Εργασία της Σοφίας Ντρέκου
Περιεχόμενα:
1. Εισαγωγή
2. Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου (κείμενο, Βίντεο)
3. Αγιογραφίες - Η Χριστού Γέννησις
4. Η δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού [Νικολάου Ζία]
5. Εικόνες Αναγέννησης (εικόνες)
6. Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας
7. Γ. Κόρδης: Η εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως
8. Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης
9. Παραπομπές, Βιβλιογραφία
10. Επιλεκτικά Βίντεο για την Αγιογραφία
1. Εισαγωγή
«Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν».
«Παραμονή της Γέννησης»
(Πορεία, 1940) Ζωή Καρέλλη
Σ' αυτήν την εργασία θα δούμε την ιστορική πορεία της εικόνας Της Γέννησης Του Χριστού και το πόσο επηρεάστηκε η Ορθόδοξη Αγιογραφία από τα δυτικά πρότυπα, μέσα από το κείμενο του αειμνήστου Αγιογράφου Φωτίου Κόντογλου και θα συνεχίσουμε με την θεολογική ορθόδοξη ανάλυση του καθ. Νικολάου Ζία, ώστε να εντρυφήσουμε μέσα από τα κείμενα των και εικόνων, για το ποιά είναι η ορθή Εικόνα Της Γεννήσεως στην Ορθόδοξη Παράδοση, η οποία και μας βάζει στο πνευματικό νόημα των Χριστουγέννων. Ένα ταξίδι εικονογραφίας και ιστορικής ανάλυσης αυτών.[1]
εικ. Σπήλαιο της Γέννησης του Χριστού στη Βηθλεέμ (Ιεροσόλυμα)
2. Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου
Η ορθόδοξη Εκκλησία μας κράτησε και διατήρησε την παράδοση της αγιογραφικής τέχνης αμόλευτη, όπως κράτησε και την παράδοση της υμνογραφίας, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής. Και λέγοντας αμόλευτη, θέλω να πω πως δεν την άφησε να ξεπέσει από τον πνευματικό χαρακτήρα της, ώστε να κάνει έργα σαρκικά και κοσμικά, όπως έγινε στη δυτική εκκλησία.
Η λεγομένη Αναγέννηση στην Ιταλία στάθηκε στ' αληθινά η αναγέννηση της ειδωλολατρίας, δηλαδή της λατρείας του σαρκικού ανθρώπου που δεν γνωρίζει τι είναι η πνευματική ωραιότητα. Οι τεχνίτες που δουλέψανε κατά την Αναγέννηση ήτανε οι πιο πολλοί άνθρωποι χωρίς θρησκευτικό αίσθημα, χωρίς πίστη, και παίρνανε τα θρησκευτικά θέματα σαν πρόφαση μοναχά για να επιδείξουνε τη μαστοριά τους στη φυσικότητα και στη σαρκική τέχνη.
Κι' οι ίδιοι οι Ιταλιάνοι το παραδέχουνται αυτό για τους μεγάλους τεχνίτες τους, αφού έχουνε για θαυματουργές εικόνες μονάχα τις παλιές βυζαντινές που βρεθήκανε στον τόπο τους, ενώ θα γελάσουνε αν τους πει κανένας πως κάνανε εικόνες θαυματουργές (δηλαδή εικόνες για να τις προσκυνά ο Χριστιανός) ο Ραφαέλος, ο Τισιάνος, ο Αντρέας ντε Σάρτο, ο Βερονέζης, ο Τιντορέττος κι' οι άλλοι μαστόροι της Αναγέννησης.
Λοιπόν, για να μιλήσει κανένας σωστά, αγιογραφία, δηλαδή θρησκευτική ζωγραφική με πνευματικότητα, δεν κάνανε στην Αναγέννηση, για τούτο και τα έργα που φτιάξανε οι τότε τεχνίτες είναι θεατρικά, επιδειχτικά, χωρίς μυστικισμό, αντιπνευματικά, μην έχοντα καμμιά σχέση με την απλή και ταπεινή θρησκεία του Χριστού.
Ενώ η ορθόδοξη αγιογραφία κράτησε την αρχαία πνευματική καθαρότητα ως τα τελευταία χρόνια. Αλλά και σε μας άρχισε να ξεπέφτει αυτή η τέχνη από το ύψος της πνευματικής απλότητας και να θέλει να κάνει και στις δικές μας εκκλησίες έργα κούφια και θεατρικά, γιατί η απιστία, η επίδειξη, κ' η μανία να μοιάσουμε τους άλλους στο κακό, μας τύφλωσε ολότελα.
Σε όσους δεν έχουνε θρησκεία μέσα στην καρδιά τους αρέσουνε αυτά τα σαρκικά και αντιπνευματικά έργα, γιατί η σάρκα θαυμάζει τη σάρκα και δεν θέλει να βλέπει πνευματικά πράγματα, κι' ούτε μπορεί να τα νοιώσει. Το ανάποδο γίνεται στους ανθρώπους που νοιώσανε τη γλυκύτητα της πίστης· αυτοί δεν βρίσκουνε καμιά ουσία στα έργα που γινήκανε και γίνουνται για να δείξουνε τη μάταιη μαστοριά του ενός και του άλλου ζωγράφου, που τα εξηγεί μία ματαιόδοξη δασκάλα που τη λένε «αισθητική».
Η Γέννηση του Χριστού ζωγραφίζεται στα βυζαντινά εικονίσματα με την πνευματική αγιότητα που είναι ιστορημένη μέσα στο Ευαγγέλιο. Δηλαδή παριστάνεται σαν μυστήριο, ενώ η κοσμική ζωγραφική που είπαμε την ζωγραφίζει σαν μία σκηνοθεσία και τίποτα παραπάνω. Κυττάξετε καμμιά τέτοια ζωγραφιά, όπως είναι του Κορέτζιου είτε του Μουρίλλου, και θα νοιώσετε τι λέγω. Στις δικές μας τις εικόνες η Γέννηση παριστάνεται με απλόν και βαθύ τρόπο, χωρίς επιτηδευμένα στολίσματα και μάταιες αισθηματολογίες. Όλα είναι απλά και ταπεινά πλην μέσα στα απλά αυτά σχήματα υπάρχει εκείνο το θρησκευτικό πνεύμα που είναι άπιαστο για τους άθρησκους, γιατί είναι «ως πνοή αύρας λεπτής».
- Ο τύπος της Γεννήσεως στους βυζαντινούς είναι τούτος
Η Γέννηση του Χριστού. 14ος αιώνας.
Τοιχογραφία. Ναός της Περιβλέπτου στο Μυστρά
Στη μέση στέκεται ένα σπήλαιο σαν από κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στο μαύρο άνοιγμά του είναι μια φάτνη και μέσα βρίσκεται ένα μωρό φασκιωμένο, ο Χριστός, κι' από πάνω του τον αχνίζουνε με το χνώτο τους ένα βόδι κ' ένα γαϊδούρι είτε άλογο.
Η Παναγία είναι ξαπλωμένη πλάγι στο τέκνο της απάνω σ' ένα στρωσίδι, όπως συνηθίζουνε στην Ανατολή.
Στο απάνω μέρος από τα δεξιά είναι χορός Αγγέλων σε στάση δεήσεως, ενώ από τ' αριστερά ένας άλλος άγγελος με φτερά ανοιχτά, μιλά με τους τσομπάνηδες σαν να τους λέγει τη χαροποιά την είδηση.
Στο κάτω μέρος από τα δεξιά παριστάνεται ο γέρο Ιωσήφ καθισμένος σ' ένα κοτρόνι και συλλογίζεται με το κεφάλι ακουμπισμένο στο χέρι του, κατά το Ευαγγέλιο που λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ' όσο δεν ήθελε να εκθέσει την Παναγία που γέννησε δίχως νάναι δικό του το παιδί. Μπροστά του στέκεται ένας γέρος τσομπάνης ακουμπισμένος στο ραβδί του, ντυμένος με προβιά, και του μιλά σα να θέλει να τον παρηγορήσει.
Στα αριστερά είναι καθισμένη μία γρηά που βαστά στην αγκαλιά της το νεογέννητο γυμνό, και δοκιμάζει με το χέρι της το ζεστό νερό μέσα σε μια κολυμπήθρα, ενώ μία μικρή χωριατοπούλα με το τσεμπέρι χύνει νερό για να κολυμπήσουνε το μωρό. Γύρω τους κι' απάνω στις ραχούλες βοσκάνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα και δυό τρία μαντρόσκυλα. Ένας τσομπάνης αρμέγει.
Πίσω από τη σπηλιά φαίνουνται μέσα στα βουνά οι τρεις μάγοι καβαλλικεμένοι στ' άλογα, ο ένας σε άσπρο, ο άλλος σε μαύρο κι' ο άλλος σε κόκκινο.
- Η Παναγία ζωγραφίζεται και γονατιστή, μα αυτό θαρρώ πως φραγκοφέρνει.
Η σκηνή με τις γυναίκες που κολυμπάνε το βρέφος είναι παρμένη από τ' Απόκρυφα Ευαγγέλια. Είναι παράξενο πως οι βυζαντινοί ζωγράφοι που ήτανε ορθοδοξώτατοι, βάζουνε στις εικόνες τους σκηνές που δεν είναι γραμμένες στο Ευαγγέλιο, παίρνοντας τες από βιβλία που δεν είναι Κανονικά.
Στο Μυστρά, στο Καχριέ Τζαμί κι' αλλού είναι ζωγραφισμένα επεισόδια από τη ζωή της Παναγίας παρμένα από το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Ιακώβου που δεν είναι Κανονικό. Αλλά τέτοια καθέκαστα είναι ζωγραφισμένα στα Εισόδια, στον Ευαγγελισμό, στην ζωή Ιωακείμ και Άννης κ.λπ.
Για τη Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στα Απόκρυφα πως σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, πήγε ο Ιωσήφ να βρει καμμιά μαμή, και βρήκε μία γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι' αυτή έπλυνε το παιδί. Σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες είναι γραμμένο και τόνομα της Σαλώμης. Στα πιο ωραία εικονίσματα η Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι της στο χέρι της, κ' η έκφρασή της είναι γλυκειά και μελαγχολική, ένα πράγμα πολύ κατανυκτικό.
Για τη Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στα Απόκρυφα πως σαν πιάσανε οι πόνοι την Παναγία, πήγε ο Ιωσήφ να βρει καμμιά μαμή, και βρήκε μία γρηά που τη λέγανε Σαλώμη, κι' αυτή έπλυνε το παιδί. Σε κάποιες αρχαίες τοιχογραφίες είναι γραμμένο και τόνομα της Σαλώμης. Στα πιο ωραία εικονίσματα η Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ' έχει ακουμπισμένο το κεφάλι της στο χέρι της, κ' η έκφρασή της είναι γλυκειά και μελαγχολική, ένα πράγμα πολύ κατανυκτικό.
Σε λιγοστές εικόνες είδα ζωγραφισμένα μάτια απάνω στο σπήλαιο, σαν να είναι ζωντανό, όπως ζωγραφίζουνε πάλι σε σχέδιο αητού, τα σύννεφα που σηκώνουνε τους Αποστόλους στην Κοίμηση, στη Βάπτιση τον Ιορδάνη σαν γέρο και τη θάλασσα σαν νεράϊδα, τις πηγές του ποταμού σαν έναν πέτρινο άνθρωπο που βγαίνει από το στόμα του το νερό, κ.α.
Η Ερμηνεία των Ζωγράφων του Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, γράφει για τον τύπο της Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καί ἔσω εἰς τό δεξιόν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τό βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τήν φάτνην καί ἀριστερά ὁ Ιωσήφ(1) γονατιστός ἔχων τά χέρια ἐσταυρωμένα· καί ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ' ἕνα ἄλογον βλέποντα τόν Χριστόν καί ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καί βλέποντες μετά θάμβους τόν Χριστόν. Καί ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καί ποιμένες, ὁ ἕνας λαλών ἄϋλον καί ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετά φόβου. Καί ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καί ἀπό τό ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετά βασιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καί δεικνύοντες ἀλλήλοις τόν ἀστέρα. Καί ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».
Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυό σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Στα χρόνια του Διονυσίου (18ος αιώνας) είχε αρχίσει να φραγκεύει η αγιογραφία μας, γι' αυτό γράφει πως ο Ιωσήφ είναι γονατιστός, καθώς και άλλα πού δεν είναι της βυζαντινής αγιογραφίας.[2]
Συνεχίζουμε αγαπητοί αναγνώστες με την δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού, μέσα από την θεολογική ανάλυση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχαιολόγου, Νικολάου Ζία.
Γενικότερα η τέχνη που αναπτύχθηκε έξω από το χώρο της Ορθοδοξίας στη δυτική και βόρεια Ευρώπη διαμόρφωσε διαφορετική εικόνα ενώ αρχικά είχαμε τον ίδιο περίπου εικονογραφικό τύπο όπως π.χ. σε πίνακα (Φλωρεντία, συλλογή R. Longhi) που αποδίδεται στο Cimabue (13ος αι.). Στο Duccio (1255 - 1315) διαφαίνονται κάποιες τάσεις για αλλαγές.
Στη «Γέννηση» της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον το σπήλαιο αρχίζει να διαμορφώνεταισε σταύλο, ενώ τα άλλα εικονογραφικά στοιχεία (θέση του Ιωσήφ, λουτρό του βρέφους, ποιμένες, Αγγελοι) παραμένουν τα καθιερωμένα από την παράδοση. Στούς ζωγράφους του 15ου αι. η παραδοσιακή εικονογραφία έχει ξεχαστεί.
Το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό και αγροτικό, ή μεσαιωνικό με πύργους, λότζιες, τοξοστοιχίες κ.λ.π. Παναγία είναι μιά όμορφη, νεαρή αρχοντοπούλα, και Ιησούς ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, γυμνό -παρά τη σαφή μνεία του Ευαγγελιστού Λουκά- που παίζει μακάρια με τα χεράκια του. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση ισάξια πρός την Παναγία καθώς και οι δύο γονατίζουν δεξιά και αριστερά από το βρέφος.
Οι πιο ωραίες εικόνες της Γεννήσεως που αφήσανε οι παληοί ευσεβείς αγιογράφοι μας είναι κατά πρώτον οι ψηφιδωτές του Δαφνιού και του Οσίου Λουκά, έργα εξαίσια για οποίον νοιώθει τη βυζαντινή τέχνη και δεν θέλει σκηνοθεσίες και επιδείξεις κούφιες. Άλλη ωραία εικόνα της Γεννήσεως είναι στην Περίβλεπτο του Μυστρά, ίσως η ωραιότερη, καθώς και άλλη στην Παντάνασσα. Σπουδαία είναι και η Γέννηση στο Καχριέ Τζαμί της Πόλης (αρχαία Μονή της Χώρας), της Υπαπαντής στα Μετέωρα, στα μοναστήρια του Διονυσίου και του Δοχειαρίου στ' Άγιον Όρος, καθώς και του Αγίου Παύλου, στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στα Μετέωρα, καθώς και στο μοναστήρι του Βαρλαάμ, έργο του Φράγκου Κατελάνου.
Υπάρχουν κι' άλλες έμορφες Γεννήσεις σε αρχαία εξωκκλήσια, όλες στον ίδιο τύπο που ιστορήσαμε. Πλήθος Γεννήσεις στολίζουνε τα αρχαία χειρόγραφα, όπως είναι δυο που βρίσκουνται στο μοναστήρι των Ιβήρων.
Το αμαρτωλό χέρι μου αξιώθηκε να ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σε σανίδι, και δυό σε τοιχογραφία, τη μια στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Γ. Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά, την άλλη, σε πολύ μεγάλο σχήμα, στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. Στα χρόνια του Διονυσίου (18ος αιώνας) είχε αρχίσει να φραγκεύει η αγιογραφία μας, γι' αυτό γράφει πως ο Ιωσήφ είναι γονατιστός, καθώς και άλλα πού δεν είναι της βυζαντινής αγιογραφίας.[2]
3. Αγιογραφίες - Η Χριστού Γέννησις
Τοιχογραφία Φ. Κόντογλου, στο παρεκκλήσιο Αγ. Ειρήνης
οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938
οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938
Εγκαυστική εικόνα από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά 7ος αι. μ.Χ.
