Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

Δίκαιος ἔπαινος στούς ἥρωες τοῦ ’21




Δίκαιος ἔπαινος στούς ἥρωες τοῦ ’21


Ὁμιλία τοῦ
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου


Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου



Ἄς μή βρέ­ξει πο­τέ
τό σύν­νε­φον, καί ὁ ἄ­νε­μος
σκλη­ρός ἄς μή σκορ­πί­σει
τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον
πού σᾶς σκε­πά­ζει.
Ὦ γνή­σια τέ­κνα τῆς Ἑλ­λά­δος
τέ­κνα ψυ­χαί πού ἐ­πέ­σα­τε
εἰς τόν ἀ­γώ­να ἀν­δρεί­ως,
τάγ­μα ἐ­κλε­κτῶν Ἡ­ρώ­ων,
καύ­χη­μα νέ­ον.
(Ἀν­δρέ­ας Κάλ­βος)

Αὐ­τό τό λαμ­πρό καύ­χη­μα, τό τάγ­μα τῶν ἐ­κλε­κτῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ 1821 τι­μοῦ­με σή­με­ρα, καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί πη­γαῖ­ο ἔ­παι­νο καί τήν ἄ­πει­ρη εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας. Ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο ἔ­παι­νο σ’ αὐ­τούς πού γέν­νη­σαν μέ τό αἷ­μα τους καί μέ τό δά­κρυ τῆς ψυ­χῆς τους τήν λευ­τε­ριά τῆς ἱ­ε­ρῆς μας γῆς, τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης μας πα­τρί­δος. Σ’ αὐ­τούς πού πῆραν τά ὅ­πλα καί ἐ­πα­να­στά­τη­σαν ἐ­νάν­τια στόν ζυ­γό τοῦ ὀ­θω­μα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ.
Καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο αὐ­τό ἔ­παι­νο σή­με­ρα, πού, ἀν­τί­θε­τα μέ τήν εὐ­χή τοῦ ποι­η­τῆ Ἀν­δρέ­α Κάλ­βου, «σύν­νε­φα σκο­τει­νά καί ἄ­νε­μοι σκλη­ροί» ἀ­πει­λοῦν μέ τόν τρό­πο τους νά σκορ­πί­σουν «τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον πού τούς σκε­πά­ζει».
Εἶ­ναι τά σκο­τει­νά σύν­νε­φα τῆς ὑ­πο­τέ­λειας, τῆς ξε­νο­μα­νί­ας, τοῦ ρα­γι­α­δι­σμοῦ καί τοῦ γραι­κυ­λι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἡ κα­ται­γί­δα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ καί ἐ­θνι­κοῦ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμοῦ, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­χά­ρα­ξης, τῆς πα­ρα­γρα­φῆς καί τῆς λη­σμο­σύ­νης. Εἶ­ναι οἱ σκλη­ροί ἄ­νε­μοι τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ, τῆς εὐ­μά­ρειας, τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας, τῆς ἄ­νε­σης, τῆς εὐ­ζω­ΐ­ας καί τῆς ἀ­σφά­λειας.
Εἶ­ναι τό σύν­δρο­μο τοῦ δῆ­θεν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί τῆς ψευ­το­δι­α­νό­η­σης, πού ἔ­χει ἀλ­λο­τρι­ώ­σει τήν λε­γό­με­νη «πνευ­μα­τι­κή ἡ­γε­σί­α» τοῦ τό­που μας καί τήν ὁ­δη­γεῖ στήν ἄρ­νη­ση τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ μας πα­ρελ­θόν­τος, στήν ἀ­πώ­λεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης καί τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, στήν ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἰ­δα­νι­κῶν τοῦ γέ­νους μας, στήν ἀ­μαύ­ρω­ση ἀ­κό­μη καί αὐ­τῶν τῶν ἴ­δι­ων τῶν ἡ­ρώ­ων καί τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς φυ­λῆς μας.
Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, δέν παύ­ου­με νά τό βρον­το­φω­νά­ζου­με καί νά τό δι­α­κη­ρύτ­του­με πρός πᾶ­σα κα­τεύ­θυν­ση ὅ­τι εἴ­μα­στε ὑ­πε­ρή­φα­νοι καί δο­ξά­ζου­με τόν Πα­νά­γα­θο Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού ἐν τῇ ἀ­πεί­ρῳ εὐ­σπλαγ­χνί­ᾳ Του εὐ­δό­κη­σε νά γεν­νη­θοῦ­με σ’ αὐ­τή τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη Πα­τρί­δα, τήν Ἑλ­λά­δα μας, τήν τό­σο δο­ξα­σμέ­νη μά καί τό­σο πο­νε­μέ­νη. 
Νά γεν­νη­θοῦ­με Ἕλ­λη­νες καί Ὀρ­θό­δο­ξοι, Ρω­μη­οί, σέ μιά Πα­τρί­δα, πού κά­θε σπι­θα­μή τῆς γῆς της εἶ­ναι πο­τι­σμέ­νη μέ τά ἱ­ε­ρά αἵ­μα­τα πο­λυ­ά­ριθ­μων μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Σέ μί­α ἁ­γι­α­σμέ­νη γῆ πού τήν προ­στα­τεύ­ει ἡ Κυ­ρί­α μας Θε­ο­τό­κος καί τήν πε­ρι­φρου­ροῦν νέ­φη ἁ­γί­ων. Εἴ­μα­στε εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι καί ὑ­πε­ρή­φα­νοι πού γεν­νη­θή­κα­με σέ μί­α χώ­ρα ἡ­ρώ­ων καί ἁ­γί­ων καί φέ­ρου­με στούς ὤ­μους μας τήν πο­λύ­τι­μη, μά καί βα­ρειά κλη­ρο­νο­μιά πού δι­έ­σω­σαν καί μᾶς με­τέ­φε­ραν μέ τό μαρ­τυ­ρι­κό τους αἷ­μα. 
Τό μαρ­τυ­ρι­κό τους αἷ­μα, πού ἔ­χει πο­τί­σει κά­θε γω­νιά τῆς Πα­τρί­δας μας, κά­θε χω­ριό... καί πό­λη, κά­θε κο­ρυ­φή καί κά­θε λαγ­κα­διά καί πού τούς κα­θι­στᾶ ἀ­κοί­μη­τους φρου­ρούς καί προ­στά­τες τῶν συ­νό­ρων μας καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας. «Τού­των τά πνεύ­μα­τα ὡς νέ­φος ἡ­μῖν ὧ­δε πε­ρί­κειν­ται καί τῶν ὀ­στέ­ων αὐ­τῶν οἱ τύμ­βοι τά ὅ­ρια τῆς πα­τρί­δος γῆς φυ­λάτ­του­σι, τά δέ αὐ­τῶν τί­μια αἵ­μα­τα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἡ­μῶν τό δέν­δρον ἀρ­δεύ­ου­σιν», δι­α­βά­ζου­με στήν ἐ­πι­μνη­μό­συ­νη Δέ­η­ση ὑ­πέρ τῶν ἐν πο­λέ­μῳ πε­σόν­των.
Αὐ­τούς τούς ἥ­ρω­ες τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ γέ­νους μας, τούς μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, τούς ὑ­πε­ρα­σπι­στές τῶν ἐ­θνι­κῶν μας δι­καί­ων καί ἰ­δα­νι­κῶν τι­μοῦ­με σή­με­ρα καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο ἔ­παι­νο καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Ἡ ἀ­πό­δο­ση φό­ρου τι­μῆς στούς ἀ­γω­νι­στές τοῦ 1821 ἐ­κτός ἀ­πό ἐκ­δή­λω­ση ἐ­θνι­κῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί μιά πρά­ξη πού ἔ­χει σκο­πό τήν ἐν­θάρ­ρυν­ση ὅ­λων μας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν νέ­ων μας γιά πα­ρό­μοι­ους ἀ­γῶ­νες καί θυ­σί­ες, ἄν χρεια­σθεῖ.
Τι­μών­τας τούς συν­τε­λε­στές καί πρω­τερ­γά­τες τοῦ ἐ­θνι­κοῦ θαύ­μα­τος τοῦ 1821 δέν πρέ­πει νά λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι τό θαῦ­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα πί­στε­ως στόν Θε­ό, πού ἐγ­γυᾶ­ται τήν ἐ­πι­τυ­χή ἔκ­βα­ση τοῦ με­γά­λου καί τολ­μη­ροῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος τῆς ἀ­πο­τι­νά­ξε­ως τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ.
«Παι­διά μου, πρέ­πει νά φυ­λά­ξε­τε τήν πί­στιν σας καί νά τήν στε­ρε­ώ­σε­τε», προ­έ­τρε­πε ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης τούς νέ­ους, «δι­ό­τι ὅ­ταν ἐ­πι­ά­σα­μεν τά ἅρ­μα­τα, εἴ­πα­μεν πρῶ­τα ὑ­πέρ πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ πα­τρί­δος».
Καί κα­τά τήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού κρά­τη­σε ὄρ­θιο τό Γέ­νος, πού φρόν­τι­σε γιά τήν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν ἑλ­λη­νο­παί­δων, πού ἔ­θρε­ψε γε­νι­ές καί γε­νι­ές μέ τήν πί­στη καί τήν προ­σμο­νή τῆς πο­θη­τῆς ὥ­ρας τῆς λευ­τε­ριᾶς, πού ἐκ­ποί­η­σε ἀ­κό­μη καί τά ἱ­ε­ρά της κει­μή­λια γιά τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ ἀ­γώ­να, πού προ­σέ­φε­ρε ὡς θυ­σί­α πλειά­δα νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων στόν βω­μό τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ νέ­ου ἑλ­λη­νι­σμοῦ.
Τό αἱ­μα­το­βα­μέ­νο ρά­σο, οἱ τα­πει­νοί πα­πά­δες καί οἱ κα­λό­γε­ροι ἦ­ταν τό σύμ­βο­λο τοῦ ἀ­δού­λω­του φρο­νή­μα­τος καί τοῦ ἀ­γώ­να γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὀ­θω­μα­νι­κοῦ ζυ­γοῦ. Τά μο­να­στή­ρια καί οἱ ἐκ­κλη­σι­ές ἦ­ταν τά κέν­τρα τῆς παι­δεί­ας, τά κέν­τρα τοῦ συν­το­νι­σμοῦ, τά κέν­τρα φύ­λα­ξης πο­λε­μι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τά κέν­τρα τοῦ ἔ­νο­πλου ἀ­γώ­να. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια ἡ καρ­διά τῆς σταυ­ρι­κῆς πο­ρεί­ας, τοῦ Γολ­γο­θᾶ τῶν Ἑλ­λή­νων πρός τήν ἐ­θνι­κή τους ἀ­νά­στα­ση.
«Αὐ­τά τά μο­να­στή­ρια ἦ­ταν τά πρῶ­τα προ­πύρ­για τῆς ἀ­πα­νά­στα­σής μας –μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης- Ὅ­τι ἐ­κεῖ ἦ­ταν οἱ τσεμ­πι­χα­νέ­δες μας κι ὅ­λα τά ἀ­ναγ­καῖ­α τοῦ πο­λέ­μου, ὅ­τ’ ἦ­ταν πα­ρά­με­ρον καί μυ­στή­ριο ἀ­πό τούς Τούρ­κους. Καί θυ­σί­α­σαν οἱ κα­η­μέ­νοι οἱ κα­λό­γε­ροι, καί σκο­τώ­θη­καν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἰς τόν ἀ­γώ­να».
Ἡ ζω­ή τοῦ Ἕλ­λη­να ἔ­χει ζυ­μω­θεῖ μέ τήν πα­τρο­γο­νι­κή πί­στη του, τήν ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τήν «πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ὡς πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον» τά αἵ­μα­τα τῶν μαρ­τύ­ρων προ­γό­νων του. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ὅ­λοι οἱ δαί­μο­νες τῆς κο­λά­σε­ως ξε­χύ­θη­καν νά ξερι­ζώ­σουν αὐ­τή τήν πί­στη ἀ­πό τήν ψυ­χή τοῦ Ἕλ­λη­να. 
Πό­λε­μος κα­τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Κλή­ρου, ἀ­θε­ϊ­στι­κές καί ὑ­λι­στι­κές θε­ω­ρί­ες (ἀ­κό­μη καί ἕ­νω­ση ἀ­θέ­ων ἱ­δρύ­ε­ται αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα ἐ­πι­σή­μως στήν Ἀ­θή­να!­), εἰ­ρω­νεί­α τῆς εὐ­σέ­βειας καί κά­θε ἄλ­λο ἀν­τί­θε­ο σχέ­διο μπῆ­κε σ᾿ ἐ­φαρ­μο­γή.
Σέ ὅ­λους αὐ­τούς τούς ἀρ­νη­σι­πά­τρι­δες καί τούς γραι­κύ­λους τήν ἀ­πάν­τη­ση τήν δί­νει μί­α ἀ­πό τίς ἡ­ρω­ι­κώ­τε­ρες καί εὐ­γε­νέ­στε­ρες μορ­φές τοῦ ἀ­γώ­να, ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης: «­.­..καὶ βρί­ζουν, οἱ που­λη­μέ­νοι [Ἕλ­λη­νες] εἰς τοὺς ξέ­νους, καὶ τοὺς πα­πά­δες μας, ὁ­ποῦ τοὺς ζυ­γί­ζουν ἄ­ναν­τρους καὶ ἀ­πό­λε­μους. Ἐ­μεῖς τοὺς πα­πά­δες τοὺς εἴ­χα­με μα­ζὶ εἰς κά­θε με­τε­ρί­ζι, εἰς κά­θε πό­νον καὶ δυ­στυ­χί­αν. Ὄ­χι μό­νον διὰ νὰ βλο­γᾶ­νε τὰ ὅ­πλα τὰ ἱ­ε­ρά, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ μὲ ντου­φέ­κι καὶ γι­α­τα­γά­νι, πο­λε­μών­τας ὡ­σὰν λε­ον­τά­ρια. Ντρο­πὴ Ἕλ­λη­νες».
Ἡ φω­νή τοῦ Στρα­τη­γοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη ἀν­τη­χεῖ καί σή­με­ρα εὐ­θύ­βο­λη καί στεν­τό­ρεια: «ντρο­πή Ἕλ­λη­νες»­!­!! Ντρο­πή στούς ἀρ­νη­τές τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, ντρο­πή στούς πα­ρα­χα­ρά­κτες τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­λή­θειας, ντρο­πή στούς ἀλ­λο­τρι­ω­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης, ντρο­πή στούς βια­στές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νει­δή­σε­ως.
«Ντρο­πή Ἕλ­λη­νες», φω­νά­ζει ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης στούς ξε­θε­με­λι­ω­τές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νο­χῆς, στούς ὁ­δο­στρω­τῆ­ρες τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ταυ­τό­τη­τος, πού ἀ­δη­φά­γα καί μα­νια­κά δέν στα­μα­τοῦν νά ξη­λώ­νουν, νά ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν, νά γκρε­μί­ζουν, νά ἀ­πο­συν­θέ­τουν θε­σμούς, ἀ­ξί­ες, σύμ­βο­λα, ἀρ­χές, ἰ­δέ­ες, ἰ­δα­νι­κά μέ ὅ­ποι­ο μέ­σο δι­α­θέ­τουν καί μπο­ροῦν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν, σχο­λι­κά βι­βλί­α, ΜΜΕ, δι­α­λέ­ξεις, ντο­κυ­μαν­ταίρ (ὅ­πως τό ἐ­παί­σχυν­το προ­σφά­τως προ­βαλ­λό­με­νο ἀ­πό τόν τη­λε­ο­πτι­κό σταθ­μό τοῦ ΣΚΑ­Ϊ) καί ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­πό ὅ­ποι­α θέ­ση κι ἄν κα­τέ­χουν, εἴ­τε ὀ­νο­μά­ζον­ται Δρα­γώ­να, εἴ­τε Ρε­πού­ση, εἴ­τε Βε­ρέ­μης, εἴ­τε Τα­τσό­που­λος, εἴ­τε ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς ὀ­νο­μά­ζον­ται.
Ἕ­να, λοι­πόν, ἀ­πό τά ἀν­τί­θε­α καί ἀν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας εἶ­ναι ἡ πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας καί ἡ συ­νο­λι­κή ἀ­πο­δό­μη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας παι­δεί­ας. Πρό­κει­ται γιά μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια, πού ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται ἀ­προ­κά­λυ­πτα καί μέ τα­χεῖς ρυθ­μούς καί εἶ­χε ὡς πρό­σφα­το «θύ­μα» της τήν ἐ­θνι­κή μας πα­λιγ­γε­νε­σί­α γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ, τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ὁ­ποί­ας τι­μοῦ­με σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες.
Ὁ ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πει­λεῖ νά ἰ­σο­πε­δώ­σει καί νά ἀ­ναι­ρέ­σει ἀ­κό­μη καί τά αὐ­το­νό­η­τα: τόν ἐ­θναρ­χι­κό ρό­λο καί τήν πο­λύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στόν ἀ­γώ­να τοῦ 1821, τόν πό­θο καί τόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α ὅ­λων τῶν Ἑλ­λη­νῶν, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως, τό φρό­νη­μα, τό ἦ­θος καί τήν θυ­σί­α τῶν ἀ­γω­νι­στῶν, ἀ­κό­μη καί αὐ­τή τήν βαρ­βα­ρό­τη­τα τοῦ κα­τα­κτη­τῆ καί τίς συν­θῆ­κες κα­τα­πί­ε­σης τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων!
Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά πα­ρα­ποι­ή­σει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν κα­θα­ρά ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός καί ὄ­χι τα­ξι­κός ἤ κοι­νω­νι­κός, ὅ­πως κα­τά συρ­ρο­ήν προ­πα­γαν­δί­ζε­ται στίς μέ­ρες μας. Τόν ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αὐ­τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀ­γώ­να τοῦ ’21 ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος ἀρ­χι­στρά­τη­γός του, ὁ θρυ­λι­κός Γέ­ρος τοῦ Μο­ριᾶ, ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης πού δή­λω­νε: «Σὰν μί­α βρο­χὴ ἦρ­θε σὲ ὅ­λους μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ὅ­λοι, καὶ οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ οἱ προ­ε­στοὶ καὶ οἱ κα­πε­τα­ναῖ­οι καὶ οἱ γραμ­μα­τι­σμέ­νοι καὶ οἱ ἔμ­πο­ροι, ὅ­λοι συμ­φω­νή­σα­με στὸν ἴ­διο σκο­πὸ καὶ κά­να­με τὴν ἐ­πα­νά­στα­ση.­.. 
Ἡ ἐ­πα­νά­στα­σις ἡ ἐ­δι­κή μας δὲν ὁ­μοιά­ζει μὲ καμ­μί­αν ἀ­πὸ ὅ­σας γί­νον­ται τὴν σή­με­ρον εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱ ἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ών τους εἶ­ναι ἐμ­φύ­λιος πό­λε­μος· ὁ ἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­το πλέ­ον δί­και­ος, Ἦ­τον ἔ­θνος μὲ ἄλ­λον ἔ­θνος».
Ὁ σύγ­χρο­νος ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει ἀ­κό­μη καί τίς ἐ­πι­λο­γές, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τοῦ ἴ­διου τοῦ λα­οῦ, πού ἔ­κα­νε τήν ἐ­πα­νά­στα­ση καί πού δι­ε­κή­ρυσ­σε στήν πρώ­τη Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου τό 1826 ὅ­τι «ὁ λα­ός τῆς Ἑλ­λά­δος ἔ­λα­βε τά ὅ­πλα καί δέν ζη­τεῖ διά τῶν ὅ­πλων πα­ρά τήν λαμ­πρό­τη­τα τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α με­τά τοῦ ἱ­ε­ροῦ αὐ­τῆς κλή­ρου κα­τε­δι­ώ­κε­το καί κα­τε­φρο­νεῖ­το ὑ­πό τῶν Τούρ­κων».
Καί στήν Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Τροι­ζή­νας τό 1827 δι­ε­κή­ρυτ­τε, ἐ­πί­σης, ὅ­τι «ὡς χρι­στια­νοί οὔ­τε ἦ­το, οὔ­τε εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πει­θαρ­χή­σω­μεν δε­σπο­ζό­με­νοι ἀ­πό τούς θρη­σκο­μα­νεῖς Μω­α­με­θα­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τέ­σχι­ζαν καί κα­τε­πά­τουν τάς ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας, κα­τε­δά­φι­ζαν τούς ἱ­ε­ρούς να­ούς, κα­τε­φρό­νουν τό Ἱ­ε­ρα­τεῖ­ον, ὑ­βρί­ζον­τες τό θεῖ­ον ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ καί μᾶς ἐ­βί­α­ζον ἤ νά γί­νω­μεν θύ­μα­τα τῆς μα­χαί­ρας των, ἀ­πο­θνή­σκον­τες χρι­στια­νοί ἤ νά ζή­σω­μεν Τοῦρ­κοι, ἀρ­νη­ταί τοῦ Χρι­στοῦ καί ὀ­πα­δοί τοῦ Μω­ά­μεθ. Πο­λε­μοῦ­μεν πρός τούς ἐ­χθρούς τοῦ Κυ­ρί­ου μας». 
Ἀλ­λά καί στά πρῶ­τα Συν­τάγ­μα­τα τῶν Ἐ­θνο­συ­νε­λεύ­σε­ων τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου, τοῦ Ἄ­στρους καί τῆς Τροι­ζή­νας οἱ Ἕλ­λη­νες δι­ε­κή­ρυσ­σαν: «Ὅ­σοι αὐ­τό­χθο­νες κά­τοι­κοι τῆς ἐ­πι­κρά­τειας τῆς Ἑλ­λά­δος πι­στεύ­ου­σιν εἰς Χρι­στόν εἰ­σί Ἕλ­λη­νες».
Ὁ σύγ­χρο­νος ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ μέ μα­νι­ώ­δη ὁρ­μή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει τήν ἀν­δρει­ο­σύ­νη καί μαρ­τυ­ρι­κή προ­σφο­ρά τῶν ἀ­γω­νι­στῶν καί τῶν ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων τοῦ Γέ­νους μας τούς ὁ­ποί­ους δι­καί­ως καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­να τι­μοῦ­με καί ἐ­παι­νοῦ­με σή­με­ρα. Νά πα­ρα­γρά­ψει ἀ­πό τίς μνῆ­μες τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων τήν φλο­γε­ρή πί­στη, τήν λε­βεν­τιά, τόν πό­θο γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τό­σων καί τό­σων ἐ­πώ­νυ­μων καί ἀ­νώ­νυ­μων πού ἀ­φι­έ­ρω­σαν τήν ζω­ή τους στόν με­γά­λο καί ἱ­ε­ρό σκο­πό τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Γέ­νους, πού πά­σχι­σαν καί μό­χθη­σαν νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν ψυ­χή τοῦ βα­σα­νι­σμέ­νου ρα­γιᾶ, νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πί­στη του, τήν γλώσ­σα του, τήν ἐ­θνι­κή του συ­νεί­δη­ση.
Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ξε­ρι­ζώ­σει ἀ­πό τήν μνή­μη τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων πα­τριά­ρχες, ἐ­πι­σκό­πους, πα­πά­δες, κα­λο­γή­ρους, δα­σκά­λους τοῦ Γέ­νους, ἐμ­πό­ρους, ἀρ­μα­τω­λούς, κλέ­φτες, ὁ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, πλοιά­ρχους καί πυρ­πο­λη­τές, ἡ­ρω­ϊ­κές κό­ρες καί μη­τέ­ρες, ὅ­λους ὅ­σοι ἀ­πο­τέ­λε­σαν τήν θεί­α ἐ­κεί­νη «πα­ρεμ­βο­λή τῆς πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου» καί τοῦ Γέ­νους, ἄν­θρω­ποι μέ πί­στη στόν Θε­ό, ἡ ὁ­ποί­α τούς ὅ­πλι­ζε μέ ὑ­πο­μο­νή, μέ θάρ­ρος, μέ εὐ­ψυ­χί­α, μέ ἐλ­πί­δα, μέ πνεῦ­μα θυ­σί­ας, αὐ­τά πού ἦ­ταν «τά μό­να φο­βε­ρά ὅ­πλα εἰς χεί­ρας λα­οῦ πο­λε­μοῦν­τος πρός ἀ­πό­κτη­σιν τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του», ὅ­πως τό­νι­ζε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ μάρ­τυ­ρας τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος. 
Ἐ­πι­χει­ρεῖ, ἡ σύγ­χρο­νη λαί­λα­πα τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ, νά ἀ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ἀ­μαυ­ρώ­σει κο­ρυ­φαῖ­α ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ πνεύ­μα­τος καί λο­γί­ους τῶν γραμ­μά­των ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος, ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς Με­γά­λης τοῦ Γέ­νους Σχο­λῆς, ὁ μαρ­τυ­ρι­κός Πα­τριά­ρχης Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Ε΄, ὁ Εὐ­γέ­νιος Βούλ­γα­ρης, ὁ Οἰ­κο­νό­μος ἐξ Οἰ­κο­νό­μων, ὁ Ρή­γας Φε­ραῖ­ος, ὁ «φω­τι­στής τῶν σκλά­βων» Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἱ­τω­λός, ἡ­γέ­τες τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­πο­δί­στριας, ὁ πρῶ­τος Κυ­βερ­νή­της τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ὑ­ψη­λάν­της, ὁ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γερ­μα­νός, ὁ Νι­κό­λαος Σκου­φᾶς, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος Τσα­κά­λωφ καί ὁ Ἐμ­μα­νου­ήλ Ξάν­θος πού ἵ­δρυ­σαν τήν Φι­λι­κή Ἑ­ται­ρεί­α, δη­μο­γέ­ρον­τες καί ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κοι­νο­τή­των, συν­το­νι­στές τοῦ ἀ­γώ­να, πο­λι­τι­κούς ὅ­πως οἱ Μαυ­ρο­μι­χά­λη­δες, οἱ Δελ­λη­γι­άν­νη­δες, ὁ Ἀν­δρέ­ας Ζα­ΐ­μης, ὁ Κουν­του­ρι­ώ­της, ὁ Μαυ­ρο­κορ­δά­τος.
Ἀ­τρό­μη­τους καί ἀ­νυ­πό­τα­κτους πο­λε­μι­στές, πού ἀρ­νοῦν­ταν νά συμ­βι­βα­στοῦν μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ κα­τα­κτη­τῆ, ἥ­ρω­ες τῆς κλε­φτου­ριᾶς, πού ἀ­γω­νί­στη­καν ἐ­πά­νω στίς ἐ­πάλ­ξεις τῶν βου­νῶν καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, ἀ­τρό­μη­τους ἀ­γω­νι­στές, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θρυ­λι­κός Γέ­ρος τοῦ Μο­ριᾶ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, ὁ Γε­ώρ­γιος Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, ὁ Πα­πα­φλέσ­σας, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος, ὁ Σα­μου­ήλ, ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἀν­δροῦ­τσος, οἱ Μπο­τσα­ραῖ­οι, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Κα­νά­ρης, ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης, ὁ Ἐμ­μα­νου­ήλ Παπ­πᾶς, ὁ Κα­ρα­τά­σος, ὁ Γε­ωρ­γά­κης Ὀ­λύμ­πιος, οἱ Ὑ­ψη­λάν­τες, ὁ Ἀν­δρέ­ας Μι­α­ού­λης, ὁ Βι­σβί­ζης, οἱ Τζα­βε­λαῖ­οι, ὁ Νι­κη­τα­ρᾶς, ἀλ­λά καί οἱ πρίν ἀ­πό αὐ­τούς Κα­τσαν­τώ­νης, Στα­θᾶς, Νι­κο­τσά­ρας, πα­πα-Βλα­χά­βας καί τό­σοι ἄλ­λοι.
Ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, νέ­οι καί γέ­ροι, δί­νουν ὁ κα­θέ­νας τόν δι­κό του ἀ­γώ­να, κα­τά τίς δυ­νά­μεις του, πού ξε­περ­νᾶ κα­τά πο­λύ κά­θε προσ­δο­κί­α καί ὑ­πο­λο­γι­σμό, καί ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ ἕ­να νέ­ο θαῦ­μα στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α, ἕ­να θαῦ­μα ἀν­δρεί­ας, γεν­ναι­ό­τη­τας, αὐ­το­θυ­σί­ας.
Οἱ Ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες γρά­φουν τή δι­κή τους θαυ­μα­στή ἱ­στο­ρί­α. 
“Θαυ­μά­ζω τές γυ­ναῖ­κες μας καί στ’ ὄ­νο­μά τους μνέ­ω.­.­.­”, γρά­φει ὁ Ἐ­θνι­κός μας ποι­η­τής Δι­ο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ὑ­πο­κλι­νό­με­νος μπρο­στά στίς ἡ­ρω­ΐ­δες τοῦ ’­21 πού δέν ὑ­πο­λεί­πον­ται σέ κα­τορ­θώ­μα­τα. Θρεμ­μέ­νες μέ τόν προ­γο­νι­κό πό­θο τῆς λευ­τε­ριᾶς, πνιγ­μέ­νες ἀ­πό τό βρό­χο τῆς μα­κραί­ω­νης τουρ­κι­κῆς σκλα­βιᾶς, μέ λα­βω­μέ­νη στά στή­θη τήν ἐ­θνι­κή πε­ρη­φά­νεια, πο­νοῦν, ἀν­τι­δροῦν, ἀ­πο­φα­σί­ζουν.
Σάν σύ­ζυ­γοι, στά­θη­καν τό ἠ­θι­κό στή­ριγ­μα τῶν ἀν­δρῶν τους. Μοι­ρά­στη­καν μα­ζί τους τίς ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες τοῦ πο­λύ­χρο­νου ξε­ση­κω­μοῦ. Μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νες, μα­τω­μέ­νες, μέ τό κα­ρι­ο­φί­λι στό χέ­ρι, ζω­σμέ­νες φυ­σε­κλί­κια, πο­λέ­μη­σαν δί­πλα στούς ἄν­δρες τους, στή στε­ριά, στό βου­νό, στή θά­λασ­σα. Πο­λέ­μη­σαν παν­τοῦ μ’ ἄ­φθα­στη ἀν­δρει­ο­σύ­νη, μέ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα, μέ τόλ­μη καί θυ­σί­α ὑ­πε­ράν­θρω­πη.
Σάν μά­νες, βά­στα­ξαν ψη­λά τή δά­δα τῶν ἰ­δα­νι­κῶν τῆς Φυ­λῆς καί με­τα­λαμ­πα­δέ­ψα­νε τή φλό­γα στή συ­νεί­δη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους. Στρα­τιά ὁ­λό­κλη­ρη οἱ ἡ­ρω­ΐ­δες. Ἐ­πώ­νυ­μες, ἀρ­χόν­τισ­σες, κα­πε­τά­νισ­σες καί ἄ­ση­μες, ἄ­γνω­στες, πού πῆ­ραν ὅ­μως τούς τί­τλους τῆς τι­μῆς καί τά με­τάλ­λια τῆς θυ­σί­ας ἀ­π’ τούς κα­πνούς τῆς μά­χης. 
Ἡ Μαν­τώ Μαυ­ρο­γέ­νους, ἡ ἀρ­χόν­τισ­σα τῆς Μυ­κό­νου, προ­σφέ­ρει τήν τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α της καί τή ζω­ή της ὁ­λό­κλη­ρη στίς ἀ­νάγ­κες τοῦ ἀ­γώ­να, γιά νά πε­θά­νει ἀρ­γό­τε­ρα στήν ἐ­λεύ­θε­ρη Πά­ρο, πάμ­πτω­χη καί ἀ­δι­κη­μέ­νη· ἡ θρυ­λι­κή Λα­σκα­ρί­να Μπουμ­που­λί­να, ἡ ἀ­τρό­μη­τη κα­πε­τά­νισ­σα, πού γνω­ρί­ζει νά πο­λε­μά­ει, νά δι­οι­κεῖ, νά ἐμ­ψυ­χώ­νει· ἡ κα­πε­τά­νισ­σα Δό­μνα Βι­σβί­ζη, ἀ­πό τήν Αἶ­νο τῆς Θρά­κης, πού σκο­τώ­νε­ται ὁ ἄν­δρας της πο­λε­μών­τας κι’ ἐ­κεί­νη σκου­πί­ζει τά μά­τια της μέ τήν ἄ­κρη τῆς μαύ­ρης μαν­τη­λο­δε­σιᾶς της κι’ ἀ­λύ­γι­στη ἀ­πό τόν πό­νο δη­λώ­νει: “Ἄν ὁ ἄν­δρας μου ἦ­ταν βου­λή τοῦ Θε­οῦ νά χα­θεῖ, τό μπρί­κι του δέν θά μεί­νει χω­ρίς κα­πε­τά­νιο. Θά τό κου­μαν­τά­ρω ἐ­γώ! Βά­ζω ὅρ­κο πά­νω στό λεί­ψα­νό του πώς θά κρα­τή­σω τή στερ­νή πα­ραγ­γε­λιά του. Κι’ ἄμ­πο­τες καί τοῦ λό­γου μου νά πά­ω ἀ­πό τόν ἴ­διο θά­να­το”. 

