Η κυρά-Ματίνα έγινε την Κυριακή των εκλογών 80 χρόνων.
Είχε γεννηθεί στις 6 Μαϊου του 1932 στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.
Ήταν το πρώτο παιδί του Μιχάλη που'χε το ραφτάδικο στην
Κολοκυνθούς και της Χαρίκλειας που'χε έρθει με μια εικόνα της
Παναγιάς τυλιγμένη σε δυο μαντήλια προσφυγοπούλα από
τον Πόντο. Αγαπιόντουσαν πολύ οι γονείς της, το θυμόταν καλά
γιατί της έχει μείνει η εικόνα του πατέρα της να γυρνάει όταν
πια είχε βραδιάσει και τη μητέρα της να τον περιμένει στη
σιδερένια πόρτα της αυλίτσας και να τον φιλάει γλυκά στο
στόμα κι εκείνος να της λέει "καρδιά μου".
Η μητέρα της τής έλεγε ιστορίες από την Σαμψούντα κι
από το μεγάλο σπίτι με τα λουλούδια στα περβάζια, για
τα γλυκά και τις γιορτές. Ποτέ δεν της μίλαγε για τα
χρόνια τα μαύρα που ήρθαν. Κι ο πατέρας της που
ήξερε πόσο πόναγε η γυναίκα του όταν τα θυμόταν την
έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε πως θα βγάλει μια μέρα λεφτά
και θα πάνε να μείνουν όλοι μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι με
λουλούδια στα περβάζια, με γλυκά και γιορτές.
Της το' λεγε κάθε μέρα και η γυναίκα του τον πίστευε όπως
και η Ματίνα που έπαιζε με τον μικρό αδερφό της στα χώματα.
Τον πίστευαν όλοι, όμως μετά ήρθε ο πόλεμος.
Κι ο Μιχάλης έφυγε για το μέτωπο και η μητέρα της δεν
περίμενε πια στη σιδερένια πόρτα, μόνο καθόταν στην καρέκλα
σκεφτική κι έπλεκε. Μα ο πατέρας της γύρισε ένα πρωινό
του Μάη λίγες μέρες πριν τα δέκατα γενέθλιά της.
Κούτσαινε γιατί του' χαν κόψει 2 δάχτυλα από το δεξί
του πόδι και ξύπναγε τις νύχτες φωνάζοντας για μήνες μετά.
Όπως και να'χε όμως ήταν πάλι κοντά τους.
Μέχρι το βράδυ της 8ης Οκτωβρίου που η Ματίνα ξύπνησε
τρομαγμένη και δεν πρόλαβε να πολυκαταλάβει τι έγινε.
Θυμάται μόνο άνδρες ψηλούς, γεροδεμένους, με άγρια
πρόσωπα και βροντερές φωνές να πιάνουν τον πατέρα της
δυνατά από τα μπράτσα και να τον σέρνουν από το
κρεβάτι στην αυλίτσα και μετά για πάντα μακριά της.
Είχε γεννηθεί στις 6 Μαϊου του 1932 στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.
Ήταν το πρώτο παιδί του Μιχάλη που'χε το ραφτάδικο στην
Κολοκυνθούς και της Χαρίκλειας που'χε έρθει με μια εικόνα της
Παναγιάς τυλιγμένη σε δυο μαντήλια προσφυγοπούλα από
τον Πόντο. Αγαπιόντουσαν πολύ οι γονείς της, το θυμόταν καλά
γιατί της έχει μείνει η εικόνα του πατέρα της να γυρνάει όταν
πια είχε βραδιάσει και τη μητέρα της να τον περιμένει στη
σιδερένια πόρτα της αυλίτσας και να τον φιλάει γλυκά στο
στόμα κι εκείνος να της λέει "καρδιά μου".
Η μητέρα της τής έλεγε ιστορίες από την Σαμψούντα κι
από το μεγάλο σπίτι με τα λουλούδια στα περβάζια, για
τα γλυκά και τις γιορτές. Ποτέ δεν της μίλαγε για τα
χρόνια τα μαύρα που ήρθαν. Κι ο πατέρας της που
ήξερε πόσο πόναγε η γυναίκα του όταν τα θυμόταν την
έπαιρνε αγκαλιά και της έλεγε πως θα βγάλει μια μέρα λεφτά
και θα πάνε να μείνουν όλοι μαζί σε ένα μεγάλο σπίτι με
λουλούδια στα περβάζια, με γλυκά και γιορτές.
Της το' λεγε κάθε μέρα και η γυναίκα του τον πίστευε όπως
και η Ματίνα που έπαιζε με τον μικρό αδερφό της στα χώματα.
Τον πίστευαν όλοι, όμως μετά ήρθε ο πόλεμος.
Κι ο Μιχάλης έφυγε για το μέτωπο και η μητέρα της δεν
περίμενε πια στη σιδερένια πόρτα, μόνο καθόταν στην καρέκλα
σκεφτική κι έπλεκε. Μα ο πατέρας της γύρισε ένα πρωινό
του Μάη λίγες μέρες πριν τα δέκατα γενέθλιά της.
Κούτσαινε γιατί του' χαν κόψει 2 δάχτυλα από το δεξί
του πόδι και ξύπναγε τις νύχτες φωνάζοντας για μήνες μετά.
Όπως και να'χε όμως ήταν πάλι κοντά τους.
Μέχρι το βράδυ της 8ης Οκτωβρίου που η Ματίνα ξύπνησε
τρομαγμένη και δεν πρόλαβε να πολυκαταλάβει τι έγινε.
Θυμάται μόνο άνδρες ψηλούς, γεροδεμένους, με άγρια
πρόσωπα και βροντερές φωνές να πιάνουν τον πατέρα της
δυνατά από τα μπράτσα και να τον σέρνουν από το
κρεβάτι στην αυλίτσα και μετά για πάντα μακριά της.
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Ορφάνια, φτώχεια,
έρωτες, παιδιά, εγγόνια. Τα παιδιά της ξενιτεύτηκαν, το ένα
μένει στην Αγγλία, από τότε που'χε πάει για σπουδές και η
κόρη της χρόνια πολλά τώρα μένει στη Θεσσαλονίκη.
Μάταια προσπαθούσαν να την πείσουν να αλλάξει γειτονιά.
Εκείνη γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε όλη της τη ζωή
στο Μεταξουργείο κι εκεί θα πεθάνει. Άλλωστε δεν τα
πηγαίνει κι άσκημα με την κυρά-Γιοβάννα που μένει στον
πρώτο που'ναι από την Ρωσία. Η κυρά-Ματίνα είναι η μόνη
στη γειτονιά που την πιστεύει όταν της λέει ότι στο χωριό
της κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία είχαν το πιο μεγάλο
σπίτι, με αυλή και λουλούδια στα περβάζια.
έρωτες, παιδιά, εγγόνια. Τα παιδιά της ξενιτεύτηκαν, το ένα
μένει στην Αγγλία, από τότε που'χε πάει για σπουδές και η
κόρη της χρόνια πολλά τώρα μένει στη Θεσσαλονίκη.
Μάταια προσπαθούσαν να την πείσουν να αλλάξει γειτονιά.
Εκείνη γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έζησε όλη της τη ζωή
στο Μεταξουργείο κι εκεί θα πεθάνει. Άλλωστε δεν τα
πηγαίνει κι άσκημα με την κυρά-Γιοβάννα που μένει στον
πρώτο που'ναι από την Ρωσία. Η κυρά-Ματίνα είναι η μόνη
στη γειτονιά που την πιστεύει όταν της λέει ότι στο χωριό
της κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία είχαν το πιο μεγάλο
σπίτι, με αυλή και λουλούδια στα περβάζια.
Στα γενέθλιά της μάλιστα φέτος αποφάσισε να πάει
να ψηφίσει. Δε θα πήγαινε κανονικά αλλά αυτά τα τρία καλά
παιδιά που τη βοηθάνε να περάσει το δρόμο και να φτάσει
στην τράπεζα να πάρει τη σύνταξή της αξίζουν να τους δείξει
την ευγνωμοσύνη της.
να ψηφίσει. Δε θα πήγαινε κανονικά αλλά αυτά τα τρία καλά
παιδιά που τη βοηθάνε να περάσει το δρόμο και να φτάσει
στην τράπεζα να πάρει τη σύνταξή της αξίζουν να τους δείξει
την ευγνωμοσύνη της.
Τη Δευτέρα το βράδυ αφού μίλησε στο τηλέφωνο
με παιδιά κι εγγόνια για τις εκλογές είπε να κάτσει στην αγαπημένη
της πολυθρόνα και να ακούσει τις ειδήσεις. Δεν κατάλαβε καλά
γιατί ο γιος της και η κόρη της την είχαν μαλώσει τόσο, τα τρία
παλικάρια ποτέ δεν της είχαν πει τίποτα για φασισμό κι όταν τους
έλεγε πως δεν ήταν όλοι οι ξένοι επικίνδυνοι γιατί η κυρά-Γιοβάννα
ήταν φίλη της έδειχναν να την καταλαβαίνουν.
Και ξάφνου βλέπει στην οθόνη έναν ψηλό γεροδεμένο άνδρα
σε μια πόρτα, με άγριο πρόσωπο και βροντερή φωνή να λέει
κάτι που δεν άκουσε καλά αλλά της φάνηκε γνώριμο, κι ένιωσε
ένα κόμπο στο λαιμό και γύρισε σε μια στιγμή εβδομήντα χρόνια
πίσω σε μια κάμαρα στο Μεταξουργείου, ένα βράδυ του
Οκτώβρη. Έκλεισε την τηλεόραση κι έκλαψε τον πατέρα της
ακόμα μια φορά.
με παιδιά κι εγγόνια για τις εκλογές είπε να κάτσει στην αγαπημένη
της πολυθρόνα και να ακούσει τις ειδήσεις. Δεν κατάλαβε καλά
γιατί ο γιος της και η κόρη της την είχαν μαλώσει τόσο, τα τρία
παλικάρια ποτέ δεν της είχαν πει τίποτα για φασισμό κι όταν τους
έλεγε πως δεν ήταν όλοι οι ξένοι επικίνδυνοι γιατί η κυρά-Γιοβάννα
ήταν φίλη της έδειχναν να την καταλαβαίνουν.
Και ξάφνου βλέπει στην οθόνη έναν ψηλό γεροδεμένο άνδρα
σε μια πόρτα, με άγριο πρόσωπο και βροντερή φωνή να λέει
κάτι που δεν άκουσε καλά αλλά της φάνηκε γνώριμο, κι ένιωσε
ένα κόμπο στο λαιμό και γύρισε σε μια στιγμή εβδομήντα χρόνια
πίσω σε μια κάμαρα στο Μεταξουργείου, ένα βράδυ του
Οκτώβρη. Έκλεισε την τηλεόραση κι έκλαψε τον πατέρα της
ακόμα μια φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά