Λέοντα ο οποίος τώρα, κατάλαβε πως εκείνη η φωνή που του μιλούσε ήταν της Παναγίας που έκανε αυτό το θαύμα και του μίλησε και πως επίσης, σ' Εκείνην τη Μεγαλόχαρη, οφείλεται και το μεγάλο θαύμα της θεραπείας του τυφλού. Ακόμη, θαύμα αξιοθαύμαστο ήταν και η εύρεση της πηγής του σωτήριου αυτού νερού.

 Αλλά θαύμα ήταν και η επαλήθευση της προσφώνησης από την Παναγία, του Λέοντα , ως βασιλιά. Διότι πράγματι ο Λέων, το 486 μ.Χ, ανέβηκε στον θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως Λέων ο Α΄ ο Θράξ, ο επονομαζόμενος και Μακέλλης (457-474), και τον οποίο η Αγία Εκκλησία μας ως Άγιο τον τιμά στις 20 του Ιανουρίου. Αμέτρητα τα θαυμάσια σου Παναγία μας. Ο Λέων, ως αυτοκράτορας πλέον, θα αναγείρει επί της θαυματουργής πηγής, θαυμάσιο Ναό αφιερωμένο στην Παναγία τη Ζωοδόχου Πηγή για να θυμίζει τις δωρεές της Θεοτόκου προς εκείνον αλλά και όλες τις μεγάλες ευεργεσίες της προς το γένος των ανθρώπων. Στην θαυματουργή πηγή αυτού του ιερού Ναού, βρήκε τη γιατρειά και ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α', ο Λέοντας ο ΣΤ' ο Σοφός, η γυναίκα του, Αγία βασίλισσα Θεοφανώ, ο Ρωμανός Α' ο Λεκαπηνός και η γυναίκα του, ο Πατριάρχης Στέφανος (886-912), ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης (964-966), αλλά και πλήθος ακόμη, άρχοντες και απλοί άνθρωποι εκεί γιατρεύτηκαν. 

Μέχρι και νεκρό ανέστησε το αγιασμένο νερό της Ζωοδόχου Πηγής. Το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, γκρέμισαν οι Τούρκοι για να φτιάξουν με τα υλικά του το τέμενος του Σουλτάνου Βαγιαζήτ. Οι χριστιανοί στη θέση αυτή έχτισαν ένα παρεκκλήσι και αργότερα ένα πιο μεγάλο Ναό (1835). Αυτού του ιερού Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου της Ζωοδόχου Πηγής, τα εγκαίνια εορτάζει η Εκκλησία μας την Παρασκευή της Διακαινησίμου (Λαμπροβδομάδα).
 Ο Ναός αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως το αγίασμα του «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στα τουρκικά σημαίνει ψάρι και η παράδοση μας λέει πως εκεί δίπλα στο αγίασμα, στις 23 Μαΐου 1453 ένας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, όταν κάποιος του έφερε την είδηση πως πήραν την Πόλη οι Τούρκοι. Ο καλόγερος απάντησε πως μόνο αν τα ψάρια που τηγάνιζε έφευγαν απ' το τηγάνι και έπεφταν μέσα στο αγίασμα θα πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο. Και πραγματικά τα ψάρια ζωντάνεψαν και έπεσαν μέσα στην πηγή του αγιάσματος. Μέχρι σήμερα δε, μέσα στην δεξαμενή της Ζωοδόχου Πηγής διατηρούνται επτά ψάρια και μάλιστα σαν να είναι μισοτηγανισμένα απ' την μια πλευρά.

Πέρα όμως από θρύλους και παραδόσεις, η Παναγία μητέρα του Χριστού και μητέρα πάντων των χριστιανών, παραμένει για όλους μας η Πηγή της Ζωής, καθότι Εκείνη έφερε τη Ζωή, το Χριστό στον κόσμο, ελπίδα και προστασία μας, «καταφυγή τε σκέπη και αγαλλίαμα. Η Ζωοδόχος πηγή, ως Πηγή Ζωής, είναι κινητή εορτή και εορτάζει την Παρασκευή της Διακαινησίμου εβδομάδος, δηλαδή 5 μέρες μετά το Πάσχα.