Τοιχογραφία από το Πρωτάτο Αγίου Όρους 13ος αι. μ.Χ.
Έργο του Π.Βαμπούλη
Aπό τον Άγιο Νικόλαο Ορφανό, Θεσσαλονίκη 1310-1320 μ.Χ.
Λαγουδερά, Παναγία της Αράκου Κύπρου 1192 μ.Χ.
Τοιχογραφία στη Ζωοδόχο Πηγή, Φ. Κόντογλου 1946
Ιερό Κοινόβιον Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ορμύλια Χαλκιδικής
1884 μ.Χ. - Ι.Ν. Ζωοδόχου Πηγής, Λαρίσης
Η γέννηση του Χριστού - Λυδία Γουριώτη
4. Η Εικόνα της Γεννήσεως, του Νίκου Ζία, Αρχαιολόγου**
*Η δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού
Συνεχίζουμε αγαπητοί αναγνώστες με την δυτική εικόνα της Γέννησης του Χριστού, μέσα από την θεολογική ανάλυση του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αρχαιολόγου, Νικολάου Ζία.
Cimabue Maestà, 1280-1285, Uffizi Gallery, Florence
Στη «Γέννηση» της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον το σπήλαιο αρχίζει να διαμορφώνεταισε σταύλο, ενώ τα άλλα εικονογραφικά στοιχεία (θέση του Ιωσήφ, λουτρό του βρέφους, ποιμένες, Αγγελοι) παραμένουν τα καθιερωμένα από την παράδοση. Στούς ζωγράφους του 15ου αι. η παραδοσιακή εικονογραφία έχει ξεχαστεί.
Το τοπίο γίνεται ειδυλλιακό και αγροτικό, ή μεσαιωνικό με πύργους, λότζιες, τοξοστοιχίες κ.λ.π. Παναγία είναι μιά όμορφη, νεαρή αρχοντοπούλα, και Ιησούς ένα χαριτωμένο παχουλό μωρό, γυμνό -παρά τη σαφή μνεία του Ευαγγελιστού Λουκά- που παίζει μακάρια με τα χεράκια του. Ο Ιωσήφ παίρνει θέση ισάξια πρός την Παναγία καθώς και οι δύο γονατίζουν δεξιά και αριστερά από το βρέφος.
Duccio, 1308/11, National Gallery of Art, Washington
Συχνά από όλη τη σύνθεση της Γεννήσεως ο ζωγράφος απομονώνει ένα επεισόδιο, όπως π.χ. την «Προσκύνηση του Βρέφους» που βλέπουμε σε πίνακα (Φλωρεντία πινακοθήκη Uffizi) του FilippoLippi (1406-1469) με όλα τα παραπάνω γνωρίσματα, ή την Προσκύνηση των Μάγων, όπου μερικές φορές μάλιστα το θέμα γίνεται μόνο αφορμή για να ζωγραφιστεί μια θεαματική παρέλαση της αριστοκρατίας όπως συμβαίνει στο γνωστό πίνακα τουGentile da Fabriano (π. 1370-1427) που βρίσκεται στο Uffizi της Φλωρεντίας και ακόμη περισσότερο στη τοιχογραφία του 1459 του Benozzo Gozzoli στο παρεκκλήσιο των Μεδίκων - Ρικάρντι στη Φλωρεντία.
Με ανάλογα έργα φεύγουμε από την πνευματική, αυστηρή έκφραση της πίστης όπως συνολικά -καθολικά- βιώνεται από την Εκκλησία και μπαίνουμε στο χώρο της προσωπικής -και κάποτε αυθαίρετης- ερμηνείας.
Παρ' όλες όμως αυτές τις αλλαγές, που παρατηρούνται, στους περισσότερους ζωγράφους του 14ου και 15ου αι. δεν λείπει εντελώς κάποια αίσθηση θαύματος, όπως όμως το αντικρίζουν μέσα από το συναισθηματισμό της ιππωσύνης, και της προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής.
Με ανάλογα έργα φεύγουμε από την πνευματική, αυστηρή έκφραση της πίστης όπως συνολικά -καθολικά- βιώνεται από την Εκκλησία και μπαίνουμε στο χώρο της προσωπικής -και κάποτε αυθαίρετης- ερμηνείας.
Παρ' όλες όμως αυτές τις αλλαγές, που παρατηρούνται, στους περισσότερους ζωγράφους του 14ου και 15ου αι. δεν λείπει εντελώς κάποια αίσθηση θαύματος, όπως όμως το αντικρίζουν μέσα από το συναισθηματισμό της ιππωσύνης, και της προσαρμογής στα δεδομένα της εποχής.
Η προσκύνησις των Μάγων, F. Lippi, Uffizi Florence, 1496
- «Η τέχνη τα απομακρυσμένα γεγονότα της «Γεννήσεως» τα φέρνει κοντά, έτσι που η θερμή κι ευεργετική δύναμή τους γίνεται πιο έντονη. Και σε σένα τον ίδιον πρέπει να γίνουν Χριστούγεννα, λένε οι καλλιτέχνες ομόφωνα, η αυλή σου, η κάμαρά σου είναι Βηθλεέμ, παντού αντιλαλεί το μήνυμα του αγγέλου, παντού πρέπει ποιμένες και μάγοι με στέρεα πίστη να σπεύσουν στο Βρέφος» γράφει δυτικός ιστορικός της τέχνης (Η.Lϋtzeler, Τα Χριστούγεννα στην Τέχνη, εκδ. Herder/Freiburg, σελ.3-4).
Η πορεία της δυτικής τέχνης δείχνει όλο και περισσότερο να εξανθρωπίζει το μυστηριακό γεγονός. Στη λεγόμενη «Μυστική Γέννηση» (Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη) του Sandro Botticelli (1444-1510) η εκκοσμίκευση ολοκληρώνεται και η Γέννηση γίνεται παγανιστική γιορτή· ή έστω καταγραφή ενός ιστορικού γεγονότος εκφρασμένου στα πλαίσια της ουμανιστικής ομορφιάς, του μέτρου και της αρμονίας.
Ο Ghirlandaio δεν διστάζει να ζωγραφίσει το γυμνό βρέφος μπροστά σε μια αρχαία σαρκοφάγο. (Η προσκύνηση των ποιμένων - 1485, Αγ. Τριάς Φλωρεντία).
Gentile da Fabriano, 1423
Στην εκλαϊκευμένη τέχνη που θα ακολουθήσει κατά τον 18ο και 19ο αι. και θα διαδοθεί στην Δύση αλλά και στην Ορθόδοξη Ανατολή, η παράσταση της Γεννήσεως έχει χάσει τελείως τον αποκαλυπτικό λειτουργικό της χαρακτήρα καθώς έχει δημιουργηθεί ο γλυκερά συναισθηματικός τύπος, της «Αγίας Οικογενείας» κατάλληλης για χριστοήθεια, αλλά μακριά από το αληθινό προορισμό μιάς πραγματικής εικόνας.
Την πορεία πρός τον εκδυτικισμό και την εκκοσμίκευση η τέχνη στο χώρο της Ορθοδοξίας την έκαμε με πολύ-πολύ αργά βήματα και σθεναρή αντίσταση, παρ᾿ όλο ότι βρισκόταν κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες λόγω της δουλείας του ελληνικού έθνους (Τουρκοκρατία, Ενετοκρατία κ.λ.π.). Σιγά-σιγά όμως μικρές εικονογραφικές παραλλαγές περνούσαν από την Δύση στην Ορθόδοξη τέχνη.
Στη τοιχογραφία π.χ. της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1548), που αποδίδεται στο ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο, η Παναγία είναι γονατιστή, προφανώς από δυτική επίδραση. Ανάλογη στάση έχει η Θεοτόκος σε τοιχογραφίες του Αγ. Όρους (Μ. Δοχειαρίου, Αγ. Νικόλαος Μ. Λαύρας, Μ. Ξενοφώντος κ.ά.).
Σε εικόνα του Ηλιού Μόσχου (1658) του Μουσείου Μπενάκη το Βρέφος είναι γυμνό και οι άγγελοι κρατούν ταινία με την επιγραφή «Δόξα εν υψίστοις Θεώ...».
Στον ίδιο αιώνα ο Θεόδωρος Πουλάκης ζωγραφίζει σχεδόν ισοδύναμους γονατιστούς τον Ιωσήφ και την Παναγία, ενώ ένα αιώνα πριν ο Μιχαήλ Δαμασκηνός ζωγράφισε την προσκύνηση των Μάγων (ναός Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης) ακολουθώντας πιστά δυτικά πρότυπα με πλήθος πολύχρωμα ντυμένων μορφών, αλόγων προοπτικά και διαγώνια ζωγραφισμένων, σε ζωή κίνηση κλπ. μόνος, σύνδεσμος με την παράδοση είναι το αγκαθερό βουνό και η τεχνική του αυγού.
Τον επόμενο αιώνα σε εικόνα του Στεφάνου Τζαγκαρόλα (Εθνική Πινακοθήκη) έχουμε μιά δυτική παράσταση μεταφρασμένη στη βυζαντινή τεχνική.
Κατάληξη της πορείας αυτής είναι ο εφτανησιώτικος νατουραλισμός, όπου η σύνθεση είναι εντελώς δυτική (π.χ. Προσκύνηση των Μάγων Μουσείου Ζακύνθου).
Τεχνική (ελαιογραφία), εικονογραφία, τεχνοτροπία, ενδυματολογία δέν έχουν καμμιά απολύτως σχέση με την παράδοση.
Στο απελευθερωμένο ελληνικό κράτος θα επικρατήσουν ανάλογες τάσεις με προοδευτικά αυξανόμενη την εκκοσμίκευση, ώσπου περί τα μέσα του αιώνα μας ο Φώτης Κόντογλου(1895-1965) θα ξαναϊστορήσει την Γέννηση με την παραδοσιακή τεχνική, τεχνοτροπία και πνευματικότητα. (Φορητή εικόνα στο δωδεκάορτο της Παναγίας - Μοναστηράκι Αθηνών του 1932, τοιχογραφίες στο παρεκκλήσιο Αγ. Ειρήνης οικ. Γ. Πεσεματζόγλου στη Κηφισιά του 1938, στον Ι. Ν. Ζωοδόχου Πηγής στο Λιόπεσι του 1946 κ.ά.).
Η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο.
Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στην ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά (π.χ. ο Χριστός στην φάτνη και την ίδια ώρα στο λουτρό, οι Μάγοι που οδεύουν ακολουθώντας τον αστέρα και συγχρόνως προσκυνούν το Χριστό κλπ.), που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιαν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν.
Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμή «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) και συγκεκριμένο τόπο, δέν έπαυσε να είναι ο «πρό των αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός που «Όλος ήν εν τοίς κάτω και των άνω ουδόλως απήν» (Ακάθιστος Ύμνος).
Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και μέ αυτόν τον τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δεί τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός.
Τα εικονογραφικά στοιχεία που σημειώθηκαν πιο πάνω δεν θα αρκούσαν όμως να αποδώσουν το μήνυμα σωστά αν δεν είχαν την απαιτούμενη αισθητική μορφή. Η ελεύθερη σύνθεση, που δεν καθορίζεται από τούς δεσμευτικούς γεωμετρικούς νόμους της προοπτικής, η δισδιάστατη απόδοση των σωμάτων, ο εσωτερικός φωτισμός των μορφών, το καθαρό χρώμα είναι τα ζωγραφικά μέσα πού κάνουν την παράσταση αποκαλυπτική.Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση γίνονται Θεολογία.
Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής, πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μάς στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατώρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.[3]
«Η Εικόνα της Γέννησις Του Χριστού» «...που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιάν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα αντιμετωπίζει όλα σάν παρόν.»
Στο χωροχρονικό συνεχές των τριών διαστάσεων όπου ο χρόνος εμφανίζεται ως τέταρτη η ευθεία έχει αρχή και τέλος το ίδιο σημείο.
Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ως αιτία και αποτέλεσμα εμπεριέχει την αναλυτική διαδικασία της ανάπτυξης του χωροχρονικού συνεχούς σε ροή και διαδοχή σημειακού αποτέλεσματος όπου η αρχή και το τέλος αντιστοιχούν σε διακριτά σημεία άρα και μετρήσιμα χρονικά σε ετερότητα θέσης.
Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ο Ιησούς Χριστός ενσαρκώνει την υπέρβαση του χρόνου λειτουργώντας μέσα στον χρόνο ως διαμορφωτής υποστάσεων αποδεκτών από την ενεργητική αλλοίωση του αισθητηριακού πλέγματος της ασκητικά εναρμονισμένης ανθρώπινης ύπαρξης !!![4]
Πόσες άραγε λέξεις μπορούν να πυκνώσουν και να κρυφτούν ή να αποκαλυφθούν σε μια εικόνα; Μια, ίσως δύο, ίσως πολλές. Αυτό κανείς δεν το μαθαίνει, αφού η ανάγνωση μιας εικόνας είναι αστείρευτη και ατέλειωτη ειδικά όταν πρόκειται για μια εικόνα του Βυζαντινού τρόπου. Κι ετούτο γιατί στον τρόπο αυτό όλα είναι οργανωμένα αλλιώς. Είναι δομημένα ώστε να ομιλούν, να διαλέγονται με την αίσθηση του θεατή και να μαρτυρούν. Για την αλήθεια, για μέλλοντα, για υποσχέσεις και οράματα ανείπωτης και άδολης χαράς.
Όσα παρουσιάζονται σε μιαν εικόνα βυζαντινή είναι μια αλλιώτικη δομή, που κομίζει μαρτυρία ενός κόσμου που είναι εδώ κι εκεί μαζί, που είναι τώρα και παντού. Μια εικόνα βυζαντινή είναι ανακεφαλαίωση του χρόνου και μια αγκαλιά που απλώνεται και κλείνει ή ελευθερώνει τον χώρο όλο.
Όλα τούτα βρίσκουν έκφραση, τέλεια σχεδόν, στην εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως, μια πολύ σύνθετη εικόνα, που έρχεται να ομιλήσει για το σπουδαιότερο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, τουλάχιστον για τους χριστιανούς: για την Γέννηση του Θεανθρώπου, για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για τον ερχομό του Θεού του ίδιου στον κόσμο, όχι ως απλού επισκέπτη ή κομιστή αγγελιοφόρου μιας καλής είδησης, αλλά ως ενός κανονικού και πλήρους ανθρώπου που γεννήθηκε από γυναίκα εν τόπῳ και χρόνω, στην Βηθλεέμ, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία ενός ζωγράφου· να ομιλήσει δηλαδή για πράγματα ορατά και αόρατα αποκλειστικά με εικαστικά μέσα, με τα σχήματα με τα χρώματα και τις σχέσεις τους.
Δύσκολο εγχείρημα. Πώς να χωρέσει μέσα στα σχήματα αυτά ένα τόσο μεγάλο μυστήριο; Πώς να γίνει οπτικό γεγονός το ότι το παιδί που γεννιέται είναι Θεός και άνθρωπος, το ότι δεν έχει κατά σάρκα πατέρα και το ότι είναι ο πνευματικός βασιλέας που θα σώσει τον άνθρωπο από την εξορία, όπου ο ίδιος έβαλε τον εαυτό του, επιλέγοντας την στερητική μοναξιά του εγωισμού;
Όλα ετούτα δεν περιγράφονται, γιατί ο Θεός δεν ορίζεται με σχήματα ούτε με λέξεις ούτε με άλλο μέσο, ούτε μπορεί να κλειστεί σε μορφή το είδος της σωτηρίας που φέρνει ο Θεός στον κόσμο. Κι ετούτο το ξέρουν οι ζωγράφοι μαΐστορες του Βυζαντίου. Αυτά είναι ξεκάθαρα από την εποχή της εικονομαχίας, όταν αποσαφηνίστηκε τι είναι η εικόνα παντός εικονιζομένου, τι εικονίζεται και τι όχι, και πώς λειτουργεί η εικόνα. Έτσι, αποκλείουν την απόπειρα να περιγράψουν τον Θεό ή αφηρημένες έννοιες και θεολογικές ιδέες.
Με τον ρεαλισμό και τη συμπυκνωμένη σοφία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού λοιπόν, καταφεύγουν σε κώδικες της εποχής τους, όχι για να περιγράψουν αλλά για να σημάνουν, για να δείξουν μερικώς, ως εν εσόπτρῳ, όσα οφείλει η εικόνα να δηλώσει και στον πιστό και στον άπιστο θεατή που θα την αντικρίσει.
Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού ξεκινά με μια αφαίρεση γεμάτη νόημα και σημασία. Όλη η σκηνή μεταφέρεται σε ένα τοπίο ερημικό, και μάλιστα σε ένα βραχώδες σύμπλεγμα όπου κυριαρχεί ένα σπήλαιο. Η αφαίρεση αυτή γίνεται για να τονιστεί πως το παιδί που γεννιέται, έρχεται στη γη την ίδια κι όχι σε ένα συγκεκριμένο τόπο που έχει διακεκριμένα χαρακτηριστικά. Γεννιέται απλώς επάνω στη γη, που είναι όμως γεμάτη από παρουσίες: Άγγελοι, βοσκοί που βόσκουν τα ποίμνια τους και παίζουν τις φλογέρες τους, Μάγοι, ανατολίτες βασιλείς, οδηγημένοι από υπέρλαμπρο αστέρι, που έρχονται να αποτίσουν φόρο τιμής στον νεογέννητο βασιλέα, θεραπαινίδες που ετοιμάζονται να δώσουν στο βρέφος τη χαρά της πρώτης του επαφής με το ζωογόνο ύδωρ -που δεν το έχει ανάγκη, και κυρίως η Θεοτόκος που στέκεται δίπλα στην φάτνη με το νεογέννητο και ο μνήστωρ Ιωσήφ που παρίσταται με τον τρόπο του, παράπλευρα.
Αυτή είναι όλη η παράσταση που συντίθεται εμπρός στα μάτια μας και διακηρύσσει πως ένας Θεός γεννιέται με τρόπο παράδοξο και μυστηριακό, ένας Θεός που θα σώσει τον κόσμο όλο.
Η μεγάλη δυσκολία των ζωγράφων ήταν να δείξουν πως το παιδί που γεννήθηκε από μητέρα γυναίκα δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά κάτι άλλο που σχετίζεται με τον Θεό. Έπρεπε να δείξουν πως έρχεται από τον Θεό και δεν έχει κατά σάρκα πατέρα. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν οπτικά το νόημα του Ευαγγελίου, και θα κινδύνευαν να πέσουν σε Νεστοριανική αίρεση. Προκειμένου λοιπόν να δείξουν αυτή την αλήθεια, κατέφυγαν σε εικαστικούς κώδικες καθιερωμένους στην αρχαία τέχνη και διατηρημένους, καθώς φαίνεται, και στο Βυζάντιο. Όπως συνηθιζόταν παλιά στις γεννήσεις ημιθέων και αρχαίων θεών, ο πατέρας του νεογέννητου να εικονίζεται σε απόσταση από την σκηνή της γέννησης, και μάλιστα σε στάση αποστροφής προς το γεγονός, έτσι και στην σκηνή της Γέννησης του Χριστού, ο μνήστωρ Ιωσήφ ζωγραφίζεται πάντα παραδίπλα, με στραμμένη την πλάτη του ή σκεφτικός να συνομιλεί με βοσκό (στον οποίο κάποιοι βλέπουν τον διάβολο που σπέρνει στον άγιο αυτόν άνθρωπο λογισμούς πονηρούς). Όπως κι αν έχει όμως, το σημαντικό είναι πως με την σύνθεση αυτή των προσώπων οι ζωγράφοι έδειξαν πως το νεογέννητο παιδί δεν έχει κατά σάρκα πατέρα αλλά μονάχα μητέρα και συνεπώς έρχεται από τον Θεό.
Αλλά και με άλλο τρόπο οι ζωγράφοι επιχείρησαν και πέτυχαν να δείξουν το παράδοξο του τόκου και συνεπώς έμμεσα να βεβαιώσουν πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού κι όχι κοινός άνθρωπος: Απομάκρυναν από τη Θεοτόκο τις, καθιερωμένες σε όλες τις παραστάσεις γεννήσεων του αρχαίου κόσμου, θεραπαινίδες που παρίστανται και βοηθούν την λεχώνα γυναίκα.
Στην Γέννηση του Χριστού η Θεοτόκος, συνήθως ανακεκλιμένη κι όχι εξουθενωμένη από τον τοκετό, δεν μοιάζει να χρήζει βοηθείας, και αυτό διότι ο τόκος της ήταν, σύμφωνα με την παράδοση και την πίστη της Εκκλησίας, αλόχευτος και ανώδυνος. Όπως κι αν έχει πάντως, με τα εικαστικά αυτά ευρήματα οι ζωγράφοι έδειξαν εμμέσως πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού και όχι απλώς γέννημα ανθρώπων.
Αλλά και η προσκύνηση των Μάγων σοφών της Ανατολής ανάλογα πράγματα δηλώνει. Είναι μια έμμεση αναγνώριση πως το παιδί που γεννήθηκε με τρόπο παράδοξο είναι ο αναμενόμενος μεσσίας, ο σωτήρας που περίμενε ο Ισραήλ, αυτός που θα σώσει το γένος των ανθρώπων. Προς τούτο και η πρώτη αναγνώριση της βασιλικής του ιδιότητας και του μεσσιανικού του ρόλου έρχεται έξωθεν, από αλλοεθνείς κι όχι από την φυλή του.
Πέρα όμως από τα θεολογικά μηνύματα που κομίζει η εικόνα της Γέννησης του Χριστού φέρνει και άλλα μηνύματα στους ανθρώπους. Όχι νοήματα και ιδέες, αλλά ποιότητες, που αφορούν τις αισθήσεις και αναφέρονται στην κατάσταση της καρδιάς.
Όπως είναι φτιαγμένη η εικόνα, όπως βέβαια και κάθε άλλη βυζαντινή εικόνα, τα εικονιζόμενα συμβάντα μοιάζουν να συνυπάρχουν στον χώρο και στον χρόνο και να αποτελούν μια ενότητα που δεν δικαιολογείται από την φυσική τάξη των πραγμάτων. Η εικόνα ενώνει σε κοινό πλαίσιο ιστορίες που συνέβησαν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της αναγκεμένης φύσης και διαδηλώνοντας πως όλα είναι σχετικά και μπορούν να ενώνονται μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, με τρόπο μυστικό και ακατανόητο για την ανθρώπινη πεπερασμένη λογική.
Κι ύστερα, αυτά που εικονίζονται δεν υπάρχουν στον εικονικό αυτονομημένο ζωγραφικό χωρόχρονο, που ο ζωγράφος φτιάχνει στην επιφάνεια της εικόνας, όπως συμβαίνει στην δυτική τέχνη από την περίοδο της Αναγέννησης και ύστερα.
Ο βυζαντινός ζωγράφος, με σύστημα και γνώση, φέρνει τα εικονιζόμενα προς τον χωρόχρονο των θεατών και τα κάνει να μοιάζουν ως να ζουν μεταξύ μας, να είναι κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας. Η παροντοποίηση αυτή των εικονιζομένων κάνει τα πράγματα να υπάρχουν στον ενεστωτικό χωρόχρονο της Θείας Λειτουργίας και να συμφωνούν με όσα και η υμνολογία της Εκκλησίας ψάλλει εκείνες της μέρες: “ Χριστός γεννάται δοξάσατε…” (α’ Ωδή, Καταβασίες Χριστουγέννων)
Η παροντοποίηση των εικονιζομένων γράφει εικαστικά, το πώς των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία, οπτικοποιώντας την των πάντων εν Χριστῷ ενότητα.
