Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 17, 2011

Ο σύγχρονος άγιος υμνογράφος...

Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης - Ένας υμνωδός από τον Άθωνα



«Από το Καρούλι, ανηφορίζων προς δυσμάς, προχωρείς εις τα ανώμαλα υψώματα, κατά μήκος της μεσημβρινής παραλίας της Αγιορειτικής Χερσονήσου και, μετά ημίσειαν περίπου ώραν, φθάνεις εις το κελλίον του Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, ήγουν του ανήκοντος εις την Σκήτην της Μικράς Αγίας Άννης. Ούτος ο ευλογημένος μοναχός Γεράσιμος κατάγεται από την Βόρειον Ήπειρον και ασκητεύει επί 3Ο έτη εις το Άγιον Όρος, κέκτηται δε παρά Θεού το χάρισμα του υμνογράφου ...».
(Απόσπασμα από προσκυνηματικό οδηγό του Αγίου Όρους, 1950).
001.jpgΟ κατά κόσμον Αναστάσιος-Αθανάσιος γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1905 στην Δρόβιανη της επαρχίας Δελβίνου Βορείου Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της γενέτειράς του. Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του χωριού. Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί κοντά του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον μικρότερο αδελφό του.
Ο ίδιος περιγράφει την αναχώρησή του από το χωριό: «Από την Δρόβιανη δεν θυμούμαι αν έφυγα με σκοπό να ξαναγυρίσω». Ο χωρισμός αυτός κόστισε σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Ιδιαίτερα στην μητέρα του Αθηνά. Ο ανηψιός του μας πληροφορεί σχετικά: «Για πρώτη φορά άκουσα για τον γέροντα το 1941, όταν επιστρέψαμε από Ελλάδα, εγώ, η μαμά μου Ευθαλία και ο πατέρας μου Κίμων, όπου με είχαν φέρει για κάποια χειρουργική επέμβαση. Όταν, λοιπόν, επιστρέψαμε στο σπίτι, με ρώτησε η γιαγιά μου· τον θείο σου τον είδες; Τον αντάμωσες; Εγώ με απορία την κοίταξα στα μάτια και ρώτησα· ποίον; Και μου λέει· τον Γεράσιμο. (Ήξερε ότι έγινε μοναχός, γιατί είχαν αλληλογραφία). Όχι, της λέω. Ήμουν 5-6 χρονών τότε. Έκτοτε άρχισα να ζω την αγωνία της γιαγιάς μου, μήπως κλείσει τα μάτια της μη βλέποντάς τον ποτέ, πράγμα που έγινε κιόλας».


-Από την Β. Ήπειρο στην Αθήνα
Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στον πατέρα και την θεία του, Φωτεινή Χαρμπάτση-Γεωργίου. Στην συνέχεια μετακόμισαν στην Αθήνα. Στην νέα του διαμονή συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Ο ζήλος του για τα γράμματα εντυπωσιακός. Μετά το γυμνάσιο συνέχισε τις σπουδές του σε κάποια ανώτερη σχολή ελληνικής παιδείας.
Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και εκκλησιαζόταν τακτικά. Θυμάται ο ίδιος: «Η ενορία μας ήταν ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου ήτο η παλαιά Ριζάρειος Σχολή, στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί κατ πανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, τον οποίο είδα. Ήρχετο από την Αίγινα καμμιά φορά. Ένας πολύ σεβάσμιος, πολύ ... Που να ξέρω εγώ ότι αυτός είναι άγιος! Ήταν όπως στο ύψος μου· ταπεινός, γεμάτος χάρη· όταν ομιλούσε ολίγα "άλατι ηρτυμένα", αυτά τα θυμούμαι. Δεν θυμούμαι άλλους λειτουργούς».
Στην Αθήνα καλλιέργησε την σκέψη να γίνει μοναχός και σκέφθηκε να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις. Και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση του. Έτσι έρχεται στο Άγιον Όρος στις 15-8-1922 σύμφωνα με δική του διήγηση, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Μοναχολογίου του αρχείου της Μονής Μεγίστης Λαύρας στις 15-8-1923.


-Από την Αθήνα στο Άγιον Όρος
Στο Άγιον Όρος εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην σκήτη της Αγίας Άννης. Συγκεκριμένα στην Μικρά Αγία Άννα, στο κελλί του Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον μικρασιάτη ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.
Εδώ, σ' αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη τοποθεσία της Μικράς Αγίας Άννης, βρίσκει απόλυτη πνευματική χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του. Μπορεί πλέον απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και στην μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά την διάρκεια της αγρυπνίας στην μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του αγίου.
 
G.jpg
Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στην νέα του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε αρετής. Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών ακολουθιών και την μελέτη, οι δύο μοναχοί της καλύβης, γέροντας και υποτακτικός, εργάζονταν για την επιβίωσή τους ως άνθρωποι. Ο Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων που χρησιμοποιούνται στην παρασκευή προσφορών για την θεία Λειτουργία. Κοντά σ αυτόν και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την οποία και ασκούσε φίλεργα.
Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα γράμματα. Μας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Τους αρχαίους συγγραφείς, όλα τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα. Είχα μερικά βιβλία απ' έξω, που τα έδωσα σε ορισμένα πτωχά παιδιά που μ' επισκέφθηκαν από την Συκιά απέναντι».
Μετά την παρέλευση λίγων ετών, ο γέροντας Μελέτιος φεύγει οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο μοναχό Γεράσιμο. Ο τελευταίος εξηγεί τους λόγους: «Ο γερο-Μελέτιος έφυγε το 1924-1925. Ήμουν 24-25 ετών. Εκείνος έφυγε, επειδή τον παραπλάνησαν οι ζηλωταί, για να κάνει τον παπά έξω. Δεν με πήρε μαζί του. Εγώ έφυγα από τον κόσμο για να ρθει εδώ· όχι να γυρίσω πάλι πίσω».
Κάτω από την καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο ασκητής Γέροντας Αβιμέλεχ (1965). Το 1946 υποτάχθηκε σ' αυτόν ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος. Με τον π. Διονύσιο συνδέθηκε ο π. Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε μία μόνη συνοδεία. Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτίτορας του ναού των αγίων Πατέρων Διονυσίου του ρήτορος και Μητροφάνους. Συγκεκριμένα, το 1956 στο σπήλαιο όπου ασκήτευσαν οι δύο όσιοι κτίζει μικρό ναΐδριο και το 1960 το συμπληρώνει με την λιτή. Στο μεταξύ, η συνοδεία αυξάνει.
Ο Γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για την διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς του. Είναι άξιο λόγου ότι η ασκητική και αναχωρητική του βιοτή σε τίποτα δεν έπληξε την κοινωνικότητά του. Οι προσερχόμενοι σ'; αυτόν λαϊκοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και γοητευμένοι, καθώς ο λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος. Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες συζητήσεις και φλυαρίες· επιδίωκε πάντοτε την σιωπή, την οποία και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».
Εκτός από τους λαϊκούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές κληρικοί η και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του. Κατά την διάρκεια της ζωής του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα. Διετέλεσε βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της σκήτης Αγίας Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με την σύνταξη και δημοσίευση καταλόγου των χειρογράφων κωδίκων της βιβλιοθήκης του κυριακού της σκήτης. Με την ιδιότητα αυτή βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση αντιγράφων των χειρογράφων. Ο ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες και άρθρα.
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στην λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι προσιτό, παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες κυκλοφορούν ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα.
Αλλά και την ίδια την υμνογραφία την θεωρεί προέκταση της προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους: «Έχω τον άγιο μπροστά. Γι' αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής μετά του Θεού· είναι μία θαυμασία προσευχή· είναι μία μεταρσίωσις του νοός· είναι μία μυστική θεωρία· είναι ένα μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται. Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάση για να την αισθανθή».

002.jpg
-Υμνογραφικό έργο
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελλί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το Άγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος η έστω την διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα στάδιά της.
Η Εκκλησία αποδέχθηκε πολύ νωρίς το έργο του νέου υμνογράφου της και το ενέταξε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. Επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, εντάσσονται δηλαδή στην λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων της. Η ευρεία απήχηση του έργου φαίνεται και από την μεγάλη ζήτηση των διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και την, συνδεόμενη με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκειά του. Η ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο π. Γεράσιμος ονομάστηκε Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αναφέρει το σχετικό πατριαρχικό γράμμα με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1955.
Πέρα από τις παραπάνω εκκλησιαστικές διακρίσεις ο υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Το 1963 του απονεμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο σταυρός της χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για την συμβολή του στην διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.

Εκτός από την Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 3 Δεκεμβρίου 1953 από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της μετάλλιο στον υμνογράφο, «δια το υπέροχον υμνογραφικόν του έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την θρησκευτικήν ποίησιν».
Ο υμνογράφος Γεράσιμος δεν ήταν «φρέαρ συντετριμμένον», αλλά πηγή «ύδατος ζώντος, αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω. δ 14). Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδος των πολλών υδάτων της εκκλησιαστικής υμνογραφικής παραδόσεως, στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του ζωή. Έτσι εξηγείται η ασύγκριτη σε ποσότητα (37.000 σελίδες) και εκλεκτή σε ποιότητα υμνογραφική του παραγωγή. Το δοθέν από τον Θεό τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε και γρηγορών χρησιμοποίησε, ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και την τιμή της Θεοτόκου και των αγίων, αλλά και για την οικοδομή και την στήριξη της Εκκλησίας του Χριστού.

-Η εκδημία του
Ο Γέροντας Γεράσιμος αποτελεί χαρακτηριστική και γραφική μορφή του σύγχρονου αθωνικού μοναχισμού και δεν λείπει από τις αναφορές των διαφόρων οδοιπορικών και προσκυνηματικών οδηγών του Αγίου Όρους. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν τον εγκατέλειψαν η σωματική ευρωστία και η πνευματική διαύγεια, που τον χαρακτήριζαν, τα τελευταία χρόνια διαισθανόταν τον θάνατό του. Έτσι, φρόντισε να καταγράψει τις τελευταίες πατρικές του υποθήκες προς τους υποτακτικούς του και να επιλέξει τον τόπο ταφής του, κοντά στο σπήλαιο των αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους.
Δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Μέχρι και την παραμονή της εκδημίας του έγραφε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Η τελευταία του μάλιστα επιστολή, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1991, απευθύνεται προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το μεσημέρι της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1991, έπειτα από αναπνευστική δυσφορία, έμεινε κλινήρης και ξημερώματα Σαββάτου 7 Δεκεμβρίου άφησε στο μοναχικό του κελλί την τελευταία του πνοή, ενώ βάδιζε ήδη το 86ο έτος της επίγειας ζωής του.


Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθειά συγκίνηση σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, ελληνόφωνο και μη. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε την επομένη με την παρουσία λίγων ιερέων, μοναχών και λαϊκών, που μπόρεσαν να βρεθούν εκεί. Σε ένδειξη σεβασμού και εκτιμήσεως η μονή Αγίου Παύλου πρόσφερε τον τάφο. Η σφοδρή κακοκαιρία, που έπληξε την περιοχή την ημέρα εκείνη, δεν επέτρεψε την παρουσία όλων όσοι θα επιθυμούσαν να παραστούν στην νεκρώσιμη ακολουθία.


Ο Γέροντας Γεράσιμος έμεινε βέβαια περισσότερο γνωστός ως υμνογράφος. Διακρίθηκε, όμως, και ως μοναχός. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως ήταν υμνογράφος επειδή ήταν μοναχός. Στο πρόσωπό του η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό η επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός δοκιμασμένου και παραδοσιακού αγιορείτη μοναχού, όπως ακριβώς ήταν ο ίδιος.
Διατηρούσε σε ολόκληρη την ζωή του αμείωτη την προθυμία προς τους πνευματικούς αγώνες, και άσβεστη την φλόγα της αγάπης προς την μοναχική ζωή. Ο ίδιος θεωρούσε δωρεά της Θεοτόκου το να είναι κανείς αγιορείτης μοναχός και, κάθε φορά που τύχαινε να βρίσκεται εκτός Αγίου Όρους, διακατεχόταν από έντονη αγωνία μήπως αρρωστήσει και δεν προλάβει να επιστρέψει πίσω.
Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την υπακοή και την ταπείνωση. Θεωρούσε πως η τέλεια και αδιάκριτη υπακοή είναι το θεμέλιο της πνευματικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως, πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς στην καρδιά του καλού και υπάκουου μοναχού. Και αυτό συνιστούσε πάντοτε στους υποτακτικούς του.
Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά του γεράματα, την γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε. Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «των αρετών θησαυρός, των εν τω Άθω μοναστών θείον καύχημα, ο πράξει και θεωρία καταλαμπρύνας τον νουν και πλησθείς των θείων επιλάμψεων ... ως πραύς και ακέραιος».

-Υποθήκες προς τα πνευματικά του τέκνα:
«Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα, ακούσατέ μου της ταπεινής φωνής, ήτις χάριτι Κυρίου και βοηθεία της Κυρίας ημών Θεοτόκου θα είπη εις υμάς ρήματα ζωής αιωνίου, ήτοι μικρόν και συνεπτυγμένον, αλλά πρακτικόν λόγον ωφελείας και οικοδομής.
Δόξαν και ευγνωμοσύνην να προσφέρωμεν καθ' εκάστην ημέραν τω Κυρίω και τη Παναγία Αυτού Μητρί, διότι ηξίωσαν ημάς να έλθωμεν εις τον άγιον τούτον τόπον και να γίνωμεν μοναχοί, όπερ πολλοί επεθύμησαν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γενόμενοι μοναχοί να έχωμεν αμείωτον την προθυμίαν προς τους πνευματικούς αγώνας και άσβεστον την φλόγα της αγάπης προς την μοναχικήν ζωήν, ως είμεθα την πρώτην ημέραν της ενταύθα ελεύσεώς μας. Να προσέχωμεν πολύ δια να φυλάττωμεν τον νουν μας καθαρόν από τους πονηρούς και ακαθάρτους λογισμούς, οίτινες μολύνουν την καρδίαν μας, αποδιώκουν μακράν ημών την θείαν χάριν και γινόμεθα παίγνιον του σατανά.
Ιδιαιτέρως σας συνιστώ να προσέξωμεν το έργον της υπακοής, της τελείας και αδιακρίτου υπακοής, ήτις είναι το θεμέλιον της μοναχικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως και πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς εις την καρδίαν του καλού και υπηκόου μοναχού. Υπακοή και ταπεινοφροσύνη είναι δύο πτέρυγες, αίτινες υψώνουν ημάς ταχύτερον εις την πνευματικήν τελειότητα. Υπήκοος μοναχός, εργάτης αρετής· παρήκοος, πλήρης ακαταστασίας.
Να εξομολογήσθε ταχτικώς και ειλικρινώς και να ανοίγητε διάπλατα την καρδίαν σας εις τον πνευματικόν σας πατέρα. Η συνεχής και καθαρά εξομολόγησις καίει τον σατανά, ευφραίνει τον άγγελον φύλακα της ψυχής και πληροί την καρδίαν μας θείας χάριτος.
Να προσέρχεσθε ταχτικότερον εν φόβω Θεού και καθαρά εξομολογήσει εις την μετάληψιν των αγίων και αχράντων Μυστηρίων. Ο μεταλαμβάνων ταχτικώς εν φόβω Θεού ενούται μετά του Κυρίου, φωτίζεται η ψυχή του, λαμβάνει μυστικήν δύναμιν κατά του αοράτου εχθρού, όστις σφόδρα φοβείται την θείαν Μετάληψιν και κατακαίεται υπ' αυτής και γενικώς ο μεταλαμβάνων εν βαθυτάτη ταπεινώσει αξιούται νοερώς πολλών παρά Θεού πραγμάτων και δωρεών ως εμπράκτως εδοκιμάσαμεν τούτο.
Να μην αμελήτε τον κανόνα σας και τα λοιπά καθήκοντά σας, ήτοι εσπερινόν, απόδειπνον, όρθρον ως και την ανάγνωσιν.
Όταν δε εργάζεσθε να προσπαθήτε να λέγετε την ευχήν «Κύριε Ιησού Χριστέ» και ενδιαμέσως το «Θεοτόκε Παρθένε».
Να έχετε αγάπην μεταξύ σας αδελφικήν, άδολον και ανυπόκριτον, δια να σας επισκιάζη η χάρις του Θεού.
Να αγαπάτε και να σέβεσθε τον πνευματικόν σας πατέρα, ήτις αγάπη και σεβασμός αναφέρεται εις τον Χριστόν.
Να είσθε προσεκτικοί εις τους λόγους σας, συνετοί εις τας αποκρίσεις σας, να αποφεύγετε τας ακαίρους συζητήσεις και φλυαρίας και να επιδιώκετε πάντοτε την σιωπήν, ως μητέρα σοφωτάτων εννοιών κατά τον ειπόντα θείον Πατέρα.
Να ευλαβείσθε σφόδρα την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, την έφορον και προστάτιδα ημών, τον αρχηγόν ημών Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον και τους ιδιαιτέρους προστάτας ημών Άγιον Διονύσιον τον Ρήτορα και Άγιον Μητροφάνην, οίτινες υπερίπτανται νοερώς και ευλογούσιν ημάς και να λέγετε εν τακτύή ημέρα της εβδομάδος ανελλιπώς τους χαιρετισμούς και την παράκλησιν αυτών.
Να βιάζεσθε, αγαπητά μου τέκνα, να βιάζεσθε εις το καλόν και γενικώς εις τα μοναχικά σας καθήκοντα και ως λέγει ο Ουρανοβάμων Άγιος Απόστολος Παύλος "βλέπετε πως ακριβώς περιπατείτε μη ως άσοφοι αλλ'; ως σοφοί εξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι".
Μακάριος ο μοναχός εκείνος, όστις βιάσει τον εαυτόν του και ζήσει εναρέτως κατά τας δοθείσας υποσχέσεις εν τη κουρά. Ούτος θα αξιωθή μακαρίου τέλους και μετά το τέλος του η Κυρία Θεοτόκος θα απολογηθή υπέρ αυτού προς τον εύσπλαχνον Υιόν της και Θεόν ημών Κύριον Ιησούν Χριστόν, ου η χάρις και το άπειρον έλεος είη μεθ' ημών. Αμήν.
Και ταύτα πάντα μετά πολλής εν Χριστώ αγάπης και θερμών πατρικών ευχών, ο ταπεινός Γέρων Μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Εν μηνί Αυγούστω 15. 1985
Κατά ταύτην την ημέραν εορτή της Κοιμήσεως της Κυρίας ημών Θεοτόκου ήλθον εις Άγιον Όρος εν έτει 1922.

-«Το κύκνειον άσμα του Γέροντα»


Αλλ' ω Πανύμνητε Δέσποινα, δέξαι παρακαλώ, εν πολλή μητρική ευνοία και συμπαθεία και συγκαταβάσει, ως εδέξατο ο Υιός σου και Θεός ημών τα δύο λεπτά της χήρας, τα ταπεινά μου ταύτα ψελλίσματα, άτινα γονυκλινώς εν πολλύή ευλαβεία προσφέρω τη Θεομητορική σου μεγαλειότητι, «ως δώρα ευπρόσδεκτα και προσφοράν τελείαν», και εν τη φοβερά ώρύα του θανάτου βοήθει μοι τω αναξίω και αμαρτωλώ ικέτη σου, εν δε τω αδεκάστω βήματι του φιλανθρώπου Υιού σου και Θεού ημών, παράστησόν με ακατάκριτον δια της Μητρικής σου παρρησίας, ως υπέσχου, φιλάγαθε Δέσποινα, και πάντας τους ψάλλοντας αυτούς εν ευλαβεία, αξίωσον της ουρανίου βασιλείας. Αμήν.

Δέξασθε ευμενώς, παρακαλώ υμάς, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, το παρόν Θεοτοκάριον, και ψάλλατε τους εν αυτώ κανόνας εν πίστει και ευλαβεία προς την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, ίνα απαλλάττη υμάς πειρασμών και κινδύνων και πάσης αμαρτίας, μετά δε το τέλος αξιώση υμάς, ταις Μητρικαίς αυτής πρεσβείαις, της βασιλείας των ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού· ω η δόξα και το κράτος και η προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και ομοουσίω αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Tου αρχιμανδρίτου Γεωργίου Χρυσοστόμου, Διδάκτορος Φιλολογίας, Πρωτοσυγκέλλου Ι. Μητροπ. Βεροίας

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ



Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΧΑΡΙΣΜΑ
Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Ομιλία του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, που πραγματοποιήθηκε κατά την επίσκεψή του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009.

     Όταν το έτος 1966 για πρώτη φορά επισκέφθηκα το Άγιον Όρος ως δευτεροετής φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλους συμφοιτητές μου, συναντήσαμε τον μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ο οποίος μας ρώτησε τι είμαστε. Του απαντήσαμε ότι είμαστε θεολόγοι. Εκείνος αμέσως μας είπε: «Η Εκκλησία γνωρίζει μόνον τρεις Θεολόγους, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο. Εσείς είσθε φοιτητές της Θεολογικής Σχολής».
Η άποψη αυτή του π. Θεοκλήτου μου έκανε εντύπωση και με έμαθε να ακριβολογώ και ως προς το θέμα αυτό, γιατί κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας η θεολογία είναι η εμπειρική γνώση του Θεού, είναι χάρισμα. Από τότε ασχολήθηκα επανειλημμένως με το θέμα και κατάλαβα ότι πράγματι κατά την εκκλησιαστική ορολογία θεολόγος είναι εκείνος που ομιλεί για τον Θεό. Αλλά, για να ομιλή κανείς αυθεντικώς για τον Θεό και να έχη απλανή γνώση γι' Αυτόν, θα πρέπει προηγουμένως να έχη προσωπικές εμπειρίες για τον Θεό.
 Έτσι, με την απόλυτη έννοια θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στην θέα του Θεού, την θέα του ακτίστου Φωτός και με την σχετική έννοια θεολόγος είναι και εκείνος που ομιλεί για την γνώση που έχουν οι θεούμενοι. Αυτό γίνεται και με την επιστήμη. Κατ' εξοχήν επιστήμονες είναι εκείνοι που ερευνούν τα διάφορα φυσικά γεγονότα και προσφέρουν καινούρια γνώση, αλλά και εκείνοι που μεταφέρουν την γνώση των ερευνητών.
Στον Αγιορειτικό Τόμο, που γράφηκε από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, γίνεται λόγος για την ομολογία της πίστεως που κηρύσσεται από τους αξίους εν Πνεύματι και αυτοί είναι αφ' ενός μεν «οι αυτή τη πείρα μεμυημένοι», που ακολούθησαν την νόμιμη οδό αθλήσεως, ήτοι την αποταγή της κτήσεως των χρημάτων, της δόξης των ανθρώπων και των μη καλών ηδονών των σωμάτων, και βεβαίωσαν αυτήν την αποταγή με την υποταγή στους προηγουμένους στην κατά Χριστόν πολιτεία, οι οποίοι ασχολήθηκαν με την ιερά ησυχία, την ειλικρινή προσευχή και μυήθηκαν στα υπέρ νουν, αφού έφθασαν στην μυστική υπέρ νουν ένωση με τον Θεό, αφ' ετέρου δε είναι «οι τη προς τους τοιούτους αιδοί, και πίστει και στοργή»[1]. Έτσι, αν δεν έχουμε προσωπική γνώση του Θεού, δεχόμαστε την μαρτυρία των Πατέρων της Εκκλησίας, που είχαν αποκτήσει μια τέτοια προσωπική γνώση δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
 Με τις μετέπειτα σπουδές και μελέτες μου αντιλήφθηκα ότι μπορεί κανείς να αναφερθή σε δύο μορφές θεολογίας, την επιστημονική θεολογία και την χαρισματική ή εμπειρική θεολογία.
1. Η Θεολογία ως επιστήμη
Ο Χριστός ενηνθρώπησε σε μια δεδομένη ιστορική εποχή, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση άκρως καθαρά, αλλά θνητή και παθητή, έζησε σε συγκεκριμένο περιβάλλον και γνώρισε προσωπικά όλη την τραγωδία των ανθρώπων μετά την πτώση.
Το ίδιο και η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, έρχεται σε σχέση με τους ανθρώπους που ζουν σε ορισμένο τόπο και χρόνο, σε ιδιαίτερες εθνότητες και με διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις και ποικιλόμορφες πολιτισμικές εκφράσεις. Επίσης, για την ενότητα της Εκκλησίας και την κανονική της συγκρότηση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα διοικήσεως και οργανωτικής δομής.
Είναι σημαντικό να γνωρίζη κανείς τα ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία των χρόνων του Χριστού, των Αποστόλων και των Πατέρων. Με τα θέματα αυτά ενδιαφέρεται η θεολογία ως επιστήμη και ασχολούνται οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών που ερευνούν όλα τα ιστορικά φαινόμενα και εντοπίζουν σημαντικά σημεία που μπορούν να βοηθήσουν τους φοιτητές, που θα γίνουν οι μελλοντικοί Κληρικοί και οι καθηγητές θεολόγοι.
Στην συνέχεια θα εντοπισθούν μερικές περιοχές με τις οποίες ασχολείται η επιστημονική ή ακαδημαϊκή θεολογία.
α) Μελέτη των κειμένων
Οι θεόπτες Άγιοι, Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες για ποιμαντικούς λόγους κατέγραψαν σε διάφορα κείμενά τους την εμπειρία που είχαν αποκτήσει. Τα κείμενα αυτά είναι τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, καθώς επίσης και οι ομιλίες των Πατέρων της Εκκλησίας. Πρόκειται για κείμενα που διασώζουν γραπτώς την θεολογία της Εκκλησίας, αφού η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, γράφει την Αποκάλυψη, και η Εκκλησία, δια του Αγίου Πνεύματος, ερμηνεύει την Αποκάλυψη. Τα κείμενα αυτά διασώζουν και τα ιστορικά γεγονότα κάθε εποχής, καθώς επίσης και την προσωπική εμπειρία που είχε ο καθένας από αυτούς, αλλά και το ιδιαίτερο χάρισμα που τους δόθηκε από τον Θεό.
Είναι επόμενο ότι οι επιστήμονες θεολόγοι μελετούν τα κείμενα αυτά και βλέπουν τα κοινά σημεία, εντοπίζουν δε και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που τα χαρακτηρίζουν. Για παράδειγμα η λέξη «θέωση» δεν αναφέρεται στην Αγία Γραφή, αλλά στους Πατέρες της Εκκλησίας. Εν τούτοις, όμως, το πνευματικό νόημα της λέξεως αυτής αποδίδεται στην Αγία Γραφή με άλλες λέξεις, όπως τελείωση, δοξασμός, αγιασμός κλπ. Ακόμη ερευνούν το γλωσσικό ιδίωμα κάθε θεόπτου, δια του οποίου εκφράζεται ο αποκαλυπτικός λόγος, όπως επίσης και τα αίτια που προκάλεσαν την συγγραφή ενός προφητικού, αποστολικού ή πατερικού κειμένου. Αυτά εντοπίζονται από προσεκτικούς ερευνητές, που έχουν όμως μια εκκλησιαστική πείρα, γιατί διαφορετικά μπορεί να καταλήξουν σε απίθανα συμπεράσματα, όπως το παρατηρούμε στην δυτική χριστιανική σκέψη.
Επίσης, τα χειρόγραφα των προφητικών, ευαγγελικών, αποστολικών και πατερικών κειμένων παραδίδονται με διάφορες μορφές, με μεγαλογράμματη και μικρογράμματη γραφή, διαφορετικών αιώνων και με διαφοροποιημένες φράσεις τις οποίες εντοπίζουν εκείνοι που διαθέτουν και τις απαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, αλλά και σημαντικές γνώσεις της επιστήμης της παλαιογραφίας. Οπότε, επιδιώκεται να χρονολογηθή το κείμενο, να αποκατασταθή, με την κριτική έκδοση, στην αρχική του κατά το δυνατόν μορφή, καθώς επίσης να ανιχνευθούν και τα πατερικά χωρία στα οποία αναφέρεται ο συγγραφεύς για να γίνη η σχετική παραπομπή. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που έχει πολλά αξιόλογα αποτελέσματα.
β) Εκκλησιαστική ιστορία
Η Εκκλησία έζησε σε διάφορες χρονικές περιόδους και ήλθε αντιμέτωπη με ποικίλα προβλήματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους Μαθητές Του ότι τους αποστέλλει ως πρόβατα «εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι΄, 16). Είναι επόμενο ότι το νέο μήνυμα του Χριστού που μεταφέρθηκε από τους Αποστόλους, τους Αποστολικούς Πατέρες και τους μετέπειτα Πατέρες προκάλεσε το κατεστημένο της εποχής τους και δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οι διωγμοί εναντίον της Εκκλησίας είναι μια ένδοξη περίοδος γι' αυτήν και η εκκλησιαστική ιστορία και ως προς το θέμα αυτό πρέπει να μελετηθή επισταμένως, να καταγραφή και να αξιολογηθή κατάλληλα.
Ακόμη, όπως είναι γνωστόν, οι Χριστιανοί παρουσιάσθηκαν στην ιστορία ως το τρίτο γένος, δηλαδή δεν ήταν ούτε Ιουδαίοι ούτε ειδωλολάτρες, είχαν συνείδηση ότι αποτελούσαν μια νέα πραγματικότητα, που διακρίνονταν από τις δύο αυτές κατηγορίες. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία στους πρώτους αιώνες έζησε μέσα σε δύο μεγάλα θρησκευτικά, πολιτισμικά και πολιτικά περιβάλλοντα, ήτοι το ιουδαϊκό και το ελληνικό. Ιδιαιτέρως όταν η Εκκλησία εξήλθε από τον χώρο της Παλαιστίνης στον ευρύτερο χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε η ελληνική και ελληνιστική παράδοση, με τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, έπρεπε να απαντήση σε όλα αυτά. Έτσι, η αρχαία Εκκλησία προσέλαβε μερικά στοιχεία από την ιουδαϊκή παράδοση και μερικά άλλα από την ελληνική παράδοση για να εκφράση την αποκαλυπτική της αλήθεια. Ακόμη ήλθε αντιμέτωπη με τους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς και τους εξ Εθνών Χριστιανούς, όπως το συναντούμε στα κείμενα της Καινής Διαθήκης και των Αποστολικών Πατέρων.
Το μεγάλο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι Πατέρες του 4ου αιώνος ήταν η σχέση μεταξύ της αποκαλυπτικής αλήθειας της Εκκλησίας και της ελληνικής φιλοσοφίας. Υπήρχαν μερικοί Χριστιανοί, κυρίως οι αιρετικοί, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την Αποκάλυψη μέσα από τις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας, με αποτέλεσμα να εκκοσμικεύεται η πίστη, αφού εξελλήνισαν τον Χριστιανισμό. Αντίθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αντιμετωπίζοντας τους φιλοσοφούντες αυτούς Χριστιανούς, εκχριστιάνισαν τον ελληνισμό, λαμβάνοντας μερικούς όρους από την ελληνική φιλοσοφία και δίδοντας σε αυτούς άλλο νόημα για να εκφράσουν την αποκαλυπτική αλήθεια και να μην αλλοιωθή στα νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Οι Πατέρες είδαν τα οντολογικά και κοσμολογικά ερωτήματα που απασχολούσαν τους ανθρώπους της εποχής τους και έδωσαν σε αυτά απαντήσεις μέσα από την αποκαλυπτική αλήθεια.
Έτσι, η Εκκλησία έπρεπε να αντιμετωπίση τις αιρέσεις και τα σχίσματα, για να διασφαλίση την ορθόδοξη πίστη, και αυτό το έκανε με τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες θέσπισαν όρους και κανόνες για την ενότητα της πίστεως και την κανονική συγκρότηση και την ενότητα της Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα μελετούν διάφοροι επιστήμονες θεολόγοι, οπότε αναπτύσσεται η εκκλησιαστική ιστορία, η ιστορία των δογμάτων και η δογματική της Εκκλησίας, ώστε οι Χριστιανοί να πληροφορηθούν κατά το δυνατόν ακριβώς την ιστορία της Εκκλησίας, και πως η Εκκλησία, δια των Αγίων της, που είχαν φωτισθή από το Άγιο Πνεύμα, κατόρθωσε να διαφυλάξη την αποκαλυπτική αλήθεια, την οποία φανέρωσε ο Χριστός στους Αποστόλους.
γ) Εκκλησιαστικές τέχνες
Οι Χριστιανοί αγαπούν τον Θεό και το εκφράζουν αυτό ποικιλοτρόπως, συγκεντρώνονται σε ωρισμένους τόπους για να λατρεύσουν τον Θεό και να εκφράσουν την πίστη τους. Επίσης, πρέπει να τελέσουν την θεία Ευχαριστία που είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής για να κοινωνήσουν του Σώματος και του Αίματος του Χριστού.
Είναι επόμενο ότι η ανέγερση των ευκτηρίων οίκων και των ναών έγινε με διάφορες μορφές και ρυθμούς, που παρέλαβε η Εκκλησία από τον χώρο στον οποίο έζησε, αλλά τα διαμόρφωσε τελικά σύμφωνα με την δική της παράδοση. Συγχρόνως, παρέλαβε και διάφορα πολιτισμικά σχήματα της εποχής, όπως την μουσική, την ζωγραφική, την ποίηση κλπ., τα αξιολόγησε και τα μεταμόρφωσε ακόμη περισσότερο για να εκφράση την αλήθειά της.
Βαθύτερος σκοπός της ήταν να εκφράση την άκτιστη αλήθεια που είχε με κτιστά σχήματα του παρόντος, τα οποία έπρεπε να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο, με τρόπο όμως που να μην περικλείη τον άνθρωπο στα κτιστά σχήματα του παρόντος, αλλά να τον παραπέμπη στον άκτιστο ναό, στην άκτιστη λατρεία, στον άκτιστο νόμο του Θεού. Με μια τέτοια προοπτική έκτισε Ναούς, τους διακόσμησε, καθόρισε τον τρόπο της λατρείας.
Όλα αυτά πρέπει να μελετηθούν από επιστήμονες ερευνητές για να εντοπισθή ο τρόπος με τον οποίο εργάζεται ιστορικά η Εκκλησία, αλλά και το πως προσλαμβάνει διάφορα πολιτισμικά σχήματα του παρόντος και τα μεταμορφώνει, πως αναπτύσσει και πολιτισμό, χωρίς όμως να ταυτίζεται απόλυτα με αυτόν.
δ) Θρησκείες και χριστιανικές Ομολογίες
Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος από τον Θεό κατ' εικόνα και καθ΄ ομοίωσή Του και τοποθετήθηκε στον Παράδεισο για να έχη διαρκή κοινωνία μαζί Του. Όμως, ο Αδάμ και η Εύα με την πτώση τους, έχασαν αυτήν την κοινωνία με τον Θεό και στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν και να εκφράσουν ίχνη αυτής της κοινωνίας λάτρευσαν τα κτίσματα. Έτσι, από την αληθινή σχέση τους με τον Θεό περιέπεσαν σε μια θρησκευτική ζωή, λατρεύοντας είδωλα για θεούς, αναπτύσσοντας διάφορες θρησκευτικές ιδεολογίες. Οι θρησκείες είναι έκφραση της ασθένειας του ανθρώπου, που προήλθε από την απομάκρυνσή του από τον Θεό, και δημιουργούν φανατισμούς, θρησκευτικούς πολέμους κλπ.
Συγχρόνως μερικοί Χριστιανοί, έχοντας διαφορετικές απόψεις, αλλοιώνουν την χριστιανική πίστη, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες χριστιανικές Ομολογίες, που στηρίζονται στην λογικοκρατία, όπως το κάνει η σχολαστική θεολογία η στηρίζονται σε μια εξωτερική ηθικολογία, όπως το κάνει ο πουριτανισμός. Το καθένα από αυτά τα θρησκευτικά συστήματα ανέπτυξε ιδιαίτερες δογματικές διδασκαλίες, λειτουργικούς τύπους που πρέπει να μελετηθούν και να διερευνηθούν.
Επί πλέον σε όλες αυτές τις χριστιανικές ομάδες αναπτύσσονται κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, όπως η λεγόμενη διαλεκτική θεολογία, η πολιτική θεολογία κλπ. Και τα ρεύματα αυτά πρέπει να μελετηθούν για να μπορούμε όλα αυτά να τα γνωρίσουμε και να τα αξιολογήσουμε σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ακόμη, μερικές Χριστιανικές Ομολογίες συνδέονται στενότατα με διάφορες πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, για να επιβληθούν στον κοινωνικό χώρο. Δεν μπορούμε ως θεολόγοι να αγνοούμε την εμφάνιση στην Δύση διαφόρων φύλων και των Φράγκων που κυρίευσαν την Ευρώπη και μετέδωσαν μια άλλη αντίληψη που διαφοροποιείται από τον Χριστιανισμό, όπως τον έζησαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αυτό το βλέπουμε στο έργο του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, Πάπα Ρώμης Διάλογοι.
Τα φιλοσοφικά ρεύματα που έχουν κατά καιρούς αναπτυχθή στην Ευρώπη, όπως ο διαφωτισμός, ο ρομαντισμός, ο νεωτερισμός, ο μετανεωτερισμός, μαζί με διάφορες επαναστατικές κινήσεις, επηρέασαν τα πράγματα στην Δύση και σε άλλες χώρες της Ανατολής, ακόμη και στις Χριστιανικές Ομολογίες.
Είναι φυσικό αυτή η φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική και χριστιανική πλευρά να μελετηθή επισταμένως, ώστε να γνωρίζουμε το τι αναταράξεις προξένησαν και τι συνέπειες είχαν για μερικά τμήματα του Χριστιανισμού, αλλά και πως επηρέασαν σε έναν βαθμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική ζωή.
ε) Μελέτη του συγχρόνου βίου
Η Εκκλησία ασχολείται με τον άνθρωπο και επιδιώκει να του μεταφέρη το μήνυμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά και να τον οδηγήση στην σωτηρία. Πάντοτε, όμως, οι Πατέρες προσπαθούσαν να γνωρίσουν τον άνθρωπο της εποχής τους, τον τρόπο σκέψεώς του και να του μιλήσουν με τρόπο κατάλληλο, προκειμένου να τον βοηθήσουν να ενταχθή ουσιαστικά στην εκκλησιαστική ζωή. Αυτό δεν είναι εύκολο έργο, αφού πρέπει να ομιλήση κανείς στην γλώσσα του κάθε ανθρώπου και να τον θεραπεύση. Τα προβλήματα που απασχολούν τους ανθρώπους της εποχής μας είναι κοινωνικά, ψυχολογικά, υπαρξιακά και πνευματικά.
Τα κοινωνικά προβλήματα έχουν σχέση με τον τρόπο που ζουν οι άνθρωποι στην κοινωνία, τα διάφορα ρεύματα που επικρατούν στην κοινωνία και τις διάφορες κυριαρχούσες κοινωνικές τάσεις. Τα ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται με τις ανασφάλειες που προέρχονται από διάφορα αίτια, ήτοι ασθένειες, πάθη, οικογενειακά προβλήματα, έλλειψη νοηματοδότησης της ζωής. Τα υπαρξιακά θέματα σχετίζονται με την απάντηση στα υπαρξιακά προβλήματα για την ζωή, τον θάνατο και το νόημα της ύπαρξης. Τα πνευματικά προβλήματα έχουν σχέση με την αναζήτηση και κοινωνία με τον αληθινό Θεό.
Πρέπει να μελετηθή το σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον που θα εργασθή ο Κληρικός, να εντοπισθούν τα προβλήματα που κυριαρχούν, τα κοινωνικά ρεύματα που επικρατούν και τα οποία έχουν επηρεάσει σε διαφόρους βαθμούς και τους Χριστιανούς. Όταν κανείς θα γνωρίση αυτό το περιβάλλον και την όλη νοοτροπία του Χριστιανού που ποιμαίνει, τότε μπορεί να τον βοηθήση αποτελεσματικά. Όπως ο Χριστός ενσαρκώθηκε και με τον τρόπο αυτό νίκησε την αμαρτία, τον διάβολο και τον θάνατο, έτσι και κάθε Κληρικός, όταν κατά κάποιον τρόπο, τηρουμένων των αναλογιών, εισέλθη στα προβλήματα του ανθρώπου και κενωθή, τότε γνωρίζει τις συνθήκες στις οποίες ζη και μπορεί να βοηθήση αποτελεσματικά.
Η ποιμαντική της Εκκλησίας αποβλέπει στην σωτηρία κάθε ανθρώπου, του αθέου, του αιρετικού, του αγνωστικιστού, του εμπαθούς, του φίλαυτου, του αιρετικού κλπ. Η ποιμαντική αυτή γίνεται με τον φωτισμό του Θεού, αλλά δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίση και την γνώση των θρησκευτικών, πολιτισμικών και κοινωνικών παραμέτρων, γιατί η Εκκλησία ποτέ δεν εργάζεται μονοφυσιτικά, αποβλέποντας μόνον στον πνευματικό τομέα, παραβλέποντας όμως το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.
Για όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητη η θεολογική επιστήμη, είναι καλό ο Κληρικός να έχη τις διάφορες επιστημονικές γνώσεις και να γνωρίζη τις κυριαρχούσες αντιλήψεις. Για παράδειγμα, όταν γνωρίζη τα σύγχρονα επιτεύγματα της γενετικής μηχανικής, της μοριακής βιολογίας, μπορεί στην συνέχεια να προσφέρη και τον αυθεντικό θεολογικό λόγο, για να καθοδηγήση τον σύγχρονο άνθρωπο σε διάφορα διλήμματα που αναφύονται.
Οι Θεολογικές Σχολές έχουν να προσφέρουν πολλά στον σύγχρονο φοιτητή της θεολογίας στα πιο πάνω ζητήματα και μπορούν να του δώσουν τα απαραίτητα επιστημονικά εφόδια για το έργο της ποιμαντικής του διακονίας και της προσφοράς του στον σύγχρονο άνθρωπο.
Δεν πρέπει, όμως, να αγνοούμε και την άλλη μορφή θεολογίας.
2. Η θεολογία ως χάρισμα - εμπειρία
Η κατ' εξοχήν εκκλησιαστική ερμηνεία για την θεολογία είναι ότι πρόκειται για χάρισμα και εμπειρία που δίδεται από τον Θεό σε αυτόν που έχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να φθάση στην αποκάλυψη, κατά την οποία μετέχει του ακτίστου Φωτός, της δόξης της ακτίστου ενεργείας του Θεού, αλλά και έχει χωρητικότητα νού για να εκφράση και να διατυπώση αυτές τις πνευματικές εμπειρίες.
Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης έχει διδάξει ότι, όταν φθάνη κανείς στην θεωρία του Θεού, γνωρίζει εξ εμπειρίας ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, οπότε διακρίνει τις ενέργειες του Θεού από τις ενέργειες των δαιμόνων και από τις ενέργειες της ανθρώπινης λογικής, δηλαδή των λογισμών. Αυτός δε που κάνει αυτήν την διάκριση των ενεργειών αν προέρχωνται από τον Θεό, τον διάβολο, τις αισθήσεις και την φαντασία, είναι πραγματικός θεολόγος και μπορεί να καθοδηγήση ακριβώς τα πνευματικά του παιδιά.
Έτσι, το έργο του θεολόγου ταυτίζεται με το έργο του Πνευματικού Πατρός και το έργο του Πνευματικού Πατρός ταυτίζεται με το έργο του θεολόγου. Γιατί, το βασικό πρόβλημα του ανθρώπου για την σωτηρία του είναι να μάθη να διακρίνη τις κτιστές ενέργειες από τις άκτιστες ενέργειες, πως ξεχωρίζεται το θέλημα του Θεού, από τις ενέργειες των παθών και τον πειρασμό του διαβόλου.
Επίσης, ο ίδιος δίδασκε ότι υπάρχουν δύο τύποι θεολόγων στην Εκκλησία, από πλευράς εμπειρίας. Οι πρώτοι είναι οι θεολογούντες που έχουν φθάσει στον φωτισμό του νού και έχουν νοερά αδιάλειπτη προσευχή και οι δεύτεροι είναι οι πραγματικοί θεολόγοι που έχουν φθάσει στην θέα της δόξης του Θεού στην ανθρώπινη φύση του Λόγου και μπορούν να ομιλήσουν απλανώς για τον Θεό και να καθοδηγήσουν απλανώς τους ανθρώπους προς την θέωση.
Η Εκκλησία, που είναι το αναστημένο Σώμα του Χριστού, ζη μέσα στην ιστορία, παραλαμβάνει τον άνθρωπο στην κατάσταση της πτώσεως και τον οδηγεί στην σωτηρία, την θέωση. Η μεταποίηση αυτή του ανθρώπου από πεπτωκότα σε θεούμενο είναι ο βαθύτερος σκοπός της Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία, σύμφωνα με πολλά αγιογραφικά και πατερικά κείμενα, είναι πνευματικό θεραπευτήριο, πνευματικό Νοσοκομείο που θεραπεύει τον άνθρωπο και μεταβάλλει την φιλαυτία σε φιλοθεΐα και φιλανθρωπία.
Όπως σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί που γνωρίζουν την μέθοδο και τον τρόπο της θεραπείας, αλλά υπάρχουν και άρρωστοι που πάσχουν και υποφέρουν και θέλουν να θεραπευθούν, το ίδιο συμβαίνει και στην Εκκλησία. Ο κατ΄ εξοχήν θεραπευτής είναι ο Χριστός και τα πρόσωπα με τα οποία ο Χριστός θεραπεύει είναι οι Κληρικοί, ιδιαιτέρως δε είναι οι άγιοι, οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι η υγεία, τι είναι η ασθένεια και ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο θεραπεύεται κάθε πνευματική ασθένεια. Υπάρχουν και μέλη μέσα στην Εκκλησία που δεν γνωρίζουν ότι είναι ασθενείς ή δεν θέλουν να θεραπευθούν και δημιουργούν διάφορα προβλήματα μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέσα από αυτήν την προοπτική η Εκκλησία έδωσε τον τίτλο του Θεολόγου σε τρεις μεγάλους αγίους, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ήτοι τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο. Μεταγενέστερα προσετέθη και τέταρτος μεγάλος Θεολόγος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 14ο αιώνα, τον οποίο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ο Κόκκινος, που συνέγραψε την ασματική ακολουθία του, χαρακτηρίζει τέταρτο Θεολόγο.
Στην συνέχεια θα αναλυθή γιατί οι τέσσερεις αυτές μεγάλες προσωπικότητες έχουν χαρακτηρισθή ως Θεολόγοι. Ένα κοινό γνώρισμα και των τεσσάρων αυτών προσώπων είναι ότι ζούσαν μέσα στο Φως του Θεού και ομιλούσαν γι' αυτό. Δεν ήταν, δηλαδή, μερικοί άνθρωποι που είχαν ισχυρή λογική και μπορούσαν να ομιλούν με φιλοσοφικό τρόπο για τον Θεό, αλλά είχαν δη τον Θεό ως Φως και εν τω Φωτί, και έδωσαν την μαρτυρία του θείου αυτού Φωτός. Δηλαδή ήταν θεόπτες Άγιοι εν τω Φωτί.
α) Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, ο Ευαγγελιστής
Η Μεταμόρφωση του Χριστού επάνω στο όρος Θαβώρ ήταν ένα σημαντικό γεγονός στην ζωή των Μαθητών του Χριστού, αλλά και στην ζωή της Εκκλησίας, γιατί εκεί φανερώθηκε η δόξα της θεότητος του Χριστού, δια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, η οποία, δυνάμει της υποστατικής ενώσεως και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου, κατέστη πηγή των ακτίστων ενεργειών του Θεού.
Στο όρος της Μεταμορφώσεως μεταξύ των Τριών Μαθητών παρευρέθηκε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Είδε και αυτός την δόξα της θεότητος του Χριστού, τον επισκίασε η νεφέλη η φωτεινή, που είναι η άκτιστη σκηνή του Θεού, η παρουσία του Αγίου Πνεύματος και άκουσε μέσα από την νεφέλη την φωνή του Πατρός.
Στην συνέχεια παρευρέθηκε στον Γολγοθά κατά την ώρα της σταυρώσεως, αξιώθηκε να παραλάβη την Μητέρα του Χριστού, την Παναγία, ήταν ο Μαθητής της αγάπης και με τον θεολογικό λόγο και τρόπο που είχε κατέγραψε αυτές τις θεοπτικές του εμπειρίες τόσο στο Ευαγγέλιο, που είναι το τέταρτο κατά σειρά, όσο και στις Καθολικές επιστολές του.
Το Ευαγγέλιο που συνέγραψε είναι το πιο θεολογικό, γι' αυτό και χαρακτηρίσθηκε από τον Κλήμη τον Αλεξανδρέα ως «πνευματικό» Ευαγγέλιο και καθορίσθηκε να διαβάζεται στην Εκκλησία από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Καθ' όλο το εκκλησιαστικό έτος τα αναγνώσματα της θείας Λειτουργίας επιλέγονται από τα λεγόμενα συνοπτικά Ευαγγέλια, (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά). Κατά την διάρκεια της Σαρακοστής, που είναι μια προβαπτισματική περίοδος και προετοιμάζονται οι Κατηχούμενοι να βαπτισθούν, ακούμε τον Χριστό από το κατά Μάρκο Ευαγγέλιο να διδάσκη, να θαυματουργή, να εκδιώκη τα δαιμόνια. Από την ημέρα, όμως, της Αναστάσεως, που βαπτίσθηκαν τα νέα μέλη της Εκκλησίας, διαβάζεται το θεολογικό Ευαγγέλιο του Ευαγγελιστού Ιωάννου, γιατί μετά το Βάπτισμα και μέσα στην περίοδο της Αναστάσεως του Χριστού μπορούν να κατανοηθούν καλύτερα τα θεολογικά νοήματα που περιέχει.
Το Ευαγγέλιο αρχίζει με την ομολογία ότι ο Χριστός είναι ο Λόγος του Θεού. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. πάντα δι αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν. εν αυτώ ζωή ην, και η ζωή ην το φως των ανθρώπων. και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιω. α΄, 1-5). Εδώ σαφέστατα συνδέεται η θεότητα του Χριστού με την ζωή και το Φως.
Σε όλο το τέταρτο Ευαγγέλιο διαβάζουμε για την αναγέννηση του ανθρώπου· την αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στην Σαμαρείτιδα· την θεολογία ότι ο Χριστός είναι ο άρτος της ζωής, το ύδωρ το ζων, το φως του κόσμου, η θύρα δια της οποίας εισέρχεται κανείς στην οικία του Πατρός του, η αιώνιος ζωή, ο καλός ποιμήν· ότι αυτός που πιστεύει στον Χριστό αισθάνεται εν Αγίω Πνεύματι ότι εξέρχονται από την κοιλία-καρδία του ποταμοί ύδατος ζώντος κλπ. Εκπληκτική είναι η τελευταία διδαχή του Χριστού στους Μαθητές Του προ του πάθους Του, αλλά και η αρχιερατική προσευχή Του προς τον Πατέρα στην οποία κάνει λόγο για την ενότητα των Αποστόλων μέσα στην θεωρία-όραση της δόξης του Θεού, πράγμα που πραγματοποιήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής κλπ.
Θεολογικότατες είναι και οι Καθολικές επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, κυρίως η πρώτη, που είναι καρπός της θείας εμπειρίας που είχε ο ίδιος αποκτήσει. Χαρακτηριστικός είναι ο πρόλογος της Α' Καθολικής του επιστολής:
«Ό ην απ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· - και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν· - ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και υμείς κοινωνίαν έχητε μεθ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και μετά του υιού αυτού Ιησού Χριστού. και ταύτα γράφομεν υμίν, ίνα η χαρά ημών η πεπληρωμένη» (Α΄ Ιω. α΄, 1-4).
Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης απέκτησε την εμπειρία του Θεού με την ακοή, την όραση και την αφή. Άλλωστε, από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων γνωρίζουμε ότι όλες οι σωματικές αισθήσεις του ανθρώπου, κατά την εμπειρία, μεταμορφώνονται και αξιώνονται να βιώσουν τον Θεό και ότι κατά την εμπειρία όλες οι αισθήσεις γίνονται μία αίσθηση.
Έπειτα, φαίνεται καθαρά ότι το κήρυγμα, η αγγελία του Ευαγγελιστού Ιωάννου προς τους Χριστιανούς δεν είναι ιδεολογική, αλλά κατ' εξοχήν καρπός εμπειρίας. Είδε τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού, φανερώθηκε σε αυτόν η αληθινή ζωή, που ήταν από την αρχή του κόσμου. Έτσι, δεν πρόκειται για κηρύγματα ιδεολογικά, στοχαστικά, κοινωνικά, αλλά για κηρύγματα κατ΄ εξοχήν θεολογικά, εμπειρικά, είναι αγγελία της αιωνίου ζωής. Κηρύττει κανείς αυτό το οποίο γνώρισε εμπειρικά με την Χάρη του Θεού.
Ακόμη, βλέπουμε ότι ο σκοπός του κηρύγματος και της ποιμαντικής γενικότερα αποβλέπει στο να αποκτήσουν οι άνθρωποι κοινωνία με τους θεόπτες αγίους και δι' αυτών με τον Τριαδικό Θεό. Αυτό δείχνει τι είναι η Εκκλησία, ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό, φιλανθρωπικό και θρησκευτικό σωματείο, αλλά ο χώρος στον οποίον αποκτά κανείς κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό και τους αγίους και αυτός είναι ο σκοπός της εκκλησιαστικής ζωής.
Μελετώντας κανείς το Ευαγγέλιο του Ιωάννου και τις επιστολές του, διακρίνει όλη την ατμόσφαιρα της θεολογίας, που είναι η σχέση και κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, που είναι το άκτιστο Φως, και αυτή η σχέση έχει αποτελέσματα, όπως ότι ο άνθρωπος αποκτά την θεολογική αρετή της αγάπης. Γι' αυτό και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηρίσθηκε από την Εκκλησία Θεολόγος.
β) Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ο άγιος Γρηγόριος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, έζησε τον 4ο αιώνα και οφείλει την προσηγορία του Θεολόγου στους περίφημους θεολογικούς λόγους, τους οποίους εξεφώνησε στην Κωνσταντινούπολη, όταν τον κάλεσαν οι εναπομείναντες ελάχιστοι Ορθόδοξοι για να αντιμετωπίση την αρειανική αίρεση που είχε την εποχή εκείνη κυριαρχήσει στην Εκκλησία.
Στους λόγους αυτούς όχι μόνον αναπτύσσει το δόγμα περί της Αγίας Τριάδος και αποδεικνύει θεολογικά ότι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι άκτιστος και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός και άκτιστο, αλλά χρησιμοποιεί επιχειρήματα του προέρχονται από την πνευματική προσωπική πείρα που ο ίδιος είχε αποκτήσει. Έτσι δείχνει την σχέση μεταξύ του δόγματος και της βιώσεως της Χάριτος της Αγίας Τριάδος.
Στον πρώτο θεολογικό λόγο του προσδιορίζει ποιος είναι θεολόγος στην Εκκλησία. Γράφει ότι δεν πρέπει όλοι να θεολογούν «ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ' εστιν ότε και οίς και εφ΄ όσον». Η θεολογία δεν είναι υπόθεση όλων, αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων η καθαιρομένων, το μετριώτατον»[2].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο, θεολόγοι είναι εκείνοι που πέρασαν τις εξετάσεις, δηλαδή την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, και έφθασαν στην θεωρία του Θεού ή τουλάχιστον εκείνοι που αγωνίζονται να καθαρθούν. Υπάρχουν δε σοβαρές προϋποθέσεις για να θεολογή κανείς, όπως ο κατάλληλος τρόπος, που είναι η ησυχία, ο κατάλληλος καιρός, για όσα είναι εφικτά και για όσα έχει την δύναμη ο ακροατής[3].
Μιλώντας για την σχέση μεταξύ προσευχής και θεολογίας γράφει ότι μπορεί κανείς πάντοτε να έχη μνήμη του Θεού «μνημονευτέον γαρ Θεού μάλλον ή αναπνευστέον», αλλά δεν μπορεί να θεολογή. Με αυτό που λέγει δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να έχη μνήμη του Θεού, αλλά να θεολογή, ούτε εμποδίζει την θεολογία, αλλά την ακαιρία, ούτε εμποδίζει την διδασκαλία, αλλά την αμετρία[4].
Σε άλλη ομιλία του, αναφερόμενος στο ποιος πρέπει να θεολογή, γράφει ότι συνέχει τάξη όλα τα πράγματα, τα επουράνια και τα επίγεια, τα νοητά και τα αισθητά. Όλοι είμαστε μέλη της Εκκλησίας, αλλά ο καθένας έχει το δικό του χάρισμα. Ένα είναι το Άγιον Πνεύμα, αλλά τα χαρίσματα δεν είναι ίσα, αφού ούτε και τα δοχεία του Πνεύματος είναι ίσα. Στην συνέχεια αναφέρεται στην διαφορά των πνευματικών καταστάσεων μεταξύ Μωϋσέως, Ααρών, Αρχιερέων, Λευϊτών. Πάντως, μόνον ο Μωϋσής ανέβηκε στο όρος Σινά, αυτός εισήλθε μέσα στον γνόφο και ήλθε σε κοινωνία με τον Θεό[5].
Μιλώντας για την εμπειρία του Θεού λέγει ότι ο Θεός είναι Φως και μάλιστα Φως «το ακρότατον», «φως άπαν, καν υπέρλαμπρον φαίνηται». Μπορεί κανείς να δη το Φως μόνον με την λάμψη του. Το Φως αυτό ελκύει τον νού του ανθρώπου προς το ύψος δια της εφέσεως και ο κεκαθαρμένος νους πλησιάζει τον καθαρώτατο Θεό[6]. Αυτό σημαίνει ότι ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται από το Φως του Θεού, ελκύεται προς το ύψος, δια της αγάπης προς το Φως και τελικά βλέπει τον Θεό ως Φως.
Έχοντας υπ' όψη του ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον Μωϋσή που ανέβηκε στο όρος Σινά, σαφέστατα περιγράφει και την δική του πνευματική εμπειρία του Θεού που είχε και μιλώντας για τον Θεό παρουσιάζει και δική του πνευματική θεωρία του Θεού, κατά την οποία είδε τα οπίσθια του Θεού, δηλαδή είδε την άκτιστη ενέργεια και δόξα Του, η οποία καλείται «μεγαλοπρέπεια» και όχι την «ακήρατον φύσιν» της Αγίας Τριάδος[7].
Η ενασχόληση των αιρετικών με τον Θεό, χωρίς τις πιο πάνω προϋποθέσεις, είναι «η περί τον λόγον φιλοτιμία και γλωσσαλγία». Αναφερόμενος στον αρχηγό των Ευνομιανών τον κατηγορεί που πλάθει αυθημερόν αγίους και χειροτονεί θεολόγους, τους εμφυσά την παίδευση και κάνει πολλά συνέδρια με αμαθείς λογίους[8].
Έτσι, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο η εμπειρική θεολογία δεν είναι υπόθεση Συνεδρίων και κατά κόσμο σοφίας, αλλά καθαρότητας της καρδίας και ελλάμψεως του Ιδίου του Θεού στους ανθρώπους εκείνους που έχουν τα απαραίτητα προσόντα για να θεολογήσουν. Η θεολογία είναι μια χαρισματική κατάσταση, πνευματική εμπειρία και όχι μια γυμναστική της διανοίας και οι θεολόγοι αναδεικνύονται από τον Θεό και δεν είναι αυτοχειροτόνητοι.
γ) Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος
Τον 11ο αιώνα μ.Χ., μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι, ακόμη και οι μοναχοί, μιλούσαν για τον Θεό, αλλά με τρόπο στοχαστικό και όχι εμπειρικό, η διδασκαλία του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου αποτέλεσε σταθμό στην εκκλησιαστική ζωή, και προξένησε μια αληθινή επανάσταση στην Εκκλησία, γιατί έθεσε τον ησυχασμό ως την βάση της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος ζούσε μέσα στο άκτιστο Φως, έβλεπε την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως Φως, και όταν χρειάσθηκε να ομιλήση ή να γράψη για τον Θεό αναφερόταν και στο Φως του Θεού και στην μέθεξη αυτού του Φωτός από τον άνθρωπο. Υπάρχουν πολλά χωρία στα έργα του που κάνουν λόγο για το τι είναι θεολογία και ποιοί είναι οι θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Θα μνημονευθούν μερικά από αυτά.
Κατ' αρχάς διακρίνει την μετάνοια από την θεολογία. «Ούτε τω θεολογούντι αρμόζει μετάνοια ούτε τω μετανοούντι θεολογία». Μεταξύ μετανοίας και θεολογίας η διαφορά είναι μεγάλη, όπως απέχει η ανατολή από την δύση. Εκείνος που ζη εν μετανοία ομοιάζει με τον ασθενή και τον ρακένδυτο πτωχό που ζητά ελεημοσύνη, ενώ εκείνος που θεολογεί ομοιάζει με αυτόν που αναστρέφεται μέσα στα βασίλεια, φορά λαμπρή βασιλική στολή, είναι οικείος στον βασιλέα, ομιλεί μαζί του και ακούει από αυτόν τα προστάγματα και τα θελήματά του[9].
Η θεολογία είναι η βίωση της Πεντηκοστής. Όταν οι Απόστολοι έλαβαν το Άγιον Πνεύμα φωτίσθηκαν τελειότερα και διδάχθηκαν δια του Φωτός ότι ο Θεός «άρρητος και ανέκφραστος, άκτιστος και αιώνιος και αΐδιος και ακατάληπτος». Με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος έλαβαν λόγο σοφίας και γνώσεως, ενέργεια θαυμάτων και προφητείας, γένη γλωσσών και ερμηνεία γλωσσών, αντιλήψεις, κυβερνήσεις των πόλεων και του λαού. Οι άγιοι απέκτησαν την υιοθεσία, ενδύθηκαν τον Χριστό και γνώρισαν όλα τα μυστήρια και της θείας οικονομίας και των μελλόντων αγαθών[10].
Η εμπειρία των Αποστόλων συνεχίζεται δια μέσου των αιώνων. Και αυτός ο ίδιος ο άγιος Συμεών, όπως φαίνεται στα κείμενά του, έφθασε στην εμπειρία της Πεντηκοστής και είδε δόξα Θεού. Σε ένα από τα ποιήματά του γράφει με καταπληκτική ακρίβεια πως δια του Χριστού είδε το Τρισάγιον, πως είδε τρία Φώτα, τα οποία είχαν μια ενέργεια και έλαμπαν υπεράνω του φωτός του ηλίου. Γράφει :
«Και γαρ και εν αυτή νυκτί και εν αυτώ τω σκότει
βλέπω Χριστόν τους ουρανούς φρικτώς ανοίγοντά μοι,
αυτόν τε παρακύπτοντα και καθορώμενόν μοι
άμα Πατρί και Πνεύματι, φωτί τω τρισαγίω,
εν ον εν τοις τρισί και εν ενί τα τρία.
Αυτά το φως πάντως εισί, και το φως εν τα τρία,
ό και υπέρ τον ήλιον φωτίζει την ψυχήν μου
και καταλάμπει μου τον νουν όντα εσκοτισμένον»[11].
Κατά την αποκάλυψη του Θεού ο θεόπτης βλέπει την μεγαλωσύνη του Θεού, την απλότητα και το ασύνθετό Του, αλλά και το ανείδεο, γνωρίζει ότι ο ίδιος έχει μετουσία του Θεού, χωρίς όμως να βλέπη την ουσία Του. Γράφει:
«Βλέπει και βούλεται ειπείν και λόγον ουχ ευρίσκει·
αόρατα γαρ καθορά, ανείδεα εις άπαν,
απλά, πάντη ασύνθετα, άπειρα τω μεγέθει.
Ούτε αρχήν γαρ καθορά, ου τέλος όλως βλέπει,
μέσην δε πάντη αγνοεί· και πως είπη, τι βλέπει;
Ανακεφαλαιούμενον όλον, δοκώ, οράται·
ου τη ουσία πάντως δε, αλλά τη μετουσία»[12].
Μάλιστα φθάνει στο σημείο ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος να πη ότι κατηχούμενος δεν λέγεται μόνον ο άπιστος, ο μη βαπτισμένος, «αλλά και ο μη ανακεκαλυμμένω προσώπω νοός την δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[13]. Όταν ο άνθρωπος φθάση στην όραση της δόξης του Θεού, γίνεται πιστός, διαφορετικά είναι κατηχούμενος στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Επομένως, η πραγματική θεολογία είναι εμπειρική, χαρισματική, και θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε στο ύψος της Πεντηκοστής και είδε την δόξα του Θεού.
δ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Τον 14ο αιώνα δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στην Εκκλησία, γιατί για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ορθόδοξη Ανατολή η σχολαστική θεολογία της Δύσεως. Όταν κανείς δεν θεολογή από την εμπειρία του, στοχάζεται πάνω στην αλήθεια περί του Θεού, αναμειγνύει την φιλοσοφία με την φαντασία και στην συνέχεια καταλήγει στον αγνωστικισμό και την αθεΐα. Αυτός ο κίνδυνος παρατηρήθηκε την περίοδο εκείνη στην Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος, γιατί είδε τον Θεό και γνώρισε την δόξα Του και με αυτές τις πνευματικές προϋποθέσεις αντιμετώπισε την αίρεση του Βαρλαάμ.
Ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος στην βιογραφία που συνέταξε για τον άγιο Γρηγόριο μας πληροφορεί για όλη την ησυχαστική του ζωή από την μικρή του ηλικία, μέσα στα ανάκτορα που ζούσε, αλλά και κατά την άσκησή του στο Άγιον Όρος. Ιδίως στο Άγιον Όρος στην αρχή της μοναχικής του ζωής προσευχόταν συνεχώς με την προσευχή «φώτισόν μου το σκότος»[14]. Ζούσε την άσκηση και την νοερά ησυχία «μεθ' υπερβολής»[15]. Προσέφερε στα κρυφά την αδιάλειπτη προσευχή του νού εν πνεύματι και την λατρεία σε Αυτόν που βλέπει στα κρυπτά και αξιώθηκε πολλών δωρεών[16]. Δέχθηκε πολλές αποκαλύψεις, όπως τις εμφανίσεις του Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, της Θεομήτορος, ιδιαιτέρως όμως είδε πολλές φορές το άκτιστο Φως, την Βασιλεία των Ουρανών, αφού αυτή η εποψία είναι άμεση ένωση, έλλαμψη και θέωση, και όσοι φθάνουν εκεί αποκτούν την ακροτάτη αγάπη και την θεία καθ' ομοίωση και μάλιστα «και την υψηλήν τε και άπταιστον θεολογίαν, δι' ευχής αδιαλείπτου και νοεράς ησυχίας και ταπεινώσεως και πένθους»[17]. Εδώ η εποψία συνδέεται με την θέωση και την «υψηλήν και άπταιστον θεολογίαν». Ο άγιος Γρηγόριος έβλεπε συχνά το θείο Φως[18]. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο συνεχώς στα κείμενά του κάνει λόγο για το άκτιστο Φως της θεότητος.
Είναι χαρακτηριστικό ένα όραμα που είδε και διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον φίλο και μαθητή του Δωρόθεο και το καταγράφει ο άγιος Φιλόθεος.
Ευρισκόμενος σε ιερά ησυχία και προσευχή μέσα σε μια σκιά ύπνου, είδε ότι κρατούσε ένα σκεύος στα χέρια του γεμάτο γάλα που άρχιζε να χύνεται έξω από το σκεύος, να μεταβάλλεται σε κάλλιστο και ευωδιαστό οίνο που κατέβρεχε τα ενδύματα και τα χέρια του, με αποτέλεσμα να τα γεμίζη όλα με ευωδία. Τότε εμφανίσθηκε ένας επιφανής άνδρας, πλήρης φωτός, και του υπέδειξε να μεταδίδη και στους άλλους αυτό το ποτό και να μη το αφήση να χύνεται μάταια. Ασφαλώς πρόκειται για την μετατροπή του ηθικού λόγου σε θεολογικό και δείχνει ότι ο άγιος Γρηγόριος έλαβε το χάρισμα της θεολογίας. Όταν ο Άγιος προέβαλε την αδυναμία του να κάνη αυτό το έργο, γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι που αγαπούν τέτοιους θεολογικούς λόγους, ο θείος εκείνος άνδρας τον προέτρεψε να το κάνη και να αφήση τον Θεό να ενεργή κατάλληλα. Μετά που έφυγε ο λαμπρός εκείνος άνδρας, διηγείται ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «εγώ δε και την σκιάν εκτιναξάμενος εκείνην του ύπνου, την τε νύκτα πάσαν ομού και της ημέρας το πλείστον εκαθήμην εκεί, τω θείω φωτί πλουσίως όλος περιλαμπόμενος»[19].
Αυτή η πληροφορία είναι σημαντική, γιατί δείχνει ότι ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται για πολλή ώρα μέσα στο Φως και να περιλάμπεται από αυτό. Τέτοια πνευματική εμπειρία μετατρέπει τον ηθικό λόγο σε θεολογικό. Πράγματι, μετά από αυτήν την αποκαλυπτική εμπειρία ο άγιος Γρηγόριος έγραψε τον πρώτο λόγο του που αναφερόταν στον όσιο Πέτρο τον Αθωνίτη, στον οποίο παρουσιάζει την αξία του αγιορείτου μοναχού, και έπειτα έγραψε την ομιλία του στα Εισόδια της Θεοτόκου, που παρουσιάζει την Θεοτόκο ως υπόδειγμα ησυχαστού και κατ΄ εξοχήν θεολόγου.
Σε ένα κείμενό του ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ομιλώντας για την θεολογία, την ταυτίζει με την θεωρία του Θεού. Γράφει: «Έστι γαρ και η περί Θεού και των κατ' αυτόν δογμάτων γνώσις, θεωρία, ό θεολογίαν ονομάζομεν»[20]. Ταυτίζεται η γνώση των δογμάτων με την θεωρία του Θεού και την θεολογία. Θεόσοφοι θεολόγοι είναι οι «υπέρ νουν τοις υπέρ νουν ωμιληκότες» με τον Θεό, και εκείνοι οι οποίοι «θεοχαρίστως τε εδιδάχθησαν και θεομιμήτως ημάς εδίδαξαν»[21].
Αλλού καταγράφει την διαφορά μεταξύ θεολόγων που είναι θεόπτες και θεολόγων που θεολογούν εξ αφαιρέσεως. «Οι εξ αφαιρέσεως θεολογούντες» θεολογούν «από του μη οράν», αλλά οι Άγιοι θεολογούν από το ότι γνωρίζουν «αυτή τη οράσει το υπέρ όρασιν», «πάσχοντες οίον την αφαίρεσιν, αλλά ου διανοούμενοι»[22]. Κάνοντας λόγο για τον Γρηγορά, φίλο και οπαδό του Βαρλαάμ, που παρουσιαζόταν ως θεολόγος, χωρίς όμως να έχη προσωπική εμπειρία του Θεού, γράφει ότι έχει χειροτονηθή από την δική του γραφίδα «και αυτόπλαστός εστι διδάσκαλος, διο και ψευδοδιδάσκαλος μάλλον η διδάσκαλος»[23]. Θεολόγοι είναι όσοι βλέπουν τον Θεό εν τω Φωτί και αυτόπλαστοι διδάσκαλοι όσοι ομιλούν από το μυαλό τους και την φαντασία τους.
Είναι σημαντικό ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι όσοι δεν έχουν την πραγματική γνώση του Θεού εξ εμπειρίας, στην πραγματικότητα είναι άθεοι. Αυτό λέγεται με την έννοια ότι οι άνθρωποι αυτοί στοχάζονται και ομιλούν για έναν Θεό που δεν υπάρχει. Έτσι, δεν έχουν γνώση του αληθινού Θεού, αλλά του θεού του στοχασμού και της φαντασίας, που είναι ανύπαρκτος.
 Σε επιστολή του προς τον Μοναχό Διονύσιο καταγράφει τα τρία γένη της αθεΐας. Το πρώτο γένος αθεΐας είναι «η πολυειδής πλάνη των ελληνιζόντων» από τους οποίους έλαβε ο Βαρλαάμ τις ιδέες και τις μετέδωσε στον Ακίνδυνο, ισχυριζόμενος ότι δεν διαφέρει η ενέργεια του Θεού από την ουσία Του. Το δεύτερο είδος αθεΐας είναι «η πολυσχεδής και πολύμορφος απάτη των αιρετικών» που δεν διαφέρουν από τους αθέους, αφού έχουν πεπλανημένη ιδέα για τον Θεό, στους οποίους ανήκουν και ο Βαρλαάμ και ο Ακίνδυνος, αφού τον ένα Θεό κατατέμνουν σε κτιστά και άκτιστα. Το τρίτο γένος αθεΐας είναι το να μην αναφέρη κανείς τα δόγματα περί του Θεού, λόγω ανευλαβούς ευλαβείας, να μη θέλη να υμνή τον Θεό με αυτόν τον τρόπο, διότι υπερβαίνουν την διάνοια των πολλών και να μην εξηγή στους μη γνωρίζοντες τις θεολογίες των ιερών Πατέρων, αλλά να τις απορρίπτη και να τις αθετή, προφασιζόμενος το μεγαλόνουν και το υψηγόρον που δε είναι εύληπτο στους πολλούς ούτε είναι εφικτό σε όλους ακόπως και ευκόλως[24]).
Και οι τέσσερεις αυτοί Άγιοι, άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής και Θεολόγος, άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος και άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και τέταρτος Θεολόγος, είναι θεόπτες και γι' αυτό χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία ως Θεολόγοι.
Το συμπέρασμα όλων των ανωτέρω είναι ότι η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη και ως χάρισμα-εμπειρία.
Η εικόνα του νοσοκομείου δείχνει αυτόν τον διττό τρόπο της θεολογίας. Σε κάθε νοσοκομείο υπάρχουν ιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό που ενδιαφέρονται για την υγεία των αρρώστων, αλλά υπάρχουν και τα διοικητικά όργανα, ήτοι διευθυντές, συμβούλια, λογιστές, γραμματείς και άλλοι που εργάζονται επιστημονικά για την καλή διοικητική οργάνωση του νοσοκομείου. Η διοικητική διάρθρωση του νοσοκομείου δεν μπορεί να υποκαταστήση το θεραπευτικό του έργο, αλλά και η ιατρική-θεραπευτική του προσφορά δεν μπορεί να λειτουργήση αποδοτικά χωρίς την υλική, οικονομική και διοργανωτική υποδομή.
Η εικόνα αυτή δείχνει και την σχέση μεταξύ της θεολογίας ως χάρισμα που θεραπεύει τον άρρωστο πνευματικά άνθρωπο στο πνευματικό νοσοκομείο που είναι η Εκκλησία, και της θεολογίας ως επιστήμη που διερευνά τα εξωτερικά στοιχεία της εκκλησιαστικής ζωής.
Η κατ' εξοχήν θεολογία είναι η πνευματική γνώση του Θεού μέσα στο Φως, είναι η συμμετοχή «εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί» (Κολ. β΄ 12). Μια τέτοια θεολογία προσφέρει την απλανή γνώση του Θεού και βοηθά τους ανθρώπους, που διψούν και πεινούν για Θεό, να ικανοποιήσουν αυτόν τον πόθο τους. Έτσι, η χαρισματική θεολογία λειτουργεί περισσότερο ως ποιμαντική και, φυσικά, η ποιμαντική αποβλέπει στην πορεία του ανθρώπου από το κατ' εικόνα στο καθ΄ ομοίωση, από το είναι στο ευ είναι, από την ανθρωποκεντρική θεώρηση της ζωής, στην θεοκεντρική θεώρησή της, από την κάθαρση στον φωτισμό και την θέωση. Μια τέτοια θεολογία αναπτυσσόταν στα Μοναστήρια και οι πραγματικοί καθηγητές είναι οι καθηγητές της ερήμου, οι μοναχοί εκείνοι, Κληρικοί και Επίσκοποι, που γνώρισαν προσωπικά και εμπειρικά τον Θεό.
Επίσης, η θεολογία λειτουργεί και ως επιστήμη που ασχολείται με την πορεία της Εκκλησίας στην ιστορία και τον χρόνο, με τον πολιτισμό που καλλιεργείται από τα μέλη της Εκκλησίας, με τις εξουσιαστικές και εθνοφυλετικές τάσεις τους με την διοργάνωση της Εκκλησίας. Η ανάλυση και ερμηνεία των καταστάσεων αυτών καλλιεργείται και διδάσκεται στις Εκκλησιαστικές και Θεολογικές Σχολές, και Καθηγητές είναι εκείνοι που σπουδάζουν και γνωρίζουν όλα αυτά τα προβλήματα που αναφύονται στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Αυτή η θεολογία πρέπει να βοηθά την Εκκλησία στον σκοπό της που είναι η καθοδήγηση των Χριστιανών προς την θέωση. Αν, όμως, μια τέτοια επιστημονική, ακαδημαϊκή θεολογία δεν εμπνέεται από την χαρισματική θεολογία, δεν έχει ιδιαίτερη διαχρονική και σωτηριολογική αξία, γιατί κάποτε, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τα πάντα θα καταργηθούν και αυτή η γνώση και εκείνο που θα παραμείνη είναι η αγάπη, ως κοινωνία με τον Θεό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).
Εγώ τουλάχιστον βοηθήθηκα από τους Πνευματικούς μου Πατέρες και από τους Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής που με οδήγησαν στην μελέτη των αγιογραφικών και πατερικών κειμένων της Εκκλησίας και μου άνοιξαν τον δρόμο για το Άγιον Όρος όπου συνάντησα πεπειραμένους ασκητές, οι οποίοι έβλεπαν τον Θεό ως Φως και οι οποίοι μου υπέδειξαν αυτόν τον δρόμο της εμπειρικής θεολογίας. Έτσι, στην ζωή μου είδα πως μπορεί να συνεργασθούν αρμονικά η θεολογία ως επιστήμη και η θεολογία ως χάρισμα-εμπειρία, πως μπορούν να συνδεθούν οι Θεολογικές Σχολές με την ησυχαστική και θεοπτική παράδοση της Εκκλησίας.
 Είμαι ευγνώμων στον Θεό που μου έδειξε αυτήν την οδό και ευχαριστώ και εσάς που είχατε την υπομονή να με ακούσετε.





[1] Γρηγορίου Παλαμά, έργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983 σελ. 498
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, έργα 4, ΕΠΕ, σελ. 14
[3] Ένθ. ανωτ. σελ. 14-16
[4] Ένθ. ανωτ. σελ. 16
[5] Ένθ. ανωτ. τόμ. 2, ΕΠΕ. σελ. 38 κ.εξ.
[6] Ένθ. ανωτ. σελ. 52-54
[7] Ένθ. ανωτ. τόμος 4, σελ. 38
[8] Ένθ. ανωτ. σελ. 26
[9] SC, 51, σελ. 71, α
[10] SC 122, σελ. 110-112
[11] SC 156 σελ. 234
[12] SC 156, σελ. 158
[13] SC 129, σελ. 234
[14] Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 80-82
[15] Ένθ. ανωτ. σελ. 86
[16] Ένθ. ανωτ. σελ. 90
[17] Ένθ. ανωτ. σελ. 122
[18] Ένθ. ανωτ. σελ. 138
[19] Ένθ. ανωτ. σελ.142-144
[20] Γρηγορίου του Παλαμά, ΕΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 182
[21] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, Χρήστου Α΄, 258
[22] Γρηγορίου Παλαμά, ΕΠΕ έργα 2, σελ. 458-460
[23] Γρηγορίου Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Δ΄, Χρήστου, σελ. 275
[24] Γρηγορίου του Παλαμά, έργα 4 ΕΠΕ, σελ. 404 κ.εξ

Ἄνοιξα τὰ μάτια μπροστὰ σὲ μιὰ εἰκόνα

Georghiou Virgil



Τὸ πρῶτο πρόσωπο ποὺ ἀντίκρισαν τὰ μάτια μου, σὰν τὰ πρωτάνοιξα στὴ ζωή, ἦταν ὁ πατέρας μου.

Πάντοτε φανταζόμουνα τὸ ἀνθρώπινο μνημονικὸ σὰν μία ταινία φωτογραφική, ποὺ ἀποτυπώνει ὅλες τὶς εἰκόνες τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὴν κούνια ἴσαμε τὸν τάφο. Τὸ μάτι μοιάζει μὲ μιὰ φωτογραφικὴ μηχανή, ποὺ καταγράφει αὐτόματα ὅλα ὅσα ἀγκαλιάζει ὁ φακός της. Ἡ μνήμη δὲν κρατάει παρὰ τὶς εἰκόνες καὶ τὶς σκηνὲς ποὺ παρουσιάζουν ἐνδιαφέρον. Τὴν ὑπόλοιπη ταινία τὴν πετάει, σὰν ἄχρηστη, στῆς λησμονιᾶς τὸ ἀπόμερο. Ὅπως πετᾶμε τὰ σκουπίδια.
Στὴν ταινία λοιπὸν τῆς μνήμης μου, πρώτη τῆς ζωῆς μου εἰκόνα, σὰν μία μεγέθυνση ποὺ ἡ θύμησή μου εὐλαβικὰ διατήρησε, καὶ ποὺ ὁ χρόνος θαυμαστὰ ὀμόρφηνε, ἀντὶ νὰ τὴ σβήσει — ἡ εἰκόνα τοῦ πατέρα μου.

Ἐγὼ θὰ βρισκόμουνα στὴν κούνια μου. Καὶ κεῖνος γερμένος ἀπὸ πάνω. Κοιταζόμασταν, ὁ πατέρας μου κι ἐγώ, γεμάτοι θαυμασμὸν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο. Μόλις εἶχα βγεῖ ἀπὸ τὴ νύχτα τῆς ἀνυπαρξίας κ' ἡ περιέργειά μου, μπρὸς στὴν πρώτην εἰκόνα τοῦ κόσμου, ἤτανε δικαιολογημένη. Πρὶν ἀντικρίσω τὸν πατέρα μου δὲν εἶχα δεῖ τίποτε ἄλλο. Ἡ κόρη τῶν ματιῶν μου ἤτανε παρθένα. Κι ὅλα γύρω μου στὸν κόσμο ἤτανε καινούρια. Ἡ ἔκπληξη τοῦ πατέρα μου, μπρὸς στὴ μικρὴ κι ὁλοκαίνουρια ὑπαρξή μου, ἤτανε κι αὐτὴ δικαιολογημένη. Δὲν εἶχε κλείσει τὰ εἴκοσί του χρόνια. Βρισκόταν ἀκόμα στὰ μαγιάπριλα τῆς ζωῆς του. Τὸ κορμὶ του μέστωνε, τὰ κόκκαλά του ἀκόμα πήζανε, καλὰ - καλὰ δὲν εἶχε γίνει ἄντρας. Τοῦ φαινότανε λοιπὸν ἀπίστευτο πὼς γίνηκε κιόλας πατέρας. Μ' ἔβλεπε σὰν κάτι τὸ ἀναπάντεχο, καὶ σὰν πεσμένο ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Κ’ οἱ δυό μας εἴμασταν λοιπὸν γεμάτοι ἔκπληξη.

Πόσο περήφανος εἶμαι στὴ σκέψη πὼς ἡ πρώτη μου εἰκόνα τοῦ ἐπίγειου σύμπαντος ἦταν ἒν' ἀνθρώπινο πρόσωπο. Βλέποντας τὸ πρόσωπο ἑνὸς ἀνθρώπου, εἶδα τὸ Θεό. Κι ὅποιος βλέπει τὸ Θεό, βλέπει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὴν ἀνθρώπινη ὄψη τοῦ Θεοῦ. Μᾶς τὸ λέει ὁλοκάθαρα: «Ὁ ἐωρακὼς ἐμὲ ἐώρακε τὸν Πατέρα» ( Ἰω. 14,9). Ἡ καλύτερη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος.

Εἶναι κι ἕνας δεύτερος λόγος ποὺ μὲ κάνει περήφανο γιατί τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ εἶδα στὸν κόσμο ἤτανε ἡ ὄψη τοῦ πατέρα μου. Σὲ λίγο καιρὸ τὰ μάτια μου θὰ κλείσουν καὶ δὲν θὰ βλέπουν πιὰ τὶς εἰκόνες τῆς ζωῆς. Εἶναι τυφλοὶ στὰ ἐπίγεια οἱ νεκροί. Μ' ἐπιμέλεια κάνω τὶς ἑτοιμασίες μου γιὰ τὸ μισεμό μου ἀπὸ τὴ γῆ. Τὰ περισσότερά μου χρόνια τὰ ἔζησα. Τἄχω ξοδέψει. Ὅπως ξοδεύεται ἕνα μάτσο χρήματα. Τὰ πολλὰ τἄχω σπαταλήσει, τἄχω ζήσει, κι ὅσα μοῦ μένουν εἶναι μετρημένα. Λοιπόν, σ' ὅλη μου τὴ ζωή, δὲν εἶδα ποτέ, πουθενά, καὶ σὲ καμμιὰ εὐκαιρία, οὔτε κἄν στὰ ὄνειρά μου, μίαν εἰκόνα ὀμορφότερη ἀπὸ τὴν πρώτη ποὺ κατάγραψε ἡ μνήμη μου, τὴν εἰκόνα τοῦ πατέρα μου. Οὔτε τῶν ζωγράφων τὰ χρώματα, οὔτε τῆς φύσης τ' ἀξιοθαύμαστα, οὔτε τῶν ὡραίων γυναικῶν ἡ ἀκτινοβολία, οὔτε τῶν παιδικῶν προσώπων ἡ ἀγγελικὴ ὀμορφιά, δὲν μπόρεσαν νὰ ξεπεράσουν στὰ μάτια μου τὴν ὀμορφιὰ τῆς πρώτης ἀνθρώπινης ὄψης ποὺ ἀντίκρισα στὴ γῆ: τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου.

Πρέπει νὰ ἐξηγήσω πὼς τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου δὲν ἤτανε παρόμοιο μὲ τ' ἄλλα πρόσωπα, μὲ τὶς ἄλλες ἀναρίθμητες εἰκόνες ποὺ ἡ μνήμη μου ἀποτύπωσε, ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε φωτογραφικὴ ταινία. Ἤτανε διαφορεπκὴ πολύ, ἡ πρώτη ἐκείν' εἰκόνα: ἦταν ἕνα εἰκόνισμα.

Στὸ λεξικὸ διαβάζουμε πὼς ἡ λέξη εἰκόνισμα, ἑλληνικὰ θὰ πεῖ εἰκόνα.

Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι ἀληθινὰ μία εἰκόνα• ὅμως μία εἰκόνα ποὺ δὲν εἶναι ἀποκλειστικὰ ἐπίγεια. Μία εἰκόνα θεανδρική, οὐράνια κι ἐπίγεια μαζί. Ποὺ συγκερνάει τὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὅπως τὸ δείχνουν οἱ δυὸ λέξεις ποὺ συνθέτουν αὐτὸ τὸ ἐπίθετο: Θεὸς καὶ ἀνήρ.

Μία φωτογραφία, ποὺ εἶναι μία ἐπίγεια εἰκόνα, ἀκόμα κι ὅταν εἰκονίζει ἕναν ἅγιο, δὲν μπορεῖ νὰ χρησιμέψει σὰν εἰκόνισμα. Οἱ κανόνες τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας τὸ ἀπαγορεύουν κατηγορηματικά. Ἂν καμμιὰ μέρα βροῦν τὴ φωτογραφία κάποιου πολυσέβαστου ἁγίου, δὲν θὰ μπορέσουν ν’ ἀντικαταστήσουν μ' αὐτὴν τὸ εἰκόνισμά του. Γιατί ἡ φωτογραφία εἶναι ἀποκλειστικὰ ἡ ἐπίγεια εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐνῶ ἀντίθετα τὸ εἰκόνισμα εἶναι ἡ ἁγνὴ κι ὁλοκληρωτική τοῦ ἀνθρώπου εἰκόνα, μ' ὅλες τὶς ἐπίγειες καὶ οὐράνιες διαστάσεις του.

Μέσα σ' ἕνα εἰκόνισμα ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου ἀπογυμνώνεται ἀπὸ κάθε οὐσία βαρειὰ καὶ φθαρτή, ποὺ περιέχει στὴ ζωή. Κι εἶναι σωστὸ ν' ἀπογυμνώνεται ἔτσι, νὰ περιορίζεται στὶς ἀρχικές της γραμμές. Γιατί οἱ ἅγιοι, ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρισταίνει, εἶναι ἄντρες ἀπὸ σάρκα καὶ ὀστᾶ, ποὺ τὴ ζωὴ τους ὅμως τὴ ζήσανε ἀγγελικὰ• καὶ οἱ ἄγγελοι δὲν εἶναι καμωμένοι ἀπὸ ὕλη. Σ’ ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι γυμνωμένα, ἀλαφρωμένα, ἐξαγνισμένα, καθαρισμένα ἀπὸ κάθε λάσπη, ἀπὸ κάθε σκόνη, κι ἀπ' ὅλα τὰ ἐπίγεια ὑλικά, βαριὰ κι ἐφήμερα. Μέσα στὸ εἰκόνισμα ἡ ἀνθρώπινη ὄψη παριστάνεται ἁγνὴ καὶ παρόμοια μὲ τὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ὁ ἅγιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τέτοιος ποὺ τὸν παρουσιάζει τὸ εἰκόνισμα. Ἀπαράλλακτα ὅπως καὶ στὴ φύση δὲν βρίσκεται νερὸ ἀπόλυτα ἁγνό. Καὶ τὸ πιὸ κρυσταλλένιο νερὸ κλείνει μέσα του ἅλατα, γκάζια κι ἄλλες οὐσίες ξένες στὴ φύση του. Τ’ ὁλοκάθαρο νερό, ἀπὸ ὑδρογόνο καὶ ὀξυγόνο, ὅπως ὁ τύπος τῆς χημείας, δὲν ὑπάρχει παρὰ στὴ θεωρία. Κι ἂν ἀκόμα τὸ γνήσιο νερὸ βρισκότανε στὴ φύση, δὲ θὰ ἤτανε πόσιμο: τὸ γνήσιο, τὸ ἁγνὸ χημικὰ νερό, δὲν πίνεται.

Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἐπίγεια ζωή του δὲν εἶναι καθάρια, ὅπως δὲν εἶναι καθάριο καὶ τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε. Εἶναι βαρειὰ καὶ μολυσμένη ἀπὸ σωρὸν ἀκαθαρσίες, ποὺ προστέθηκαν στὴν ἀρχική της φύση, καὶ δὲν ἔχουν μαζί της καμμιὰ σχέση.

Στὸ ὀρθόδοξο εἰκόνισμα ὁ ἄνθρωπος παρασταίνεται τέτοιος ποὺ ἤτανε στὴν προέλευσή του, ὅπως ἤτανε στὴ δημιουργία τοῦ κόσμου. Κάθε εἰκόνισμα ἀνταποκρίνεται στὸ ἀρχέτυπο, στὸ πρωτότυπο τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ εἰκόνισμα μέσα, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἐλευθερώνεται ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς ὕλης, τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου. Ἡ ἀνθρώπινη παράσταση, περιορισμένη ἔτσι στὸ πρῶτο της σχῆμα, καὶ στὶς ἀρχικές της ἰδιότητες, γίνετ' αἰώνια, καὶ παρόμοια μὲ τὸ Θεό, εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.

Ἕνα εἰκόνισμα, λοιπόν, δὲν παρισταίνει μία πραγματικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ἐδῶ κάτω. Κάθε εἰκόνισμα εἶναι κι ἕνα παράθυρο, ποὺ ἀνοίγει πρὸς τὸν οὐρανό. Κ’ ἡ ζωγραφιὰ ποὺ βλέπουμε στὸ εἰκόνισμα μέσα εἶναι μία πραγματικότητα ἀπὸ κεῖ ψηλά. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ἡ ὄψη τοῦ ἁγίου εἴτε τῆς ἁγίας ποὺ τὸ εἰκόνισμα παρασταίνει, εἶναι αὐτὲς ποὺ ζήσανε πάνω στὴ γῆ, κι εὔκολα εἶναι νὰ τὶς ἀναγνωρίσουμε. Ἀλλὰ ὄχι κατὰ τοὺς νόμους τῆς σάρκας. (Β' Κόρ. 5,16). Γιατί τώρα γίναμε ὑπάρξεις ἐπουράνιες, καὶ κανεὶς δὲν ἀνεβαίνει στὸν οὐρανὸ μὲ τὸ σάρκινο περίβλημά του. Τὸ ἔργο αὐτῶν ποὺ ζωγραφίζουν εἰκονίσματα, τῶν εἰκονογράφων, εἶναι πολὺ δύσκολο. Γιατί εἶναι πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο, σ’ ἕνα θνητὸ χέρι νὰ ζωγραφίσει, μὲ φθαρτὰ ὑλικὰ — λάδι, μελάνι, χρώματα — πραγματικότητες ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, καὶ ποὺ εἶν’ αἰώνιες. Ὁ ζωγράφος ποὺ θέλει νὰ φτάσει ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ κοντὰ στὸ θεϊκὸ καὶ οὐράνιο πρότυπο, ζωγραφίζοντας μία εἴκονα, ἔχει ἕνα μόνο τρόπο: νὰ μεταχειριστεῖ σύμβολα. Νὰ παρουσιάσει δηλαδὴ μία πραγματικότητα ὑπέρτατη, μ’ ἕνα τρόπο πλάγιο, γιατί μία τέτοια πραγματικότητα δὲ συλλαμβάνεται κατὰ τρόπο ἄμεσο.

Ἕνα μόνο εἰκόνισμα τέλειο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι ἀχειροποίητο, δηλαδὴ δὲν τὸ δούλεψε ἀνθρώπινο χέρι. Παρισταίνει τὴν ὄψη τοῦ Χριστοῦ τυπωμένη ἀπὸ κάποια δύναμη θαυματουργό, δίχως τὴ βοήθεια ἀνθρώπινου χεριοῦ, καὶ εἶναι γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα «Τὸ Πανάγιο Πρόσωπο».

Ἂν ἑξαιρέσουμε τούτη τὴν ἀχειροποίητη εἰκόνα, ὅλες οἱ ἄλλες εἰκονίζουν, μὲ ὑλικὰ ἐπίγεια καὶ μὲ τῶν συμβόλων τὴ βοήθεια, τὴ θεία πραγματικότητα τ' οὐρανοῦ.

Ἀπ’ ὅλα τὰ εἰκονίσματα ποὺ εἶδα, ὀμορφότερο μοῦ φαίνεται τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα μου, τέτοιο ποὺ τυπώθηκε στὴ μνήμη μου, τὴν πρώτη μέρα ποὺ ἄνοιξα τὰ μάτια στὴ ζωή, μέσα στὴν κούνια μου. Ἤτανε ἀπόλυτα σύμφωνο μὲ τοὺς αὐστηροὺς κανόνες τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας, ὅπως κατάλαβα ἀργότερα. Μὲ τὸ ν’ ἀνοίξω τὰ μάτια μου μπρὸς σ' ἕνα εἰκόνισμα τόσο πανέμορφο, ἡ γραμμὴ τῆς ζωῆς μου χαράχτηκε ἀπὸ τότε μὲ ἀπόλυτη ἀκρίβεια.

Ἀπὸ κάποιαν ἄποψη τὰ εἰκονίσματα μοιάζουν μὲ τὶς ἀφίσες ποὺ βλέπουμε στὰ τουριστικὰ γραφεῖα, καὶ ποὺ μᾶς δείχνουν εἰκόνες ἐξαίσιες ἀπὸ χῶρες ποὺ μᾶς καλοῦν νὰ ἐπισκεφθοῦμε. Κάθε τουριστικὴ ἀφίσα εἶναι λοιπὸν μία πρόσκληση νὰ ταξιδέψουμε σ' ἕνα θαυμάσιο τόπο. Τὸ εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ μία πρόσκληση γιὰ τὸ ταξίδι τοῦ Ὑπερπέραν, γιὰ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Τὸ εἰκόνισμα, ὅπως καὶ οἱ τουριστικὲς ἀφίσες, μᾶς δείχνει μίαν εἰκόνα: τὴν πραγματικότητα τ’ οὐρανοῦ. Ἀνοίγοντας τὰ μάτια μπρὸς σ' ἕνα εἰκόνισμα, πῆρα ταυτόχρονα καὶ μία πρόσκληση γιὰ τὸν Οὐρανό. Αὐτὴ ἡ πρόσκληση μπορεῖ νὰ συνέτεινε ὥστε ἡ μόνη φροντίδα τῆς ζωῆς μου νὰ εἶναι αὐτὸ τὸ ταξίδι στὸν οὐρανό. Ξέροντας πὼς εἶμαι καλεσμένος ἐκεῖ, δέχτηκα χωρὶς ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση τ' ἀξιώματα πού μοῦ προσφέρανε δῶ κάτω. Ἤξερα πὼς εἶναι ἀνάξια καὶ προσωρινά. Ἤξερα πὼς «οὐρανὸς μοι ὁ θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου» (Πράξ. 7,49).

Γιὰ ὅσους γνωρίσανε ἀκόμα κι ἕνα ἐλάχιστο κομματάκι τῆς οὐράνιας πραγματικότητας — ποὺ τὸ ξανανοίξανε μὲς ἀπὸ τὸ παράθυρο ἑνὸς εἰκονίσματος — ἡ γῆς καταντάει, καὶ πολὺ σωστά, μικρή, ἀσήμαντη κι ἀνάξια. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἐπίγεια ζωὴ δὲν ἔχει σκοπὸ παρὰ νὰ χρησιμέψει σὰν σκαμνί, γιὰ ν' ἀνέβουν ἐκεῖ ψηλά. Αὐτὸ κι ἔκαμνα ἀνέκαθεν. Ἔζησα ψάλλοντας: «Ἑνώσου μὲ τοὺς ἀγγέλους... Πρόσταξε τὶς πύλες νὰ σηκώσουνε τὸ ἀνώφλι τους γιὰ νὰ γίνουν ψηλότερες» (Ἅγ. Γρηγόριος Ναζιανζηνός). Ἔτσι συνέβηκαν τὰ πράγματα. Ὅπως ἄλλα παιδιὰ πηγαίνουν ναῦτες γιατί τὰ τρυφερά τους χρόνια γνωρίσανε τὶς εἰκόνες τῆς θάλασσας, ἔτσι τὸ δικό μου ἐνδιαφέρον τὸ τράβηξε ὁ οὐρανός. Αὐτὸς γίνηκε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μου. Γιατί τοῦ πατέρα μου τὸ εἰκόνισμα, ποὺ ἀντικρυσα μόλις πρωτάνοιξα τὰ μάτια, ἦταν ἕνα θέαμα φερμένο ἀπὸ ψηλά. Ἕνα οὐράνιο θέαμα. Καὶ χάραξε τὴν κατεύθυνση τῆς ζωῆς μου.

Τούτη ἡ κατεύθυνση ποὺ τράβηξα γίνηκε ἀστείρευτη πηγὴ δοκιμασιῶν γιὰ μένα. Οἱ σύγχρονοί μου — ἄνθρωποι τοῦ ἐπιστημονικοῦ καὶ ὑλιστικοῦ αὐτοῦ αἰώνα, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς νὰ μετρήσουν, νὰ λογαριάσουν καὶ νὰ προσδιορίσουν τὰ πάντα — προσπαθήσανε νὰ ἐξακριβώσουν ἐπιστημονικὰ τὸ δρόμο ποὺ τραβᾶν ἡ ζωή μου, οἱ σκέψεις μου, οἱ γνῶμες καὶ τὰ ἔργα μου. Ὅπως κάνουν γιὰ κάθε πολίτη. Καὶ γιὰ νὰ ἐξακριβώσουν ἀλάθευτα τὴν κατεύθυνση ποὺ παίρνει ἕνας πολίτης μεταχειρίζονται, φυσικά, τὴν πυξίδα. Γιὰ κακὴ τύχη ὅμως, τῆς πυξίδας ὁ δείχτης δείχνει μόνο τὶς ἐπίγειες διευθύνσεις. Οἱ σύγχρονοί μου διαπιστώσανε, μὲ τὴν πυξίδα στὸ χέρι, καὶ πολὺ ἐπιστημονικά, πὼς δὲν κατευθύνομαι οὔτε δεξιὰ ἡ πρὸς δυσμάς, οὔτε ἀριστερὰ ἡ πρὸς ἀνατολάς, κι οὔτε μπροστὰ πηγαίνω, οὔτε πίσω.

Ἐπιστημονικὰ συμπεράνανε τότε πὼς δὲν ἔχω κατεύθυνση καμμία. Πὼς πορεύομαι στὴν τύχη. Ὅπως ὁ ἄνεμος. Καὶ τοῦτο τοὺς φάνηκε τόσο ὕποπτο καὶ τόσο ἐπικίνδυνο, ποὺ μὲ καταδικάσανε σὲ τρομερὲς δοκιμασίες. Κατὰ βάθος τοὺς δικαιολογῶ. Τὴ θέση καὶ τὴ διεύθυνση τοῦ κάθε ἀτόμου θέλουν νὰ ξέρουν γιὰ νὰ τὸν ἐπισκοποῦνε. Νὰ τὸν ὑποστηρίξουν ὅταν βρίσκεται στὴ γραμμὴ ποὺ οἱ ἀρχὲς ἐγκρίνουν, εἴτε νὰ τὸν ἐξολοθρεύσουν ἂν ἀκολουθεῖ ἄλλη γραμμή. Ἐμένα, μὴ μπορώντας νὰ ἐξακριβώσουν, μὲ τὴν πυξίδα τους, ποὺ βαδίζω, δὲν μποροῦν οὔτε νὰ μὲ βοηθήσουν γιὰ νάχουν ἕνα ὀπαδὸ περισσότερο, οὔτε καὶ νὰ μὲ ἐξαφανίσουν γιὰ νάχουν ἕνα ἐχθρὸ λιγότερο. Σ' ὅλη τὴ ζωὴ τους εἶχαν ἐξ’ αἰτίας μου μεγάλες δυσαρέσκειες. Γιατί βρισκόμουνα πάντα ἐκεῖ ποὺ δὲ μὲ περιμένανε. Ἡ πυξίδα δὲν ἔδειχνε ποτὲ τὴ σωστὴ διεύθυνσή μου.

Ὡστόσο, μ' ὅλες τὶς δυσαρέσκειες ποὺ προκάλεσα στοὺς σύγχρονούς μου, ἔχω τὴ συνείδησή μου ἥσυχη. Δικό τους εἶναι τὸ λάθος, καὶ μόνο δικό τους. Γιατί ἄραγε μεταχειρίζονται ὄργανα, σὰν τὴν πυξίδα, ποὺ δὲν δείχνουμε παρὰ τὰ σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, καὶ ποτὲ τὸν οὐρανό; Καὶ καθὼς οἱ συσκευές τους δὲν δείχνουνε τὸν οὐρανό, φτάσανε στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ οὐρανὸς δὲν ὑπάρχει. Τόσο τὸ χειρότερο γι’ αὐτούς. Ἴσα ἴσα, ὁ οὐρανὸς εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ μὲ τραβάει, καὶ σ’ αὐτὸ κατευθύνομαι.

Γιὰ νὰ εὐχαριστήσω τοὺς συνανθρώπους μου θὰ μοῦ ἦταν δυνατό, ἀπὸ ὑπερβολικὴ νὰ ποῦμε καλωσύνη, ν’ ἀπαρνηθῶ τὸν οὐρανό, ὅμως δὲν τόχω σκοπό. Μπορῶ νὰ ὑποχωρήσω σ’ ὀ,τιδήποτε ἄλλο, ὄχι ὅμως στὸ σημεῖο αὐτό. Εἶμαι καλεσμένος στὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ πρώτη πρόσκληση ποὺ ἔλαβα, μὲς ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ πατέρα μου, μόλις πρωτάνοιξα τὰ μάτια. Ἀπ' ὅλες τὶς προσκλήσεις ποὺ ἔλαβα στὴ ζωή μου, εἰν' αὐτὴ ἡ μόνη ποὺ θέλω νὰ τιμήσω, ἀπαραίτητα, μὲ τὴν παρουσία μου.


.......................

Ὁ συγγραφέας τοῦ πιὸ πάνω κειμένου, γεννήθηκε στὶς 15 Σεπτεμβρίου, 1916 στὸ Rosbaeni τῆς Ρουμανίας, στὴν ἐπαρχία τῆς Μολδαβίας, ποὺ ἀνέδειξε περίφημους Ρουμάνους ποιητὲς καὶ συγγραφεῖς.

Σπούδασε Θεολογία καὶ Φιλοσοφία στὰ Πανεπιστήμια τοῦ Βουκουρεστίου καὶ τῆς Heidelberg.

Ὁ Georghiou διακόνησε ὥς ὀρθόδοξος Ἱερέας στὴ Γαλλία. Ἔγραψε πολλὰ βιβλία διακρινόμενα γιὰ τὸ πηγαῖο λογοτεχνικὸ ταλέντο τοῦ συγγραφέα τους καὶ διαπνεόμενα μὲ τὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Μεταφράστηκαν στὴν Ἑλληνικὴ γλώσσα μερικὰ βιβλία του, μεταξὺ τῶν ὁποίων τὸ «Ἀπὸ τὴν 25η ὥρα στὴν αἰωνία ὥρα» (Ἔκδοση ΕΛΑΦΟΣ, 1967) καὶ τὸ «Ἕνα Ὄνομα γιὰ τὴν Αἰωνιότητα» (Ἔκδοση ΤΗΝΟΣ, 1970).

Ἐκοιμήθη τὸ 1992 στὸ Παρίσι

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...