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2016

Μνήμη Ευρέσεως Τιμίου Σταυρού μετά των Τιμίων Ήλων υπό της Αγίας Ελένης



Μνήμη Ευρέσεως Τιμίου Σταυρού μετά των Τιμίων Ήλων υπό της Αγίας Ελένης
Εις την εύρεσην του Τιμίου Σταυρού
Δίδωσιν ἡμῖν Ἑλένη ταύτην χάριν,
Βλέπειν τὸ σῶσαν ἐκ φθορᾶς ἡμᾶς ξύλον.

Εις την εύρεσην των Τιμίων Ήλων
Φανέντες ἧλοι Βασιλεῖ, τοῦ μὲν κράνους,
Ἄγαλμα κεῖνται, τοῦ χαλινοῦ δὲ κράτος.
Βιογραφία
Η Αγία Ελένη (247 - 328 μ.Χ.), μητέρα του πρώτου Χριστινανού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α' του Μεγάλου (280/288 - 337 μ.Χ.), το έτος 326 μ.Χ. πήγε στην Ιερουσαλήμ, όπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὖρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δυὸ σταυροὺς τῶν λῃστῶν», όπως γράφει ο Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς.

Κατά την παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας, υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε η ανασκαφή, κατά την οποία βρέθηκαν τρεις σταυροί, ήτοι του Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή, όμως, δεν ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν του Κυρίου, η Αγία Ελένη παρακάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς ένας νεκρός που τον πήγαιναν για ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός ετέθη επί του Σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος το μεν ήμισυ του Τιμίου Σταυρού το άφησε στα Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι σήμερα, το δε άλλο ήμισυ μετά των ήλων (καρφιών) το μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου, καὶ εὐλόγησον τὴν κληρονομίαν σου, νίκᾳς τοὶς Βασιλεύσι, κατὰ βαρβάρων δωρούμενος, καὶ τὸ σὸν φυλάττων, διὰ τοῦ Σταυροῦ σου πολίτευμα.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 24, 2016

Εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου

Εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου
Σήμερα, 24 Φεβρουαρίου, η Εκκλησία μας τιμά την εορτή της Α' και Β' ευρέσεως της Τιμίας κεφαλής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.

Όταν ο Αγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος αποκεφαλίστηκε από τον Ηρώδη, η Τιμία Κεφαλή του τοποθετήθηκε μέσα σε αγγείο από όστρακο όπου και το έκρυψαν στην κατοικία του Ηρώδη. Μετά από πολλά χρόνια, ο Αγιος Ιωάννης φανερώθηκε στο όνειρο δύο μοναχών, (οι οποίοι είχαν φύγει για τα Ιεροσόλυμα με σκοπό να προσκυνήσουν το τάφο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού), λέγοντάς τους το σημείο όπου βρίσκεται η Τιμία Κεφαλή του.
Οι μοναχοί αυτοί αφού την βρήκαν, την παρέδωσαν σε κάποιον για να την μεταφέρει στην πόλη των Εμεσηνών. Όταν αυτός όμως πέθανε την κληροδότησε στην αδελφή του. Και από τότε διαδοχικά περιήλθε σε πολλούς, και κατέληξε στα χέρια κάποιου ιερομονάχου αρειανού που ονομαζόταν Ευστάθιος όπου έκρυψε την Τιμία Κεφαλή σε ένα σπήλαιο.
Από εκεί, μεταφέρθηκε επί Ουάλεντος, στο Παντείχιον της Βιθυνίας ώσπου ο Θεοδόσιος ο Μέγας την ανεκόμισε στο Έβδομο της Κωνσταντινουπόλεως, όπου έχτισε μεγαλόπρεπη Ναό.
Οι εορτές του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου σε ολόκληρο το έτος:
~ Η Σύλληψις (23 Σεπτεμβρίου)
~ Το γενέσιον (24 Ιουνίου)
~ Η Σύναξις (7 Ιανουαρίου)
~ Η Αποτομή της κεφαλής (29 Αυγούστου)
~ Η Α' και Β' Εύρεσις της κεφαλής (24 Φεβρουαρίου)
~ Η Γ’ Εύρεσις της κεφαλής (25 Μαΐου)
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.Εκ γης ανατείλασα η του Προδρόμου κεφαλή, ακτίνας αφίησι της αφθαρσίας, πιστοίς των ιάσεων· άνωθεν συναθροίζει, την πληθύν των Αγγέλων, κάτωθεν συγκαλείται, των ανθρώπων το γένος, ομόφωνον αναπέμψαι, δόξαν Χριστώ τω Θεώ.

