Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011

Δίκαιος ἔπαινος στούς ἥρωες τοῦ ’21




Δίκαιος ἔπαινος στούς ἥρωες τοῦ ’21


Ὁμιλία τοῦ
Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Μεγάλου Μετεώρου


Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου



Ἄς μή βρέ­ξει πο­τέ
τό σύν­νε­φον, καί ὁ ἄ­νε­μος
σκλη­ρός ἄς μή σκορ­πί­σει
τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον
πού σᾶς σκε­πά­ζει.
Ὦ γνή­σια τέ­κνα τῆς Ἑλ­λά­δος
τέ­κνα ψυ­χαί πού ἐ­πέ­σα­τε
εἰς τόν ἀ­γώ­να ἀν­δρεί­ως,
τάγ­μα ἐ­κλε­κτῶν Ἡ­ρώ­ων,
καύ­χη­μα νέ­ον.
(Ἀν­δρέ­ας Κάλ­βος)

Αὐ­τό τό λαμ­πρό καύ­χη­μα, τό τάγ­μα τῶν ἐ­κλε­κτῶν ἡ­ρώ­ων τοῦ 1821 τι­μοῦ­με σή­με­ρα, καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί πη­γαῖ­ο ἔ­παι­νο καί τήν ἄ­πει­ρη εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας. Ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο ἔ­παι­νο σ’ αὐ­τούς πού γέν­νη­σαν μέ τό αἷ­μα τους καί μέ τό δά­κρυ τῆς ψυ­χῆς τους τήν λευ­τε­ριά τῆς ἱ­ε­ρῆς μας γῆς, τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης μας πα­τρί­δος. Σ’ αὐ­τούς πού πῆραν τά ὅ­πλα καί ἐ­πα­να­στά­τη­σαν ἐ­νάν­τια στόν ζυ­γό τοῦ ὀ­θω­μα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ.
Καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο αὐ­τό ἔ­παι­νο σή­με­ρα, πού, ἀν­τί­θε­τα μέ τήν εὐ­χή τοῦ ποι­η­τῆ Ἀν­δρέ­α Κάλ­βου, «σύν­νε­φα σκο­τει­νά καί ἄ­νε­μοι σκλη­ροί» ἀ­πει­λοῦν μέ τόν τρό­πο τους νά σκορ­πί­σουν «τό χῶ­μα τό μα­κά­ριον πού τούς σκε­πά­ζει».
Εἶ­ναι τά σκο­τει­νά σύν­νε­φα τῆς ὑ­πο­τέ­λειας, τῆς ξε­νο­μα­νί­ας, τοῦ ρα­γι­α­δι­σμοῦ καί τοῦ γραι­κυ­λι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἡ κα­ται­γί­δα τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ καί ἐ­θνι­κοῦ ἀ­πο­χρω­μα­τι­σμοῦ, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­χά­ρα­ξης, τῆς πα­ρα­γρα­φῆς καί τῆς λη­σμο­σύ­νης. Εἶ­ναι οἱ σκλη­ροί ἄ­νε­μοι τοῦ ἐ­φη­συ­χα­σμοῦ, τῆς εὐ­μά­ρειας, τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας, τῆς ἄ­νε­σης, τῆς εὐ­ζω­ΐ­ας καί τῆς ἀ­σφά­λειας.
Εἶ­ναι τό σύν­δρο­μο τοῦ δῆ­θεν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί τῆς ψευ­το­δι­α­νό­η­σης, πού ἔ­χει ἀλ­λο­τρι­ώ­σει τήν λε­γό­με­νη «πνευ­μα­τι­κή ἡ­γε­σί­α» τοῦ τό­που μας καί τήν ὁ­δη­γεῖ στήν ἄρ­νη­ση τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ μας πα­ρελ­θόν­τος, στήν ἀ­πώ­λεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης καί τῆς ἐ­θνι­κῆς μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, στήν ἀ­πα­ξί­ω­ση τῶν ἀρ­χῶν καί τῶν ἰ­δα­νι­κῶν τοῦ γέ­νους μας, στήν ἀ­μαύ­ρω­ση ἀ­κό­μη καί αὐ­τῶν τῶν ἴ­δι­ων τῶν ἡ­ρώ­ων καί τῶν μαρ­τύ­ρων τῆς φυ­λῆς μας.
Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, δέν παύ­ου­με νά τό βρον­το­φω­νά­ζου­με καί νά τό δι­α­κη­ρύτ­του­με πρός πᾶ­σα κα­τεύ­θυν­ση ὅ­τι εἴ­μα­στε ὑ­πε­ρή­φα­νοι καί δο­ξά­ζου­με τόν Πα­νά­γα­θο Τρι­α­δι­κό Θε­ό μας, πού ἐν τῇ ἀ­πεί­ρῳ εὐ­σπλαγ­χνί­ᾳ Του εὐ­δό­κη­σε νά γεν­νη­θοῦ­με σ’ αὐ­τή τήν εὐ­λο­γη­μέ­νη Πα­τρί­δα, τήν Ἑλ­λά­δα μας, τήν τό­σο δο­ξα­σμέ­νη μά καί τό­σο πο­νε­μέ­νη. 
Νά γεν­νη­θοῦ­με Ἕλ­λη­νες καί Ὀρ­θό­δο­ξοι, Ρω­μη­οί, σέ μιά Πα­τρί­δα, πού κά­θε σπι­θα­μή τῆς γῆς της εἶ­ναι πο­τι­σμέ­νη μέ τά ἱ­ε­ρά αἵ­μα­τα πο­λυ­ά­ριθ­μων μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων. Σέ μί­α ἁ­γι­α­σμέ­νη γῆ πού τήν προ­στα­τεύ­ει ἡ Κυ­ρί­α μας Θε­ο­τό­κος καί τήν πε­ρι­φρου­ροῦν νέ­φη ἁ­γί­ων. Εἴ­μα­στε εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι καί ὑ­πε­ρή­φα­νοι πού γεν­νη­θή­κα­με σέ μί­α χώ­ρα ἡ­ρώ­ων καί ἁ­γί­ων καί φέ­ρου­με στούς ὤ­μους μας τήν πο­λύ­τι­μη, μά καί βα­ρειά κλη­ρο­νο­μιά πού δι­έ­σω­σαν καί μᾶς με­τέ­φε­ραν μέ τό μαρ­τυ­ρι­κό τους αἷ­μα. 
Τό μαρ­τυ­ρι­κό τους αἷ­μα, πού ἔ­χει πο­τί­σει κά­θε γω­νιά τῆς Πα­τρί­δας μας, κά­θε χω­ριό... καί πό­λη, κά­θε κο­ρυ­φή καί κά­θε λαγ­κα­διά καί πού τούς κα­θι­στᾶ ἀ­κοί­μη­τους φρου­ρούς καί προ­στά­τες τῶν συ­νό­ρων μας καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας μας. «Τού­των τά πνεύ­μα­τα ὡς νέ­φος ἡ­μῖν ὧ­δε πε­ρί­κειν­ται καί τῶν ὀ­στέ­ων αὐ­τῶν οἱ τύμ­βοι τά ὅ­ρια τῆς πα­τρί­δος γῆς φυ­λάτ­του­σι, τά δέ αὐ­τῶν τί­μια αἵ­μα­τα τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας ἡ­μῶν τό δέν­δρον ἀρ­δεύ­ου­σιν», δι­α­βά­ζου­με στήν ἐ­πι­μνη­μό­συ­νη Δέ­η­ση ὑ­πέρ τῶν ἐν πο­λέ­μῳ πε­σόν­των.
Αὐ­τούς τούς ἥ­ρω­ες τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ γέ­νους μας, τούς μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, τούς ὑ­πε­ρα­σπι­στές τῶν ἐ­θνι­κῶν μας δι­καί­ων καί ἰ­δα­νι­κῶν τι­μοῦ­με σή­με­ρα καί τούς ἀ­πο­δί­δου­με τόν δί­και­ο καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο ἔ­παι­νο καί εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Ἡ ἀ­πό­δο­ση φό­ρου τι­μῆς στούς ἀ­γω­νι­στές τοῦ 1821 ἐ­κτός ἀ­πό ἐκ­δή­λω­ση ἐ­θνι­κῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καί μιά πρά­ξη πού ἔ­χει σκο­πό τήν ἐν­θάρ­ρυν­ση ὅ­λων μας καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν νέ­ων μας γιά πα­ρό­μοι­ους ἀ­γῶ­νες καί θυ­σί­ες, ἄν χρεια­σθεῖ.
Τι­μών­τας τούς συν­τε­λε­στές καί πρω­τερ­γά­τες τοῦ ἐ­θνι­κοῦ θαύ­μα­τος τοῦ 1821 δέν πρέ­πει νά λη­σμο­νοῦ­με ὅ­τι τό θαῦ­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα πί­στε­ως στόν Θε­ό, πού ἐγ­γυᾶ­ται τήν ἐ­πι­τυ­χή ἔκ­βα­ση τοῦ με­γά­λου καί τολ­μη­ροῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος τῆς ἀ­πο­τι­νά­ξε­ως τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ.
«Παι­διά μου, πρέ­πει νά φυ­λά­ξε­τε τήν πί­στιν σας καί νά τήν στε­ρε­ώ­σε­τε», προ­έ­τρε­πε ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης τούς νέ­ους, «δι­ό­τι ὅ­ταν ἐ­πι­ά­σα­μεν τά ἅρ­μα­τα, εἴ­πα­μεν πρῶ­τα ὑ­πέρ πί­στε­ως καί ἔ­πει­τα ὑ­πέρ πα­τρί­δος».
Καί κα­τά τήν μα­κρά πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν αὐ­τή πού κρά­τη­σε ὄρ­θιο τό Γέ­νος, πού φρόν­τι­σε γιά τήν ἐκ­παί­δευ­ση τῶν ἑλ­λη­νο­παί­δων, πού ἔ­θρε­ψε γε­νι­ές καί γε­νι­ές μέ τήν πί­στη καί τήν προ­σμο­νή τῆς πο­θη­τῆς ὥ­ρας τῆς λευ­τε­ριᾶς, πού ἐκ­ποί­η­σε ἀ­κό­μη καί τά ἱ­ε­ρά της κει­μή­λια γιά τήν οἰ­κο­νο­μι­κή ὑ­πο­στή­ρι­ξη τοῦ ἀ­γώ­να, πού προ­σέ­φε­ρε ὡς θυ­σί­α πλειά­δα νε­ο­μαρ­τύ­ρων, ἱ­ε­ρο­μαρ­τύ­ρων καί ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων στόν βω­μό τῆς ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­ας τοῦ νέ­ου ἑλ­λη­νι­σμοῦ.
Τό αἱ­μα­το­βα­μέ­νο ρά­σο, οἱ τα­πει­νοί πα­πά­δες καί οἱ κα­λό­γε­ροι ἦ­ταν τό σύμ­βο­λο τοῦ ἀ­δού­λω­του φρο­νή­μα­τος καί τοῦ ἀ­γώ­να γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ ὀ­θω­μα­νι­κοῦ ζυ­γοῦ. Τά μο­να­στή­ρια καί οἱ ἐκ­κλη­σι­ές ἦ­ταν τά κέν­τρα τῆς παι­δεί­ας, τά κέν­τρα τοῦ συν­το­νι­σμοῦ, τά κέν­τρα φύ­λα­ξης πο­λε­μι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ, τά κέν­τρα τοῦ ἔ­νο­πλου ἀ­γώ­να. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια ἡ καρ­διά τῆς σταυ­ρι­κῆς πο­ρεί­ας, τοῦ Γολ­γο­θᾶ τῶν Ἑλ­λή­νων πρός τήν ἐ­θνι­κή τους ἀ­νά­στα­ση.
«Αὐ­τά τά μο­να­στή­ρια ἦ­ταν τά πρῶ­τα προ­πύρ­για τῆς ἀ­πα­νά­στα­σής μας –μαρ­τυ­ρεῖ ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης- Ὅ­τι ἐ­κεῖ ἦ­ταν οἱ τσεμ­πι­χα­νέ­δες μας κι ὅ­λα τά ἀ­ναγ­καῖ­α τοῦ πο­λέ­μου, ὅ­τ’ ἦ­ταν πα­ρά­με­ρον καί μυ­στή­ριο ἀ­πό τούς Τούρ­κους. Καί θυ­σί­α­σαν οἱ κα­η­μέ­νοι οἱ κα­λό­γε­ροι, καί σκο­τώ­θη­καν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι εἰς τόν ἀ­γώ­να».
Ἡ ζω­ή τοῦ Ἕλ­λη­να ἔ­χει ζυ­μω­θεῖ μέ τήν πα­τρο­γο­νι­κή πί­στη του, τήν ἁ­γί­α Ὀρ­θο­δο­ξί­α, τήν «πε­ρι­βε­βλη­μέ­νη ὡς πορ­φύ­ραν καὶ βύσ­σον» τά αἵ­μα­τα τῶν μαρ­τύ­ρων προ­γό­νων του. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος πού ὅ­λοι οἱ δαί­μο­νες τῆς κο­λά­σε­ως ξε­χύ­θη­καν νά ξερι­ζώ­σουν αὐ­τή τήν πί­στη ἀ­πό τήν ψυ­χή τοῦ Ἕλ­λη­να. 
Πό­λε­μος κα­τά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Κλή­ρου, ἀ­θε­ϊ­στι­κές καί ὑ­λι­στι­κές θε­ω­ρί­ες (ἀ­κό­μη καί ἕ­νω­ση ἀ­θέ­ων ἱ­δρύ­ε­ται αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα ἐ­πι­σή­μως στήν Ἀ­θή­να!­), εἰ­ρω­νεί­α τῆς εὐ­σέ­βειας καί κά­θε ἄλ­λο ἀν­τί­θε­ο σχέ­διο μπῆ­κε σ᾿ ἐ­φαρ­μο­γή.
Σέ ὅ­λους αὐ­τούς τούς ἀρ­νη­σι­πά­τρι­δες καί τούς γραι­κύ­λους τήν ἀ­πάν­τη­ση τήν δί­νει μί­α ἀ­πό τίς ἡ­ρω­ι­κώ­τε­ρες καί εὐ­γε­νέ­στε­ρες μορ­φές τοῦ ἀ­γώ­να, ὁ Στρα­τη­γός Μα­κρυ­γιά­ννης: «­.­..καὶ βρί­ζουν, οἱ που­λη­μέ­νοι [Ἕλ­λη­νες] εἰς τοὺς ξέ­νους, καὶ τοὺς πα­πά­δες μας, ὁ­ποῦ τοὺς ζυ­γί­ζουν ἄ­ναν­τρους καὶ ἀ­πό­λε­μους. Ἐ­μεῖς τοὺς πα­πά­δες τοὺς εἴ­χα­με μα­ζὶ εἰς κά­θε με­τε­ρί­ζι, εἰς κά­θε πό­νον καὶ δυ­στυ­χί­αν. Ὄ­χι μό­νον διὰ νὰ βλο­γᾶ­νε τὰ ὅ­πλα τὰ ἱ­ε­ρά, ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ μὲ ντου­φέ­κι καὶ γι­α­τα­γά­νι, πο­λε­μών­τας ὡ­σὰν λε­ον­τά­ρια. Ντρο­πὴ Ἕλ­λη­νες».
Ἡ φω­νή τοῦ Στρα­τη­γοῦ Μα­κρυ­γιά­ννη ἀν­τη­χεῖ καί σή­με­ρα εὐ­θύ­βο­λη καί στεν­τό­ρεια: «ντρο­πή Ἕλ­λη­νες»­!­!! Ντρο­πή στούς ἀρ­νη­τές τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος, ντρο­πή στούς πα­ρα­χα­ρά­κτες τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­λή­θειας, ντρο­πή στούς ἀλ­λο­τρι­ω­τές τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς μας μνή­μης, ντρο­πή στούς βια­στές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νει­δή­σε­ως.
«Ντρο­πή Ἕλ­λη­νες», φω­νά­ζει ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης στούς ξε­θε­με­λι­ω­τές τῆς ἐ­θνι­κῆς μας συ­νο­χῆς, στούς ὁ­δο­στρω­τῆ­ρες τῆς ἐ­θνι­κῆς μας ταυ­τό­τη­τος, πού ἀ­δη­φά­γα καί μα­νια­κά δέν στα­μα­τοῦν νά ξη­λώ­νουν, νά ἀ­πο­κα­θη­λώ­νουν, νά γκρε­μί­ζουν, νά ἀ­πο­συν­θέ­τουν θε­σμούς, ἀ­ξί­ες, σύμ­βο­λα, ἀρ­χές, ἰ­δέ­ες, ἰ­δα­νι­κά μέ ὅ­ποι­ο μέ­σο δι­α­θέ­τουν καί μπο­ροῦν νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν, σχο­λι­κά βι­βλί­α, ΜΜΕ, δι­α­λέ­ξεις, ντο­κυ­μαν­ταίρ (ὅ­πως τό ἐ­παί­σχυν­το προ­σφά­τως προ­βαλ­λό­με­νο ἀ­πό τόν τη­λε­ο­πτι­κό σταθ­μό τοῦ ΣΚΑ­Ϊ) καί ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἀ­πό ὅ­ποι­α θέ­ση κι ἄν κα­τέ­χουν, εἴ­τε ὀ­νο­μά­ζον­ται Δρα­γώ­να, εἴ­τε Ρε­πού­ση, εἴ­τε Βε­ρέ­μης, εἴ­τε Τα­τσό­που­λος, εἴ­τε ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς ὀ­νο­μά­ζον­ται.
Ἕ­να, λοι­πόν, ἀ­πό τά ἀν­τί­θε­α καί ἀν­θελ­λη­νι­κά σχέ­δια πού ἐ­φαρ­μό­ζον­ται στίς μέ­ρες μας εἶ­ναι ἡ πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας καί ἡ συ­νο­λι­κή ἀ­πο­δό­μη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μας παι­δεί­ας. Πρό­κει­ται γιά μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια, πού ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται ἀ­προ­κά­λυ­πτα καί μέ τα­χεῖς ρυθ­μούς καί εἶ­χε ὡς πρό­σφα­το «θύ­μα» της τήν ἐ­θνι­κή μας πα­λιγ­γε­νε­σί­α γιά τήν ἀ­πο­τί­να­ξη τοῦ τουρ­κι­κοῦ ζυ­γοῦ, τήν ἐ­πέ­τει­ο τῆς ὁ­ποί­ας τι­μοῦ­με σέ λί­γες ἡ­μέ­ρες.
Ὁ ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πει­λεῖ νά ἰ­σο­πε­δώ­σει καί νά ἀ­ναι­ρέ­σει ἀ­κό­μη καί τά αὐ­το­νό­η­τα: τόν ἐ­θναρ­χι­κό ρό­λο καί τήν πο­λύ­πλευ­ρη προ­σφο­ρά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας στόν ἀ­γώ­να τοῦ 1821, τόν πό­θο καί τόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α ὅ­λων τῶν Ἑλ­λη­νῶν, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κῆς προ­ε­λεύ­σε­ως, τό φρό­νη­μα, τό ἦ­θος καί τήν θυ­σί­α τῶν ἀ­γω­νι­στῶν, ἀ­κό­μη καί αὐ­τή τήν βαρ­βα­ρό­τη­τα τοῦ κα­τα­κτη­τῆ καί τίς συν­θῆ­κες κα­τα­πί­ε­σης τῶν ὑ­πό­δου­λων Ἑλ­λή­νων!
Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά πα­ρα­ποι­ή­σει τόν χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν κα­θα­ρά ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός καί ὄ­χι τα­ξι­κός ἤ κοι­νω­νι­κός, ὅ­πως κα­τά συρ­ρο­ήν προ­πα­γαν­δί­ζε­ται στίς μέ­ρες μας. Τόν ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αὐ­τό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀ­γώ­να τοῦ ’21 ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὁ ἴ­διος ἀρ­χι­στρά­τη­γός του, ὁ θρυ­λι­κός Γέ­ρος τοῦ Μο­ριᾶ, ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης πού δή­λω­νε: «Σὰν μί­α βρο­χὴ ἦρ­θε σὲ ὅ­λους μας ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ὅ­λοι, καὶ οἱ κλη­ρι­κοὶ καὶ οἱ προ­ε­στοὶ καὶ οἱ κα­πε­τα­ναῖ­οι καὶ οἱ γραμ­μα­τι­σμέ­νοι καὶ οἱ ἔμ­πο­ροι, ὅ­λοι συμ­φω­νή­σα­με στὸν ἴ­διο σκο­πὸ καὶ κά­να­με τὴν ἐ­πα­νά­στα­ση.­.. 
Ἡ ἐ­πα­νά­στα­σις ἡ ἐ­δι­κή μας δὲν ὁ­μοιά­ζει μὲ καμ­μί­αν ἀ­πὸ ὅ­σας γί­νον­ται τὴν σή­με­ρον εἰς τὴν Εὐ­ρώ­πην. Τῆς Εὐ­ρώ­πης αἱ ἐ­πα­να­στά­σεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν δι­οι­κή­σε­ών τους εἶ­ναι ἐμ­φύ­λιος πό­λε­μος· ὁ ἐ­δι­κός μας πό­λε­μος ἦ­το πλέ­ον δί­και­ος, Ἦ­τον ἔ­θνος μὲ ἄλ­λον ἔ­θνος».
Ὁ σύγ­χρο­νος ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει ἀ­κό­μη καί τίς ἐ­πι­λο­γές, τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες καί τίς ἀ­πο­φά­σεις τοῦ ἴ­διου τοῦ λα­οῦ, πού ἔ­κα­νε τήν ἐ­πα­νά­στα­ση καί πού δι­ε­κή­ρυσ­σε στήν πρώ­τη Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου τό 1826 ὅ­τι «ὁ λα­ός τῆς Ἑλ­λά­δος ἔ­λα­βε τά ὅ­πλα καί δέν ζη­τεῖ διά τῶν ὅ­πλων πα­ρά τήν λαμ­πρό­τη­τα τῆς τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α με­τά τοῦ ἱ­ε­ροῦ αὐ­τῆς κλή­ρου κα­τε­δι­ώ­κε­το καί κα­τε­φρο­νεῖ­το ὑ­πό τῶν Τούρ­κων».