Κι’ ἔ­πει­τα ἡ Κρου­στάλ­λω τοῦ Δού­κα καί ἡ Δέ­σποι­να Ἀρ­φα­νῆ ἀ­πό τά Ψα­ρά, ἡ Μα­ρί­α καί ἡ Ἀν­θού­σα Δα­σκα­λο­γιά­ννη οἱ Κρη­τι­κο­ποῦ­λες, ἡ Ἀ­λε­φάν­τω ἀ­πό τό Γα­λα­ξί­δι, θρεμ­μέ­νες ὅ­λες μέ τῆς θά­λασ­σας τό κύ­μα τό ἁλ­μυ­ρό.
Ἡ Μό­σχω Τζα­βέ­λαι­να, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Λάμ­πρου, ἡ Χά­ι­δω, ἡ κό­ρη τοῦ Γι­αν­νά­κη Σέ­χου, ἡ Δέ­σπω Μπό­τσα­ρη, ἡ Λέ­νω Μπό­τσα­ρη, καί οἱ ἄλ­λες ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στες Σου­λι­ώ­τισ­σες πού προ­τί­μη­σαν τόν θά­να­το ἀ­πό τήν ἀ­τι­μα­σμέ­νη ζω­ή.
Ἡ Χρυ­σά­ι­δω ἡ Με­σο­λογ­γί­τισ­σα, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Μή­τρου Δε­λη­γι­ώρ­γη, πού κα­τά τόν κίν­δυ­νο τῆς μά­χης προ­κά­λε­σε τόν ἄν­δρα της νά τήν σκο­τώ­σει ὁ ἴ­διος ἄν κιν­δυ­νέ­ψει νά πέ­σει στά χέ­ρια τῶν Τούρ­κων. 
Ἡ Βα­σί­λω, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Κί­τσου Τζα­βέ­λα, ἡ Χρυ­σάν­θη Βο­ρί­λα, ἡ Χρυ­σά­ι­δω Κα­ρα­βαγ­γέ­λη, ἡ Γυ­φτο­γι­άν­νε­να, κό­ρη τοῦ Κου­βα­ρᾶ, πού εἶ­χε δη­λώ­σει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἄν κα­τα­λά­βω τά δύ­σκο­λα θά βα­στή­ξω κι ἕ­να βό­λι γιά τό κε­φά­λι μου. Σκλά­βα στούς ἀ­ρα­πά­δες τοῦ Ἰμ­πρα­ήμ δέ θά πέ­σω.­.­.­».  
Κι’ οἱ Μα­νι­ά­τισ­σες. Μιά ἀ­π’ ὅ­λες τους παίρ­νει τό θάρ­ρος ν’ ἀν­τι­τα­χθεῖ στόν Μαυ­ρο­μι­χά­λη, πού ἀ­παί­τη­σε νά φύ­γουν γιά νά σω­θοῦν: «Σω­στά τά λές, Κα­πε­τά­νι­ε, μά ἀ­στό­χη­σες πώς εἴ­μα­στε Μα­νι­ά­τισ­σες! Δέν πᾶ­με που­θε­νά! Ἐ­δῶ θά μεί­νου­με νά πο­λε­μή­σου­με!­». Κι’ ἔ­μει­ναν καί ἀν­δρα­γά­θη­σαν στή μά­χη τῆς Βέρ­γας.
Σου­λι­ώ­τισ­σες, Μα­νι­ά­τισ­σες, Με­σο­λογ­γί­τισ­σες, γυ­ναῖ­κες τῶν νη­σι­ῶν καί τῆς στε­ριᾶς. Κά­θε γω­νιά τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γῆς ἔ­χει νά δι­η­γεῖ­ται πῶς τοῦ­τες οἱ γυ­ναῖ­κες τρό­μα­ξαν τή φύ­ση καί στά­θη­καν στόν ἀ­γώ­να πο­λύ­τι­μες.
Τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καί ἡ οὐ­σί­α τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821 εἶ­ναι αὐ­τό πού βάλ­λε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χήν στίς μέ­ρες μας καί ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν λαί­λα­πα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ. Για­τί τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός χι­λι­ο­με­τρι­κός λί­θος στό δρό­μο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Εἶ­ναι μιά ἀ­φε­τη­ρί­α, ἕ­να ξε­κί­νη­μα, μιά ἐ­θνι­κή πα­λιγ­γε­νε­σί­α. Ἕ­νας θε­με­λι­ώ­δης ὅ­ρος δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πού μᾶς ζη­τεῖ νά τοῦ ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με τό­σο τό συ­ναί­σθη­μα ὅ­σο καί τή γνώ­ση μας. 
Γιά τόν ση­με­ρι­νό Ἕλ­λη­να πρέ­πει νά στέ­κει τό­σο ψη­λά, ὥ­στε νά ἀγ­γί­ζει τή σφαί­ρα τοῦ μύ­θου. Νά γί­νει θρύ­λος, ἐ­θνι­κό μνη­μεῖ­ο, σύμ­βο­λο τῆς ἀ­γω­νι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας, πού συμ­πυ­κνώ­νει καί ἐκ­φρά­ζει ὅ­λους μα­ζί τούς ἀ­γῶ­νες καί τά κλέ­η, ἀ­πό τό­τε πού ὑ­πάρ­χει συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή.
Ἀλ­λά τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν ἦ­ταν μό­νο ἡ με­γά­λη πο­λε­μι­κή ἐ­πο­ποι­ΐ­α, πού ξα­νά­φε­ρε, δει­λή ἔ­στω καί ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νη, τήν πρώ­τη ἑλ­λη­νι­κή ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πα­ρου­σί­α στό νε­ό­τε­ρο πο­λι­τι­κό χάρ­τη τῆς Εὐ­ρώ­πης, πα­ρά τίς ἀλ­χη­μεῖ­ες τῆς δι­ε­θνοῦς δι­πλω­μα­τί­ας καί τούς μι­κρο­ϋ­πο­λο­γι­σμούς καί τίς συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων. 
Ἦ­ταν συγ­χρό­νως καί τό ἱ­στο­ρι­κό αἴ­τιο γιά ἕ­να πλῆ­θος συ­νέ­πει­ες καί ἐ­πι­δρά­σεις, πού προσ­δι­ο­ρί­ζουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά τή σύ­στα­ση καί τή ζω­ή τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ἦ­ταν μιά με­γά­λη ἑλ­λη­νι­κή πρά­ξη, πού σφρά­γι­σε τή μοί­ρα ὄ­χι μό­νο τῶν δη­μι­ουρ­γῶν της ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν ἐ­πι­γό­νων τους γιά πάν­τα. Ἦ­ταν ἀ­γώ­νας, πού ὄ­χι μό­νο στη­ρί­ζε­ται στό ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν μας καί τό δι­και­ώ­νει, ἀλ­λά προ­βάλ­λε­ται καί στό πα­ρόν καί στό μέλ­λον μας γιά νά τό ἐ­πη­ρε­ά­σει βα­θύ­τα­τα.
Τό Εἰ­κο­σι­έ­να συν­δέ­ει δυ­να­μι­κά καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να τόν Νέ­ο Ἑλ­λη­νι­σμό μέ τό δο­ξα­σμέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του. Ἀ­πο­κα­θι­στᾶ, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, κα­τά τρό­πο ὁ­ρι­στι­κό καί τε­λε­σί­δι­κο, τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια. Μιά συ­νέ­χεια πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται μέ ἀ­νά­λο­γη λαμ­πρό­τη­τα καί ἡ­ρω­ι­σμό μέ τόν Μα­κε­δο­νι­κό Ἀ­γώ­να τοῦ 1903-1904, τούς Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους τοῦ 1912-1913 καί τήν ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 1940-1.
Εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νιος καί δι­α­χρο­νι­κός πό­θος τῶν Ἑλ­λή­νων γιά ἐ­λευ­θε­ρί­α καί ἐ­θνι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α πού νι­κᾶ κά­θε κα­τα­κτη­τή, ὑ­περ­πη­δᾶ κά­θε ἐμ­πό­διο, πα­ρα­κάμ­πτει κά­θε ἀν­τι­ξο­ό­τη­τα, πα­ρα­βλέ­πει στρα­τι­ω­τι­κά καί ἀ­ριθ­μη­τι­κά με­γέ­θη καί κα­τα­λή­γει σέ νι­κη­φό­ρα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα χά­ρη στήν θε­όσ­δο­τη ἀν­δρει­ο­σύ­νη τῆς ψυ­χῆς τῶν Ἑλ­λή­νων. 
Τήν πε­ρι­γρά­φει εὐ­φυ­έ­στα­τα καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ Ἄγ­γε­λος Τερ­ζά­κης στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 19­40-1941, ὅ­που πο­λέ­μη­σε καί ὡς ἔ­φε­δρος ἀν­θυ­πο­λο­χα­γός: «­.­..Δέν ἤ­ξε­ραν (οἱ κα­τα­κτη­τές) πώς στή στε­γνή καί ἀ­μά­λα­γη τού­τη χώ­ρα πού ἦρ­θαν, πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νια ἕ­να ὀ­ξύ πού λει­ώ­νει κά­θε λῖ­πος, βά­ζει σέ σκλη­ρή δο­κι­μα­σί­α κά­θε στόμ­φο, κά­θε κομ­πα­σμό καί ἀ­λα­ζο­νεί­α: Τό πνεῦ­μα τοῦ κρι­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου» (Ἄγ­γε­λος Τερ­ζά­κης, Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 19­40-1941).
Ἄς ξέ­ρουν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Νέ­ας Τά­ξης πραγ­μά­των, πού κρί­νουν μό­νο μέ τό μυα­λό καί τά νού­με­ρα, ὅ­τι «ἡ τύ­χη μᾶς ἔ­χει πάν­το­τε ὀ­λί­γους. Ὅ­τι ἀρ­χή καί τέ­λος, πα­λαι­ό­θεν καί ὡς τώ­ρα, ὅ­λα τά θε­ριά πο­λε­μοῦν νά μᾶς φᾶ­νε καί δέ μπο­ροῦ­νε. Τρῶ­νε ἀ­πό μᾶς καί μέ­νει καί μα­γιά». (Μα­κρυ­γιά­ννης) 
«Μα­κά­ριος» λοι­πόν «ὁ λα­ός ὁ γι­νώ­σκων ἀ­λα­λαγ­μόν», ὅ­πως λέ­γει ὁ Ψαλ­μός (Ψαλμ. Πη΄ (πθ΄­), 1-5). Χα­ρά δη­λα­δή στό λα­ό πού ξέ­ρει νά γι­ορ­τά­ζει τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του. Νά με­θᾶ ἡ ψυ­χή του ἀ­πό ἐ­θνι­κή ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Νά κά­νει ἆ­σμα καί παιᾶ­να τούς ἡ­ρω­ϊ­σμούς καί τίς θυ­σί­ες τῆς ψυ­χῆς του. 
Νά δι­δά­σκει τήν ἀν­δρεί­α καί τή φι­λο­πα­τρί­α τῶν προ­γό­νων του καί νά φρο­νη­μα­τί­ζει τίς γε­νε­ές πού ἔρ­χον­ται. Ὁ λα­ός αὐ­τός δέν χά­νε­ται ἀ­πό τό πρό­σω­πο τῆς γῆς. Δι­ό­τι ἔ­χει προ­ο­ρι­σμό στή ζω­ή καί ἔ­χει νά ἐ­πι­τε­λέ­σει ἔρ­γο στήν Ἱ­στο­ρί­α. Ἔρ­γο ὄ­χι πο­λε­μι­κό, ὄ­χι ἔρ­γο κα­τα­κτη­τι­κό, ἀλ­λά ἔρ­γο εἰ­ρη­νι­κό καί ἐκ­πο­λι­τι­στι­κό, ἔρ­γο «με­γά­λης ἰ­δέ­ας».
Ἔ­χου­με, λοι­πόν, οἱ πάν­τες ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά τι­μοῦ­με καί νά σε­βό­μα­στε τούς ἥ­ρω­ές μας καί τήν Ἱ­στο­ρί­α μας, ἀ­δι­ά­σπα­στη καί συ­νε­χῆ διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, ὥ­στε νά ἐ­πι­βι­ώ­σου­με ὡς Ἔ­θνος μέ­σα στήν χο­ά­νη τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως.
Ἐ­πι­βάλ­λε­ται σθε­να­ρή καί ἄ­καμ­πτη ἀν­τί­στα­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα καί πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Ἀν­τί­στα­ση στόν ἀ­φελ­λη­νι­σμό καί στήν πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση καί τόν ὑ­πο­βι­βα­σμό τῶν ἀρ­χῶν τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πο­δη­γέ­τη­ση καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, ἀν­τί­στα­ση στούς σχε­δια­σμούς καί τίς ἐ­πι­βο­λές τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς. 
Ἀν­τί­στα­ση στήν νέ­α ἠ­λε­κτρο­νι­κή φυ­λα­κή μέ­σῳ τῆς κάρ­τας τοῦ πο­λί­τη καί τῶν ὑ­πο­λοί­πων ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν καρ­τῶν, τίς ὁ­ποί­ες ἀρ­νού­με­θα νά πα­ρα­λά­βου­με. Ἀν­τί­στα­ση παν­τί σθέ­νει καί πά­σῃ δυ­νά­μει. Ἀν­τί­στα­ση μέ­χρις ἐ­σχά­των.
Ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη καί ὄ­χι ἐ­πι­φα­νεια­κή, πού θά στη­ρί­ζε­ται στόν προ­σω­πι­κό μας ἁ­για­σμό καί τόν ἀ­να­βα­πτι­σμό μας, στά νά­μα­τα τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας. Ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη σέ προ­σω­πι­κό, οἰ­κο­γε­νεια­κό, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό καί κοι­νω­νι­κό ἐ­πί­πε­δο.
Ἄς κά­νου­με τά σπί­τια μας νέ­α κρυ­φά σχο­λειά κι ἄς γα­λου­χή­σου­με τά παι­διά μας μέ τίς πα­ρα­δό­σεις τοῦ γέ­νους μας ὑ­πο­κα­θι­στών­τας ἐ­μεῖς τήν πλη­μμε­λή σχο­λι­κή ἐκ­παί­δευ­ση πού τούς πα­ρέ­χε­ται. Νά προ­βά­λου­με στά παι­διά μας τά πρό­τυ­πα τῶν ἁ­γί­ων καί τῶν ἡ­ρώ­ων μας, νά τούς ἐμ­πνεύ­σου­με τήν φι­λο­πα­τρί­α, νά τούς δι­δά­ξου­με σω­στά τήν γλώσ­σα μας καί τήν ἱ­στο­ρί­α μας.
Νά γί­νου­με οἱ ἴ­διοι φο­ρεῖς καί με­τα­λαμ­πα­δευ­τές αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως μέ συ­νέ­πεια καί εὐ­συ­νει­δη­σί­α στόν χῶ­ρο ἐρ­γα­σί­ας μας, στόν κοι­νω­νι­κό μας πε­ρί­γυ­ρο καί σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α μᾶς πα­ρέ­χε­ται.
Νά δρα­στη­ρι­ο­ποι­η­θοῦ­με μα­χη­τι­κά καί ἀ­γω­νι­στι­κά δί­νον­τας ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή μαρ­τυ­ρί­α ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Νά κα­τα­στή­σου­με σα­φές σέ ὅ­λους αὐ­τούς πού κα­τερ­γά­ζον­ται τήν ὑ­πο­νό­μευ­ση τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος μας ὅ­τι θά μᾶς βροῦν ἀ­πέ­ναν­τί τους ἀ­κλό­νη­τους καί ἀ­με­τα­κί­νη­τους. Νά γνω­ρί­ζουν ὅ­τι ἡ νί­κη, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι δι­κή μας.
Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με τό δί­δαγ­μα πού μᾶς δί­νει ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Γέ­νους μας, μέ τά λό­για τοῦ ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρος Κυ­πρια­νοῦ, ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κύ­πρου (1756-1821), πού ἀ­παν­τᾶ στόν Τοῦρ­κο Κι­ου­τσούκ Μεχ­μέτ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πει­λεῖ πώς θά ξε­πα­στρέ­ψει ὅ­λους τούς Ρω­μη­ούς ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο, ἐκ­φρα­σμέ­νο ποι­η­τι­κά ἀ­πό τόν ἐ­θνι­κό ποι­η­τή τῆς Κύ­πρου, Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, σέ ἐ­λεύ­θε­ρη δι­α­σκευ­ή:
«Κι­ου­τσούκ Μεχ­μέτ:
—­“ Ἐ­πί­σκο­πε, ἐ­γώ τήν γνώ­μη μου πο­τέ δέν τήν ἀλ­λά­ζω,
κι ὅ­σα κι ἄν πεῖς, μή θαρ­ρευ­τεῖς ὅ­τι θά σέ πι­στέ­ψω˙
ἔ­χω στό νοῦ μου, ἐ­πί­σκο­πε, νά σφά­ξω, νά κρε­μά­σω,
κι ἄν ἠμ­πο­ρῶ ἀ­π’ τούς Ρω­μη­ούς τήν Κύ­προ νά πα­στρέ­ψω.
Κι ἀ­κό­μα κι ἄν ἐμ­πό­ρε­γα τόν κό­σμο νά γυ­ρί­σω,
θέ νά σφά­ξω τούς Ρω­μη­ούς, ψυ­χή νά μήν ἀ­φή­σω”.
»Ἐ­πί­σκο­πος Κυ­πρια­νός:
—­“ Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη εἶ­ν’ φυ­λή συ­νό­και­ρη τοῦ κό­σμου,
κα­νέ­νας δέν ἐ­βρέ­θη­κε γιά νά τήν ἐ­ξα­λεί­ψει,
κα­νέ­νας, για­τί σκέ­πει την ἀπ΄ τά ὕ­ψη ὁ Θε­ός μου.
Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη θέ νά χα­θεῖ, ὅ­ταν ὁ κό­σμος λεί­ψει.
Σφά­ξε μας ὅ­λους κι ἄς γε­νεῖ τό αἷ­μα μας αὐ­λά­κι,
Κά­με τόν κό­σμο μα­κελ­λει­ό καί τούς Ρω­μη­ούς σφα­χτά­ρια,
μά γνώ­ρι­ζε πώς, σάν κο­πεῖ ἡ λεύ­κα ἡ δρο­σε­ρή,
τρι­γύ­ρω της πε­τά­γον­ται τρι­α­κό­σια πα­ρα­κλά­δια.
Τό ἄ­ρο­τρο ὀρ­γώ­νον­τας θαρ­ρεῖ τή γῆ πώς τρώ­ει,
μά τό ἴ­διο πάν­τα τρώ­γε­ται, τό ἴ­διο κα­τα­λυ­έ­ται”­.»

Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη ἔ­ν’ φυ­λή συ­νό­και­ρη τοῦ κό­σμου,
κα­νέ­νας δέν εὑ­ρέ­θη­κεν γιά νά τήν ἰ­ξη­λεί­ψη,
κα­νέ­νας για­τί σκέ­πει την πού τ’ ἅ­ψη ὁ Θε­ός μου.
Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη ἔ­ν’ νά χα­θῆ, ὄν­τας ὁ κό­σμος λεί­ψη.
(Βα­σί­λης Μι­χα­η­λί­δης, Κύ­προς)


Γιά νά κατεβάσετε καί νά ἀποθηκεύσετε τήν ὁμιλία πατῆστε ἐδῶ (δεξί κλίκ, 'Ἀποθήκευση προορισμοῦ ὡς, ἤ Ἀποθήκευση δεσμοῦ ὡς).

Μοναχός Mωυσής, Αγιορείτης, Πριν τις δώδεκα…

Μοναχός Mωυσής, Αγιορείτης, Πριν τις δώδεκα…

Πριν τις δώδεκα…

Γράφει ο Μοναχός Mωυσής, Αγιορείτης
Δυστυχώς η ανησυχία μερικών είναι που απειλείται, η απληστία τους και όχι ότι πεινούν. Ο ατομισμός, ο εγωισμός και το συμφέρον δεν αφήνουν πολλούς να δουν τα πράγματα καλά.
Το Ευαγγέλιο που μιλά συνεχώς για αντιφαρισαϊκή στάση, ταπεινό ήθος και αγαθό ύφος είναι πάλι αρκετά επίκαιρο. Ξαναγράψαμε πως η παρούσα συγκυρία θα μπορούσε να είναι μια καίρια ώρα για την ελλαδική εκκλησιαστική πραγματικότητα, που θα συνέδραμε σημαντικά στη δημιουργία ενός απαραίτητου κέντρου κοινωνικής συνοχής.
Οι εκκλησιαστικοί μας ταγοί όμως φαίνεται να μεριμνούν για άλλα πολλά ή να συναγωνίζονται μόνο στην απόδοση κοινωνικού έργου ευποιίας. Όχι ότι δεν χρειάζεται, και μάλιστα στο τόσο δύσκολο σήμερα, αλλά δεν είναι το πρώτο και το άπαν της προσφοράς της Εκκλησίας μας. Ψωμί μπορούν να δώσουν και άλλοι, αλλά νόημα και σκοπό ζωής πόσοι άλλοι μπορούν να δώσουν; Λύτρωση στην ψυχή και σωτηρία, αποτίναξη του φοβερού εγωκεντρισμού, που πλανά, σκλαβώνει, ταλαιπωρεί νέους και γέρους. Θα μπορούσε το ζωηφόρο και φορτισμένο από χάρη εκκλησιαστικό σώμα να γίνει πυξίδα ελπίδας, ανάχωμα στην κατρακύλα, αντίσωμα στο χρόνιο νόσημα, αντίδραση στη μελαγχολία, αντιστήριγμα στην ανάβαση του όρους της αλήθειας. Μόνο η Εκκλησία μπορεί να ανυψώσει τον κουρασμένο και τόσο απογοητευμένο άνθρωπο.
Μόνο η Εκκλησία μπορεί να μιλήσει καθαρά στις καρδιές των ανθρώπων και να τις παραμυθήσει και αναπαύσει. Η αλλαγή της κοινωνίας δύναται να επέλθει μόνο από ιερούς και δοκιμασμένους θεσμούς. Φέρουν ευθύνη οι εκκλησιαστικοί ταγοί για τη σιγή τους. Ήλθε η ώρα των λόγων και των πράξεων, του παραδείγματος και της παρακλήσεως. Ποιος θα πει ότι δεν ζούμε μόνο για να τρώμε; Ότι μακαριότερο είναι να δίνεις από το να παίρνεις; Ότι δεν υπάρχει τίποτε πολυτιμότερο από μία ήσυχη συνείδηση; Ότι είμαστε όλοι διαχειριστές και όχι εξουσιαστές; Ότι δεν έχουμε μένουσα πόλη; Είναι γνωστό ότι είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει η κοινωνική νοοτροπία, που επί πολλά χρόνια προετοιμάστηκε για τη θεοποίηση του ευδαιμονισμού. Όμως ποτέ δεν είναι αργά και πάντως κάτι πάντοτε μπορεί να γίνει. Δεν σήμανε ακόμη δώδεκα…
Η απόγνωση που επικρατεί, θολώνει, σκοτίζει και σκοτώνει. Είναι αλήθεια όμως πως μπορεί να γίνει και μία μεγάλη ευκαιρία, που ποτέ άλλοτε δεν θα δινόταν. Έτσι θα μπορούσαμε να μιλούσαμε για προνομιούχα απόγνωση. Να δει κανείς στον καθρέφτη του πως δεν πλάστηκε για να είναι αχόρταγο θηρίο, που το μόνο που μπορεί να κάνει είναι με κάθε τρόπο να αρπάζει, να ρημάζει, να παρατρώει, να γίνεται παχύδερμο. Να παρατηρήσει τα μάτια που πως δεν βλέπουν καλά, η όραση προχωρά σε τύφλωση, δεν βλέπουν καθόλου μακριά, δεν χαίρονται στο αγαθό, το ιερό και ωραίο. Ποιος θα τα πει όλα αυτά; Μόνο ο σύνδεσμος της αγάπης, της ειρήνης και της ομόνοιας των εκκλησιαστικών κοινοτήτων. Με τη χαρά των μελών τους, την καθαρότητά τους, την ντομπροσύνη τους, τη συναδέλφωση και τον αλληλοσεβασμό. Το νόημα της ζωής δίνεται μέσα από την παραδοσιακή θεία λατρεία και ιδιαίτερα την εξαίσια θεία λειτουργία.
Αν η ιδιοτέλεια, το άγχος, η βιασύνη, η επιπολαιότητα και η ρηχότητα περνά και στους ρασοφόρους και στους πιστούς μας καλύτερα τότε να σιωπούμε μετά δακρύων. Μήπως μας λυπηθεί ο Θεός. Ξανάπαμε πως η παρούσα κρίση είναι κυρίως πνευματική, από την οποία ήλθε και η οικονομική. Η παρακμή έγκειται στην απληστία, στην ατιμία, το ψεύδος, το ίδιον συμφέρον, τον πολύ εγωισμό, τον σε έξαρση ατομισμό και τη σε φλεγμονή ιδιοτέλεια. Η Ελλάδα κυρίως είναι σε πνευματική πτώχευση. Η Εκκλησιά μιλά για πενία, εγκράτεια, απλότητα, λιτότητα, νηστεία, προσευχή και ελεημοσύνη. Η πενία μπορεί να είναι πλούτος. Να δίνει ησυχία, αμεριμνία και γνήσιο ασκητικό ήθος. Η παρούσα Σαρακοστή είναι μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία για τον καθένα.
Μερικοί θεολογούντες με κατηγόρησαν ότι άφησα τη νήψη, την ησυχία και τη δέηση και έγινα πιο κοσμικός από κοσμικός, ο άθλιος, και παραδόθηκα στην τύρβη και τις μέριμνες του αιώνος τούτου και υπέκυψα το δέλεαρ της δημοσιογραφικής και πολεμικής γραφής. Ας είναι. Έχουν το ελεύθερο να γράφουν ό,τι θέλουν και να μονοπωλούν τις συζητήσεις. Η προδρομική και ερημική φωνή μου θα συνεχίσει ταπεινά να ρίχνει βότσαλα στη λίμνη. Λυπάμαι πολύ για κάποιους που για χρόνια σε γραφεία, θρόνους και σταρίσια παραμένουν δίχως υποψία για το κορυφαίο εκκλησιαστικό γεγονός, που θα μπορούσε να βάλει φωτιά και μάχαιρα. Μερικοί έχουν κρυφτεί στη γωνιά τους, βγαίνουν ενίοτε, κάτι βλέπουν, λίγο κλαίνε και πάλι αποσύρονται. Η φιλοστοργία της μητέρας Εκκλησίας, η θέρμη της αγκάλης της, παρηγορεί τους λάτρεις της καλής αγωνίας, της ταπεινής ασκήσεως, των ένθεων βιωμάτων, μιας πλούσιας και αρχαίας, έκπαγλης εμπειρίας.
Δεν θέλω να γκρινιάζω συνέχεια, να παραπονούμαι κάθε τόσο, να επαναλαμβάνομαι, να γίνομαι πιο κοσμικός από κοσμικός, αλλά να, νομίζω ο ταλαίπωρος ακόμη πως κάτι μπορεί να γίνει, για μία επανόρθωση, για μία ανάκαμψη, για μία μεταμόρφωση και ανακαίνιση. Επιμένω γιατί γνωρίζω καλά πως και άλλοι σκέφτονται αυτά που γράφω και πως ακόμη δεν σήμανε δώδεκα…

Σαράντος Καργάκος - Το '21 και μεις

Σαράντος Καργάκος - Το '21 και μεις

Ομιλία του ιστορικού και συγγραφέα κ. Σαράντου Καργάκου με θέμα «Το '21 και μεις», στο πνευματικό κέντρο Ι.Ν Παντοκράτορος Π. Φαλήρου.(Lomak -19 Μαρτίου 2011- antirisis/

Δαμασκηνός Ηγούμενος προς Ιμπραήμ-Πασά


Δαμασκηνός Ηγούμενος προς Ιμπραήμ-Πασά
Υψηλότατε αρχηγέ των οθωμανικών αρμάτων χαίρε, 
«Ελάβομεν το γράμμα σου και είδαμεν τα όσα γρά­φεις, ηξεύρομεν πώς είσαι εις τον κάμπον των Καλαβρύτων πολλάς ημέρας και ότι έχεις όλα τα μέσα του πολέμου, ημείς δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι ήμεθα ορκωμένοι εις την πίστιν μας ή να ελευθερωθώμεν, ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας (πίστη μας) δέν γίνεται να χαλάση ο Ιερός όρκος της πατρίδος μας. Σε συμβουλεύομεν όμως να υπάγης να πολεμήσης άλλα μέρη, διότι αν έλθης εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης δέν είναι μεγάλον κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής, το όποιον ελπίζομεν άφευκτα με την δύνσμιν του Θεού, διότι έχομεν και θέσιν δυνατήν και θα είνε εντροπή σου, και τότες οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σε συμβουλεύομεν και ημείς και κάμε ως γνωστικός το συμφέρον σου, έχομεν και γράμματα από την βουλήν και ερχιστράτηγον Θ. Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίστασιν πολλήν βοήθειαν θα μας στείλουν, παλληκάρια και τροφάς, και ότι ή θα ελευθερωθώμεν τάχιστα ή θα αποθάνωμεν κατά τον Ιερόν όρκον τής πατρίδος μας. Δαμασκηνός ο Ηγούμενος και συν οι εμοί παπάδες και καλόγηροι».
Τη 21 Ιουνίου 1827 Μεγασπήλαιον.
Εκ του αρχείου του Μεγάλου Σπηλαίου

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΖΗ
ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
 Ο  ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε’
 Η επιχειρηθείσα αλλοίωση της ιστορίας
1. Ο Σταυρός του Χριστού
Τον Σταυρό του Κυρίου προβάλλει σήμερα η Εκκλησία εις προσκύνησιν για να μας ενισχύσει στην πορεία προς το Πάσχα. Από την εξουθένωση και την καταισχύνη του Σταυρού επήγασε το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως. Συντρίβονται τα ανθρώπινα κριτήρια, οι ανθρώπινες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις με το Σταυρό του Χριστού. ό,τι φαίνεται σκάνδαλο, μωρία και ανοησία και καταφρόνια αποδεικνύεται δύναμη, σοφία, αγιασμός και δόξα. Το ξύλο της ντροπής και της αισχύνης, πάνω στο οποίο άφηναν την τελευταία τους πνοή οι μεγαλύτεροι λησταί και κακούργοι, μεταβάλλεται σε σύμβολο και όργανο αγιασμού και δόξης. Μ’ αυτόν εκφράζουμε οι Χριστιανοί την πίστη μας σημειώνοντάς τον στο στήθος μας, αυτόν δίνουμε σαν φυλακτό στα αγαπημένα μας πρόσωπα, αυτός κοσμούσε και κοσμεί τα σκήπτρα των βασιλέων και τις μίτρες των αρχιερέων, αυτός θρονιάζεται στις κορυφές των ναών. Είναι το ακαταμάχητο όπλο εναντίον των αντιθέων δυνάμεων, η δόξα των αγίων της Εκκλησίας.
Σε όλα τα τοπικά εθνικά σύμβολα που είχαν διάφοροι αγωνισταί του 1821 ο Σταυρός ή ήταν κυριαρχικά μόνος ή απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε σχετικής παραστάσεως. Και στο εθνικό σύμβολο που τελικώς επεκράτησε, στην γαλανόλευκη σημαία μας, επί δεκαετίες «λαμπύριζε στην ψηλή της κορυφή», κατά τον ποιητή, μέχρι που κάποια ατυχής έμπνευση επεχείρησε να τον καταβιβάσει, χωρίς να επικρατήσει όμως η ρύθμιση. Γιατί στις γενιές όλων των Ορθοδόξων το όραμα του θεμελιωτού της Ανατολικής Ελληνικής αυτοκρατορίας, του Μ. Κωνσταντίνου, που είδε στον ουρανό σχηματισμένο τον Τίμιο Σταυρό με την φράση «εν τούτω νίκα», έχει περάσει μέσα στα κύτταρα της εθνικής αυτοσυνειδησίας, έχει συνδεθή με τους μηχανισμούς του εθνικού συναγερμού σε περιόδους πολέμων. Στον Σταυρό και στην Εκκλησία καταφεύγει το Έθνος για να επιβιώσει και να κατατροπώσει τους εχθρούς του, από το Χριστό ζητά βοήθεια για τις νίκες εναντίον των βαρβάρων. «Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος και σον φυλάττων διά του Σταυρού σου πολίτευμα».

2. Ο σταυρός του πατριάρχου
Δεν πρόκειται όμως σήμερα να ασχοληθούμε με τη σημασία του Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας και του Έθνους. Αυτό γίνεται πολύ συχνά, διότι και οι σχετικές με το Σταυρό γιορτές είναι πολλές, αλλά και διότι το μυστήριο της σωτηρίας και της αναστάσεως είναι αδιάλυτα δεμένο με το Σταυρό και το Πάθος. επομένως για το Σταυρό του Χριστού γίνεται συχνά λόγος. Το εορτολόγιο της Εκκλησίας μας δίνει σήμερα μία σπάνια ευκαιρία να ασχοληθούμε, σύντομα βέβαια, με το σταυρό και τη δόξα του εθνομάρτυρος πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’, του οποίου σήμερα, 10 Απριλίου, τιμά η Εκκλησία τον δι’ αγχόνης μαρτυρικό θάνατο. Ήταν και τότε 10 Απριλίου του 1821, πριν από 162 χρόνια, ημέρα Κυριακή του Πάσχα, το αιώνιο και καλύτερο για τον εθνομάρτυρα πατριάρχη Πάσχα. μετά τη μαρτυρική Μεγάλη Εβδομάδα που πέρασε εισήλθε με όργανο το σχοινί της αγχόνης και μετά από πολλούς ονειδισμούς και εμπτυσμούς, ως γνήσιος μαθητής του εσταυρωμένου Χριστού, στο ανέσπερο φως της θεϊκής βασιλείας, και τιμήθηκε από τον Ελληνισμό με πρωτοφανείς τιμές και δόξες, επάξιες του μαρτυρίου και της μεγάλης του προσφοράς. Και υπάρχει λόγος επιτακτικός που επιβάλλει να παρουσιασθούν ο σταυρός και η δόξα του εθνομάρτυρος πατριάρχου, λόγος που συνδέεται όχι μόνο με την εθνική μας φιλοτιμία και ταυτότητα, αλλά με την ίδια την ύπαρξη του Γένους μας, του ελλη­νορθοδόξου πολιτισμού μας.

3. Πότε εξαφανίζεται ένα έθνος;
Δύο είναι στην μακραίωνα εκτίμηση των ιστορικών του πολιτισμού τα στοιχεία που προαγγέλουν την επερχόμενη καταστροφή ενός έθνους. η έλλειψη ικανών ηγετών και η αποξένωση του λαού από τα ιερά και τα όσια της φυλής. Όταν παρατηρείται το ένα από τα δύο μόνον, υπάρχει ελπίς αποφυγής του αφανισμού. Εμπνευσμένοι ηγέται μπορούν και μόνοι τους, όταν δεν είναι απλοί δημαγωγοί, να εκφράσουν την εθνική αυτοσυνειδησία, να κλείσουν μέσα τους όλο το παρελθόν και να το ζωντανέψουν στις καρδιές ενός λαού που έχει ξεχάσει την ιστορία του, έχει ισοπεδώσει τα πνευματικά του ενδιαφέροντα με τη μέριμνα της καθημερινότητας, του γλεντιού και των απολαύσεων. Αυτό δεν έκαναν οι προφήται και οι κριταί του Ισραήλ με τον καυστικό και θαρραλέο τους λόγο, εναντίον των επιθυμιών και των θελήσεων των αρχόντων και του λαού; Αυτό δεν έκαναν οι μεγάλες και ηρωικές μορφές των αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας και του Γένους, που σαν άλλοι προφήται οδήγησαν με δριμείς ελέγχους σε αυτοσυνειδησία και επίγνωση; Όταν πάλι ο λαός βρίσκεται σε σωστή πορεία, και οι άρχοντες τον παραπλανούν, γρήγορα τους απομονώνει και τους απορρίπτει, αναδεικνύοντας μέσα από τα σπλάχνα του νέους λαοπρόβλητους και ικανούς ηγέτας. Αλλοίμονο, όμως, αν συμβεί ηγεσία και λαός να βρεθούν σε καταστροφική για το Γένος πορεία. Τότε η σωτηρία από τον Θεό μόνο πρέπει να ελπίζεται.

4. Το εικονοστάσι του Γένους ξηλώνεται από νέους εικονομάχους
Οι περισσότεροι σήμερα συμφωνούμε στη χώρα μας ότι κάτι επικίνδυνο κυοφορείται στο σώμα και πιο πολύ στο πνεύμα του πολιτισμού μας. Δεν γονιμοποιείται πλέον από υγιείς δυνάμεις ο πνευματικός μας βίος. ξέφραγο αμπέλι η παιδεία μας ταλανίζεται από εκθεμελιωτικές και καταστροφικές δυνάμεις. Υβρίζεται και παραχαράσσεται η εθνική μας ιστορία, σπιλώνονται και συκοφαντούνται μεγάλες μορφές, δεν διαβάζεται πια το συναξάρι του Γένους, στην ιερή μνήμη των προγόνων μας δεν τελούμε μνημόσυνα. Μία αδίστακτη εικονοκλαστική κίνηση κατεβάζει από το εικονοστάσι του Γένους τις τιμημένες μορφές μαρτύρων και ηρώων. Βεβηλώνονται οι μνήμες των διδασκάλων. και αυτή η ιεροσυλία και τυμβωρυχία είναι πιο βδελυρές από τις βεβηλώσεις των τάφων, γιατί προσβάλλουν και εξευτελίζουν το πνεύμα τους, μα και γιατί δεν γίνονται από αλλοεθνείς, αλλά από ομοθρήσκους γενιτσάρους. Και όλα αυτά δεν συμβαίνουν μακρυά μας. καθημερινά τα συναντούμε σε πολλές εφημερίδες και σε φθηνές εκδόσεις βιβλίων που κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία. Μπαίνουν, χωρίς την άδειά μας, στα σχολικά των παιδιών μας βιβλία, αλλά χωρίς ντροπή και μέσα στα σπίτια μας με την τηλεόραση, παραβιάζοντας την πανάρχαια ιερότητα της οικογενειακής εστίας, το οικογενειακό άσυλο. Και ανεχόμαστε όλους αυτούς τους βιαστάς και διαφθορείς της εθνικής μας μνήμης, της εθνικής μας ταυτότητος, των ιερών και οσίων της φυλής μας, χωρίς καμμία αντίδραση.