Κυριακή, Αυγούστου 23, 2015

Σύναξη της Παναγιάς της Προυσιώτισσας στην Ευρυτανία (Παναγία η «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας»)

Προύσηθεν εικών, της Aγνής τη Eλλάδι,
Ποταμός ίκται, θαυμάτων αεννάων.
Σύναξη της Παναγιάς της Προυσιώτισσας στην Ευρυτανία (Παναγία η «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας»)
Ψηλά, στις ελατόφυτες βουνοκορφές της νοτιοδυτικής Ευρυτανίας, και σφηνωμένη ανάμεσα σε κάθετους γκριζωπούς βράχους με άγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει η ιερά μονή του Προύσου. Είναι σταυροπηγιακό και ιστορικό μοναστήρι, με μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ανάμεσα τους υπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, που φιλοξενεί στο εσωτερικό του τον πρώτο και παλαιό ναό της μονής. Μέσα σ' αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που επονομάζεται Προυσιώτισσα και εορτάζει με κάθε εκκλησιαστική και βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στις 22-23 Αυγούστου.

Τη θαυματουργή αυτή εικόνα της Θεοτόκου λέγεται ότι την ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και ήλθε από την Προύσα της Μικράς Ασίας (σύμφωνα με το χειρόγραφο 3 του κώδικα της Ιεράς Μονής Προυσιωτίσσης). Την έφερε από την Προύσα κάποιος ευγενής νέος στα χρόνια της εικονομαχίας (829 μ.Χ.) επί εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Στο δρόμο όμως για την Ελλάδα, στην Καλλίπολη της Θράκης, την έχασε και η εικόνα αποκαλύφθηκε θαυματουργικά σ' ένα τσοπανόπουλο, με μια στήλη φωτός σαν πυρσός - γι' αυτό πήρε και την επωνυμία Πυρσός - στο μέρος όπου ήταν κρυμμένη. Ο νέος, που είχε εγκατασταθεί στην Πάτρα, όταν το έμαθε θέλησε να την πάρει. Αλλά η εικόνα θαυματουργικά γύρισε και πάλι στο άγριο μέρος της Ευρυτανίας, όπου αποκαλύφθηκε στους ντόπιους βοσκούς τη νύχτα από 22 προς 23 Αυγούστου. Τότε ο νέος, μαζί μ' έναν υπηρέτη του, πήγαν και αυτοί εκεί, όπου έγιναν μοναχοί μετανομασθέντες Διονύσιος και Τιμόθεος αντίστοιχα.

Η εικόνα της Παναγίας είναι τύπου Οδηγήτριας και είναι επιχρυσωμένη με αργυροεπίχρυση ένδυση, δώρο του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη που φιλοξενούνταν στη Μονή την περίοδο της επανάστασης του 1821 μ.Χ. Την ένδυση, την κατασκέυασε ο χρυσοχόος Γεωργίος Καρανίκας το 1824 μ.Χ., όπως μας αποκαλύπτει η ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγίας: «Η Παντάνασσα. Δι εξόδων του γενναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρί Γεωργίου Καρανίκα, 1824».

Στο ιστορικό της μονής αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, που μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 μ.Χ. από τους γερμανούς. Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ' έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μια αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο. Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.

Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο εμφίλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφευγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.

Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν. Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ' αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή. Οι στρατιώτες απορούν. Πως ζει αυτή η μοναχή εδώ,τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πως συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά: «Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο». Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τις επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της.

Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους νια να επισκεφθούν τον μητροπολίτη. Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο. «Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε».

Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!

Ἀπολυτίκιον
Ήχος α'.
Της Ελλάδος απάσης συ προΐστασαι πρόμαχος και τερατουργός εξαισίων τη εκ Προύσσης εικόνι Σου, Πανάχραντε Παρθένε Μαριάμ, και γαρ φωτίζεις εν τάχει τους τυφλούς δεινούς τε απελαύνεις δαίμονας και παραλύτους δε συσφίγγεις αγαθή. Κρημνών τε σώζεις και πάσης βλάβης τους σοι προστρέχοντας. Δόξα τω σω ασπόρω τοκετώ, δοξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα το ενεργούντι δια σου τοιαύτα θαύματα.

Μεγαλυνάριον
Δεύτε την εικόνα την ιερά, της Προυσιωτίσσης, ασπαζόμεθα ευλαβώς, βρύουσαν παντοίων νόσων και πάσης βλάβης, ρώσιν δαψιλεστάτην και χάρην άφθονον.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Σφαίρας ουρανίους φωταγωγείς, αχράντω οικήσει την υδρόγειον δε βολαις, αρρήτων θαυμάτων, αυγάζεις όθεν πίστει, πάντες σε προσκυνούμεν ω Προυσιώτισσα.

Κυριακή, Αυγούστου 16, 2015

Σύναξη των εν Λευκάδι Αγίων

Σύναξη των εν Λευκάδι ΑγίωνΚάθε πρώτη Κυριακή μετά την 15η Αυγούστου η τοπική Εκκλησία της Λευκάδας τιμά με έναν κοινό εορτασμό το σύνολο των Αγίων, τους οποίους ο «χριστώνυμος λαός της νήσου Λευκάδος» αναγνωρίζει διαχρονικά ως ευεργέτες του σε δύσκολες στιγμές και μεσίτες υπέρ του στον Θρόνο της Χάριτος.

Η Ιερή εικόνα, με την επωνυμία «Οι Άγιοι της νήσου Λευκάδος», έργο των αδελφών της Ιεράς Μονής Παναχράντου Μεγάρων, βρίσκεται σε ειδικό προσκυνητάρι, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Ευαγγελιστρίας. Πρόκειται για μία πρωτότυπη αγιογραφική σύνθεση και ταυτόχρονα για ένα εξαιρετικό εικαστικό έργο. Χωρίς να αφίσταται από τους κανόνες της Ορθόδοξης αγιογραφίας, αποτυπώνει τις μορφές των Αγίων μας με ζωντανά χρώματα και γλυκιές (όχι γλυκερές) όψεις. Τις συνδυάζει ακόμη με την αποτύπωση προσκυνηυματικών τόπων και ιστορικών στιγμών της αγιολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας του νησιού μας. Το στιλβωτό χρυσό φόντο αισθητοποιεί την υπερουράνια λαμπρότητα, της οποίας μέτοχοι είναι οι Άγιοί μας.

Περιγράφοντας την εικόνα αυτή επιχειρούμε να προσεγγίσουμε συνοπτικά τις αγιασμένες μορφές που θα τιμώνται στο εξής από κοινού, όπως προαναφέραμε:

Στο κέντρο της εικόνας δεσπόζει η παράσταση της Παναγίας της Φανερωμένης (βλέπε περισσότερα εδώ), πολιούχου της νήσου Λευκάδος. Ως Βασίλισσα Ουρανού και γης η Θεοτόκος, κάθεται σε ψηλό θρόνο και κρατάει στα γόνατά Της, ως Θεομάνα, τον Ποιητή του κόσμου. Δεξιά και αριστερά, απονέμουν προσκυνήματα στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του («σεβίζουν») δύο «Άγγελοι Κυρίου», όπως αναγράφεται στα φωτοστέφανά τους.

