Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Αυγούστου 12, 2011

Θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη

ΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Μετά τον Τριαδικό Θεό, στον οποίο ανήκει “πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις”, τις ευχαριστίες απευθύνω στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλο για την άδεια που μου έδωσε να τελέσω την σημερινή θεία Λειτουργία στην παλαίφατο και ιστορική αυτή Μονή της Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης, όπου ηγουμενεύει ο αγαπητός αδελφός Πανοσιολογιώτατος Αρχιμ. π. Ιωάννης Σακελλαρίου, και να προσευχηθούμε όλοι στην ευχαριστιακή αυτή σύναξη για τους ευλαβείς δικαστάς και εισαγγελείς που αισθάνονται την ανάγκη να έχουν στενή σχέση με την Εκκλησία, στην εσωτερική της διάσταση, που είναι η θεία Ευχαριστία.
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να διατυπώσω μερικές σκέψεις μου περί δικαιοσύνης και δικαιώσεως, πράγμα το οποίο έχει σχέση με την σημερινή πανηγυρική ευχαριστιακή σύναξη.
Αφορμή για την ανάπτυξη αυτού του σπουδαίου θέματος μας δίδουν τα κείμενα τα οποία ανεγνώσθησαν κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, τόσο το Ευαγγελικό, όσο και το Αποστολικό, τα οποία αναφέρονται στο θέμα της δικαιοσύνης και της δικαιώσεως.
1. Η δικαιοσύνη του Θεού ως φιλανθρωπία.
Ακούσαμε τον Χριστό από την επί του όρους ομιλία Του να αναφέρεται στην δικαιοσύνη του Θεού: “ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν” (Ματθ. στ’, 33). Η Βασιλεία του Θεού δεν είναι μια εγκόσμια πραγματικότητα, δεν είναι η επικράτηση του Θεού επάνω στην γή, αλλά η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού, πράγμα το οποίον σημαίνει ότι είναι η όραση του ακτίστου φωτός στην υπόσταση του Λόγου. Και αυτή η ερμηνεία της Βασιλείας του Θεού έχει σχέση με την διάκριση που γίνεται στην ορθόδοξη παράδοση μεταξύ Βασιλείας του Θεού, που είναι η βίωση της Μεταμορφώσεως, και του βασιλείου του Θεού, που είναι όλη η μεταμορφωμένη κτίση. Επομένως, άλλο είναι η Βασιλεία του Θεού και άλλο το βασίλειο του Θεού.
Εξ άλλου, η δικαιοσύνη του Θεού είναι η αγάπη και η φιλανθρωπία Του, γιατί όταν κανείς μετέχη του ακτίστου φωτός τότε πληρούται από την αγάπη του Θεού και την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του. Άλλωστε ο Θεός “τόν ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους” (Ματθ. ε’, 45).
Ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας, αναφερόμενος στα μυστήρια της Εκκλησίας, εν συσχετισμώ με το χωρίο του Αποστόλου Παύλου “δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται” (Ρωμ. α’, 17), λέγει ότι δικαιοσύνη Θεού σημαίνει “τό πάσιν αφθόνως των αγαθών των εαυτού μεταδούναι και η της μακαριότητος κοινωνία”. Γι’ αυτό άλλωστε και τα μυστήρια μπορούν να κληθούν “πύλαι δικαιοσύνης”. Για να καταλήξη ο Νικόλαος Καβάσιλας στο συγκεκριμένο χωρίο: “η του Θεού περί το γένος εσχάτη φιλανθρωπία και αγαθότης, ήτις εστιν η θεία αρετή και δικαιοσύνη”. Φαίνεται εδώ καθαρά ότι η δικαιοσύνη του Θεού ταυτίζεται με την φιλανθρωπία και αγαθότητά Του.
Ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του εισήγαγε στον κόσμο “τήν αληθή δικαιοσύνην και την προς Θεόν εταιρίαν”. Αυτός ο ίδιος προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και μάλιστα παθητή και θνητή, άκρως όμως καθαρά, αλλά ταυτοχρόνως έδειξε μεγάλη αγάπη, αφού έζησε με τους αμαρτωλούς: “ο του κόσμου Δεσπότης ούτω φαίνεται τιμήσας δικαιοσύνην, ώστε μετά των δούλων ήν, μετά των κατακρίτων, μετά των σφαττομένων, μετά των νεκρών, ίνα πάσι το δίκαιον αποδώ”. Αυτήν την δικαιοσύνην του Θεού την βλέπουμε μέσα στα μυστήρια, δια των οποίων κοινωνεί και δίδει σε μας την ζωή Του. Και όχι μόνο την βλέπουμε, αλλά αυτή η δικαιοσύνη αποκαλύπτεται στον άνθρωπο που πιστεύει στον Θεό. Θα γράψη ο ιερός Νικόλαος Καβάσιλας: “δικαιοσύνην λέγοντες την ενθεωρουμένην τοις μυστηρίοις σοφίαν του Θεού και φιλανθρωπίαν”.
Επομένως, στην διδασκαλία του ιερού Νικολάου Καβάσιλα η δικαιοσύνη του Θεού ταυτίζεται με την φιλανθρωπία Του, όπως εκδηλώθηκε με την ενανθρώπησή Του, και μετέχεται στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Παρακάμπτοντας πληθώρα πατερικών χωρίων, θα ήθελα να υπενθυμίσω την χαρακτηριστική διδασκαλία του αγίου Ισαάκ του Σύρου: “Μη καλέσης τον Θεόν δίκαιον (μέ την ανθρώπινη σημασία, ως απονομή των ίσων), ότι η δικαιοσύνη αυτού ου γνωρίζεται εν τοις πράγμασί σου”. Και αναφέροντας διάφορα παραδείγματα, όπως την παραβολή του μισθού των εργατών, αφού ο Θεός δίδει στον ερχόμενο την τελευταία ώρα τον ίδιο μισθό με τον εργαζόμενο από την πρώτη ώρα, και την παραβολή του ασώτου υιού, που τον κατέστησε πάλι παιδί του, ενώ είχε καταφάγει την περιουσία του, στην συνέχεια γράφει: “Που εστιν η δικαιοσύνη του Θεού; ότι ήμεν αμαρτωλοί και ο Χριστός απέθανεν υπέρ ημών;”. Εμείς είχαμε αμαρτήσει και αποστατήσαμε από τον Πατέρα μας, εμείς ήμασταν οι άρρωστοι και όμως ο Χριστός, χωρίς να οφείλη να πεθάνη για μάς, θυσιάστηκε για να ζήσουμε εμείς. Αυτό δεν λέγεται δικαιοσύνη του Θεού, με την ανθρώπινη σημασία του όρου, ως απονομή των ίσων, αλλά αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού.
2. Δικαιοσύνη και δικαίωση
Σε αυτό το σημείο αναφέρεται και το αποστολικό ανάγνωσμα, που είναι ένα τμήμα από την καταπληκτική προς Ρωμαίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για την δικαίωση, την καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, που έγινε με την εναθρώπηση του Χριστού και το όλο έργο της θείας οικονομίας. Γράφει ο θείος Απόστολος: “συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανεν. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής” (Ρωμ. ε’, 8-9). Εμείς ήμασταν αμαρτωλοί και άρρωστοι, χωρίς να μπορούμε να απαλλαγούμε από την αμαρτία που λειτουργούσε ως ασθένεια, ήμασταν καταδικασμένοι στον θάνατο και την αιώνια τιμωρία, και Αυτός ο Χριστός έδειξε μεγάλη αγάπη και απέθανε για μάς. Αυτό που έκανε ο Χριστός δεν μπορεί να το κάνη ο άνθρωπος για κάποιον δίκαιο, ούτε για κάποιον αγαθό, γιατί λειτουργεί μέσα του η αυτοάμυνα, ο ατομικισμός, ο εγωϊσμός. “Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται· υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν” (Ρωμ. ε’, 7). Και όμως ο Χριστός “όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανεν” (Ρωμ. ε’, 7). Αν το μετατρέψουμε σε δικά μας δεδομένα είναι ωσάν ο δικαστής, μετά την καταδίκη ενός εγκληματίου, να δεχθή να φυλακισθή και να πεθάνη αυτός για να ζήση ο καταδικασθείς. Όσο και εάν φαίνεται υπερβολικό το παράδειγμα, δεν μπορεί να συγκριθή με αυτό που έκανε ο Χριστός. Γιατί Εκείνος δεν πέθανε απλώς για μάς, αλλά προσέλαβε την δική μας φθαρτή και παθητή φύση, την οποία απαθανάτισε και την κρατά αιωνίως συνδεδεμένη με την θεία φύση, καθώς επίσης κρατά αιωνίως πάνω στο σώμα Του και αυτές τις πληγές του Σταυρού ως τεκμήριο της αγάπης Του προς το ανθρώπινο γένος.
Καλούμαστε όμως και εμείς να συμμετάσχουμε σε αυτήν την δικαιοσύνη, που δεν συνδέεται με την βίωση μιας εξωτερικής δικαιοσύνης, αλλά με τον φωτισμό και την θέωση του νοός. Λέγει ο Απόστολος Παύλος: “δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού” (Ρωμ. ε’, 1). Οπότε, η εν Χριστώ δικαίωση και η μετοχή της αληθούς δικαιοσύνης είναι η κοινωνία με τον Θεό, μετά την κάθαρση της καρδιάς και την βίωση του φωτισμού και της θεώσεως. Ο Ηλίας ο Πρεσβύτερος θα γράψη: “Μείξον τη απλότητι την εγκράτειαν και σύζευξον τη ταπεινοφροσύνη την αλήθειαν, και οφθήση δικαιοσύνης συναίστιος, ής επί τραπέζης άλλη πάσα φιλεί συνάγεσθαι αρετή”. Το να γίνη κανείς συναίστιος, ομοτράπεζος της δικαιοσύνης και να γευθή των άλλων αγαθών θα πρέπει να θεραπευθή ψυχοσωματικά. Αυτό είναι απόρροια και έκφραση της πνευματικής ωριμότητος του ανθρώπου.
3. Θεία και ανθρώπινη δικαιοσύνη
Εκτός από την δικαιοσύνη του Θεού λειτουργεί και η δικαιοσύνη των ανθρώπων. Και αυτό λέγεται από την άποψη ότι είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε σε μεταπτωτικές κοινωνίες, στις οποίες τα στίγματα της φθοράς και της θνητότητος, των δερματίνων χιτώνων, φαίνονται έκδηλα με τις μισανθρωπίες και αδελφοκτονίες, με ποικιλότροπες αδικίες, οπότε πρέπει να επεμβαίνη η ανθρώπινη δικαιοσύνη. Για τον λόγο αυτό και έχουν θεσπισθή πολιτεύματα και νόμοι, ώστε να μειώνεται η αδικία στην κοινωνία, την κοιλάδα αυτήν του κλαυθμώνος. Οπότε υπάρχει η δικαιοσύνη του Θεού, που ταυτίζεται με την αγάπη και την βιώνουν οι άγιοι, και η δικαιοσύνη των ανθρώπων που επιδιώκει να φέρη απλώς μια ισορροπία στις άδικες ανθρώπινες κοινωνίες.
Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής θα εντοπίση αυτή την διαφορά: “η γαρ των αρχόντων του κόσμου τούτου δικαιοσύνη ήττηται πάντως τη δικαιοσύνη του Θεού, μάλλον δε ουδέν εστι προς το δίκαιον του Θεού”. Οπότε πρόκειται για βαθμούς δικαιοσύνης. Άλλη είναι η δικαιοσύνη που ταυτίζεται με την φιλανθρωπία και συνιστά την τελειότητα, και άλλη είναι η δικαιοσύνη που συνδέεται με την ισορροπία των ανθρωπίνων κοινωνιών.
Συμπεράσματα
Ύστερα από όσα με μεγάλη συντομία αναφέρθησαν μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο συμπεράσματα.
Το πρώτον, ότι ζώντας μέσα σε μεταπτωτικές κοινωνίες πρέπει να επιδιώκουμε την επικράτηση του δικαίου, με την ανθρώπινη σημασία και έννοια, ως απονομή της δικαιοσύνης και απαλλαγή της αδικίας. Γι’ αυτό και τιμούμε τους δικαστάς και τους εισαγγελείς που εργάζονται για την απονομή του δικαίου. Πρέπει όμως να τονισθή, αυτό που το γνωρίζετε πολύ καλά, ότι απαιτείται διάκριση για να μπορή ο άνθρωπος να ξεχωρίση το δίκαιο από το άδικο, και κυρίως να προχωρή πέρα από τα επιθέματα του όντος σε αυτό το ίδιο το όν, την υπόσταση, το πρόσωπο. Γιατί η υπόσταση πολλές φορές κινείται πέρα από το καλό και το κακό με την πουριτανική αντίληψη του όρου. Δηλαδή, μέσα σε έναν εγκληματία, που για διαφόρους λόγους διέπραξε μια σοβαρή πράξη, είναι δυνατόν κανείς να διακρίνη την εικόνα του Θεού. Και πρέπει να βλέπη κανείς αυτήν την πραγματικότητα κινούμενος όμως με διακριτικότητα μέσα στα πλαίσια του ανθρωπίνου νόμου, και της ευνομούμενης πολιτείας.
Το δεύτερον συμπέρασμα είναι ότι έχοντες ως άνθρωποι την κίνηση και την ορμή προς την πληρότητα, πρέπει να υψωνόμαστε από το ατελές στο τέλειο, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη στην θεία δικαιοσύνη, όπως την περιγράψαμε προηγουμένως. Γιατί, όπως γράφει ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, “ει τις γαρ εν τη εαυτού μόνον ίσταται δικαιοσύνη, μη εκδεχόμενος την του Θεού δικαιοσύνην, ματαίως και κενώς κοπιά. Πάσα γαρ η οίησις της δικαιοσύνης αυτού ως ράκος αποκαθημένης φανερούται εν τη εσχάτη ημέρα”.
Γι’ αυτό παρακαλούμε διαρκώς τον φιλάνθρωπο και οικτίρμονα Θεό να μας αξιώση να απαλλαγούμε από τον μεγάλο “πειρασμό της αθωότητας”, της αισθήσεως ότι είμαστε αθώοι και όλοι οι άλλοι μας ταλαιπωρούν και μας αδικούν, να ελευθερωθούμε από την κατάσταση της “θυματοποίησης”, που συνιστά μια πνευματική και ψυχολογική ανωριμότητα, να φθάσουμε στο ύψος του αποστολικού λόγου “Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτός ειμι εγώ” (Α’ Τιμ. α’, 15) και το οποίον θα μεταφρασθή με μια ικεσία – κραυγή: “ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ”.
Τότε θα εφαρμόσουμε το Κυριακό λόγιο “ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού” (Ματθ. ς’, 33), και τότε θα βιώσουμε το αποστολικό λόγιο “δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού” (Ρωμ. ε’, 1), θα βιώνουμε την αγάπη που είναι πλήρωμα του νόμου και συνιστά την τελειότητα, αφού “δικαίω νόμος ου κείται” (Α’ Τιμ. α’, 9).
Εκκλησιαστική Παρέμβαση Ιούλιος 1999