Το 354 μ.Χ., ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρρήσεις, ορίστηκε στη Ρώμη σαν μέρα γιορτής της γέννησης η 25η Δεκεμβρίου για τούτο το λόγο: Η ήμερα αυτή ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους ως ήμερα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα, του «αήττητου θεού Ήλιου».
Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι, επιστρέφοντας από τους πολέμους της Ανατολής, έφεραν μαζί τους τη λατρεία πολλών θεών της. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας, γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου, που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.
Το Γενέθλιόν του, η μέρα δηλαδή που γεννήθηκε, είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου, που γύρω στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο ουράνιο στερέωμα. Η μέρα αυτή για τους Ρωμαίους ήταν ημέρα ευφροσύνης. Έφευγαν τα σκοτάδια, ερχόταν το φως! Τη γιόρταζαν, λοιπόν, με μεγάλη λαμπρότητα και πολλά ξεφαντώματα.
Ήταν τόσο αγαπητή γιορτή και τόσο διαδεδομένη, ώστε καμιά συμβουλή, καμιά προτροπή και καμιά απειλή των πατέρων της εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να την εξαφανίσει ή τουλάχιστον να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων χριστιανών. Όμως, το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι!
Σαν τέτοιο οι πατέρες της εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την υποκατάσταση. Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ήμερα γέννησης του Χριστού, του νέου Ήλιου, που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας απ' τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως. Έτσι ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο και να που στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε πια τη γέννηση του Χριστού.[5]
8. Παραπομπές, Βιβλιογραφία:
Δείτε σχετικά:
Βίντεο: «Η Γέννηση στην Αγιογραφία» Ο Φώτης Κόντογλου παρουσιάζει την εικόνα της Γέννησης του Χριστού και μας αναφέρει ότι ο τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο.
Την πορεία πρός τον εκδυτικισμό και την εκκοσμίκευση η τέχνη στο χώρο της Ορθοδοξίας την έκαμε με πολύ-πολύ αργά βήματα και σθεναρή αντίσταση, παρ᾿ όλο ότι βρισκόταν κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες λόγω της δουλείας του ελληνικού έθνους (Τουρκοκρατία, Ενετοκρατία κ.λ.π.). Σιγά-σιγά όμως μικρές εικονογραφικές παραλλαγές περνούσαν από την Δύση στην Ορθόδοξη τέχνη.
Στη τοιχογραφία π.χ. της Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων (1548), που αποδίδεται στο ζωγράφο Φράγκο Κατελάνο, η Παναγία είναι γονατιστή, προφανώς από δυτική επίδραση. Ανάλογη στάση έχει η Θεοτόκος σε τοιχογραφίες του Αγ. Όρους (Μ. Δοχειαρίου, Αγ. Νικόλαος Μ. Λαύρας, Μ. Ξενοφώντος κ.ά.).
Μυστική Γέννηση, Botticelli, 1500/1
Σε εικόνα του Ηλιού Μόσχου (1658) του Μουσείου Μπενάκη το Βρέφος είναι γυμνό και οι άγγελοι κρατούν ταινία με την επιγραφή «Δόξα εν υψίστοις Θεώ...».
Στον ίδιο αιώνα ο Θεόδωρος Πουλάκης ζωγραφίζει σχεδόν ισοδύναμους γονατιστούς τον Ιωσήφ και την Παναγία, ενώ ένα αιώνα πριν ο Μιχαήλ Δαμασκηνός ζωγράφισε την προσκύνηση των Μάγων (ναός Αγίας Αικατερίνης Ηρακλείου Κρήτης) ακολουθώντας πιστά δυτικά πρότυπα με πλήθος πολύχρωμα ντυμένων μορφών, αλόγων προοπτικά και διαγώνια ζωγραφισμένων, σε ζωή κίνηση κλπ. μόνος, σύνδεσμος με την παράδοση είναι το αγκαθερό βουνό και η τεχνική του αυγού.
Τον επόμενο αιώνα σε εικόνα του Στεφάνου Τζαγκαρόλα (Εθνική Πινακοθήκη) έχουμε μιά δυτική παράσταση μεταφρασμένη στη βυζαντινή τεχνική.
Κατάληξη της πορείας αυτής είναι ο εφτανησιώτικος νατουραλισμός, όπου η σύνθεση είναι εντελώς δυτική (π.χ. Προσκύνηση των Μάγων Μουσείου Ζακύνθου).
Τεχνική (ελαιογραφία), εικονογραφία, τεχνοτροπία, ενδυματολογία δέν έχουν καμμιά απολύτως σχέση με την παράδοση.
Benozzo Gozzoli, Medici Florence 1459
Η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο.
Domenico Ghirlandaio,1485, Cappella Sassetti, Basilica di Santa Trinita, Firenze
Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σάρκωσης, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμή «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) και συγκεκριμένο τόπο, δέν έπαυσε να είναι ο «πρό των αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός που «Όλος ήν εν τοίς κάτω και των άνω ουδόλως απήν» (Ακάθιστος Ύμνος).
Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και μέ αυτόν τον τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δεί τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός.
Tiziano Vecellio, 1540 National Gallery of Scotland
Τα εικονογραφικά στοιχεία που σημειώθηκαν πιο πάνω δεν θα αρκούσαν όμως να αποδώσουν το μήνυμα σωστά αν δεν είχαν την απαιτούμενη αισθητική μορφή. Η ελεύθερη σύνθεση, που δεν καθορίζεται από τούς δεσμευτικούς γεωμετρικούς νόμους της προοπτικής, η δισδιάστατη απόδοση των σωμάτων, ο εσωτερικός φωτισμός των μορφών, το καθαρό χρώμα είναι τα ζωγραφικά μέσα πού κάνουν την παράσταση αποκαλυπτική.Χρώμα, σχέδιο, σύνθεση γίνονται Θεολογία.
Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής, πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μάς στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατώρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.[3]
5. Εικόνες Αναγέννησης
Giotto. 1304-1306. Fresco Capella degli Scrovegni
Raffaello Sanzio da Urbino
Tindoretto
Paolo Veronese, 1573
adoration of the magi - Leonardo da Vinci
El Greco (Δομήνικος Θεοτοκόπουλος)
Η Προσκύνηση των Ποιμένων (περ. 1605-1610)
από τον Ελ Γκρέκο. Μουσείο Prado, Μαδρίτη
Η Προσκύνηση των Ποιμένων (περ. 1605-1610)
από τον Ελ Γκρέκο. Μουσείο Prado, Μαδρίτη
6. Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας
Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας
εξασφαλίζει την πυκνότητα
της παρουσίασης των κυριότερων
γεγονότων της Γέννησης
Του Θεανθρώπου.
«Η Εικόνα της Γέννησις Του Χριστού» «...που σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου σαν ροής και διαδοχής, δίδεται μιάν άλλη αίσθηση του χρόνου πού τα αντιμετωπίζει όλα σάν παρόν.»
Στο χωροχρονικό συνεχές των τριών διαστάσεων όπου ο χρόνος εμφανίζεται ως τέταρτη η ευθεία έχει αρχή και τέλος το ίδιο σημείο.
Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ως αιτία και αποτέλεσμα εμπεριέχει την αναλυτική διαδικασία της ανάπτυξης του χωροχρονικού συνεχούς σε ροή και διαδοχή σημειακού αποτέλεσματος όπου η αρχή και το τέλος αντιστοιχούν σε διακριτά σημεία άρα και μετρήσιμα χρονικά σε ετερότητα θέσης.
Ο ήν ο ών και ο ερχόμενος ο Ιησούς Χριστός ενσαρκώνει την υπέρβαση του χρόνου λειτουργώντας μέσα στον χρόνο ως διαμορφωτής υποστάσεων αποδεκτών από την ενεργητική αλλοίωση του αισθητηριακού πλέγματος της ασκητικά εναρμονισμένης ανθρώπινης ύπαρξης !!![4]
Γιώργος Κόρδης: Η εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως
Εικονογράφος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός καθηγητής.