Λίγο πιο κάτω, στέκεται όρθια η πολιούχος της πόλης της Λευκάδας, Αγία μεγαλομάρτυς Μαύρα (βλέπε 3 Μαΐου) και, με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά, παρακαλεί τον Κύριο για την πόλη που της εμπιστεύθηκε να προστατεύει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο θρόνος της Θεομήτορος, ως προστάτιδος και εφόρου του νησιού, στην εικόνα εμφανίζεται να εδράζεται πάνω στα λευκαδίτικα βουνά, ενώ τα πόδια της Αγίας Μαύρας, πολιούχου της πόλεως ειδικότερα, στηρίζονται πάνω στην πόλη της Αμαξικής η Αγίας Μαύρας, της σημερινής πόλης της Λευκάδας δηλαδή.

Στα αριστερά του θεατή και δεξιά της Παναγίας, στην πρώτη σειρά, φαίνεται να απονέμει σέβη και να ικετεύει τον Χριστό ο φωτιστής του νησιού μας και ολόκληρου σχεδόν του πρώην «εθνικού» κόσμου, ο Άγιος Απόστολος Παύλος (βλέπε 29 Ιουνίου). Συμπαραστάτες και στη δέηση αυτή έχει τους δύο «συνεργούς» του στον ευαγγελισμό των «εθνών», Αγίους Αποστόλους Ακύλα (βλέπε 13 Φεβρουαρίου) και Ηρωδίωνα (βλέπε 28 Μαρτίου).

Στην απέναντι πλευρά οριζοντίως, δεξιά του θεατή, παρακαλούν όρθιοι τον Κύριο οι «διάδοχοι των Αποστόλων», οι τέσσερις πρώτοι γνωστοί επίσκοποι Λευκάδος: ο συνοδός του Αγ. Ηρωδίωνα, Άγιος Σωσίων, πρώτος επίσκοπος Λευκάδος (βλέπε 14 Ιουλίου) και τρεις Επίσκοποι Λευκάδος, οι οποίοι ορθοτόμησαν τον Λόγο της Αληθείας σε ισάριθμες Οικουμενικές Συνόδους: ο Άγιος Αγάθαρχος της Α' (βλέπε περισσότερα εδώ), ο Άγιος Ζαχαρίας της Β' (βλέπε 25 Ιουλίου) και ο Άγιος Πελάγιος (βλέπε 14 Σεπτεμβρίου) της Στ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Στην ίδια πλευρά της εικόνας, πίσω από τους Αγίους Επισκόπους του νησιού μας, εικονίζονται οι πέντε ανώνυμοι Άγιοι Θεοφόροι Πατέρες (βλέπε περισσότερα εδώ) της Α' έν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι ακολούθησαν τον Άγιο Αγάθαρχο κατά την επιστροφή του από τη Σύνοδο εκείνη στο νησί και την ιερά επαρχία του. Μόνο ο Θεός γνωρίζει τα ονόματά τους. Εμείς πληροφορούμαστε μόνο από την παράδοση ότι οι δύο εξ αυτών μόνασαν στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή Φανερωμένης και οι άλλοι τρεις στο ομώνυμό τους ιερό Ησυχαστήριο, στην περιοχή του Αλεξάνδρου. Κατέχουν παρά ταύτα ξεχωριστή θέση στην ευλάβεια των Λευκαδιτών.

Ακόμη, στα αριστερά του θεατή απεικονίζονται πέντε Άγιοι Επίσκοποι που συνδέονται με το νησί: ο Άγιος Νικόλαος, επίσκοπος Μύρων της Λυκίας (βλέπε 6 Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Δονάτος, επίσκοπος Ευροίας (βλέπε 30 Απριλίου), των οποίων τα σκηνώματα πέρασαν από το νησί, καθώς οι άρπαγες των τιμαλφών και των οσίων της Ορθόδοξης Ανατολής Σταυροφόροι τα μετέφεραν προς τη Δύση (το μεν στο Μπάρι, το δε στη Βενετία)· ο Άγιος Βησσαρίων, μητροπολίτης Λαρίσης (βλέπε 15 Σεπτεμβρίου), ο οποίος θαυματουργικά απήλλαξε το νησί από την πανώλη το 1743 μ.Χ., μετά την μετακομιδή της «Αγίας Κάρας» του· ο Άγιος Διονύσιος, αρχιεπίσκοπος Αιγίνης (βλέπε 17 Δεκεμβρίου), ο γόνος και πολιούχος της Ζακύνθου, που διέσωσε το νησί από τον φοβερό σεισμό της 16ης προς 17η Δεκεμβρίου 1869 μ.Χ., ανήμερα της μνήμης του· ο Άγιος Νικήτας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος (βλέπε 28 Μαΐου), τέλος, σπουδαία πατερική μορφή από την εποχή της Εικονομαχίας, του οποίου η ιερά εικόνα θαυματουργικά βρέθηκε στο χωριό (απόκρημνη ακτή τότε) που σήμερα φέρει το όνομά του και τον τιμά ως προστάτη του.

Στην ίδια πλευρά της εικόνας η αγιογράφος μοναχή παρέστησε ακόμη με τον χρωστήρα της τον Άγιο νέο Ιερομάρτυρα και Ισαπόστολο Κοσμά τον Αιτωλό (βλέπε24 Αυγούστου), ο οποίος πέρασε από την ενετοκρατούμενη Λευκάδα λίγο πριν το μαρτυρικό του τέλος· τον Όσιο Λουκά τον εν Στειρίω (βλέπε 7 Φεβρουαρίου), αυτόν τον τηλαυγή φάρο της βυζαντινής Ελλάδος (σημ. Βοιωτίας) του 10ου αιώνα μ.Χ., του οποίου το λείψανο πέρασε από τη Λευκάδα πάλι εξαιτίας των Σταυροφόρων· τον Όσιο Γεράσιμο, το Νέο Ασκητή (βλέπε 16 Αυγούστου), τον εν Κεφαλληνία, στον οποίο πιθανώτατα οι Λευκαδίτες απέδωσαν τη σωτηρία τους από την φοβερά απειλητική πολιορκία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων το 1807 μ.Χ., ανήμερα της ανακομιδής του Ιερού σκηνώματός του· έναν νέο, Ρώσο στην καταγωγή, Άγιο της Εκκλησίας μας, τον Όσιο Θεόδωρο Ουσακώφ (βλέπε 14 Οκτωβρίου), τον οποίο η Λευκάδα και τα υπόλοιπα Επτάνησα γνώρισαν ως ναύαρχο του Ρωσικού στόλου και ισχυρό άνδρα της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας που απελευθέρωσε τα νησιά από τους «Δημοκρατικούς Γάλλους» το 1799 μ.Χ., εγκαταβίωσε όμως στη μονή Σαναξαρίου της Ουκρανίας μετά την αποστρατεία του και είχε τέλη οσιακά.

Στην απέναντι πλευρά της εικόνας, δεξιά του θεατή, απεικονίζεται η μαρτυρική τριάδα της 11ης Νοεμβρίου - οι Άγιοι Μηνάς, Βίκτωρ και Βικέντιος - οι οποίοι εμαρτύρησαν μεν σε διαφορετιό τόπο και χρόνο, διέσωσαν όμως από κοινού τη Λευκάδα από την «φοβερά του σεισμού απειλή» στις 11 Νοεμβρίου 1704 μ.Χ., κατά τη μαρτυρία κατοίκων της πόλεως, αλλά και του τότε Ενετού Ανώτερου Προνοητή Λευκάδας. Πίσω από αυτούς, δύο γυναίκες μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων: η Αγία Βαρβάρα (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), που απάλλαξε το νησί από την ασθένεια της «ευλογιάς» το 1922 μ.Χ. και η Αγία Κυριακή (βλέπε 7 Ιουλίου), της οποίας το εικόνισμα βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο ανάμεσα στα βράχια της ακτής στη χερσόνησο Γένι, απέναντι από το σημερινό Νυδρί.

Διαπιστώνει κανείς πως η Λευκάδα δεν ευμοίρησε να διαθέτει κάποιον επώνυμο, πασίγνωστο Άγιο η να φιλοξενεί κάποιο άφθαρτο σκήνωμα, όπως τα υπόλοιπα Επτάνησα, δεν υστερεί όμως σε χάρη και ευλογία από τον Θεό και δε μένει ατείχιστη απέναντι στις προσβολές των ορατών και αοράτων εχθρών.

Η αγιότητα όμως δεν είναι υπόθεση των αγιολογικών δέλτων και των συναξαρίων μόνο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν «αγιοποιεί», δεν κατασκευάζει Αγίους, αλλά με την κεκανονισμένη διαδικασία της έκδοσης Πατριαρχικών Πράξεων, με τις ιερές ακολουθίες, με τα εικονίσματα κ.α. τρόπους διακηρύσσει απλώς αυτό που η συνείδηση του πληρώματός της, κλήρου και λαού, έχει προηγουμένως συνειδητοποιήσει - αφού είναι συνήθως η «αγιότης μαρτυρουμένη» με θαυμαστά σημεία - και αναγνωρίσει: ότι κάποια μέλη Της έγιναν «εὐάρεστα τῷ Θεῷ» για τον πνευματικό τους αγώνα η έστω για την ολόθυμη μετάνοιά τους την ύστατη στιγμή (όπως ο Ληστής πάνω στο Σταυρό) και αξιώθηκαν να κοινωνούν της Θεότητός Του στη Βασιλεία Του, «εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».

Οι άνθρωποι, λοιπόν, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα εκατομμύρια ονόματα «τῶν ἀπ' αἰῶνος Θεῷ εὐαρεστησάντων», που εξεμέτρησαν το ζην «ἐν ὁσιότητι καί δικαιοσύνῃ» είτε «ἐν ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» είτε δια του μαρτυρίου του αίματος ή της συνειδήσεως είτε ακόμη και με το σιωπηλό μαρτύριο της αφάνειας, δίπλα μας, ταπεινά και αθόρυβα, στην πόλη και στη γειτονιά μας, «τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ φέροντες».

Για τον Χριστιανό ισχύει το «οὐχ ὁ τόπος, ἀλλ' ὁ τρόπος». Δεν χρειάζεται να καταφύγουν όλοι σε ασκητήρια η μονές για να σωθούν, μακριά από τον «κόσμο». Φτάνει να θυμηθούμε τον φτωχό, ταπεινό μπαλωματή που συνάντησε μέσα στην πολύβουη Αλεξάνδρεια ο μέγας ασκητής και «καθηγητής της ερήμου», Όσιος Αντώνιος και ένοιωσε να υστερούν οι ασκητικοί του κάματοι μπροστά στην ταπείνωση του άσημου «σκυτοτόμου». Επίσης, ας φέρουμε στο νου την άτεκνη γυναίκα του Κουμπή, στον παπαδιαμαντικό «Γάμο του Καραχμέτη», που υπέστη μύριες όσες κακοπάθειες και προσβολές απ’ το σύζυγό της για την ατυχία της, αλλά υπέμεινε καρτερικά την προσβολή του χωρισμού, τη συμβίωση με τη νέα σύζυγο κάτω απ’ την ίδια στέγη και την ανατροφή των παιδιών του, για να βρεθούν τα λείψανά της μετά την καθιερωμένη ανακομιδή, τρία χρόνια απ’ την κοίμησή της, στο χρώμα του κεχριμπαριού εις ένδειξιν οσιότητος και αγιασμού.

Αλλά και πόσες ευλαβείς και ταπεινές υπάρξεις δεν πέρασαν δίπλα μας, «αλαφροπατώντας», με πέρασμα σιγανό και ταπεινό απ’ τις γειτονιές, τις ενορίες μας η τα παλαίφατα μοναστήρια και τα ταπεινά μονύδρια του νησιού μας... Ο καθένας, λοιπόν, δίνει τον αγώνα του «ἐφ' ᾧ ἐτάχθη», με ξεκάθαρο τον στόχο του αγιασμού και αδιάκοπη λαχτάρα την μίμηση της ζωής του Χριστού, το βάδισμα στα ίχνη Του.