Καί στήν Ἐ­θνο­συ­νέ­λευ­ση τῆς Τροι­ζή­νας τό 1827 δι­ε­κή­ρυτ­τε, ἐ­πί­σης, ὅ­τι «ὡς χρι­στια­νοί οὔ­τε ἦ­το, οὔ­τε εἶ­ναι δυ­να­τόν νά πει­θαρ­χή­σω­μεν δε­σπο­ζό­με­νοι ἀ­πό τούς θρη­σκο­μα­νεῖς Μω­α­με­θα­νούς, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τέ­σχι­ζαν καί κα­τε­πά­τουν τάς ἁ­γί­ας εἰ­κό­νας, κα­τε­δά­φι­ζαν τούς ἱ­ε­ρούς να­ούς, κα­τε­φρό­νουν τό Ἱ­ε­ρα­τεῖ­ον, ὑ­βρί­ζον­τες τό θεῖ­ον ὄ­νο­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ καί μᾶς ἐ­βί­α­ζον ἤ νά γί­νω­μεν θύ­μα­τα τῆς μα­χαί­ρας των, ἀ­πο­θνή­σκον­τες χρι­στια­νοί ἤ νά ζή­σω­μεν Τοῦρ­κοι, ἀρ­νη­ταί τοῦ Χρι­στοῦ καί ὀ­πα­δοί τοῦ Μω­ά­μεθ. Πο­λε­μοῦ­μεν πρός τούς ἐ­χθρούς τοῦ Κυ­ρί­ου μας». 
Ἀλ­λά καί στά πρῶ­τα Συν­τάγ­μα­τα τῶν Ἐ­θνο­συ­νε­λεύ­σε­ων τῆς Ἐ­πι­δαύ­ρου, τοῦ Ἄ­στρους καί τῆς Τροι­ζή­νας οἱ Ἕλ­λη­νες δι­ε­κή­ρυσ­σαν: «Ὅ­σοι αὐ­τό­χθο­νες κά­τοι­κοι τῆς ἐ­πι­κρά­τειας τῆς Ἑλ­λά­δος πι­στεύ­ου­σιν εἰς Χρι­στόν εἰ­σί Ἕλ­λη­νες».
Ὁ σύγ­χρο­νος ὁ­δο­στρω­τή­ρας τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ μέ μα­νι­ώ­δη ὁρ­μή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­κυ­ρώ­σει τήν ἀν­δρει­ο­σύ­νη καί μαρ­τυ­ρι­κή προ­σφο­ρά τῶν ἀ­γω­νι­στῶν καί τῶν ἐ­θνο­μαρ­τύ­ρων τοῦ Γέ­νους μας τούς ὁ­ποί­ους δι­καί­ως καί ἐ­πι­βε­βλη­μέ­να τι­μοῦ­με καί ἐ­παι­νοῦ­με σή­με­ρα. Νά πα­ρα­γρά­ψει ἀ­πό τίς μνῆ­μες τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων τήν φλο­γε­ρή πί­στη, τήν λε­βεν­τιά, τόν πό­θο γιά τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τό­σων καί τό­σων ἐ­πώ­νυ­μων καί ἀ­νώ­νυ­μων πού ἀ­φι­έ­ρω­σαν τήν ζω­ή τους στόν με­γά­λο καί ἱ­ε­ρό σκο­πό τῆς ἀ­νά­στα­σης τοῦ Γέ­νους, πού πά­σχι­σαν καί μό­χθη­σαν νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν ψυ­χή τοῦ βα­σα­νι­σμέ­νου ρα­γιᾶ, νά κρα­τή­σουν ζων­τα­νή τήν πί­στη του, τήν γλώσ­σα του, τήν ἐ­θνι­κή του συ­νεί­δη­ση.
Ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ξε­ρι­ζώ­σει ἀ­πό τήν μνή­μη τῶν Νε­ο­ελ­λή­νων πα­τριά­ρχες, ἐ­πι­σκό­πους, πα­πά­δες, κα­λο­γή­ρους, δα­σκά­λους τοῦ Γέ­νους, ἐμ­πό­ρους, ἀρ­μα­τω­λούς, κλέ­φτες, ὁ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, πλοιά­ρχους καί πυρ­πο­λη­τές, ἡ­ρω­ϊ­κές κό­ρες καί μη­τέ­ρες, ὅ­λους ὅ­σοι ἀ­πο­τέ­λε­σαν τήν θεί­α ἐ­κεί­νη «πα­ρεμ­βο­λή τῆς πα­ρα­τά­ξε­ως Κυ­ρί­ου» καί τοῦ Γέ­νους, ἄν­θρω­ποι μέ πί­στη στόν Θε­ό, ἡ ὁ­ποί­α τούς ὅ­πλι­ζε μέ ὑ­πο­μο­νή, μέ θάρ­ρος, μέ εὐ­ψυ­χί­α, μέ ἐλ­πί­δα, μέ πνεῦ­μα θυ­σί­ας, αὐ­τά πού ἦ­ταν «τά μό­να φο­βε­ρά ὅ­πλα εἰς χεί­ρας λα­οῦ πο­λε­μοῦν­τος πρός ἀ­πό­κτη­σιν τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας του», ὅ­πως τό­νι­ζε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ μάρ­τυ­ρας τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος. 
Ἐ­πι­χει­ρεῖ, ἡ σύγ­χρο­νη λαί­λα­πα τοῦ ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ, νά ἀ­πα­ξι­ώ­σει καί νά ἀ­μαυ­ρώ­σει κο­ρυ­φαῖ­α ἀ­να­στή­μα­τα τοῦ πνεύ­μα­τος καί λο­γί­ους τῶν γραμ­μά­των ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Γεν­νά­διος Σχο­λά­ριος, ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς Με­γά­λης τοῦ Γέ­νους Σχο­λῆς, ὁ μαρ­τυ­ρι­κός Πα­τριά­ρχης Ἅ­γιος Γρη­γό­ριος Ε΄, ὁ Εὐ­γέ­νιος Βούλ­γα­ρης, ὁ Οἰ­κο­νό­μος ἐξ Οἰ­κο­νό­μων, ὁ Ρή­γας Φε­ραῖ­ος, ὁ «φω­τι­στής τῶν σκλά­βων» Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἱ­τω­λός, ἡ­γέ­τες τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­πο­δί­στριας, ὁ πρῶ­τος Κυ­βερ­νή­της τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ὑ­ψη­λάν­της, ὁ Πα­λαι­ῶν Πα­τρῶν Γερ­μα­νός, ὁ Νι­κό­λαος Σκου­φᾶς, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος Τσα­κά­λωφ καί ὁ Ἐμ­μα­νου­ήλ Ξάν­θος πού ἵ­δρυ­σαν τήν Φι­λι­κή Ἑ­ται­ρεί­α, δη­μο­γέ­ρον­τες καί ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κοι­νο­τή­των, συν­το­νι­στές τοῦ ἀ­γώ­να, πο­λι­τι­κούς ὅ­πως οἱ Μαυ­ρο­μι­χά­λη­δες, οἱ Δελ­λη­γι­άν­νη­δες, ὁ Ἀν­δρέ­ας Ζα­ΐ­μης, ὁ Κουν­του­ρι­ώ­της, ὁ Μαυ­ρο­κορ­δά­τος.
Ἀ­τρό­μη­τους καί ἀ­νυ­πό­τα­κτους πο­λε­μι­στές, πού ἀρ­νοῦν­ταν νά συμ­βι­βα­στοῦν μέ τίς ἐν­το­λές τοῦ κα­τα­κτη­τῆ, ἥ­ρω­ες τῆς κλε­φτου­ριᾶς, πού ἀ­γω­νί­στη­καν ἐ­πά­νω στίς ἐ­πάλ­ξεις τῶν βου­νῶν καί τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ὁ­πλαρ­χη­γούς, κα­πε­τα­ναί­ους, ἀ­τρό­μη­τους ἀ­γω­νι­στές, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ θρυ­λι­κός Γέ­ρος τοῦ Μο­ριᾶ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, ὁ Γε­ώρ­γιος Κα­ρα­ϊ­σκά­κης, ὁ Πα­πα­φλέσ­σας, ὁ Ἀ­θα­νά­σιος Διά­κος, ὁ Σα­μου­ήλ, ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας Ἀν­δροῦ­τσος, οἱ Μπο­τσα­ραῖ­οι, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Κα­νά­ρης, ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης, ὁ Ἐμ­μα­νου­ήλ Παπ­πᾶς, ὁ Κα­ρα­τά­σος, ὁ Γε­ωρ­γά­κης Ὀ­λύμ­πιος, οἱ Ὑ­ψη­λάν­τες, ὁ Ἀν­δρέ­ας Μι­α­ού­λης, ὁ Βι­σβί­ζης, οἱ Τζα­βε­λαῖ­οι, ὁ Νι­κη­τα­ρᾶς, ἀλ­λά καί οἱ πρίν ἀ­πό αὐ­τούς Κα­τσαν­τώ­νης, Στα­θᾶς, Νι­κο­τσά­ρας, πα­πα-Βλα­χά­βας καί τό­σοι ἄλ­λοι.
Ἄν­δρες, γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, νέ­οι καί γέ­ροι, δί­νουν ὁ κα­θέ­νας τόν δι­κό του ἀ­γώ­να, κα­τά τίς δυ­νά­μεις του, πού ξε­περ­νᾶ κα­τά πο­λύ κά­θε προσ­δο­κί­α καί ὑ­πο­λο­γι­σμό, καί ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ ἕ­να νέ­ο θαῦ­μα στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α, ἕ­να θαῦ­μα ἀν­δρεί­ας, γεν­ναι­ό­τη­τας, αὐ­το­θυ­σί­ας.
Οἱ Ἑλ­λη­νί­δες γυ­ναῖ­κες γρά­φουν τή δι­κή τους θαυ­μα­στή ἱ­στο­ρί­α. 
“Θαυ­μά­ζω τές γυ­ναῖ­κες μας καί στ’ ὄ­νο­μά τους μνέ­ω.­.­.­”, γρά­φει ὁ Ἐ­θνι­κός μας ποι­η­τής Δι­ο­νύ­σιος Σο­λω­μός, ὑ­πο­κλι­νό­με­νος μπρο­στά στίς ἡ­ρω­ΐ­δες τοῦ ’­21 πού δέν ὑ­πο­λεί­πον­ται σέ κα­τορ­θώ­μα­τα. Θρεμ­μέ­νες μέ τόν προ­γο­νι­κό πό­θο τῆς λευ­τε­ριᾶς, πνιγ­μέ­νες ἀ­πό τό βρό­χο τῆς μα­κραί­ω­νης τουρ­κι­κῆς σκλα­βιᾶς, μέ λα­βω­μέ­νη στά στή­θη τήν ἐ­θνι­κή πε­ρη­φά­νεια, πο­νοῦν, ἀν­τι­δροῦν, ἀ­πο­φα­σί­ζουν.
Σάν σύ­ζυ­γοι, στά­θη­καν τό ἠ­θι­κό στή­ριγ­μα τῶν ἀν­δρῶν τους. Μοι­ρά­στη­καν μα­ζί τους τίς ἀ­μέ­τρη­τες θυ­σί­ες τοῦ πο­λύ­χρο­νου ξε­ση­κω­μοῦ. Μπα­ρου­το­κα­πνι­σμέ­νες, μα­τω­μέ­νες, μέ τό κα­ρι­ο­φί­λι στό χέ­ρι, ζω­σμέ­νες φυ­σε­κλί­κια, πο­λέ­μη­σαν δί­πλα στούς ἄν­δρες τους, στή στε­ριά, στό βου­νό, στή θά­λασ­σα. Πο­λέ­μη­σαν παν­τοῦ μ’ ἄ­φθα­στη ἀν­δρει­ο­σύ­νη, μέ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα, μέ τόλ­μη καί θυ­σί­α ὑ­πε­ράν­θρω­πη.
Σάν μά­νες, βά­στα­ξαν ψη­λά τή δά­δα τῶν ἰ­δα­νι­κῶν τῆς Φυ­λῆς καί με­τα­λαμ­πα­δέ­ψα­νε τή φλό­γα στή συ­νεί­δη­ση τῶν παι­δι­ῶν τους. Στρα­τιά ὁ­λό­κλη­ρη οἱ ἡ­ρω­ΐ­δες. Ἐ­πώ­νυ­μες, ἀρ­χόν­τισ­σες, κα­πε­τά­νισ­σες καί ἄ­ση­μες, ἄ­γνω­στες, πού πῆ­ραν ὅ­μως τούς τί­τλους τῆς τι­μῆς καί τά με­τάλ­λια τῆς θυ­σί­ας ἀ­π’ τούς κα­πνούς τῆς μά­χης. 
Ἡ Μαν­τώ Μαυ­ρο­γέ­νους, ἡ ἀρ­χόν­τισ­σα τῆς Μυ­κό­νου, προ­σφέ­ρει τήν τε­ρά­στια πε­ρι­ου­σί­α της καί τή ζω­ή της ὁ­λό­κλη­ρη στίς ἀ­νάγ­κες τοῦ ἀ­γώ­να, γιά νά πε­θά­νει ἀρ­γό­τε­ρα στήν ἐ­λεύ­θε­ρη Πά­ρο, πάμ­πτω­χη καί ἀ­δι­κη­μέ­νη· ἡ θρυ­λι­κή Λα­σκα­ρί­να Μπουμ­που­λί­να, ἡ ἀ­τρό­μη­τη κα­πε­τά­νισ­σα, πού γνω­ρί­ζει νά πο­λε­μά­ει, νά δι­οι­κεῖ, νά ἐμ­ψυ­χώ­νει· ἡ κα­πε­τά­νισ­σα Δό­μνα Βι­σβί­ζη, ἀ­πό τήν Αἶ­νο τῆς Θρά­κης, πού σκο­τώ­νε­ται ὁ ἄν­δρας της πο­λε­μών­τας κι’ ἐ­κεί­νη σκου­πί­ζει τά μά­τια της μέ τήν ἄ­κρη τῆς μαύ­ρης μαν­τη­λο­δε­σιᾶς της κι’ ἀ­λύ­γι­στη ἀ­πό τόν πό­νο δη­λώ­νει: “Ἄν ὁ ἄν­δρας μου ἦ­ταν βου­λή τοῦ Θε­οῦ νά χα­θεῖ, τό μπρί­κι του δέν θά μεί­νει χω­ρίς κα­πε­τά­νιο. Θά τό κου­μαν­τά­ρω ἐ­γώ! Βά­ζω ὅρ­κο πά­νω στό λεί­ψα­νό του πώς θά κρα­τή­σω τή στερ­νή πα­ραγ­γε­λιά του. Κι’ ἄμ­πο­τες καί τοῦ λό­γου μου νά πά­ω ἀ­πό τόν ἴ­διο θά­να­το”. 