5. Θα ξαναζωντανέψει το κρυφό σχολειό
Ανεχόμαστε να υβρίζεται περισσότερο των άλλων η ιερή μνήμη του κορυφαίου πρωτομάρτυρος της Εκκλησίας και του Γένους στην εθνική εξέγερση του 1821, του πατριάρχου και εθνάρχου Γρηγορίου του Ε’. Επιχειρούν ασύστολα να πλήξουν στο πρόσωπό του την Εκκλησία, να μειώσουν την επίδρασή της, να την τοποθετήσουν, αν μπορέσουν, στο περιθώριο της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής του έθνους, ώστε ανενόχλητοι να οικοδομήσουν τα δικά τους πολιτιστικά μοντέλα. Και είναι αυτή η μεθοδευμένη εναντίον της Εκκλησίας επίθεση απ’ όλους τους Κορδάτους, Κολλάτους, Καρατζαφέρηδες, Καρανικόλες και Σκαρίμπες η μεγαλύτερη απόδειξη ότι την φοβούνται και την υπολογίζουν σαν την μόνη ικανή, συγκροτημένη και οργανωμένη, με αιώνων πείρα και θεϊκή ισχύ, δύναμη που μπορεί να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους. Να καλέσει το λαό σε επαγρύπνηση, να ανοίξει διάπλατα τις πόρτες της, για να καταφύγει εκεί μέσα πάλι των ελεύθερων πολιτικά Ελλήνων το δουλωμένο πνεύμα, να ξαναλειτουργήσει τα κρυφά σχολειά, για να αποδείξει στην πράξη στους ανιστόρητους ιστορικούς ότι δεν είναι θρύλος και παραμύθι το κρυφό σχολειό, όπως το παρουσιάζουν τελευταία, αλλά αναμφίβολη πραγματικότης, που την διέσωσε η λαϊκή συνείδηση στο τραγούδι «Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό κ.τ.λ.», την έψαλε ο ποιητής μας Ιωάννης Πολέμης στο θαυμάσιο ομώνυμο ποίημά του «Απ’ έξω μαυροφόρα απελπισιά...» και την απεικόνισε ο μεγάλος μας ζωγράφος Νικ. Γύζης, στη γνωστή παράσταση του Κρυφού Σχολειού, με τους μαθητές γύρω από τον δάσκαλο Καλόγηρο.

6. Από τον πολιτικό εκμηδενισμό στα πρόθυρα νέας αυτοκρατορίας
Ευγνώμονες όμως εμείς προσκυνηταί σήμερα της μνήμης του εθνομάρτυρος πατριάρχου Γρηγορίου του Ε’ ας παρακολουθήσουμε σε σύντομη εξιστόρηση το σταυρό και τη δόξα του, για να τονώσουμε τα αντισώματα απορρίψεως, απομονώσεως των διαστροφέων της ιστορίας μας.
Γεννημένος από φτωχική οικογένεια στη Δημητσάνα της Πελοποννήσου το 1746 κατόρθωσε λόγω της ευφυΐας του ο μικρός Γεώργιος Αγγελόπουλος, Γρηγόριος είναι το κληρικό του όνομα, να διακριθεί στα γράμματα και να υποστηριχθεί από την Εκκλησία. Φοιτά μετά από τη Δημητσάνα στα φημισμένα σχολεία της Σμύρνης, της οποίας σε λίγο θα γίνει μητροπολίτης. Το πέρασμά του από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη θα συνδεθεί με ένα εκπαιδευτικό φούντωμα, με ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων, συγγραφή διδακτικών βιβλίων, ενίσχυση δασκάλων και μαθητών, που δεν τολμούν ούτε οι αντικληρικό πνεύμα έχοντες Έλληνες διαφωτιστές του εξωτερικού να το αμφισβητήσουν1. Η προπαρασκευή και το ξέσπασμα της επαναστάσεως του 1821 βρίσκουν τον Γρηγόριο στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επί κεφαλής όχι μόνον της Εκκλησίας αλλά και του Γένους, εκκλησιαστικό και πολιτικό συγχρόνως αρχηγό των Ορθοδόξων, εθνάρχη, υπεύθυνο νομικά απέναντι του κατακτητού για ο,τιδήποτε συνέβαινε μεταξύ των υποδούλων.
Κουβαλούσε ο Γρηγόριος στο μεγάλο και υπεύθυνο αυτό λειτούργημά του μακραίωνη παράδοση που τη θεμελίωσε ο πρώτος μετά την άλωση πατριάρχης Γεννάδιος Β’ Σχολάριος με τα προνόμια που του παρεχώρησε ο Μωάμεθ, από θαυμασμό προς τη σοφία και την ακτινοβολία του.
Προδομένο και τότε το Γένος, το 1453, από τους συμμάχους και αποκοιμισμένο από τους πολιτικούς του ηγέτας βρήκε στήριγμα και στέγη στην Εκκλησία, που το παρέλαβε κυριολεκτικά εκμηδενισμένο από τα χέρια των πολιτικών ηγετών, στο χείλος της αβύσσου και της καταστροφής2, του εγιάτρεψε τις πληγές και το κατέστησε πρώτη πνευματική και οικονομική δύναμη της μεγάλης Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που κατήντησε να κυβερνάται από τους ευφυείς και δραστήριους Έλληνες Φαναριώτες, οι οποίοι δεν διέφυγαν και αυτοί τη λασπολογία στρατευμένων ιστορικών3. Ο Ελληνισμός των χρόνων του Γρηγορίου ήταν ακμαιότερος υλικά και πνευματικά του σημερινού Ελληνισμού, ο οποίος για πρώτη φορά στην ιστορία του έχει συρρικνωθή γεωγραφικά στα όρια της μητροπολιτικής Ελλάδος, στη δυτική μόνο πλευρά του Αιγαίου πελάγους, πνευματικά δε είναι περισσότερο συρρικνωμένος, γιατί απομόνωσε και κατέστησε δυσχερή την τονωτική επίδραση της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στις νέες γενιές.
Επισυμβαίνει μπροστά στα μάτια όλων μας ένας πνευματικός εξανδραποδισμός των νέων μας, μια μεθοδευμένη από ξένα κέντρα αποφάσεων εθνική απονεύρωση. Σε λίγο καιρό οι νέες γενιές θα νοιώθουν ξένες και αλλοτριωμένες από τα ιδανικά που πυρπολούσαν μέχρι τώρα τους Έλληνες και εξασφάλιζαν την εθνική τους επιβίωση. Ελπίζουμε ότι θα συνέλθουν γρήγορα η πολιτική ηγεσία και οι πολυπραγμονούντες λόγιοι, και δεν θα χρειασθεί αυτοί μεν ακινδύνως να πάρουν το δρόμο προς τη Δύση, όπως έκαναν και τότε πριν και μετά την άλωση, να πληρώσουν δε τα λάθη ο λαός και η εκκλησιαστική ηγεσία, η οποία πάντοτε μένει κοντά στο ποίμνιό της και πρώτη γεύεται τα μαρτύρια και το σταυρό.

7. Οι αποτυχίες προηγουμένων κινημάτων επιβάλλουν φρόνηση
Έχοντας λοιπόν την ευθύνη για τη ζωή και την ύπαρξη του Γένους ο πατριάρχης Γρηγόριος αντιμετώπισε με σπάνια σύνεση και παραδειγματικό ηρωισμό το ξέσπασμα της επαναστάσεως κατ’ αρχήν μεν στην Μολδοβλαχία με ηγέτη τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, κατόπιν δε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πελοπόννησο, όπου μάλιστα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, που ευλόγησε τους οπλαρχηγούς και το λάβαρο του αγώνος στην Αγία Λαύρα, ήταν ιδικός του προστατευόμενος και συγγενής.
Όπως ήταν φυσικό οι Τούρκοι ανησύχησαν με τις επαναστατικές αυτές κινήσεις. Πολύ περισσότερο μάλιστα, γιατί η παρουσία του Υψηλάντη ερμηνευόταν ως προστασία και υποκίνηση του κινήματος από τη Ρωσία. Διεδόθη ότι πρόκειται για γενικό ξεσηκωμό των Ρωμηών στον οποίο μετείχε επίσημα και η ηγεσία, ο πατριάρχης, πράγμα που επέτρεπε στον σουλτάνο να διατάξει γενική σφαγή των Χριστιανών. Ο πατριάρχης αναμέτρησε τις ευθύνες του για τον άοπλο πληθυσμό, που θα αφηνόταν ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του όχλου και των Γενιτσάρων. Είχαν καταγραφή άλλωστε στην εθνική μνήμη οι φοβερές σφαγές που ακολούθησαν μετά από αποτυχόντα προηγούμενα κινήματα, του Διονυσίου του Φιλοσόφου π.χ. στη Θεσσαλία, και πιο πρόσφατα στα Ορλωφικά στην Πελοπόννησο.
Στο πρώτο μάλιστα ο λαός με δημοτικό τραγούδι επέρριψε, κατά κάποιο τρόπο, την ευθύνη για τον άκαιρο ξεσηκωμό στο δεσπότη, στον μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιο Φιλόσοφο ή Σκυλόσοφο, που τόλμησε στις αρχές του 17ου αιώνος να ξεσηκώσει τους σκλάβους στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο:

Δεσπότη μου τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάνενα και ρήμαξεν ο τόπος,
μείναν τα σπίτια αδειανά, γέμισαν τα χαντάκια
κι’ ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη;
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι' εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχ’ η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Κι’ εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη,
να τρών’ οι κόττες πίττουρα να νταβουλάν οι γύφτοι,
για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.

8. Δεν μοιάζει με τη Γαλλική η Ελληνική Επανάσταση
Δεν ήταν η πρώτη φορά το 1821 που ξεσηκωνόταν το σκλαβωμένο Γένος, αλλά μία από τις πολλές. Αποδεικνύει και αυτό εναντίον των απόψεων των σημερινών διαστροφέων της ιστορίας μας ότι οι Έλληνες δεν περίμεναν τη Γαλλική Επανάσταση, για να διδαχθούν και να εμπνευσθούν από τις αρχές της. Η επανάσταση του 1821, αποκορύφωμα σε σειρά παρομοίων εξεγέρσεων, δεν έχει σχέση με τη Γαλλική Επανάσταση. Εκεί επρόκειτο περί εμφυλίου πολέμου με κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις, ενώ εδώ περί κοινού εθνικού αγώνος των αρχόντων, του κλήρου και του λαού εναντίον ξένου και αλλοθρήσκου κατακτητού.
Η Γαλλική Επανάσταση εμπνευσμένη από τις αρχές του αθεϊστικού Διαφωτισμού ήταν αντιχριστιανική και φανατικά αντικληρική. Εκατοντάδες κληρικών και μοναχών πέρασαν από την γκιλοτίνα με την κατηγορία ότι ήσαν δήθεν μοναρχικοί, βασιλικοί4. Αντίθετα η Ελληνική Επανάσταση, όπως το βεβαιώνουν στις απλοϊκές τους γραφές οι πρωταγωνισταί του αγώνος, οι στρατηγοί Κολοκοτρώνης και Μακρυγιάννης, αλλά και τα πολεμικά συνθήματα, είχε σαν κίνητρο πρώτα τη θρησκευτική ελευθερία, τη θρησκεία, και κατόπιν την εθνική απελευθέρωση, την πατρίδα: «Για του Χριστού την πίστη την αγία, για της πατρίδος την ελευθερία»5.
Στις τάξεις των πρωτεργατών στα διάφορα κινήματα τα πιο επίλεκτα στελέχη οι κληρικοί, όπως ο Διονύσιος Φιλόσοφος, και στη συνέχεια ο παπα-Βλαχάβας, ο Παπαφλέσσας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο καλόγερος Σαμουήλ στο Κούγκι, ο ηγούμενος με τους καλογήρους στο Αρκάδι της Κρήτης αργότερα6. Άφηναν συχνά το αγιοπότηρο, για να πιάσουν το καριοφίλι που είναι αγιασμένο στη συνείδηση του λαού. Είναι χαρακτηριστικό επί του προκειμένου αυτό που διασώζει ο ποιητής Ι. Πολέμης σαν απάντηση κάποιας γιαγιάς προς τον εγγονό της, που απορούσε γιατί την έβλεπε κάθε βράδυ μετά τον εσπερινό, μαζύ με τα εικονίσματα να θυμιατίζει και το καριοφίλι. Δεν αμφιβάλλουμε ότι θα βρεθούν οι γνωστοί «Ειρηνιστές», που σίγουρα δεν έχουν μεγαλύτερη ωριμότητα από του μικρού εγγονού, να κατακρίνουν την εκκλησία που συντηρούσε την εθνική συνείδηση και εξαγίαζε την εξέγερση εναντίον των αλλοθρήσκων. Η απάντηση της ώριμης γερόντισας, είναι απάντηση της γηραιάς ελληνικής ιστορίας στους ανώριμους μελετητάς της:
Το καριοφίλι που θωρείς
ψηλά στον τοίχο να σκουριάζη,
παιδάκι μου, μην απορείς,
αγιολιβάνι του ταιριάζει.
γιατί χωρίς αυτό, χωρίς-
χωρίς το φλογερό του στόμα
θάμαστε σκλάβοι σκλάβοι ακόμα.

9. Απειλείται γενική σφαγή, ιερός πόλεμος. Ο πατριάρχης αρνείται να φύγει
Ας επανέλθουμε όμως στον εθνομάρτυρα πατριάρχη. Πληροφορήθηκε ότι ο σουλτάνος έδωσε εντολή εις τον σεϊχούλ-ισλάμην, τον Τούρκον δηλαδή πρωθιερέα, να εκδώσει φετφά, το σχετικό δηλαδή έγγραφο, με το οποίο θα εκηρύσσετο ιερός πόλεμος εναντίον των Ελλήνων, των ραγιάδων που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι. Η σφαγή κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια του αμάχου πληθυσμού. Θα ημπορούσε κάλλιστα ο πατριάρχης να φύγει και να σωθεί, όπως του συνιστούσαν πολλοί από τους άρχοντας και οι ξένες πρεσβείες, που πάντοτε είναι καλά ενημερωμένες. Η απάντησή του είναι το αντάξιο, το κατάλληλο προοίμιο, στις ένδοξες σελίδες ιστορίας που σε λίγο θα γραφόταν με το μαρτυρικό του θάνατο:
Μη με προτρέπετε εις φυγήν. μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείτε, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω εις πλοίον, ήτοι κλεισθείς εν οικία οιουδήποτε ευεργετικού ημίν πρέσβεως να ακούω, πώς εις τας οδούς οι δήμιοι κατακρεουργούν τον χηρεύσαντα λαόν! Ουχί. Εγώ διά τούτο είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου, ουχί δε όπως δι’ εμού απολεσθή διά των χειρών των Γενιτσάρων. Ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν ωφέλειαν από την ζωήν μου. Οι ξένοι Χριστιανοί ηγεμόνες, εκπλαγέντες εκ της αδικίας του θανάτου μου, δεν θα θεωρήσωσιν αδιαφόρως, πώς η πίστις αυτών εξυβρίσθη εν τω προσώπω μου. Οι δε Έλληνες, οι άνδρες της μάχης θα μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, όπερ συχνάκις δωρείται την νίκην. εις τούτο είμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ' υπομονής εις ό,τι και αν μοι συμβή. Σήμερον (Κυριακήν των Βαΐων) θα φάγωμεν ιχθύας, αλλά μετά τινας ημέρας, και ίσως κατά ταύτην την εβδομάδα, ιχθύες θα μας φάγωσι... Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δεν θα ανεχθώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κερκύρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγυιών, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες. Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης. Αν δε το έθνος μας σωθή και θριαμβεύση, τότε πέποιθα, θα μοι αποδώση θυμίαμα επαίνου και τιμών, διότι εξεπλήρωσα το χρέος μου.
Δεν έφυγε λοιπόν ο ηρωικός πατριάρχης και αρνήθηκε την προσφορά των ξένων να τον φυγαδεύσουν ή να τον κρύψουν. Έμεινε ορθός να αντιμετωπίσει παλληκαρίσια την κατάσταση. να δώσει, ως καλός ποιμήν, τη ζωή του υπέρ του ποιμνίου, να προστατεύσει τον λαό από τη σφαγή. Επισκέπτεται τον σεϊχούλ-ισλάμην και του υπενθυμίζει με παρρησία τα προνόμια που παρεχώρησε ο πορθητής. Εκείνος ζητά κάποια επίσημη διαβεβαίωση περί του ότι δεν συμμετέχει όλο το έθνος εις το κίνημα. Ο Τούρκος πρωθιερεύς, δίκαιος και φιλάνθρωπος, παίζει ο ίδιος με τη ζωή του, ψάχνοντας να βρει τρόπο να βοηθήσει τους Χριστιανούς και να μην εκδώσει τα έγγραφα που θα κήρυσσαν ιερό πόλεμο. Συσκέπτεται ο πατριάρχης με τους προκρίτους και τους αρχιερείς και δεν δυσκολεύεται να αποφασίσει. εκδίδει τον γνωστό αφορισμό της επαναστάσεως, βέβαιος ων ότι αυτό δεν θα είχε καμμία επίπτωση στον αγώνα, διότι θα καταλάβαιναν οι ηγέται της επαναστάσεως ότι ο αφορισμός είναι εικονικός, ότι έγινε μετά από πίεση και βία, μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η γενική σφαγή.


10. Ο αφορισμός της Επαναστάσεως ήταν εικονικός. Η άρση του αφορισμού
Αυτός λοιπόν ο εικονικός της επαναστάσεως αφορισμός είναι το μεγάλο επιχείρημα των σημερινών στρατευμένων πολεμίων της Εκκλησίας καιτά του Γρηγορίου. Όλοι εκατάλαβαν ότι επρόκειτο περί διπλωματικού φαναριωτικού ελιγμού. ότι ο πατριάρχης άλλα επίστευε και άλλα έγραφε. Όλοι εκατάλαβαν και καταλαβαίνουν, εκτός εκείνων που οι δογματικές αντιεκκλησιαστικές θέσεις της ιδεολογίας των τους εμποδίζουν να σκέφτονται ελεύθερα. Εκατάλαβε αμέσως ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και δεν έλαβε καθόλου ύπ’ όψιν τον αφορισμό, όπως φαίνεται από όσα έγραφε στις 19 Ιανουαρίου προς τον Κολοκοτρώνη και προς τους Σουλιώτες:
Ο μεν πατριάρχης βιαζόμενος παρά της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά και εξάρχους παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρτα, εσείς όμως να τα θεωρήτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ θελήσεως του πατριάρχου.
Και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβει όχι μόνον ο Υψηλάντης, ο έμπειρος διπλωμάτης, αλλά και ο οποιοσδήποτε, ο πλέον αγράμματος, διότι ήδη είχε περάσει στη λαϊκή σοφία η τακτική αυτή των κληρικών, όπως φαίνεται από την παροιμία:
Πίσκοπος κρεμάμενος, έγραφε κι απόγραφε.
Υπάρχουν άλλωστε και άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν τον εικονικό χαρακτήρα του αφορισμού, μπροστά στα οποία κλείνουν τα μάτια, σαν τη στρουθοκάμηλο, οι μαρξισταί ιστορικοί Κορδάτος, Σκαρίμπας, Καρανικόλας.
Σε άρθρο που δημοσίευσε ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Περικλής Βιζουκίδης με θέμα «Η Εκκλησία και ο ιερός αγών» αποκαλύπτει ότι υπέγραφαν μεν ο πατριάρχης και οι συνοδικοί το αφοριστικό έγγραφο, «διότι ευρίσκοντο προ του φοβερού διλήμματος ή να αποδοκιμάσωσι και αφορίσωσι έργον άγιον και ιερόν εις ο και αυτοί ήσαν μεμυημένοι και συνεργάται ή να απολέσωσι όχι εαυτούς, άπαγε, περί αυτών ουδείς λόγος, ως το απέδειξαν ολίγον βραδύτερον, αλλά το ταλαίπωρον έθνος, εναντίον του οποίου θα εστρέφετο, ως ηπείλει, η σουλτανική οργή και λύσσα».   Στη συνέχεια δε κατά τον καθηγητή Βιζουκίδη, την ίδια νύκτα μετά την υπογραφή του αφορισμού, ο πατριάρχης μαζύ με τους δώδεκα συνοδικούς αρχιερείς κατέβηκαν στον πατριαρχικό ναό και σε ειδική μυστική τελετή, εν μέσω λυγμών και δακρύων έλυσαν και ακύρωσαν τον αφορισμό «επευλογούντες νοερώς τα όπλα των υπέρ πίστεως και Πατρίδος αγωνιζομένων αδελφών»7.
Υπάρχει επίσης επιστολή του ιδίου του πατριάρχου Γρηγορίου προς το δραστήριο μέλος της φιλικής Εταιρείας, τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, στην οποία του συνιστά να τηρεί απέναντι του τυράννου την διπλωματική αυτή τακτική. Το κείμενο της επιστολής, όπου φαίνεται επίσης ότι ο πατριάρχης ετέλει εν γνώσει των προετοιμασιών διά την εξέγερση έχει ως εξής:
Αμφοτέρας τας τιμίας επιστολάς, διά του αγαθού πατριώτου Φούντα Γαλαξειδιώτου, ασφαλώς εδεξάμην και τους εν αυταίς τιμίους σου λόγους έγνων. Εχεμυθίας, αδελφέ, μεγίστη χρεία και προφύλαξις περί παν διάβημα. οι γαρ χρόνοι πονηροί εισι και εν τοις φιλοπατριώταις έστι και μοχθηρών ζύμη, αφ’ ης ως από ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακόν γαρ πολλοί μηχανώνται διά το της φιλοπλουτίας έγκλημα. Διό την αγαθήν εξελέξω μερίδα κοινολογών μοι, εμπιστευμένοις πατριώταις, τα εχε­μυθίας δεόμενα. Οι Γαλαξειδιώται, ους επιστέλλεις μοι συνεχώς, πεφροντισμένως ενεργούσι, και αφ’ ων έγνων αδύνατον αντί παντός τιμίου ουδ’ ελάχιστον λόγον έρκος οδόντων φυγείν. ου μόνον τα σα, αλλά και τα των εν Μωρέα αδελφών γράμματα κομίζουσί μοι. Η του Παπανδρέα πράξις πατριωτική μεν τοις γινώσκουσι τα μύχια, κατακρίνουσι δε οι μη ειδότες τον άνδρα. Κρύφα υπερασπίζου αυτόν εν φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου, έστι δε ότε και επίκρινε τοις θεοσεβέσιν αδελφοίς και αλλοφύλοις. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα. Άσπασον συν ταις εμαίς ευχαίς τους ανδρείους αδελφούς, προτρέπων εις κρυψίνοιαν διά τον φόβον των Ιουδαίων. Ανδρωθήτωσαν ώσπερ λέοντες και η ευλογία του Κυρίου κρατυνεί αυτούς εγγύς δε έστι του Σωτήρος το Πάσχα. Αι ευχαί της εμής μετριότητος επί της κεφαλής σου αδελφέ μου Ησαΐα. Γεώργει ακαμάτως και όλβια γεώργια δώσει σοι ο Πανύψιστος.
Καλύτερα όμως από κάθε άλλον τον εικονικό και παραπλανητικό χαρακτήρα του αφοριστικού εγγράφου αντε­λήφθη η Υψηλή Πύλη, η οποία εκτός του ότι εξόρισε και τελικώς εφόνευσε τον ατυχή πρωθιερέα των Τούρκων, διότι επίστευσε τους απίστους ραγιάδες, οδήγησε τελικώς μετά από πολλά μαρτύρια πολλούς αρχιερείς στον θάνατο, κορυφαίο δε και πρώτο μεταξύ αυτών τον πατριάρχη Γρηγόριο, αμέσως μετά τη λειτουργία του Πάσχα, στις 10 Απριλίου του 1821. Απηγχονίσθη στη μεσαία πύλη της εισόδου του Πατριαρχείου. Επάνω στο στήθος «ην η αιτία αυτού γεγραμμένη», κρεμάσθηκε το εκτενές καταδικαστικό έγγραφο, ο γιαφτάς, που και μόνο αρκεί να συντρίψει σε χίλια κομμάτια τις γραφίδες των στρατευμένων διαστροφέων της ιστορίας μας. Μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής:
Ο άπιστος πατριάρχης των Ελλήνων αδύνατον να θεωρηθή αλλότριος των στάσεων του έθνους του... Αλλ’ εξ αιτίας της διαφθοράς της καρδίας του όχι μόνο δεν ειδοποίησεν, ουδ’ επαίδευσε τους απατηθέντας, αλλά καθ’ όλα τα φαινόμενα ήτο και ο ίδιος αυτός, ως αρχηγός, μυστικός συμμέτοχος της επαναστάσεως. Είμεθα πληροφορημένοι ότι εγεννήθη ο ίδιος εν Πελοποννήσω και ότι είναι συνένοχος όλων των αταξιών, όσας οι αποπλανηθέντες ραγιάδες έπραξαν κατά την επαρχίαν των Καλαβρύτων. Ούτος λοιπόν είναι αίτιος του παντελούς αφανισμού τον οποίον μέλλουν διά της θείας βοηθείας να πάθωσιν οι αποπλανηθέντες ραγιάδες. Επειδή δε εβεβαιώθημεν πανταχόθεν περί της προδοσίας του όχι μόνον εις βλάβην της Υψηλής Πύλης, αλλά και εις όλεθρον του ιδίου έθνους του, ανάγκη ήτο να λείψη ο άνθρωπος ούτος από του προσώπου της γης και διά τούτο εκρεμάσθη προς σωφρονισμόν των άλλων.

11. Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου επιδρά ευνοϊκά στον αγώνα
Η σύγχυση και το μίσος του σουλτάνου τον οδήγησαν στην πράξη του απαγχονισμού του πατριάρχου, που έφερε ευνοϊκά για τον αγώνα αποτελέσματα, όπως άλλωστε είχε προβλέψει προφητικά ο ηρωικός εθνομάρτυς. Η επίσημη Ευρώπη, που εκυριαρχείτο από τον μισελληνισμό του Μέττερνιχ και της Ιεράς Συμμαχίας, αρχίζει για πρώτη φορά να βλέπει με συμπάθεια το ελληνικό ζήτημα. ο φιλελληνισμός φουντώνει. Οι Έλληνες αντί να καμ­φθούν και να σωφρονισθούν, ξεσηκώθηκαν και αγρίεψαν περισσότερο ζητώντας εκδίκηση, γιατί στο πρόσωπο του πατριάρχου θεώρησαν ότι ατιμάζεται και περιφρονείται το Γένος. Όπως γράφει ο Τερτσέτης «εις την κόψιν του ελληνικού σπαθιού ήτο γραμμένον το όνομα του πατριάρχου και εθέριζε». Αυτό δε το πάθος της ιεράς εκδικήσεως απέδωσε θαυμάσια ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, όταν το 1872, μπροστά στον νεότευκτο ανδριάντα του Γρηγορίου, στα προπύλαια του Πανεπιστημίου, στον ίδιο ανδριάντα τον οποίον σήμερα ασεβείς και αγνώμονες απόγονοι, κάτω από μία παράξενη ανοχή, σπάζουν, μουντζουρώνουν και υβρίζουν, απήγγειλε μέσα σε νεκρική από τη συγκίνηση σιγή, παρουσία της κυβερνήσεως, του κλήρου και του λαού, το θαυμάσιο, το αριστουργηματικό εκείνο ποίημα8:

Πώς μας θωρείς ακίνητος, που τρέχει ο λογισμός σου
Τα φτερωτά σου όνειρα, γιατί στο μέτωπό σου
να μη φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές ελπίδες
όσες μας δίδει η όψις σου παρηγοριές κι’ ελπίδες;
Τώρα σε βλέπει γίγαντα, πατέρα, η θάλασσά σου.
Το λείψανό σου το φτωχό, το ποδοπατημένο
τ’ ανάστησε η αγάπη μας, κι’ εδώ μαρμαρωμένο

θα στέκη
ολόρθο, ακλόνητο και αιώνια θε να ζήση

νάναι φοβέρα αδιάκοπη σ’ ανατολή και δύση.
Στο μοναδικό λοιπόν αυτό και συγκλονιστικό ποιητικό αριστούργημα, που δείχνει περισσότερο από κάθε άλλο στοιχείο τον σεβασμό του έθνους προς τον ηρωικό πατριάρχη και κάνει έτσι να φαίνεται πιο απαίσια η σημερινή ασέβεια των παρασυρμένων νέων μας, που έφθασαν μέχρι του σημείου να σπάσουν από τον ανδριάντα μέρος της ράβδου, παρουσιάζει ο ποιητής ένα κυνηγημένο πουλί, προφανώς τον δικέφαλο αετό, σαν έκφραση του Γένους, να σκοτεινιάζει τον ουρανό με τα φτερά του,
Και με φωνή που ξέσχιζε σκληρά τα σωθικά του
εφώναξε και εμούγκρισε. Χτυπάτε, Πολεμάρχοι,

απ’ άκρη σ’ άκρη
ο χαλασμός. Κρεμούν τον πατριάρχη.
Η ίδια ιερή μανία να εκδικηθεί το Γένος τον άδικο και προσβλητικό θάνατο του πατριάρχου εκφράζεται και από τον εθνικό μας ποιητή, τον Διονύσιο Σολωμό, στον εθνικό μας ύμνο, τον οποίον τουλάχιστον έπρεπε να μη τολμούν να ψάλλουν οι υβρισταί της μνήμης του:
Όλοι κλαύστε. αποθαμένος
ο αρχηγός
της Εκκλησιάς,

κλαύστε, κλαύστε. κρεμασμένος
ωσάν νάτανε φονιάς
Έχει ολάνοικτο το στόμα
π’ ώρες πρώτα είχε γευθή
τ’ Άγιον Αίμα, τ’ Άγιον Σώμα
λες πως δε θα ξαναβγή
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν αδικηθή
εις οποίον δεν πολεμήσει
και ημπορεί να πολεμή.
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγος, εις την γη
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνια αστραπή.
Και δεν ήταν δυνατόν να γίνει άλλως, παρά να αποδώσουν οι δύο εθνικοί μας ποιηταί το εμπεδωμένο στη συνείδηση του λαού υψηλό αίσθημα εκτιμήσεως της θυσίας του πατριάρχου, το οποίο περιέργως παρασιωπούν οι δήθεν εν ονόματι του λαού αγωνιζόμενοι, σε άλλους όμως κυρίους δουλεύοντες κονδυλοφόροι.

12. Οι τιμές της Ρωσίας και της Ελλάδος προς το λείψανο του πατριάρχου
Μετά τον απαγχονισμό επί τρεις ημέρες έμεινε το άγιο σκήνωμα του εθνομάρτυρος στα χέρια του αγρίου όχλου και των Εβραίων, μέχρις ότου στις 13 Απριλίου το έρριξαν στη θάλασσα του Κερατίου κόλπου. Το Σάββατο του Θωμά, 16 Απριλίου, ανέλπιστα προσκολλήθηκε στο πλοίο του εκ Κεφαλληνίας Νικ. Σκλάβου και μέσα στη γενική του πληρώματος συγκίνηση μεταφέρθηκε στην Οδησσό. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η θαυμαστή ιστορία της αποδόσεως πρωτοφανών στο λείψανο του πατριάρχου τιμών. Ο Γρηγόριος ξεφεύγει πλέον από τα πλαίσια των ανθρωπίνων νόμων, της ανθρωπίνης εκτιμήσεως, και εισάγεται από την πρόνοια του Θεού στα άγια των αγίων του Γένους. Αντί των χλευασμών και της καταφρόνιας που εδοκίμασε ζων, απολαμβάνει τώρα νεκρός τις τιμές που του άξιζαν.
Συνεγείρεται η Οδησσός στο άκουσμα ότι έρχεται το λείψανο του πατριάρχου. Η αυτοκρατορική Ορθόδοξη Ρωσία σε συμφωνία με το λαϊκό αίσθημα οργάνωσε την υποδοχή και ετίμησε το λείψανο, όπως ταίριαζε στον οικουμενικό της Ορθοδοξίας πατριάρχη. Στην Οδησσό εξεφώνησε δύο θαυμασίους προς τον πατριάρχη λόγους, επικήδειο και μετά ένα χρόνο επιμνημόσυνο, ο μεγάλος ρήτωρ και διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων9. Ο πρώτος αρχίζει ως εξής:
Έμελλες άρα, Παναγιώτατε Πατριάρχα Γρηγόριε, αφ’ ου μοι έδωκας πολλάς πολλών λόγων υποθέσεις και αφορμάς, έμελλες τέλος να κινήσης την ασθενή μου γλώσσαν και εις επιτάφιον λόγον σου.
Πενήντα χρόνια αργότερα, το ελεύθερο πλέον ελληνικό κράτος ενέκρινε με απόφαση της Βουλής αίτημα του μητροπολίτου Αθηνών Θεοφίλου, το 1871, να μεταφερθούν από τη Ρωσία τα λείψανα του πατριάρχου στην ελεύθερη πατρίδα, διότι, όπως εγράφετο, «η εθνική ευγνωμοσύνη επιβάλλει ημίν το ιερόν καθήκον να εκπληρώσωμεν ήδη τον αγνόν και φυσικόν τούτον πόθον της αγίας εκείνης ψυχής»10.
Πολυμελής αντιπροσωπεία επιβιβασθείσα στο πλοίο «Βυζάντιον» έφθασε στην Οδησσό, όπου επί τη αναχωρήσει του λειψάνου επανελήφθησαν οι λαμπρές τελετές, που έλαβαν χώρα κατά την άφιξή του. Στην Αθήνα ήταν συγκινητική στο έπακρο και πάνδημη η υποδοχή. Είχαν φθάσει στον Πειραιά στις 14 Απριλίου του 1871. Οι βασιλείς, η ιερά σύνοδος, η κυβέρνηση, και πλήθη παραληρούντος λαού απέδωσαν τιμές και υποδέχθηκαν σε ελεύθερο έδαφος τον πρωτομάρτυρα της ελευθερίας, όπως προφητικά και πάλι είχε προβλέψει. Το λείψανο τοποθετήθηκε στον μητροπολιτικό ναό Αθηνών, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα, το επόμενο δε έτος επανελήφθησαν οι τιμητικές εκδηλώσεις, όταν έγινε η αποκάλυψη του ανδριάντος στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών, οπότε απήγγειλε, το συγκλονιστικό του ποίημα ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Έτσι όπως παρατηρεί στην εξαίρετη για τον πατριάρχη μονογραφία του ο Τάκης Κανδηλώρος:
Τον πατριάρχην εστέγασε νεκρόν η αγάπη συμπάσης της Ορθοδοξίας. τους εμπτυσμούς του σεπτού προσώπου του εκάθηρε το αίμα τόσων χιλιάδων Τούρκων, πεσόντων εν τω ελληνικώ αγώνι. Η πανελλήνιος Μούσα τω έψαλλε τόσα θούρια, μία μεγάλη αυτοκρατορία τω απένειμεν υπερόχους επι­κηδείους τιμάς, το δε ελεύθερον Ελληνικόν Κράτος τον υπεδέχθη και τον ενεθρόνισε εσαεί εις το άφθιτον Πάνθεον των ελληνικών καρδιών11.
Επιστέγασμα δε αυτής της τιμής ήταν η απόφαση της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία συνελθούσα στις 8 Απριλίου του 1921 εις έκτακτον συνεδρίαν αποφάσισε την ένταξη του Γρηγορίου εις το αγιολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας12 με αφορμή τη συμπλήρωση εκατονταετίας από του μαρτυρικού του θανάτου, ενώ το ίδιο έτος ο σοφός καθηγητής Χρ. Ανδρούτσος εξεφώνησε θαυμάσιο πανηγυρικό που τον δημοσιεύσαμε στο ανθολόγιο του σχετικού με τον πατριάρχη έργου μας. Η πράξη της ιεράς συνόδου μεταξύ άλλων λέγει:
Ορθώς έγνω συνευδοκούντος και του συμπαρισταμένου κατ’ αυτήν πατριάρχου Αλεξανδρείας Φωτίου καθιερωθήναι από του νυν και επισήμως την έως τούδε αυθορμήτως αναφερομένην τιμήν τω αοιδίμω Αρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικώ Πατριάρχη Γρηγορίω τω δι’ αγχόνης υπέρ Χριστού και του ποιμνίου μεμαρτυρηκότι τη ι’ Απριλίου του σωτηρίου έτους ,αωκα’ και συντετάχθαι του λοιπού το ιερόν αυτού όνομα εν ταις μνήμαις των κηρύκων, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών, ιερομαρτύρων, ως αγίου εορταζομένου εν πάσι τοις ιεροίς ναοίς της ανά την Ελλάδα πάσαν Εκκλησίας αυτή δε τη ημέρα του μαρτυρίου, τη δεκάτη δήλον ότι Απριλίου παντός έτους, εις αιώνα τον άπαντα εις δόξαν του αγιάσαντος αυτόν ουρανίου της Εκκλησίας Νυμφίου, μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Επίλογος
Οι υβρισταί και χλευασταί της ζωής και της μνήμης του αγίου πατριάρχου και άλλων μορφών της Εκκλησίας και του γένους δεν είναι πλέον εκ των ξένων και αλλοτρίων αλλά ιδικοί μας, ομόφυλοι και ομόθρησκοι. Η ευθύνη όλων μας είναι τώρα μεγαλυτέρα. Είναι τόση η διάβρωση, υπό το πρόσχημα μιας προοδευτικής και φωτισμένης και ανεξάρτητης δήθεν επιστήμης, ώστε, ενώ δεν είχε κοπάσει ακόμη ο απόηχος από τις εκδηλώσεις για τα 150 χρόνια από την εθνεγερσία, που οργανώθηκαν το 1971, βρέθηκε δυστυχώς καθηγητής Θεολογικής Σχολής, ο οποίος συνέγραψε δυσφημιστικόν και ασεβές έργο για τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’13.
Ήσαν σπάνιοι παλαιότερα οι υβρισταί της Εκκλησίας και του κλήρου, τόσο δε αποκομμένοι από το κοινό αίσθημα, ώστε ούτε το όνομά τους τολμούσαν να θέσουν στις άκριτες και εμπαθείς συγγραφές τους. Η «Ελληνική Νομαρχία», ένα εμπαθές και αναξιόπιστο κείμενο, προβάλλεται τελευταία φορτικά από τα μέσα ενημερώσεως, ενώ αγνοούνται δεκάδες συγγραφών και απομνημονευμάτων των αγωνιστών του 21. Ένας λόγιος παλαιότερα, ο Ροΐδης, ετόλμησε να χλευάσει την Εκκλησία, εισέπραξε όμως την γενική του λαού και των λογίων κατακραυγή. Για τον εμποτισμένο από το πνεύμα της αρνήσεως λόγιο γράφει χαρακτηριστικά ο Σπ. Μελάς, στη Νεοελληνική του Λογοτεχνία (σ. 277):
«Ένας λαός, που μόλις έβγαινε από μια επανάσταση, που επιχείρησε με θρησκευτικό αίσθημα και την εκκλησία του επί κεφαλής, σωστό ραχοκόκκαλο του εθνικού σώματος, από κάθε άλλο είχε ανάγκη, παρά από τους σαρκασμούς και τις ειρωνείες του Ροΐδη κατά της θρησκείας και της Εκκλησίας».
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ευδοκιμήσουν η ύβρις, η αγνωμοσύνη και η προδοσία. Η δόξα του εθνομάρτυ­ρος Γρηγορίου, δόξα και τιμή του ίδιου του έθνους, πρέπει να προστατευθεί από τους λασπολόγους αρνητάς, γιατί έτσι προστατεύεται και η ιστορία. Είναι καιρός να αναστήσουμε την ιστορική αλήθεια, να αποκαταστήσουμε, μαζύ με τους θραυσμένους ανδριάντας, τις ιερές μνήμες των μεγάλων μορφών της εθνικής μας ιστορίας.

[1].   Βλ. σχετικώς τη μελέτη της Χριστίνας Μπουλάκη-Ζήση, που αναφέρεται σε ένα συνεργάτη του πατριάρχου στα εκπαιδευτικά προγράμματα, τον Ιλαρίωνα Σιναΐτη, και δίνει συγχρόνως μία γενική εικόνα της καταστάσεως για την παιδεία. Ο τίτλος της μελέτης είναι. Ιλαρίων Σιναΐτης, Μητροπολίτης Τυρνόβου. Η ζωή και το έργο αυτού, Θεσσαλονίκη 1983. Πολύ καλή εικόνα για τη συμβολή της Εκκλησίας και του Γρηγορίου Ε’ στην οργάνωση της Παιδείας του Γένους δίδει ο Μ. Γεδεών, Η πνευματική κίνησις του Γένους κατά τον ιη’ και ιθ' αιώνα, Αθήνα 1976. Απογοητευτική είναι η εικόνα που δίδει η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, διότι στηρίζεται η ανάλυση στις απόψεις των «διαφωτιστών», των παλαιών και νέων οπαδών του Αδαμ. Κοραή. Γράφει ο Μ. Γεδεών (ενθ’ ανωτ., σελ. 292-223). «Την υπέρ των γραμμάτων και σχολείων φροντίδα και εποπτείαν ταύτην η Μ. Εκκλησία ήσκει ουχί συνιστώσα μόνον, ουχί την ίδρυσιν ευλογούσα, αλλά και παρακελευομένη προς σπουδήν των γραμμάτων και παρορμώσα προς επανίδρυσιν εκπαιδευτηρίου τινός υπό χρονικής επηρείας εις νάρκωσιν περιπεσόντος. Ούτως εφρόντισε περί της ανασυστάσεως της εν τω παρελθόντι αιώνι τοσούτον κλέος αραμένης αθωνιάδος ακαδημίας, τω μεν 1800 διά της εις Άγιον Όρος εξαρχικής αποστολής του επισκόπου Σταγών Παϊσίου του Θεσσαλού, προ πεντήκοντα δε σχεδόν ετών επί της πρώτης πατριαρχείας του αειμνήστου Γερμανού Δ’ του από Δέρκων, διά γραμμάτων ιδιωτικών και επισήμων. Διά τοιούτων εγκυκλίων ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ ο από Σμύρνης εν τε τη δευτέρα και τη τρίτη αυτού πατριαρχεία συνεβούλευε και προέτρεπε και προς ίδρυσιν εκπαιδευτηρίων, και προς ορθήν εκπαίδευσιν, νουθετών μετά της περί αυτόν ιεράς συνόδου, όπως αποφεύγωσιν οι μαθηταί και διδάσκαλοι τας τότε επιπολαζούσας ετεροδιδασκαλίας, αποτρέπων από της μακράς σπουδής επιστημών τίνων, ας εδίδασκον άνθρωποι, η σπουδάσαντες επιπολαίως εν τη Δύσει, ή παρασυρόμενοι υπό του διασυρίζοντος ηδέως πνεύματος της μεγάλης Γαλλικής Επαναστάσεως». Διά τον επιθυμούντα να μελετήση τα της Τουρκοκρατίας και της συμβολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου απαραίτητες είναι οι πολλές αμερόληπτες ιστορικές μελέτες του Τ. Γριτσοπούλου.
2.   Ανάλυση κριτική για την ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας της τότε εποχής βλ. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β’ Σχολάριος, Βίος-συγγράμματα-διδασκαλία, Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 186 κ.ε.
3.   Περί των Φαναριωτών γράφει με θαυμασμό ο Επαμ. Σταματιάδης, Βιογραφίαι των Ελλήνων Μεγάλων Διερμηνέων του Οθωμανικού Κράτους, Αθήνα 1865, Θεσσαλονίκη 1973, υπό Π. Πουρναρά, σελ. 14-15. «Φαναριώται! όνομα προφερόμενον σήμερον παρά τινων αγνοούντων ή μη επισταμένως μελετησάντων την πάτριον ιστορίαν μετά φρίκης! Φαναριώται! όνομα θεωρούμενον σήμερον παρά πολλών ως συνώνυμον της χαμερπείας, ιταμότητος και πάσης κακοηθείας. Και όμως, αν ήμεθα δίκαιοι, οφείλομεν να θαυμάσωμεν τους μεγάλους εκείνους άνδρας, οίτινες ενώ όλη η Ελλάς εκοιμάτο τον βαρύν της δουλείας και απαιδευσίας ύπνον, μόνοι αντεπροσώπευον την ελληνικήν ευφυΐαν, εκράτουν εν τη παλάμη των την τύχην αχανούς αυτοκρατορίας, εκόλαζον τας κατά των ομογενών των αγρίας ορέξεις του φανατισμού και της βαρβαρότητος, εκαλλιέργησαν τας Μούσας διά τρόπου αξιοθαυμάστου, προσέφεραν δείγματα πατριωτισμού καταπληκτικού, και διά του αίματος αυτών εξηγίασαν βίον εθνικόν και αμώμητον. Ίσως και μεταξύ αυτών ευρέθησάν τινες έχοντες ελλείψεις (και τις άνθρωπος ο μη έχων τοιαύτας!) αλλ’ αι ελλείψεις αύται εξαφανίζονται εν τη πληθύι των αρετών, ουδέ δύναται να μη συνομολογήση τις ότι μέρος της εθνικής της υπάρξεως οφείλει η Ελλάς εις τους λεγομένους Φαναριώτας».
4.   Δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον τύπο ότι ο πάπας Παύλος ο ΣΤ’ αποκατέστησε επί τέλους στη συνείδηση των Ρωμαιοκαθολικών τα θύματα της Γαλλικής Επαναστάσεως, ανακηρύσσοντας σε οσίους και μάρτυρες πολλούς κληρικούς και μοναχούς που σφαγιάσθηκαν από τους επαναστάτες.
Συμπληρώνοντας σήμερα (2002) τα όσα τότε (1983) γράφαμε για τη Γαλλική Επανάσταση παραθέτουμε όσα γράφει ο Russel Le­wis σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στη Wall Street Journal επ’ ευκαιρία της 14ης Ιουλίου, επετείου της Γαλλικής Επαναστάσεως.
Το άρθρο είχε τίτλο «Δεν υπάρχει τίποτε να γιορτάσουμε την ημέρα της κατάληψης της Βαστίλλης». Αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα», Κυριακή 14 Ιουλίου 2002. Καταλήγει με τα εξής: «Πολιτικά το κύριο δημιούργημα της Επανάστασης ήταν ένα κράτος πολύ πιο απολυταρχικό από αυτό του Λουδοβίκου ΙΔ’. Οι αγρότες πραγματικά απηλλάγησαν από τις φεουδαρχικές οφειλές και τη δεκάτη και πολλοί από αυτούς έγιναν κύριοι της γης τους, έχασαν όμως και τα φεουδαρχικά δικαιώματά τους στο σιτηρέσιο και στον θερισμό. Οι πλουσιώτεροι αγρότες και οι κερδοσκόποι κέρδισαν, οι πιο φτωχοί αγρότες έγιναν φτωχότεροι από ποτέ. Και βέβαια όλες οι τάξεις υπέφεραν εξίσου με τις επιστρατεύσεις, που πήραν τους γιους τους για να μη γυρίσουν ποτέ πίσω ή για να γυρίσουν ανάπηροι. Αυτό ήταν ένα βάρος πολύ πιο τυραννικό από τα όσα είχε επιβάλει το σήμερα διασυρόμενο παλαιό καθεστώς και αναπαρήχθη από πολλά κράτη, επιταχύνοντας έτσι τον κατήφορο στον καθολικό πόλεμο. Η απεχθέστερη κληρονομιά της Γαλλικής Επανάστασης δεν ήταν ωστόσο αυτή. ήταν η αντίληψη ότι τα δύσκολα πολιτικά προβλήματα λύνονται καλύτερα διά της βίας. Στη χειρότερη μορφή της είναι η θεωρία ότι μια ενάρετη ή πεφωτισμένη ελίτ έχει το δικαίωμα -για το καλό του λαού- να επιβάλλει τις απόψεις της με την τρομοκρατία. Είναι μια κληρονομιά για την οποία μετανιώνουμε όλοι σήμερα. Καλή επέτειο!»
5.   Είναι κατηγορηματικός για το θέμα αυτό ο γέρος του Μωρηά στο λόγο του προς τους φοιτητάς πάνω στην Πνύκα και είναι απορίας άξιο πώς ξεπερνούν τη γνώμη του όσοι θέλουν την Ελληνική Επανάσταση επηρεασμένη από τη Γαλλική, ταξικό και κοινωνικό κίνημα των πτωχών εναντίον των κοτζαμπάσηδων και των δεσποτάδων. Λέγει ο Κολοκοτρώνης. «Η επανάστασις η ιδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσας γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος. ήταν έθνος με άλλο έθνος, ήταν με ένα λαόν όπου ποτέ δεν ηθέλησε να αναγνωρισθή ως τοιούτος ούτε να ορκισθή παρά μόνο ό,τι έκανε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ να θεωρήση τον ελληνικόν λαόν, αλλ’ ως σκλάβους... Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την επανάσταση δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε "πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα" αλλ’ ως μία βροχή έπεσε εις όλους η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπετανέοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την επανάστασι». Και ο στρατηγός Μακρυγιάννης διηγείται απλοϊκά γιατί αποφάσισε να αναμειχθεί στον αγώνα με τη μύησή του στη Φιλική Εταιρεία. Όχι βέβαια για να κάνει κοινωνικό και ταξικό αγώνα. Αλλ’ ας ακούσουμε τον ίδιο, να διηγείται πώς τον εμύησε στην Εταιρεία ο φίλος του ιερεύς. «Κατεβάζει τις εικόνες και μ’ ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον... Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες -θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα. "Είμαι άξιος". Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα.. Και η ευχή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν μ' άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβηξα δεινά, πληγές και κιντύνους, όμως είμαι καλά σαν θέλει ο Θεός...». Και μετά από αυτό είναι απορίας αλλά και δακρύων άξιον πώς βρίσκονται εκπαιδευτικοί, οι οποίοι στο επίσημο δελτίο της ΟΛΜΕ (Μάρτης 1983) σε κύριο άρθρο με τίτλο «25 Μαρτίου 1821: εθνική λαϊκή εξέγερση» διαστρέφουν το νόημα της επαναστάσεως λέγοντας ότι «το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και ολοκλήρωση συνδυαζόταν στενά με το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και αποκατάσταση των πλατιών λαϊκών μαζών, με πρωτοπορία την εξεγερμένη αγροτιά, που κύριος στόχος της ήταν η αναδιανομή της γης, τους βιοτέχνες και τους μικρεμπόρους. Εμπόδιο στα αιτήματα αυτά ήταν όχι μόνο η Τουρκική κυριαρχία, αλλά και τα ντόπια φεουδαρχικά δεσμά των κοτζαμπάσηδων, που αντιστρατεύονται οποιαδήποτε κοινωνική εξέλιξη που θα έθετε σε κίνδυνο τα προνόμιά τους. Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα αποβλέποντας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό». Πώς θα αναλύσουν στα παιδιά τα κείμενα του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και όλες τις επίσημες διακηρύξεις του αγώνος; Ας παρουσιάσουν ένα κείμενο που να λέγει για εμφύλιο πόλεμο, για ταξικό αγώνα, για πάλη των τάξεων, για αντικληρικό πνεύμα.
6.   Από το μοναστήρι, από τον ηγούμενο μαθαίνει ο λαός το μυστικό του ξεσηκωμού, όπως τραγουδά ο ίδιος σε δημοτικό τραγούδι. Στόχος δεν είναι να διώξουν τους Κοτζαμπάσηδες και τους δεσποτάδες, αλλά τον αλλόθρησκο και αλλοεθνή κατακτητή:
Κρυφά το λένε τα πουλιά, κρυφά το λεν τ’ αηδόνια
κρυφά το λέει ο Γούμενος από την Άγια Λαύρα.
Παιδιά για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε,
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι ο φετεινός χειμώνας,
μας ήρθ’ η άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμούν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι.
7. Περικλή Βιζουκίδη, καθηγητού Παν/μίου Θεσ/νίκης, «Η Εκκλησία και ο ιερός άγων», εν Γρηγόριος Παλαμάς 21 (1937) 141-143.
8.   Ολόκληρο το ποίημα δημοσιεύεται στο ανθολόγιο των κειμένων στο μνημονευθέν έργο μας.
9.   Τα κείμενα δημοσιεύονται στο ανθολόγιο του μνημονευθέντος έργου μας.
10. Βλέπε το κείμενο στο ανθολόγιο.
11. Το Κανδηλώρου, ένθ’ ανωτ., σελ. 247-248.
12. Ολόκληρον το κείμενο της συναριθμήσεως του Γρηγορίου μετά των αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, βλ. στο ανθολόγιο κειμένων του προαναφερθέντος έργου μας. Πολύ συγκροτημένο είναι το αγιολογικό άρθρο του Μπεκατώρου, στην Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, όπου βρίσκει κανείς τις σχετικές πληροφορίες.
13. Πρόκειται περί του έργου του καθηγητού του Θεολογικού Τμήματος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικολάου Ζαχαροπούλου, Γρηγόριος Ε’. Σαφής έκφρασις της εκκλησιαστικής πολιτικής επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974. Εις το τέλος του προαναφερθέντος έργου μας μεταξύ των κειμένων δημοσιεύομε συντριπτική κριτική του γνωστού Ιστορικού Τ. Γριτσοπούλου, για το απαράδεκτο πράγματι αυτό βιβλίο ενός καθηγητού Θεολογικής Σχολής, που τολμά να εξευτελίζει εθνομάρτυρες και αγίους της Εκκλησίας. Δημοσιεύονται επίσης όσα είπεν ο γράφων (Θ. Ζήσης) στη συνεδρία της Θεολογικής Σχολής κατά τη διαδικασία εκλογής και δείγματα γραφής του Ν. Ζαχαροπούλου. Βλ. Ανθολόγιο. Δημοσιεύονται επίσης όσα είπε στη συνεδρία της Θεολογικής Σχολής κατά τη διαδικασία εκλογής του Ν. Ζαχαροπούλου ως καθηγητού της Θεολογικής Σχολής ο εκ των εισηγητών σεβασμιώτατος μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου Παντελεήμων Ροδόπουλος.
“ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΕΘΝΑΡΧΕΣ”
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ
ΚΑΘ. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ
Εκδόσεις Βρυέννιος

Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας, Κλεῖστε τ' αὐτιά σας στὶς σειρῆνες ποὺ προπαγανδίζουν ὑπὲρ τῶν ἐξ ἀνατολῶν γειτόνων μας

Ἐν Δελβινακίῳ τῇ 14ῃ Μαρτίου 2011
Ἀριθ. Πρωτ. 9
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 145η
ΘΕΜΑ: Ἑκατὸν ἐνενήντα χρόνια ἀπὸ τὸν Ἐπικὸ Ἀγῶνα τοῦ 1821
Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
-Α-
Καθὼς ἐφέτος συμπληρώνονται ἑκατὸν ἐνενήντα (190) χρόνια ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ἡ σκέψη μας γυρίζει στὸ ἱστορικὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας. Ἐκεῖ, στὶς 25 Μαρτίου 1821, μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοὶ τῆς περιοχῆς Βοστίτσας (Αἰγίου) καὶ Καλαβρύτων καὶ μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν φλογερὸ πατριώτη, Μητροπολίτη Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ἐκήρυξαν τὴν Ἐπανάσταση ἐναντίον τῶν Τούρκων, ποὺ τοὺς καταδυνάστευαν τετρακόσια (400) ὁλόκληρα χρόνια, ἀφ' ὅτου ἔγινε ἡ ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (29 Μαΐου 1453).
-Β-
Κατὰ τὴν διάρκεια αὐτοῦ τοῦ μακροῦ χρονικοῦ διαστήματος, οἱ Ἕλληνες ἔκαναν πολλὲς ἐπαναστάσεις γιὰ ν' ἀποτινάξουν τὸν τουρκικὸ ζυγό. Ὅλες, ὅμως, ἀπέτυχαν... Καὶ κατεπνίγησαν στὸ αἷμα τῶν Ἐπαναστατῶν, ἀλλὰ καὶ ἐπέφεραν τὴν καταστροφὴ τῶν περιοχῶν, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώθηκαν. Ἡ πιὸ σημαντικὴ ἦταν ἐκείνη τοῦ 1770, ποὺ ἔγινε μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ Ρώσου ναυάρχου Ὀρλώφ, ποὺ ὅμως καὶ αὐτή, ἀπέτυχε. Τότε, ἀκριβῶς, συνέβησαν τὰ περιβόητα "Ὀρλωφικά", οἱ πρωτοφανεῖς, δηλαδή, σφαγὲς καὶ λεηλασίες τῶν Τούρκων σὲ βάρος τῶν ἐξεγερθέντων Ἑλλήνων. Τότε, ἐπίσης, καταστράφηκε ἐκ θεμελίων καὶ ἡ ἱστορικὴ Μοσχόπολις τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπὸ τοὺς βάρβαρους καὶ ἀπολίτιστους Τουρκαλβανούς.
-Γ-
Ἀλλὰ οἱ ἀποτυχίες αὐτὲς δὲν ἐλύγισαν τὸ φρόνημα τῶν ραγιάδων καὶ τὸν ἀνύστακτο πόθο τους γιὰ τὴν Ἐλευθερία. Ἔτσι, ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος καιρός, ποὺ ἡ Θεία Πρόνοια εἶχε ὁρίσει, οἱ Ἕλληνες ξεσηκώθηκαν. Στὶς 23 Μαρτίου 1821 ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης μὲ τοὺς γενναίους καὶ ἀνυπότακτους Μανιάτες του, ἐλευθέρωνε τὴν Καλαμάτα, ἐνῷ στὶς 25 Μαρτίου 1821 ὑψωνόταν στὴν Ἁγία Λαύρα τὸ Λάβαρο τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἐπειδὴ δὲ στὶς 25 Μαρτίου εἶναι ἡ μεγάλη γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς
Θεοτόκου, γι' αὐτὸ ἡ ἡμερομηνία αὐτὴ καθιερώθηκε ὡς ἐπίσημη ἔναρξη τοῦ Ἀγῶνος τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας. Καί, πραγματικά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ὡραιότερος συμβολισμὸς ἀπὸ αὐτόν : Ὅτι, δηλαδή, ὁ τιτάνιος ἐκεῖνος Ἀγώνας ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας.
-Δ-
Βέβαια, στὸν Ἀγῶνα ἐκεῖνον ἔγιναν καὶ κάποια λάθη · ὑπῆρξαν καὶ ξεσυνέριες ὡρισμένων καπεταναίων. Εἶναι οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, ποὺ δὲν λείπουν ποτὲ καὶ ἀπὸ πουθενά. Ἐν τούτοις,ἔλαμψε ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ ἀνδρεία πολλῶν ἄλλων. Οἱ μορφὲς τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Μάρκου Μπότσαρη, τοῦ Διάκου, τοῦ Ἀνδρούτσου, τοῦ Καψάλη, τοῦ Ἐπισκόπου Ρωγῶν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Ἐπισκόπου Σαλώνων Ἡσαΐα - γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς θρυλικοὺς ἀγωνιστές - ἔλαμψαν στὸ ἐθνικὸ καὶ στὸ παγκόσμιο στερέωμα καὶ προκάλεσαν τὸν θαυμασμὸ τῶν ξένων, ἐνῷ ἔφεραν στὴν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα πολλοὺς Φιλέλληνες, ὅπως ὁ Λόρδος Βύρων, ὁ Θωμᾶς Γόρδων, ὁ Ἰάκωβος Μάγερ κ.ἄ., ποὺ πρόσφεραν μὲ ἀνιδιοτέλεια καὶ αὐταπάρνηση τὶς πολύτιμες ὑπηρεσίες τους πρὸς τὴν ἀναγεννώμενη ἀπὸ τὴν τέφρα της Ἑλλάδα. Ἄς εἶναι ἡ μνήμη τους αἰωνία !
-Ε-
Ὅμως, θλίβεται βαθύτατα κανείς, ὅταν βλέπῃ καὶ ἀκούῃ ἀπὸ τὴν τηλεόραση κυρίως, κάποιους δημοσιογράφους νὰ ὑποστηρίζουν, "ὅτι πρὶν ἀπὸ τὸ 1821 δὲν ὑπῆρχε συγκροτημένη ἑλληνικὴ ἐθνικὴ συνείδηση" καὶ ὅτι ἡ Ὀθωμανικὴ κυριαρχία ἦταν - οὔτε λίγο, οὔτε πολύ - ἰδεώδης (!), ἀφοῦ οἱ Ἕλληνες, ἐπὶ τουρκοκρατίας "περνοῦσαν καλά", "μὲ δικαιώματα καὶ ἐλευθερίες"...
Ἀλλ' οἱ ἀπόψεις αὐτὲς φανερώνουν, ἄν μή τι ἄλλο, μιὰ ἀπαράδεκτη τουρκολαγνεία, ἡ ὁποία στὶς ἡμέρες μας ἔχει πάρει σημαντικὲς διαστάσεις, ἀφοῦ ἄλλωστε τουρκικὲς ταινίες προβάλλονται συχνὰ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ τηλεόραση. Καὶ λίγο - λίγο καὶ ἀνεπαίσθητα, προκαλοῦν ἄμβλυνση τοῦ ἐθνικοῦ μας αἰσθήματος καὶ τῶν ὑποχρεώσεων, ποὺ ἔχουμε ἔναντι τῶν ἡρώων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν φλόγα τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τους ἀποτίναξαν τὸν ἀπάνθρωπο καὶ βάρβαρο τουρκικὸ ζυγὸ καὶ μᾶς ἐχάρισαν τὴν ἐλευθερία.
-ΣΤ-

Ἀγαπητοί μου Χριστιανοί,
Κλεῖστε τ' αὐτιά σας στὶς σειρῆνες ποὺ προπαγανδίζουν ὑπὲρ τῶν ἐξ ἀνατολῶν γειτόνων μας καὶ τοὺς παρουσιάζουν ὅτι δῆθεν μᾶς προσφέρουν "κλάδον ἐλαίας". Σκύψτε μὲ εὐλάβεια στὸν Ἀγῶνα τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας. Καὶ κλεῖστε μέσα στὴν καρδιά σας τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα. Μόνον ἔτσι, θὰ μπορέσουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀποφασιστικὰ τοὺς δύσκολους καιρούς, ποὺ ἀπειλοῦν τὴν Ἑλλάδα μας.
Μὲ αὐτὲς τὶς σύντομες καὶ ἁπλὲς σκέψεις σᾶς χαιρετῶ ὅλους, εὐχόμενος νὰ εἶναι τὰ χρόνια σας πολλὰ καί, πρὸ παντός, καλά, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Στέλνω, ἀκόμη, τὴν εὐλογία καὶ τὴν ἀγάπη μου, στοὺς Βορειοηπειρῶτες καὶ στοὺς Κυπρίους ἀδελφούς, καθὼς καὶ στὰ μαθητικά, στὰ ἐργαζόμενα καὶ φοιτητικὰ νειᾶτα καὶ στὰ στρατευμένα παιδιὰ τῆς Πατρίδος μας. Νὰ ζῇ ἡ Ἑλλάδα μας καὶ ἡ ἀκριτική μας Ἐπαρχία.
Διάπυρος πρὸς Χριστὸν εὐχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ Ὁ Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ

O Μητροπολίτης Αιτωλίας Κοσμάς για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την Εθνική Παλιγγενεσία του 1821

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ
( ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 34 )
Ο ΧΑΡΙΤΙ ΘΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
ΚΟΣΜΑΣ
Πρός τό Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ἑορτάζουμε σήμερα ὡς Χριστιανοί τήν σωτηρία μας καί ὡς Ἕλληνες τήν Ἐλευθερία μας. Ζοῦμε τό θαῦμα τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλά καί τό θαῦμα τῆς Παλιγγενεσίας τοῦ Ἑλληνικοῦ μας ἔθνους.
Ἑορτάζουμε τόν Ἐυαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Μυστήριο μέ ἄπειρο βάθος, τό ὁποῖο ὡς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νιώθουμε καί δοξάζουμε τόν Τριαδικό Θεό μας...

Αἰσθανόμαστε σήμερα ὡς πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, ὁ ὁποῖος χρησιμοποίησε σαν γέφυρα μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς τήν Παναγίας μας, γιά νά κατέβει ὁ Σαρκωθείς Θεός ὡς ἄνθρωπος στή γῆ καί νά σώσει τόν ἄνθρωπο.

Χαίρουμε καί πανηγυρίζουμε γιατί πλέον ὅλοι μας, ὡς ἁμαρτωλοί, μποροῦμε μέ τήν σάρκωση τοῦ Κυρίου μας νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν δουλεία τῆς αμαρτίας, ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο, νά γίνουμε κατά χάριν Θεοί.

Χαίρουμε καί δοξάζουμε τόν Θεό μας, εὐγνωμονοῦμε τήν Παναγία μητέρα μας γιά τήν οὐράνια δωρεά.

«Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό κεφάλαιον…»

Σήμερα ὅμως ἑορτάζουμε καί τήν ἐπέτειο τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας. Ἑορτάζουμε τόν Εὐαγγελισμό τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ δούλου γένους μας ἀπό τόν βαρύτατο τουρκικό ζυγό τῶν τετρακοσίων χρόνων.

Σήμερα, ὁ νοῦς μας τρέχει ἀπό τήν πικρή κερκόπορτα τῆς Βασιλεύουσας ὡς τήν γλυκειά ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας. Σκέπτεται τήν πικρή σκλαβιά, τήν ἀπανθρωπιά τῶν κατακτητῶν, τό φρικτό παιδομάζωμα, τίς ταπεινώσεις τῶν ἀδελφῶν προγόνων μας, τίς ἑκατόμβες τῶν ἁγίων νεομαρτύρων, τά φρικτά μαρτύριά τους, τούς ποταμούς τῶν αἱμάτων πού χύθηκαν.

Σήμερα ὁ νοῦς μας τρέχει στά κακοτράχαλα βουνά, στά λαγκάδια ὅλης τῆς πατρίδος, στά νησιά μας τά μαρτυρικά, στίς θάλασσές μας.

Βλέπουμε σάν λιοντάρια τούς γενναίους προμάχους τῆς ἐλευθερίας μας νά τρέχουν στόν θάνατο πολεμώντας, ὅπως στά Δερβενάκια, στά Ψαρά, στή Χίο, στή Γραβιά, στήν Ἀλαμάνα, στό Σούλι, στό Ζάλογγο, στή Νάουσα, στό μαρτυρικό Μεσολόγγι μας. Τούς θαυμάζουμε, τούς καμαρώνουμε, τούς χειροκροτοῦμε.

Ὅλοι ντύθηκαν τήν πανοπλία τῆς ψυχικῆς τόλμης, γιά νά γίνουν ἐθελοντές στόν ἅγιο ἀγῶνα, γιά νά πεθάνουν καί νά μᾶς χαρίσουν τήν δυνατότητα νά ἀναπνέουμε ἐλεύθερο ἀέρα.

Εἶναι γεγονός πώς ἦταν ἄνθρωποι. Ἄνθρωποι μέ ἀδυναμίες κι αὐτοί. Ὅμως δέν νικήθηκαν ἀπό τά πάθη τους. Κυριαρχήθηκαν ἀπό τήν ἄσβεστη δίψα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐλευθερίας. Πάλαιψαν μέ τήν στέρηση, τήν γύμνια, τήν πεῖνα καί τήν δίψα. Δέν ἐπαναστάτησαν γιά τό «τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν». Τά παραμέλησαν ὅλα - καί τήν «ἁμαρτωλή εἰρήνη» - γιά χάρη τῆς ἐλευθερίας. Θυσιάστηκαν γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία.

Ποιός ἄλλος τόλμησε νά σηκώσει χέρι κατά τῶν Τούρκων; Οἱ φτωχοί ραγιάδες τόλμησαν. Γιατί ἀγαποῦσαν τήν πατρίδα, τήν Ἑλλάδα καί τήν ἐλευθερία της. Δέν ἄντεχαν ἄλλο τήν σκλαβιά. Καί τήν ἐλευθέρωσαν. Ὅλοι μαζί κληρικοί καί λαϊκοί, προύχοντες καί λαός, ἀδελφωμένοι καί συναθλοῦντες.

Ὁλόκληρο νέφος ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν, ὅπως ὁ μεγάλος μας πολιοῦχος Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ μαρτυρικός Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ καλόγερος Σαμουήλ, ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ ἡγούμενος Γαβριήλ τοῦ Ἀρκαδίου καί ἀναρίθμητοι ἄλλοι, κατακρεουργήθηκαν γιά νά φυτέψουν, νά τροφοδοτήσουν καί νά προσφέρουν τό δένδρο τῆς Ἐλευθερίας καί τούς γλυκεῖς καρπούς του.

Κι ὅλοι ἀγωνίσθηκαν καί νίκησαν στηριζόμενοι στήν ὀρθόδοξο πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ ἐθνεγερσία ἦταν «οὐράνιος κίνησις», ὅπως λέει ὁ Γεώργιος Τερτσέτης. Φωτισμένη ἡ ψυχή τῶν σκλάβων ἀπό τό αἰώνιο φῶς τοῦ Χριστοῦ καί θρεμμένη μέ τό αἷμα τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥρμησαν στήν μάχη γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ κατακτητοῦ.

Τό ράσο κρατοῦσε ἀναμμένη τή φλόγα τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας. Κάτω ἀπό τούς θόλους τῶν ναῶν, μέ τό φῶς τοῦ καντηλιοῦ, ἐμπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τῆς μεγάλης μητέρας τῆς Παναγίας μας καί τῶν ἁγίων, ὁ παπαδάσκαλος τοῦ Κρυφοῦ Σχολειοῦ διαιώνιζε σταθερά τήν ἐθνική καί ἑλληνική συνείδηση, θέριευε τήν ἐλπίδα τῆς λευτεριᾶς. Ἔτσι ἀνατράφηκαν οἱ ἥρωες, οἱ νεομάρτυρες, οἱ γίγαντες τῆς θυσίας καί τῆς νίκης. Ἔτσι ἀνδρώθηκαν καί ἐλευθέρωσαν τήν Ἑλλάδα.

Ἀγαπητοί, σήμερα, αὐτή τήν διπλή γιορτή τῆς Πίστεως καί τῆς Ἐλευθερίας, ἄς σταθοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη, μέ καρδιακή εὐχαριστία. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Λυτρωτή μας Χριστό, τήν Παναγία μας, ἀλλά καί τούς ἐνδόξους ἥρωες τῆς ἐθνεγερσίας μας. Μή φανοῦμε ἀχάριστοι.

Κάποιοι σήμερα, αὐτοαποκαλούμενοι πολιτισμένοι καί ἐλεύθεροι, μᾶς προκαλοῦν, μᾶς ἀναγκάζουν νά ἀρνηθοῦμε τόν ἐλευθερωτή Χριστό μας καί τό γνήσιο πνεῦμα, τό περιεχόμενο καί τό σκοπό τῆς ἐθνεγερσίας μας.

Διαστρέφουν τήν γνήσια Ἱστορία μας, θολώνουν τόν Ἀγῶνα τῶν ἡρώων μας, προσβάλουν τή Θυσία τους, δηλητηριάζουν τή νέα γενιά μας, τήν παραπληροφοροῦν.

Ἐμεῖς σήμερα, ἄς πάρουμε τίς σωτήριες ἀποφάσεις μας. Ὅσοι θέλουμε νά γίνουμε αὐθεντικοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί Ἕλληνες, μήν δεχθοῦμε νά μᾶς ἀγγίξουν οἱ ὑλόφρονες, ὑλιστικές καί ἀνιστόρητες φωνές∙ φωνές πού ὑπηρετοῦν σκοτεινούς σκοπούς.

Ἄς κλείσουμε στήν καρδιά μας τό γνήσιο φρόνημα καί μήνυμα τοῦ 1821 κι ἄς τό μεταλαμπαδεύσουμε στά παιδιά μας, ἡρωικό καί γάργαρο.

Εὔχομαι ὁ Χριστός καί ἡ Ἑλλάδα νά γεμίζει τήν καρδιά μας γιά νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία καί νά μένουμε πάντοτε ἀδούλωτοι Ἕλληνες.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...