Αντιπροσωπεύοντας όλες αυτές τις αφανείς οσιακές μορφές, στο πάνω μέρος της εικόνας, και στα δεξιά και στ’ αριστερά, απεικονίσθηκαν οι κορυφές μερικών κεφαλών, εστεμμένων με φωτοστέφανα, χωρίς να φαίνονται τα πρόσωπα η να υπάρχει επιγραφή. Τα ονόματά τους «μόνος Θεός γινώσκει» και είναι γραμμένα ανεξίτηλα «ἐν βίβλῳ ζωῆς».

Στη βάση της εικόνας, με νατουραλιστικό σχεδόν τρόπο και με τη χρήση φωτογραφιών –προτύπων, αποτυπώθηκε η πόλη της Λευκάδας με τους σημαντικότερους ιερούς τόπους του λευκαδίτικου αγιολογίου: την Ιερά Μονή Φανερωμένης, όπου φυλάσσεται η πάντιμη εικόνα της Κυράς του νησιού, όπου συνέτριψαν οι Άγιοι Ηρωδίων και Σωσίων το ξόανο της «θεάς» Αρτέμιδος της Λευκαδίας, όπου εγκαταβίωσαν οι δύο εκ των πέντε Θεοφόρων Πατέρων, όπως είπαμε· το Ιερό Ησυχαστήριο των (υπολοίπων τριών) Αγίων Πατέρων· το σπηλαιώδες εξωκλήσι του Άη-Γιάννη του Αντζούση, στην ομώνυμη βορειοδυτική παραλία της πόλεως και, τέλος, καλλιτεχνική αδεία ενωμένο με το νησί της Λευκάδας, «τό ἐν Λευκάδι φρούριον τῆς Ἁγίας Μαύρας», με τον φερώνυμο της Αγίας ναό.

Επίσης, στη θάλασσα που απλώνεται στο κατώτερο μέρος της εικόνας, απεικονίζονται δύο πλεούμενα με πάνσεπτα «φορτία». Στο ένα, εξ αριστερών, επιβαίνει ο Απόστολος Παύλος με τους «ἐν Κυρίῳ συνεργούς» του, Αποστόλους Ακύλα και Ηρωδίωνα και τον Άγιο Σωσίωνα, πρώτο επίσκοπο Λευκάδος. Μοιάζει να είναι «ἡ ναῦς (το πλοίο) τῆς Ἐκκλησίας», που κατευθύνεται για να προσορμισθεί στα φιλόξενα, όπως αποδείχθηκε, ακρογιάλια των λευκαδίτικων ψυχών. Στο δεύτερο, στα δεξιά μας, απεικονίζεται μια σπουδαία και κομβικής, για την τοπική μας εκκλησιαστική ιστορία, σημασίας μορφή, η βυζαντινοσέρβα βασίλισσα Ελένη Παλαιολογίνα –Βράνκοβιτς, με το συνοδό της, ιστορικό της Αλώσεως, Γεώργιο Φραντζή και τη θυγατέρα της, Μηλίτσα, που πηγαίνει ως υποψήφια νύφη στο νησί. Η βασίλισσα Ελένη, που συνέβαλε στην οικοδόμηση μονών και ναών στη Λευκάδα, με τη στήριξη του γαμπρού της, ηγεμόνα του νησιού, Λεονάρδου Γ Τόκκου, κρατάει στα χέρια της την εικόνα της Αγίας Μαύρας, η οποία διέσωσε το πλεούμενο και τη βασιλική συνοδεία από καταποντισμό.

Ευελπιστούμε ότι η εικόνα αυτή, που προβάλλει με τέτοια αξιοζήλευτη ενάργεια τους μόνους αλάνθαστους οδοδείκτες μας προς την όντως Ζωή, τους Αγίους του τόπου μας, θα μας βοηθήσει να προσανατολιστούμε και πάλι προς το σωτήριο, αλλά –φευ!- τόσο λησμονημένο στις μέρες μας, όραμα της αγιότητας. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...