Κι’ ἔ­πει­τα ἡ Κρου­στάλ­λω τοῦ Δού­κα καί ἡ Δέ­σποι­να Ἀρ­φα­νῆ ἀ­πό τά Ψα­ρά, ἡ Μα­ρί­α καί ἡ Ἀν­θού­σα Δα­σκα­λο­γιά­ννη οἱ Κρη­τι­κο­ποῦ­λες, ἡ Ἀ­λε­φάν­τω ἀ­πό τό Γα­λα­ξί­δι, θρεμ­μέ­νες ὅ­λες μέ τῆς θά­λασ­σας τό κύ­μα τό ἁλ­μυ­ρό.
Ἡ Μό­σχω Τζα­βέ­λαι­να, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Λάμ­πρου, ἡ Χά­ι­δω, ἡ κό­ρη τοῦ Γι­αν­νά­κη Σέ­χου, ἡ Δέ­σπω Μπό­τσα­ρη, ἡ Λέ­νω Μπό­τσα­ρη, καί οἱ ἄλ­λες ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στες Σου­λι­ώ­τισ­σες πού προ­τί­μη­σαν τόν θά­να­το ἀ­πό τήν ἀ­τι­μα­σμέ­νη ζω­ή.
Ἡ Χρυ­σά­ι­δω ἡ Με­σο­λογ­γί­τισ­σα, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Μή­τρου Δε­λη­γι­ώρ­γη, πού κα­τά τόν κίν­δυ­νο τῆς μά­χης προ­κά­λε­σε τόν ἄν­δρα της νά τήν σκο­τώ­σει ὁ ἴ­διος ἄν κιν­δυ­νέ­ψει νά πέ­σει στά χέ­ρια τῶν Τούρ­κων. 
Ἡ Βα­σί­λω, ἡ γυ­ναί­κα τοῦ Κί­τσου Τζα­βέ­λα, ἡ Χρυ­σάν­θη Βο­ρί­λα, ἡ Χρυ­σά­ι­δω Κα­ρα­βαγ­γέ­λη, ἡ Γυ­φτο­γι­άν­νε­να, κό­ρη τοῦ Κου­βα­ρᾶ, πού εἶ­χε δη­λώ­σει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἄν κα­τα­λά­βω τά δύ­σκο­λα θά βα­στή­ξω κι ἕ­να βό­λι γιά τό κε­φά­λι μου. Σκλά­βα στούς ἀ­ρα­πά­δες τοῦ Ἰμ­πρα­ήμ δέ θά πέ­σω.­.­.­».  
Κι’ οἱ Μα­νι­ά­τισ­σες. Μιά ἀ­π’ ὅ­λες τους παίρ­νει τό θάρ­ρος ν’ ἀν­τι­τα­χθεῖ στόν Μαυ­ρο­μι­χά­λη, πού ἀ­παί­τη­σε νά φύ­γουν γιά νά σω­θοῦν: «Σω­στά τά λές, Κα­πε­τά­νι­ε, μά ἀ­στό­χη­σες πώς εἴ­μα­στε Μα­νι­ά­τισ­σες! Δέν πᾶ­με που­θε­νά! Ἐ­δῶ θά μεί­νου­με νά πο­λε­μή­σου­με!­». Κι’ ἔ­μει­ναν καί ἀν­δρα­γά­θη­σαν στή μά­χη τῆς Βέρ­γας.
Σου­λι­ώ­τισ­σες, Μα­νι­ά­τισ­σες, Με­σο­λογ­γί­τισ­σες, γυ­ναῖ­κες τῶν νη­σι­ῶν καί τῆς στε­ριᾶς. Κά­θε γω­νιά τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς γῆς ἔ­χει νά δι­η­γεῖ­ται πῶς τοῦ­τες οἱ γυ­ναῖ­κες τρό­μα­ξαν τή φύ­ση καί στά­θη­καν στόν ἀ­γώ­να πο­λύ­τι­μες.
Τό βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καί ἡ οὐ­σί­α τῆς Ἐ­πα­να­στά­σε­ως τοῦ 1821 εἶ­ναι αὐ­τό πού βάλ­λε­ται κα­τ’ ἐ­ξο­χήν στίς μέ­ρες μας καί ἀ­πει­λεῖ­ται ἀ­πό τήν λαί­λα­πα τοῦ σύγ­χρο­νου ἀ­φελ­λη­νι­σμοῦ. Για­τί τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλός χι­λι­ο­με­τρι­κός λί­θος στό δρό­μο τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Εἶ­ναι μιά ἀ­φε­τη­ρί­α, ἕ­να ξε­κί­νη­μα, μιά ἐ­θνι­κή πα­λιγ­γε­νε­σί­α. Ἕ­νας θε­με­λι­ώ­δης ὅ­ρος δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πού μᾶς ζη­τεῖ νά τοῦ ἀ­φι­ε­ρώ­σου­με τό­σο τό συ­ναί­σθη­μα ὅ­σο καί τή γνώ­ση μας. 
Γιά τόν ση­με­ρι­νό Ἕλ­λη­να πρέ­πει νά στέ­κει τό­σο ψη­λά, ὥ­στε νά ἀγ­γί­ζει τή σφαί­ρα τοῦ μύ­θου. Νά γί­νει θρύ­λος, ἐ­θνι­κό μνη­μεῖ­ο, σύμ­βο­λο τῆς ἀ­γω­νι­στι­κῆς ἰ­δέ­ας, πού συμ­πυ­κνώ­νει καί ἐκ­φρά­ζει ὅ­λους μα­ζί τούς ἀ­γῶ­νες καί τά κλέ­η, ἀ­πό τό­τε πού ὑ­πάρ­χει συ­νεί­δη­ση ἑλ­λη­νι­κή.
Ἀλ­λά τό Εἰ­κο­σι­έ­να δέν ἦ­ταν μό­νο ἡ με­γά­λη πο­λε­μι­κή ἐ­πο­ποι­ΐ­α, πού ξα­νά­φε­ρε, δει­λή ἔ­στω καί ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νη, τήν πρώ­τη ἑλ­λη­νι­κή ἀ­νε­ξάρ­τη­τη πα­ρου­σί­α στό νε­ό­τε­ρο πο­λι­τι­κό χάρ­τη τῆς Εὐ­ρώ­πης, πα­ρά τίς ἀλ­χη­μεῖ­ες τῆς δι­ε­θνοῦς δι­πλω­μα­τί­ας καί τούς μι­κρο­ϋ­πο­λο­γι­σμούς καί τίς συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις τῶν Με­γά­λων Δυ­νά­με­ων. 
Ἦ­ταν συγ­χρό­νως καί τό ἱ­στο­ρι­κό αἴ­τιο γιά ἕ­να πλῆ­θος συ­νέ­πει­ες καί ἐ­πι­δρά­σεις, πού προσ­δι­ο­ρί­ζουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά τή σύ­στα­ση καί τή ζω­ή τοῦ Νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ἦ­ταν μιά με­γά­λη ἑλ­λη­νι­κή πρά­ξη, πού σφρά­γι­σε τή μοί­ρα ὄ­χι μό­νο τῶν δη­μι­ουρ­γῶν της ἀλ­λά καί ὅ­λων τῶν ἐ­πι­γό­νων τους γιά πάν­τα. Ἦ­ταν ἀ­γώ­νας, πού ὄ­χι μό­νο στη­ρί­ζε­ται στό ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν μας καί τό δι­και­ώ­νει, ἀλ­λά προ­βάλ­λε­ται καί στό πα­ρόν καί στό μέλ­λον μας γιά νά τό ἐ­πη­ρε­ά­σει βα­θύ­τα­τα.
Τό Εἰ­κο­σι­έ­να συν­δέ­ει δυ­να­μι­κά καί ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­να τόν Νέ­ο Ἑλ­λη­νι­σμό μέ τό δο­ξα­σμέ­νο ἱ­στο­ρι­κό πα­ρελ­θόν του. Ἀ­πο­κα­θι­στᾶ, ἀ­ναμ­φί­βο­λα, κα­τά τρό­πο ὁ­ρι­στι­κό καί τε­λε­σί­δι­κο, τήν ἑλ­λη­νι­κή ἱ­στο­ρι­κή συ­νέ­χεια. Μιά συ­νέ­χεια πού ἐ­ξε­λίσ­σε­ται μέ ἀ­νά­λο­γη λαμ­πρό­τη­τα καί ἡ­ρω­ι­σμό μέ τόν Μα­κε­δο­νι­κό Ἀ­γώ­να τοῦ 1903-1904, τούς Βαλ­κα­νι­κούς πο­λέ­μους τοῦ 1912-1913 καί τήν ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 1940-1.
Εἶ­ναι ὁ προ­αι­ώ­νιος καί δι­α­χρο­νι­κός πό­θος τῶν Ἑλ­λή­νων γιά ἐ­λευ­θε­ρί­α καί ἐ­θνι­κή ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α πού νι­κᾶ κά­θε κα­τα­κτη­τή, ὑ­περ­πη­δᾶ κά­θε ἐμ­πό­διο, πα­ρα­κάμ­πτει κά­θε ἀν­τι­ξο­ό­τη­τα, πα­ρα­βλέ­πει στρα­τι­ω­τι­κά καί ἀ­ριθ­μη­τι­κά με­γέ­θη καί κα­τα­λή­γει σέ νι­κη­φό­ρα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα χά­ρη στήν θε­όσ­δο­τη ἀν­δρει­ο­σύ­νη τῆς ψυ­χῆς τῶν Ἑλ­λή­νων. 
Τήν πε­ρι­γρά­φει εὐ­φυ­έ­στα­τα καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ὁ Ἄγ­γε­λος Τερ­ζά­κης στήν Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 19­40-1941, ὅ­που πο­λέ­μη­σε καί ὡς ἔ­φε­δρος ἀν­θυ­πο­λο­χα­γός: «­.­..Δέν ἤ­ξε­ραν (οἱ κα­τα­κτη­τές) πώς στή στε­γνή καί ἀ­μά­λα­γη τού­τη χώ­ρα πού ἦρ­θαν, πα­ρά­γε­ται ἀ­πό τά πα­νάρ­χαι­α χρό­νια ἕ­να ὀ­ξύ πού λει­ώ­νει κά­θε λῖ­πος, βά­ζει σέ σκλη­ρή δο­κι­μα­σί­α κά­θε στόμ­φο, κά­θε κομ­πα­σμό καί ἀ­λα­ζο­νεί­α: Τό πνεῦ­μα τοῦ κρι­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου» (Ἄγ­γε­λος Τερ­ζά­κης, Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή Ἐ­πο­ποι­ΐ­α τοῦ 19­40-1941).
Ἄς ξέ­ρουν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες τῆς Νέ­ας Τά­ξης πραγ­μά­των, πού κρί­νουν μό­νο μέ τό μυα­λό καί τά νού­με­ρα, ὅ­τι «ἡ τύ­χη μᾶς ἔ­χει πάν­το­τε ὀ­λί­γους. Ὅ­τι ἀρ­χή καί τέ­λος, πα­λαι­ό­θεν καί ὡς τώ­ρα, ὅ­λα τά θε­ριά πο­λε­μοῦν νά μᾶς φᾶ­νε καί δέ μπο­ροῦ­νε. Τρῶ­νε ἀ­πό μᾶς καί μέ­νει καί μα­γιά». (Μα­κρυ­γιά­ννης) 
«Μα­κά­ριος» λοι­πόν «ὁ λα­ός ὁ γι­νώ­σκων ἀ­λα­λαγ­μόν», ὅ­πως λέ­γει ὁ Ψαλ­μός (Ψαλμ. Πη΄ (πθ΄­), 1-5). Χα­ρά δη­λα­δή στό λα­ό πού ξέ­ρει νά γι­ορ­τά­ζει τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του. Νά με­θᾶ ἡ ψυ­χή του ἀ­πό ἐ­θνι­κή ὑ­πε­ρη­φά­νεια. Νά κά­νει ἆ­σμα καί παιᾶ­να τούς ἡ­ρω­ϊ­σμούς καί τίς θυ­σί­ες τῆς ψυ­χῆς του. 
Νά δι­δά­σκει τήν ἀν­δρεί­α καί τή φι­λο­πα­τρί­α τῶν προ­γό­νων του καί νά φρο­νη­μα­τί­ζει τίς γε­νε­ές πού ἔρ­χον­ται. Ὁ λα­ός αὐ­τός δέν χά­νε­ται ἀ­πό τό πρό­σω­πο τῆς γῆς. Δι­ό­τι ἔ­χει προ­ο­ρι­σμό στή ζω­ή καί ἔ­χει νά ἐ­πι­τε­λέ­σει ἔρ­γο στήν Ἱ­στο­ρί­α. Ἔρ­γο ὄ­χι πο­λε­μι­κό, ὄ­χι ἔρ­γο κα­τα­κτη­τι­κό, ἀλ­λά ἔρ­γο εἰ­ρη­νι­κό καί ἐκ­πο­λι­τι­στι­κό, ἔρ­γο «με­γά­λης ἰ­δέ­ας».
Ἔ­χου­με, λοι­πόν, οἱ πάν­τες ὑ­πο­χρέ­ω­ση νά τι­μοῦ­με καί νά σε­βό­μα­στε τούς ἥ­ρω­ές μας καί τήν Ἱ­στο­ρί­α μας, ἀ­δι­ά­σπα­στη καί συ­νε­χῆ διά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων, ὥ­στε νά ἐ­πι­βι­ώ­σου­με ὡς Ἔ­θνος μέ­σα στήν χο­ά­νη τῆς παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σε­ως.
Ἐ­πι­βάλ­λε­ται σθε­να­ρή καί ἄ­καμ­πτη ἀν­τί­στα­ση σέ ὅ­λα τά ἐ­πί­πε­δα καί πρός κά­θε κα­τεύ­θυν­ση. Ἀν­τί­στα­ση στόν ἀ­φελ­λη­νι­σμό καί στήν πα­ρα­χά­ρα­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποί­η­ση καί τόν ὑ­πο­βι­βα­σμό τῶν ἀρ­χῶν τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος μας, ἀν­τί­στα­ση στήν πο­δη­γέ­τη­ση καί τόν ἔ­λεγ­χο τῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῆς συ­νει­δή­σε­ώς μας, ἀν­τί­στα­ση στούς σχε­δια­σμούς καί τίς ἐ­πι­βο­λές τῆς Νέ­ας Τά­ξε­ως Πραγ­μά­των καί τῆς Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς. 
