καὶ ἔσται τὸ τὀξον μου ἐν τῇ νεφέλῃ (Γεν 9:16) Εικόνα από την Ευαγγελική Εκκλησία του Σωτήρος στην Ιερουσαλήμ.
Βενεδικτίνες μοναχές του Όρους των Ελαιών 1990
Όταν επιχειρεί κανείς να προσεγγίσει ένα σύγχρονο πρόβλημα, όπως το οικολογικό, με βάση τις αρχές που προκύπτουν από κάποια κείμενα που απέχουν τουλάχιστον δύο χιλιετίες από την εμφάνιση του προβλήματος αυτού, είναι απαραίτητο από τη μια μεριά να αιτιολογήσει το εγχείρημά του και από την άλλη να καθορίσει σαφώς τη μέθοδο που θα ακολουθήσει.
Οι προϋποθέσεις της μελέτης
Πριν, λοιπόν, από οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι η Βίβλος δεν έχει να προσφέρει κάποια λύση στο οικολογικό πρόβλημα, εφόσον κανείς από τους συγγραφείς των διάφορων βιβλίων της δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να φανταστεί, το πρόβλημα αυτό. Στόχος, επομένως, της μελέτης αυτής δεν μπορεί να είναι η αναζήτηση λύσεων από τη Βίβλο για το συγκεκριμένο πρόβλημα, αλλά η συζήτηση των προϋποθέσεων αντιμετώπισής του με βάση τη βιβλική αντίληψη για την εμφάνιση του κακού στον κόσμο, μια μορφή, άλλωστε, του οποίου κακού συνιστά και η οικολογική κρίση. Η ανάγκη αναδρομής στη Βίβλο στηρίζεται στην παραδοχή ότι το βιβλίο αυτό επέδρασε
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη διαμόρφωση αυτού που ονομάζεται “σύγχρονος δυτικός πολιτισμός”. Εφόσον όμως ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που γέννησε το οικολογικό πρόβλημα γεννήθηκε από τη συνάντηση της ελληνικής Φιλοσοφίας με την εβραϊκή Βίβλο, μια αναδρομή στις πηγές του μπορεί να βοηθήσει στον καθορισμό των προϋποθέσεων αντιμετώπισης του προβλήματος.
Αν η Φιλοσοφία άρχισε με την προσπάθεια του Θαλή από τη Μίλητο να εξηγήσει την προέλευση των όντων από το νερό, εκείνος ο οποίος θεμελίωσε την ιδέα ότι τα πάντα προέρχονται από ένα αρχικό αιώνιο και άχρονο στοιχείο, το οποίο συνεχώς μεταβάλλεται σε διάφορα στοιχεία, είναι ο δεύτερος της σχολής της Μιλήτου, ο Αναξίμανδρος. Έτσι, η προβληματική των αρχαίων Ελλήνων είχε από την αρχή προσανατολιστεί προς τη φύση, την ουσία που παραμένει σταθερή. Η προβληματική αυτή που προερχόταν από την ελληνική αντίληψη για τη φύση, επηρέασε τόσο έντονα την παραπέρα εννοιολογική εξέλιξη, ώστε το χρονικό γίγνεσθαι αντιμετωπιζόταν ως κάτι δευτερεύον, που καθαυτό δεν άξιζε να συγκεντρώσει το μεταφυσικό ενδιαφέρον. Όχι μόνον τον ατομικά καθορισμένο άνθρωπο, αλλά και ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, με τις τύχες, τις πράξεις και τα παθήματά του, η ελληνική επιστήμη το θεωρούσε τυπικά ένα επεισόδιο μόνον, ένα ιδιαίτερο παροδικό πλάσμα στην επαναλαμβανόμενη με τους ίδιους πάντοτε νόμους κοσμική διαδικασία1. Βασική ιδέα του Αναξιμάνδρου ήταν ότι τα διάφορα στοιχεία, νοούμενα ως θεοί, προσπαθούν αδιάλειπτα να επεκτείνουν την κυριαρχία τους, αλλά υπάρχει ένα είδος αναγκαιότητας, ένα είδος φυσικού νόμου που συνεχώς αποκαθιστά την ισορροπία. Η αντίληψη αυτή της “δικαιοσύνης” -της μη υπέρβασης καθορισμένων ορίων- ήταν μια από τις βαθύτερες ελληνικές πεποιθήσεις. Οι θεοί υπόκειντο στη δικαιοσύνη ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, αλλά αυτή η ανώτατη εξουσία δεν ήταν καθεαυτήν προσωπική, δεν ήταν ένας ανώτατος θεός2.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που η ελληνική Φιλοσοφία ουδέποτε κατηγορήθηκε από τους ηγέτες του οικολογικού κινήματος ως υπεύθυνη για την οικολογική κρίση. Αντίθετα, στη Βίβλο εμφανίζεται ο ίδιος ο Θεός να παροτρύνει τους ανθρώπους σε κυριαρχία επί της φύσης και η Εκκλησία κατηγορήθηκε συχνά ότι, προβάλλοντας την εντολή του Θεού προς τους ανθρώπους κατά τη δημιουργία “πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς” (Γεν 1:28), οδήγησε τον άνθρωπο στη διαμόρφωση μιας αντίληψης που του επέτρεψε την ασύδοτη και ακατάσχετη κακοποίηση και καταστροφή του φυσικού του περιβάλλοντος. Η κατηγορία είναι λογικοφανής, παραγνωρίζει όμως την αλήθεια ότι στην πραγματικότητα δεν υπαγορεύουν τα βιβλικά ή όποια άλλα χωρία τις ανθρώπινες επιλογές, αλλά συνήθως οι άνθρωποι πρώτα κάνουν τις επιλογές τους και στη συνέχεια αναζητούν στήριξη γι’ αυτές στη Βίβλο ή σε κάποια άλλη αυθεντία του παρελθόντος. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η Βίβλος δεν επιδρά στη διαμόρφωση αντιλήψεων, αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση πρόκειται για την επίδραση συγκεκριμένων ερμηνειών, οι οποίες ασφαλώς δεν είναι ποτέ απροϋπόθετες. Η αντίληψη, για παράδειγμα, ότι αληθινό είναι μόνον ό,τι είναι ιστορικό σε συνδυασμό με τον φόβο μήπως κάποια βιβλικά κείμενα αμφισβητηθούν ως μυθικά, οδήγησε στη θεώρηση πολλών καθαρώς θεολογικών κειμένων της Βίβλου, όπως π.χ. αυτά
που περιέχονται στα 11 πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως, ως ιστορικών και γέννησε μια ανάλογη ερμηνευτική προσέγγιση. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας ερμηνείας είναι ενδεχόμενη η κατά γράμμα κατανόηση ορισμένων χωρίων και η εξαγωγή ανάλογων συμπερασμάτων, τα οποία, ενώ προκύπτουν από την ανάλυση ενός βιβλικού χωρίου, μπορεί και να μην έχουν -ιδιαίτερα όταν το χωρίο χρησιμοποιείται ξεκομμένο από τη συνάφειά του- οπωσδήποτε βιβλική βάση. Διαφορετική μέθοδος ερμηνείας μπορεί να οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα, η “ορθότητα” των οποίων θα πρέπει και πάλι να ελεγχθεί με βάση τις προϋποθέσεις που τίθενται από τη μέθοδο.
Βιβλική θεώρηση της προέλευσης του κακού
Όπως και να έχουν τα πράγματα, τόσο στις δύο διηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης για τη δημιουργία του κόσμου όσο και σε ερμηνευτικά των διηγήσεων αυτών κείμενα διάφορων εκκλησιαστικών συγγραφέων δηλώνεται σαφέστατα ότι η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του κάθε άλλο παρά ως σχέση δυνάστη προς δυναστευόμενο μπορεί να κατανοηθεί. Στην πρώτη αφήγηση για τη δημιουργία, που περιέχεται στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, ο Θεός παρουσιάζεται να δίνει στον άνθρωπο, μαζί με την εντολή για κυριαρχία επί της γης, και τον περιορισμό αυτής της κυριαρχίας, που δεν είναι άλλος από την απαίτηση για σεβασμό της ζωής των όντων που τίθενται στην εξουσία του (Γεν 1:29). Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και υπόλογος απέναντι στον Θεό για τη σωστή διαχείριση της φύσης. Ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να καταστρέφει για τη συντήρησή του τη ζωή, πηγή της οποίας είναι ο ίδιος ο Θεός. Αρμονική σχέση ανθρώπου και Θεού συνεπάγεται αρμονικές σχέσεις ανθρώπου και περιβάλλοντός του. Η διάσπαση της κοινωνίας με τον Θεό στη συνέχεια θα έχει ως συνέπεια μια γενικότερη διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση, η οποία στη Βίβλο περιγράφεται με ζωηρότατες εικόνες που κορυφώνονται στον μύθο για τον μεγάλο κατακλυσμό, μετά τον οποίο αίρεται η απαγόρευση της κρεοφαγίας (Γεν 9:2-3) ως πιστοποίηση της διατάραξης αυτής. Έτσι, η προφητική σκέψη θα οραματιστεί τη μεσσιανική εποχή σαν μια περίοδο νέας αποκατάστασης των σχέσεων ανθρώπου και περιβάλλοντος, όπως πολύ χαρακτηριστικά περιγράφεται αυτή στην εικόνα του λύκου που βόσκει μαζί με το πρόβατο και του παιδιού που παίζει με τις οχιές:
Τότε θα βόσκει ο λύκος με το αρνί μαζί,
κι η λεοπάρδαλη θα ξεκουράζεται με το κατσίκι αντάμα·
το μοσχάρι, ο ταύρος και το λιοντάρι μαζί θα βόσκουν,
κι ένα μικρό παιδί θα τα οδηγεί·
το βόδι κι η αρκούδα θα βόσκουνε μαζί,
μαζί θα 'ναι και τα μικρά τους·
και το λιοντάρι και το βόδι άχυρα θα 'χουν για τροφή. Το νήπιο στην τρύπα της οχιάς,
και στων μικρών της τη φωλιά
το χέρι του θ' απλώνει.
Κανένας δεν θα προξενεί κακό στον άλλο,
ούτε κανέναν θα μπορούν να εξολοθρέψουν
στο όρος μου το άγιο,
γιατί η γνώση του Κυρίου θα γεμίσει ολόκληρη τη γη,
καθώς σκεπάζουν τ’ άφθονα νερά τις θάλασσες (3.)
Αλλά και στο δεύτερο κεφάλαιο της Γενέσεως, όπου γίνεται μια διαφορετική παρουσίαση της δημιουργίας του κόσμου, η ιδέα του ανθρώπου ως διαχειριστή και όχι δυνάστη της φύσης δεν απουσιάζει. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, ο Θεός τοποθετεί τον άνθρωπο σε έναν κήπο “ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν” (Γεν 2:15). Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μια ερμηνεία του σχετικού χωρίου από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, γιατί προέρχεται από μια εποχή (ι΄/ια΄ μ.Χ. αιώνας) που απέχει δέκα σχεδόν αιώνες από την εμφάνιση του οικολογικού προβλήματος. Αναλύοντας τη σχετική έκφραση ο Συμεών, τονίζει ότι οι δύο αυτές λέξεις αποτελούν αλληλένδετες έννοιες, που αναφέρονται στα δικαιώματα αλλά και στις υποχρεώσεις του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον που ζει. Η σωστή σχέση και χρησιμοποίηση της κτίσης, δηλαδή το “ἐργάζεσθαι”, υπονοεί απαραίτητα και το καθήκον της περαιτέρω προστασίας και της συντήρησης της κτίσης, δηλαδή το “φυλάσσειν”. Ο άνθρωπος καλείται να εργάζεται υπεύθυνα και να ασκεί το παραγωγικό και δημιουργικό του έργο ως αντιπρόσωπος και οικονόμος του Θεού, αλλά και ως επιστάτης και φύλακας του φυσικού κόσμου.
Τα παραπάνω δεν αποσκοπούν, βέβαια, στο να δείξουν ότι οι βιβλικοί ή κάποιοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς διακατέχονται από οικολογικές ευαισθησίες, αλλά στο ότι, θεωρούμενο το οικολογικό πρόβλημα ως μια μορφή κακού, μπορεί να αντιμετωπιστεί, όπως αντιμετωπίζεται κάθε μορφή κακού από τη Βίβλο, ως πρόβλημα, δηλαδή, σχέσεων. Επιχειρώντας η Παλαιά Διαθήκη να εξηγήσει την εμφάνιση του κακού στον κόσμο, παραθέτει στα 11
πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως μια σειρά αφηγήσεων, μέσα από τις οποίες περιγράφεται το σύνολο των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, των ανθρώπων μεταξύ τους και του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Κοινό στοιχείο σε όλες αυτές τις αφηγήσεις είναι η διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου να αποδεσμευτεί από τον Δημιουργό του και να φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του Θεού. Κατά τραγικό όμως τρόπο, στο τέλος κάθε τέτοιας προσπάθειας διαπιστώνει ότι βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο που βρισκόταν όταν ξεκίνησε. Η πρώτη προσπάθεια αποδέσμευσης του ανθρώπου από τον Θεό επιχειρείται με την απόπειρα απόκτησης γνώσης. Από την παραδείσια κατάσταση, που χαρακτηριζόταν από τις αρμονικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους, βρίσκεται, απομακρυνόμενος από τον Θεό, σε μια σχέση ανταγωνισμού με τον συνάνθρωπό του και νιώθει απειλημένος από τη φύση που τον περιβάλλει. Η εικόνα που χρησιμοποιεί εδώ η Βίβλος είναι πολύ χαρακτηριστική: Η πρώτη ενέργεια του ανθρώπου, μετά τη διάσπαση της σχέσης του με τον Θεό, είναι να κατασκευάσει για τον εαυτό του ρούχα, να διαχωρίσει, δηλαδή, και να προφυλάξει τον εαυτό του από το περιβάλλον του. Όλες οι αφηγήσεις από κει και πέρα δείχνουν πόσο η διάσπαση αυτή των σχέσεων προχωρεί σε βάθος. Τη διάσπαση των σχέσεων μεταξύ των συζύγων, ακολουθεί η διάσπαση των σχέσεων μεταξύ των αδελφών (ο Κάιν σκοτώνει τον Άβελ). Στον μύθο του γάμου των “υιών του θεού” με τις “θυγατέρες των ανθρώπων” βλέπει η Βίβλος μιαν άλλη αποτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανεξαρτητοποιηθεί από τον Δημιουργό του με την αύξηση των βιολογικών του δυνατοτήτων, μια βελτίωση του είδους που θυμίζει έντονα τις προσπάθειες της σύγχρονης ευγονικής και γενετικής. Το τέλος της ιστορίας αυτής είναι και πάλι μια οικολογική καταστροφή, ο κατακλυσμός, που ακολουθείται από άλλη μια καταστροφή σχέσης, αυτής του πατέρα - γιου (ο Νώε καταριέται τον Χαμ). Αλλά και στην τελευταία αφήγηση της ενότητας, τη σχετική με τον πύργο της Βαβέλ, το θέμα είναι πάλι το ίδιο. Αυτή τη φορά είναι η τεχνολογική ανάπτυξη αυτή που επιτρέπει στον άνθρωπο να “φτάσει στον ουρανό”, όμως και εδώ το αποτέλεσμα είναι ανάλογο. Η ανθρώπινη κοινωνία διασπάται ολοκληρωτικά και ανοίγει έτσι ο δρόμος για τον απόλυτο ανταγωνισμό όλων προς όλους και επομένως και προς τη φύση.
Εναλλακτική θεώρηση της οικολογικής κρίσης
Υπέρμετρη γνώση, βιολογική βελτίωση του είδους και ανάπτυξη της τεχνολογίας χαρακτηρίζουν και τη σημερινή εποχή και από την άποψη αυτή η βιβλική παράσταση της πτωτικής πορείας του ανθρώπου, εκτός από εντυπωσιακή, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ιδιαίτερα επίκαιρη, καθώς περιέχει μια προειδοποίηση για το σήμερα. Όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό, μια μεταφυσική, δηλαδή, προσέγγιση του προβλήματος, που, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, μπορεί να στηρίζεται στη Βίβλο, αλλά απέχει πολύ από το να
είναι βιβλική και καταντά φουνταμενταλιστική ή και ειδωλολατρική. Με βάση τη βιβλική θεώρηση του κακού, άρα και του οικολογικού προβλήματος, ως προβλήματος σχέσεων, η οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης της οικολογικής κρίσης θα πρέπει να κινείται προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης των σχέσεων που διασπάστηκαν. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, τουλάχιστον από ορθόδοξη άποψη, η αποκατάσταση αυτή δεν θεωρείται ως ένα ηθικό πρόβλημα, ως μια εντολή αλλαγής στάσης, αλλά συνδέεται στενά με τη θεία ενανθρώπιση και παρουσία του Χριστού στον κόσμο, που δίνει στην κτίση τη δυνατότητα του αγιασμού μέσα από τον εκκλησιασμό του κόσμου -το μπόλιασμα, δηλαδή, στο θεανθρώπινο σώμα του Χριστού- και την ανάδειξη της ύλης σε μετοχή ζωής μέσα στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Στον βαθμό που ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φθορά και τον θάνατο, τη σχετικότητα του
κτιστού κόσμου, στον βαθμό που αποκαθιστά την αληθινή κοινωνία του με τον Θεό, και επομένως με τον συνάνθρωπό του και τον κόσμο, εξαγιάζεται ο ίδιος και δι’ αυτού ολόκληρη η κτίση. Αυτή η διαφορετική θεώρηση των σχέσεων του ανθρώπου με την κτίση, που καθίσταται δυνατή μόνο μέσα από την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, ο οποίος είναι ο κύριος υπεύθυνος για την ανάπτυξη σχέσεων ανταγωνισμού, υπόκειται και στο ασκητικό ιδεώδες που η Ορθοδοξία προβάλλει ως τη ριζοσπαστικότερη απάντηση στον σύγχρονο καταναλωτικό τρόπο ζωής, μία, δηλαδή, από τις κύριες αιτίες της οικολογικής κρίσης.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η Βίβλος μπορεί να προσφέρει, όχι βέβαια λύση αλλά, τουλάχιστον μια εναλλακτική θεώρηση του οικολογικού προβλήματος, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην αναζήτηση λύσεων που θα κινούνται πέρα από εξωτερικούς ηθικισμούς (όπως π.χ. αποφυγή της χρήσης πλαστικών, προτροπές για σωστή διαχείριση των απορριμμάτων) ή νεοπαγανιστικές παραθρησκευτικές υστερίες (όπως λατρεία της “Μεγάλης Μητέρας Γης”) και άλλα παρόμοια. Όλα αυτά βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η Βίβλος δεν θα χρησιμοποιηθεί ως μια πηγή χωρίων για την αιτιολόγηση και στήριξη των όποιων ανθρώπινων επιλογών, αλλά θα προηγηθεί μια σοβαρή και συνεπής ως προς τη μέθοδο ανάλυση του βιβλικού κειμένου μέσα στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο που αυτό διαμορφώθηκε, από την οποία θα προκύψει η κατανόηση του βιβλικού μηνύματος για την εποχή του, ώστε να γίνουν στη συνέχεια οι απαραίτητες για τη σύγχρονη εποχή αναγωγές.
Πρέπει επίσης να τονιστεί, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι η θεώρηση της οικολογικής κρίσης ως κρίσης πρωτίστως και προπάντων πνευματικής δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί ατομικά, με την αλλαγή νοοτροπίας κάποιων ανθρώπων, ή χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένων δράσεων και κυρίως χωρίς την άμεση παρέμβαση στον τρόπο
παραγωγής - κατανάλωσης, στην καρδιά, δηλαδή, της αγοράς. Η διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη, γιατί δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι βλέπουν την ενασχόληση των θρησκειών με τον οικολογικό προβληματισμό με σκεπτικισμό. Ο σκεπτικισμός αυτός δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητος, αν αναλογιστεί κανείς ότι από τον ιη΄ μ.Χ. αιώνα και εξής, ο Διαφωτισμός γέννησε σειρά ολόκληρη κινημάτων, όπως το εργατικό, το εθνικοαπελευθερωτικό, το αντιπυρηνικό, το φεμινιστικό, το κίνημα για τα δικαιώματα του ανθρώπου, το ειρηνιστικό, κλπ, απέναντι στα οποία οι θρησκείες, και πολύ περισσότερο η Ορθοδοξία, κράτησαν στάση η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί από αρνητική έως, στην καλύτερη περίπτωση, αδιάφορη. Αντίθετα, με την εμφάνιση του οικολογικού κινήματος, η Ορθοδοξία παρουσιάστηκε να τηρεί όχι μόνο μιαν απλώς θετική στάση απέναντι σ’ αυτό, αλλά να αγωνίζεται να το αγκαλιάσει και, μάλιστα, να τεθεί επικεφαλής. Έτσι, αρκετοί θεωρούν ότι δεν πρόκειται για πραγματική αλλαγή στάσης, αλλά, επειδή το οικολογικό κίνημα δεν έχει προσλάβει τόσο έντονα ανατρεπτικά χαρακτηριστικά όπως τα προηγούμενα κινήματα, θεωρείται από τις Εκκλησίες λιγότερο επικίνδυνο για το σύστημα και εύκολο
στο να ποδηγετηθεί. Άλλοι υποστήριξαν ότι ο χαρακτήρας του οικολογικού προβλήματος, το οποίο παρουσιάζεται ως ένα ολιστικό φαινόμενο, προσφέρει έδαφος για ανάμειξη σ’ αυτό των θρησκειών, οι οποίες αρέσκονται στην αντιμετώπιση τέτοιων προβλημάτων. Τέλος, δεν απουσιάζουν και οι περισσότερο κακόπιστες ερμηνείες, σύμφωνα με τις οποίες, επειδή το οικολογικό πρόβλημα προσφέρεται για εύκολες βερμπαλιστικές αναλύσεις και ηθικολογίες, δίνει τη δυνατότητα στην Εκκλησία να εμφανίσει ένα πιο μοντέρνο πρόσωπο, παρουσιάζοντας κάποιες λύσεις που στην ουσία ούτε κοστίζουν τίποτε ούτε το πρόβλημα αγγίζουν.
Ανεξάρτητα από τον βαθμό κακοπιστίας που εμφανίζει κάθε μια από τις παραπάνω απόψεις, είναι αλήθεια ότι για πολλούς χριστιανούς το οικολογικό κατανοείται ως ένα ηθικό πρόβλημα, άσχετο με την πολιτική ή την οικονομία. Εντούτοις, μια τέτοια θεώρηση δεν δικαιολογείται ούτε από την Αγία Γραφή, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι αυτή δεν διαβάζεται σαν ένα όμορφο βιβλίο που περιέχει διδακτικές ιστοριούλες για το Θεό, ούτε από την παράδοση της Εκκλησίας. Πολύ συχνά, για παράδειγμα, αναφέρονται οι θεσμοί του “σαββατικού” και του “ιωβιλαίου έτους” ως χαρακτηριστικά δείγματα “οικολογικής ευαισθησίας” της Βίβλου, εφόσον προβλέπεται η κάθε 7 και 50 χρόνια διακοπή κάθε αγροτικής καλλιέργειας, ώστε να αναπαυθεί η γη. Προσεκτικότερη όμως ανάγνωση του κεφ. κε΄ του βιβλίου του Λευιτικού οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι δεν είναι οικολογικά τα ενδιαφέροντα του συντάκτη των σχετικών διατάξεων, αλλά οι όποιες ευεργετικές για το περιβάλλον συνέπειες προκύπτουν από συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Τα μέτρα αυτά περιγράφονται πολύ αναλυτικά στο συγκεκριμένο κεφάλαιο και αφορούν: α) στην επιστροφή της υπεραξίας της αγροτικής εργασίας κάθε 7 χρόνια στους ίδιους τους εργάτες της γης (Λευ 25:6-7) και β) στην κατάργηση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης στις αγοροπωλησίες γης, η οποία δεν ανήκει στους ιδιοκτήτες της αλλά στον Θεό και η αξία της οποίας επομένως δεν καθορίζεται με βάση τους νόμους της ελεύθερης αγοράς, αλλά με τα χρόνια που απομένουν μέχρι το επόμενο ιωβιλαίο έτος (Λευ 25:14-16). Τέτοιες διατάξεις οδηγούν στη ριζική ανατροπή ολόκληρου του οικονομικού συστήματος και αυτό εξηγεί το γιατί δεν υπάρχει ούτε μια μαρτυρία ότι οι θεσμοί του σαββατικού και του ιωβηλαίου έτους εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο άγιος Συμεών, ο οποίος αναφέρθηκε και παραπάνω. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι το κατεξοχήν πρόβλημα του ανθρώπου είναι η όχι αληθινή σχέση του με τον Θεό, προχωρεί στο έργο του Κατηχήσεις σε ριζοσπαστικότερες θέσεις, που φτάνουν μέχρι τη θεώρηση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας ως πηγής κοινωνικής ανισότητας και πόνου των ανθρώπων και, κατά συνέπεια, ασυμβίβαστου με τη χριστιανική πίστη(4.) Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι χωρίς την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης προς την κατεύθυνση της ριζικής αλλαγής των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και χωρίς συστηματική μελέτη και επεξεργασία κάποιας εναλλακτικής πρότασης για την οικονομία που θα αντικαταστήσει την ισχύουσα οικονομία της αγοράς, οποιαδήποτε συζήτηση για το οικολογικό πρόβλημα θα κινείται στο επίπεδο της θεωρητικής ενασχόλησης.
1 W. Windelband - H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας (μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος) Μ.Ι.Ε.Τ. /Αθήνα 1980, τ. Α΄ σ. 295
2 B. Russell, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας (μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιου) Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια /Αθήνα, τόμ. Α΄ σελ. 72
3 Ησαιας 11:6-9 [Απόδοση: Προφητολόγιον, Τὰ Λειτουργικὰ Ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη].
4 Λόγος Θ΄: 171 ... Τά γάρ ἐν τῷ κόσμῳ πράγματά τε καί χρήματα κοινά τῶν πάντων ἐστίν, ὥσπερ τό φῶς καί ὁ ἀήρ οὗτος ὅν ἀναπνεύομεν, καί αὐτή ἡ βοσκή τοῖς ἀλόγοις ζῴοις ἔν τε τοῖς πεδίοις ἔν τε τοῖς ὄρεσι. Πᾶσι μέν οὖν τά πάντα κοινά τῇ χρήσει μόνῃ τῆς ἀπολαύσεως καθεστήκασι, κατά δεσποτείαν δέ οὐδενός· ἡ δέ πλεονεξία, ὥσπερ τύραννος εἰσελθοῦσα τῷ βίῳ, τά κοινῶς τοῖς πᾶσιν ὑπό τοῦ Δεσπότου δοθέντα ἄλλοθεν ἄλλως ὑπό τῶν αὐτῆς δούλων καί ὑπηρετῶν κατεμερίσατο, φραγμοῖς περικλείσασα καί πύργοις καί μοχλοῖς καί θύραις κατασφαλισαμένη, πάντας ἄλλους ἀνθρώπους τῆς ἀπολαύσεως τῶν τοῦ Δεσπότου ἀγαθῶν ἀπεστέρησε, δεσπότης εἶναι τούτων ἡ 172 ἀναιδής λέγουσα καί μηδένα ἀδικεῖν τῶν ἁπάντων φιλονεικοῦσα. Οἱ δέ ὑπηρέται καί δοῦλοι τῆς τυράννους ταύτης, κατά διαδοχήν ἕκαστος αὐτῶν οὐ δεσπότης τῶν ἀποκειμένων πραγμάτων καί χρημάτων, ἀλλά πονηρός τις δοῦλος καί φύλαξ γίνεται. Πῶς οὖν, εἰ ἐκ τῶν τοιούτων χρημάτων ἤ φόβῳ τῶν ἀπειλουμένων τιμωριῶν ἤ ἐλπίδι τοῦ ἑκατονταπλασίονα λήψεσθαι ἤ συμφοραῖς ἀνθρώπων ἐπικαμφθέντες, ὀλίγα τινά ἤ και πάντα ἐξενεγκόντες, τοῖς ἐν στενοχωρίᾳ καί ὑστερήσει μέχρι τότε παρεωραμένοις δώσουσιν, ἐλεήμονες λογισθήσονται, ἤ ὡς Χριστόν θρέψαντες ἤ ὡς ποιήσαντες ἔργον μισθοῦ ἄξιον; Οὐδαμῶς, ἀλλ᾿ ὡς ἐγώ φημι, καί μετάνοιαν χρεωστοῦσι μέχρι θανάτου, ὑπέρ ὧν ἐπί χρόνοις ταῦτα κατέσχον καί τούς ἀδελφούς τήν χρῆσιν αὐτῶν ἀπεστέρησαν... 175 ... Ὑπέθετο ἡμῖν ὁ διάβολος τά εἰς κοινήν προτεθέντα χρείαν ἰδιοποιήσασθαι καί ἀποθησαυρίσαι αὐτά, ὅπως διά τῆς πλεονεξίας ταύτης δύο ἡμῖν ἐγκλήματα περιάψῃ καί τῆς αἰωνίου τιμωρίας καί κατακρίσεως ὑπαιτίους ποιήσῃ, ἕν μέν τό τῆς ἀνελεημοσύνης, ἕτερον δέ τῆς ἐπί τά ἀποκείμενα χρήματα καί οὐκ ἐπί τόν Θεόν ἐλπίδος.Ὁ γάρ ἀποκείμενα χρήματα ἔχων ἐπί τόν Θεόν ἐλπίζειν οὐ δύναται· καί τοῦτο δῆλον ἐξ ὧν ὁ Χριστός καί Θεός ἡμῶν εἶπεν· “Ὅπου, φησίν, ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται”. Ὁ οὖν μεταδιδούς τοῖς πᾶσιν ἐκ τῶν ἀποκειμένων αὐτῷ χρημάτων, μισθόν ὑπέρ αὐτῶν οὐ χρεωστεῖται λαβεῖν, ἀλλά καί ὑπόδικος μᾶλλόν ἐστι τῆς ἕως τότε ἀδίκου ἀποστερήσεως· οὐ μήν ἀλλά καί ὑπεύθυνος τῶν κατά καιρούς λιμῷ καί δίψει τόν βίον ἀπολειπόντων, οὕς αὐτός τότε δυνάμενος θρέψαι οὐκ ἔθρεψε, κατορύξας τά τῶν πενήτων καί ἐάσας αὐτούς τῷ 176 κρύει καί τῷ λιμῶ βιαίως ἀποθανεῖν, ὡς φονεύς τοσούτων ἀποδειχθείς, ὅσους θρέψαι ἠδύνατο.
[Βλ. http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/symeon_katihiseis.html, όπου αναδημοσιεύεται το σχετικό κείμενο από την έκδοση της σειράς Sources Chrétiennes].
Sourse: http://e-homoreligiosus.blogspot.gr/
-----------------------------------------------------------------------
Βιογραφικό
Ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1952 και από το 1957 κατοικεί στη Θεσσαλονίκη.
Σπούδασε στην Ανωτέρα Ιερατική Σχολή Θεσσαλονίκης (1971-1973) και κατόπιν στο Τμήμα Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ. (1973-1977) από όπου αποφοίτησε με βαθμό «Άριστα». Καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών.
Από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο του 1980 υπηρέτησε ως επιστημονικός συνεργάτης στη Β΄ Έδρα Εισαγωγής και Ερμηνείας της Παλαιάς Διαθήκης της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στον κλάδο Ερμηνευτικής Θεολογίας της ίδιας Σχολής.
Από τον Αύγουστο του 1980 μέχρι τον Ιανουάριο του 1983 - ως υπότροφος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αρχικά, και του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στη συνέχεια – συνέχισε τις σπουδές του στην στην Παλαιά Διαθήκη και στη Φιλολογία των αρχαίων ελληνικών λαών, στο Tübingen της Ο.Δ. Γερμανίας. Αναλυτικότερα˚ στην Ευαγγελική Θεολογική Σχολή σπούδασε Βιβλική Αρχαιολογία με καθηγητή τον S. Mittmann και Βιβλική Εβραϊκή και Αραμαϊκή Γλώσσα με καθηγητή τον H. P. Rüger. Ταυτόχρονα, παρακολούθησε μαθήματα Ερμηνευτικής Θεολογίας τόσο στην ίδια Σχολή όσο και στην Καθολική Θεολογική Σχολή. Στο Ινστιτούτο Αρχαίων Ανατολικών Σπουδών της ίδιας πόλης σπούδασε Δυτικοσημιτική Επιγραφική (εβραϊκές, αραμαϊκές, μοαβιτικές και φοινικικές επιγραφές), Ουγαριτική και Ακκαδική γλώσσα με καθηγητή τον W. Röllig.
Το 1983 αναγορεύθηκε διδάκτορας από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. Η διδακτορική του διατριβή με τίτλο: «Ο Κύριος εβασίλευσεν». Η απόδοση του τίτλου “βασιλιάς” στον Γιαχβέ» βαθμολογήθηκε με “Άριστα”.
Κατά τα έτη 1984-1988 υπηρέτησε, μετά την εκλογή του από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ., ως Λέκτορας στον Τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας, και από το 1989 έως το 1997 στις βαθμίδες του Επίκουρου και του Αναπληρωτή Καθηγητή στον ίδιο Τομέα.
Στις 6.7.1989 εξελέγη παμψηφεί από το Τμήμα Θεολογίας τακτικό μέλος της Συγκλήτου του Α.Π.Θ., στην οποία εκπροσώπησε το Τμήμα κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1989-90 και 1990-91.
Υπήρξε μέλος από ελληνικής πλευράς της Οργανωτικής Επιτροπής της Διάσκεψης Χριστιανών, Μουσουλμάνων και Ιουδαίων για την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ που διοργανώθηκε από το Π.Σ.Ε., το Ποντιφικικό Συμβούλιο για τον Διαθρησκειακό Διάλογο, την Επιτροπή της Αγίας Έδρας για τις Θρησκευτικές Σχέσεις με τους Ιουδαίους και την Παγκόσμια Λουθηρανική Ομοσπονδία. Επίσης, είναι ιδρυτικό μέλος και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρείας και υπεύθυνος του προγράμματος για τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα νέα ελληνικά. Μετέχει στην Επιστημονική Επιτροπή για το σχεδιασμό του μεταφραστικού έργου των Ηνωμένων Βιβλικών Εταιρειών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Διετέλεσε αναπληρωτής Πρόεδρος (1997-1999) και δύο φορές Πρόεδρος (2001-2003 και 2005-2007) του Τμήματος Θεολογίας.
Σήμερα είναι Καθηγητής στο Τμήμα Θεολογίας, όπου διδάσκει Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα.
01
Οκτώβριος 1979-Φεβρουάριος 1980. Θεολόγος Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης στο Γυμνάσιο και Λύκειο Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης.
Από το Σεπτέμβριο 1983 μέχρι τον Αύγουστο 1984 υπηρέτησε ως θεολόγος καθηγητής Μ.Ε. στο Αχλαδοχώρι και στην Αλιστράτη του Νομού Σερρών.
1986-87. Διδασκαλία μαθημάτων Παλαιάς Διαθήκης στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Λάρισας.
1987-89. Διδασκαλία μαθημάτων Παλαιάς Διαθήκης στη Σχολή Επιμόρφωσης Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Θεσσαλονίκης.
1984- Αυτοδύναμη διδασκαλία σειράς μαθημάτων σχετικών με το γνωστικό αντικείμενο της Παλαιάς Διαθήκης σε όλα τα εξάμηνα του προπτυχιακού και του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
02
15.7.-13.9.1990: Ως μέλος εξαμελούς γερμανικής αρχαιολογικής επιτροπής επισκέφτηκε την Ιορδανία και το Ισραήλ / Παλαιστίνη. Το πρώτο μέρος της αποστολής (15.7.- 13.8.1990) περιλάμβανε επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους της Ιορδανίας και στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά με αποκορύφωμα τις ανασκαφές στο χωριό Umm Qais, τη βιβλική πόλη Γάδαρα. Εξερευνήθηκε ένα σημαντικό μέρος του υπόγειου συστήματος ύδρευσης της ελληνιστικής αυτής πόλης και ανακαλύφθηκε μια, επίσης υπόγεια, νεκρόπολη. Η σχετική αρχαιολογική αναφορά δημοσιεύθηκε στο Zeitschrift des Deutschen Palestina Vereins του έτους 1991. Το δεύτερο μέρος της αποστολής (14.8.-13.9.1990) περιλάμβανε επισκέψεις και επιφανειακή επισκόπηση σε αρχαιολογικούς τόπους του Ισραήλ.
Μέλος της συγγραφικής ομάδας του διδακτικού εγχειριδίου των Θρησκευτικών της Α΄ τάξης του Γυμνασίου «Προετοιμασία των ανθρώπων για τον καινούργιο κόσμο του Θεού».
Εκπρόσωπος (από 14.4.1994 μέχρι σήμερα) του Τμήματος Θεολογίας για το συντονισμό του προγράμματος συνεργασίας μεταξύ του Α.Π.Θ. και του Πανεπιστημίου Al. I. Cuja του Ιασίου Ρουμανίας. Επίσκεψη από 26.11 έως 2.12.1994 στο Ιάσιο για επαφές με τις πρυτανικές αρχές και διαλέξεις.
Μέλος της Μικτής Διομολογιακής Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για την έκδοση της σειράς “Οικουμένη: Διάλογος και Προβληματισμοί” και υπεύθυνος για την έκδοση του τεύχους 2: Ο διάλογος Χριστιανισμού - Ισλάμ ως καθήκον, Παρατηρητής /Θεσσαλονίκη 1998.
Μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Διεθνούς Συνεδρίου “Η Θεσσαλονίκη ως κέντρο Ορθοδόξου Θεολογίας - Προοπτικές στη σημερινή Ευρώπη” που πραγματοποιήθηκε από 21 έως 25.5.1997 στην Αίθουσα της Συγκλήτου του Α.Π.Θ. στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Θεσσαλονίκη 1997- Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης”.
03
Α' ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σειρά εισηγήσεων στο BIBLICUM που διοργανώνεται από τον Τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.
Μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής της Δ΄ Σύναξης Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων, που πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη από 25 έως 28.10.1986, με θέμα: “Η Μετάφραση της Αγίας Γραφής στην Ορθόδοξη Εκκλησία”.
Συμμετοχή στο Πρώτο Διεθνές Συμπόσιο “Ορθοδοξία και Ισλάμ”, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από 15 έως 17.12.1990· εισήγηση με θέμα: Παλαιοδιαθηκικές προϋποθέσεις της ορθόδοξης ανθρωπολογίας.
Μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Επιστημονικού Συμποσίου που πραγματοποιήθηκε στη Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ. από 2 έως 3.5.1991 προς τιμήν του ομότιμου καθηγητή Σάββα Αγουρίδη και της Επιτροπής για την έκδοση του σχετικού Τιμητικού Τόμου. Συμμετοχή στο Συμπόσιο με εισήγηση με θέμα: Σχέση Βιβλικής Αρχαιολογίας και Βιβλικής Ερμηνευτικής.
Συμμετοχή στο Θεολογικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο Ιωαννίνων (17.5.1991)· εισήγηση με θέμα: Προβλήματα Διδακτικής της Παλαιάς Διαθήκης στη Μέση Εκπαίδευση.
Συμμετοχή στο Δεύτερο Διεθνές Συμπόσιο “Ορθοδοξία και Ισλάμ”, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα από 6 έως 8.5.1992· εισήγηση με θέμα: Τεχνολογία και ανθρώπινες σχέσεις.
Συμμετοχή στην Ημερίδα του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Δ.Π.Θ. με θέμα “Το θεολογικό γνωστικό αντικείμενο στα Παιδαγωγικά Τμήματα - Διαπιστώσεις και προοπτικές”, που οργανώθηκε στην Αλεξανδρούπολη στις 8.4.1994· εισήγηση με θέμα: Η χριστιανική πίστη, όπως μας παραδόθηκε, και όπως βιώνεται σήμερα, και το χρέος μετάδοσής της στα παιδιά.
Εκπρόσωπος (από 14.4.1994 μέχρι σήμερα) του Τμήματος Θεολογίας για το συντονισμό του προγράμματος συνεργασίας μεταξύ του Α.Π.Θ. και του Πανεπιστημίου Al. I. Cuja του Ιασίου Ρουμανίας. Επίσκεψη από 26.11 έως 2.12.1994 στο Ιάσιο για επαφές με τις πρυτανικές αρχές και διαλέξεις.
Μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Σεμιναρίου Ορθόδοξης Θεολογίας που διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Οικουμενικό Ινστιτούτο του Bossey στην Θεσσαλονίκη από 24.4 έως 4.5.1994 και εισηγητής στο ίδιο Σεμινάριο με θέμα: DieSchriftinderOrthodoxeTradition.
Συμμετοχή στο Δ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα “Ο πνευματικός προσανατολισμός της Ευρώπης - Η συμβολή του ανατολικού και δυτικού χριστιανισμού”, που διοργανώθηκε από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και το Ateneum Antonianum Ρώμης και πραγματοποιήθηκε στην Αλεξανδρούπολη από 3 έως 7.9.1995.
Συμμετοχή στο Διεθνές και Διεπιστημονικό Συμπόσιο για τα 1900 χρόνια από τη συγγραφή του βιβλίου της Αποκαλύψεως που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα και στην Πάτμο από 17 έως 26.9.1995· εισήγηση με θέμα: Βιβλιοφαγία στον Ιεζεκιήλ και την Αποκάλυψη.
Συμμετοχή στην εκδήλωση του Τομέα Βιβλικής Γραμματείας και Θρησκειολογίας του Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ. “Δέκα χρόνια μνήμης Βασίλη Στογιάννου” που διοργανώθηκε στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. στις 11.3.1996· εισήγηση με θέμα: Οι αποδέκτες της βιβλικής ερμηνείας.
Συμμετοχή στο Διατμηματικό Συμπόσιο “Ορθοδοξία και Φυσικό περιβάλλον” που διοργανώθηκε από τα Τμήματα Θεολογίας, Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας και Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. από 3 έως 4.4.1997· εισήγηση με θέμα: Βιβλικές προϋποθέσεις αντιμετώπισης του οικολογικού προβλήματος.
Μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής του Διεθνούς Συνεδρίου “Η Θεσσαλονίκη ως κέντρο Ορθοδόξου Θεολογίας - Προοπτικές στη σημερινή Ευρώπη” που πραγματοποιήθηκε από 21 έως 25.5.1997 στην Αίθουσα της Συγκλήτου του Α.Π.Θ. στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Θεσσαλονίκη 1997- Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης”.
Συμμετοχή στο Γ΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα “Ο απόστολος Παύλος και ο ευρωπαϊκός πολιτισμός”, που διοργανώθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Γ΄ Παύλεια” από την Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στην Βέροια από 26 έως 28.6.1997· εισήγηση με θέμα: Βιβλική Ερμηνευτική στη σύγχρονη Ευρώπη, Το πρόβλημα της αλλαγής παραδείγματος στη βιβλική ερμηνευτική σε σχέση με τις πολιτικές αλλαγές σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Συμμετοχή στο Διεθνές Συμπόσιο για το κείμενο και τη μετάφραση της Βίβλου που διοργανώθηκε από τις Ηνωμένες Βιβλικές Εταιρείας στην Αθήνα από 1 έως 3.9.1997· εισήγηση με θέμα: TheOriginalOldTestamentTextintheOrthodoxChurch.
Συμμετοχή στην Θ΄ Σύναξη Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων με θέμα “Οι δύο προς Θεσσαλονικείς Επιστολές του απ. Παύλου”, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερισσό από 13 έως 16.9.1997· εισήγηση με θέμα: Η δευτερονομιστική παράδοση στην Α΄ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή.
Διάλεξη στο Ίδρυμα “Άρτος Ζωής” στις 4.12.1997 με θέμα: Παλαιά Διαθήκη και πολυπολιτισμική κοινωνία
Μέλος της Μικτής Διομολογιακής Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για την έκδοση της σειράς “Οικουμένη: Διάλογος και Προβληματισμοί” και υπεύθυνος για την έκδοση του τεύχους 2: Ο διάλογος Χριστιανισμού - Ισλάμ ως καθήκον, Παρατηρητής /Θεσσαλονίκη 1998.
Συμμετοχή στο Δ΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα “Ο απόστολος Παύλος και η Ελλάδα”, που διοργανώθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Δ΄ Παύλεια” από την Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στην Βέροια από 25 έως 27.6.1998· εισήγηση με θέμα: Από την Ουγαρίτ στην Κόρινθο, Ιστορικοκριτική και ρητορική ανάλυση του Α΄ Κορ. 14:33β-36.
Διάλεξη στο αμφιθέατρο του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Μονή Βλατάδων, στις 29.6.1998 με θέμα: Η παύλεια θεώρηση της Ιστορίας στην Α΄ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή.
Διάλεξη στη Χριστιανική Εστία Λάρισας στις 27.2.1999 με θέμα: Μύθος και Ιστορία στην Παλαιά Διαθήκη
Συμμετοχή στο Ε΄ Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα “Ο απόστολος Παύλος και το φυσικό περιβάλλον”, που διοργανώθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων “Ε΄ Παύλεια” από την Ι. Μ. Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας στην Βέροια από 25 έως 28.6.1999· εισήγηση με θέμα: Από τον Θαλή τον Μιλήσιο στον Απόστολο Παύλο. Το οικολογικό πρόβλημα ως πρόβλημα σχέσεων - Βιβλική θεώρηση.
Συμμετοχή στο Στ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα “Θεσμός και χάρισμα στις παραδόσεις Ανατολής και Δύσης” που διοργανώθηκε από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και το Ateneum Antonianum Ρώμης και πραγματοποιήθηκε στην Θεσσαλονίκη και στην Βέροια από 4 έως 8.9.1999· εισήγηση με θέμα: Θεσμός και χάρισμα στην Παλαιά Διαθήκη.
Β' ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
8.10.1987: Διάλεξη στο Κέντρο Αρχαίων Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Κλήμεντ Όχδρισκι της Σόφιας, με θέμα “DieBedeutungderEbla-ZivilisationfürdieGeschichtedesAltenOrients”, στο πλαίσιο του προγράμματος συνεργασίας των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Σόφιας.
19.10.1989: Διάλεξη στο Κέντρο Αρχαίων Γλωσσών και Πολιτισμών του Πανεπιστημίου Κλήμεντ Όχδρισκι της Σόφιας, με θέμα “DieBeziehungen ÄgyptenszuUgaritinderAmarnaZeit”, στο πλαίσιο του προγράμματος συνεργασίας των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης και Σόφιας.
15.7.-13.9.1990: Ως μέλος εξαμελούς γερμανικής αρχαιολογικής επιτροπής επισκέφτηκε την Ιορδανία και το Ισραήλ / Παλαιστίνη. Το πρώτο μέρος της αποστολής (15.7.- 13.8.1990) περιλάμβανε επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους της Ιορδανίας και στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά με αποκορύφωμα τις ανασκαφές στο χωριό Umm Qais, τη βιβλική πόλη Γάδαρα. Εξερευνήθηκε ένα σημαντικό μέρος του υπόγειου συστήματος ύδρευσης της ελληνιστικής αυτής πόλης και ανακαλύφθηκε μια, επίσης υπόγεια, νεκρόπολη. Η σχετική αρχαιολογική αναφορά δημοσιεύτηκε στο Zeitschrift des Deutschen Palestina Vereins του έτους 1991. Το δεύτερο μέρος της αποστολής (14.8.-13.9.1990) περιλάμβανε επισκέψεις και επιφανειακή επισκόπηση σε αρχαιολογικούς τόπους του Ισραήλ.
Συμμετοχή στην Ζ΄ Σύναξη Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων που πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι (Ρουμανία) από 25 έως 30.9.1993· εισήγηση με θέμα: Ακαδημαϊκή Ερμηνευτική της Βίβλου και Εκκλησία.
Συμμετοχή στο Γ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα “Πνευματικότητα της Εκκλησιαστικής Ζωής στην Ανατολή και τη Δύση - Η κοινωνική διάσταση της πνευματικότητας”, που διοργανώθηκε από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και το Ateneum Antonianum Ρώμης και πραγματοποιήθηκε στην Βενετία (Ιταλία) από 5 έως 8.9.1994· εισήγηση με θέμα: Ανακεφαλαίωση της Θείας Οικονομίας και πνευματική αναγωγή, ως δομικά χαρακτηριστικά της βυζαντινής λειτουργικής πράξης.
Συμμετοχή στην Η΄ Σύναξη Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων που πραγματοποιήθηκε στην Μεσήμβρια (Νεσέμπαρ) της Βουλγαρίας από 10 έως 15.9.1995· εισήγηση με θέμα: Το ιουδαϊκό υπόβαθρο του Γαλ. γ΄ 17 .
Κεντρικός ομιλητής με θέμα “Zukunftsvisionenfürden Ökumenismus” στο 81ο Οικουμενικό Συμπόσιο που διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Pro Oriente στην Βιέννη (Αυστρία) στις 18.11.1996
Συμμετοχή στο Ε΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα “Αγιότητα και ζωή εν αγίω Πνεύματι στις παραδόσεις Ανατολής και Δύσης”, που διοργανώθηκε από το Τμήμα Θεολογίας Α.Π.Θ. και το Ateneum Antonianum Ρώμης και πραγματοποιήθηκε στην Ασίζη (Ιταλία) από 5 έως 8.9.1997· εισήγηση με θέμα:Ζωή εν αγίω Πνεύματι και θεσμοθετημένες εκφράσεις της πίστης, Βιβλική θεώρηση.
Συμμετοχή στο Διεθνές Συμπόσιο Ορθοδόξων και μη Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων που διοργανώθηκε από την SNTS στη Μονή Neamt της Μολδαβίας (Ρουμανία) από 4 έως 11.9.1998.
Συμμετοχή ως εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριάρχη στη Σύσκεψη των Γενικών Γραμματέων των Εθνικών Βιβλικών Εταιρειών της περιοχής Ευρώπης - Μέσης Ανατολής και Εκπροσώπων των Ορθοδόξων και Ανατολικών Εκκλησιών που διοργανώθηκε από τις Ηνωμένες Βιβλικές Εταιρείες στην Κύπρο από 1 έως 3 .2.1999· εισήγηση με θέμα: ThePlaceandtheRoleoftheBibleSocietyinGreece.
Sourse: http://users.auth.gr/~mkon/biography.html
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά