«Πράγματι οι δυο τους, ο Άρης και η Γερόντισσα, έκαναν Εσπερινό με ακροατές τους στρατιώτες του Άρη»
«Για μένα, όλοι είσαστε παιδιά του Θεού και εγώ σας αισθάνομαι αδελφούς μου. Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται»
Η Ηγουμένη στην Ιερά Μονή Καλάμου, Γερόντισσα Ευπραξία
Ο Άρης Βελουχιώτης έκανε Εσπερινό με τη Γερόντισσα Ευπραξία στην Ιερά Μονή Καλάμου Αττικής
Βρισκόμαστε γύρω στο 1930. Η Γερόντισσα Ευπραξία, βρίσκεται ηγουμένη στην Ιερά Μονή του Καλάμου.
Πριν πάει η ίδια στη Μονή αυτή οι βοσκοί της περιοχής καταπατούσαν τα χωράφια και τους χώρους της Μονής.
Η Γερόντισσα ζήτησε από αυτούς να απομακρυνθούν και όπως ήταν φυσικό αντέδρασαν και μίλησαν άσχημα στη Γερόντισσα και κάποια ένας από αυτούς ήλθε στη Μονή οπλισμένος θέλοντας να τη σκοτώσει. Σήκωσε το όπλο και τη σημάδεψε, την ώρα που εκείνη προσευχόταν στον καλό Θεό να τη σώσει. Πριν όμως προλάβει να πατήσει τη σκανδάλη παρέλυσε το χέρι του, το όπλο έπεσε καταγής και ο βοσκός γύρισε στο χωριό και στο σπίτι του παράλυτος. Την άλλη μέρα ήλθε μαζί με την οικογένειά του και πολλούς χωριανούς στο Μοναστήρι και ζητούσε από τη Γερόντισσα να τον συγχωρήσει γι’ αυτό που πήγε να κάνει και να παρακαλέσει το Θεό να τον κάνει πάλι καλά.
Έτσι και έγινε. Αυτή ως ανεξίκακη παρακάλεσε το Θεό να κάνει καλά το βοσκό, τον παρ’ ολίγον δολοφόνο της. Πράγματι σε λίγο, το παράλυτο χέρι επανήλθε στην πρότερα κατάσταση. Όλοι απορούσαν για τη δύναμη της προσευχής αυτής της Γερόντισσας.
Στη Μονή άνδρες της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΔΕΣ
Ακολούθησε ο πόλεμος του ’40. Δύσκολα χρόνια, γεμάτα φόβο και πείνα. Οι υποτακτικές της γερόντισσας Ευπραξίας άρχισαν να γκρινιάζουν και να της λένε ότι θα φύγουν από το Μοναστήρι να πάνε στον κόσμο να βρούνε τροφή. Εκείνη τις παρακαλούσε να μη φύγουνε και συγχρόνως τις νουθετούσε να έχουν πίστη στην πρόνοια του Θεού. Τις έλεγε ότι δυνατός είναι ο Θεός να τις θρέψει. Αυτές όμως μπρος στο φάσμα της πείνας ολιγοπίστησαν και αποφάσισαν να φύγουνε από το Μοναστήρι για να μην πεθάνουν της πείνας.
Έτσι και έγινε, εντός ολίγου εγκατέλειψαν την Μονή. Η Γερόντισσα προσευχόταν για αυτές με πολύ θέρμη καθώς δεν γνώριζε ούτε που θα πήγαιναν. Πολύ αργότερα έμαθε ότι όλες πέθαναν από την πείνα, ενώ η ίδια παραμένοντας στο Μοναστήρι και ελπίζοντας απόλυτα στην πρόνοια του Θεού επέζησε.
Έκλαψε το χαμό τους, αλλά ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει τι θα κάνει στη ζωή του.
Πέρασαν ένα-ένα τα χρόνια της κατοχής και την κατοχή διαδέχθηκε ο εμφύλιος.
Μια ημέρα, έτσι όπως ήταν μόνη στο μοναστήρι, είδε να έρχονται οι στρατιώτες. Δεξιοί, του Ζέρβα. Τους υποδέχθηκε. Εκείνοι ζήτησαν να φάνε και να κοιμηθούν στο Μοναστήρι και η Γερόντισσα δεν αρνήθηκε. Τους παρέθεσε τράπεζα με ό,τι είχε και τους έβαλε να κοιμηθούν. Την επόμενη ημέρα αφού την ευχαρίστησαν έφυγαν.
Ο Βελουχιώτης κάνει Εσπερινό με την Γερόντισσα Ευπραξία
Το απόγευμα κατέφθασαν οι αριστεροί, ο Άρης Βελουχιώτης με την ομάδα του.
Ο Άρης της λέγει:
- Γερόντισσα έχουμε πληροφορίες ότι φιλοξένησες τους Δεξιούς.
- Ναι παιδί μου, του απαντά η Γερόντισσα.
- Το παραδέχεσαι λοιπόν;
- Ναι παιδί μου, έφαγαν και κοιμήθηκαν να ξεκουραστούν το βράδυ που μας πέρασε.
- Και πού είναι λοιπόν, από πού έφυγαν, προς τα πού πήγαν, ρώτησε ο Άρης Βελουχιώτης.
- Από ‘δω σήμερα το πρωί.
- Και πού πήγαν;
- Αυτό δεν το ξέρω παιδί μου.
- Θα μας φιλοξενήσεις και μας γερόντισσα, όπως έκανες με τους άλλους;
- Βεβαίως παιδί μου. Για μένα, όλοι είσαστε παιδιά του Θεού και εγώ σας αισθάνομαι αδελφούς μου. Δεν μου αρέσει αυτό που γίνεται. Άδικα χύνεται αδελφικό αίμα, ο Θεός να μας ελεήσει.
Η συμπεριφορά της Γερόντισσας τον εντυπωσίασε. Θαύμασε την ειλικρίνειά της, την ευθύτητα, τη φιλοξενία και την αφοβία της. Της λέγει λοιπόν:
- Άκου Γερόντισσα και εγώ πιστεύω στο Θεό και ξέρω από Ακολουθίες της Εκκλησίας. Πάμε μαζί στην Εκκλησία να κάνουμε τον Εσπερινό.
Πράγματι οι δυο τους, ο Άρης και η Γερόντισσα, έκαναν Εσπερινό με ακροατές τους στρατιώτες του Άρη. Έμειναν εκεί, έφαγαν, ξεκουράστηκαν, κοιμήθηκαν και το πρωί εγκατέλειψαν τη Μονή, αφού ευχαρίστησε θερμά ο Άρης και φεύγοντας της είπε:
- Γερόντισσα, ζήτησέ μου κάτι να κάνω για σένα. Έχω εξουσία.
Τότε η Γερόντισσα του είπε:
- Δεν έχω ανάγκη από τίποτε. Για όλα με φροντίζει ο Κύριος, μόνο εάν θες πες αυτούς τους βοσκούς να μην ξαναπατήσουν τα χωράφια και τους χώρους της Μονής.
Της το υποσχέθηκε με όλη του την καρδιά και έκτοτε, ουδεμία ενόχληση είχε από τους κατοίκους της περιοχής.
Πνευματικά κατορθώματα
Μέσα σ’ αυτήν την πνευματική αδελφική κυψέλη ζούσαν μοναχές με πολύ μεγάλη πνευματική κατάρτιση και αγιότητα. Ή Γερόντισσα Ευπραξία διηγιόταν τα ακόλουθα περιστατικά:
Μια αδελφή δεν είχε καθόλου χρήματα για να ζήση. Οι δικοί της, άγνωστο γιατί, είχαν πάψει να της στέλνουνε και κατά συνέπεια δεν είχε να φάει. Ή αδελφή αυτή είχε την ευλογημένη συνήθεια μετά το πέρας της ακολουθίας στο καθολικό της Μονής να παραμένει στο ναό και να κάνη σε κάθε εικόνα του τέμπλου του ναού ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι. Άρχιζε από τον αρχάγγελο Μιχαήλ και τελείωνε στον αρχάγγελο Γαβριήλ. Μια μέρα λοιπόν οι αδελφές της Μονής την άκουσαν έκπληκτες να μαλώνει στα Παριανά (όπως μιλάνε οι Παριανοί) με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ και να του λέει ότι δεν θα σου ξανακάνω κομποσκοίνι άρχάντζελλέ μου διότι με άφησες χωρίς χρήματα, χωρίς φαγί. Την επομένη ημέρα ή Γερόντισσα λαμβάνει μία επιταγή χωρίς αποστολέα, ανώνυμη, με πολλά χρήματα και καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Μία άλλη αδελφή έκανε την ευχή του Ιησού συνεχώς. Είχε όπως λέμε αληθινά την καρδιακή νοερά προσευχή αδιαλείπτως και πολλές φορές την άκουγαν να φωνάζει δυνατά την ευχή. Αυτή είχε αντί κελιού την στρωμνή της κάτω από τη σκάλα και εκεί κοιμόταν. Αλλά όπως λένε οι πατέρες στο τέλος ό ασκών αυτό το πνευματικό έργο της προσευχής φθάνει να λέει μόνο τη λέξη Ιησού. Αυτή ή αδελφή φώναζε και την άκουγαν όλες οι αδελφές να λέει: Ιησού μου, Ιησού μου, Ιησού μου… συνεχώς.
Γέρασα, παιδί μου, μου έλεγε ή Γερόντισσα Ευπραξία και ακόμη αντηχεί στα αυτιά μου ή φωνή της Γερόντισσας Θεοφανούς να λέει Ιησού μου… Ιησού μου…
Στο τέλος της ζωής της, ανέθεσαν στην γερόντισσα Ευπραξία την περιποίηση της γερόντισσας Θεοφανούς. Όταν κοιμήθηκε ή γερόντισσα αυτή οι αδελφές την ετοίμασαν ως είθισται σε μοναχούς και στο τέλος την έραψαν. Ήταν όμως νύχτα και την εποχή εκείνη δεν υπήρχε στο Μοναστήρι ηλεκτρικό φως, αλλά χρησιμοποιούσαν λάμπα πετρελαίου για τις ανάγκες τους. Οι αδελφές όμως μέσα στη λύπη τους και στο τί έπρεπε να κάνουν ξέχασαν να ανάψουν τη λάμπα. Άκτιστο φως περιέλαμψε τότε το κελί και έφεγγε σαν να ήταν ημέρα, ώστε καμιά δεν την απασχόλησε να ανάψει την λάμπα καθώς έβλεπαν κανονικά και τη ράψανε κιόλας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της νύχτας.
Το βράδυ πού την ξενυχτούσανε βγήκε στο Μοναστήρι ένας φοβερός αέρας και ανεμοστρόβιλος πού ξερίζωσε 17 δένδρα της Μονής. Την άλλη μέρα το πρωί στείλανε μήνυμα στη Λογγοβάρδα να έρθει ό π. Φιλόθεος ως πνευματικός τους να κάνη την κηδεία της αδελφής. Διηγήθηκαν τα περιστατικά του φωτός και του ξεριζώματος των δένδρων. Και αυτός έδωσε την εξής εξήγηση:
– Ήρθε ό Διάβολος παιδιά μου να ελέγξει την αδελφή Θεοφανώ περί αμαρτίας και επειδή δεν βρήκε τίποτε, από το κακό του, ξερίζωσε τα δένδρα, ως κακός πού είναι, διότι πουθενά αλλού δεν έγινε καταιγίδα και ανεμοστρόβιλος παρά μόνο μέσα στο χώρο της Μονής.
Άλλη αδελφή ημέρα Μ. Σαββάτου αισθάνθηκε λίγο αδιάθετη. Ξάπλωσε και έψαλλε όλα τα αναστάσιμα πού θα έλεγαν το βράδυ με γλυκύτατη φωνή από στήθους και αφού τελείωσε ζήτησε συγχώρεση από τις αδελφές και αναπαύτηκε εν Κυρίω χαίρουσα την χαρά την άνεκλάλητον. Αυτός κι αν είναι θάνατος!
Στο Μοναστήρι αυτό είχαν την ευλογημένη συνήθεια μια αδελφή, εκ περιτροπής, να διέρχεται τον εσωτερικό διάδρομο της Μονής μπροστά από τα κελιά των αδελφών και να λέγει δυνατά την μονολόγιστον ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με την αμαρτωλή», ούτως ώστε εάν ό νους μετεωριζόταν επέστρεφε, διά της υπενθυμίσεως τού γλυκύτατου ονόματος του Ιησού.
Άλλο ένα γεγονός της εποχής αυτής. Ήταν Κυριακή της Σαμαρείτιδος. Ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος τούς λειτούργησε. Στη Θεία Λειτουργία διάβασε τη γνωστή μας ευαγγελική περικοπή. Όταν έφθασε στο σημείο πού λέει ό Χριστός μας στη Σαμαρείτιδα «πέντε άνδρες έσχες και ον έχεις ουκ έστι σου ανήρ», τότε μία πολύ απλή και αγαθή αδελφή του κοινοβίου άρχισε να φωνάζει και να λέγει. Δεν ντρέπεσαι να κάνης τέτοια πράγματα; Πω, πω, δεν ντρέπεσαι; Μόλις άκουσαν αυτά τα λόγια οι άλλες αδελφές άρχισαν να γελάνε. Δεν μπόρεσαν να κρατηθούν την ιερή αυτή ώρα τού Ευαγγελίου.
Μετά το πέρας της Λειτουργίας ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος έβαλε κανόνα σ’ όλες τις αδελφές να μην κοινωνήσουνε μερικές Κυριακές για το γέλιο τους αυτό. Οι μόνες πού δεν πήρανε κανόνα ήταν ή Γερόντισσα Μητροδώρα και ή υποτακτική της αδελφή Ευπραξία. Αυτές δεν γέλασαν αλλά κατάλαβαν την απλοϊκότητα και αγαθότητα της αδελφής πού μίλησε έτσι την ώρα τού Ευαγγελίου. Τέτοια εγκράτεια είχανε.
Άλλη φορά πάλι ή Γερόντισσα Ευπραξία μου είπε ότι στο Μοναστήρι τους αυτό κάποτε έγινε ένας μεγάλος πειρασμός. Τότε οι δύο γερόντισσες Μητροδώρα και Ευπραξία δεν κατέβηκαν από το κελί τους ούτε και στις ώρες των ακολουθιών τους, για τρεις ημέρες. Αυτό έγινε για να μην πειραχθούν οι ίδιες κρίνοντας και κατακρίνοντας πρόσωπα και πράγματα. Τέτοια σύνεση και διάκριση και προσοχή συνειδήσεως είχαν αυτές οι ευλογημένες γερόντισσες.
Άλλο ένα γεγονός. Ήταν το τελευταίο Πάσχα στο μοναστήρι της. Μετά την Λειτουργία της Αναστάσεως πήγε στο κελί της και ξάπλωσε πάνω στο στρώμα της με τα ρούχα της. Προφανώς ήταν πολύ κουρασμένη και αποκοιμήθηκε. “Όταν ξύπνησε πήγε στην Εκκλησία για τον Εσπερινό της Αγάπης. Ποιόν Εσπερινό της Αγάπης αδελφή μου της είπαν οι άλλες αδελφές. Σήμερα είναι του Θωμά. Δεν μπορούσα να πιστέψω τί μου έλεγε ή Γερόντισσα.
Μπορεί να γίνει αυτό; Και όμως με βεβαίωνε ή Γερόντισσα Ευπραξία ότι έτσι ήταν. Δεν έφαγε, δεν ήπιε τίποτε, δεν ξύπνησε για μια ολόκληρη εβδομάδα. Έγινε αναστολή όλων των λειτουργιών τού σώματός της.
Άραγε τί έγινε; Με άφησε να βγάλω μόνη μου τα συμπεράσματα. Ήταν απλή κόπωση ή έπεσε σε έκσταση και από ταπείνωση δεν μου το έλεγε; Απλά μου χαμογελούσε με νόημα και με βεβαίωνε ότι έτσι ήταν.
«Γερόντισσα Ευπραξία, Βίος και Πολιτεία Οικογένειας Μπρούλη», συγγραφέας Μοναχή Θεοφιλ