πρώην Σεβ. Μητροπολίτου Πατρών κ. Νικοδήμου,
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 259-270
Μηνύματα Μεγάλης Εβδομάδος,
Εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα, 1996, σελ. 259-270
Ο Ε' ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ
«Ἵνα τελειωθῇ ἡ Γραφή, λέγει" διψῶ »
(Ἰω. ιθ' 28)
Πολύ φυσικόν και ανθρώπινον το αίσθημα της δίψης που αισθάνεται έντονον ο Εσταυρωμένος.
Έ χουν μεσολαβήσει είκοσι ώρες από του Μυστικού Δείπνου. Και κατά το διάστημα αυτό όχι μόνον δεν έβαλε τίποτε στο στόμα Του, αλλ' επί πλέον διήλθεν ώρας εξαντλητικάς, ώρας αγωνίας και πόνου.
Α ρχικώς, ομιλητικώτατος και διδακτικώτατος, απευθύνει, μετά τον Μυστικόν Δείπνον, τας πολύτιμους υποθήκας Του προς τους μαθητάς Του. Και επακολουθεί, εν μέσ ῳ συγκινήσεως και κατανύξεως βαθύτατης, η «υπερφυής» προσευχή Του προς τον Ουράνιον Πατέρα, με την οποίαν επικαλείται τον Θεόν, εν όψει του Σταυρού και του Πάθους Του, και δέεται υπέρ πάντων εις τους οποίους αφορά η θυσία Του.
Κατόπιν μεταβαίνει εις την Γεσθημανή, δια να ζήση εκεί στιγμάς και ώρας αγωνίας, το μέγεθος της οποίας εξωτερικεύει η φράσις Του· «περίλυπός εστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Και όταν η αγωνία Του εντείνεται και η προσευχή του - πολύ δυνατή- υψώνεται προς τον ουρανον εκ βάθους ψυχής, το πρόσωπον Του περιλούεται από τον ιδρώτα. «Καί γενόμενος ἐνἀ γωνίᾳ -λέγει ὁ Εὐαγγελιστής- ἐκτενέστερον προσηύχετο, ἐγένετο δέ ὁ ἱδρώς αὐτοῦ ὡσεί θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπί τήν γῆν» (Λούκ. κβ' 44).
Εν συνεχείᾳ τα δραματικά γεγονότα επέρχονται αλλεπάλληλα. Η προδοσία του Ιούδα· η σύλληψίς Του από τους επιδραμόντας «ὡς ἐπί ληστήν... μετά μαχαιρῶν καί ξύλων» (αὔτ. 52)· η προσαγωγή Του από δίκης εις δίκην αλληλοδιαδόχως, ενώπιον του ’ννα, του Καϊάφα, του Συνεδρίου των Ιουδαίων, και του Ηρώδου και του Πιλάτου, των φορέων της ρωμαϊκής εξουσίας. Και, επί πλέον, η βάναυσος μεταχείρισις από αγροίκους στρατιώτας, χλευάζοντας, υβρίζοντας, ραπίζοντας και κακοποιούντας Αυτόν.
Το δράμα φθάνει εις την αποκορύφωσίν του με τα οδυνηρά μαρτύρια, τον ακάνθινον στέφανον, τους εμπαιγμούς με την πορφυράν χλαμύδα και τον κάλαμον ως γελοίον σκήπτρον και τα ειρωνικά «χαῖρε ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων» (Μάρκ. ιε' 18· Ἰω. ιθ' 3). Όλα δε αυτά είναι μόνον αρχαίωδίνων. Διότι επακολουθεί το φοβερόν φραγγέλιον - δηλ. αιματηρά μαστίγωσις- και ο ανήφορος προς τον Γολγοθάν υπό το βάρος του πελωρίου σταυροῦ . Πως δε να περιγράψωμεν το κάρφωμα χειρών και ποδών επάνω εις το ξύλον του σταυρού, ενώ θερίζει την καρδίαν ο πόνος και σπαράσσουν αι οδύναι το σώμα; Θα προστεθή όμως και ο βαθύτατος πόνος της ψυχής του Εσταυρωμένου, δια την αχαριστίαν, την εγκληματικότητα και την κακουργίαν των ανθρώπων, αλλά, πολύ περισσότερον, όταν αισθάνεται ότι έμεινε τελείως μόνος, αφού και Αυτός ο Επουράνιος Πατήρ Του κάποιαν ώραν Τον εγκαταλείπει, επειδή σηκώνει επάνω Του όλας τας αμαρτίας του κόσμου, και εν τω προσώπω Του τιμωρείται η αμαρτία, που προσβάλλει την αγιότητα του Θεού. Δια τούτο τότε, Αυτός, «ὁ Υἷος τοῦ Πατρός ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», αναφωνεί με οδύνην, από του Σταυρού, «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μέ ἐγκατατέλιπες;» (Μάτθ. κζ' 46).
Δεν είναι λοιπόν παράδοξον ότι, ύστερα από όλην αυτήν την μαρτυρικήν αγωνίαν και την εξάντλησιν, κατέχει τον Εσταυρωμένον ένα έντονον αίσθημα δίψης. Και το εξωτερικεύει προφέρων την λέξιν «διψῶ ».
«Διψῶ». Ποιός όμως προφέρει την λέξιν αυτήν; Δεν είναι αυτός, ο οποίος προηγουμένως προσεκάλει τον λαόν και έλεγεν· «ἐάν τίς διψᾶ, ἔρχεσθω πρός μέ καί πινέτω;» (Ἰω. ζ' 37). Δεν είναι εκείνος που έλεγεν «ὅς ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος ὅν ἐ γώ δώσω αὐτῷ, οὐ μή διψήσῃ εἰς τούς αἰώνας»; (αυτ. δ' 14). Εάν αυτήν την ώραν ευρίσκεται εις την εσχάτην εξουθένωσιν, και εάν ακόμη στερήται και μιαν σταγόνα ύδατος, δια να δροσίση την γλώσσαν Του, είναι εν τούτοις Εκείνος που εδημιούργησε τους ωκεανούς και τους ποταμούς και τας πηγάς των υδάτων. Είναι ο παντοδύναμος Δημιουργός, «ὁ ποιήσας τόν οὔρανον καί τήν γῆν, τήν θάλασσαν καί πάντα τά ἐν αὐτοῖς» (Ψάλ. ρμε' 6).
Εάν τώρα ως άνθρωπος - ως εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους και ως λυτρωτής της ανθρωπότητος όλης- υποβάλλεται εις την οδύνην του Σταυρού, και εις τα άχραντα Πάθη Του περιλαμβάνεται και το μαρτύριο της δίψης, όλα αυτά είναι ενδεικτικά ότι ηυδόκησε προς χάριν μας να φθάση εις τοιαύτην συγκατάβασιν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος» και ότι, «ἐρχόμενος (ὁ Κύριος) πρός τό ἑκούσιον Πάθος», ηθέλησε να συμμετάσχη εις τον ανθρώπινον πόνον εις όλην του την έκτασιν και την έντασιν. Όπως άλλοτε, εις την έρημον, επείνασε, έτσι και τώρα αισθάνεται εντονώτατα την δίψαν, δια να γίνη καθ' όλα κοινωνός και μέτοχος των ανθρωπίνων καταστάσεων, πλην της αμαρτίας. Δια να ακριβολογήσωμεν δε, θα πρέπει να προσθέσωμεν ότι και αυτάς τας αμαρτίας μας επιφορτίζεται και αναλαμβάνει, Αυτός ο Αναμάρτητος, «Ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐ δέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ» (Ἤ σ. νγ' 9· Α' Πέτρ. β' 22), δια να τας αποπλύνη με το Πανάγιον Αίμα Του και να τας εξάλειψη δια του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του.
Λοιπόν, άνθρωποι πονεμένοι, άνθρωποι πάσχοντες και υποφέροντες, ατενίζετε προς τον Εσταυρωμένον. «Ἐνᾧ γάρ πέπονθεν αὐτός πειρασθεῖς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» ( Ἔ βρ. β' 18).
Δεν βλέπει τον άνθρωπον, και τον πόνον και τας αμαρτίας των ανθρώπων, αφ' υψηλοϋ, μόνον ως Θεός. Αλλά εδοκίμασε τα ανθρώπινα, γενόμενος άνθρωπος. Εγνώρισε τον πόνον, και συμπαθεί τους πονούντας. Και επί του Σταυρού πάσχει μεν ως άνθρωπος -πληρώνει Εκείνος ό,τι έπρεπε να πληρώσωμεν ημείς- και σώζει ως φιλάνθρωπος Θεάνθρωπος τους εις Αυτόν πιστεύοντας και προστρέχοντας. Μη λησμονώμεν ποτέ ότι επί του Σταυρού πάσχει -και διψά- ο Αναμαρτητος, δια να λύτρωση τους αμαρτωλούς.
Η δίψα ήτο ένα από τα σκληρότερα μαρτύρια του Εσταυρωμένου. Κατεκαίετο από σφοδρόν και παρατεταμένον πυρετόν, προκαλούμενον από τα φοβερά τραύματα των χεριών και των ποδιών και από το αποτρόπαιον εκείνο κρέμασμα και τον σπαραγμόν του σώματος επί ώρας ολόκληρους. Θα μπορούσε εν τούτοις και το ανυπόφορον τούτο μαρτύριον να το υπομείνη ο Κύριος σιωπηλός μέχρι τέλους, όπως είχε πράξει δι' όλα τα άλλα μέχρις αυτής της στιγμής. Αλλά, με όλην Του την νηφαλιότητα και την αυτοκυριαρχίαν, σκέπτεται ότι απομένει ακόμη να εκπληρωθή μία προφητεία· εκείνη με την ὁ ποίαν ο προφητάναξ Δαβίδ προέλεγε· «καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισαν με ὄξος» (Ψάλ. ξη' 22). Και δια τούτο, «ἵνα τελειωθῇ, ἡ Γραφή, λέγει διψῶ»(Ἰω. ιθ΄ 28). Εκφράζει το αίσθημα της δίψης που Τον κατέχει· αλλά όχι μόνον δια να δοθή διέξοδος εις την φλόγα που τον κατακαίει. Μέσα εις τους πόνους και την αγωνίαν Του έχει τόσην διαύγειαν και τόσην επιβολήν του πνεύματος επί του σπαρασσόμενου σώματος Αυτού, ώστε σκέπτεται ότι «πάντα ἤ δη τετέλεσται» τα αφορωντα εις τον Μεσσίαν· όλα εξεπληρώθησαν όσα η προαιώνιος βουλή του Θεού είχε προαναγγείλει δια των προφητών· και δεν πρέπει να παραλειφθή και το τελευταίο τούτο· η απάνθρωπος αντιμετώπισίς της δίψης Του από τους σταυρωτός Του. Λέγει λοιπόν· «διψ ῶ ». Το λέγει όχι δι' ολίγες σταγόνες νερού που θα εδρόσιζαν τα χείλη Του. Αλλά δια να εκπληρωθή εις το ακέραιον το θέλημα του Θεού. «Οὐκ ἦλθε καταλῦσαι, ἀλλά πληρῶσαι», να εκπλήρωση εξ ολοκλήρου ό,τι έχει ορίσει ο Θεός.
Εξάλλου, είναι Εκείνος ο Οποίος είχε διακηρύξει το «μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὔτοϊ χορτασθήσονται» (Μάτθ. ἐ' 6). Και εν προκειμένῳ ο Εσταυρωμένος Ιησοῦς πεινά και διψά την δικαιοσύνην. Διψά να υπάρξη επί της γης η αληθής δικαιοσύνη· δηλ. η εκπλήρωσις του νόμου του Θεού, η πλήρης και τελεία εφαρμογή του θείου θελήματος. Και παρουσιάζεται ο ίδιος τέλειον πρότυπον εκπληρώσεως, μέχρι κεραίας του θελήματος του Θεού. Δια να διακηρύξη, και με τον δραματικόν αυτόν τρόπον της μεγάλης σταυρικής Του θυσίας, ότι προέχει να κατεχώμεθα πάντα από την δίψαν και τον πόθον της επικρατήσεως του θείου θελήματος.
Α κούοντες και ημείς σήμερον, από τα χείλη Του και το ικρίωμα του Σταυρού Του, το «διψῶ», ας διερωτηθώμεν, αν μας συνέχη αύτη η δίψα της βιώσεως και της εμπράκτου τηρήσεως των θείων εντολών Του. Και ας προβληματισθώμεν. Ο Χριστός διψά, και το φωνάζει. Προς ποίους όμως απευθύνεται; Και από ποίους θα μπορούσε να περιμένη να ενδιαφερθούν, να Τον ανακουφίσουν;
Ή σαν βεβαίως πλησίον Του πρόσωπα προσφιλή· η Παναγία Μητέρα Του, και άλλαι αφωσιωμέναι ευσεβείς γυναίκες που Τον ακολουθούσαν. Είναι εκεί και ο «ἤγαπημενός» Του μαθητής, ο Ιωάννης. Και, ασφαλώς, πολύ θα το ήθελαν, να σπεύσουν να Τον δροσίσουν. Αλλά οι άτεγκτοι φρουροί δεν επέτρεπον σε κανένα να έλθη εις τόσον άμεσον επαφήν με τον Εσταυρωμένον.
Οι μόνοι που είχον την δυνατότητα να του απαλύνουν το μαρτύριον της δίψης ήσαν οι ίδιοι οι σταυρωταί και φρουροί Του. Αλλ' αύτοι δεν πρόκειται να συγκινηθούν, δια να του ρίψουν ένα βλέμμα συμπαθείας και φιλανθρωπίας. Η μόνη «ἀνθρωπιστική» χειρονομία των, όταν επρόκειτο να Τον σταυρώσουν, ήτο το ότι Του προσέφεραν «ἐσμυρνισμένον ο ἶνον» (Μάρκ. ιε' 23) - ένα ποτόν κάπως ναρκωτικόν, δια να μετριασθή η αίσθησις του πόνου. Αλλ' ο Κύριος «γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν». Δεν το εδέχθη. Όχι μόνον διότι η γεύσις εκείνου του «οἶνον μετά χολῆς μεμιγμένον» (Μάτθ. κζ' 34) ήτο πικρά και αποκρουστική, από την ανάμειξιν χολής με σμύρναν και άλλα φαρμακευτικά είδη· αλλά κυρίως διότι το κράμα αυτό προωρίζετο να επιδρά αναισθητικώς. Και ο Χριστός θέλει, όχι ζαλισμένος, αλλά με πλήρη συνείδησιν και με τελείαν διαύγειαν, ακέραιας -όχι μειωμένας - τας αισθήσεις Του εις την οξύτητα των πόνων, να προσφέρη την ύψιστην αυτήν θυσίαν Του υπέρ του κόσμου. Διότι ήλθε προς το εκούσιον Πάθος. Και έλεγε ρητώς· «Οὐδείς αἴρει τήν ψυχήν μου ἀπ' ἐμοῦ, ἄλλ' ἐγώ τίθημι αὐτήν ἀπ' ἐμαυντοῦ. Ἐξουσίαν ἔχω θεῖναι αὐτήν καί ἐξουσίαν ἔχω πάλιν λαβεῖν αὐτήν» (Ἰω. ι' 18). Εγώ ο ίδιος διαθέτω την ζωήν μου λύτρον υπέρ του κόσμου. Και θα πίω όλον «τό ποτήριον ὅ δέδωκε μοί ὁ Πατήρ» (Ἰω. ιη' 11).
Εις άλλο σημείον του σταυρικού μαρτυρίου Του, οι σκληροτράχηλοι Ρωμαίοι στρατιώται «ἐνέπαιζον αὐτόν, ὄξος προσφέροντες αὐτῷ». Ύψωναν το κύπελλον, με το υπόξινο κρασί τους,κερνώντες τρόπον τινά και Εκείνον, και πίνοντες ειρωνικώς ...εις υγειάν Του!, ως ψευτοβασιλέως των Ιουδαίων, και λέγοντες· «εἰ ἄν εἰ ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, σῶσον σεαυτόν» (Λούκ. κγ' 36), δια να οἰκτίρουν και μυκτηρίσουν τας βασιλικάς αξιώσεις Του. Αγνοούν οι δυστυχείς ότι Αυτός είναι ο αιώνιος «βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν κυριευόντων» (Α' Τιμ. ς' 16).
Θα Τον αγνοήσουν λοιπόν και ως ένα κατάδικον, ο οποίος εις την επιθανάτιον αγωνίαν του εκδηλώνει την κατέχουσαν αυτόν αφόρητον δίψαν;
Αλλά δια τους κατάδικους εις τον φρικτόν τούτον θάνατον υπήρχε στοιχειώδης πρόνοια. «Σκεῦος οὖν ἔκειτο ὄξους μεστόν» (Ἰω. ιθ' 29). Κάπου εκεί υπήρχε ένα σκεύος γεμάτο από όξος (ξύδι). Και πλησίον του κάποιος σπόγγος και κάποιο κλωνάρι από ύσσωπον, γνωστόν φυτόν, εύχρηστον εις τους Ιουδαίους δια λειτουργικούς ραντισμούς. Θα γεμίσουν λοιπόν το σφουγγάρι με όξος· θα το δέσουν στο κλωνάρι του υσσώπου· και θα το θέσουν εις τα χείλη του Εσταυρωμένου.
«Τετέλεσται», θα είπη ο Κύριος. Εξεπληρώθησαν αι Γραφαί... «Καί κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα»...
Έ ρχεται εις τον νουν ο απόηχος του Ψαλμού. «Ἔδωκαν εἰς τό βρῶμά μου χολήν, καί εἰς τήν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος» (ξη' 22).
Του ηρνήθησαν και απλήν σταγόνα νερού! Εστερήθη και τον ελάχιστον δροσισμόν! Ποιος; «Ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐννεφέλαις» (Ψαλ. ργ' 3)! Ποίος; Ο δημιουργήσας τας ανεξάντλητους αβύσσους! Εκείνος, εις το νεύμα του Οποίου θα ηδύνατο να εκλείψη το ύδωρ από την γην, ή, αντιθέτως, να πληθυνθή απεριορίστως και να βυθίση εις νέον κατακλυσμόν πόλεις και χώρας.
Αυτός διψά, και το λέγει. Το λέγει όμως εις ώτα και καρδίας, εκ των οποίων δεν εύρεν ανταπόκρισιν.
Αλλά ας γίνη, παρακαλώ, σιγή απόλυτος.
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία· καί στήτω μετά φόβου καί τρόμου», δια να ακούση σήμερον τον απόηχόν της φωνής του Εσταυρωμένου. «Διψῶ». Το λέγει και πάλιν. Το επαναλαμβάνει και σήμερον. Πόσοι άραγε θα μπορούσαν να το ακούσουν αυτήν την ώραν, εντείνοντες την ακοήν και την προσοχήν;
Το λέγει προς ημάς. Μας λέγει ότι διψά. Διψά την σωτηρίαν μας. Κανείς ας μη Τον ποτίση με το όξος της αδιαφορίας και με την χολήν της εξακολουθητικής αμαρτίας. Ας Του προσφέρωμεν όλοι -και ο καθένας προσωπικώς- τούτον τον δροσισμόν. Κύριε, «ἐδίψησέ σέ ἡ ψυχή μου». Διψά η ψυχή μου το έλεός Σου. «Σῶσον μέ, ἕνεκεν τοῦ ἐλέους Σου». Αμήν