Ἀν­τί­στα­ση στήν νέ­α ἠ­λε­κτρο­νι­κή φυ­λα­κή μέ­σῳ τῆς κάρ­τας τοῦ πο­λί­τη καί τῶν ὑ­πο­λοί­πων ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν καρ­τῶν, τίς ὁ­ποί­ες ἀρ­νού­με­θα νά πα­ρα­λά­βου­με. Ἀν­τί­στα­ση παν­τί σθέ­νει καί πά­σῃ δυ­νά­μει. Ἀν­τί­στα­ση μέ­χρις ἐ­σχά­των.
Ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη καί ὄ­χι ἐ­πι­φα­νεια­κή, πού θά στη­ρί­ζε­ται στόν προ­σω­πι­κό μας ἁ­για­σμό καί τόν ἀ­να­βα­πτι­σμό μας, στά νά­μα­τα τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας. Ἀν­τί­στα­ση ὀρ­γα­νω­μέ­νη σέ προ­σω­πι­κό, οἰ­κο­γε­νεια­κό, ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κό καί κοι­νω­νι­κό ἐ­πί­πε­δο.
Ἄς κά­νου­με τά σπί­τια μας νέ­α κρυ­φά σχο­λειά κι ἄς γα­λου­χή­σου­με τά παι­διά μας μέ τίς πα­ρα­δό­σεις τοῦ γέ­νους μας ὑ­πο­κα­θι­στών­τας ἐ­μεῖς τήν πλη­μμε­λή σχο­λι­κή ἐκ­παί­δευ­ση πού τούς πα­ρέ­χε­ται. Νά προ­βά­λου­με στά παι­διά μας τά πρό­τυ­πα τῶν ἁ­γί­ων καί τῶν ἡ­ρώ­ων μας, νά τούς ἐμ­πνεύ­σου­με τήν φι­λο­πα­τρί­α, νά τούς δι­δά­ξου­με σω­στά τήν γλώσ­σα μας καί τήν ἱ­στο­ρί­α μας.
Νά γί­νου­με οἱ ἴ­διοι φο­ρεῖς καί με­τα­λαμ­πα­δευ­τές αὐ­τῆς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως μέ συ­νέ­πεια καί εὐ­συ­νει­δη­σί­α στόν χῶ­ρο ἐρ­γα­σί­ας μας, στόν κοι­νω­νι­κό μας πε­ρί­γυ­ρο καί σέ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη εὐ­και­ρί­α μᾶς πα­ρέ­χε­ται.
Νά δρα­στη­ρι­ο­ποι­η­θοῦ­με μα­χη­τι­κά καί ἀ­γω­νι­στι­κά δί­νον­τας ἀ­νά πᾶ­σα στιγ­μή μαρ­τυ­ρί­α ὀρ­θο­δο­ξί­ας καί ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Νά κα­τα­στή­σου­με σα­φές σέ ὅ­λους αὐ­τούς πού κα­τερ­γά­ζον­ται τήν ὑ­πο­νό­μευ­ση τῆς πί­στε­ως καί τῆς πα­τρί­δος μας ὅ­τι θά μᾶς βροῦν ἀ­πέ­ναν­τί τους ἀ­κλό­νη­τους καί ἀ­με­τα­κί­νη­τους. Νά γνω­ρί­ζουν ὅ­τι ἡ νί­κη, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι δι­κή μας.
Ἄς μήν ξε­χνᾶ­με τό δί­δαγ­μα πού μᾶς δί­νει ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Γέ­νους μας, μέ τά λό­για τοῦ ἐ­θνο­μάρ­τυ­ρος Κυ­πρια­νοῦ, ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Κύ­πρου (1756-1821), πού ἀ­παν­τᾶ στόν Τοῦρ­κο Κι­ου­τσούκ Μεχ­μέτ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πει­λεῖ πώς θά ξε­πα­στρέ­ψει ὅ­λους τούς Ρω­μη­ούς ἀ­πό ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο, ἐκ­φρα­σμέ­νο ποι­η­τι­κά ἀ­πό τόν ἐ­θνι­κό ποι­η­τή τῆς Κύ­πρου, Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, σέ ἐ­λεύ­θε­ρη δι­α­σκευ­ή:
«Κι­ου­τσούκ Μεχ­μέτ:
—­“ Ἐ­πί­σκο­πε, ἐ­γώ τήν γνώ­μη μου πο­τέ δέν τήν ἀλ­λά­ζω,
κι ὅ­σα κι ἄν πεῖς, μή θαρ­ρευ­τεῖς ὅ­τι θά σέ πι­στέ­ψω˙
ἔ­χω στό νοῦ μου, ἐ­πί­σκο­πε, νά σφά­ξω, νά κρε­μά­σω,
κι ἄν ἠμ­πο­ρῶ ἀ­π’ τούς Ρω­μη­ούς τήν Κύ­προ νά πα­στρέ­ψω.
Κι ἀ­κό­μα κι ἄν ἐμ­πό­ρε­γα τόν κό­σμο νά γυ­ρί­σω,
θέ νά σφά­ξω τούς Ρω­μη­ούς, ψυ­χή νά μήν ἀ­φή­σω”.
»Ἐ­πί­σκο­πος Κυ­πρια­νός:
—­“ Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη εἶ­ν’ φυ­λή συ­νό­και­ρη τοῦ κό­σμου,
κα­νέ­νας δέν ἐ­βρέ­θη­κε γιά νά τήν ἐ­ξα­λεί­ψει,
κα­νέ­νας, για­τί σκέ­πει την ἀπ΄ τά ὕ­ψη ὁ Θε­ός μου.
Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη θέ νά χα­θεῖ, ὅ­ταν ὁ κό­σμος λεί­ψει.
Σφά­ξε μας ὅ­λους κι ἄς γε­νεῖ τό αἷ­μα μας αὐ­λά­κι,
Κά­με τόν κό­σμο μα­κελ­λει­ό καί τούς Ρω­μη­ούς σφα­χτά­ρια,
μά γνώ­ρι­ζε πώς, σάν κο­πεῖ ἡ λεύ­κα ἡ δρο­σε­ρή,
τρι­γύ­ρω της πε­τά­γον­ται τρι­α­κό­σια πα­ρα­κλά­δια.
Τό ἄ­ρο­τρο ὀρ­γώ­νον­τας θαρ­ρεῖ τή γῆ πώς τρώ­ει,
μά τό ἴ­διο πάν­τα τρώ­γε­ται, τό ἴ­διο κα­τα­λυ­έ­ται”­.»

Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη ἔ­ν’ φυ­λή συ­νό­και­ρη τοῦ κό­σμου,
κα­νέ­νας δέν εὑ­ρέ­θη­κεν γιά νά τήν ἰ­ξη­λεί­ψη,
κα­νέ­νας για­τί σκέ­πει την πού τ’ ἅ­ψη ὁ Θε­ός μου.
Ἡ Ρω­μι­ο­σύ­νη ἔ­ν’ νά χα­θῆ, ὄν­τας ὁ κό­σμος λεί­ψη.
(Βα­σί­λης Μι­χα­η­λί­δης, Κύ­προς)


Γιά νά κατεβάσετε καί νά ἀποθηκεύσετε τήν ὁμιλία πατῆστε ἐδῶ (δεξί κλίκ, 'Ἀποθήκευση προορισμοῦ ὡς, ἤ Ἀποθήκευση δεσμοῦ ὡς).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...