Πόσες άραγε λέξεις μπορούν να πυκνώσουν και να κρυφτούν ή να αποκαλυφθούν σε μια εικόνα; Μια, ίσως δύο, ίσως πολλές. Αυτό κανείς δεν το μαθαίνει, αφού η ανάγνωση μιας εικόνας είναι αστείρευτη και ατέλειωτη ειδικά όταν πρόκειται για μια εικόνα του Βυζαντινού τρόπου. Κι ετούτο γιατί στον τρόπο αυτό όλα είναι οργανωμένα αλλιώς. Είναι δομημένα ώστε να ομιλούν, να διαλέγονται με την αίσθηση του θεατή και να μαρτυρούν. Για την αλήθεια, για μέλλοντα, για υποσχέσεις και οράματα ανείπωτης και άδολης χαράς.
Όσα παρουσιάζονται σε μιαν εικόνα βυζαντινή είναι μια αλλιώτικη δομή, που κομίζει μαρτυρία ενός κόσμου που είναι εδώ κι εκεί μαζί, που είναι τώρα και παντού. Μια εικόνα βυζαντινή είναι ανακεφαλαίωση του χρόνου και μια αγκαλιά που απλώνεται και κλείνει ή ελευθερώνει τον χώρο όλο.
Όλα τούτα βρίσκουν έκφραση, τέλεια σχεδόν, στην εικόνα της του Χριστού Γεννήσεως, μια πολύ σύνθετη εικόνα, που έρχεται να ομιλήσει για το σπουδαιότερο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, τουλάχιστον για τους χριστιανούς: για την Γέννηση του Θεανθρώπου, για την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, για τον ερχομό του Θεού του ίδιου στον κόσμο, όχι ως απλού επισκέπτη ή κομιστή αγγελιοφόρου μιας καλής είδησης, αλλά ως ενός κανονικού και πλήρους ανθρώπου που γεννήθηκε από γυναίκα εν τόπῳ και χρόνω, στην Βηθλεέμ, στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου.
Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη δυσκολία ενός ζωγράφου· να ομιλήσει δηλαδή για πράγματα ορατά και αόρατα αποκλειστικά με εικαστικά μέσα, με τα σχήματα με τα χρώματα και τις σχέσεις τους.
Δύσκολο εγχείρημα. Πώς να χωρέσει μέσα στα σχήματα αυτά ένα τόσο μεγάλο μυστήριο; Πώς να γίνει οπτικό γεγονός το ότι το παιδί που γεννιέται είναι Θεός και άνθρωπος, το ότι δεν έχει κατά σάρκα πατέρα και το ότι είναι ο πνευματικός βασιλέας που θα σώσει τον άνθρωπο από την εξορία, όπου ο ίδιος έβαλε τον εαυτό του, επιλέγοντας την στερητική μοναξιά του εγωισμού;
Όλα ετούτα δεν περιγράφονται, γιατί ο Θεός δεν ορίζεται με σχήματα ούτε με λέξεις ούτε με άλλο μέσο, ούτε μπορεί να κλειστεί σε μορφή το είδος της σωτηρίας που φέρνει ο Θεός στον κόσμο. Κι ετούτο το ξέρουν οι ζωγράφοι μαΐστορες του Βυζαντίου. Αυτά είναι ξεκάθαρα από την εποχή της εικονομαχίας, όταν αποσαφηνίστηκε τι είναι η εικόνα παντός εικονιζομένου, τι εικονίζεται και τι όχι, και πώς λειτουργεί η εικόνα. Έτσι, αποκλείουν την απόπειρα να περιγράψουν τον Θεό ή αφηρημένες έννοιες και θεολογικές ιδέες.
Με τον ρεαλισμό και τη συμπυκνωμένη σοφία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού λοιπόν, καταφεύγουν σε κώδικες της εποχής τους, όχι για να περιγράψουν αλλά για να σημάνουν, για να δείξουν μερικώς, ως εν εσόπτρῳ, όσα οφείλει η εικόνα να δηλώσει και στον πιστό και στον άπιστο θεατή που θα την αντικρίσει.
Η εικόνα της Γέννησης του Χριστού ξεκινά με μια αφαίρεση γεμάτη νόημα και σημασία. Όλη η σκηνή μεταφέρεται σε ένα τοπίο ερημικό, και μάλιστα σε ένα βραχώδες σύμπλεγμα όπου κυριαρχεί ένα σπήλαιο. Η αφαίρεση αυτή γίνεται για να τονιστεί πως το παιδί που γεννιέται, έρχεται στη γη την ίδια κι όχι σε ένα συγκεκριμένο τόπο που έχει διακεκριμένα χαρακτηριστικά. Γεννιέται απλώς επάνω στη γη, που είναι όμως γεμάτη από παρουσίες: Άγγελοι, βοσκοί που βόσκουν τα ποίμνια τους και παίζουν τις φλογέρες τους, Μάγοι, ανατολίτες βασιλείς, οδηγημένοι από υπέρλαμπρο αστέρι, που έρχονται να αποτίσουν φόρο τιμής στον νεογέννητο βασιλέα, θεραπαινίδες που ετοιμάζονται να δώσουν στο βρέφος τη χαρά της πρώτης του επαφής με το ζωογόνο ύδωρ -που δεν το έχει ανάγκη, και κυρίως η Θεοτόκος που στέκεται δίπλα στην φάτνη με το νεογέννητο και ο μνήστωρ Ιωσήφ που παρίσταται με τον τρόπο του, παράπλευρα.
Αυτή είναι όλη η παράσταση που συντίθεται εμπρός στα μάτια μας και διακηρύσσει πως ένας Θεός γεννιέται με τρόπο παράδοξο και μυστηριακό, ένας Θεός που θα σώσει τον κόσμο όλο.
Η μεγάλη δυσκολία των ζωγράφων ήταν να δείξουν πως το παιδί που γεννήθηκε από μητέρα γυναίκα δεν είναι ένας κοινός θνητός, αλλά κάτι άλλο που σχετίζεται με τον Θεό. Έπρεπε να δείξουν πως έρχεται από τον Θεό και δεν έχει κατά σάρκα πατέρα. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να μεταφέρουν οπτικά το νόημα του Ευαγγελίου, και θα κινδύνευαν να πέσουν σε Νεστοριανική αίρεση. Προκειμένου λοιπόν να δείξουν αυτή την αλήθεια, κατέφυγαν σε εικαστικούς κώδικες καθιερωμένους στην αρχαία τέχνη και διατηρημένους, καθώς φαίνεται, και στο Βυζάντιο. Όπως συνηθιζόταν παλιά στις γεννήσεις ημιθέων και αρχαίων θεών, ο πατέρας του νεογέννητου να εικονίζεται σε απόσταση από την σκηνή της γέννησης, και μάλιστα σε στάση αποστροφής προς το γεγονός, έτσι και στην σκηνή της Γέννησης του Χριστού, ο μνήστωρ Ιωσήφ ζωγραφίζεται πάντα παραδίπλα, με στραμμένη την πλάτη του ή σκεφτικός να συνομιλεί με βοσκό (στον οποίο κάποιοι βλέπουν τον διάβολο που σπέρνει στον άγιο αυτόν άνθρωπο λογισμούς πονηρούς). Όπως κι αν έχει όμως, το σημαντικό είναι πως με την σύνθεση αυτή των προσώπων οι ζωγράφοι έδειξαν πως το νεογέννητο παιδί δεν έχει κατά σάρκα πατέρα αλλά μονάχα μητέρα και συνεπώς έρχεται από τον Θεό.
Αλλά και με άλλο τρόπο οι ζωγράφοι επιχείρησαν και πέτυχαν να δείξουν το παράδοξο του τόκου και συνεπώς έμμεσα να βεβαιώσουν πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού κι όχι κοινός άνθρωπος: Απομάκρυναν από τη Θεοτόκο τις, καθιερωμένες σε όλες τις παραστάσεις γεννήσεων του αρχαίου κόσμου, θεραπαινίδες που παρίστανται και βοηθούν την λεχώνα γυναίκα.
Στην Γέννηση του Χριστού η Θεοτόκος, συνήθως ανακεκλιμένη κι όχι εξουθενωμένη από τον τοκετό, δεν μοιάζει να χρήζει βοηθείας, και αυτό διότι ο τόκος της ήταν, σύμφωνα με την παράδοση και την πίστη της Εκκλησίας, αλόχευτος και ανώδυνος. Όπως κι αν έχει πάντως, με τα εικαστικά αυτά ευρήματα οι ζωγράφοι έδειξαν εμμέσως πως το νεογέννητο είναι εκ Θεού και όχι απλώς γέννημα ανθρώπων.
Αλλά και η προσκύνηση των Μάγων σοφών της Ανατολής ανάλογα πράγματα δηλώνει. Είναι μια έμμεση αναγνώριση πως το παιδί που γεννήθηκε με τρόπο παράδοξο είναι ο αναμενόμενος μεσσίας, ο σωτήρας που περίμενε ο Ισραήλ, αυτός που θα σώσει το γένος των ανθρώπων. Προς τούτο και η πρώτη αναγνώριση της βασιλικής του ιδιότητας και του μεσσιανικού του ρόλου έρχεται έξωθεν, από αλλοεθνείς κι όχι από την φυλή του.
Πέρα όμως από τα θεολογικά μηνύματα που κομίζει η εικόνα της Γέννησης του Χριστού φέρνει και άλλα μηνύματα στους ανθρώπους. Όχι νοήματα και ιδέες, αλλά ποιότητες, που αφορούν τις αισθήσεις και αναφέρονται στην κατάσταση της καρδιάς.
Όπως είναι φτιαγμένη η εικόνα, όπως βέβαια και κάθε άλλη βυζαντινή εικόνα, τα εικονιζόμενα συμβάντα μοιάζουν να συνυπάρχουν στον χώρο και στον χρόνο και να αποτελούν μια ενότητα που δεν δικαιολογείται από την φυσική τάξη των πραγμάτων. Η εικόνα ενώνει σε κοινό πλαίσιο ιστορίες που συνέβησαν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, υπερβαίνοντας τους περιορισμούς της αναγκεμένης φύσης και διαδηλώνοντας πως όλα είναι σχετικά και μπορούν να ενώνονται μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, με τρόπο μυστικό και ακατανόητο για την ανθρώπινη πεπερασμένη λογική.
Κι ύστερα, αυτά που εικονίζονται δεν υπάρχουν στον εικονικό αυτονομημένο ζωγραφικό χωρόχρονο, που ο ζωγράφος φτιάχνει στην επιφάνεια της εικόνας, όπως συμβαίνει στην δυτική τέχνη από την περίοδο της Αναγέννησης και ύστερα.
Ο βυζαντινός ζωγράφος, με σύστημα και γνώση, φέρνει τα εικονιζόμενα προς τον χωρόχρονο των θεατών και τα κάνει να μοιάζουν ως να ζουν μεταξύ μας, να είναι κομμάτι της δικής μας πραγματικότητας. Η παροντοποίηση αυτή των εικονιζομένων κάνει τα πράγματα να υπάρχουν στον ενεστωτικό χωρόχρονο της Θείας Λειτουργίας και να συμφωνούν με όσα και η υμνολογία της Εκκλησίας ψάλλει εκείνες της μέρες: “ Χριστός γεννάται δοξάσατε…” (α’ Ωδή, Καταβασίες Χριστουγέννων)
Η παροντοποίηση των εικονιζομένων γράφει εικαστικά, το πώς των σχέσεων μέσα στην Εκκλησία, οπτικοποιώντας την των πάντων εν Χριστῷ ενότητα.
8. Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης
Το 354 μ.Χ., ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντιρρήσεις, ορίστηκε στη Ρώμη σαν μέρα γιορτής της γέννησης η 25η Δεκεμβρίου για τούτο το λόγο: Η ήμερα αυτή ήταν καθιερωμένη από τους Ρωμαίους ως ήμερα γέννησης του Περσικού θεού Μίθρα, του «αήττητου θεού Ήλιου».
Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι, επιστρέφοντας από τους πολέμους της Ανατολής, έφεραν μαζί τους τη λατρεία πολλών θεών της. Από τους πιο δημοφιλείς ήταν ο Μίθρας, γιατί ήταν ο θεός του φωτός, του Ήλιου, που μάχεται και διώχνει το σκοτάδι.
Το Γενέθλιόν του, η μέρα δηλαδή που γεννήθηκε, είχε συνδυαστεί με τη χειμερινή τροπή του ήλιου, που γύρω στις 25 Δεκεμβρίου αρχίζει να κερδίζει έδαφος και να στέκεται περισσότερο στο ουράνιο στερέωμα. Η μέρα αυτή για τους Ρωμαίους ήταν ημέρα ευφροσύνης. Έφευγαν τα σκοτάδια, ερχόταν το φως! Τη γιόρταζαν, λοιπόν, με μεγάλη λαμπρότητα και πολλά ξεφαντώματα.
Ήταν τόσο αγαπητή γιορτή και τόσο διαδεδομένη, ώστε καμιά συμβουλή, καμιά προτροπή και καμιά απειλή των πατέρων της εκκλησίας δε στάθηκε ικανή να την εξαφανίσει ή τουλάχιστον να ελαττώσει τη συμμετοχή των πρώτων χριστιανών. Όμως, το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι!
Σαν τέτοιο οι πατέρες της εκκλησίας βρήκαν ένα δοκιμασμένο μέσο, την υποκατάσταση. Όρισαν δηλαδή την 25η Δεκεμβρίου σαν ήμερα γέννησης του Χριστού, του νέου Ήλιου, που έδιωξε τα σκοτάδια της ειδωλολατρίας απ' τις ψυχές των ανθρώπων και τις πλημμύρισε με χριστιανικό φως. Έτσι ο ένας Ήλιος υποκατέστησε τον άλλο και να που στις 25 Δεκεμβρίου γιορτάζουμε πια τη γέννηση του Χριστού.[5]
[1] Εισαγωγή, Εργασία, Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου
[2] «Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου» 5 Μελετήματα για τον πεζογράφο και τον καλλιτέχνη Φ. Κόντογλου, εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων», Αθήνα 1975, σελ. 51-54.
[2] «Η Γέννηση στην Αγιογραφία - Φώτη Κόντογλου» 5 Μελετήματα για τον πεζογράφο και τον καλλιτέχνη Φ. Κόντογλου, εκδ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, εκδ. των «Κριτικών Φύλλων», Αθήνα 1975, σελ. 51-54.
[3] *Νίκου Ζία, «Η Εικόνα τής Γεννήσεως - “Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί...”», Συλλογικὸς Τόμος
Χριστούγεννα, ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», ἔκδ. ε', 1999, σελ. 187-207.
[**] «Ο αρχαιολόγος Νίκος Ζίας ανήκει σ' εκείνους τούς μετρημένους ανθρώπους πού
συνετέλεσαν αποφασιστικά στην προβολή τής βυζαντινής, μεταβυζαντινής και
νεοελληνικής Τέχνης στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Με τις μελέτες, μάλιστα, καὶ
τις παρουσιάσεις του από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, όπως και μ' αυτό το άρθρο
του στὸν τόμο μας, συνέβαλε ουσιαστικά στην κατανόηση τού τόσο σημαδιακού ρόλου τής Τέχνης στη ζωή τής Εκκλησίας» (αυτόθι, σελ. 210).
[4] «Η ημικυκλική διάταξη της εικόνας» της Ιφιγένειας Γεωργιάδου ifigeneia-math.gr
[5] «Πότε καθιερώθηκε η Γιορτή της Γέννησης» Tης Αικατερίνης Τσοτάκου - Καρβέλη, Από το βιβλίο Λαογραφικό Ημερολόγιο, «Οι 12 μήνες και τα έθιμά τους», Εκδόσεις Πατάκη, 1988.
[6] Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
[6] Το οπτικοακουστικό υλικό (Βίντεο) από www.YouTube, εταιρεία της Google.
[7] Εικόνες από το διαδίκτυο, εταιρεία της Google
[8] Πηγή: www.sophia-ntrekou.gr - Αέναη επΑνάσταση
Δείτε σχετικά:
9. Επιλεκτικά Βίντεο για την Αγιογραφία
Κλικ στην εικόνα ή τον σύνδεσμο για να δείτε τα Video
Κλικ στην εικόνα ή τον σύνδεσμο για να δείτε τα Video