Η διαφορά της ανθρώπινης και της θείας δικαιοσύνης (Γέρων Παΐσιος Αγιορείτης)

)
undefined
«Η θεία δικαιοσύνη είναι ενάντια στο ανθρώπινο δίκαιο. Το ανθρώπινο δίκαιο είναι ισότης του μέτρου, διότι δίνει στον καθένα το δίκαιο και δεν παρεκκλίνει σε ένα ή άλλο μέρος, ούτε προσωπολητττεί, όταν πρόκειται να αποδώσει το δίκαιο. Η θεία δικαιοσύνη, όμως, παρεκκλίνει και χαρίζεται μετά συμπαθείας σε όλους και τον μεν άξιο τιμωρίας δεν τον παιδεύει, τον δε άξιον επαίνου τον γεμίζει με κάθε αγαθό.
Μια μέρα ένας προσκυνητής ρώτησε το γέροντα τι είναι η θεία δικαιοσύνη κι εκείνος απάντησε μ’ ένα χαριτωμένο παράδειγμα.
- Να, πες πως κάθονται δυο άνθρωποι σ’ ένα τραπέζι για να φάνε, κι έχουν μπροστά τους ένα πιάτο με δέκα βερίκοκα. Αν λοιπόν ο ένας φάει από λαιμαργία επτά και αφήσει τρία στον άλλον, τότε αυτός έχει αδικία και αδικεί τον άλλον αυτό είναι το άδικο.
Αν τώρα αυτός πει:
- Ε, είμαστε δύο και τα βερίκοκα είναι δέκα – άρα μας αναλογούν από πέντε- και φάει αυτός τα πέντε κι αφήσει για τον άλλον τα άλλα πέντε, τότε αυτός ο άνθρωπος εφαρμόζει το ανθρώπινο δίκαιο και έχει την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό, το ανθρώπινο δίκαιο, πολλές φορές τρέχουμε στα δικαστήρια για να το βρούμε.
Αν όμως αυτός δει πως στον άλλο αδελφό αρέσουν τα βερίκοκα και προσποιηθεί πως σ’ αυτόν δεν αρέσουν -και φάει μόνον ένα για το λογισμό- και λέει στον άλλο: «αδελφέ, φάε εσύ τα άλλα βερίκοκα, γιατί εμένα δεν μου πολυαρέσουν», τότε αυτός έχει τη θεία δικαιοσύνη με την οποία προτιμά ανθρωπίνως να αδικηθεί. Με τη θεία όμως, αμοίβεται για τη θυσία του.
Ο Κύριος εφάρμοσε πρώτος τη θεία αυτή δικαιοσύνη. «Ούτε όταν Τον κατηγορούσαν, δικαιολόγησε τον εαυτό του, ούτε όταν Τον έφτυναν, διαμαρτυρόταν, ούτε όταν έπασχε απειλούσε, αλλά όλα τα υπέμεινε καρτερικά και σιωπηλά, χωρίς να αντιδράσει καθόλου. Το σπουδαιότερο όμως όλων ήταν ότι Εκείνος όχι μόνο δε ζητούσε βοήθεια από τους ανθρώπινους νόμους, αλλά αντίθετα δικαιολογούσε τους διώκτες του στον πατέρα Του κι ευχόταν γι’ αυτούς, ώστε να συγχωρηθούν: …Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τι ποιούσι (Λουκ. ΚΓ’, 34) Πάντα η δικαιοσύνη του θεού βασιλεύει. Γι’ αυτό το λόγο ο Κύριος μας προτρέπει και μας λέει πως πρέπει να περισσεύει η δικαιοσύνη η δική μας από εκείνη των Φαρισαίων, διότι εκείνοι αποσκοπούσαν στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και τιμωρούσαν, δίκαζαν, φυλάκιζαν, φιλονικούσαν, υπερασπιζόντουσαν τα δίκαια τους, δεν μπορούσαν να δεχτούν την αρπαγή των υπαρχόντων τους ή την κάθε αδικία που γινόταν σε βάρος τους. Ενώ ο Κύριος διαβεβαίωσε τον καθένα μας ότι: Λέγω γαρ υμίν ότι εάν μη περισσεύση η δικαιοσύνη υμών πλείον των γραμματέων και Φαρισσαίων, ου μη εισέλθητε εις τήν Βασιλείαν των ουρανών.(Ματθ. Ε’, 20)
Καλό είναι κι εμείς να υπομένουμε τη βία εκείνων, που θέλουν να μας αδικούν, και να προσευχόμαστε γι’ αυτούς, ώστε να απαλλαγούν από το παράπτωμα της πλεονεξίας με τη μετάνοια. Αυτό είναι και το μόνο που θέλει η δικαιοσύνη του θεού, το να ξαναπάρουμε κάποτε τον πλεονέκτη -όχι τα «πλεονεκτήματα» πράγματα- ελεύθερο από την αμαρτία, δια της μετάνοιας.
Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Γέρων Παΐσιος, Ιερομόναχου Χριστοδουλου, Αγιορείτου

Πώς συμβιβάζεται η κόλαση με τη δικαιοσύνη και την αγάπη του Θεού;

Ας δούμε τι μας λέει γι’ αυτό το θέμα ο λόγος του Θεού, για να μην παρεξηγούμε τα πράγματα. Η κόλαση υπάρχει και είναι αιώνια. Χρησιμοποιώντας αλληγορικές εκφράσεις ο Κύριος την ονομάζει «γέενναν του πυρός», «σκώληκα ακοίμητον», «πυρ αιώνιον» (Ματθ. ε΄ 22, Μαρκ. θ΄ 48). Με όλες αυτές τις εκφράσεις θέλει η Αγία Γραφή να μας διδάξει όχι απλώς την ύπαρξη της αιώνιας κόλασης, αλλά και το ατελεύτητο της φοβερής οδύνης.
Η Αγία Γραφή διδάσκει, ότι η αμαρτία είναι το «κεντρί του θανάτου» (Α΄ Κορ. ιε΄ 56) και «όταν ωριμάσει γεννά το θάνατο» (Ιακ. α΄ 15), δηλαδή το χωρισμό του ανθρώπου από τη ζωή, που είναι ο Χριστός (Ιω. α΄ 4, ια΄ 25).
Όπως ο άνθρωπος, όταν αμαρτάνει στη ζωή αυτή, απομακρύνεται από την κοινωνία του Θεού, έτσι και μετά το θάνατο μένει χωρισμένος από το Θεό και δεν μπορεί να βλέπει το πρόσωπο του Θεού και να χαίρεται. Οι πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι ο άνθρωπος του κακού δεν μπορεί ούτε και το πρόσωπο του αδελφού του να δει· ότι ζει έντονα το συναίσθημα της μοναξιάς, το οποίο είναι γι’ αυτό ανέκφραστη κόλαση.
Χαρακτηριστικό είναι για το θέμα αυτό ένα περιστατικό, το οποίο διηγείται το « Γεροντικό » από τη ζωή του Αββά Μακαρίου:
«Είπε ο Αββάς Μακάριος: Όταν κάποτε περπατούσα στην έρημο βρήκα ριγμένο στο έδαφος το κρανίο ενός νεκρού. Το μετακίνησα λίγο με το ραβδί και το κρανίο μού μίλησε. Τότε του λέω «ποιος είσαι εσύ;» και το κρανίο μου αποκρίθηκε: «εγώ ήμουν ιερέας των ειδώλων και των Ελλήνων που έμεναν στον τόπο αυτό. Κι εσύ είσαι ο Μακάριος ο Πνευματοφόρος. Την ώρα που σπλαχνίζεσαι εκείνους που βρίσκονται στην κόλαση και προσεύχεσαι γι’ αυτούς, ανακουφίζονται λίγο. Όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόση είναι κι η φωτιά κάτω από μας, που βρισκόμαστε μέσα στη φωτιά από τα πόδια ως το κεφάλι. Και δεν μπορεί κανείς να δει κάποιον πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά η πλάτη του καθενός είναι κολλημένη στην πλάτη του άλλου. Όταν, λοιπόν, εύχεσαι για μας, βλέπει κανείς λίγο το πρόσωπο του άλλου. Αυτή είναι η ανακούφιση».
Η απλή αυτή διήγηση φανερώνει όλη τη φρίκη, που θα ζήσουν οι άδικοι άνθρωποι, που δεν έμειναν πιστοί στην αγάπη και στην κοινωνία με το Θεό και με τους αδελφούς, αλλά αδίκησαν και πρόδωσαν την αγάπη αυτή. Οι άνθρωποι αυτοί, επειδή δε θα ζήσουν σε κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δε θα μπορούν να βλέπουν ούτε και το πρόσωπο των άλλων ανθρώπων. Θα στερηθούν, δηλαδή, εκείνο το οποίο οι ίδιοι απέρριψαν στη ζωή τους: την αληθινή κοινωνία με το Θεό και τους αδελφούς και την άρρηκτη και ανέκφραστη χαρά , η οποία είναι καρπός της κοινωνίας αυτής.
Αυτή η τιμωρία των αμαρτωλών λέγεται και αιώνιος θάνατος ή δεύτερος θάνατος. Ο πρώτος θάνατος, ο φυσικός θάνατος, είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Αιώνιος ή δεύτερος θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από το Θεό. Ο Θεός είναι αγάπη, αλλά είναι και δικαιοσύνη και «δεν μπορεί» να σώσει κάποιον, αν εκείνος δεν το θέλει. Όσοι πάνε στην Κόλαση, πάνε οικειοθελώς σ’ αυτήν. Οι άνθρωποι αυτοί λένε κατάμουτρα στον Κύριο: «Φύγε μακριά μου! Δε θέλω να ξέρω τα θελήματά Σου» (Ιώβ κα΄ 14). Αυτό δε σημαίνει ότι ο Θεός δε θα αγαπά τους κολασμένους. Θα τους αγαπά, αλλά αυτοί δε θα τον αγαπούν. Εκεί, που ο κόσμος της πλάνης και των πλαστών διασκεδάσεων θα έχει σβήσει, η μοναξιά του κολασμένου θα είναι αφόρητη. Και ας μην ξεχνάμε ότι η πόρτα της μοναξιάς ανοίγει από μέσα.

ΕΙΣΑΙ ΒΕΒΑΙΟΣ ΟΤΙ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΖΕΙΣ;



Πολύ σύντομα θα τελειώσει η επίγεια ζωή σου.
 Στρέψε λοιπόν την σκέψη του στον εαυτό σου.
Σήμερα υπάρχεις· αύριο θα φύγης και θα λησμονηθείς.
Πόσο ανόητος πρέπει να είσαι για να σκέπτεσαι μόνο
 το πρόσκαιρο παρόν και να μην φροντίζεις για το
αιώνιο μέλλον!Αδελφέ μου πρέπει να σκέπτεσαι
και να ενεργείς..


έτσι, σαν να επρόκειτο να πεθάνεις σήμερα.
Η καθαρή συνείδηση δεν φοβάται τον θάνατο.
Προετοιμάσου σήμερα. Που ξέρεις ότι η αύριο σου ανήκει; Ποιος σε βεβαιώνει ότι αύριο θα ζεις;

Η ΜΙΜΗΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2011/08/blog-post_9655.html#ixzz1Uo8b7fw7

Ο πραγματικός Θεάνθρωπος και οι ανύπαρκτοι εξωχριστιανικοί "θεάνθρωποι"

Πρωτοπρ. Γεώργιος Δορμπαράκης, «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς» (10)

Του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

«...και πλατυσμόν εν ταις θλίψεσιν, Κόρη»
Ας φανταστούμε τη θλίψη κάποιου που κλείνεται στη φυλακή: βρίσκεται υπό περιορισμό, οι κινήσεις του είναι ελεγχόμενες, έχει χάσει το μεγαλύτερο δώρο που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, την ελευθερία. Κι ας φανταστούμε ακόμη περισσότερο τη στενοχώρια του εγκλεισμού του στην απομόνωση. Πρόκειται για ένα είδος σύνθλιψης της ανθρώπινης ύπαρξης, ένα είδος κόλασης. Κάτι παρόμοιο βεβαίως συμβαίνει και με τις θλίψεις που περνά ο άνθρωπος στη ζωή αυτή: τον περιορίζουν ψυχικά, τον κάνουν να μην μπορεί με άνεση να αναπνεύσει τον αέρα της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν θλιβόμαστε, λέμε ότι βρισκόμαστε σε στενοχώρια. Σαν να είμαστε ακριβώς σ’ ένα στενό χώρο.
Κι ας φανταστούμε τώρα ότι υπάρχει κάποιος ο οποίος μας παίρνει από τον περιορισμό και τον εγκλεισμό του στενού χώρου, είτε τον φυσικό είτε τον ψυχικό, και μας οδηγεί σε ένα άπλωμα, σε μία πλατεία, όπου εκεί έχουμε τη δυνατότητα να κινηθούμε ελεύθερα, με άνεση, να νιώσουμε ότι είμαστε πράγματι ελεύθεροι.
Κάπως έτσι είναι το σκεπτικό του υμνογράφου, όταν υμνεί μεταξύ των άλλων την Παναγία ως εκείνην που αποτελεί τον πλατυσμό του αθρώπου στίς θλίψεις του: η Παναγία από τη στενοχωρία της καρδιάς, μας μεταφέρει στην πλατεία της άνεσης. Για τον υμνογράφο βεβαίως και για όλη τη χριστιανική πίστη, η θλίψη και η στενοχωρία προκαλούνται ναι μεν από τις δύσκολες συνθήκες της ζωής αυτής, κυρίως όμως από τις αμαρτίες μας. Η αμαρτία είναι εκείνη που πάντοτε φέρνει τον άνθρωπο σε μία τέτοια δύσκολη ψυχική κατάσταση. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν». Είναι πάντοτε το τίμημα που εισπάττει ο άνθρωπος, όταν χαλαρώνει πνευματικά και δεν θέτει ως κέντρο και άξονα της ζωής του το θέλημα του Θεού. Η Παναγία μας λοιπόν, ως Μητέρα του ενανθρωπήσαντος Θεού μας και Μεγάλη Μάνα δική μας, έχει τη δυνατότητα μεταβολής της θλίψεώς μας και απαλλαγής μας από αυτήν, διότι ακριβώς με τη μεσιτεία της στον Κύριο μάς παρέχει τη χάρη Του και τις ευεργεσίες Του, συνεπώς η χάρη Εκείνου λειτουργεί ως θεραπεία της στενότητάς μας αυτής.
Μη ξεχνάμε όμως ότι συνήθως ο πλατυσμός αυτός και η μεταβολή των θλίψεων δεν σημαίνει πάντοτε και απαλλαγή μας από τις θλίψεις. Οι θλίψεις θα παραμένουν πάντοτε το βασικό γνώρισμα του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου, που σημαίνει ότι όσο υπάρχει κόσμος η θλίψις θα υφίσταται και αυτή. Η πλήρης απαλλαγή θα έρθει με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, όπου τα πάντα θα υποταχτούν σε Εκείνον και η χαρά Του θα γίνει χαρά και όλων των μετανοημένων ανθρώπων. Όμως με τον Κύριο και με την Παναγία Μητέρα Του, οι θλίψεις στον κόσμο τούτο μεταβάλλονται, ο άνθρωπος δηλαδή απαλλάσσεται από αυτές, με την έννοια ότι τις βλέπει και τις βιώνει με διαφορετικό βλέμμα από ό,τι πριν. Χωρίς Χριστό και χωρίς πίστη η θλίψη είναι πάντοτε θλίψη και στενοχώρια. Με τον Χριστό, με την Παναγία, η θλίψη αντιμετωπίζεται ως μέσον προαγωγής του ανθρώπου, ως παιδαγωγία που του δίνει ώθηση για πνευματική άνοδο. «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών».
Και το πιό σημαντικό είναι ότι κάτω από την οπτική αυτή, η θλίψη χάνει την «έκτασή» της: μικραίνει στις διαστάσεις της, τίθεται κάτω από τον έλεγχο του ανθρώπου, τη βλέπει ο άνθρωπος κυριολεκτικά «στα μέτρα του». Ας θυμηθούμε μεταξύ πολλών άλλων το περιστατικό με την αγία Μαρίνα: στη φυλακή ευρισκομένη αντιμετωπίζει έναν τρομακτικό δράκοντα, ένα τεράστιο φίδι, που το παρουσίαζε ο διάβολος. Στον τρόμο της η αγία ρίχνεται στην προσευχή και βλέπει το φίδι με τη δύναμη πια του Χριστού. Και πώς το βλέπει; Ως ένα μικρό μαύρο σκυλί, που το έπιασε από τις τρίχες του και το εξολόθρευσε αμέσως. Να βλέπουμε τις στενοχώριες και τα «βουνά» των θλίψεών μας εν Χριστώ: ο όγκος τους από τον παραμορφωτικό φακό των παθών μας θα μειωθεί στο ελάχιστο. Γιατί θα έχουμε «φορέσει» τα γυαλιά της πίστεως, που μας δίνουν την αληθινή όραση του κόσμου.
πηγή Ακτίνες

Του Δεκαπενταύγουστου («Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνο του».)-

Αλ.Παπαδιαμάντη
 
 
Ὁ ἄνθρωπος ἀτόφιος, χωρὶς τὰ φτιασίδια τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς καταξιώσεως, ἀνοιχτὸς στοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ θείου ἐλέους. . Ἕνα ἀπὸ τὰ «κλασσικὰ» παπαδιαμαντικὰ ἔργα, ἐντελῶς ἀκατάλληλο γιὰ τοὺς ἐνηλίκους τῆς νεοελληνικῆς ξιππασιᾶς καὶ τοῦ κρυπτοφαρισαϊκοῦ ἀνθρωπομοντέλου τῶν golden boys (γράφε: νεογενιτσάρων) τοῦ Νέου Σχολείου τῆς κ. Diamantopoulou! . Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον- ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. . Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων. . Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. . Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρίνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος. . Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της. . Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μήνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμὸν δευτέρα συνδιαλλαγή. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτο ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη. . Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω του ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι τοῦ κ᾽ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλᾶν ἀνέθρωσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοὺς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ καὶ νὰ χάνωνται μετ᾽ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο; . Βεβαίως τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποία σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντισπόρον τῶν χωραφιῶν ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζη ψωμὶ δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. . Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν!» Εἶτα, αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὴ καμπὴ ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου. . Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾽ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν, ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκεν προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς. . Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. . Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεία, κ᾽ ἐμπορεύοντο κ᾽ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ἡ ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἠμισεία, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστὰς συμπαραλαβόντα μεθ᾽ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα. . Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἐσχάτων εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾽ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾶ ὑπέγγυα τὰ καλλίτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε κατ᾽ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου… Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο μόνος καϋμός του. . Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖον του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾽ εὐρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος. -Ἄ! Τὤχασα τὸ καϋμένο μ᾽, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα. . Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐστέναζε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάζη. Τὸ καλλίτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν – τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος, μεταξὺ δύο χωρισμῶν- τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν… . Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνο του.Ἦτον κτῆμα του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. . Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτο εὐπρεπέστατον, ὡραία στολισμένον, καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας -καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκείαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν- σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρείαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾽ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. . Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν καὶ ὁ Παππανικόλας ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν Παππανικόλαν ἔδιδεν ὁ Φραγκούλης διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παππᾶς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδον αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια». Ὅλα τ᾽ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίαν, πώλησιν κηρίων κ.τ.λ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλης ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του… . Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτο νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναίκα του, ἡπανήγυρις αὕτη τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθη συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπῶ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλης. -Τὤχασα, τὸ καυμένο μου, τὸ εὐάγωγο, τὤχασα!… . Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμὸν -τὴν ὁποίαν ἄλλως τε τρυφερῶς ἠγάπα-, ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του καὶ ἐθλίβετο… . Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτάς, νὰ εὕρωσι διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ἄσματος ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι, καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν, ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾽ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις καθ᾽ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον… . Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβύσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ. . Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα καὶ τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγωδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγωδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμούς, ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «νέφη». . Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνεθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, Καὶ Σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα», …Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ἄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸεἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως… . Ὁ γέρο-Φραγκούλης ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής·ἠγάπα καὶ ἠμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσα του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾽ ὅσον τρυφερὸς ἦτον εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς τὴν ὀργήν. Ὤ, ἀτέλειαι τῶνἀνθρώπων! . Τώρα εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παραπόνον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι! τὸ διάφορο κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτον ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰςἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. . Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βίος», ἀγύριστα κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾽ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν… . Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾽ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονιασμένοι», -ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁπού εὐρίσκοντο χωρισμένοι πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθώας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατοἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν ἀγαλλομένη. . Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῆ ἀκόμη ἡ Κούμπω ναί, ἡΠαναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῆ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κι᾽ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. . Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτο σαράντα χρόνων καὶ τώρα ἦτο πενηνταπέντε. Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾽ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήση καὶ ν᾽ ἀγαπήση… Ἀλλὰ τώρα δὲν εἶχε πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾽ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπῶ. «Τὸ καϋμένο, τὸ εὐάγωγο!». . Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παππὰ-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς: –Θἄχῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ. –Τί τρέχει, παππά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλης, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα. –Θὰ σοῦ ἔλθει τ᾽ ἀσκέρι… Κύτταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα. . Ὁ Παππᾶς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία, τὰ δύο μεγαλείτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; -καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ. –Θἄρθη μαζὶ κι᾽ ἡ μάνα τους; –Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παππᾶς. . Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδυασε καλὰ καὶ ἄρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρὰ Σινιώρα ἦλθε, μαζὺ μὲ τὴν γραίαν μητέρα της καὶ μὲ τὰ τέσσερα παιδιά της, ἐν συνοδείᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν συζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά -εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὀνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾽ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν. . Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν Ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα μετά τινα ὥραν ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη κ᾽ ἐχαιρέτησε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του. . Ἤδη ἐνύκτωνε καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανόν, τὸ ὁποῖον ἔφαγον καθ᾽ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταὶ ἐδῶ κι᾽ ἐκεῖ ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἠτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον πρόχειρον κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν: «τὸν Ἀδάμ,Ἀδάμ,Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν: «τὸ τάλαντον, τὸ τάλαντον!» . Εὐθὺς τότε τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα καὶ πέντε ἢ ἐξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελλά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλῶν ξύλων, ἐκεῖ ἐπάνω. . Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπάρμπα-Δημητροῦ, τοῦ ψάλτου καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἕως οὗ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾽ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παππὰ-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ Ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας. . Ὁ Φραγκούλης ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος -ὅλα τὰ ἔψαλλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του, ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ-Δημητρὸν τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ νὰ λέγῃ κι᾽ αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ -Δημητρός, «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον». . Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἄρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ Προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου», ἕως τὸ «Δέχου παρ᾽ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλε Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἠτοιμασμένων διὰ τὴν θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικὸν κ.τ.λ. . Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦταν χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρὰ τινὰ φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὴν ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχον κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περικοκλάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχον λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰ τὸ φελόνι τοῦ παππᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἤρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος κ᾽ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του, διὰ νὰ τὰ σβύσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον νὰ μὴ πατῇ τὰ κηρία, γιατί εἶναι κρῖμα. . Τότε εἷς τῶν παρεστώτων υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα -καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι εἰς τὰς ἐκλογὰς ἐμελέτα νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος-, ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηρία!… ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα κοντεύει… ἔχει νύκτα…» . Ἀλλ᾽ αἱ γυναῖκες, ἐνῶ εἴξευραν καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῆ «οἰκονομία στὰ κηρία», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. . Μία ἀπ᾽ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τί δι᾽ ἓν θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβύνη μισοκαμμένα τὰ κηρία -καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία ὅσα προσφέρουν οἱ Χριστιανοὶ καὶ μὴ ἁμαρτάνης…» . Τὴν ἴδιαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῶ ὁ παππᾶς ἀπήγγελε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾽ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπάρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾽ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστὸ (διότι, ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας μὲ τὴν γερὴν κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἤρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε κ᾽ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου) ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ κάμῃ παρατήρησιν. –Πειό σιγά, πειό ταπεινά, κὺρ-Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ λὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον», γιατί δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν αἱ γυναῖκες νὰ τ᾽ ἀκοῦνε. . Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παππᾶν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾽ ἀκούῃ κι᾽ ὁ Θεός, κι᾽ ἡ Παναγία, κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾽ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾽ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παππᾶ, κι᾽ ὁ παππᾶς ἂν ἤθελε νὰ φάῃ κι᾽ ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσαις. . Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά: – Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπάρμπα -Δημητρὸ νὰ ψάλλη «Κύριε ἐλέησον!!» . Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα καὶ τοῦ λέγη: – Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον». Τότε ὁ μπάρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ τυπικά, καὶ δὲν εἴξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καί… πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παππᾶς ἐβιάσθη ν᾽ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καὶ διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγη: «… ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι, ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς. . Τέλος μετὰ τὴν Λειτουργίαν ὁ παππᾶς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του καὶ ὀλίγοι φίλοι ἐκάθισαν κ᾽ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλας ἐπανήρχετο εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην. . Πρὶν παρέλθη ἔτος ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἠλικιοῦτο, ἐγένετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἰονεὶ χαρακτήρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατώκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας. . Αὐτὴ μόνον ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῶ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον του πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ. –Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσης, λεγ᾽ ἡ μητέρα, ζωντάρφανα. Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε: –Τἄμαθες, πατέρα; … Θὰ παντρέψουμε τ᾽ Ἀργυρῶ μας … Ἔλα στὸ σπίτι, γιατί δὲν εἶναι πρέπον, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶσθε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾽ Ἀργυρῶ μας … γιὰ νὰ μὴν κακιώσῃ ὁ γαμπρός! … . Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη κ᾽ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρῶ, εἶτα μετ᾽ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν … Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου καὶ μ᾽ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμο τῆς πρωτοτόκου. . Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον του πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾽ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα. . Μίαν ἡμέραν θλιβερὰ τοῦ εἶπεν: . – Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νἄρχωμαι, οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα … Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες ἐκεῖ στὸν μαχαλὰ στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε καθὼς περνοῦσα: Νά, τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄνδρας της». Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα. . Τῷ ὄντι, παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη· ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ. –Τί ἔχεις κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της. –Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾽ τὸν καϋμό μου! –Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης. . Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾽ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενὴς καὶ εἶχεν δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθεν παρὰ τὴν κλίνην της καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμε ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της διὰ νὰ χαρῇ, ἦτο ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴ λαλιὰν εἰς τὸ στόμα. –Πατέρα! Πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μία λειτουργία … μὲ τὴν μητέρα μαζί!… Εἶπε καὶ ἀπέθανε! . Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα ὁμοὺ μὲ τὴν σύζυγόν του … Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾽ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του εἰς τὴν ἐρημίαν … . Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτο μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γείνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνεθυμεῖτο μίαν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως: «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. . Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν, ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα «ἐπὶ γήρατος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ μὲ εἰς καιρὸν γήρως … καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου, μὴ ἐγκαταλίπῃς με». . Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλλίτερον κτῆμα -ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα, μὲ νερόμυλον -καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰπαράπονά του εἰς θρηνώδεις μελωδίας πρὸς τὴν Παναγίαν. «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι, κηρίον, Παρθένε…» . Καὶ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, καὶ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα: «Ἀντιλαβοῦ μου καὶ ρῦσαι τῶν αἰωνίων βασάνων… ΠΗΓΗ.Χριστιανική βιβλιογραφία.

''Η πιο δύσκολη σχολική χρονιά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο"-

Η πιο δύσκολη σχολική χρονιά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο"-Κουδούνι με μεγάλα κενά Βιβλία με δόσεις και έναρξη με κινητοποιήσεις «Η σχολική χρονιά που έρχεται πρόκειται να είναι η πιο δύσκολη χρονιά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης», εκτιμά ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Παιδείας κ. Βασίλης Κουλαϊδής και κατά τη διάρκειά της θα προκύψουν μεγάλα κενά.Όπως εξηγεί στο «Βήμα» ο κ. Κουλαϊδής το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι ελλείψεις που αναμένεται να παρουσιαστούν στις θέσεις των εκπαιδευτικών. «Εφέτος οι νέοι διορισμοί θα είναι περίπου 600» αναφέρει, ενώ δεν έχει ακόμα καθοριστεί πόσοι είναι αυτοί που θα συνταξιοδοτηθούν και θα αποχωρήσουν. Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι οι αποχωρήσαντες ήσαν 11.000, ενώ εφέτος αναμένεται να ξεπεράσουν τις 12.000, καθώς οι εκπαιδευτικοί σπεύδουν να κατοχυρώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα και να αποχωρήσουν από το δημόσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκπαιδευτικοί βιάζονται να βγουν στη σύνταξη καθώς, σύμφωνα με τη μελάτη που πραγματοποίησε το Κέντρο Μελετών και Τηεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ), οι απώλειες εισοδήματός τους στα επόμενα χρόνια, ισοδυναμεί με ενάμισι εφάπαξ. «Πρέπει να κάνουμε υπεράνθρωπες προσπάθειες για να καλύψουμε τα κενά και να διαχειριστούμε τις μετακινήσεις του προσωπικού με χειρουργική ακρίβεια», τονίζει ο κ. Κουλαϊδής, ο οποίος δηλώνει αισιόδοξος ότι όλα αυτά θα προλάβουν να γίνουν μέχρι την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αναγνωρίζοντας ωστόσο τις δυσκολίες του εγχειρήματος. Ο ιδιαίτερα μικρός αριθμός των νέων διορισμών κάνει τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών να κάνουν λόγο για πρωτοφανή συρρίκνωση της Παιδείας και εκτιμούν ότι πολλά σχολεία θα αναγκαστούν να λειτουργήσουν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τον αναγκαίο αριθμό δασκάλων και καθηγητών. Ο γενικός γραμματέας της ΟΛΜΕ κ. Θέμης Κοτσυφάκηςσυμφωνεί με τις προβλέψεις του κ. Κουλαϊδή ότι η ερχόμενη χρονιά θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη και εκτιμά ότι τα προβλήματα θα φανούν από την πρώτη στιγμή και το έργο των εκπαιδευτικών θα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Βιβλία με δόσεις Κενά όμως θα υπάρξουν και στη διάθεση των σχολικών βιβλίων, καθώς έχουν παρατηρηθεί μεγάλες καθυστερήσεις στον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων. Ο κ. Κουλαϊδής διαβεβαιώνει ότι οι μαθητές θα εφοδιαστούν με τα απαραίτητα βιβλία, αλλά όπως εξηγεί στην αρχή της χρονιάς θα τους παραδοθούν τα βιβλία με ύλη που διδάσκεται στην αρχή και τα υπόλοιπα κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Έναρξη με κινητοποιήσεις; Προβλήματα όμως τη νέα σχολική χρονιά ίσως προκύψουν και από την πλευρά των εκπαιδευτικών. Στις 3 Αυγούστου η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας (ΔΟΕ) αποφάσισε απεργιακές κινητοποιήσεις διαρκείας με την έναρξη των μαθημάτων, στις 12 Σεπτεμβρίου, ενώ συντονίζει τις κινήσεις της με την Ομοσπονδία των καθηγητών (ΟΛΜΕ), προκειμένου να συγκροτηθεί κοινό «μέτωπο» κινητοποιήσεων. Οι μορφές και η διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων των δασκάλων θα οριστικοποιηθούν κατά το τρίτο δεκαήμερο του Αυγούστου, σε συντονισμό με την ΟΛΜΕ, αλλά και την ΑΔΕΔΥ. Μάλιστα σε ανοιχτή επιστολή της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας προς τον πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου τονίζεται ότι «οι δάσκαλοι δεν αντέχουν άλλες περικοπές στους μισθούς και ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε "αιτία πολέμου». thebest.gr

Το σεξ, ο (άγιος) πνευματικός & η συνεχής θεία Μετάληψη

Από Ζωντανό Ιστολόγιο, & εκεί από Σαλογραία. Και επειδή τα γράφω για σένα αγαπημένο μου, που μου λές ότι το πάθος το σεξουαλικό δεν μπορείς να το δαμάσεις και ότι σε σέρνει πέρα δώθε- όπως το αφηνιασμένο άλογο το μισολιπόθυμο αναβάτη του- θα προσθέσω ότι ναι, το πιστεύω πως δεν υπάρχει δεν μπορώ, μόνο υπάρχει δε θέλω! Αν θέλει ο άνθρωπος, μπορεί να νικήσει- με τη δύναμη του Κυρίου και τα όπλα της Ορθόδοξης Εκκλησίας- όλα ανεξαιρέτως τα πάθη που τον παιδεύουν. Οι νέοι από τα σεξουαλικά, σέρνονται στη δουλεία - κυρίως. Αυτά τα ισχυρά σαρκικά πάθη, όσο και να επιθυμεί ο νέος να τα φέρει κάτω από τον έλεγχο που ο Κύριος προστάζει, δεν μπορεί μόνος του. Με τη δύναμη όμως και την παρουσία του Κυρίου Ιησού, και αυτά τα πάθη νικιούνται… - Πώς νικιούνται; - Με τη συνεχή θεία Μετάληψη ["Νεκρός": δεν εννοεί χωρίς προϋποθέσεις και προετοιμασία, αλλά θα δείτε αμέσως παρακάτω τον τρόπο]. Αυτή είναι η ΜΟΝΗ οδός βοηθείας την σήμερον, και αν σου ακούγεται σκληρός ο λόγος μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι είναι πάσης αποδοχής άξιος. Εις επίρρωσιν των γραφομένων μου, θα σου αντιγράψω μια αληθινή ιστορία (τρελαίνομαι για αληθινές ιστορίες που δείχνουν τη δύναμη του Χριστούλη) η οποία βρίσκεται στο βιβλίο υπ. αριθμ. 4, της σειράς Αγιορείτες Πατέρες του 19 αιώνος του ιερομονάχου Αντωνίου - εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2005. Στις αρχές του ΙΘ αιώνος, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, το Ρωσικό, που την εποχή αυτή είχε Έλληνες μοναχούς, ήταν πλήρως εγκαταλελειμμένη. Η Ιερά Κοινότης, λοιπόν, το έτος 1803, αποφάσισε να διαγράψει το μοναστήρι από τον αριθμό των αγιορειτικών μονών, και απευθύνθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη Καλλίνικο με ανάλογη αίτηση. Ο πατριάρχης απέρριψε αποφασιστικά τέτοια πρόταση και έδωσε εντολή να φροντίσουν αμέσως για την εξεύρεση εμπείρου και πνευματικού ηγουμένου, στου οποίου τα χέρια θα παρέδιδαν όσο το δυνατόν γρηγορώτερα το κοινόβιο για να το ανασυγκροτήση. Μόλις η Ιερά Κοινότης έλαβε γνώση της Πατριαρχικής αποφάσεως, επέλεξε και πρότεινε τον Έλληνα π. Σάββα, ηλικιωμένο ιερομόναχο της Σκήτης Ξενοφώντος, ο οποίος κατά τη γνώμη τους ήταν ικανός να αντεπεξέλθη στο έργο που επρόκειτο να του ανατεθή. (Ο π. Σάββας τελικά με εντολή του Πατριάρχη πάει στην Κωσταντινούπολη και το κείμενο συνεχίζει ως ακολούθως) : Μεταξύ των πιστών της Κωνσταντινουπόλεως, από τους οποίους πολλοί εγνώριζαν τκαι προσωπικώς το Γέροντα, γρήγορα διαδόθηκε η είδησις για τον ερχομό του… Ο π. Σάββας έμεινε τελικά τέσσερα χρόνια στην Κωνσταντινούπολη για τη συγκέντρωση δωρεών και γνωρίστηκε με πολλές ευλαβείς ελληνικές οικογένειες. Ο μαθητής του, ο αρχιμανδρίτης Προκόπιος (+1848) διηγήθηκε ως αυτόπτης μάρτυς το εξής γεγονός: Σε κάποια από τις ελληνικές οικογένειες, του ανέφεραν για ένα συγγενή τους νεαρό έμπορο, ο οποίος σχετιζόταν με τους αντιπροσώπους των σουλτανικών χαρεμιών και προμήθευε στο προσωπικό τους ποικίλα εμπορεύματα. Πέραν τούτου όμως, ο νεαρός έμπορος δημιούργησε και άλλου είδους σχέσεις με τις φυλακισμένες ["Νεκρός": εννοεί προφανώς τις έγκλειστες στο χαρέμι γυναίκες], τις οποίες επισκεπτόταν καθημερινώς [ως εραστής κάποιας ή κάποιων απ' αυτές]. Οι συγγενείς του, μιλώντας περί αυτού στον π.Σάββα, είπαν ότι θα τιμωρηθή αυστηρά από τους Τούρκους σε περίπτωση που αυτό γίνη γνωστό. Ετσι, τον παρεκάλεσαν να λυτρώσει με τη μεσολάβησή του, το νεαρό από τέτοιο κίνδυνο. Ο π. Σάββας, με πίστι στη βοήθεια της Χάριτος του Θεού και τη συνεργία της Θείας Κοινωνίας, άρχισε το έργο. Μετά από μακρές και ανεπιτυχείς προτροπές προς τον φιλήδονο νέο να εγκαταλείψη τις αμαρτωλές σχέσεις με τις μουσουλμάνες, πρότεινε εν τέλει ευκολώτερους όρους από την πλευρά του, υποσχόμενος ότι δεν θα τον ενοχλήση πλέον για να τον αποτρέψη από την αμαρτία. Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να μην πάη στο χαρέμι μία ημέρα και κατά τη διάρκειά της να νηστεύση, μετά να του αναγνωσθή η συγχωρητική ευχή, να κοινωνήση των αχράντων Μυστηρίων και κατόπιν ας κάνη ό,τι θέλει! Ο δυστυχής… ελκόμενος από την αμαρτία όπως ο σίδηρος από τον μαγνήτη, δυσκολεύτηκε αλλά δέχθηκε τη συμβουλή. Ίσως εξ αιτίας ντροπής ενώπιον του Γέροντος και των συγγενών του, περισσότερο όμως επειδή ο σοφός Γέροντας δεν του ζητούσε παραίτηση από την αμαρτία, αλλά στέρηση μόνο για μία ημέρα. Ενήστευσε εκείνη την ημέρα, έλαβε τη συγχώρηση δια της ευχής και τη θεία Κοινωνία και μετά τη θεία Λειτουργία γευμάτισε με τον π.Σάββα και με τους συγγενείς. Κατά τη διάρκεια του γεύματος και δήθεν τυχαίως, ο Γέροντας πρότεινε να προσπαθήση εκείνη την ημέρα να μην πάη στο χαρέμι και να κοινωνήση πάλιν την επόμενη. Επειδή δεν έβλεπε καμία αντίδρασι, άρχισε εγκαρδίως να τον παρακαλή, υποσχόμενος εκ νέου ότι μετά τη Θεία Κοινωνία θα τον αφήση ελεύθερο να πράξη κατά την επιθυμία του. Αφού έλαβε την συγκατάθεσι τον κοινώνησε και την άλλη ημέρα. Πρότεινε να τον ξανακοινωνήση με τους ίδιους όρους, δηλαδή και εκείνη την ημέρα να μην πάει στο χαρέμι, και τον κοινώνησε και την τρίτη ημέρα. Τότε φάνηκε πώς ενήργησε σωτηριωδώς η χάρις του Θεού, κατά την ζώσαν πίστιν του Γέροντος και τις προσευχές των συγγενών. Η καρδιά του νέου μαλάκωσε και άρχισε σιγά σιγά μέσα του να αισθάνεται τη νέκρωσι των φλογισμένων παθών. Ο π. Σάββας συνέχισε να τον κοινωνή επί σαράντα ημέρες και την τελευταία φορά του είπε: - Πήγαινε τώρα όπου επιθυμείς, ακόμη και στο χαρέμι δεν σε εμποδίζω! Αλλά στην ψυχή του νέου είχε ήδη συντελεσθή η μεταστροφή. - Ας κάνουν μαζί μου, ό,τι θέλουν , είπε. Μπορούν και να με κατακόψουν. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα δεχτώ να πηγαίνω εκεί όπου νωρίτερα έτσι ασυγκράτητα έτρεχα! Με αυτόν τον τρόπο ο φιλεύσπλαγχνος Κύριος έσωσε το… πρόβατό Του. Όταν ο π. Σάββας συγκέντρωσε αρκετές δωρεές, επέστρεψε στο Αγιο Όρος και στην ακτή της θάλασσας άρχισε να κτίζη το μοναστήρι. Ο Γέροντας εκοιμήθη το 1821

Η Θεοτόκος Μαρία.(Παναγιώτη Νέλλα)

Στήν ὀρθόδοξη προοπτική ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁ πυρήνας καί ταυτόχρονα ἡ πρώτη ἀνάπτυξη τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀποκάλυψη, πού εἶναι ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, δόΣτήν ὀρθόδοξη προοπτική ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ὁ πυρήνας καί ταυτόχρονα ἡ πρώτη ἀνάπτυξη τῆς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀποκάλυψη, πού εἶναι ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ, δόθηκε βέβαια μιά γιά πάντα στήν ἀνθρωπότητα ἐπί ” Καίσαρος Αὐγούστου ” (Λουκ. 2, 1) “ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ Βασιλέως” (Ματθ. 2, 1) καί ἐκεῖνοι πού τήν εἶδαν ” τοῖς ὀφθαλμοῖςαὐτῶν ” καί τήν ἄκουσαν καί “ἐψηλάφησαν ταῖς χερσίν αὐτῶν ” (Α´ Ἰω. 1, 1) τήν κατέγραψαν στά βιβλια τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὅμως γράφει ὅτι ” ἔστι καί ἄλλα πολλά, ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἅτινα, ἐάν γράφηται καθ’ ἕν οὐδ’ αὐτό οἷμαι τόν κόσμον χωρῆσαι τά γραφόμενα βιβλία” ( 21, 25). Καί ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ Παρθένος – καί μαζί μ’αὐτή ἡ πρώτη κοινότης, ἡ Ἐκκλησία – ” συνετήρει … ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς ” (2 , 19· 2, 51)… Ἔτσι στήν Ὀρθοδοξία ἡ Αγία Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι στενότατα ἑνωμένες καί κατανοοῦνται καί οἱ δυό μαζί στή θεία Λειτουργία, ὅπου γίνεται ἡ ” ἀνάμνηση ” ὅπου ὁ σαρκωθείς Λόγος γίνεται στήν κάθε ἐποχή σύγχρονος.Ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη καθολική Ἐκκλησία ” παρέλαβε “καί ” διατηρεῖ” (Λουκ. 2, 51) τήν Παρθένο στό κέντρο τῆς λατρείας της, ὅπως ἀκριβῶς ὁ “ἠγαπημένος ” , τήν ” παρέλαβε” σάν ὅτι πιό πολύτιμο ὑπῆρχε μετά τόν Ἰησοῦ ” εἰς τά ἴδια” (Ἰω. 19, 27) – πού εἶναι ἀντίστοιχο μέ τό ” ἐν τοῖς κόλποις ” (Ἰωαν. 13, 23) -καί ὅπως οἱ Μαθηταί ” προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ ” τήν εἶχαν στό κέντρο τῆς συνάξεώς τους (Πράξ. 1, 14). Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο τό ” μυστήριο ” “τῆς Παρθένου εἶναι στήν Ὀρθοδοξία ” μυστήριο” λειτουργικό καί γι’ αὐτό μόνο μέσῳ τῆς λατρείας εἶναι δυνατόν νά διακρίνουμε τό πλῆθος τῶν χωρίων τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ἀναφέρονται σ’Αὐτή.Οἱ Εὐαγγελισταί γράφουν πράγματι στά ἱερά βιβλία ὅ,τι εἶναι ἀπαραίτητο γιά τήν ” ἀσφάλεια τῶν λόγων “τῆς κατηχήσεως (Λουκ. 1, 4) καί ἀφήνουν τά ὑπόλοιπα νά τά ζῆ ἡ Ἐκκλησία στή Λειτουργία της. Ἐκεῖνο πού τούς ἀπασχολεῖ εἶναι νά παρουσιάσουν τό Χριστό, νά καταστήσουν δηλαδή σαφή τήν Οἰκονομία τῆς Σωτηρίας. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό πώς ὅ,τι σχετικό μέ τή Οἰκονομία τῆς Σωτηρίας ἀναφέρεται στήν Παρθένο, τό σημειώνουν μέ ἰδιαίτερη ἐπιμονή. Ἔτσι ὑπογραμμίζουν τό γεγονός ὅτι ἡ Μαρία κατάγεται ” ἐξ οἴκου Δαυΐδ ” (Λουκ. 1, 27), ὅτι ἀνακεφαλαιώνει δηλαδή στό πρόσωπό της τήν Π. Διαθήκη, ὅτι εἶναι Παρθένος καί γεννᾶ κατά τρόπο παρθενικό ” ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ” (Λουκ. 1, 28 -35), ὅτι εἶναι παροῦσα ὄχι μόνο στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Ἰησοῦ, ὅπου λαμβάνει μάλιστα ἐνεργό μέρος (Ἰω. 2, 1 -11), ἀλλά καί στό τέλος (Ἰω. 19, 25 -28), καί ὅτι παρευρίσκεται στήν Πεντηκοστή, πού εἶναι ἡ σύσταση καί ἡ φανέρωση τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ. 1, 14 · 2, 1). Πέρα ὅμως ἀπό αὐτούς τούς κεντρικούς σταθμούς ὑπάρχουν χίλιες δύο ἄλλες λιγώτερο ἤ περισσότερο σαφεῖς ἐκφράσεις πού προσφέρουν μία, ἄν ὄχι πλήρη, πάντως ὅμως ἐπαρκή βιβλική εἰκόνα τῆς Θεομήτορος. Ἀρκεῖ νά ὑπενθυμίσουμε τήν Ὠδή της “Μεγαλύνει ἡ ψυχή μουν τόν Κύριο ” (Λουκ. 1, 46 -55), πού εἶναι ἡ ἐφαρμογή στό πρόσωπο τῆς Παρθένου τῶν βασικωτέρων προφητειῶν τῆς Π. Διαθήκης καί – γιά νά περιορισθοῦμε στήν ἀρχή καί στό τέλος – τό ἰδιαίτερα ἐκφραστικό ΙΒ´ κεφ. τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπως τό ” μέγα σημεῖον ἐν τῷ οὐρανῷ “, ἡ ” περιβεβλημένητόν ἥλιον γυνή “, εἶναι ἀκριβῶς Ἐκείνη ἡ ὁποια ” ἔτεκεν υἱόν ἄρρενα, ὅς μέλλει ποιμαίνειν πάντα τά ἔθνη ἐν ῥάβδῳ σιδηρᾷ “, στ. (1 6). Στήν ἴδια γραμμή εὔκολα ὁ ὀρθόδοξος μελετητής καταλαβαίνει ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ γυνή ἐκείνη, τό σπέρμα τῆς ὁποίας συνέτριψε τήν κεφαλην τοῦ ” ἀρχεκάκου ὄφεως” τῆς Γενέσεως (3, 15), ὅτι Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ” Κιβωτός τῆς Διαθήκης ” (Ἔξ. 25, 9 κ. ἑξ), ἡ ” Πύλη ἡ κατά ἀνατολάς ἡ κεκλεισμένη” , (Ἰεζ. 44, 1), ἡ ” Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα ” (Ἀριθμ. 17, 23), μέ μιά λέξη ἡ ἀνακεφαλαίωση τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἡ πραγμάτωση τῶν ” τύπων “καί τῶν ” σκιῶν ” τῆς Π. Διαθήκης.Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο οἱ Ὀρθόδοξοι δέν δέχονται πώς δέν ὑπάρχουν ἐπαρκῆ περί Παρθένου βιβλικά δεδομένα,πρᾶγμα πού ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἀντικειμενικώτερος μελετητής τῆς θεομητορικῆς θεολογίας στή Δύση Rene Laurentin, δέχθηκαν μέ ὑπερβολική εὐκολία Προτεστάντες καί Καθολικοί στόν ΙΣΤ´ αἰώνα καί οἱ μέν ἀρνήθηκαν κάθε εὐλάβεια πρός τήν Παρθένο, οἱ δέ δημιούργησαν μιά περί Πάρθένου Θεολογία “παραβιβλική”. Στή συνέχεια θά δοῦμε πῶς ἡ Ἐκκλησία ὑπογράμμιζε τίς ποικίλες ἀπόψεις τῆς σημασίας τῆς Θεομήτορος καί πῶς ἔπλεκε, πλουσιώτερο καθε φορά, τόν ὕμνο της. Πρῶτος σταθμός εἶναιἀναμφισβήτητα ὁ Ἅγ. Εἰρηναῖος († 202; μ.Χ.), τοῦ ὁποίου ἡ μαρτυρία εἶναι πολύτιμη ὄχι μόνο γιατί ἐπικυρώνει τόν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας καί τόν Ἰουστῖνο ἤ γιατί γνώρισε προσωπικά τόν Πολύκαρπο Σμύρνης, σύγχρονο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη, ἀλλά κυρίως γιά τή θεολογική σημασία της. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος εἶναι πράγματι ὁ πρῶτο ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε σέ βάθος τήν ἀντίθεση Εὔα – Μαρία καί ἐτόνισε ὅτι ὅπως ἡ ἀνυπακοή τῆς μιᾶς ἔφερε στόν κόσμο τό θάνατο, ἔτσι ἡ ὑπακοή τῆς ἄλλης χάρισε στήν ἀνθρωπότητα τή ζωή. Ὁ ἴδιος ἄνοιξε ἐπίσης τό δρόμο στόν κεφαλαιώδη παραλληλισμό Μαρία – Ἐκκλησία μέ τή διατύπωση ὅτι ἡ Μαρία εἶναι ἡ Παρθέος γῆ ἀπό τήν ὁποία ὁ Θεός πῆρε το σῶμα τοῦ Νέου Ἀδάμ (” ἵνα μή ἄλλη πλάσις γένηται μηδέ ἄλλο τό σῳζόμενον, ἀλλ’ αὐτός ἐκεῖνος ἀνακεφαλαιωθῇ, τηρουμένης τῆς ὁμοιότητος”) καί μέ τήν ἔκφραση ὅτι ἡ Παρθέντος εἶναι ” ἡ αἰτία τῆς σωτηρίας γιά ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος”. Ὁ τρίτος αἰώνας χαρακτηρίζεται ἀπό τίς μαρτυρίες τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας († 215), Τερυλιανοῦ ( μετά τό 220) καί Ὡριγένους († 253), οἱ ὁποῖοι, εἶναι κατηγορηματικοί στό χαρακτηρισμό τῆς Μαρίας σάν Παρθένου μητέρας τοῦ Ἰησοῦ, ἀειπαρθένου καί παναρέτου. Ἀκολουθοῦν οἱ Πατέρες τοῦ Δ´ αἰῶνος, ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ἰδιαίτερα ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού τονίζουν μέ ἐπιμονή τόσο τήν ἁγιότητα τῆς Παρθένου, ὅσο καί κυρίως τόν κεντρικό ρόλο της στήν Οἰκονομία τῆς Σωτηρίας. Τό θεμέλιο ὅμως τῆς θεομητορικῆς θεολογίας τοποθετήθηκε τό 431 στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία ἐπικυρώνοντας τίς ἀπόψεις τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας ὠνόμασε τή Μαρία ” Θεοτόκο “. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ περιεκτικώτατος αὐτός ὅρος ὑψώθηκε σέ δόγμα τόν καιρό τῆς διαμάχης τῆς Ὀρθοδοξίας, μέ τήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ἡ Καθολική Ἐκκλησία, πού ἔνοιωσε νά διακυβεύεται μέ τήν διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ἡ ἴδια ἡ σωτηρία (ἄν πράγματι δέν ἑνώθηκε πλήρως ὁ Θεός μέ τόν ἄνθρωπο, πῶς εἶναι δυνατόν νά τόν σώση;) ἐπέμεινε στήν πλήρη καί ἀσύγχυτη ἐν Χριστῷ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου τόσο, ὥστε νά ὀνομάση τή Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ ὄχι ἁπλῶς ” χριστοτόκο “, ὅπως ἤθελε ὁ Νεστόριος, ἀλλά ἀληθινά καί πραγματικά ” Θ ε ο τ ό κ ο”. “Τό παιδίον Θεός καί πῶς οὐ θεοτόκος ἡ τίκτουσα;” Καί: ” Εἴ τις οὐ θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν ἁγίαν Παρθένον, χωρίς ἐστιν τῆς Θεότητος”. Αὐτή εἶναι ἡ βάση στήν ὁποία θά στηριχθοῦν ἀργότερα οἱ βυζαντινοί καί, θεμελιώνοντας ὁλόκληρο σχεδόν τόν πολιτισμό τους πάνω στήν πρός τήν Θεομήτορα εὐλάβεια, θά τήν ἀνακηρύξουν ὄχι ἁπλῶς ” Ὑπέρμαχον Στρατηγόν ” καί “Σκέπην ” τῆς Βασιλεύουσας, ἀλλά καί σταθεράν ” τῆς πίστεως ἄγκυραν “. Γιατί ἀκριβῶς ” τοῦτο τό ὄνομα – θά γράψη στό ἐγκόλπιο τῆς “Ὀρθοδόξου Πίστεως” ὁ Δαμασκηνός – ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησιν”! Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αἰσθάνεται ρίγος, ὅταν μέσα στήν Ἐκκλησία συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἁπλός οἶκτος ἤ ἐλεημοσύνη, ἀλλά ” φιλανθρωπία”, ἀληθινή δηλαδή καί πραγματική ” φ ι λ ί α” (Ἰωάν. 15,14). Ὁ Θεός ἔδωσε πράγματι στήν Παρθένο – καρπό τῶν κτισμάτων, φανέρωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως – νά γίνη, Αὐτή προσωπικά καί μέσα σ’ Αὐτή ἡ ἀνθρώπινη φύση, ” θ ε ο τ ό κ ο ς” ! Καμμιά αἵρεση δέν μπορεῖ ποτέ νά εἶναι τόσο τολμηρή, ὅσο ἡ Ἀλήθεια. Καί καμμιά καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ “οὑμανισμοῦ ” τοῦ ΙΔ´ καί Κ´ αἰώνα δέν μπορεῖ νά εἶναι τόσο ριζική καί ἀπόλυτη, ὅσο αὐτή ἡ περί ἀνθρώπου καί εἰκόνος τοῦ Θεοῦ ἀνθρωπίνης φύσεως ” θεοτόκου”, βιβλική καί πατερική ἀλήθεια! (Ἀπόσπασμα ἀπό τήν εἰσαγωγή στό βιβλίο Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, Ἱερόν Ἵδρυμα Εὐαγγελιστρίας Τήνου, Ἀθῆναι 1968). apostoliki-diakonia.gr e-theologia.blogspot.com/

Ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου

Εὐθύμιος Στύλιος (Μητροπολίτης Ἀχελώου) Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί, ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός καί ἅγιον τό ὄνομα αὐτοῦ, καί τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν· Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς, πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καί πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς. Ἀντελάβετο Ἰσραήλ παιδός αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους, καθώς ἐλάλησε πρός τούς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραάμ καί τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τόν αἰῶνα . (Κατά Λουκᾶν α´ 46 –55) 1. «Καί εἶπε Μαριάμ· μεγαλύνει» (Λουκ. α´ 46). Μόλις ἡ Ἐλισάβετ τελείωσε τόν ἐμπευσμένο χαιρετισμό της, ἡ Μαριάμ ἄρχισε ν᾿ ἀπαγγέλη μιά δική της Ὠδή! Ἡ πανηγυρική, εὐχαριστήρια καί δοξολογική ὠδή (=τραγούδι), μετά ἀπό ἐξαιρετικά γεγονότα ἦταν κάτι τό συνηθισμένο στήν ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἑβραίων. Ἔτσι, τόσο ὁ χαιρετισμός τῆς Ἐλισάβετ ὅσο καί ἡ Ὠδή τῆς Παρθένου Μαρίας ἔρχονται νά προστεθοῦν στίς Ὠδές τῆς ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ Μαριάμ (Ἐξοδ. ιε´ 1-19), τῆς Δεββώρας (Κριταί ε´ 2-31) καί τῆς προφήτιδος Ἄννης μητέρας τοῦ προφήτου Σαμουήλ (Α´ Βασ. β´). Ἰδίως ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου ἔχει πολλές ἀπηχήσεις ἀπό τούς ψαλμούς καί τήν Ὠδή τῆς Ἄννης. Αὐτό φανερώνει, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ὅπως καί οἱ ἄλλες παρθένες τοῦ Ἰσραήλ, γνώριζε ἀπό τήν παιδική της ἡλικία τούς Ψαλμούς καί τίς Ὠδές τῆς Π. Διαθήκης πού ἀναφέραμε πιό πάνω (ΥΛ, 63). Ἡ Ὠδή τῆς Θεοτόκου ἔμελλε νά γίνη ἡ κατ᾿ ἐξοχήν εὐχαριστήρια Ὠδή τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι ἀποτελεῖ μιά περίληψι τῶν Ὠδῶν τῆς Π. Διαθήκης καί ἀφετηρία τῶν πιό ἐμπνευσμένων συνθέσεων τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς (πρβλ. Τή θέσι τῆς Ὠδῆς αὐτῆς στήν ὀρθόδοξο Λατρεία, καθώς καί τοῦ ὕμνου (MAGNIFICAT) (=μεγαλύνει) στήν λατρεία καί τή θρησκευτική μουσική τῆς Δύσεως). Ἡ Θεοτόκος, ὑπό τήν ἔξαρσι τῶν θαυμαστῶν γεγονότων τῆς ζωῆς της συνθέτει τήν ἐμπνευσμένη δοξολογική Ὠδή της. Οἱ μεγάλες στιγμές τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική ἤ τήν συλλογική ζωή ἐμπνέουν ἰδιαίτερα τίς εὐσεβεῖς καί ἀφιερωμένες ψυχές. Πρῶτες αὐτές βλέπουν τό εὐεργετικό χέρι τοῦ Θεοῦ· ἀκοῦνε τή φωνή του καί νοιώθουν τό περπάτημά του στήν ἱστορία (πρβλ. «Φωνή ἀδελφιδοῦ μου· ἰδού οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπί τά ὄρη… ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι ἤ νεβρῷ (=ἐλαφάκι) ἐλάφων». Ἆσμα Ἀ. Β´ 8-9)· διαισθάνονται τό πέρασμά του κοντά τους (πρβλ. «ὀπίσω σου εἰς ὀσμήν μύρων σου δραμοῦμεν» Ἆσμα Α´. α´ 4) καί ξεσποῦν σέ ὕμνους καί ὠδές. Οἱ ποιηταί ἔγραψαν τά πιό ὄμορφα ποιήματα καί τραγούδια σέ στιγμές ἰδιαίτερης ἐμπεύσεως καί ἐξάρσεως. Οἱ ἅγιες ψυχές γράφουν τίς πιό ὡραῖες ὠδές τους σέ στιγμές παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική τους ζωή καί στήν ἱστορία τοῦ κόσμου… 2. «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τόν Κύριον» (Λουκ. α´ 46). Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς μου ὑμνεῖ καί δοξολογεῖ τόν Κύριον! Ὁ πρῶτος αὐτός στίχος τῆς Ὠδῆς τῆς Θεοτόκου ἀποκαλύπτει τήν κατάστασι στήν ὁποία βρισκόταν ἡ Παρθένος Μαρία: Κατάστασι ἐξάρσεως καί ἐμπνεύσεως πού βρίσκει διέξοδο στόν ὕμνο. Ὁ Κύριος μέ ὅσα τῆς ἀπεκάλυψε καί ὅσα ἐνήργησε στό πρόσωπό της ἔθεσε τήν ὕπαρξί της σέ κίνησι, σέ ἔξαρσι καί ἡ ἔξαρσίς της ὡδήγησε στόν ὕμνο. Ὁ Κύριος ἀνάβει τή φωτιά, ἡ χύτρα τῆς ψυχῆς βράζει καί ἀπό τό στόμα βγαίνει ὁ ἀτμός τῆς δοξολογίας. Χωρίς τή φωτιά τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει ὕμνος. Γιά νά τραγουδήσης τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ χρειάζεται «ἐνθουσιασμός» μέ τήν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως «ἐνθουσιάζω», πού σημαίνει ἔχω μέσα μου τό Θεό. Ὁ ὕμνος καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ φυτρώνει στά χείλη τῶν πιστῶν μέσα στούς ναούς. Ἡ πίστι καί ἡ ἀγάπη στόν Θεό θερμαίνουν τήν ψυχή τῶν χριστιανῶν καί ἀπό τό στόμα τους ἀνεβαίνει ὁ ὕμνος. Ἄν λιγοστεύουν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι εἶναι γιατί ἔχει λιγοστέψει ἡ πίστη καί ἠ ἀγάπη στόν Θεό. Καί ἄν ἡ σύγχρονη γενεά εἶναι «γενεά χωρίς τραγούδι» καί ἀπό τό στόμα τῶν παιδιῶν δέν ἀκούγονται πιά τραγούδια τοῦ Θεοῦ εἶναι γιατί ἡ φωτιά τῆς ἀγάπης καί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἔχει σβήσει μέσα στίς καρδιές. Μέ πόση νοσταλγία θυμᾶται κανείς τά χρόνια τοῦ ᾿40 καί τά πρῶτα μεταπολεμικά χρόνια. Τήν ἐποχή τοῦ πολέμου καί τά ἐλαφρά ἀκόμα τραγούδια εἶχαν μεταποιηθῆ σέ τραγούδια τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας, σέ τραγούδια τῆς Νίκης! Μέ πόσο ἐνθουσιασμό τραγουδήσαμε ἔπειτα τούς ὕμνους καί τά χριστιανικά τραγούδια! Κάτω ἀπ᾿ φωτεινούς θόλους τῶν ναῶν, στίς ἐξοχές, στούς δρόμους, στίς βουνοκορφές καί τίς ἀκρογιαλιές. Ἀτέλειωτα δοξαστικά, ἀπό νεανικές ὑπάρξεις, γεμάτες ἱερό ἐνθουσιασμό… Τά πιό πολλά δοξαστικά, τά ὡραιότερα τραγούδια τῆς ζωῆς μας τά τραγουδήσαμε τόν καιρό πού ἡ παρουσία καί ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ πυρπολοῦσαν τήν ψυχή μας… 3. «Καί ἠγαλλίασε τό πνεῦμά μου ἐπί τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. α´ 47). Ὅ,τι συνέβη στήν Ἐλισάβετ, στό κυοφορούμενο βρέφος της—τόν Ἰωάννη— συμβαίνει τώρα καί στή Θεοτόκο· «ἠγαλλίασε τό πνεῦμα της»! Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ σκιρτήματα χαρᾶς στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν προχριστιανική ἐποχή προκαλοῦσε δέος καί τρόμο στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτός ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων, ὁ Γιαχβέ, ἦταν Θεός τρομερός. Ἐπίσης ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στά ἱερά καί στούς οἴκους τοῦ Θεοῦ γινόταν ὕστερα ἀπό ἀλλεπάλληλους καθαρισμούς, μέ δαπανηρές θυσίες καί μέσα στό ζόφο τοῦ τρόμου καί τῆς φρίκης… Μόνο ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἄλλαξε τήν κατάστασι αὐτή. Ἡ ἔλευσις τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἔφερε τή χαρά καί τήν ἀγαλλίασι πρῶτα στήν Μητέρα του, ἔπειτα στόν μικρό κύκλο τῶν γνωστῶν του καί ὕστερα σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ὅπως ἡ πέτρα πού πέφτει στά νερά τῆς λίμνης καί δημιουργεῖ ὁμόκεντρους κύκλους, πού συνεχῶς διευρύνονται ἔτσι καί ὁ Χριστός. Ἡ παρουσία του στόν κόσμο ἀγκαλιάζει ὅλο καί πιό πολλούς. Ἔτσι ὅλο καί πιό πολλοί πηδοῦν καί χορεύουν ἀπό χαρά καί ἀγαλλίασι. Δές τε τί συμβαίνει μέ τούς πιστούς. Ἔξω ἀπό τό ναό, εἴμαστε συνηθισμένοι ἄνθρωποι. Ὅταν ὅμως μποῦμε μέσα στό ναό μεταβαλλόμαστε· γινόμαστε διαφορετικοί. Καί πρῶτα – πρῶτα γινόμαστε δοξολογικά πλάσματα. Μέσα στό ναό δέν ὁμιλοῦμε, ἀλλά δοξολογοῦμε. Ἀπό τό στόμα μας βγαίνουν ὕμνοι καί δοξολογίες. Αὐτό μάλιστα ἰσχύει ἀπόλυτα γιά τή Θ. Λειτουργία, στήν ὁποία κατά τήν ἀρχαία συνήθεια, πρέπει νά ψάλλουν ὅλοι οἱ πιστοί καί ὄχι μόνο οἱ ἱεροψάλται ἤ μιά μικρή χορωδία, ὅπως ἄλλωστε γίνεται καί σήμερα σέ ὅλες τίς ἄλλες ὁμόδοξες Ἐκκλησίες! Μετά τόν ὕμνο καί πολλές φορές μαζί μέ τόν ὕμνο μέσα στό ναό ὑπάρχει καί ὁ θρησκευτικός χορός. Μέ χορό πανηγυρίζει ὁ χριστιανός τήν εἴσοδό του στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετά τό βάπτισμα, γύρω ἀπό τήν ἱερή κολυμβήθρα γίνεται χορός ἐνῶ ὅλοι ψάλλουν τόν ὕμνο: «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε»! Ὁ χορός εἶναι πάλι χαρακτηριστικό στοιχεῖο τοῦ χριστιανικοῦ γάμου. Μετά τήν στέψι ἀρχίζει «ὁ χορός τοῦ Ἡσαΐα», ὅπως λέει ὁ λαός. Οἱ νεόνυμφοι χορεύουν στό κέντρο τοῦ Ναοῦ, ἐνῶ ἀκούγεται ὁ χαρούμενος ὕμνος: «Ἡσαΐα χόρευε ἡ Παρθένος ἔσχεν ἐν γαστρί…»! Ἡ χαρά αὐτή γιά τή σωτηρία τοῦ Χριστοῦ, τοὐλάχιστον μιά φορά τό χρόνο, στό ἐτήσιο πανηγύρι τοῦ προαστικοῦ ἑλληνικοῦ χωριοῦ πού ἦταν μαζί καί ἡ ἑορτή τοῦ προστάτου Ἁγίου τῆς Κοινότητος, ξεχυνόταν καί ἔξω ἀπό τό ναό, στόν εὐρύχωρο αὐλόγυρο τοῦ Ναοῦ. Τό χορό αὐτό τόν ἄρχιζε πρῶτος ὁ Ἱερεύς τοῦ χωριοῦ. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τή χαρά, τήν ἀγαλλίασι καί τό σκίρτημα στόν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε, ὅπως καί ἡ Θεοτόκος, «σκιρτᾶ ἐν ἀγαλλιάσει»! 4. «Ἐπέβλεψεν ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 48). Τό πρῶτο συναίσθημα, πού ἐκφράζει ἡ Παρθένος στήν Ὠδή της, ἀναφέρεται στήν μηδαμινότητα τοῦ προσώπου της. Σχολιάζει σχετικά ὁ Ὠριγένης: «Τίς γάρ εἰμί ἐγώ πρός τοσοῦτον ἔργον; Αὐτός ἐπέβλεψεν, οὐκ ἐγώ προσεδόκησα. Ταπεινή γάρ ἤμην καί ἀπερριμμένη καί νῦν ἀπό γῆς εἰς οὐρανόν μεταβαίνω καί εἰς ἄρρητον οἰκονομίαν ἕλκομαι» (ΥΛ, 64). Μαζί μέ τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται συγχρόνως καί ἡ μηδαμινότης καί ἡ ἀναξιότης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δαβίδ, ἀτενίζοντας τόν ἔναστρο οὐρανό, ἔνοιωσε τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ταυτοχρόνως ὅμως ἔνοιωσε καί τήν ἀνθρώπινη μηδαμινότητα (Ψαλμ. 8, 1-5). Τό γεγονός τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας κάνει τόν ἀπόστολο Πέτρο νά αἰσθανθῆ τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τήν προσωπική του ἁμαρτωλότητα. Ἡ διπλῆ αὐτή συναίσθησις τόν ἔκανε νά πέση στά γόνατα, μέσα στή βάρκα του, καί νά πῆ τόν ὑπέροχο ἐκεῖνο λόγο: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε» (Λουκ. ε´ 8). Ὅταν ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο, φαίνεται ὅτι δημιουργοῦνται δύο ἀντίθετες κινήσεις πού διατηροῦν τήν ἀνθρωπίνη ὕπαρξι στήν ἰσορροπία καί ἁρμονία: ἡ μία, τό θάμβος τοῦ Θεοῦ, τόν ἑλκύει πρός τά πάνω καί ἡ ἄλλη, τό δέος τῆς μηδαμινότητός του, τόν πιέζει πρός τά κάτω. Χάρις στίς δύο αὐτές δυναμικές κινήσεις ζῆ καί ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος. Σέ μιά μικρή χειρουργική ἐπέμβασι πού μοῦ ἔγινε στήν περιοχή τοῦ προσώπου, αἰσθάνθηκα λιποθυμία… Ὁ γιατρός τότε, μέ μιά δυναμική κίνησι πίεσε τό κεφάλι μου, χαμηλώνοντάς το ἀνάμεσα στά γόνατά μου… Ὅταν, κατά κάποιον τρόπο, ἐπεμβαίνει ὁ Θεός στή ζωή μας, τό μέτωπό μας πρέπει νά ἐγγίζη τό χῶμα. (Γεν. ιζ´ 1-3). 5. «Ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α´ 48). Ἡ Παρθένος ἐδῶ προφητεύει γιά τόν ἑαυτό της. Αὐτό πού γιά μᾶς σήμερα φαίνεται φυσικό, γιά τήν Θεοτόκο ἦταν θέμα ἀποκαλύψεως. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἔσυρε τό πέπλο τῆς ἱστορίας καί ἔδειξε στήν Θεοτόκο τήν προσωπική της τύχη. «Μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» τοῦ μέλλοντος. Ἐκείνη πού ἔμελλε νά γίνη Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ θά γινόταν ταυτόχρονα καί τό πιό σημαντικό πρόσωπο ὅλων τῶν γενεῶν. Αὐτή πού θά ἔδινε τήν ἀνθρώπινη φύσι στόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔμελε νά πάρη ἀπ᾿ Αὐτόν —σάν μιά ἀντίδοσι ἰδιωμάτων— ὑπερχρονική τιμή καί δόξα.αν κανείς μπαίνει στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὕπαρξίς του διευρύνεται. Ὁ Ἄβραμ, ὅταν συνέδεσε τήν τύχη του μέ τόν Θεό ἔγινε Ἀβραάμ· ἀπό ἀρχηγός δηλαδή μιᾶς οἰκογένειας, ἔγινε γενάρχης καί πατριάχης πολλῶν λαῶν: «ἰδού ἡ διαθήκη μου μετά σοῦ, καί ἔσῃ πατήρ πλήθους ἐθνῶν» (Γεν. ιζ´ 4 ἑξ.) Ὅποιος μπαίνει στόν κύκλο τοῦ Θεοῦ, μπαίνει στόν κύκλο τῆς αἰωνιότητος. «Τό ἔλαττον ἀπό τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται» (Ἑβρ. ζ´ 7). Ὅταν τό μηδέν μπαίνει κοντά στήν μονάδα, χάνει τήν μηδαμινότητά του καί ἀποκτᾶ μεγάλη ἀξία. Ἐκείνη πού ἀξιώθηκε νά γίνη Νύμφη καί Μητέρα τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, πῆρε τήν πρώτη θέσι κοντά στήν Τριαδική Μονάδα. Ὁ χριστιανός δέν εἶναι παρά ἕνα ἀπό τά πολλά μηδενικά πού βρίσκονται πίσω ἀπό τήν Τριαδική Μονάδα. Μέσα στόν πολυψήφιο αὐτό ἀριθμό ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τρισμέγιστη ἀξία. Ἔξω ὅμως ἀπ᾿ αὐτόν παραμένει ἕνα ἄχρηστο μηδενικό… 6. «Ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατός» (Λουκ. α´ 49). Ἡ δοξολογική προσευχή ἀναφέρεται συνήθως στά μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα τῆς δημιουργίας, ἡ θεώρησις τῶν ὁποίων προκαλεῖ στόν ἄνθρωπο τόν ὕμνο καί τήν δοξολογία τοῦ Δημιουργοῦ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οἱ δοξολογικοί ψαλμοί. Σχεδόν ὅλοι ἀναφέρονται στά μεγαλειώδη ἔργα τῆς Δημιουργίας καί προσφέρονται σέ Ἐκεῖνον πού «ἐποίησε τόν οὐρανόν καί τήν γῆν, τήν θάλασσαν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς» (Ψαλμ. 145, 6) καί ὁ Ὁποῖος «πάντα ὅσα ἠθέλησεν ἐποίησεν ἐν τῷ οὐρανῷ καί ἐν τῇ γῇ» (Ψαλμ. 134, 6). Στήν περίπτωσι ὅμως τῆς Παρθένου ὁ δοξολογικός ὕμνος της ἀναφέρεται σέ ὅσα ἐποίησε ὁ Θεός σέ μιά ὕπαρξι τοῦ μικροκόσμου, δηλαδή στήν Θεοτόκο. Πρόκειται βέβαια γιά τή σύλληψι, τήν κυοφορία καί τήν μέλλουσα γέννησι τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Τά ἔργα αὐτά πού συνδέονται μέ τό σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ εἶναι πιό μεγαλειώδη ἀπό ἐκεῖνα πού ἀναφέρονται στόν ἄψυχο μακρόκοσμο. Τή μεγαλειώδη διαδικασία τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ ἡ Παρθένος ἀποδίδει στήν παντοδυναμία καί τήν ἁγιότητα τοῦ Δημιουργοῦ. Ἡ παντοδυναμία του ὑπερνικᾶ τήν τάξι τῆς φύσεως (παρθενογέννησις) καί ἡ ἁγιότης του διατηρεῖ τήν ἁγιότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς Θεοτόκου (ἀειπαρθενία) σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ θείου αὐτοῦ σχεδίου. Ὁ πιστός τῆς Π. Διαθήκης ἔβλεπε τά «ἔργα τῶν δακτύλων» τοῦ Δημιουργοῦ (Ψαλμ. 8, 4) στόν μακρόκοσμο καί δοξολογοῦσε τόν Κύριο. Οἱ πιστοί τῆς Κ. Διαθήκης ἀρχίζουν νά βλέπουν τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στόν μικρόκοσμο, τόν ἄνθρωπο. Πρώτη ἐπισημαίνει τήν ἀλλαγή ἡ Θεοτόκος. Εἶναι ἡ πρώτη θεολόγος καί ποιήτρια τῆς Κ. Διαθήκης. Ὁ πρῶτος ψαλμωδός καί ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ποίημα καί δημιούργημα τῆς παντοδυναμίας καί τῆς ἁγιότητος τοῦ Θεοῦ. Ἡ παναγία μορφή καί ἡ ζωή της ἔμελλε ν᾿ ἀποτελέσουν τό ὡραιότερο ποίημα τῆς ἀνθρωπότητος. 7. «Τό ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεάς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν» (Λουκ. α´ 50). Ἡ Παρθένος ἀπό τήν προσωπική της ἐμπειρία ἀνάγεται τώρα στήν κοινή ἐμπειρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τό ἐπί μέρους ὁδηγεῖται στό γενικό. Ὅπως σ᾿ αὐτήν ἐκδηλώθηκε τό θεῖον ἔλεος, ἔτσι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ ἁπλώνεται καί σ᾿ ὅλους τούς ἄλλους. Ἡ εὐσπλαχνική ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ στήν προσωπική της ζωή τήν ὁδηγεῖ στήν διαπίστωσι τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιά ὅλους. Ὁ ἕνας πιστός εἶναι μαρτυρία γιά τούς ὑπόλοιπους. Ὁ ἕνας εἶναι λεπτομέρεια τοῦ συνόλου. Ἡ Παρθένος ἔμελλε νά γίνη μιά ἀκόμη ζωντανή μαρτυρία γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε πλούσιο καί στίς γενεές τῆς Π. Διαθήκης. Αὐτή ἦταν ἡ συνισταμένη τοῦ θείου ἐλέους. Ἀπό τήν ἀγάπη πού ὁ Κύριος ἔδειξε στό πανάγιο πρόσωπό της μποροῦμε σάν σέ καθρέφτη νά δοῦμε τόν πλοῦτο τῆς εὐσπλαχνίας μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἐκάλυψε ὅλες τίς προχριστιανικές γενεές. Ἀλλ᾿ ἡ Θεοτόκος ἔγινε ἡ μαρτυρία γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώθηκε καί μετά ἀπ᾿ αὐτήν, στίς χριστιανικές γενεές. Τό ἔλεος πού ἔδειξε ὁ Θεός στό πρόσωπο τῆς Θεομήτορος βλέπομε νά ἔχη ἀπεριόριστες προεκτάσεις μέσα στήν ἱστορία, ἀπό γενεά σέ γενεά. Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού ἄρχισε νά πηγάζη μέ τήν Ἐνσάρκωσι αὐξάνεται κλιμακωτά καί πλημμυρίζει ὁλοένα καί περισσότερους ἀνθρώπους, ἀπό γενεά σέ γενεά κι αὐτό μέχρις ὅτου καλύψει πάντα τά ἔθνη. Τό πρόσωπο πού συνεκέντρωσε τό μεγαλύτερο ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέχρι τήν Ἐνσάρκωσι ἦταν ἡ Θεοτόκος. Καί μετά τήν Ἐνσάρκωσι, τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε σ᾿ ὅλες τίς γενεές εἶχε ἀφετηρία του τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. 8. «Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 51). Τό θαυμαστό γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ, στό ὁποῖο ἐκλήθη ἡ Παρθένος Μαρία νά συμμετάσχη προσωπικά, ἦταν μιά ἀπόδειξις καί μαρτυρία γιά τά θαυμαστά ἔργα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ πού ἔγιναν στό παρελθόν καί πού θά γίνουν στό μέλλον. Τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον ἑνώνονται μέσα στήν παντοδύναμη παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία δέν εἶναι μιά παρέλασις ἄσχετων γεγονότων. Ἡ ἱστορία δέν εἶναι «τό ποτάμι τοῦ χρόνου πού στό χάος κυλᾶ». Τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον ἔχουν ἕνα κοινό συντελεστή: τό παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παρθένος, ξεκινώντας ἀπ᾿ τό προσωπικό θαυμαστό γεγονός τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, κάνει φιλοσοφία καί θεολογία τῆς ἱστορίας. Ἡ ἱστορία—λέγει— γράφεται μέ τό παντοδύναμο χέρι τοῦ Δημιουργοῦ. Προσωπικά ἤ ὁμαδικά περιστατικά ἤ γεγονότα ὀφείλονται στόν ἰσχυρό «βραχίονα» τοῦ Κυρίου. Πολλοί ἀμφιβάλλουν ἄν ὁ «βραχίων τοῦ Κυρίου» εἶναι καί σήμερα ἀρκετά ἰσχυρός γιά νά ἐλέγξη τά παρόντα «σεσαλευμένα» στοιχεῖα τῆς ἐξελισσομένης ἀνθρωπότητος: πυρηνική ἐνέργεια, ὑπερπληθυσμός, μόλυνσις τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἀλλοτρίωσις τοῦ ἀνθρώπου κλπ. Ὅσοι ἀμφιβάλλουν, ἄς ἀκολουθήσουν τήν μέθοδο τῆς Θεοτόκου. Μιά ματιά στό παρελθόν καί στό παρόν — προσωπικό καί ὁμαδικό— θά τούς πείσει καί γιά τό μέλλον· θά τούς δείξη ὅτι «ὁ βραχίων Κυρίου» δέν ἔγινε ἀσθενέστερος, ὥστε νά μή μπορῆ νά ἐλέγξη καί τά μελλοντικά γεγονότα. Ὅσοι μαζί μέ τή Θεοτόκο θά φιλοσοφήσουν καί θά θεολογήσουν πάνω στήν ἱστορία καί τήν πορεία της τελικά θά ὁμολογήσουν ὅτι ἡ παντοδύναμη παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πιό βασικός καί θετικός παράγων πού ἐπηρεάζει, κατευθύνει καί δίνει νόημα στά γεγονότα τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος, στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου. 9. «Διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν» (Λουκ. α´ 51). Ἡ Παρθένος τώρα ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένα περιστατικά τῆς ἱστορίας πού φανερώνουν τήν παντοδύναμη ἐπέμβασι τοῦ Δημιουργοῦ. Πρόκειται γιά τίς περιπτώσεις πού ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί ματαιώνει τά ὑπεροπτικά σχέδια καί διαλύει τά ματαιόδοξα ἔργα τῶν ἀνθρώπων. Ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἀκόμη ἡ ὑπερηφάνεια, «τό ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὅ δεῖ φρονεῖν» (Ρωμ. ιβ´ 3) ἐθεωρεῖτο τό μεγαλύτερο ἁμάρτημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἦταν ἡ «ὕβρις» πρός τόν Θεό. Ὁ μικρός, θνητός καί φθαρτός ἄνθρωπος νά ὑψώνη τό ἀνάστημά του μπροστά στόν παντοδύναμο καί αἰώνιο Θεό. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, τόσο οἱ φιλόσοφοι ὅσο καί οἱ τραγωδοί, μᾶς κληροδότησαν μοναδικά κείμενα πάνω στό θέμα αὐτό: «Ζεύς μεγάλης γλώσσης κόμπους (=κομπορρημοσύνες) ὑπερεχθαίρει (=μισεῖ θανάσιμα)» (Σοφ. Ἀντιγόνη, 127). Καί ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ (Γέν. ια´ 1-9) θά παραμείνη χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς ἀλαζονικῆς διαστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί μαρτυρία τῆς ἀμέσου ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐπηρμένος καί ὑπερήφανος νοῦς εἶναι ὅ,τι χρειάζεται γιά νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο σέ λανθασμένη κατεύθυνσι, σέ ὕβρι καί ἀσέβεια πρός τόν Θεό. Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἀντίθεσις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄμεση: «Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται» (Παρ. Γ´ 34). Ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ στίς περιπτώσεις αὐτές δέν πρέπει νά θεωρεῖται ἀρνητικά (σάν τιμωρία), ἀλλά θετικά (σάν φιλανθρωπία). Διότι στήν πραγματικότητα ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά προχωρήση σέ κάτι πού θά τοῦ προκαλέση μεγαλύτερες συμφορές… Ἔτσι ἡ ἐπέμβασις τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύεται κι ἐδῶ φιλάνθρωπη καί εὐεργετική. 10. «Καθεῖλε δυνάστας ἀπό θρόνων καί ὕψωσε ταπεινούς» (Λουκ. α´ 52). Οἱ καταχρασταί τῆς ἐξουσίας εἶναι οἱ δεύτεροι πού δέχονται τήν ἄμεση ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι ἀποκτοῦν δύναμι καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τήν καταπίεσι καί τή καταδυνάστευσι τῶν λαῶν· οἱ ἰσχυροί γενικά, πού ἐξασφαλίζουν πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική καί θρησκευτική δύναμι· ὅσοι ἀναρριχόνται στούς θρόνους τῆς ζωῆς καί γίνονται αὐθέντες καί διαχειρισταί τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων· αὐτοί πού συνήθως εἶναι ὑπερήφανοι καί ἀλαζόνες —ὅλοι αὐτοί προκαλοῦν τήν ἄμεση ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ ζωή, ἡ τιμή καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀγαθά πού δόθηκαν ἀπ᾿ τόν ἴδιο τόν Δημιουργό. Καί Ἐκεῖνος δέν ἐπιτρέπει νά καταπατοῦνται οἱ ἀναφαίρετες αὐτές δωρεές του πρός τά δημιουργήματά του. «Οὐκ ἀφήσει τήν ράβδον τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπί τόν κλῆρον τῶν δικαίων» (Ψαλμ. 124, 3). Ἡ ἐξουσία, ὅταν δέν προέρχεται ἐκ τοῦ Θεοῦ, γίνεται «σύντριμμα καί ταλαιπωρία» γι᾿ αὐτούς πού τήν κατακτοῦν, «πατώντας ἐπί τῶν πτωμάτων» τῶν ἄλλων. Ὁ θρόνος, στόν ὁποῖο ἀναρριχᾶται κάποιος, ἀνατρέποντας τόν φυσικό του κάτοχο ζζἀποδεικνύεται τελικά ἀσταθής γιά τόν ἐπιβήτορα. Θρόνος ἤ θέσι πού κατακτήθηκε μέ ἀδικίες, συναλλαγές καί ἐγκλήματα δέν πρόκειται ποτέ νά στεριώση. Ἡ Παρθένος Μαρία ἔμελλε νά γίνη ὄργανο ἀποκαταστάσεως τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεάνθρωπος Υἱός της θά ἀνέτρεπε τό «κατεστημένο» τῆς ἐποχῆς του, τούς ἰσχυρούς τῆς μέρας, τούς Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, τούς «δοκοῦντας ἄρχειν» (Μαρκ. ι´ 42) καί θά ἀνύψωνε τούς «πτωχούς τῷ πνεύματι» (Ματθ. ε´ 3), τούς τελῶνες καί ἁμαρτωλούς, τούς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, τήν Παρθένο τῆς Ναζαρέτ. Ὁ χριστιανός δέν πρέπει ποτέ νά καταφεύγη στή συναλλαγή γιά νά ἀποκτήση μιά θέση, γιά ν᾿ ἀποκτήση δύναμι καί ἐξουσία. Ἔστω καί ἄν ἔχη καλές διαθέσεις γιά τήν μετέπειτα καλή διαχείρησι τῆς ἐξουσίας. Ἐπίσης, ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Χριστό δέν πρέπει ποτέ νά γίνη «κατεστημένο» καταδυναστεύσεως καί κατατυραννήσεως τῶν ἄλλων· «δεσπότης καί αὐθέντης» τῶν ὑφισταμένων. Ἀντίθετα, ὁ χριστιανός πρέπει νά γίνεται ὄργανο στά χέρια τοῦ Θεοῦ, γιά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ἰσότητος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του. 11. «Πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καί πλουτοῦντας ἐξαπέστειλε κενούς» (Λουκ. α´ 53). Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει καί σέ μιά τρίτη κατηγορία ἀνθρώπων, λέει ἡ Παρθένος Μαρία, συνεχίζοντας τήν Ὠδή της: στούς πλουσίους. Ὅσοι πιστεύουν στό χρῆμα· ὅσοι βασίζονται στή δύναμι τοῦ χρήματος· ὅσοι νοιώθουν ἀσφαλισμένοι στόν πλοῦτο, ἔρχεται στιγμή πού γίνονται φτωχότεροι τῶν φτωχῶν. Εἶναι ἡ πιό κοινή ἐμπειρία σέ ὅλους τούς κοινούς θνητούς! Ὑπάρχει ὅμως καί ἡ ἄλλη πλευρά: ἡ αὐτάρκεια τῶν φτωχῶν. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά τό φτωχό πού δέν πιστεύει στόν Θεό ἤ τεμπελιάζει ἤ δέν ἐργάζεται τίμια ἤ σπαταλάει σέ ἀσωτεῖες τό μεροκάματό του. Πρόκειται γιά τό φτωχό πού πιστεύει στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἐξαρτᾶται ἀπό τόν Θεό: Πρόκειται γιά τό φτωχό πού ἐργάζεται μέ τιμιότητα καί δικαιοσύνη καί πού χρησιμοποιεῖ μέ σύνεσι καί σωφροσύνη τά λίγα εἰσοδήματά του. Σ᾿ ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο τά λίγα τοῦ φθάνουν. Ὄχι ὅτι δέν θά ἤθελε νά ἔχη περισσότερα. Τά περισσότερα τά περιμένει ἀπό τόν Θεό. Στήν ὥρα τους. Αὐτός ἐν τῷ μεταξύ συνεχίζει νά ζῆ καί νά ἐργάζεται τίμια. Ἡ ἀρχή αὐτή τῆς Θεοτόκου ἦταν καί τό «πιστεύω» τῶν φτωχῶν πατέρων μας. Ἀπό τά κακοτράχαλα βουνά τῆς πατρίδος μας κατέβαιναν στίς πολιτεῖες τοῦ κάμπου. Ξυπόλυτοι. Γυμνοί. Ἀδέκαροι! Καί ἄρχιζαν νά ἐργάζωνται, παιδιά μόλις 11-13 ἐτῶν! Καί ὄχι ὀκτάωρο, ἀλλά ὁλημερίς. Μικρά καί ἀσήμαντα τά κέρδη. Ἀρκοῦσαν μόνο γιά τήν προσωπική τους ἐπιβίωσι. Μόνο ὕστερ᾿ ἀπό 20 καί πλέον ἐτῶν σκληρῆς προσωπικῆς ἐργασίας ἄρχιζαν νά γνωρίζουν τό κέρδος, τήν καλλιτέρευσι, κάποια στοιχειώδη ἄνεσι καί ὕστερα τόν πλοῦτο. Ἀλλά καί τόν πλοῦτο αὐτό δέν τόν θεωροῦσαν δικό τους. Δέν τόν χαίρονταν. Δέν τόν σπαταλοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους. Οἱ ἴδιοι, μαθημένοι δεκάδες χρόνια νά ζοῦν μέ ἀνήκουστες στερήσεις, δέν χρησιμοποιοῦσαν γιά τόν ἑαυτό τους παρά ἐλάχιστα. Τά πολλά τά προώριζαν γιά τούς ἄλλους. Γιά τά παιδιά τους, τήν πόλι τους, τό χωριό τους, τήν πατρίδα. Δέν ὑπάρχει καλύτερο σχόλιο γιά τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ «κατά Θεόν πλουτεῖν» (Λουκ. ιβ´ 21). Παίρνοντας ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά χείλη τῆς Παρθένου τόν ὡραῖο αὐτό στίχο τῆς Ὠδῆς της τόν ἔκανε καί δικό της πιστεύω: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν, οἱ δέ ἐκζητοῦντες τόν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντός ἀγαθοῦ». Ὅσοι ἀγαποῦμε τήν Θεοτόκο δέν μπορεῖ παρά νά ἔχωμε μαζί της τίς ἴδιες ἀπόψεις. 12. «Ἀντελάβετο Ἰσραήλ παιδός αὐτοῦ» (Λουκ. α´ 54). Ἡ ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ ἦταν συγχρόνως καί ἐνσάρκωσις τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ πρός τούς πιστούς Ἰσραηλίτες. Ὁ Θεός διά τοῦ Μεσσίου ἔμελλε νά ἐκπληρώση ὅλες τίς ὑποσχέσεις του «πρός τούς πατέρες ἡμῶν» —λέει ἡ Παρθένος— «τῷ Ἀβράμ καί τῷ σπέρματι αὐτοῦ εἰς τόν αἰῶνα»! Ἡ Θεοτόκος βρίσκεται σέ πλεονεκτική θέσι, ἀπ᾿ τήν ὁποία βλέπει τήν ἱστορία τῆς πατρίδος της. Μέ τόν φακό τῆς Ἐνσαρκώσεως βλέπει πιό καθαρά τά γεγονότα τῆς ἱστορίας καί τά ἑρμηνεύει εὐκολώτερα καί τά κατανοεῖ βαθύτερα. Οἱ προσωπικές της ἐμπειρίες τήν βοηθοῦν τώρα νά κατανοήσει καλύτερα τήν γενικώτερη ἱστορία τοῦ τόπου της καί τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Γιά νά κατανοήση κανείς τήν ἱστορία πρέπει νά τήν διαβάση μέσα ἀπ᾿ τόν κρυστάλλινο φακό τῆς Ἐνσαρκώσεως. Ἡ Ἐνσάρκωσις τοῦ Θεοῦ εἶναι τό μυστικό κλειδί τῆς κατανοήσεως τῶν γεγονότων τῆς ἱστορίας τοῦ παρελθόντος, τοῦ παρόντος καί τοῦ μέλλοντος. Χωρίς τήν Ἐνσάρκωσι ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος φαίνεται τυχαία καί ἄσκοπη. Ἕνα παιδί —λέει τό ἀνέκδοτο— προσπαθεῖ νά ταιριάση ἕναν χάρτη πού εἶναι κομμένος σέ μικρά κομμάτια, διαφορετικοῦ σχήματος. Ἐπειδή δυσκολεύεται, κάποιος γιά νά τό διευκολύνη τοῦ λέει: «Πίσω ἀπό τόν χάρτη ὑπάρχει μιά Εἰκόνα. Φτιάξε πρῶτα τήν Εἰκόνα καί ὁ χάρτης ἀπ᾿ τήν ἄλλη μεριά θά ταιριάξη μόνος του»! Τά γεγονότα τῆς ἱστορίας, αὐτά καθ᾿ ἑαυτά, φαίνονται ἄσχετα μεταξύ τους. Ὅταν ὅμως τά δοῦμε ὑπό τό πρῖσμα τῆς Ἐνσαρκώσεως, τότε τά πιό ἀσήμαντα περιστατικά ἀποκτοῦν ἕνα μεγάλο νόημα. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή ζωή μας. Ἡ ὕπαρξις τοῦ καθενός μας μέσα στόν Γαλαξία τοῦ σύμπαντος ἔχει τόση ἀξία ὅση καί ἕνα μόριο σκόνης. Ὅταν ὅμως τή δοῦμε ὑπό τό πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος (SUB SPECIAE AETERNITATIS), τότε ἀποκτᾶ αἰώνια ἀξία. Τόσο μεγάλη ἀξία, ὥστε ὄχι μόνο ὁ Γαλαξίας, ἀλλά τό Σύμπαν ὁλόκληρο νά μή μπορῆ νά ἰσοφαρίση τήν ἀξία μιᾶς καί μόνης ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ»; εἶπε ὁ Κύριος (Μαρκ. η´ 36).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...