Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2014

.Νικόλαος Καβάσιλας· ο διαπρεπής θεολόγος και όσιος (1322-1392)

Βίος
Ο Νικόλαος Καβάσιλας, γόνος της Θεσσαλονίκης, δευτέρας πόλεως της αυτοκρατορίας κατά τους υστέρους βυζαντινούς χρόνους, συνέδεσε τη δραστηριότητά του τόσο με αυτή όσο και με την πρωτεύουσά της, τη γεμάτη αγωνία κατά τον τελευταίο αιώνα του βίου της αυτοκρατορίας. Η μετριοπάθεια και η μειλιχιότης μπορεί να συνετέλεσαν ώστε κατά τους χρόνους του να επισκιασθή από άλλους δυναμικωτέρους θεολόγους, του έδωσαν όμως αργότερα τέτοιο κύρος, ώστε να εκτιμάται γενικώς ως ένας από τους στερεότερους παράγοντας της ορθοδόξου θεολογίας και ως ένας από τους ορθοδοξοτέρους μυστικούς της Εκκλησίας. Πολύ μεγαλυτέρα είναι η εκτίμησις γι’ αυτόν σήμερα σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο.
Το πατρικό επώνυμο του Νικολάου ήταν Χαμαετός, αυτό όμως παρά την επισημότητά του υποχώρησε απέναντι στο μητρικό Καβάσιλας, το οποίο περισσότερο από κάθε άλλον στους χρόνους του εσέμνυνε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νείλος Καβάσιλας, αδελφός της μητέρας του. Η επιφανής αυτή οικογένεια, προερχομένη πιθανώς από την Ήπειρο, ανέδειξε πολλές αξιόλογες προσωπικότητες από το 14ο αιώνα και έπειτα.
nikab2
Η γνώμη ότι ο Νικόλαος γεννήθηκε γύρω στα 1300, που επικρατούσε παλαιότερα, έχει εγκαταλειφθή τελείως σήμερα, οπότε η καλυτέρα γνώσις των συνθηκών του βίου του επιτρέπει ακριβέστερους υπολογισμούς. Το γεγονός ότι γράφοντας το 1351 την αναφορά του περί τόκων προς την Άννα Παλαιολογίνα, που διέμενε τότε στη Θεσσαλονίκη, λέγει ότι δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το τριακοστό έτος του βίου του, σημαίνει ότι το επλησίαζε και άρα ότι εγεννήθηκε κατά το 1322 ή 1323. Το γεγονός έπειτα ότι για τελευταία φορά εμφανίζεται το 1391, ως παραλήπτης επιστολών του Μα-νουήλ Β΄ και του Ιωσήφ Βρυεννίου, σημαίνει ότι απέθανε ολίγο μετά το έτος αυτό.
Η Θεσσαλονίκη ήταν αυτή την εποχή «μητρόπολις της φιλοσοφίας», όπως παρατηρεί ο Νικόλαος στο εγκώμιό του στον άγιο Δημήτριο, και διακρινόταν για τις αξιόλογες σχολές της, τούτο όμως δεν απέτρεψε το Νικόλαο από το ν’ αναχωρήση, έφηβος ακόμη, στην Κωνσταντινούπολι για συνέχισι των σπουδών του. Ο πατέρας του παρακολουθούσε με προσοχή την πορεία της προόδου του κι εζητούσε διαρκώς επιστολές, εκείνος όμως καθυστερούσε την αλληλογραφία, προφασιζόμενος το φόρτο των μαθημάτων, όπως κάμουν οι φοιτηταί όλων των εποχών (Επιστολές 1.2.3). Στις σπουδές του συμπεριέλαβε τη ρητορική, τις φυσικές επιστήμες και τη θεολογία.
Κατά την έναρξι του εμφυλίου πολέμου φαίνεται ότι ο Νικόλαος, λόγω νεαράς ηλικίας, δεν έλαβε ενεργό μέρος, το επόμενο όμως έτος (1342) απεφάσισε να επιστρέψη στην γενέτειρά του, όπου ευρέθηκε σε μια διάσπασι χειρότερα από της πρωτευούσης. Οι ταραχές της Κωνσταντινουπόλεως είχαν δώσει την αφορμή της κινητοποιήσεως των δυνάμεων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στη Θεσσαλονίκη οι ευγενείς ετάχθηκαν στο πλευρό του Ιωάννου Καντακουζηνού, ενώ ο λαός, συγκινούμενος πάντοτε από το δράμα μιας χήρας βασίλισσας και ενός ανηλίκου διαδόχου, των οποίων κινδυνεύουν τα δίκαια, ετάχθηκε με το μέρος του Ιωάννου Παλαιολόγου. Τα αισθήματα αυτά του λαού υπέρ του νομίμου βασιλέως εκμεταλλεύθηκαν μερικοί φιλόδοξοι δημοκόποι, οι οποίοι εχρη-σιμοποίησαν τους Ζηλωτάς -ένα μίγμα φανατικών καλογήρων και επαιτών- για να τον ξεσηκώσουν σε επανάστασι.
Έτσι, όταν ο Καντακουζηνός εζήτησε τη βοήθεια του αναποφάσιστου διοικητού της πόλεως Θεοδώρου Συναδηνού, οι Ζηλωταί, με υψωμένο το σύμβολο του σταυρού, επαναστάτησαν και μετά τρεις ημέρες σφαγών και λεηλασιών κατέλαβαν την εξουσία τον Ιούλιο του 1342, ενώ ο Συναδηνός με 1000 ευγενείς κατέφυγε στο Γυναικόκαστρο.
Η απομόνωσις της πόλεως oδήγησε τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της να ζητήση συμβιβασμό με τον Καντακουζηνό κι έτσι το 1345 εστάλθηκε στον αντιπρόσωπό του στη Βέροια επιτροπή αποτελούμενη από το Νικόλαο Καβάσιλα και το Γεώργιο Φαρμάκη. Τούτο όμως είχε ως συνέπεια νέο ξέσπασμα της μήνεως των Ζηλωτών, από το οποίο μόλις διέφυγε ο Νικόλαος.
Μετά την επικράτησι του Καντακουζηνού, το 1347, ο Νικόλαος προσκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολι από το Δημήτριο Κυδώνη, προφανώς κατ’ εντολή του αυτοκράτορος, και έκτοτε αρχίζει το πολιτικό του στάδιο που δεν φαίνεται να διήρκεσε περισσότερο από επτά έτη. Ο αυτοκράτωρ εξετίμησε τόσο πολύ τις ικανότητες του νέου, ώστε τον κατέστησε μαζί με τον Κυδώνη κύριο σύμβουλό του. Γράφει ο ίδιος: «πολλής αυτούς ο βασιλεύς ηξίου ενμενείας και εν πρώτοις μάλιστα των φίλων ήγε και των ομιλητών» (Καντακουζηνός, έκδ. Bonn IV, 107, 18-20).
Εξ άλλου, υπήρχε η αγαθή συγκυρία ότι ο νέος πατριάρχης Ισίδωρος (1347-1349) ήταν ένας από τους πρώτους διδασκάλους του στη Θεσσαλονίκη. Το Σεπτέμβριο του 1347 μαζί με άλλους συνώδευσε το Γρηγόριο Παλαμά στο ταξίδι του προς την Θεσσαλονίκη για την ενθρόνισι, αλλ’, όπως είναι γνωστό, δεν έγινε δεκτός από τους Ζηλωτάς, απεχώρησαν μαζί στο Άγιο Όρος κι από εκεί ο Καβάσιλας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολι. Είναι πιθανό ότι αργότερα συνώδευσε τον Καντακουζηνό κατά την εκστρατεία του που έθεσε τέρμα στην ανταρσία των Ζηλωτών (1350).
Η ψυχρότης στις σχέσεις μεταξύ των αυτοκρατόρων, των δύο Ιωαννών, πενθερού και γαμβρού, Καντακουζηνού και Παλαιολόγου, συνεχιζόταν πάντοτε, η δε σύνοδος του 1351, όπου εθριάμβευσε οριστικώς η ησυχαστική διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά, προεκάλεσε νέα διάστασι. Έκτοτε ο Κυδώνης έκλινε προς τον Παλαιολόγο και ο Καβάσιλας προς τον Καντακουζηνό. Οι λόγοι αυτής της διαφοροποιήσεως ήσαν δογματικοί και εκκλησιαστικοπολιτικοί. Στο δογματικό θέμα ο Καβάσιλας αποδέχθηκε τον ησυχασμό, με τη μετριοπάθεια που τον εχαρακτήριζε πάντοτε, ενώ ο Κυδώνης εκδηλώθηκε κατά του ησυχασμού.
Έπειτα στο θέμα των σχέσεων με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο Καβάσιλας τάχθηκε υπέρ της προσεγγίσεως χωρίς υποχωρήσεις δογματικές ή εκκλησιολογικές, ενώ ο Κυδώνης υπεδείκνυε την χωρίς όρους ένωσι με την Ρώμη. Ο Καντακουζηνός ήταν πεπεισμένος ότι το θέμα των σχέσεων αυτού του είδους ανήκει στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας, εφ’ όσον μάλιστα το κακό προηγούμενο του Μιχαήλ Παλαιολόγου είχε καταστήσει χειρότερα τα πράγματα. Γι’ αυτό επρότεινε σύγκλησι οικουμενικής συνόδου με συμμετοχή όλων των επισκόπων Ανατολής και Δύσεως σε ένα ενδιάμεσο τόπο. Φαίνεται ότι η πολιτική αυτή καθωρίσθηκε με βάσι τις συμβουλές του Νείλου Καβάσιλα, θείου του Νικολάου που ως λαϊκός έφερε και αυτός το όνομα Νικόλαος, αλλά και του ανεψιού Νικολάου.
Με την οριστική νίκη του Ιωάννου Παλαιολόγου στη μεν εξωτερική εκκλησιαστική πολιτική επικράτησε η φιλενωτική γραμμή, στην εσωτερική όμως δεν κατoρθώθηκε ν’ απορριφθή ο ησυχασμός. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε΄ και ο κύριος σύμβουλός του Δημήτριος Κυδώνης έφθασαν σε σημείο να προσχωρήσουν προσωπικώς στο ρωμαιοκαθολικισμό, αλλά πέραν ολίγων διανοουμένων δεν έπεισαν καμμία μερίδα του λαού. Ο Καβάσιλας φαίνεται ότι για μια στιγμή εταλαντεύθηκε και ίσως εσκέφθηκε ν’ ακολουθήση το παράδειγμα του φίλου του Κυδώνη, ή τουλάχιστο να τον δικαιολογήση, αν αυτό το νόημα έχουν οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου κατά τους οποίους: «ευρίσκεσαι στην ανόθευτη και γνήσια μερίδα των χριστιανών· απαλλάχθηκες οριστικά από την νοθευμένη και κίβδηλη παράταξι. Απογοητευμένος από την συναγωγή εκείνων αποφάσισες να συνταχθής με την υγιαίνουσα ποίμνη» (Επιστολή Ιωσήφ Βρυεννίου, ΕΕΒΣ 29 [1959] 31).
Μετά το 1354 ο Καβάσιλας δεν φαίνεται ν’ ασχολήθηκε με τα πολιτικά, ασχολήθηκε όμως με τα εκκλησιαστικά στο πλευρό του πατριάρχου Φιλοθέου (1353-1355, 1364-1376). Το 1362 οικογενειακά θέματα τον εκάλεσαν στη Θεσσαλονίκη. Προσπάθησε να θέση υπό έλεγχο το μέρος εκείνο της μεγάλης περιουσίας του, αστικής και αγροτικής, που είχε απομείνει μετά τις αρπαγές των Ζηλωτών και των Σέρβων. Μόλις έφθασε εκεί, επληροφορήθηκε τον πρόσφατο θάνατο του πατέρα του, και το επόμενο έτος είδε το θάνατο του θείου του Νείλου, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Η μητέρα του έπειτα εισήλθε ως μοναχή στην αγία Θεοδώρα.
Δεν είναι γνωστό αν ο Νικόλαος είχε λάβει ιερατική χειροτονία, αν και οι γνώσεις του και ο τρόπος εκφράσεως στα δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρική ιδιότητα. Φυσικά στηρίζεται σε σύγχυσι η παλαιά και νέα άποψις ότι διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, οφειλομένη κυρίως στο γεγονός ότι και ο θείος του Νείλος έφερε ως κοσμικός το όνομα Νικόλαος. Εκείνο που πρέπει να θεωρηθή βέβαιο είναι ότι ήταν μοναχός, πιθανώς από την εποχή της εισόδου της μητέρας του στο μοναχικό βίο, που συμπίπτει με την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολι και την δευτέρα άνοδο του Φιλοθέου στον πατριαρχικό θρόνο. Κατά τα τελευταία έτη του βίου του εζούσε στη μονή των Μαγγάνων. Απέθανε ήρεμα και διακριτικά, όπως έζησε σ’ όλη του τη ζωή, γύρω στο 1392.
Συγγράματα
Ο Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ότι τα έργα του Νικολάου Καβάσιλα είναι ένα στολίδι: «κόσμος εισί τη του Χριστού Εκκλησία» (Miklosich-Muller, Acta Patriarchatus Constantinopolitani, II, 27). Με τα νεώτερα δεδομένα θα ημπορούσαμε να προσθέσουμε ότι είναι από τα καλύτερα προϊόντα της θρησκευτικής γραμματείας γενικώς. Διακρίνονται για τη χάρι, τη ζωντάνια, την πειθώ, τη δύναμι, προ πάντων δε για τη γνησιότητα του θρησκευτικού φρονήματος το οποίο προβάλλουν, τη θέρμη και το βάθος της πίστεως.
Μαρτυρούν πηγαία δύναμι εκφράσεως και αξιόλογο συγγραφικό τάλαντο. Η μέθοδος και η διάθεσις της ύλης είναι άψογοι. Θα ημπορούσε να ειπή κανείς ότι είναι και γλωσσικώς άψογα, αν δεν υπήρχε εδώ κάποια δυσκολία. Ενώ οι σκέψεις του Νικολάου είναι σαφείς και η έκθεσίς τους εξ ίσου σαφής, παρατηρείται πολύ συχνά δυσχέρεια στην κατανόησί τους. Τούτο δεν οφείλεται τόσο στην προσπάθεια αττικισμού, που διακρίνει έως ένα βαθμό το συγγραφέα, όσο στο ελλειπτικό της εκφράσεως. Ο Νικόλαος παραλείπει συχνά ένα μέρος της σκέψεώς του, για να νοηθή από τον αναγνώστη και πολύ συχνότερα ένα μέρος της προτάσεως, κυρίως μάλιστα το ρήμα.
Όλα αυτά όμως δεν εμποδίζουν τον έμπειρο αναγνώστη να χαίρεται το ρωμαλέο ύφος του και τη θέρμη της εκφράσεως.
Η λειτουργική ζωή είναι το κύριο θέμα γύρω από το οποίο πλέκεται όλη σχεδόν η συγγραφική παραγωγή του Νικολάου Καβάσιλα. Γύρω από αυτήν κινείται η πνευματική του σκέψις, ο λόγος του, η ποίησίς του, ως ένα βαθμό μάλιστα και η επιστολογραφία του. Η πνοή της διέπει σ’ όλη τους την έκτασι και τα δύο μεγάλα πνευματικά του έργα.
Α΄. Πνευματικά Συγγράμματα
Το πρώτο από αυτά φέρει τον τίτλο Ερμηνεία της θείας λειτουργίας. Ακολουθώντας την πορεία της λειτουργίας του ιερού Χρυσοστόμου, με ολίγες αναφορές και στην λειτουργία του Βασιλείου, δίδει την ερμηνεία της σε 52 κεφάλαια. Η συμβολική μέθοδος περιγραφής και ερμηνείας, που ακολουθείται στο έργο, αν και υπήρχε επίσης παλαιότερα, οριστικοποιήθηκε το 500 μ.Χ. με την έκθεσι του Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία, κεφ. 3. Ο Μάξιμος στη Μυσταγωγία, ο Γερμανός στην Εκκλησιαστική Ιστορία, ο Νικόλαος Ανδίδων στην Κεφαλαιώδη προθεωρία περί των εν τη θεία λειτουργία γινομένων συμβόλων και μυστηρίων, συνεχίζουν την ίδια παράδοσι.
Ο Νικόλαος γνωρίζει όλη αυτή την ερμηνευτική παράδοσι, την χρησιμοποιεί κάπου κάπου, δίδοντας προσοχή κυρίως στο Διονύσιο, αλλά ενεργεί αυτοτελώς και εργάζεται πρωτοτύπως. Η λειτουργία γι’ αυτόν είναι, όπως για όλη την ορθοδοξία, η θυσία του σώματος του Χριστού, ο δε Χριστός είναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Από αυτό ξεκινά για να τονίση ότι η θεία λειτουργία είναι η βασική οδός για την πνευματική μεταποίησι του κόσμου. Ο άρτος της λειτουργίας μεταπλάσσει τους πιστούς και τους αφομοιώνει· γίνονται άρτοι, και επειδή άρτος είναι ο Χριστός, γίνονται Χριστοί. Το έργο εγράφηκε σε περίοδο πνευματικής ωριμότητος, οπωσδήποτε μετά το 1363, και φαίνεται ότι υποβλήθηκε σε δύο ανασυντάξεις από τον ίδιο τον συγγραφέα και σε μια τρίτη από άλλο πρόσωπο.
Στο έργο Περί της εν Χριστώ ζωής προσφέρει μία ανατομία της πνευματικής ζωής, την οποία τοποθετεί στα πλαίσια της ενανθρωπήσεως, συνεχιζομένης και επαναλαμβανομένης στα τρία βασικά μυστήρια της Εκκλησίας. Στο πρώτο βιβλίο η πνευματική ζωή ορίζεται ως ζωή εν Χριστώ και δηλώνεται ότι εξαρτάται από δύο παράγοντες, το θείο και τον ανθρώπινο. Η προσφορά του θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διά των τριών μυστηρίων που αποτελούν επέκτασι και πολλαπλασιασμό του ενιαίου μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, εξετάζεται στα τρία επόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) και τέταρτο (θεία ευχαριστία, τράπεζα).
Στο πέμπτο βιβλίο σαν παράρτημα αναπτύσσεται ο συμβολισμός των εγκαινίων του ναού και στο πρόσθετο τμήμα του εξηγείται η αρχή της συνεργίας των δύο παραγόντων. Η προσφορά του ανθρώπου διά της νοήσεως και της βουλήσεως, χωρίς μεσάζοντας πλέον αλλά σε άμεση κοινωνία με το Θεό, εξετάζεται στα δύο τελευταία βιβλία, έκτο και έβδομο. Επειδή σε αρκετά χειρόγραφα απουσιάζει το έβδομο βιβλίο, απαντάται μάλιστα στο τέλος του έκτου η λέξις «τέλος», θεωρείται βέβαιο ότι και αυτό το έργο εγράφηκε τμηματικά. Αν το πρόσθετο κείμενο του πέμπτου βιβλίου ανήκει στον Καβάσιλα, πρέπει να εντάχθηκε σ’ αυτό από άλλο πρόσωπο.
Β΄. Φιλοσοφικά κείμενα
Τέσσερα τουλάχιστον μικρά κείμενα αναφέρονται σε θέματα της κοσμικής σοφίας και επιστήμης, είναι δε όλα προφανώς δοκίμια φοιτητικά. Στο πρώτο εξετάζεται το πρόβλημα της κοσμικής σοφίας από χριστιανική σκοπιά, αλλά με παραστάσεις της κλασικής αρχαιότητας. Στο δεύτερο γίνεται λόγος περί του κριτηρίου της αληθείας κατά την αγνωσιαρχία του Πύρρωνος. Σε ένα αστρονομικό δοκίμιο επιχειρείται συμπλήρωσις κενών στις εργασίες αστρονομίας της Αλεξανδρείας και ιδιαιτέρως του Πτολεμαίου. Σ’ ένα δοκίμιο περί του βωμού ελέους των Αθηνών δίνει συμβουλές ομονοίας στους συμπατριώτες του κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου με παραστάσεις από την αθηναϊκή πολιτεία του έκτου π.Χ. αιώνος. Υπάρχει κάποια πιθανότης να ανήκουν αυτά τα κείμενα στον θείο του Νικολάου Νικόλαο Καβάσιλα, επί πολλές δεκαετίες διδάσκαλο και τέλος μητροπολίτη Θεσσαλονίκης με το όνομα Νείλος.
Γ΄. Ερμηνευτικά
Τρεις θαυμάσιοι λόγοι του Εις την όρασιν του Ιεζεκιήλ ερμηνεύουν τυπολογικώς και χριστοκεντρικώς την όρασι που είδε ο Ιεζεκιήλ στις όχθες του ποταμού Χοβάρ.
Δ΄. Κοινωνικά κείμενα
Ο Νικόλαος συνέταξε δύο δοκίμια περί του τοκισμού των οποίων το ένα υπέβαλε στην βασίλισσα Άννα Παλαιολογίνα. Κατά την λήξι του εμφυλίου πολέμου, το 1347, έγραψε ένα λόγο με τον οποίο επικρίνει την κατάληψι εκκλησιαστικής περιουσίας από την πολιτική εξουσία.
Ε΄. Λόγοι πανηγυρικοί
Από τους δώδεκα λόγους του Νικολάου που έχουν εκδοθή, ένας, αναφερόμενος στα σωτήρια πάθη, τονίζει τις οικουμενικές διαστάσεις του σταυρικού θανάτου, ενώ ένας άλλος έχοντας θέμα την ανάληψι συνοψίζει το έργο της θείας οικονομίας. Τρεις ομιλίες αναφέρονται στα κύρια γεγονότα του βίου της Θεοτόκου. Τρεις λόγοι είναι αφιερωμένοι στον άγιο Δημήτριο, ο τρίτος μάλιστα σε 208 δακτυλικά εξάμετρα. Ένα εγκώμιο είναι αφιερωμένο στην οσία μυροβλύτιδα Θεοδώρα, στη μονή της οποίας εμόναζε η μητέρα του Νικολάου. Οι υπόλοιποι πανηγυρικοί αναφέρονται στους Τρεις Ιεράρχες, στον άγιο Νικόλαο και στον νεομάρτυρα Ανδρέα.
Στ΄. Επιστολές
Σώζονται επίσης δεκαεπτά επιστολές του Νικολάου προς συγγενείς, φίλους και διακεκριμένες προσωπικότητες των χρόνων του. Προς τον πατέρα του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό, τον ιερέα Δοσίθεο Καραντηνό, τον Δημήτριο Κυδώνη και άλλους.
Ζ΄. Επιγράμματα
Είναι γνωστά δεκατρία σύντομα επιγράμματα του Νικολάου, από τα οποία δύο αναφέρονται στον άγιο Δημήτριο, ένα στην αγία Θεοδώρα, ένα στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και ένα στον θείο του Νείλο Καβάσιλα.
Μερικά αντιρρητικά κείμενα που φέρουν το όνομά του ανήκουν μάλλον στον θείο του Νείλο.
Διδασκαλία
Η σκέψις του Νικολάου στρέφεται συνεχώς γύρω από το γεγονός της σωτηρίας και της ενώσεως με το Θεό. Εγνώριζε άριστα όλη την πνευματική παράδοσι του Χριστιανισμού από το χριστοκεντρισμό του αποστόλου Παύλου και τον ενανθρωπιστικό πραγματισμό του ευαγγελιστού Ιωάννου και έπειτα, διά του Ιγνατίου, των Αλεξανδρινών, του Γρηγορίου Νύσσης, του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, του Μαξίμου μέχρι του Γρηγορίου Παλαμά. Αλλά δεν εξαρτάται πλήρως από καμμία γραμμή σκέψεως, αφού μάλιστα αποφεύγει συστηματικά να αναφερθή σε πατέρες της Εκκλησίας ονομαστικά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Τη γραμμή καθορίζει μόνος του και η γραμμή είναι απολύτως ορθόδοξος και εξόχως ελκυστική.
Σκοπός της ιστορίας της ανθρωπότητος κατά την άποψι του Καβάσιλα είναι η ένωσις του ανθρώπου με το Θεό. Αυτή υπήρξε από την ώρα της πλάσεώς του η προοπτική και σ’ αυτό απέβλεπε η συγκρότησίς του.
Από τις ιδιότητες του Θεού ξεχωρίζει δύο, την αγαθότητα και τη δικαιοσύνη· σ’ αυτές συνοψίζεται το σύνολο των ιδιοτήτων και αυτές τελικά συνιστούν την «αρετή» του Θεού. «Η του Θεού περί το γένος εσχάτη φιλανθρωπία και αγαθότης, ήτις εστίν η θεία αρετή και δικαιοσύνη» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 1,17). Εξετάζει και τις δύο από τη θετική τους, την ευνοϊκή, προς την ανθρωπότητα πλευρά, προ πάντων φυσικά την αγαθότητα, που δεν μπορεί καν να έχη αρνητική πλευρά. Αγαθός λοιπόν κατ’  εξοχήν ο Θεός. Και η φύσις του αγαθού είναι να εκχύνεται και να μεταδίδεται. Όπως όλα ποθούν το αγαθό, έτσι και αυτό διαχέεται προς τα πάντα, αλλοιώς δεν θα συνέβαινε το πρώτο (Περί της εν Χριστώ ζωής, 7,33).
Καρπός αυτής της εκχύσεως είναι μεταξύ άλλων η πλάσις του ανθρώπου. Το χαρακτηριστικό δε είναι ότι επλάσθηκε εκ των προτέρων ως μίμημα του Χριστού, ήταν χριστοειδής. Σκοπός λοιπόν του ανθρώπου ήταν από την αρχή να φθάση στη στιγμή που θα ενωθή μαζί του ο θείος Λόγος και θα φανερωθή στην ιστορία ο Χριστός, θα ανα-δειχθή ο Θεάνθρωπος. «Διά τον κοινόν άνθρωπον ανθρώπου φύσις συνέστη το εξ αρχής», για το Θεάνθρωπο. Ελάβαμε λογισμό για να γνωρίζομε το Χριστό, επιθυμία για να τρέχωμε σ’ αυτόν, μνήμη για να διατηρούμε εκείνον. Ο νέος Αδάμ ήταν το παράδειγμα του παλαιού. Έτσι η δημιουργία υπήρξε προκαταρκτικό στάδιο της ενανθρωπήσεως (Περί της εν Χριστώ ζωής, 6,58).
Η πτώσις είναι ένα επεισόδιο, το οποίο δεν παραβλέπει ο Καβάσιλας, αλλά και δεν το διατηρεί παντοτινά στο βάθος. Αφού ο άνθρωπος επλάσθηκε για το Χριστό, είναι φανερό ότι τα ενδιάμεσα επεισόδια έχουν μικροτέρα σημασία. Με την πτώσι ο άνθρωπος έπεσε στην κατάστασι της αμόρφου ύλης, «καθάπερ ύλη ανείδεος και άμορφος» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 2,19). Η διάστασις προς το Θεό σημαίνει ανυπαρξία και η συνύπαρξις με το πονηρό σημαίνει πνευματικό θάνατο.
Το έργο της διαλλαγής της ανθρωπότητος με το Θεό και της μεταπλάσεώς της ανήκει κοινώς στην Τριάδα. «Ο πατήρ διήλλακται, ο δε Υιός διήλλαξε, το δε Πνεύμα το άγιον φίλοις ήδη καταστάσι δώρον εγένετο» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 2,23). Επραγματοποιήθηκε όμως κατ’ εξοχήν από τον Υιό, που επήρε τη θέσι του νέου ανθρώπου. Λέγεται από τον Καβάσιλα «διπλούς Ιησούς», διότι αποτελέσθηκε από δύο φύσεις. Έλαβε το φύραμά μας διά μέσου της Θεοτόκου, η οποία μόνη το διατήρησε μέσα της στην προπτωτική του κατάστασι και το παρέδωσε στον Υιό της. Όπως είδαμε, ο άνθρωπος επλάσθηκε χριστοειδής και θεοειδής, στη χειροτέρα του πτωτική κατάστασι διετήρησε ένα θεοειδή πυρήνα και αυτός είναι το στοιχείο που συνήντησε ο ενσαρκωθείς Λόγος και τον ενυποστασιοποίησε στον εαυτό του.
Η διαλλαγή και μετάπλασις της ανθρωπίνης φύσεως επραγ­ματοποιήθηκε διά μέσου όλων των φάσεων της ενανθρωπήσεως, αν και στο πάθος δίδεται ιδιαιτέρα έμφασις. Εκείνο το οποίο απέρρευσε από την ανανεωτική αυτή πορεία είναι η νέα ζωή, η εν Χριστώ ζωή. Για την εξασφάλισί της απαιτείται διπλή προσφορά, του Θεού και του ανθρώπου. Βασικώς η ζωή προσφέρεται με τα μυστήρια, στα οποία επαναλαμβάνεται, συμβολικώς και πραγματικώς μαζί, όλη η πορεία της ενανθρωπήσεως, της γεννήσεως, του θανάτου, της αναστάσεως του Χριστού. Έτσι τα μυστήρια ενοικίζουν εμάς στο Χριστό, και το Χριστό σ’ εμάς. «Τω Χριστώ μεν ημάς, ημίν δεν τον Χριστόν ενοικίζει» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 4,50). Η αγιάζουσα όμως χάρις είναι κάτι που ενσταλάζεται στον ατομικό άνθρωπο με τη συνεργία Θεού και ανθρώπου.
Η ζωή παρέχεται ατομικώς διά των μυστηρίων του βαπτίσματος ως αρχής, του χρίσματος ως μέσου και της ευχαριστίας ως τέλους. Έτσι ο Χριστός διαχέεται σ’ εμάς, μας αλλάσσει, μας μεταβάλλει σε ό,τι είναι αυτός ο ίδιος. Συντηρείται όμως η ζωή με την ελευθέρα βούλησι του ανθρώπου που ασκείται σ’ ένα αγώνα, συνιστάμενο στην αποφυγή των ματαίων λογισμών, τη μελέτη, την προσευχή, τη συνεχή κοινωνία με το σώμα του Χριστού, την άσκησι της αρετής. Σ’ αυτόν τον αγώνα ο άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήση απροσδόκητη και αποτελεσματική δύναμι. Όσο και αν του προσφέρεται από το Θεό η χάρις, χωρίς την ιδική του συμβολή μένει ανενέργητη.
Μόνοι τους λοιπόν οι άνθρωποι καταλαμβάνουν το θρόνο και τοποθετούν το στέμμα με την ιδική τους απόφασι στην κεφαλή. Είναι βιασταί και άρπαγες της θείας χάριτος (Περί της εν Χριστώ ζωής, 7,46). Ζωή είναι η δύναμις που κινεί τα ζώντα και ζωή των ανθρώπων είναι ως ένα σημείο η αγάπη. Το φίλτρο, η δύναμις που σ’ όλες τις περιπτώσεις συνάπτει τις διαφοροποιημένες υποστάσεις, δένει τον άνθρωπο με το Θεό σε τέτοιο σημείο, ώστε να ζη μόνο γι’ αυτόν, ν’ αγαπά μόνο αυτόν, να χαίρεται μόνο με αυτόν έτσι αποκτά τη ζωή (Περί της εν Χριστώ ζωής, 7,43).
Ποικίλη είναι η εμπειρία κατά τον αγώνα της αποκτήσεως της ζωής, διχασμένη ανάμεσα στη λύπη για τα παραπτώματα και τη χαρά για τα αγαθά, όχι μόνο τα παρόντα αλλά και τα ελπιζόμενα. Η μετοχή στο αγαθό καθορίζει τη διάθεσι των Χριστιανών «χαίρειν ανάγκη τον εραστήν».
Αυτά τα πράγματα μπορούν να επιτευχθούν, σε οποιεσδήποτε συνθήκες βίου και αν ευρίσκεται ο Χριστιανός, όχι δε αναγκαστικά στην ερημία. Τονίζει με ιδιαίτερη προσοχή το σημείο αυτό ο Καβάσιλας, στο οποίο έρχεται σε κάποια αντίθεσι με τους αυστηρούς ησυχαστάς και αναχωρητάς, διότι αυτός μεταφέρει την πνευματική πνοή στον εσωτερικό άνθρωπο, παραβλέποντας τα τεχνικά μέσα εκείνων. Η πνευματική ζωή επιτυγχάνεται με ίση ευκολία στην κοσμική κοινωνία, με όση στο ησυχαστικό κελλί, χωρίς να απαιτήται αλλαγή τόπου, τροφής, ενδυμασίας, ρυθμού βίου. Επιτυγχάνεται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, τον οποίο ανύψωσε ο ενανθρωπήσας Χριστός. Ούτε οι ναοί ούτε κανένα άλλο ιερό δεν είναι τόσο άγιο όσο είναι ο άνθρωπος με του οποίου τη φύσι κοινωνεί ο ίδιος ο Χριστός.
Οι τέλειοι βέβαια έχουν κάτι περισσότερο από την αρετή· τη θεωρία. Η τελείωσις αποτελεί το κορύφωμα των δώρων του Θεού, αποτελεί την όλη δωρεά του Θεού· τα πάντα έγιναν γι’ αυτήν· ο αρχέγονος παράδεισος, οι προφήτες, η ενσάρκωσις, τα πάθη, ο θάνατος. Έγιναν όλα για να μετατεθούν οι άνθρωποι στον ουρανό και να γίνουν κληρονόμοι της εκεί βασιλείας. «Τι είναι τόσο τερπνό, ώστε να συναγωνισθή τη θέα κατά την οποία η κληρονομιά θα δοθή μεγαλοπρεπώς; Χορός μακαρίων, δήμος χαροκόπων. Ο Χριστός κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη ακτινοβόλος, η γη ανεβάζει άλλους ήλιους, προς τον ήλιο της δικαιοσύνης, όλα είναι γεμάτα φως» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 6,16).
Αυτή όμως η εμπειρία δεν ανήκει αποκλειστικώς στην ουρανία ζωή. Διότι «η εν Χριστώ ζωή φύεται μεν εν τώδε τω βίω… τελειούται δε επί του μέλλοντος» (Περί της εν Χριστώ ζωής, 1,1). Υφίσταται λοιπόν και εδώ. Ποιά είναι τα γνωρίσματά της, εφάνηκε μερικώς από όσα ελέχθηκαν προηγουμένως· αγάπη, χαρά, κοινωνία με το Θεό. Προ πάντων μάλιστα κοινωνία. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι ηνωμένος με το Χριστό ψυχή με ψυχή, σώμα με σώμα, αίμα με αίμα, του προσφέρει την πλήρη ειρήνη. Η ειρήνη καθιστά τους πολλούς έναν και ο θόρυβος τον ένα καθιστά πολλούς (Ερμηνεία θείας λειτουργίας, 12,8). Είναι δε ειρήνη η εμπειρία της ενώσεως με το Χριστό, της αδιατάρακτης αγάπης προς τους συνανθρώπους και της πλήρους συνδιαλλαγής με τον εαυτό μας.
Αν και η θεολογία του Νικολάου Καβάσιλα εμπνέεται από τα ιδεώδη του ησυχασμού, η θέσις του διαφέρει από την των καθ’ αυτό ησυχαστών σε δύο βασικά σημεία. Το πρώτο είναι ότι ως επίκεντρο της σκέψεώς του έχει το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, την θεία οικονομία και την εν Χριστώ ζωή. Το δεύτερο είναι η ειρηνική διάθεσις, που προλαβαίνει κάθε πολεμική εναντίον εκείνων που διαφωνούν προς τις απόψεις του.
Η μνήμη του Νικολάου Καβάσιλα
Η εκτίμησις προς το πρόσωπο του Νικολάου υπήρξε πάντοτε βαθεία, όπως δείχνει η ευρεία διάδοσις των δύο κυρίων συγγραμμάτων του γενικά. Η αναγραφή του ονόματός του στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας έγινε κατόπιν ενεργειών και εισηγήσεως του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονος Β΄ και αποφάσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τον Ιούλιον του 1983. Η μνήμη του ορίσθηκε να τελείται την 20ή Ιουνίου.
Πηγή: Το Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης. Β΄. Μακάριος-Χρυσογονος. Κέντρον Αγιολογικών μελετών Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη 1997. Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας. Σελ.  96-109.

Άγιος Ιερομάρτυς Μεθόδιος Επίσκοπος Πατάρων


Από την παιδική του ηλικία διακρινόταν για την αφοσίωσή του στον Χριστό και την προθυμία του να συμμετέχει στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας. Η Χάρις του Θεού τον καθοδηγούσε στη ζωή του. Με τα πνευματικά και διανοητικά χαρίσματα, που τον προίκισε ο Δημιουργός, απέκτησε ασυνήθιστη για την εποχή του μόρφωση πάνω σε φιλοσοφικά και θεολογικά θέματα. Ακόμα δεν είχαν διατυπωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους με σαφείς όρους τα δόγματα της Χριστιανικής πίστεως. Στο β΄ ήμισυ του γ΄ αιώνα βρίσκονταν σε έξαρση οι συζητήσεις, κατά πόσον η ελληνική φιλοσοφία του Πλάτωνος και άλλων μπορεί να επηρεάζει τη Χριστιανική Θεολογία. Και ακόμη, ορισμένες διδασκαλίες που διετύπωσε ο Ωριγένης είχαν φέρει αναστάτωση στους εκκλησιαστικούς κύκλους.
me8pat2
Η Εκκλησία εκτιμώντας τη φιλοσοφική και θεολογική κατάρτιση του Μεθοδίου, αλλά και την αφοσίωσή του στον Θεό τον εξέλεξε Επίσκοπον Πατάρων της Λυκίας. Με ένθεο ζήλον ανέλαβε τη διαποίμανση των ψυχών, που του εμπιστεύθηκε ο Αρχιποίμην Κύριος.
Με τα εμπνευσμένα κηρύγματά του και την αγία βιωτή του εφώτιζε και οικοδομούσε πνευματικά το πλήρωμα της Εκκλησίας. Και δεν περιοριζόταν μόνον στην Επαρχία του. Με προθυμία έσπευδε, όπου τον καλούσαν, για να κατατροπώνει τους κακοδόξους και αιρετικούς. Για την ευρύτερη διάδοση της Ορθοδόξου πίστεως ασχολήθηκε με τη συγγραφήν σπουδαίων έργων[1]. Από αυτά γνωστά είναι δέκα τρία, αλλά έγραψε και πολλά άλλα, τα οποία έχουν χαθεί. Στα συγγράμματά του χρησιμοποιεί λαμπρά γλώσσα, δροσερή έκφραση και πρωτότυπη σκέψη. Έχουν ασχοληθεί με αυτά περίφημοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, οι οποίοι θεωρούν τον Άγιον Μεθόδιον ως «μίαν των σπουδαιοτέρων θεολογικών προσωπικοτήτων των πρώτων χριστιανικών αιώνων»[2].
Μεταξύ άλλων μορφών λόγου χρησιμοποίησε και τον λογοτεχνικό διάλογο. Φαίνεται ότι ως πρότυπόν του είχε τους πλατωνικούς διαλόγους, αλλά και χριστιανούς συγγραφείς, όπως ήταν ο ιερός Ιουστίνος, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θαυματουργός και άλλοι.
Το μόνον έργο του σε μορφή διαλόγου, που σώζεται ολόκληρο στην ελληνική, είναι το Συμπόσιον η Περί Αγνείας[3].
Στο συμπόσιο αυτό διαλέγονται δέκα παρθένες, υπό τη διεύθυνση της Αρετής. Ολόκληρη η σκηνοθεσία, για το θέμα που συζητείται, είναι συμβολική. Μερικές από τις απόψεις που εκφράζονται για το θέμα της αγνείας είναι:
—Η παρθενία είναι ουράνιος αρετή. Οδηγεί σε αφθαρσία και ομοίωση προς τον «αρχιπάρθενον» Χριστόν.
—Η λέξη παρθενία σημαίνει «παρθεία» (παρά τον Θεόν). Και είναι η δύναμη η οποία φέρει σε συνάντηση και ένωση με τον Θεόν.
—Η παρθενία και η αγνότητα δεν είναι μόνον η περί τα γενετήσια εγκράτεια, αλλά η αποφυγή παντός κακού. «Διότι είναι χλεύη-εμπαιγμός να τηρεί κανείς παρθένα τα όργανα της παιδοποιήσεως, αλλά να μη τηρεί αγνήν τη γλώσσα, την όραση, την ακοήν, τα χέρια ή την καρδιά του και να αφήνει να εισέρχονται σ’ αυτήν η αλαζονία και ο θυμός».
«Το Συμπόσιο αυτό είναι λαμπρόν και δυνατόν έργον, αναγινωσκόμενον ευχαρίστως και σήμερον»[4].
Ο Άγιος Μεθόδιος παρ’ ότι εξυμνεί την παρθενία δεν μειώνει τον «εν Κυρίω» Γάμον, ως μέσον και οδόν προς εκπλήρωση της τελειότητος. «Επειδή το μέλι -λέγει – είναι γλυκύ δεν σημαίνει ότι τα άλλα είδη είναι πικρά».
Η πολύπλευρη εντυπωσιακή ποιμαντική και κηρυκτική δραστηριότητα του Ποιμένα της Επισκοπής Πατάρων δεν μπορούσε να μην ενοχλήσει τη ρωμαϊκή εξουσία, η οποία στα τέλη του γ΄ αιώνα εξακολουθούσε με μένος να καταδιώκει τους χριστιανούς.
Δεν έχουν διασωθεί λεπτομέρειες του Μαρτυρίου του Αγίου Μεθοδίου παρά μόνον ότι, πιστός μέχρι θανάτου παρέδωκε την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο δι’ αποκεφαλισμού. Έτσι πορφύρωσε την αρχιερατική στολή του με αθλητικά αίματα.
Ως χρόνος μαρτυρίου του υπολογίζεται το μεταξύ 275 και 310 χρονικόν διάστημα.
Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του την 20ήν  Ιουνίου.
Απολυτίκιον
Ήχος γ΄. Θείας πίστεως.
Θείαν μέθοδον της ευσεβείας, εθησαύρισας τη Εκκλησία, ως Ιεράρχης και Μάρτυς Μεθόδιε·  συ γαρ σοφίας τον πλούτον δρεψάμενος, αθλητικώς το σον τάλαντον ηύξησας  Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον
Ήχος δ΄. Επεφάνης σήμερον.
Ως πυρσόν κτησάμενος την θείαν γνώσιν, εν αθλήσει έφανας, μυσταγωγέ των υπέρ νουν, καταφαιδρύνων τους ψάλλοντας·  χαίροις εκφάντωρ του Λόγου Μεθόδιε.
Μεγαλυνάριον
Εύσημος κιθάρα και μελουργός, θείων διδαγμάτων ανεδείχθης Ιερουργέ·  όθεν και τω ξίφει, τμηθείς σου τον αυχένα απέτεμες την πλάνην, Πάτερ Μεθόδιε.
Πηγή: Επισκόπου Σωτηρίου Τράμπα· Μητροπολίτου Πισιδίας, Αθλητές στεφανηφόροι· Πισιδίας Παμφυλίας Λυκίας της Μικρασίας, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2010.
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Στα συγγράμματά του φέρεται και ως Επίσκοπος Ολύμπου της Λυκίας.
[2] Θ.Η.Ε. Τόμ. 8, σελ. 891.
[3] P.G. 18, 27-220. Β.ΕΠ, 18, 15-92.
[4] Καθηγητής Παν. Κ. Χρήστου: Θ.Η.Ε. Τόμ. 8, σελ. 895.

Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι....





                       παπά-Λίβυος
Άνθρωπος του Θεού δεν δηλώνεις αλλά φαίνεσαι. Έχουμε κουραστεί από τους δήθεν. Από αυτούς που αυτοπροβάλλονται έστω και «ταπεινώ τω τρόπω». Αυτούς που πίσω από το χαμόγελο κρύβουν ακονισμένα για κατάκριση και «ιερές» μάχες δόντια .

Όλους αυτούς που χρησιμοποιούν την εκκλησία για να διαμορφώσουν ένα προφίλ πνευματικότητας ώστε να εξασφαλίσουν την αίσθηση δύναμης που δεν βρήκαν στο κόσμο.
Στην εκκλησία δεν σώζεται ο ισχυρός, ο τέλειος, ο καπάτσος, ο καταφερτζής, εκείνος που τα κατάφερε, που νίκησε, που εξυψώθηκε, αλλά εκείνος που ταπεινώθηκε, που πόνεσε, που δυσκολεύτηκε, που ταλαιπωρήθηκε, λαβώθηκε και στην αγάπη αναστήθηκε.
Η εκκλησία ανήκει στους ταπεινούς αυτού του κόσμου, σε αυτούς που ζουν στα αζήτητα της εξουσίας και της δύναμης.  Των υπαρξιακά λαβωμένων, ψυχικά κουρελιασμένων, εκείνων που έγλειψαν τα πατώματα της προσωπικής τους μοναξιάς και οδύνης και αισθάνθηκαν την ολική απογύμνωση της υπάρξεως τους.
Κουραστήκαμε και πολλές φορές λυγίσαμε, κλάψαμε και πενθήσαμε για μια παραχάραξη και παραμόρφωση του εκκλησιαστικού ήθους και της χριστιανικής κατανόησης, που κρατά το περικάλυμμα της παραδόσεως και χάνει με υπαρξιακά εκκωφαντικό ήχο την ουσία της χριστιανικής ζωής.
Για όλους εκείνους που βαπτίζουν αρετές τα πάθη και τις κακίες τους. Αυτούς που ζουν την κατά Χριστώ ζωή με σκοπό και στόχο, δίχως αγάπη, έρωτα και ελευθερία. Που περιμένουν πάντα κάτι να πάρουν, που αισθάνονται ότι κάποιος πάντα τους χρωστά.
Δεν είναι χριστιανικά στήθη αυτά που μετρούν τι δίνουν και τι παίρνουν, μα εκείνα που αγαπούν δίχως να περιμένουν.
Δεν είναι χριστιανή ψυχή εκείνη που νιώθει αυτοδικαιωμένη και ναρκισσιστικά ολοκληρωμένη στην ζάλη της αρετής και της θρησκευτικής δικαίωσης της. Ο χριστιανός δεν είναι δικαιωμένος, αλλά αγαπητικά σωσμένος. Η σωτηρία του, είναι καρπός αγάπης, και όχι κατορθωμάτων. Αίσθηση και εμπειρία ότι κάποιος με αγαπάει πολύ κι ας έχω τα χάλια μου, κι ας είμαι αδύναμος και ας μην έχω τίποτε να καυχηθώ πέρα της αγάπης του Θεού.
Ο παράδεισος δεν είναι κατάκτηση αλλά δωρεά. Είναι καρπός σχέσης και όχι κατάκτηση ισχυρών και υψηλών θρησκευτικών επιδόσεων.
Δεν σώζομαι επειδή κάτι σπουδαίο έκανα, αλλά επειδή κάποιον αγάπησα και με αγάπησε.
Όσο και αν το δηλώσεις άνθρωπος του Θεού, δεν θα γίνεις, εάν η χαρά και η ειρήνη δεν κατακλείσουν την ύπαρξη σου. Ας κάνουμε όσες νηστείες θέλουμε, αγρυπνίες και προσευχές, ας έχουμε Γέροντα τον πιο γνωστό πνευματικό της ορθοδοξίας, ας βγάλουμε όσες φωτογραφίες θέλουμε με στάρετς και οσίους, η χάρις δεν θα έρθει εάν δεν σταματήσουμε να την ζητούμε με την εσωτερική αδιάγνωστη πολλές φορές σκοπιμότητα, να κτίσουμε την εικόνα μας, το αυτοειδωλό μας, το εγωιστικό θρησκευτικό προφίλ μας. Για να αισθανθούμε ότι κάτι καταφέραμε και κάποιοι είμαστε.  
Η χάρις δεν εκβιάζεται, ούτε εξαγοράζεται, δωρίζεται και εκχέεται αγαπητικά στους ταπεινούς, αφανοίς, πληγωμένους και αγαπητικά στραμμένους προς τον Θεό. Εκείνους που απογυμνώθηκαν και ξαρματώθηκαν από όλες τις αυταπάτες του κόσμου, όλες τις δυνάμεις και εξουσίες, από όλα τα είδωλα ακόμη και το ίδιου τους του εαυτού. 

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, Συμπροσευχή εις τους κήπους του Βατικανού


622x350.jpg
Συμπροσευχὴ εἰς τοὺς κήπους τοῦ Βατικανοῦ
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση 
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ οἱ προκλητικὲς συμπροσευχὲς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου μὲ τὸν αἱρετικὸ Πάπα καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους. Τελευταῖα τὸν εἴδαμε στοὺς κήπους τοῦ Βατικανοῦ νὰ συμπροσεύχεται μὲ τὸν Πάπα, τὸν ἡγέτη τῶν χριστοκτόνων Ἑβραίων καὶ τὸν ἡγέτη τῶν μουσουλμάνων Παλαιστινίων γιὰ τὴν εἰρήνη στὴ Μέση Ἀνατολή!
 
Ὁ Παναγιώτατος ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἡ προσευχή του εἰσακούεται ἀπὸ τὸΘεὸ καὶ ὅταν παραβαίνει τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες μὲ τὶς συμπροσευχές του καὶ ὑπηρετεῖ πολιτικὲς σκοπιμότητες. Ἡ πραγματικότητα εἶναι ὅτι προκαλεῖ τὸν Θεὸ καὶ ἡ προσευχὴ του θάβεται στὸ χῶμα τῆς ἀνθρώπινης ματαιοδοξίας. 
 
Ἡ συμπροσευχὴ στὸ Βατικανὸ ἦταν μιὰ θεατρικὴ παράσταση, καλὰ σκηνοθετημένη ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς καρδινάλιους, οἱ ὁποῖοι στόχευαν στὴν προβολὴ τοῦ ἁγίου Πατρὸς ὡς μεγάλου εἰρηνοποιοῦ, μὲ τὴ σύμφωνη πάντα γνώμη καὶ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου! 
 
Ἔχουμε ἀγανακτήσει ἀπὸ τὶς οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες τοῦ Πατριάρχου καὶ ἰδίως ἀπὸ τὶς συμπροσευχές του μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἀλλόθρησκους. 
 
Γι᾽ αὐτὸν πιὰ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες, ποὺ ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς δὲν ἰσχύουν. Τοὺς κατήργησε μὲ τὴν πρακτική του. 
 
Ὅμως τοὺς Κανόνες, ποὺ ἀναφέρονται στὶς δικαιοδοσίες του καὶ τὰ προνόμιά του τοὺς τηρεῖ μὲ κάθε σχολαστικότητα καὶ ὅποιος τοὺς παραβαίνει τιμωρεῖται αὐστηρῶς. 
 
Ἀλήθεια, ἀκούστηκε ποτὲ ἀντιοικουμενιστικὸς λόγος στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, στὰ Δωδεκάνησα καὶ στὴ διασπορά; 
Οὔτε ἀκούστηκε οὔτε θὰ ἀκουστεῖ. 
 
Ἀλλὰ μήπως καὶ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά; Ἀκούστηκε ποτὲ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος νὰ πεῖ τὸ παραμικρό; 
Οὔτε πρόκειται νὰ ἀκουστεῖ. 
Τὸ ἀντίθετο γίνεται. Ἀφήνει τοὺς δυὸ τρεῖς οἰκουμενιστὲς μητροπολίτες νὰ θορυβοῦν καὶ νὰ σκανδαλίζουν τὸν πιστὸ λαό. 
 
Ὁ ἴδιος μένει προκλητικὰ ἀπαθὴς μπροστὰ στὸ μέγιστο κίνδυνο τῆς παναιρέσεως τοῦ οἰκουμενισμοῦ. 
 
Εὐτυχῶς ποὺ μερικοὶ Μητροπολίτες (λίγοι δυστυχῶς) δὲν ἀκολουθοῦν τὴν τακτικὴ του καὶ δημοσίως καταδικάζουν τὶς οἰκουμενιστικὲς πράξεις τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν συνοδοιπόρων του. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν καὶ τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν. Οἱ περισσότεροι ὅμως μητροπολίτες σιωποῦν διακριτικά! 
 
Ἀλλὰ καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχασε τὴ φωνή του ἀπέναντι στὶς συγκεκριμένες οἰκουμενιστικὲς πράξεις τοῦ κ. Βαρθολομαίου. Δὲν τολμοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες νὰ ποῦν δημοσίως αὐτὰ ποὺ ἀδιακόπως ψυθυρίζουν μεταξύ τους. Χάθηκε ἀπὸ τοὺς μεγαλόσχημους τῆς ἁγιορειτικῆς Πολιτείας ἡ παρρησία καὶ αὐξήθηκε ὁ φόβος. Δὲν ἀντισκέκονται πιὰ οἱ Ἁγιορεῖτες. Βέβαια, δὲν θέλω νὰ εἶμαι ἄδικος. Ὑπάρχουν καὶ μοναχοί, ποὺ διατυπώνουν δημοσίως τὴν ἀντιοικουμενιστική τους γνώμη, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν τὶς ἀπειλὲς καὶ τοὺς ἐνδεχόμενους διωγμούς. Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶναι οἱ φωτεινὲς ἐξαιρέσεις. 
 
Εἶναι καιρὸς ἡ ἀντίσταση στὸν οἰκουμενισμὸ νὰ γίνει πιὸ σθεναρή, γιατὶ εἶναι ὀλέθρια τὰ ἀποτελέσματά του στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ οἱ πρωταγωνιστές του εἶναι μεγαλόσχημοι κληρικοί. Καὶ νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι οἱ συγκεκριμένοι ρασοφόροι ὑποστηρίζουν ὅτι ὅ,τι κάνουν εἶναι ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας! 
Τί θράσος, Θεέ μου!
 
 
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2027, 20 Ιουνίου 2014





Πηγή

Ανοικτή επιστολή προς τον Παναγιώτατον Οικουμ. Πατριάρχην κ. Βαρθολομαίον



 Δὲν φοβεῖσθε, μήπως ὁ Θεὸς ἀπευθύνει καὶ πρὸς τὴν Παν αγιότητά σας ἐρώτημα, παρόμοιο μ᾿ ἐκεῖνο, ποὺ ἀπηύθυνε στοὺς Φαρισαίους· «τὴν μὲν καταστροφὴν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος γινώσκεις διακρίνειν, τὴν δὲ καταστροφὴν τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὃν ὑπηρετεῖς καὶ προωθεῖς, οὐ δύνασαι γνῶναι»; 
 

vartholomaios.jpg
Ἀνοικτή ἐπιστολή πρὸς τὸν Παναγιώτατον Οἰκουμ. Πατριάρχην κ. Βαρθολομαῖον
Παναγιώτατε,
Εἴμεθα ἄσημα καὶ ταπεινὰ μέλη τῆς ᾿Ορθοδόξου Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας καὶ εἶσθε ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. 
Εἶσθε ὁ πνευματικός μας πατέρας καὶ εἴμεθα τὰ πνευματικά σας τέκνα. ῞Οπως δὲ τὰ φυσικὰ τέκνα ἑνὸς πατέρα δὲν εἶναι δυνατὸν ν᾿ ἀδιαφοροῦν, βλέποντας τὸν πατέρα τους νὰ συνάπτῃ παράνομες ἐξωσυζυγικὲς σχέσεις μὲ ξένες γυναῖκες, νὰ ἀπατᾷ τὴν μητέρα τους καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ κάθε βράδυ στὸ σπίτι μεθυσμένος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς εἶναι ἀδύνατον ν᾿ ἀδιαφορήσωμε, βλέποντας τὴν ὑμετέρα Παναγιότητα νὰ πρωτοστατῇ στὴ σύναψι παρανόμων καὶ ἀπαγορευμένων ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία σχέσεων μὲ παντὸς εἴδους αἱρετικὲς παρασυναγωγές, νὰ συμπροσεύχεται μὲ ἀμετανοήτους ἐκπροσώπους τους, –ἀκόμη καὶ μὲ ἱέρειες καὶ ἐπισκοπῖνες ἀκραίων προτεσταντικῶν παραφυάδων, ποὺ εὐλογοῦν γάμους ὁμοφυλοφίλων καὶ ὑποστηρίζουν δημοσίως τὸ παγκόσμιο ὁμοφυλοφιλικὸ κίνημα–, νὰ περιφρονῇ θείους καὶ ἱεροὺς Κανόνες ᾿Αποστολικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, νὰ προαναγγέλλῃ τὴν πανορθόδοξη κατάργησι ὅσων Κανόνων θεωρεῖ ἐμπόδιο στὴ διατήρησι τῶν παρανόμων αὐτῶν σχέσεων, καὶ γενικῶς νὰ συμπεριφέρεταιὡς μεθυσμένη ἀπὸ τὸ γλυκὺ καὶ μεθυστικὸ κρασὶ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος καὶ τῆς ἀρχιερατικῆς ἐξουσίας, ἀνατρέποντας ἱεροὺς θεσμοὺς καὶ παραδόσεις, μετακινώντας καὶ τροποποιώντας «ὅρια αἰώνια ἃ ἔθεντο» οἱ θεόπνευστοι ᾿Απόστολοι καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες, κατασκανδαλίζοντας τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ προκαλώντας ἀνυπολόγιστη φθορὰ στὸ θεανθρώπινο σῶμα της.
Ἐπιτρέπεται ὁ ἔλεγχος 
᾿Ελπίζουμε τὸ ἐλεγκτικὸ ὕφος τῆς παρούσης νὰ μὴ παρεξηγηθῇ. ῾Ο ἔλεγχος εἶναι ἀπαραίτητος μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία καὶ ἰδιαιτέρως μέσα στὴν ᾿Εκκλησία. 
 
῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ ὄχι ἁπλῶς ἐπιτρέπει τὸν ἔλεγχο, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιβάλλει ..(Λευ. 19·17, Παρ. 9·8, 10·10, ᾿Εφ. 5·11, Α´ Τιμ. 5·20, Β´ Τιμ. 4·2 κ.ἄ.), ἀρκεῖ αὐτὸς νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη, ἀπὸ ἁγνὰ καὶ εἰλικρινῆ ἐλατήρια, δίχως κακίες καὶ ἐμπάθειες, μὲ γνώμονα πάντοτε τὴν διόρθωσι τῶν κακῶς κειμένων καὶ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν. 
 
῾Ο Θεός, ὅπως γνωρίζετε, ἔδωσε ἀνθρώπινη φωνὴ σὲ μία ὄνο γιὰ νὰ ἐλέγξῃ τὸν προφήτη Βαλαὰμ γιὰ τὴν ἀντίθετη πρὸς τὸ θεῖο θέλημα συμπεριφορά του, ὁ δὲ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶπε στοὺς Φαρισαίους ὅτι, ἐὰν οἱ ἄνθρωποι σιωπήσουν καὶ ἀποκρύψουν τὴν ἀλήθεια, «οἱ λίθοι κεκράξονται». ᾿Εμεῖς, Παναγιώτατε, ὡς πιστὰ μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας, ἔχομε τὴν συνείδησι, ὅτι εἴμεθα ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τὴν ὄνο τοῦ Βαλαὰμ καὶ ἀπὸ τὰ ἄψυχα λιθάρια καὶ δικαιούμεθα νὰ ἀρθρώσωμε λόγον ἐλεγκτικό, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς ἀπευθύνεται πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. 
 
Δὲν θ᾿ ἀναφερθοῦμε στὶς συμπροσευχές σας μετὰ τῶν ἑτεροδόξων σὲ Ὁλλανδία καὶ Γερμανία, οἱ ὁποῖες ἀπετέλεσαν, ὡς φαίνεται, «πρόβα τζενεράλε» ἐν ὄψει τῆς «μητέρας τῶν συμπροσευχῶν», ποὺ ἀκολούθησε μὲ τὸν Πάπα στὰ ῾Ιεροσόλυμα. 
 Οὔτε θὰ σᾶς καλέσωμε νὰ παύσετε νὰ συμπροσεύχεσθε μετὰ τῶν αἱρετικῶν. 
῎Αλλωστε, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, οἱ συμπροσευχὲς αὐτὲς σᾶς ἔχουν γίνει πάθος ἀθεράπευτο καὶ μόνο μία ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ νὰ σᾶς ἀπαλλάξῃ ἀπ᾿ αὐτό. 
 
Τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» τοῦ ᾿Αποστόλου σεῖς ἔχετε μετατρέψει σὲ «ἀδιαλείπτως συμπροσεύχεσθε μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ ἀλλοθρήσκων», καὶ αὐτὸ πράττετε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως. 
 
Δὲν δυνάμεθα ὅμως νὰ παραβλέψωμε τὴν συμπροσευχή σας μὲ τὸν Πάπα στὰ ῾Ιεροσόλυμα, διότι αὐτὴ ὑπερέβη σὲ τόλμη καὶ προκλητικότητα κάθε ἄλλη συμπροσευχή, προκάλεσε δὲ μεγάλο σεισμὸ στὶς συνειδήσεις τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ᾿Ορθοδόξων πιστῶν, ἀπείρως ἰσχυρότερο τοῦ (προειδοποιητικοῦ;) σεισμοῦ, ποὺ ἔσεισε τὴν γενέτειρά σας μίαν ἡμέρα πρὶν τὴ συνάντησί σας μὲ τὸν Πάπα!
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος 
Γιὰ νὰ σᾶς δείξωμε δὲ τὸ μέγεθος τοῦ ἀτοπήματος, στὸ ὁποῖο ὑποπέσατε, θὰ σᾶς καλέσωμε νὰ συγκρίνετε τὴν ἐνέργειά σας μὲ τὴν ἐνέργεια ἑνὸς ἁγίου προκατόχου σας, ὁ ὁποῖος ἐλάμπρυνε μὲ τὴν παρουσία του τὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως πρὸ 1679 ἐτῶν. 
 
Πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιο ᾿Αλέξανδρο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε αἰώνιο παράδειγμα ἀποφυγῆς ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων μὲ ἀμετανοήτους αἱρετικούς, τὸ ὁποῖο, δυσ τυχῶς, περιφρονεῖται ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὰς καὶ παγκοσμιοποιημένους σήμερα ἀρχιερεῖς μας. ᾿Αλλ᾿ ἂς ἐνθυμηθοῦμε τί συνέβη τὸ 335 στὴν Κωνσταντινούπολι. 
 
῾Ο αἱρεσιάρχης ῎Αρειος, ἔχοντας ἐξαπατήσει τὸν αὐτοκράτορα, ψευδῶς ὁρκιζόμενος, ὅτι πιστεύει στὴν ἴδια Πίστι, στὴν ὁποία ἐπίστευε καὶ ἡ ᾿Εκκλησία, ἦταν ἕτοιμος, μὲ δολιότητα καὶ θρασύτητα, νὰ εἰσέλθῃ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ καὶ νὰ συλλειτουργήσῃ μὲ τοὺς ᾿Ορθοδόξους. Οἱ πιέσεις καὶ ἀπειλές, ποὺ ἐδέχετο ὁ ᾿Αλέξανδρος, γιὰ νὰ δεχθῇ τὸν αἱρεσιάρχη σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ἦταν ἀσφυκτικὲς καὶ ἀφόρητες. Αὐτὸς ὅμως δὲν ὑποχωροῦσε. 
 
Τὸ Σάββατο τὸ βράδυ, παραμονὴ τῆς ἡμέρας, ποὺ θὰ εἰσήρχετο ὁ ῎Αρειος στὸν ὀρθόδοξο ναό, ὁ πατριάρχης ᾿Αλέξανδρος γονάτισε περίλυπος ἔμπροσθεν τῆς ῾Αγίας Τραπέζης καὶ παρεκάλεσε μὲ δάκρυα τὸν Θεό· «Εἰ ῎Αρειος αὔριον συνάγεται, ἀπόλυσον ἐμὲ τὸν δοῦλόν σου καὶ μὴ συναπολέσῃς εὐσεβῆ μετὰ ἀσεβοῦς· εἰ δὲ φείδῃ τῆς ἐκκλησίας σου (οἶδα δὲ ὅτι φείδῃ) ἔπιδε ἐπὶ τὰ ῥήματα τῶν περὶ Εὐσέβιον καὶ μὴ δῷς εἰς ἀφανισμὸν καὶ ὄνειδος τὴν κληρονομίαν σου καὶ ἆρον ῎Αρειον, ἵνα μὴ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν δόξῃ καὶ ἡ αἵρεσις συν εισέρχεσθαι αὐτῷ καὶ λοιπὸν ἡ ἀσέβεια νομισθῇ ὡς εὐσέβεια» (Θεοδωρήτου Κύρου, ᾿Εκκλησιαστικὴ ῾Ιστορία, σελ. 21-22).
 
Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι γνωστό. ῾Η θερμὴ καὶ ἐναγώνια προσευχὴ τοῦ Πατριάρχου εἰσακούσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ὁ ῎Αρειος τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἐνῷ ἦταν σὲ κατάστασι εὐφορίας, κατελήφθη ἀπὸ ἐπείγουσα σωματικὴ ἀνάγκη, πρὸς ἐκπλήρωσι τῆς ὁποίας κατέφυγε σὲ ἀποχωρητήριο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, ἐξ αἰτίας ἀκατάσχετης αἱμορραγίας τῶν ἐντέρων, δὲν ἐξῆλθε ζωντανός. ῎Ετσι στερήθηκε καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μετὰ τῶν ᾿Ορθοδόξων καὶ τὴν ἰδία του ζωή!
Δὲν διδάσκεσθε; 
Στὴν πόλι σας ἔγιναν τὰ θαυμαστὰ καὶ παράδοξα αὐτὰ γεγονότα, Παναγιώτατε, σὲ κάποιο μέρος πλησίον τοῦ Πατριαρχείου σας, καὶ ἐνῷ, ὡς γνώστης τῆς ἐκκλησιαστικῆς ῾Ιστορίας, τὰ γνωρίζετε, ἐν τούτοις δὲν διδάσκεσθε ἀπ᾿ αὐτά. Αὐτὸ ἀποδεικνύει μία σύγκρισι τοῦ τότε μὲ τὸ σήμερα.  
 
Τότε, ὁ αἱρεσιάρχης ῎Αρειος· σήμερα, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας τῆς Ρώμης. ῍Η μήπως δὲν εἶναι ὁ Πάπας αἱρεσιάρχης; 
 
Μήπως ἔπαυσε ἡ Ρώμη νὰ εἶναι αἱρετική, ἐπειδὴ ἐσεῖς καὶ οἱ ὁμόφρονές σας τὴν ὠνομάσατε «ἀδελφὴ ἐκκλησία»; 
 
Μήπως ἀπέκτησαν μαγικῷ τῷ τρόπῳ ἐγκυρότητα τὰ «Μυστήριά» της, ἐπειδὴ ἡ προτεσταντικὴ Βαπτισματικὴ Θεολογία, ποὺ ἀποδέχεσθε, ἀναγνωρίζει ὡς ἔγκυρο τὸ «βάπτισμά» της; 
 
Δύνασθε μήπως νὰ μᾶς ὑποδείξετε μίαν ἔστω ἀπὸ τὶς εἴκοσι καὶ πλέον πλάνες καὶ αἱρέσεις του, ποὺ νὰ ἀπεκήρυξε ὁ Παπισμός, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διαλόγων μας μαζί του;Δὲν δύνασθε, διότι ἡ Δύσι ἐμμένει σατανικῶς στὶς κακοδοξίες της, δὲν τὶς ἀποκηρύσσει καὶ δὲν μετανοεῖ. 
 
Συνεχίζουμε τὴν σύγκρισι. Τότε, ὁ αὐτοκράτορας καὶ οἱ ᾿Αρειανοὶ ἐπίεζαν τὸν Πατριάρχη νὰ δεχθῇ σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν ῎Αρειο· σήμερα, σεῖς οἰκειοθελῶς(!) παρίστασθε στὴν ἐνθρόνισι τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα, τὸν τιμᾶτε, καὶ τὸν προσκαλεῖτε σὲ ἱστορικὴ συνάντησι μαζί σας στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τῶν προκατόχων σας ᾿Αθηναγόρα καὶ Παύλου ΣΤ´, κάτι, ποὺ ἔγινε μὲ μεγάλη ἐπισημότητα καὶ τυμπανοκρουσίες. 
 
Τότε, ὁ Πατριάρχης γονυπετὴς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν πάρῃ, παρὰ νὰ ἔλθῃ σὲ κοινωνία μὲ τὸν ῎Αρειο· σήμερα, ὁ διάδοχός του συμπροσεύχεται πανευτυχὴς μὲ τὸν αἱρεσιάρχη μέσα στὸ Ναὸ τῆς ᾿Αναστάσεως, λέγων τὸ πικρὸ γλυκύ, τὸ σκότος φῶς καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράβασι καὶ παρανομία «πηγὴ πνευματικῆς χαρᾶς», «θεία εὐλογία» καὶ ἀγλαὸ «καρπὸ μιᾶς πλήρους χάριτος πορείας»! 
 
Τότε, ὁ ἅγιος Πατριάρχης παρακαλοῦσε μὲ δάκρυα τὸν Θεὸ νὰ μὴ ἐπιτρέψῃ στὸν ῎Αρειο νὰ εἰσέλθῃ στὸν ὀρθόδοξο ναό, διότι μαζὶ μὲ τὸν αἱρεσιάρχη θὰ εἰσήρχετο καὶ ἡ αἵρεσι· στὶς 25 Μαΐου 2014, κατόπιν δικῆς σας προσκλήσεως, ὁ Πάπας εἰσῆλθε ὄχι σὲ ὁποιοδήποτε ὀρθόδοξο ναό, ὄχι στὸν ναὸ τοῦ ῾Αγ. Γεωργίου τοῦ Φαναρίου, ἀλλὰ στὸν πάνσεπτο Ναὸ τῆς ᾿Αναστάσεως, στὸν Πανάγιο Τάφο, καὶ μαζί του εἰσῆλθε, μὲ πομπώδεις τιμὲς καὶ ὑποδοχὲς ἐκ μέρους τῶν ᾿Ορθοδόξων, ἡ παναίρεσι (κατὰ τὸν ἅγ. ᾿Ιουστῖνο Πόποβιτς) τοῦ Παπισμοῦ, συνοδευομένη ἀπὸ τὶς ἀπαίσιες ἀδελφὲς καὶ θυγατέρες της, τὸ φιλιόκβε, τὸ πρωτεῖο, τὸ ἀλάθητο, τὴν ἄσπιλο σύλληψι τῆς Θεοτόκου, τὰ ἄζυμα, τὴν ἀξιομισθία τῶν ἁγίων, τὸ καθαρτήριο πῦρ, καὶ ἄλλες πλάνες καὶ αἱρέσεις. Καὶ μόνον αὐτό; ῾Η «ἐκλεκτὴ» ὑμῶν ὁμήγυρις συμπεριελάμβανε ἐκπρο σώπους καὶ ἄλλων αἱρέσεων, ὅπως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ ἄλλων δογμάτων! 
 
῾Η κουστωδία, ποὺ ἀπέστειλε ὁ Πιλᾶτος, ἐφύλαττε τὸ ἐνταφιασμένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο. ῾Η δική σας παναιρετικὴ κουστωδία, ἡ ὁποία μὲ τὶς φοβερὲς αἱρέσεις ἔχει κατασχίσει τὸ θεανθρώπινο σῶμα, εἰσῆλθε, κατόπιν δικῆς σας προσκλήσεως, ἐντὸς τοῦ Παναγίου Τάφου, παρόντων δυστυχῶς καὶ ῾Αγιοταφιτῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἀσφαλῶς θὰ ἐσκέπτοντο γιὰ πόσο ἀκόμη καιρό, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ὀλίσθημα, θὰ ἐπιτρέπῃ ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ νὰ φυλάττουν μὲ παρρησία τὰ Πανάγια προσκυνήματα.
Οἱ αἰφνίδιοι θάνατοι 
Κατόπιν τούτων, δανειζόμεθα, Παναγιώτατε, τὸν λόγο τοῦ εὐγνώμονος λῃστοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καὶ σᾶς ἐρωτῶμε· Δὲν φοβεῖσθε τὸν Θεό; Δὲν διδάσκεσθε ἀπὸ τὴν ῾Ιστορία; 
 
Δὲν σᾶς προβληματίζει ὁ αἰφνίδιος καὶ κακὸς θάνατος τοῦ Πατριάρχου ᾿Ιωσὴφ τὸ 1439 καὶ ἡ ταφή του μακριὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιό του, στὴν ξένη καὶ ἀφιλόξενη γῆ τῆς Φλωρεντίας, στὸν ναὸ τῶν αἱρετικῶν Δομινικανῶν; 
 
Δὲν σᾶς προβληματίζει ὁ ἐξ ἴσου αἰφνίδιος καὶ κακὸς θάνατος τοῦ 49χρονου παπόφιλου Μητροπολίτου Λένινγκραντ Νικοδήμου, ποὺ ξεψύχησε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ νεοεκλεγέντος Πάπα ᾿Ιωάννου Παύλου Α´, τοῦ γνωστοῦ καὶ ὡς «Πάπα τῶν 33 ἡμερῶν», στὶς 5 Σεπτεμβρίου 1978; 
 
Δὲν σᾶς προβληματίζει ὁ αἰφνίδιος ἐπίσης θάνατος τοῦ Μητροπολίτου Κερκύρας Τιμοθέου στὶς 15 Μαρτίου 2002, ὀλίγες ἡμέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφή του ἀπὸ τὸ Βατικανό; 
 
Δὲν σᾶς προβληματίζει, τέλος, ὁ τραγικὸς θάνατος τοῦ ᾿Αρχιεπισκόπου ᾿Αθηνῶν Χριστοδούλου, ὁ ὁποῖος, μετὰ τὴν (πρώτη στὴν ἱστορία) ἐπίσκεψι τοῦ Πάπα στὴν ῾Ελλάδα, τὴν διοργάνωσι (γιὰ πρώτη φορὰ) συνεδρίου τοῦ Π.Σ.Ε. ἐπὶ ἑλληνικοῦ ἐδάφους καὶ τὴν(πρώτη γιὰ ἀρχιεπίσκοπο ᾿Αθηνῶν) μετάβασί του στὸ Βατικανό, δίχως τὴν ἔγκρισι τῆς ῾Ι. Συνόδου, ἐκλήθη νὰ ἐγκαταλείψῃ πρόωρα καὶ αὐτὸς τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο καὶ νὰ στερηθῇ ἔτσι ἡ ῾Ελλαδικὴ ᾿Εκκλησία τὸν χαρισματικό, κατὰ τὰ ἄλλα, ἡγέτη της;  
 
᾿Αναρωτηθήκατε ποτέ, μήπως οἱ πρόωροι αὐτοὶ θάνατοι ἦσαν θεοσημεῖες, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς ἀπεδοκίμασε τὶς προαναφερθεῖσες ἀντίθετες πρὸς τὸ θέλημά Του ἀρχιερατικὲς παρεκτροπές, «ὑπόδειγμα μελλόντων ἀσεβεῖν τεθεικώς»; 
 
 Δὲν φοβεῖσθε, μήπως ὁ Θεὸς ἀπευθύνει καὶ πρὸς τὴν Παν αγιότητά σας ἐρώτημα, παρόμοιο μ᾿ ἐκεῖνο, ποὺ ἀπηύθυνε στοὺς Φαρισαίους· «τὴν μὲν καταστροφὴν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος γινώσκεις διακρίνειν, τὴν δὲ καταστροφὴν τοῦ πνευματικοῦ περιβάλλοντος ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὃν ὑπηρετεῖς καὶ προωθεῖς, οὐ δύνασαι γνῶναι»; 
 
Ρεκὸρ ἐπισκεψιμότητος καταρρίπτει βίντεο, ἀναρτηθὲν πρὸ ἡμερῶν στὸ διαδίκτυο, ποὺ παρουσιάζει πολιὸ καὶ ὑπέργηρο Λευΐτη τῶν ᾿Αθηνῶν, λευκανθέντα στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου, νὰ κλαίῃ σὰν μικρὸ παιδί, ἀναλογιζόμενο τὰ δεινὰ ποὺ θὰ μᾶς ἐπισκεφθοῦν, ἐξ αἰτίας τῶν προδοσιῶν τῆς Πίστεως καὶ τῆς ἀποστασίας κλήρου καὶ λαοῦ.
Ἐγκαταλείψατε τὴν πλάνην 
Σφραγίζομε, Παναγιώτατε, τὴν παροῦσα μὲ μία υἱϊκὴ καὶ ταπεινὴ παράκλησι. 
 
᾿Εγκαταλείψατε τὴν πλανεμένη ὁδὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἐπιστρέψατε στὴν ἀπλανῆ ὁδὸ τῆς ᾿Ορθοδοξίας. ῎Αγγελος, ὅμοιος μ᾿ ἐκεῖνον, ποὺ ἔφρασε τὸν δρόμο τοῦ Βαλαάμ, ἔχων «τὴν ρομφαίαν ἐσπασμένην ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ», φράσσει καὶ τὸν δικό σας δρόμο. Δὲν τὸν βλέπετε; Τί περιμένετε γιὰ νὰ ἀλλάξετε πορεία; Νὰ σᾶς ὁμιλήσουν τὰ μάρμαρα τῆς ῾Αγια-Σοφιᾶς μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ νὰ σᾶς ἐλέγξουν; «Οὐ δύνασθε δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· οὐ δύνασθε ᾿Ορθοδοξίᾳ ὑπηρετεῖν καὶ Οἰκουμενισμῷ». ῾
 
Η πρώτη ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό· ὁ δεύτερος τὸν ᾿Αντίχριστο καὶ τὸν Διάβολο. Παύσατε νὰ προκαλῆτε τὸν Θεὸ καὶ νὰ σκανδαλίζετε τὸν λαό Του. Καὶ μὴ διανοηθῆτε νὰ τροποποιήσετε ἢ καταργήσετε ἱ. Κανόνες τῶν ῾Αγ. ᾿Αποστόλων καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, διότι τέτοιες κραυγαλέες αὐθαιρεσίες, καὶ ἂν ἀκόμη ἔχουν «συνοδικὴ» καὶ «Πανορθόδοξη» κάλυψι, δὲν πρό κειται νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς καὶ σεβαστὲς ἀπὸ τὴν συνείδησι τοῦ ᾿Ορθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ πλη ρώματος. 
 
Καὶ αὐτὴ ἡ συνείδησι, ποὺ ἐγκρίνει ἢ ἀπορρίπτει ἀποφάσεις καὶ οἰκουμενικῶν ἀκόμη Συνόδων, ὅσο καὶ ἂν ἐσεῖς τὴν ὑποτιμᾶτε, καὶ ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὑπνώττουσα καὶ ἐξασθενημένη, νὰ γνωρίζετε ὅτι ἀγρυπνεῖ καὶ εἶναι πάντοτε ἕτοιμη νὰ ἀντιδράσῃ σὲ ὁποιαδήποτε «τετελεσμένα» ἀποφασίσει ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθῃ τὸ 2016 Σύνοδος, ἐὰν αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὴν ῾Αγία Γραφή, τὴν ῾Ιερὰ Παράδοσι καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. ᾿Ελπίζουμε νὰ μὴ περιφρονήσετε τὴν ἀγωνιώδη αὐτὴ φωνή, ποὺ ὑψώνουμε ἀπὸ τὸν μακρινὸ Καναδᾶ. 
 
Μὲ σεβασμό, 
 
῾Ελληνορθόδοξος ῾Ιεραποστολικὴ ᾿Αδελφότης «Μ. ᾿Αθανάσιος», Τορόντο.
῾Ελληνοκαναδικὴ ᾿Ορθόδοξος ῾Ιεραποστολικὴ ᾿Αδελφότης «Ἀπόστολος Παῦλος», Τορόντο.
῾Ελληνοκαναδικὴ ῾Ιεραποστολικὴ ᾿Αδελφότης «᾿Ορθόδοξος Φωνή», Μόντρεαλ.
Ορθόδοξος Τύπος, α.φ. 2027, 20 Ιουνίου 2014




Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...