Ελληνικά Ολοκαυτώματα
Η Κατοχή αποτελεί μια οπό τις πιο συγκλονιστικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Ο λαός μας, εξαντλημένος από την πολεμική εποποιία του 1940, υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει
πολλαπλές περιπέτειες και κακουχίες. Την εισβολή των κατακτητών, το πρόβλημα της επιβίωσης, την οδυνηρή περιπέτεια της πείνας, εκτελέσεις, βασανιστήρια και καταστροφές.
17 Οκτώβρη 1941 : οι Γερμανοί κύκλωσαν τα χωριά Ανω και Κάτω Κερδύλλια της επαρχίας Νιγρίτας του Νομού Σερρών και εκτέλεσαν 222 άρρενες κατοίκους από 15 έως 60 χρόνων.
Ξημερώματα της 23-10-1941 : το Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης περικυκλώνεται από 40 αυτοκίνητα με άνδρες της Βέρμαχτ (Γερμανικός Στρατός). Οι Γερμανοί στρατιώτες συγκεντρώνουν όλους τους κατοίκους, διαχωρίζουν τους άντρες ηλικίας 16-69 χρόνων και δίνουν στα γυναικόπαιδα 2ωρη διορία να συγκεντρώσουν «όσα κινητά πράγματα δυνηθώσι».
Ακολουθεί η εκτέλεση, «ομαδικώς και δι' αυτομάτων όπλων», όλων των συλληφθέντων αντρών του χωριού. Η αναφορά του νομάρχη κάνει λόγο για 135 εκτελεσθέντες, ενώ αυτή της γερμανικής διοίκησης για 142.
28-29 Σεπτεμβρίου 1941 : Στο διάστημα αυτό, οι Βούλγαροι στρατιώτες με την ανοχή των Γερμανών συμμάχων τους εκτελούν στη Δράμα τουλάχιστον 1500 κατοίκους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μόνο στο Δοξάτο, στις 29 Σεπτεμβρίου, οι Βούλγαροι εκτέλεσαν τουλάχιστον 200 άνδρες ηλικίας 17-50 ετών.
22-25 Απριλίου 1944 : Γερμανοί περικυκλώνουν το χωριό Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης. Εκτελούν 150 κατοίκους και πυρπολούν όλα τα σπίτια τους.
16 Φεβρουαρίου 1943 :Οι Ιταλικές δυνάμεις μπαίνουν στο χωριό Δομένικο (που είναι κοντά στην Ελασσόνα), συλλαμβάνουν τους 117 άνδρες του χωριού και τους εκτελούν.
1 Μαρτίου 1943 :Οι κατακτητές εκτελούν 26 άτομα στη Θεσσαλονίκη στο Στρατόπεδο Παύλου Μελά.
29 Μαρτίου 1943 : Οι Ιταλοί πυρπολούν πάνω από 200 σπίτια στα Φάρσαλα και εκτελούν 27 άτομα.
6 Ιουνίου 1943 : Οι Ιταλοί εκτέλεσαν 106 Έλληνες κρατουμένους του στρατοπέδου της Λάρισας.
25 Ιουλίου 1943 : Οι κατακτητές εκτελούν 154 άτομα στην Μουσιώτισα της Ηπείρου.
Αύγουστος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Κομμένο της Άρτας 317 κατοίκους και καίνε το χωριό. Μεταξύ των θυμάτων ήταν 74 παιδιά κάτω των 10 ετών.
4 Σεπτέμβρη 1943 : Οι Γερμανοί πολιόρκησαν το χωριό Λιγγάδες της Ηπείρου, έβαλαν φωτιά και έκαψαν ζωντανούς 84 κατοίκους, απ' τους οποίους οι 40 ήταν παιδιά κάτω των 10 ετών.
21 Σεπτεμβρίου 1943 : Οι Γερμανοί σκότωσαν 44 κατοίκους του χωριού Ελευθέριον.
Δεκέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί εκτελούν στα Καλάβρυτα Αχαΐας συνολικά 1104 άνδρες (από 14 χρονών και πάνω). Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου είχαν καταστρέψει 1000 σπίτια. Η συγκεκριμένη ναζιστική κτηνωδία έχει μείνει στην ιστορία.
16 Σεπτεμβρίου 1943 : Πραγματοποιούνται τα ολοκαυτώματα Βιάννου και Ιεράπετρας. Τα ναζιστικά στρατεύματα εκτελούν 451 άτομα στην επαρχία Βιάννου του Νομού Λασιθίου.
Νοέμβριος 1943 : Τα ναζιστικά στρατεύματα σκότωσαν 50 άτομα στο Άργος.
Νοέμβριος 1943 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 118 άτομα στο Μονοδέντρι Λακωνίας Από τους 118 εκτελεσθέντες οι 89 ήταν Σπαρτιάτες. Μέσα στα θύματα υπήρχαν και ανήλικα παιδιά και μια γυναίκα.
3 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 50 πολίτες στην Πάτρα.
5 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα απαγχόνισαν 50 κρατουμένους από το στρατόπεδο της Τρίπολης (που ήδη λειτουργούσε ως κέντρο ομηρείας και προμηθείας θυμάτων «προς παραδειγματισμό») στο σιδηροδρομικό σταθμό Ανδρίτσας Άργους.
7 Δεκεμβρίου 1943 : Τα κατοχικά στρατεύματα εκτέλεσαν 40 ομήρους στις φυλακές του Γυθείου Λακωνίας.
Δεκέμβριος 1943 : Στο Νομό Λακωνίας οι Γερμανοί εκτελούν συνολικά 119 άτομα (στην Ανδρίτσα, στον Πασσαβά κ.α.).
3 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 30 άτομα στην Πάτρα.
8 Ιανουαρίου 1944 : Εκτελούνται 12 άτομα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη.
22 Ιανουαρίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στην Πάτρα 30 άτομα.
Ιανουάριος 1944 : Εκτελέστηκαν 456 όμηροι από τις φυλακές της Τρίπολης.
23 Φεβρουαρίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν στην Κατερίνη Πιερίας 40 άτομα.
24 Φεβρουαρίου 1944 : Εκτελέστηκαν στη Μεγαλόπολη Αρκαδίας από τους Γερμανούς 204 ατομα από τις φυλακές της Τρίπολης.
31 Μαρτίου 1944 : Οι Γερμανοί σκότωσαν στην Κρανώνα 65 ομήρους.
Μάρτιος-καλοκαίρι 1944 : Εκτελούνται στο Μονοδέντρι Λακωνίας 50 άτομα το Μάρτιο, στη Σπάρτη 244 άτομα τον Απρίλιο-Μάρτιο,
στις περιοχές Α. Δημήτριος, Ζούπαινα, Σουστιάνοι (της Λακωνίας) 40 άτομα τον Ιούνιο, στις περιοχές Πάνιτσα -Σκαμνάκι-Γύθειο 77 άτομα το καλοκαίρι.
1942-1944 : Συνολικά περίπου 60,000 Εβραίοι της Ελλάδας εξοντώθηκαν από τους Γερμανούς με δόλιο και βίαιο τρόπο στην περίοδο της κατοχής. Ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ εκτιμά ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων είναι 56.385. (Πηγή : Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα. ’)
5 Απριλίου 1944 : Μονάδες των (γερμανικών) SS πυρπολούν το χωριό Κλεισούρα του Νομού Καστοριάς και σκοτώνουν 280 κατοίκους του που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν γυναίκες και παιδιά. Τα SS και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση του Βούλγαρου Κάλτσεφ, άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα σπίτια. Ο σφαγέας της Κλεισούρας ήταν ο συνταγματάρχης Karl Schumers (Καρλ Σύμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS.
24 Απριλίου 1944 : Στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) που είναι κοντά στην Πτολεμαΐδα, οι Γερμανοί σκότωσαν 318 κατοίκους. Η ιστορική κωμόπολη στους πρόποδες του Βερμίου, καταστράφηκε ολοσχερώς από τη ναζιστική βαρβαρότητα.
Απρίλιος 1944 : Εκτελούνται στη Λαμία περίπου 150 άτομα και στη Λάρισα 64.
6 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 50 άτομα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής.
6 Απριλίου 1944 : Οι Ναζί εκτελούν 50 άτομα στη Βέροια.
9 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 50 άτομα στην Κόρινθο.
10 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται 6 πολίτες στη Λαμία.
14 Απριλίου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν στο Αγρίνιο 120 άτομα.
24 Απριλίου 1944 : Οι κατακτητές πυρπολούν το Μέτσοβο και σκοτώνουν 150 άτομα.
25 Απριλίου 1944 : Εκτελούνται στον Καρακόλιθο 134 κρατούμενοι των φυλακών Λιβαδειάς.
Απρίλιος-Ιούνιος 1944 : Γερμανοί καίνε σπίτια και εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι, τον Άγιο Πέτρο και τα Βούρβουρα της Αρκαδίας.
1 Μαΐου 1944 : Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής οι Γερμανοί εκτελούν 200 κρατούμενους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου. Αυτές οι εκτελέσεις έγιναν ως αντίποινα για την επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον Γερμανών στην Πελοπόννησο, στις 27-4-1944, που προκάλεσε τον τραυματισμό 5 Γερμανών και το θάνατο 4, ανάμεσά τους και ο διοικητής της 41ης Γερμανικής Μεραρχίας υποστράτηγος Krech.
3 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 57 κρατούμενους από τις φυλακές Χατζηκώστα και 18 γυναίκες από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
4 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 16 δημόσιοι υπάλληλοι.
5 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στη Χαλκίδα 46 άτομα.
10 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 92 άτομα Ανάμεσά τους ήταν 10 γυναίκες.
11 Μαΐου 1944 : Εκτελούνται 100 άτομα στη Βοιωτία.
12 Μαΐου 1944 : Απαγχονισμός 24 κρατουμένων από το στρατόπεδο της Λάρισας στον Δοξαρά.
16 Μαΐου 1944 : Εκτέλεση 120 ατόμων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
23 Μαΐου 1944 : Πυρπόληση του χωριού Λίμνη Αργολίδας και εκτέλεση 86 κατοίκων .
28 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί εκτελούν 15 άτομα στο Βαθυτόπι Κορινθίας.
31 Μαΐου 1944 : Οι Γερμανοί σκοτώνουν 40 άτομα στο Δασολοφο των Φαρσάλων.
2 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 22 χωρικών στο Κοντομάρι Κυδωνίας, στην Κρήτη.
6 Ιουνίου 1944 : Εκτέλεση 101 ατόμων από το στρατόπεδο Παύλου Μελά στο δρόμο Θεσσαλονίκης – Κιλκίς.
9 Ιουνίου 1944 : Σύλληψη των 1795 Ελληνοεβραίων της Κέρκυρας. Μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα και εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
10 Ιουνίου 1944 : Οι άντρες των SS σκοτώνουν 229 άτομα στο χωριό Δίστομο που βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του Νομού Βοιωτίας. Επίσης σκοτώνουν 67 πολίτες στα γύρω χωριά, στα χωράφια και τους δρόμους. Η ναζιστική βαρβαρότητα σημείωσε νέο ρεκόρ. Οι δολοφόνοι των SS κατασφάξανε ακόμα και έγκυες γυναίκες, γέροντες, μικρά παιδιά και μωρά. Για αυτό το απάνθρωπο έγκλημα, ο Γερμανός Στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι που ήταν ο υπεύθυνος τιμωρήθηκε μόνο με 15 χρόνια φυλάκιση, από τα οποία εξέτισε μόνο τα 3.
26 Ιουνίου – 2 Ιουλίου 1944 : Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών στην Κυνουρία Αρκαδίας και στο όρος Πάρνωνας . Εκτελούν 202 πολίτες και συλλαμβάνουν άλλους 500.
1 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί απαγχονίζουν 50 κρατουμένους του στρατοπέδου Χαϊδαρίου στο Χαρβάτι Αττικής.
2 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ατόμων στα Σφαγεία της Θεσσαλονίκης.
6 Ιουλίου 1944 : Γερμανοί εκτελούν 200 άτομα στα Λιόσια Αττικής.
21 Ιουλίου 1944 : Εκτέλεση 50 ομήρων από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.
24 Ιουλίου 1944 : Σύλληψη περίπου 1700 Εβραίων των Δωδεκανήσων. Στη συνέχεια στάλθηκαν σε στρατόπεδα όπου εξοντώθηκαν σχεδόν όλοι.
3-22 Ιουλίου 1944 : Οι Γερμανοί κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Πίνδο. Εκτέλεση 161 πολιτών, καταστροφή 4450 οικιών, 5500 καλυβιών, μαντριών και αχυρώνων. Απερίγραπτη λεηλασία και συλλήψεις 427 ομήρων.
31 Ιουλίου 1944 : Οι κατακτητές εκτελούν 59 άτομα στα Καλύβια Αγρινίου.
9 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί ανακοίνωσαν ότι εκτέλεσαν 50 άτομα στα βόρεια της Μάνδρας.
13 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί πραγματοποιούν το μπλόκο της Καλαμαριάς. Εκτελούν 15 κατοίκους.
Δαμάστα, 21 Αυγούστου 1944 : Οι Γερμανοί εκτέλεσαν στις 21 Αυγούστου 1944 τους 30 πιο μάχιμους άνδρες του χωριού στη θέση «Κερατίδι». Στη συνέχεια εκκένωσαν και ισοπέδωσαν το χωριό.
8 Σεπτεμβρίου 1944 : Εκτελούνται στη Θεσσαλονίκη 8 Εβραίοι.
30 Σεπτεμβρίου 1944 : Οι Ιταλοί εκτελούν 49 άτομα στην Παραμυθιά της Ηπείρου.
Σεπτέμβριος 1944 : Γερμανικές μονάδες εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης. Το Τάγμα του Σούμπερτ σκόρπισε τον τρόμο. Συνολικά έκαψαν πυροβόλησαν ή έσφαξαν 146 άτομα, εκ των οποίων οι 109 ήταν γυναίκες. Οι περισσότεροι από τους δολοφονηθέντες κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού.
ΚΟΝΤΟΜΑΡΙ ΚΡΗΤΗΣ
Η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων στην Ευρώπη
Τον Μάϊο του 1941 και ενώ οι κατακτητές και οι κούϊσλιγκς κυβερνούσαν την κατεχόμενη ηπειρωτική Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση, που είχε διαφύγει στην Κρήτη, προκειμένου να μην δώσει νόμιμο έρεισμα στην κατοχή της χώρας, μαζί με τους Βρετανούς, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, καθώς και με την αμέριστη συμπαράσταση και ενεργή συμμετοχή του κρητικού λαού, αποφάσισαν να αντισταθούν και να αποτρέψουν την κατάληψη του νησιού από τους ναζί. Η Μάχη της Κρήτης υπήρξε σκληρή και ανελέητη και κυρίως καταστροφική για τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν βαριές απώλειες, με σημαντικότερη την αχρήστευση ενός σημαντικού όπλου της ναζιστικής πολεμικής μηχανής - τους αλεξιπτωτιστές, οι οποίοι, μέχρι τότε, είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του γερμανικού blitzkrieg στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Μάχη της Κρήτης και οι βαριές απώλειες του σώματος των Γερμανών αλεξιπτωτιστών υποχρέωσαν τους Γκαίρινγκ και Χίτλερ να μην ξαναχρησιμοποιήσουν το εν λόγω σώμα στις μετέπειτα μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αφού είχε χαθεί, πλέον, το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, το οποίο συνόδευε την δράση τους κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Το πρωί τnς 20ης Μαΐου 1941, οι αλεξιπτωτιστές του ΙΙΙ Τάγματος Εφόδου έπεσαν στα ανατολικά του αεροδρομίου του Μάλεμε, μέχρι τον Πλατανιά, όπου δέχτηκαν τα πυρά των Νεοζηλανδών, ενώ ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν και τους περιοίκους «παντός φύλου και ηλικίας, επιτιθέμενους εναντίον των δια πρωτογόνων μέσων», με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος της ημέρας σχεδόν να εκμηδενιστούν: επί 600 ανδρών σκοτώθηκαν περίπου οι 400, συμπεριλαμβανομένων του διοικητού και του υποδιοικητού του τάγματος, καθώς και τριών από τους τέσσερις διοικητές λόχων. Ο υποσμηναγός Horst Trebes ήταν ο μόνος αξιωματικός που γλίτωσε χωρίς να χτυπηθεί. Οι δραματικές ώρες που έζησε εκείνη την ημέρα επρόκειτο να σφραγίσουν τη μοίρα του γειτονικού χωριού Κοντομαρί. Μετά το πέρας της μάχης και την οριστική κατάληψη της Kρήτης, απόσπασμα του ΙΙΙ Τάγματος, με επικεφαλής τον ίδιο, εισήλθε στο χωριό το πρωί της 3ης Ιουνίου και με συνοπτικές διαδικασίες συγκέντρωσε και εκτέλεσε σε γειτονικό λιόφυτο 23 άνδρεs που βρέθηκαν επί τόπου. Οι σκηνές των γεγονότων φωτoγραφήθηκαν σχεδόν καρέ - καρέ από ένα Γερμανό φωτογράφο που συνόδευε τους αλεξιπτωτιστές και οι σχετικές φωτογραφίες ανακαλύφθηκαν σαράντα χρόνια αργότερα, στα Γερμανικά αρχεία, από τον δημοσιογράφο Βάσο Μαθιόπουλο.
Το απομεσήμερο, στις 2 Ιουνίου του 1941 οι αλεξιπτωτιστές του υπολοχαγού Τρέμπες, με διαταγή του στρατηγού Στούντεντ – όπως είπαν, μετά τον πόλεμο και την ήττα της Γερμανίας, ενώ ο ίδιος ο Στούντεντ αποκάλυψε ότι διατάχθηκε από τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, ο οποίος ήταν και αρχηγός της γερμανικής αεροπορίας – εισέβαλαν στο Κοντομαρί Χανίων και συνέλαβαν 25 άνδρες κατοίκους (ηλικίας από 18 έως 50 ετών και τους εκτέλεσαν, εν ψυχρώ, χωρίς καμμία άλλη διαδικασία.
Οι ναζί, μάλιστα, φωτογράφησαν και το γεγονός, με κάθε του λεπτομέρεια, δια του υπολοχαγού Βανς Πήτερ Βαίξλερ. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, που ακολουθούν είναι προϊόν εκείνης της φωτογράφησης και προέρχονται από τα Γερμανικά Ομοσπονδιακά Αρχεία, όπως τα δημοσίευσε το 1980 ο Βάσος Μαθιόπουλος στο βιβλίο του ‘‘ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ’’.
Οι Ναζί μπαίνουν στο Κοντομαρί |
Άμαχοι |
το περήφανο βλέμμα |
1943 - «Επιχείρηση Καλάβρυτα»
Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων, τόπος με μακραίωνη ιστορική διαδρομή και επαναστατικό παρελθόν, υπέστη την περίοδο της Κατοχής τεράστιες απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, με μαζικές εκτελέσεις αμάχων και ολοκληρωτικές καταστροφές.
Το καλοκαίρι του 1943, άρχισαν εκτελέσεις, βομβαρδισμοί και καταστροφές χωριών:
- Ιούλιος 1943 (29/07): Βομβαρδισμός των χωριών Λαπάτα, Τρεχλό, Μάνεσι. Μεταξύ των 16 θυμάτων και μικρά παιδιά.
- Αύγουστος 1943 (31/08): Πυρπόληση του χωριού Άνω Λουσοί. Εκτέλεση 4 κατοίκων. Απαγχονισμός στην πλατεία του Χελμού των Καλαβρύτων του νεαρού Ντίνου Παυλόπουλου.
- Νοέμβριος 1943 (29/11): Βομβαρδισμός του χωριού Βυσωκά. 13 νεκροί, τραυματίες και καταστροφή οικιών.
Οι εγκληματικές πράξεις των Γερμανικών στρατευμάτων Κατοχής κορυφώθηκαν το Δεκέμβριο του 1943, σε μια οργανωμένη εκκαθαριστική επιχείρηση της περιοχής των Καλαβρύτων, γνωστή ως «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalawrita», από 5 έως 15 Δεκεμβρίου 1943). Μια από τις πιο σκληρές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα.
Από τις αρχές του 1943, στο χώρο της Αιγιαλείας και των Καλαβρύτων συνέβησαν σημαντικά αντιστασιακά γεγονότα, μεταξύ των οποίων η Μάχη Ρογών-Κερπινής (16-17/10/1943), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του Γερμανικού λόχου και τη σύλληψη 86 Γερμανών αιχμαλώτων. Μετά τη διαμόρφωση ενός γενικότερου κλίματος ανησυχίας για την αντιστασιακή δράση στην περιοχή των Καλαβρύτων, η 117 Μονάδα Κυνηγών αποφασίζει να δράσει.
Τα Γερμανικά στρατεύματα, που ξεκίνησαν από Τρίπολη, Αίγιο, Πάτρα, ακολούθησαν ακτινωτή πορεία σύμφωνα με τους γερμανικούς χάρτες, με κατεύθυνση την επαρχία Καλαβρύτων και κατάληξη τα Καλάβρυτα.
Οι Γερμανικές δυνάμεις, μηχανοκίνητες και πεζοπόρες, που ξεκινούν από την Πάτρα, στις 05/12/1943 με κατεύθυνση τα Καλάβρυτα, είχαν επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Γιούλιους Βόλφιγκερ (G. Wolfinger) και ακολούθησαν το δρόμο Πάτρα - Χαλανδρίτσα - Καλάβρυτα, απόσταση 77 χιλιομέτρων.
Στο ξεκίνημά τους λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τη Μονή Ομπλού, σε μικρή απόσταση νότια της Πάτρας.
- Στις 06/12, μετά από ένα ατύχημα του Wolfinger, διοικητής ορίστηκε ο Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), διοικητής του συντάγματος Αιγίου.
- Στις 07/12, τα πεζοπόρα τμήματα χτένισαν στο πέρασμά τους όλα τα χωριά και σκόρπισαν τη φωτιά και το θάνατο. Στην Κάτω Βλασία σκότωσαν 3 άνδρες και 1 γυναίκα και στον Κάλανο 3 βοσκούς από τα Καλάβρυτα και έναν ακόμη πολίτη. Μετά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η μία πήγε προς Λεχούρι - Τριπόταμα - Δίβρη και επέστρεψε από Μορόχοβα - Λειβάρτζι και η άλλη συνέχισε προς Καλάβρυτα.
- Στις 08/12, πέρασαν από το Μάνεσι και το Σαραδί, σκότωσαν 1 άνδρα.
- Στις 09/12, έφταοαν στη διασταύρωση του δρόμου Σκεπαστού-Κλειτορίας. Στο εκκλησάκι της Αγίας Άννας, συγκέντρωσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό του χωριού Βυσωκά και, μετά από μια σύντομη ομιλία, τους άφησαν ελεύθερους. Την ίδια μέρα, μπήκαν στα Καλάβρυτα.
- Στις 10/12, εκτέλεσαν στο χωριό Συρμπάνι (Πριόλιθος) 5 άνδρες.
Οι Γερμανικές δυνάμεις από Αίγιο προς Καλάβρυτα, με επικεφαλής τον αντισυνταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ (Ebersberger), εφόρμησαν στα Καλάβρυτα, με 3 πεζοπόρα τμήματα.
- Στις 06/12 άλλη πεζοπόρο ομάδα, από το Αίγιο, προχώρησε με πορεία από τον Κερενίτη ποταμό προς Πλατανιώτισσα, Βιλιβίνα και Μαμουσιά, στην οποία, αφού εγκαταστάθηκε, έστησε ενέδρα.
- Στις 07/12 , πεζοπόρες φάλαγγες από το Αίγιο προχωρούν κάνοντας εκκαθαριστικές επιχειρηθείς και αφού κατέβηκαν από την οροσειρά Σταυριά πάνω από το χωριό Ρογοί, τοποθέτησαν μυδράλια και όλμους.
- Στις 08/12, ο Ebersberger χώρισε το στρατό σε δύο ομάδες και μπήκαν το πρωί στους Ρογούς. Έκαψαν ολοσχερώς το χωριό και εκτέλεσαν 65 άνδρες και παιδιά.
- Άλλη ομάδα μπήκε την ίδια ημέρα στην Κερπινή, έβαλαν φωτιά και εκτέλεσαν 38 άνδρες και παιδιά,
- Στη συνέχεια, έκαψαν την Άνω και Κάτω Ζαχλωρού και σκότωσαν 19 άνδρες. Ακολούθως έφτασαν στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου και σκότωσαν 16 άτομα, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς, ενώ εκτέλεσαν και 9 μοναχούς, στη θέση Ψηλός Σταυρός.
- Στις 09/12, έφτασαν στο χωριό Σούβαρδο, όπου έβαλαν φωτιά και σκότωσαν 5 άνδρες, το ίδιο και στο χωριό Βραχνί, όπου σκότωσαν 6 άνδρες.
Στη στάση της Κερπινής εγκαταστάθηκε Γερμανική διμοιρία. Στη θέση αυτή εκτελέστηκαν 4 άνδρες.
- Στις 09/12, περνώντας από τις Αυλές των Καλαβρύτων, Γερμανικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ebersberger, μπήκε στα Καλάβρυτα, όπου είχαν φτάσει και οι δυνάμεις από την Πάτρα.
- Στις 13/12, ολοκλήρωσαν την επιχείρηση, πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη των Καλαβρύτων, λεηλάτησαν ό,τι πολύτιμο υπήρχε και εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης από 14 χρονών και πάνω, στη Ράχη του Καππή.
- Στις 14/12, ανέβηκαν στο Μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, το λεηλάτησαν, το πυρπόλησαν και εκτέλεσαν 6 άνδρες, μοναχούς, επισκέπτες και υποτακτικούς. Την ίδια ημέρα, λεηλάτησαν το χωριό Βυσωκά, σκότωσαν 3 άνδρες και έφυγαν για την Πάτρα. Επίσης πέρασαν από το Μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και το έκαψαν.
Τα γερμανικά στρατεύματα που κινήθηκαν από Τρίπολη με επικεφαλής τον ταγματάρχη Gnass, κατευθύνθηκαν προς Δημητσάνα και Λαγκάδια Αρκαδίας.
- Στις 07/12, δόθηκε διαταγή στην ομάδα μάχης ΚΟΚΕΡΤ να προχωρήσει από τα Παγκρατέϊκα Καλύβια μέσω του χωριού Φίλια και Τσορωτά στα Μαζέϊκα (Κάτω Κλειτορία). Την ίδια ημέρα τα Γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στα Μαζέϊκα αναζητώντας την τύχη των Γερμανών αιχμαλώτων της Μάχης Ρογών-Κερπινής, χτενίζοντας όλα τα γύρω χωριά και τη νύχτα της 07/12 προς 08/12 έφτασαν στο Μάζι. Το ίδιο ίδιο απόγευμα, οι αντάρτες είχαν ήδη προβεί στην εκτέλεση των αιχμαλώτων.
Οι Γερμανοί μετέφεραν τους διασωθέντες στα Μαζέϊκα και κατέθεσαν τα γεγονότα στον Συνταγματάρχη Le Suir, ο οποίος είχε ήδη φτάσει στην περιοχή.
- Οι Γερμανοί, με 12 Ελληνες οδηγούς,το Σάββατο το βράδυ στις 11/12, κατευθύνθηκαν προς το χωριό Μάζι και στη συνέχεια στη θέση Μαγέρου στις 12/12, όπου βρήκαν τους εκτελεσθέντες Γερμανούς. Εκεί εκτέλεσαν 10 Μαζαίους.
- Στις 14/12, λεηλάτησαν και έκαψαν το μεγαλύτερο μέρος των Μαζεϊκων και μετά έφυγαν προς την Τρίπολη.
Στο απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jager Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο τελικός απολογισμός της Επιχείρησης Καλάβρυτα:
"(1) Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά τα χωριά: Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Άνω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Καλάβρυτα, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρου, Καλύβια. (2) 696 Έλληνες εκτελέστηκαν...".
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων
Οι Γερμανοί μπήκαν στα Καλάβρυτα στις 09/12. Δημιούργησαν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη, προκειμένου να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει. Την έντονη ανησυχία των κατοίκων κατάφερε, παραπλανώντας τους, να κατευνάσει ο Γερμανός Διοικητής, ο οποίος τους διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται κανείς να πάθει τίποτε και ότι ο στόχος τους ήταν η εξόντωση των ανταρτών. Προχώρησαν αρχικά στην πυρπόληση σπιτιών που ανήκαν σε αντάρτες και αναζήτησαν την τύχη των Γερμανών τραυματιών της Μάχης της Κερπινής.
Στις 12/12, οι Γερμανοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να αποχωρήσουν την επομένη. Το πρωί στις 13/12, ημέρα Δευτέρα, πριν καλά καλά ξημερώσει, χτύπησαν τις καμπάνες της κεντρικής εκκλησίας και Γερμανοί αξιωματικοί και στρατιώτες διέταξαν να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο Δημοτικό Σχολείο, αφού πάρουν μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα μιας ημέρας.
Στο κτίριο του σχολείου έγινε ο χωρισμός και ο αποχωρισμός. Τα γυναικόπαιδα κλείστηκαν στο σχολείο και οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω οδηγήθηκαν σε φάλαγγες στην κοντινή Ράχη του Καππή. Ο χώρος ήταν προσεκτικά επιλεγμένος. Η αμφιθεατρική του διαμόρφωση δεν θα επέτρεπε σε κανένα να γλιτώσει. Οι Καλαβρυτινοί ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν τις περιουσίες τους, τα σπίτια και ολόκληρη την πόλη, να καίγονται και, μαζί τους, να παραδίδονται στη φωτιά οι γυναίκες και τα ανήλικα παιδιά τους έγκλειστα στο κτίριο του Σχολείου, το οποίο φρουρούσαν πάνοπλοι στρατιώτες.
Ο Γερμανός Διοικητής, για να καθησυχάσει και να παραπλανήσει τους συγκεντρωμένους, έδωσε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι δεν πρόκειται να τους σκοτώσουν. Ολόκληρη η πόλη παραδόθηκε σης φλόγες.
Την ίδια στιγμή ο Οδοντωτός κατηφόριζε κατάφορτος με τις σοδιές από το πλιάτσικο των Γερμανών στα σπίτια, στα μαγαζιά και τις αποθήκες, απ΄ όπου άρπαξαν ότι πολύτιμο υπήρχε. Μαζί και τα χρήματα και τα αποθέματα των Τραπεζών και των Δημοσιών Υπηρεσιών, αφού προηγουμένως ανάγκασαν τους Διευθυντές να τα παραδώσουν.
Από το ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», με μια πράσινη και ύστερα μια κόκκινη φωτοβολίδα, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης. Τα πολυβόλα θέρισαν τους Καλαβρυτινούς. Ακολούθησε η χαριστική βολή που ολοκλήρωσε το έγκλημα. Διασώθηκαν 13 άτομα.
Στο δημοτικό σχολείο, τα γυναικόπαιδα έζησαν στιγμές αγωνίας και τρόμου, καθώς οι φλόγες έζωναν το κτίριο του σχολείου. Σπάζοντας πόρτες και παράθυρα κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν τρέχοντας μακριά από τα σπίτια που φλέγονταν, άρχισαν να αναζητούν τους δικούς τους, Μία από τις γυναίκες, η ηλικιωμένη Κρίνα Τσαβαλά, ποδοπατήθηκε από το πανικόβλητο πλήθος των γυναικόπαιδων και ξεψύχησε πριν αντικρίσει το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ύστερα, οι γυναίκες ανηφόρισαν προς το μέρος που είχαν οδηγήσει τους άνδρες και βρέθηκαν μπροστά στο πιο φρικιαστικό και απάνθρωπο θέαμα. Άνδρες, πατεράδες, γιοι και αδελφοί κείτονταν νεκροί πλημμυρισμένοι στο αίμα.
Το μεγάλο Δράμα των Καλαβρύτων είχε ξεκινήσει. Τα νιάτα, οι δημιουργικές δυνάμεις της πόλης, περιουσίες και κόποι χρόνων αφανίστηκαν στις 2:34΄ της 13ης Δεκεμβρίου 1943, όπως δείχνουν οι δείκτες του σταματημένου ρολογιού της εκκλησίας.
Η συνέχεια του δράματος βρήκε τις γυναίκες να προσπαθούν με τα νύχια να σκάψουν πρόχειρους τάφους στην παγωμένη γη του Δεκέμβρη, για να θάψουν τους νεκρούς τους. Με τις κουβέρτες που είχαν κοντά τους, μετέφεραν τους σκοτωμένους στο νεκροταφείο και άλλους έθαψαν εκεί στο λόφο, μια τραγική σκηνή που κράτησε μέρες.
Ακολούθησε η προσπάθεια της επιβίωσης μέσα στα χαλάσματα, που έμελλε για χρόνια να στεγάσουν τις απορφανισμένες οικογένειες.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων «συγκίνησε και συνένωσε τους Έλληνες - δυνάμωσε τον αγώνα τους κατά του κατακτητή», ομολογεί ο τότε γενικός στρατιωτικός διοικητής των Γερμανών στην Ελλάδα.
Οι Καλαβρυτινές Γυναίκες, οι Καλαβρυτινές Μανάδες, μορφές ηρωικές, παλεύοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν να αναθρέψουν τα παιδιά τους και να ξαναχτίσουν την πόλη μέσα από τα ερείπια.
Στον Τόπο της Εκτέλεσης, ο Λευκός Σταυρός και η Πετρωμένη Καλαβρυτινή Μάνα, αιώνια σύμβολα του μαρτυρίου, εξακολουθούν να στέλνουν μηνύματα ειρήνης και συναδέλφωσης των λαών του κόσμου.
Καρυές Λακωνίας
Πριν από 68 χρόνια οι Γερμανοί κατακτητές και οι «Ελληνες» συνεργάτες τους εξόντωναν στο Μονοδέντρι, τον ανθό της λακωνικής αντιστασιακής κοινωνίας.
Ανάμεσα στα 118 κορμιά που θέρισαν τα πολυβόλα των ναζί, ολόκληρες οικογένειες, ανήλικα παιδιά και μία γυναίκα. Οι 89 ήταν Σπαρτιάτες, οι υπόλοιποι από τη γύρω περιοχή.
Είναι η κατοχική περίοδος, που τα ολοκαυτώματα παίρνουν μαζικές διαστάσεις. Οι εκτελέσεις κατά μονάδες και δεκάδες δίνουν τη θέση τους σε δολοφονίες κατά εκατοντάδες, ακόμη και χιλιάδες! Οπως στην ασύλληπτη γι ανθρώπινο νου ανθρωποθυσία των Καλαβρύτων λίγο αργότερα.
Στη Λακωνία, στην Αρκαδία και στη Μεσσηνία από το φθινόπωρο του 1943 η αιματηρή τρομοκρατία είχε πάρει μορφή πραγματικής σφαγής.
Μία από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές, στηριγμένη σε μαρτυρίες για το «δόλιο Μονοδέντρι» στα χρόνια, που ακολούθησαν, έχει δώσει ο Ε. Μαχαίρας (ο κατοπινός πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγους Αθηνών) από τους αντιστασιακούς της περιοχής:
Μπροστά στο απόσπασμα
«Οταν τα εκτελεστικά αποσπάσματα άρχισαν το φρικτό τους έργο και οι 118 όμηροι αγκαλιάζονταν για τελευταία φορά, ο Γιατράκος (δικηγόρος και φιλελεύθερος πολιτικός) στράφηκε στους συντρόφους του κι έβγαλε τον τελευταίο λόγο της ζωής του...
Τη δραματική εκείνη στιγμή η δόξα άγγιζε το πρόσωπο ενός άλλου ήρωα. Το γλυκό πρόσωπο του αθάνατου Χρήστου Καρβούνη.Μεγάλη μορφή αυτοθυσίας και πατριωτισμού αποτελεί η εκτέλεση του γιατρού Χρήστου Καρβούνη στο Μονοδέντρι μαζί με 117 άλλους πατριώτες από τους Γερμανούς στις 26-11-1943 που γεννήθηκε στην Αράχωβα και σπούδασε στη Γερμανία.
Γιατρός εξαίρετος, σπουδαγμένος στη Γερμανία, που έδινε στους αρρώστους του ζωή απ τη ζωή του... σκέφτηκε μέσα στην ασύλληπτη τραγικότητα του μακελειού ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά).
Παρακάλεσε τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά... Το μόνο που γινότανε του απάντησαν, ήτανε να γλιτώσει ο ίδιος... Τους έβρισε... Εκείνος, όμως, διάλεξε τον δοξασμένο θάνατο. Τον γάζωσαν με λύσσα οι Γερμανοί και έτσι δεν έμεινε πια όρθιος ούτε ένας».
Ανάμεσα στους ήρωες που έπεσαν για τη λευτεριά ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Σπάρτης (Α. Ζερβομπεάκος), δικηγόροι (Φικιώρης, Σάλμας, Αλεμαγκίδης, Θεοφίλης), καθηγητές (Χίος, Παπαδάκος, Κουτρουμάνος), δημοσιογράφοι (Τριήρης, Γκουζούλης), πατεράδες και γιοι (Τζιβανόπουλος, Αλεμαγγίδης, Ανδριτσάκηες, Παπαστάθης, Σταυράκος...), επαγγελματίες, άνθρωποι του μόχθου, τσοπάνηδες, αλλά και μία γυναίκα (Βασιλική Μαρινάκη). Κάθε σπίτι και νεκρός...
Ολοι αυτοί που θα στελέχωναν την τοπική κοινωνία μετά την απελευθέρωση έγραφαν με το αίμα τους ξανά το επίγραμμα του Σιμωνίδη: «Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα...».
''Μασκοφορεμένοι προδοτες..''
«Μέσα σ' αυτούς είχα τον άντρα μου και τον αδελφό μου. Είμαι περήφανη γι αυτό. Οι 118 μάρτυρες ήταν οι διαλεκτοί της Εθνικής Αντίστασης στον τόπο μας. Γι αυτό έξοχα τους ξεχώρισαν μέσα στη νύχτα οι μασκοφορεμένοι προδότες και τους παρέδωσαν στους φασίστες επιδρομείς. Πίστεψαν πως ο λαός θα ήταν αδύνατο ν αγωνιστεί και να νικήσει χωρίς αυτούς. Μα γελάστηκαν...» (μαρτυρία της Λίνας, γυναίκας του μάρτυρα Γ. Γιατράκου, που «θέρισαν» στο Μονοδέντρι).
Προαποφασισμένη η μοίρα τους«Την προηγούμενη της τραγικής εκτελέσεως... ο Γερμανός διοικητής της Γκεσταπό Τριπόλεως ταγματάρχης Μπόσελ μάς είπε στο γραφείο του, όπου πήγαμε μαζί με τη Φανή Κουτσονικόλη: - Εχετε πολλούς εχθρούς. Οι κατηγορίες και οι αποκαλύψεις που μας έδωσε το Ελληνικό Φρουραχείο Σπάρτης (το δωσίλογο Τάγμα Ασφαλείας «Λεωνίδας») είναι σοβαρές και οι δικοί σας δεν πρόκειται να βγουν. Μην ελπίζετε... »
(μαρτυρία της Πότας Βουλούκου, αδελφής του εκτελεσμένου Πέτρου).
1943 Εκτός από το Μονοδέντρι άλλους τρεις τόπους μαρτυρίου γνώρισε η Λακωνία στα τέλη του 1943. Στην Ανδρίτσα (45 εκτελεσμένοι στις 6 Δεκεμβρίου), στον Πασσαβά (άλλοι 49 στις 7-8 Δεκεμβρίου), στη Μεγαλόπολη (25 εκτελεσμένοι στις 10 Δεκεμβρίου).
1944 Ακόμη πιο μακρύς ο κατάλογος όσων έπεσαν από τις αρχές έως το καλοκαίρι του 1944. Ενδεικτικά: Μονοδέντρι (50 τον Μάρτιο), Σπάρτη (Απρίλιος-Μάρτιος 244), Α. Δημήτριος, Ζούπαινα, Σουστιάνοι (40 τον Ιούνιο), Πάνιτσα -Σκαμνάκι-Γύθειο (77 το καλοκαίρι)...
1941-1944
Τα χρόνια της κατοχής εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς, τους Ιταλούς κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες στην περιοχή περίπου 1.270 πατριώτες (τα στοιχεία παραθέτει ο Γ. Ρουμελιώτης). Ο αριθμός, ελλείψει στοιχείων, πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερος.
Η αφορμή για τη σφαγή
Τα γεγονότα πριν και μετά τον αφανισμό
Τι προηγήθηκε
Ενώ το αντάρτικο φουντώνει και έχουν συγκροτηθεί τα προδοτικά Τάγματα Ασφαλείας, στις 22-23 Οκτώβρη 1493, οι Γερμανοί κατακτητές και οι Ελληνες συνεργάτες τους προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή, με βάση καταλόγους που είχαν συντάξει οι δωσίλογοι και με οδηγούς κουκουλοφόρους, συλλαμβάνονται 550 πατριώτες, συνδεδεμένοι άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής. Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Στόχος της ομηρείας η κατατρομοκράτηση του λαού, αλλά και η άσκηση εκβιασμού, ώστε συγγενείς και φίλοι κρατουμένων να καταταχθούν στα Τάγματα.
Στις 25 Νοεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στο Μονοδέντρι. Υπήρχαν πληροφορίες ότι θα μεταφέρονταν ταγματασφαλίτες στη Σπάρτη για να ενισχύσουν τις εκεί γερμανόφιλες συμμορίες. Τελικά, η φάλαγγα αυτοκινήτων, που εξουδετερώθηκε, μετέφερε Γερμανούς. Εξοντώθηκαν περίπου 40 στρατιώτες (οι αριθμοί ποικίλλουν από μαρτυρία σε μαρτυρία).
Τι ακολούθησε: «Το άγγελμα ξαφνικό και αναπάντεχο σ' ολόκληρο τον Μοριά με κατάπληξη, γράφει αγωνιστής της Αντίστασης, που περιγράφει την ατμόσφαιρα μετά την ανθρωποσφαγή. Δεν είχε ματαγίνει τέτοιο ομαδικό και απαίσιο έγκλημα. Η Σπάρτη ντύθηκε στα μαύρα». Αβάσταχτος ο πόνος. Ο λαϊκός θρήνος από τον χαμό των παλικαριών θα εκφραστεί και με μοιρολόγια:
«Αητός στον ήλιο πέταξε μ' ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ' τον Ταύγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ' αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατό δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
Φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι εσείσθη ο απάνω κόσμος...».
Η εκδίκηση
Τέσσερις μήνες μετά το ολοκαύτωμα, στις 13/3/1944, αντάρτικες δυνάμεις θα ξαναστήσουν ενέδρα στο Μονοδέντρι. Θα εξολοθρεύσουν φάλαγγα 8 γερμανικών αυτοκινήτων με κεραυνοβόλα επίθεση. Πρωταγωνιστές της επιχείρησης γράφουν για τα αποτελέσματα της μάχης: «Πόσα ήταν τα θύματα των Γερμανών; Υπολογίσαμε πως κάθε αυτοκίνητο είχε 20-30 στρατιώτες, δηλαδή συνολικά 200-250. Απ αυτούς μόνο 50 γλίτωσαν... Ηξεραν πια πως οι αντάρτες μας εκεί χτυπούν και πως οι 118 εκδικούνται...».
Μετά την απελευθέρωση: Τα ερωτήματα ποιοι σκότωσαν τους 118, ποιοι συνέταξαν και παράδωσαν στους Γερμανούς τους μακάβριους καταλόγους, ποιοι φορώντας μάσκες οδηγούσαν τους ναζί δεν έμειναν αναπάντητα. Εγιναν κάποιες ανακρίσεις, υπήρξαν καταθέσεις ταγματασφαλιτών, που αποκαλύπταντους συνεργούς του ανείπωτου εγκλήματος. Με ονοματεπώνυμα! Ουδείς, βεβαίως, τελικά πλήρωσε για το όλεθρο που έσπειρε. Είχαν, άλλωστε, όλοι σπεύσει να υπηρετήσουν τη νέα εξουσία. Ούτε και από τα εκτελεστικά όργανα των ναζί έδωσε κάποιος λόγο για το Μονοδέντρι. Αν και η σφαγή των 118 αποτελούσε στοιχείο στα κατηγορητήρια της Νυρεμβέργης. Μάλιστα το υπ αριθμόν 1 υπό το γενικό σκεπτικό ότι τ αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν...».
Oι δωσίλογοι απορούν...«...Απαντα τα εν αιτήσει του πατρός των αναφερόμενα είναι ψευδέστατα και οι τέσσεροι υιοί του όχι μόνον δεν πρέπει να απολυθούν εκ των φυλακών Τριπόλεως ένθα κρατούνται, απεναντίας δε απορούμεν πως ούτοι μέχρι σήμερον δεν έχουν εκτελεσθή» (απάντηση του εθνοπροδότη Λ. Βρεττάκου, επικεφαλής των ταγματασφαλιτών του «Λεωνίδα», στην αίτηση του Δ. Τζιβανόπουλου προς τη γερμανική διοίκηση Σπάρτης να αποφυλακιστούν τα τέσσερα παιδιά Δημοσθένης, Σωκράτης, Παρασκευάς και Ιωάννης).
10 Ιουνίου 1944
1944. Η ελληνική Εθνική Αντίσταση μετρά μια σειρά από επιτυχίες σε όλα τα επίπεδα. Η πλειοψηφία του λαού συμμετέχει στο ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ σε όλες σχεδόν τις περιοχές της χώρας σημειώνει νίκες επί των γερμανών ναζί. Από το Μάη του 1944 έχει δημιουργηθεί η ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), γνωστή και σαν Κυβέρνηση του βουνού, και έχουν αρχίσει να οικοδομούνται και να λειτουργούν οι νέοι θεσμοί λαϊκής εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές. Είναι φανερό ότι η πολυπόθητη απελευθέρωση δεν θα αργήσει.
Στην Ευρώπη τα πράγματα δεν είναι καλύτερα για τους Γερμανούς. Τα γερμανικά στρατεύματα στη Σοβιετική Ενωση υφίστανται καθημερινά τα ανελέητα χτυπήματα του Κόκκινου Στρατού και φαίνεται ότι το παιχνίδι έχει χαθεί για το γερμανικό φασισμό.
Οι ναζί στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ότι οι μέρες τους είναι μετρημένες και ότι γρήγορα θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν, είχαν αρχίσει εδώ και μήνες να υλοποιούν σχέδιο μαζικής εξόντωσης άμαχου πληθυσμού.
Ηδη από τα τέλη του 1942 υπήρχε διαταγή του στρατάρχη Κάιτελ με την οποία άνοιγε ο δρόμος για μαζικά εγκλήματα εις βάρος του ελληνικού λαού:
«Ο εχθρός έχει ρίξει στο συμμοριτοπόλεμο φανατικούς μαχητές, οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί από τους κομμουνιστές και δεν σταματούν μπροστά σε καμιά πράξη βίας. Αυτό που παίζεται εδώ είναι περισσότερο κι από αγώνας επιβίωσης. Η σύγκρουση αυτή δεν έχει τίποτε να κάνει με τη στρατιωτική τιμή ή με τις αποφάσεις των Συμβάσεων της Γενεύης. Αν αυτός ο αγώνας εναντίον των συμμοριών, στην Ανατολή και στα Βαλκάνια, δεν διεξαχθεί με τα πιο ωμά μέσα, οι δυνάμεις που διαθέτουμε μπορεί στο προσεχές μέλλον να μην αρκούν για να επιβληθούν σ' αυτή τη μάστιγα. Γι' αυτό οι μονάδες έχουν την άδεια και την εντολή σ' αυτό τον αγώνα να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα, χωρίς περιορισμούς ούτε και προς τις γυναίκες και τα παιδιά, αν αυτά τα μέτρα είναι αναγκαία για την επιτυχία. Ανθρωπιστικές επιφυλάξεις οποιουδήποτε είδους αποτελούν έγκλημα εναντίον του γερμανικού έθνους...
Διαταγές του στρατάρχη Κάιτελ
(βάσει εντολών του Χίτλερ)
6 Δεκεμβρίου 1942»
Ετσι, με τη βοήθεια των Ταγμάτων Ασφαλείας, οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση μαζικών εκτελέσεων που η λέξη κτηνωδία θα ήταν λίγη για να τις περιγράψει.
Από τα μέσα του 1943 ως τα μέσα του 1944 οι "επιδόσεις" τους ήταν απίστευτες. Σφαγή 106 κρατουμένων στο Κούρνοβο, εκτέλεση 317 κατοίκων στο Κομμένο Αρτας, σφαγή 700 γυναικόπαιδων στο Βιάνο της Κρήτης, πυρπόληση των Καλαβρύτων και θάνατος περισσοτέρων των 1.000 κατοίκων, εκτέλεση 50 κατοίκων του Χαϊδαρίου σε αντίποινα για την εκτέλεση του υπουργού εργασίας Καλύβα, σφαγή στην Κατράνιτσα (Πύργος) της Δυτικής Μακεδονίας με την πυρπόληση όλων των σπιτιών και τη δολοφονία 640 αμάχων, εκτέλεση 233 παιδιών και γυναικών στην Κλεισούρα της Καστοριάς, πυρπόληση του Μεσόβουνου (τρεις φορές) και εκτέλεση 150 αμάχων κ.ά. Και η αναφορά γίνεται μόνο στον άμαχο πληθυσμό, γιατί οι μαζικές εκτελέσεις αιχμαλώτων ανταρτών ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Η 10η Ιουνίου του 1944, όμως, με τη σφαγή των κατοίκων του Διστόμου, έμεινε στην ιστορία σαν η μέρα που πραγματοποιήθηκε ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα των ναζί στην Ελλάδα, ημέρα που η θηριωδία και η βαρβαρότητα ξεπέρασαν κάθε όριο.
Το πρωί της μέρας εκείνης, μια φάλαγγα Γερμανών ξεκίνησε από τη Λιβαδειά προς την Αράχοβα, στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων που έκαναν σε όλη τη Στερεά Ελλάδα. Περνώντας από το Δίστομο, το λεηλάτησαν και κατευθύνθηκαν προς τα Στείρα, ένα χωριό όπου υπολόγιζαν ότι θα αιφνιδίαζαν τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ομως ο αιφνιδιασμός ήταν των Γερμανών, που δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από ένα λόχο ανταρτών, με αποτέλεσμα να υποχωρήσουν, με σημαντικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Οι Γερμανοί, θεωρώντας ότι για τον αιφνιδιασμό ευθύνονταν κάτοικοι του Διστόμου που ειδοποίησαν τον ΕΛΑΣ, επέστρεψαν στο Δίστομο και επιδόθηκαν σε μια πρωτοφανή θηριωδία. Εκτέλεσαν περισσότερους από 200 κατοίκους, από τους οποίους 20 ήταν βρέφη, 45 παιδιά και 42 υπερήλικες. Εκτός αυτών, δεκάδες ήταν οι άμαχοι που σκότωσαν στη διαδρομή για το Δίστομο. Στο τέλος σκότωσαν μέχρι και τα ζώα και πυρπόλησαν σημαντικό τμήμα του χωριού.
Δεν τους ικανοποίησε όμως ο θάνατος των αμάχων. Τα ανθρωπόμορφα κτήνη κατακρεούργησαν τα ίδια τα πτώματα.
Η φρίκη ήταν απίστευτη. Πολλά βρέφη στραγγαλίστηκαν. Ανήμποροι γέροι πυροβολούνταν ξανά και ξανά. Τους μαθητές τούς εκτέλεσαν στην αίθουσα του σχολείου. Ακόμα και τις εγκύους, αφού τις σκότωναν, τις ξεκοίλιαζαν για να διαμελίσουν τα έμβρυα. Οι δρόμοι του Διστόμου είχαν κοκκινίσει από το αίμα των κατοίκων του και στα δέντρα του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό κρέμονταν δεκάδες νεκρά κορμιά.
Ο Eλβετός George Wehrly ήταν υπεύθυνος της αποστολής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που κατέφθασε στο Δίστομο. Η μαρτυρία του είναι αποκαλυπτική:
"…Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, διότι πολλά θύματα βρίσκονται ακόμα διασκορπισμένα στα χωράφια και στους δρόμους… Παντού συναντούσα μεγάλες κηλίδες αίματος, ανακατωμένες με γυναικεία μαλλιά, παιδικά παπούτσια, σκισμένα ρούχα και σκεπάσματα. Οι στρατιώτες, σύμφωνα με τους αυτόπτες, κυνηγούσαν ανελέητα τους ανθρώπους από δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν λυπήθηκαν ούτε παιδιά, ούτε γυναίκες, ούτε γέρους. Μόνο όσοι κατάφεραν να τραπούν σε φυγή ή κρύφτηκαν διέφυγαν τη σφαγή. (…) Παιδιά ως και πέντε ετών βρέθηκαν με κομμένα τα λαρύγγια ή στραγγαλισμένα. Πολλές νέες γυναίκες βιάστηκαν και εν συνεχεία ξεκοιλιάστηκαν".
Η είδηση της σφαγής μεταδόθηκε αμέσως σε όλο σχεδόν τον κόσμο, προκαλώντας αντιδράσεις και αισθήματα αποτροπιασμού. Ακόμα και ο κατοχικός, δωσίλογος πρωθυπουργός Ι. Ράλλης διαμαρτυρήθηκε στη γερμανική στρατιωτική Διοίκηση. Η Διοίκηση των Γερμανών προσπάθησε να δικαιολογηθεί με το ότι μέσα στο Δίστομο βρίσκονταν κρυμμένοι αντάρτες και δεν μπορούσαν να αποτρέψουν το θάνατο κάποιων αθώων. Στις εφημερίδες της 9ης Ιούλη 1944 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι: "ο θάνατος αριθμού τινός γυναικών και παιδιών υπήρξεν αναπόφευκτος…". Αν αυτό μας θυμίζει κάτι από "παράπλευρες απώλειες" που πολύ συχνά επικαλούνται οι Αμερικάνοι σήμερα είναι γιατί, αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε, οι γερμανοί ναζί βρήκαν πολύ καλούς μαθητές στο πρόσωπο των Μπους, Ράμσφελντ κ.λπ.
Ο διοικητής του λόχου που διέπραξε τη σφαγή, Φ. Λάουτενμπαχ, ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε επίθεση με βαριά όπλα από την κατεύθυνση του Διστόμου, κάτι που γρήγορα διαψεύστηκε. Αν αυτό μας θυμίζει τη σφαγή αθώων σε γάμο στο κατεχόμενο Ιράκ ή το βομβαρδισμό ολόκληρων συνοικιών στη Φαλούτζα, είναι γιατί, πολύ απλά, ο μαθητής ξεπέρασε σε θράσος και κυνισμό ακόμα και το δάσκαλο.
Στην έρευνα που διεξήχθη από τη γερμανική Διοίκηση ο Λάουτενμπαχ είπε:
"…έχοντας στο μυαλό μου τους σκοτωμένους και τους τραυματίες του λόχου μου, συνειδητά πήρα την απόφαση να ακολουθήσω το πνεύμα και όχι το γράμμα των διαταγών που διέπουν τα αντίποινα. Ηξερα πως οι διαταγές μου μπορούσαν να ερμηνευτούν ως τυπική παράβαση εντολών, αλλά πίστευα ότι θα εγκρίνονταν εκ των υστέρων με βάση στρατιωτικά και ανθρωπιστικά κριτήρια". Επίσης ο Λάουτενμπαχ υποστήριζε πως η επίθεση των ανταρτών δεν θα μπορούσε να γίνει αν δεν τους βοηθούσαν οι κάτοικοι της περιοχής. "…Η παρουσία τους στα γύρω χωράφια σε αγροτικές εργασίες είχε σκοπό να εξαπατήσει τις δυνάμεις μας και να πέσουν στην ενέδρα, και αποδείκνυε την εκ των προτέρων σχεδιασμένη και προβαρισμένη συνεργασία τους με τις συμμορίες... Τα μέτρα μου είχαν επίσης σκοπό να αποτρέψουν ει δυνατόν περαιτέρω απώλειες που ήταν δυνατόν να περιμένει κανείς".
Φυσικά κανείς δεν καταδικάστηκε, αφού το δικαστήριο επικαλέστηκε τη "στρατιωτική αναγκαιότητα" και η στάση του Λάουτενμπαχ δικαιολογήθηκε λόγω του "αισθήματος ευθύνης" που είχε απέναντι στους άνδρες του.
Το πόρισμα ανέφερε:
"Σε μία περίπτωση συγχρωτισμού των αμάχων με τις συμμορίες τόσο χτυπητή όσο αυτή του Διστόμου, ο διοικητής του Λόχου θεώρησε πως όφειλε να λειτουργήσει παραδειγματικά, έτσι ώστε οι αρχές κατοχής να αποδείξουν με την αρμόζουσα αυστηρότητα ότι ξέρουν πώς να αντιμετωπίζουν ακόμα και την πιο δόλια και ποταπή μορφή υποτιθέμενου "πολέμου''
Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένας από τους υπεύθυνους αξιωματικούς για τη σφαγή, ο Χανς Ζάμπελ, κατέφυγε στο Παρίσι. Συνελήφθη όμως και παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές. Κατά την προφυλάκισή του η κυβέρνηση της Δυτ. Γερμανίας τον ζήτησε για μια ανάκριση. Δεν επέστρεψε ποτέ. Η τακτική των κατακτητών είναι σταθερή. Προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποφύγουν τις συνέπειες για τα εγκλήματά τους. Σήμερα οι Αμερικάνοι στο Ιράκ αλλά και σε άλλες περιοχές έχουν προβλέψει αντίστοιχες καταστάσεις και προσπαθούν να διασφαλίσουν την ασυλία τους.
Λίγους μήνες μετά τη σφαγή στο Δίστομο, οι Γερμανοί ηττημένοι έφυγαν από την Ελλάδα. Είναι κανόνας πως, όταν ο κατακτητής στρέφεται εναντίον του άμαχου πληθυσμού, είναι πλέον αδύναμος και εφαρμόζει αυτή τη μέθοδο γιατί είναι η μόνη που του απομένει ώστε να ρίξει το ηθικό των εξεγερμένων.
Και είναι σχεδόν νομοτελειακό πως, όταν ο κατακτητής φτάσει σ' αυτό το σημείο, η ήττα του είναι πολύ κοντά.
Επίγραμμα
Εδώ ’ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου.
Ω, εσύ διαβάτη, όπου πατήσεις να προσέχεις –
εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου
κι απ’ τη θυσία κι απ’ τη σκληρότητα του ανθρώπου.
Εδώ μια στήλη απλή, μαρμάρινη, όλη κι όλη
με ονόματα σεμνά, κι η Δόξα τα ανεβαίνει
λυγμό-λυγμό, σκαλί-σκαλί, μεγίστη σκάλα.
Γιάννης Ρίτσος
Γερμανοί στο πυρπολημένο Δίστομο
Φωτογραφία που διέδωσε ο Παντελής Καρακίτσης και την έκανε γνωστή ο Σπύρος Μελετζής. Βρέθηκε στην τσέπη αιχμαλώτου γερμανού απο τον ΕΛΑΣ. Απεικονίζει τους γερμανούς στο πυρπολημένο Δίστομο.
Το 1942 και κυρίως το 1943 εντείνεται ο απελευθερωτικός αντιστασιακός αγώνας με σαμποτάζ, με συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και κατακτητών, με εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών, με δημιουργία ελεύθερων ζωνών τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις ορεινές, κατεξοχήν, περιοχές, με προκηρύξεις, με απεργίες, με ίδρυση οργανώσεων νέων, με ραδιοφωνικά μηνύματα, με την τέχνη. Το Γερμανικό μέτωπο αρχίζει να καταρρέει.
Μπροστά σ'αυτή κατάσταση οι Γερμανοί θέτουν σε εφαρμογή, ανάμεσα στ’ άλλα, και τη χιτλερική αρχή της «αλληλέγγυας ευθύνης», εκτελώντας για κάθε σκοτωμένο συμπατριώτη τους εκατό άμαχους. Παράλληλα, επειδή αδυνατούν να συγκρουστούν με τους αντάρτες και να τους εξοντώσουν, στρέφονται εναντίον πόλεων και χωριών και διαπράττουν φρικιαστικά εγκλήματα, μετατρέποντάς τα σε ολοκαυτώματα, με στόχο να κάμψουν το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων. Σκοπός τους ήταν να διαλύσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις και με τα αντίποινα για τις απώλειές τους να σπείρουν τον τρόμο στις πόλεις και τα χωριά, έτσι ώστε να σβήσει κάθε εστία αντίστασης.
Τον Αύγουστο, του 1943,αντάρτες του ΕΛΑΣ έρχονται στο Κομμένο και ζητούν τρόφιμα.Οι κάτοικοι δεν ανταποκρίνονται, γιατί αδυνατούσαν καθώς τροφοδοτούσαν ήδη τον ΕΔΕΣ, που ήλεγχε την περιοχή.Ζήτησαν μάλιστα ενίσχυση των δυνάμεών τους για να διώξουν τους αντάρτες.
Στις 12 Αυγούστου, οι Γερμανοί, έπειτα από πληροφορίες, που είχαν,έσπευσαν στο Κομμένο για να ερευνήσουν, άν δρούσαν όντως αντάρτες στην περιοχή.
Τα χαράματα της 16ης Αυγούστου εκατό άντρες, σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό Mark Mazower, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12ου λόχου του 98ου Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα Βόρεια της Άρτας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο.
Αποστολή του 12ου λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών.
Διοικητής του Συντάγματος, ήταν ο Συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, ένας νεαρός διοικητής φορτωμένος με παράσημα, αυτοδημιούργητος άντρας που του άρεσε να παινεύεται ότι έχει μετατρέψει το 98ο σε Σύνταγμα για τον Χίτλερ. Στους άντρες του 12ου Λόχου ο Ζάλμινγκερ, έβγαλε έναν κοφτό ολιγόλογο, τυπικό λόγο Τους είπε ''Γερμανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί. Είναι καιρός για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών. Αύριο το πρωί θα ξεκληρίσουμε ένα λημέρι τους".
Καθώς περάσανε τα μεσάνυχτα στο Κομμένο, οι περισσότεροι κάτοικοί του άρχισαν σιγά σιγά να πηγαίνουν στα σπίτια τους για ύπνο, κουρασμένοι από τις προετοιμασίες του πανηγυριού της Παναγίας, από το γλέντι και το πιοτό, χωρίς να υποψιαστούνε τίποτα για το τι επρόκειτο να συμβεί.
Την ίδια ώρα περίπου, μια φάλαγγα από 22 αυτοκίνητα και ένα στρατιωτικό τζιπ, ξεκίνησε από την κοιλάδα κοντά στην Φιλιππιάδα μεταφέροντας τους περισσότερους άντρες του 12ου Λόχου, γύρω στους 100 στρατιώτες.
Στις 5.00 το πρωί σταμάτησαν έξω από το χωριό και ο μάγειρας σέρβιρε πρωινό και καφέ στους στρατιώτες. Ύστερα, ο Διοικητής του 12ου Λόχου Υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ και τώρα περίπου 25 χρονών, τους συγκέντρωσε και έδωσε τις διαταγές του.
Μια φράση του, είχε μείνει στο μυαλό των αντρών μετά από χρόνια: "Θα μπούμε στο χωριό και δεν θ΄ αφήσουμε τίποτε όρθιο" είχε πει.
Χρησιμοποιώντας το πέτρινο καμπαναριό της εκκλησιάς (χτίσμα του 1855) για παρατηρητήριο, χωρίστηκαν σε εκτελεστικά αποσπάσματα, παίρνοντας και τις τελικές οδηγίες της επέμβασης.
Xαράματα πια στις 16ης Αυγούστου, στο πρώτο θολό φως της ημέρας και στον ουρανό άρχισαν να διασταυρώνονται φωτοβολίδες διαφόρων χρωμάτων και ταυτόχρονα ακούστηκαν εκρήξεις όλμων που είχαν τοποθετηθεί σε τρία επίκαιρα σημεία του χωριού.
Αμέσως αρχίσανε οι πυροβολισμοί και η διασταύρωση των πυρών, ενώ τα πυροβόλα και τα οπλοπολυβόλα δε σταμάτησαν ούτε στιγμή, δίνοντας την εντύπωση κάποιας σκληρής μάχης. Καθώς εισέβαλαν στα σπίτια, ολόκληρες οικογένειες αιφνιδιάστηκαν στον ύπνο και μη μπορώντας να αντιδράσουν, έπεφταν νεκρές από τις σφαίρες των όπλων και τα βλήματα των χειροβομβίδων.
Γέροι άνθρωποι, ανάπηροι, ακόμη και τυφλοί, σκοτωθήκανε επιτόπου. Κορίτσια με την απειλή των όπλων σύρθηκαν στον έσχατο εξευτελισμό της προσωπικότητάς τους και βιάστηκαν κατ' εξακολούθηση από τους νεαρούς οπαδούς της χιτλερικής ιδεολογίας, οι οποίοι, αφού ικανοποίησαν τα κτηνώδη ένστικτά τους, έκοβαν τους μαστούς και τις έσφαζαν σα ζώα.
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη εφάρμοζαν μια σατανική τακτική εξοντώσεως των μικρών παιδιών.
Αφού έβρεχαν βαμβάκι με βενζίνη, το τοποθετούσαν στα στόματα των βρεφών που κοιμόντουσαν ακόμη στην κούνια τους και αφού το άναβαν, απολάμβαναν σαδιστικά γελώντας με το "πυροτέχνημα" τους.
Μια γυναίκα έγκυος, αφού της ανοίξανε την κοιλιά, βγάλανε από εκεί το έμβρυο που σε λίγες μέρες θα έφερνε στον κόσμο και το εναποθέσανε στα χέρια της. Έτσι βρέθηκε η γυναίκα. Νεκρή με ανοιγμένα σπλάχνα και το αγέννητο παραμορφωμένο νεκρό, στα χέρια της.
Άλλα από τα παιδιά τα εκτελούσαν στον κρόταφο με μια σφαίρα περιστρόφου, ενώ άλλα τα κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους παρ' όλη την αθωότητα και τα κλάματα τους.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι Ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ' τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ' τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ' τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Οι Ναζί δεν σεβάστηκαν ούτε την εκκλησία της Παναγίας. Αφού αφόδευσαν στην πύλη του ιερού βήματος, πέταξαν στο πάτωμα του ναού τις εικόνες του τέμπλου και τα ιερά σκεύη.
Εκείνο το πρωινό της 16ης Αυγούστου, ο παπα-Λάμπρος πήγαινε στην εκκλησία έχοντας μαζί του το ευαγγέλιο, το θυμιατό και τα άμφια που χρησιμοποίησε την προηγούμενη μέρα για να τελέσει έναν γάμο. Ο παπα-Λάμπρος πιάστηκε από τους Γερμανούς και αφού τον βασάνισαν άγρια, τον σύρανε αιμόφυρτο στον προπυλώνα της εκκλησίας και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο μέτωπο. Αυτός ήταν και ο πρώτος της σφαγής του Κομμένου μαζί με το Ευαγγέλιο που βρέθηκε διάτρητο από σφαίρα σε μια γωνία, με ποτισμένες τις σελίδες του από το αίμα αυτού του τίμιου κληρικού.
Ο άλλος ιερέας του χωριού, που εφημέρευε στο ναό των Αγίων Ταξιαρχών στον Λουτρότοπο και που είχε έρθει στους συγγενείς του για το πανηγύρι, βρέθηκε κατακρεουργημένος και αιμόφυρτος και με βγαλμένα τα μάτια.
Με μια ειδική σκόνη που έριχναν στο πάτωμα και με μια πιστολιά έκαψαν τα περισσότερα σπίτια του χωριού, αφού πρώτα έπαιρναν ότι πολύτιμο υπήρχε μέσα.
Το θέαμα στο Κομμένο μετά την σφαγή ήταν φρικιαστικό. Παντού πτώματα απανθρακωμένα, ενώ η ατμόσφαιρα είχε τη μυρωδιά από καμένες σάρκες. Η σήψη είχε ήδη αρχίσει και πολλά εντόσθια είχαν χυθεί στο έδαφος. Πολλά ανθρώπινα μέλη ήταν διασκορπισμένα από δω και από εκεί, ενώ τα σκυλιά οδηγημένα από το αίμα είχαν αρχίσει να τρώνε κομμάτια κρέας από διάφορα σώματα.
Γύρω στο απόγευμα της 16ης Αυγούστου ο Δημήτρης Αποστόλου, ένας νεαρός Κομμενιώτης, γύρναγε στο χωριό του και στο σπίτι του. Τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν φύγει, μετά από 7 ώρες που κράτησε η επιδρομή. Στα απανθρακωμένα απομεινάρια των σπιτιών, δοκάρια καίγονταν ακόμη. Τα πτώματα είχαν αρχίσει να φουσκώνουν από τη θερμότητα. Η κοιλιά μιας γυναίκας είχε σχισθεί και ένα κοτόπουλο είχε αρχίσει να σέρνει τα εντόσθια της κατά μήκος του δρόμου. Λίγο μετά που είδε αυτό, ο Αποστόλου λιποθύμησε.
Ένα δεκάχρονο αγόρι τότε, ο Αλέξανδρος Μάλιος, που έχασε όλη την οικογένεια του, θυμάται "Σα φτάσαμε κοντά στο σπίτι, ακόμα κάπνιζε. Απ' έξω δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ' τους σκοτωμένους. Δεν είχες που να πατήσεις. Δρασκελίσαμε πάνω απ' τα πτώματα κι αντίκρισα τον πατέρα μου μ' ένα μικρό παιδί μέσα στα αίματα. Οι άλλοι μέσα ήταν όλοι καμένοι. Έσκυψα, τον αγκάλιασα και λιποθύμησα. Τα είχαμε χαμένα και ζούσαμε σ' ένα εφιαλτικό όνειρο, έτσι που δεν είχαμε τη δύναμη να κλάψουμε".
Συνολικά 317 άνθρωποι ήταν τα θύματα του Κομμένου εκείνη τη μέρα σ' αυτή τη σφαγή. Ίσως της πιο φριχτής που διαπράχθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής.
Σκοπευτήριο Καισσαριανής
Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα, οι Γερμανοί ανέβαζαν καθημερινά καμιόνια με πατριώτες, για να τους εκτελέσουν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα στενά της Καισαριανής, βάφονταν με αίμα. Βλέπετε, η μανία του κατακτητή ήταν τόσο μεγάλη που ποτέ του δεν έδειχνε έλεος, ακόμα και όταν επρόκειτο για ανυπεράσπιστο κόσμο. Οι αγώνες εναντίον των κατακτητών συνεχίζονταν. Το αίμα που χυνόταν από τις εκτελέσεις στην Καισαριανή αποτελούσε πηγή ηρωισμού και κάλεσμα συμμετοχής στον αγώνα για την Εθνική Αντίσταση. Και ο καιρός περνούσε…Η μία εκτέλεση ακολουθούσε την άλλη. Πόνος, θλίψη, δυστυχία για τους αδικοχαμένους. Φόβος για το σήμερα . Τρόμος για το αύριο. Αβέβαιο το μέλλον. Παρ’ όλα αυτά η ελπίδα ποτέ δεν πέθανε.
Η ματωμένη Πρωτομαγιά του '44
Στα τέλη Απριλίου του 1944 στους τοίχους των σπιτιών της Αθήνας, αλλά και στον κατοχικό Τύπο, με φρίκη, οι πολίτες διάβαζαν την παρακάτω ανακοίνωση:
«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος».
Δεν υπήρχε η παραμικρή αυταπάτη πως οι δυνάμεις κατοχής θα πραγματοποιούσαν στο ακέραιο τις απειλές τους. Πολύ περισσότερο απ' όλους αυταπάτες δεν έτρεφαν οι οργανώσεις του ΕΑΜ, που σήκωναν το βάρος της Εθνικής Αντίστασης και για το λόγο αυτό είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα αίματος από την τακτική της αντεκδίκησης που ακολουθούσαν οι κατακτητές.
Ετσι κυκλοφόρησαν χιλιάδες τρικ που καλούσαν το λαό να κινητοποιηθεί για να σωθούν από την εκτέλεση οι αγωνιστές - όμηροι. Στις συνοικίες υπήρχε αναβρασμός. Σε πολλά εργοστάσια οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλιά. Οι φοιτητές και οι σπουδαστές βγήκαν στους δρόμους. Στα υπουργεία και στις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και βγήκαν ψηφίσματα που απευθύνονταν προς την κυβέρνηση των Κουίσλινγκς του Ι. Ράλλη και προς το δήμαρχο της πρωτεύουσας, με την απαίτηση να ματαιωθεί η σφαγή. Πολλές γυναίκες, μανάδες, αδελφές, σύζυγοι κρατουμένων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη, ζητώντας την παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου, αλλά αυτός τους ξεκαθάρισε πως δεν μπορεί τίποτα περισσότερο να κάνει από το να παρακαλέσει το θεό!!! Ετσι ξημέρωσε η Πρωτομαγιά του '44 που έμελλε να είναι ματωμένη κι ως τέτοια να περάσει στην ιστορία.
O αγωνιστής Ν. Μαριακάκης, γεωπόνος από τα Χανιά της Κρήτης, και το ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε λίγο πριν από την εκτέλεσή του την Πρωτομαγιά του 1944. |
Χαϊδάρι
30 Απριλίου 1944
Ο δήμιος είχε φτάσει... Στα χέρια του κρατούσε τον κατάλογο με τα ονόματα των επόμενων εκτελεσθέντων. Άρχισε να φωνάζει τα ονόματα. Δεν ήταν όσα συνήθως. Αυτή τη φορά ήταν διακόσια.
Οι δυνάμεις κατοχής διάλεξαν τα θύματά τους από τους πατριώτες που ήταν έγκλειστοι στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Από τους 200 κομμουνιστές που επέλεξαν, οι 170, περίπου, ήταν πρώην κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ανάμεσά τους φωτεινή μορφή ο ξεχωριστός εκείνος κομμουνιστής, το σύμβολο του αγώνα και της θυσίας, ο άνθρωπος που είχε υποχρεώσει ακόμη και τους κατακτητές να τον σέβονται, ο Ναπολέων Σουκατζίδης.
Ο Ν. Σουκατζίδης, αριστούχος της Μέσης Εμπορικής Σχολής και τελειόφοιτος της Ανώτατης, μουσικός, γλωσσομαθής ήταν το αγαπημένο παιδί του στρατοπέδου. Πάντα ήταν χαμογελαστός. Βοηθούσε τους συγκρατούμενούς του και πολλές φορές πλήρωνε αυτός με ξύλο και βασανιστήρια. Ήταν ο γενικός διερμηνέας του στρατοπέδου. Όταν ο διοικητής άκουσε το όνομά του, αμέσως ζήτησε να εξαιρεθεί και στη θέση του να μπει κάποιος άλλος. Εκείνος όμως, πάντα θαρραλέος, αρνήθηκε.Ο Ναπολέων μπορούσε να σωθεί. Μπορούσε να γλιτώσει την εκτέλεση.
Αλλά δεν «άρπαξε» την ευκαιρία που του έδωσε ο Γερμανός Διοικητής. «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων!», του είπε όταν διάβασε το όνομά του. «Οχι εσύ!». Αλλά ο Σουκατζίδης δεν ήταν απ' αυτούς που μπορούν να ζήσουν σε βάρος των άλλων.
«Δέχομαι, κύριε Διοικητά, τη ζωή - του απάντησε - με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».
« ή 199 ή και εγώ»
Ο Ναπολέων πήρε το δρόμο προς το θάνατο, κερδίζοντας να ζει αιώνια στις καρδιές του ελληνικού λαού σαν ένας από τους σημαντικότερους ήρωές του.
Οι 200 μελλοθάνατοι του Χαϊδαρίου οδηγήθηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής - που ο λαός το ονόμασε «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς» - το πρωί της Πρωτομαγιάς του '44 και λίγο μετά τις 10 π.μ. άφησαν για πάντα τη ζωή, χτυπημένοι θανάσιμα από τα πυρά των φασιστών. Τελευταίες τους κουβέντες ήταν ο Εθνικός Υμνος και ζητωκραυγές για την πατρίδα και τη λευτεριά. Λίγο πριν αντικρίσουν, όμως, το εκτελεστικό απόσπασμα, κατάφεραν να γράψουν μερικές λέξεις στα δικά τους αγαπημένα πρόσωπα. Λέξεις γεμάτες ανθρωπιά, πόθο για τη ζωή, λέξεις γεμάτες ιδανικά:
«Οταν ο άνθρωπος δίνει τη ζωή του για ανώτερα ιδανικά, δεν πεθαίνει ποτές», έγραψε ο Μήτσος Ρεμπούτσικας.
Κι ο Νίκος Μαριακάκης συμπλήρωσε: «Καλύτερα να πεθαίνει κανείς στον αγώνα για τη λευτεριά, παρά να ζει σκλάβος».
Ο Κώστας Τσίρκας με ξεχωριστό τρόπο σημείωσε: «Πρωτομαγιά. Γεια σας. Ολοι πάμε στη μάχη».
1η Μαΐου 1944
Οι Γερμανοί, αφού φόρτωσαν τους 200 στα καμιόνια, άρχισαν να κατευθύνονται προς το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τρεις κλοιοί σχηματίστηκαν γύρω από το Σκοπευτήριο. Ο πρώτος ήταν από τους Γερμανούς γκεσταμπίτες, ο δεύτερους από τους πιστούς συνεργάτες των Γερμανών και ο τρίτος, από «Έλληνες αστυνομικούς με χλωμά πρόσωπα και βουρκωμένα μάτια. Τους στρίμωξαν στα μικρά κελιά της σκοποβολής των ανδρείκελων και περίμεναν την εκτέλεσή τους.
Οι Γερμανοί, όταν άκουγαν τους εκτελεσθέντες να τραγουδούν το «Ελλάδα μας, Ελλάδα αστέρι του ουρανού, Ελλάδα μας, Ελλάδα δε βγαίνεις από το νου...», θύμωναν όλο και περισσότερο και διακατέχοντα από μία απερίγραπτη λύσσα. Πήραν τους πρώτους 20 και εκείνοι άρχισαν να τραγουδούν τον Εθνικό μας ύμνο , χωρίς να προλάβουν να τον ολοκληρώσουν...
«Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή»
Οι Γερμανοί τους εκτέλεσαν με τα πολυβόλα. Το ίδιο έγινε και με τους υπόλοιπους. Μετά τους στοίβαξαν στα σκουπιδιάρικα και τους μετέφεραν στο νεκροταφείο της Κοκκινιάς, όπου είχαν ανοιχτεί ήδη από το προηγούμενο βράδυ διακόσιοι τάφοι. Το χώμα της Καισαριανής για μία ακόμη φορά βάφτηκε κόκκινο…Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε πένθιμα. Οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους και τους γέμισαν με λουλούδια. Έτσι, έκαναν κάθε φορά που ο δρόμος πλημμύριζε από το αίμα των ηρώων. Πουθενά αλλού και σε κανένα άλλο κράτος της Ευρώπης δεν έγιναν τόσες πολλές εκτελέσεις από τους Γερμανούς. Και η Πρωτομαγιά , έμεινε στην ιστορία σαν ματωμένη Πρωτομαγιά και το Σκοπευτήριο έγινε το «Θυσιαστήριο της Λευτεριάς», η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας.
Σημείωμα μελλοθανάτου που εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944
στην Καισαριανή, γραμμένο λίγο πριν από τη μεταγωγή του από το
Χαϊδάρι στον τόπο εκτέλεσης
Σημείωμα του Κώστα Τσίρκα που έγραψε ενώ μεταφερόταν στο
θυσιαστήριο της Καισαριανής για εκτέλεση την Πρωτομαγιά του 1944
ΠΥΡΓΟΙ ΕΟΡΔΑΙΑΣ
23 Απριλίου 1944
Το ολοκαύτωμα των Πύργων
Ξημέρωνε στο χωριό η 23η Απριλίου του 1944, Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονται από παντού:
«Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!»
Βγήκε από τα στόματα των τρομαγμένων κατοίκων από τα ξαφνικά κροταλίσματα πολυβόλων και τους κρότους των οβίδων. Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν με κατεύθυνση το βουνό, για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής αξιωματικούς της Γκεστάπο και καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα είχε ήδη εισβάλλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και την Άνω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να το χωρέσει ανθρώπου νους το τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στη φρίκη που εκτυλίσσεται σε κάθε γωνιά του χωριού!!!
Η μεσαία συνοικία δοκίμασε ανείπωτη συμφορά. Μέσα στους αχυρώνες της έγιναν παρανάλωμα της φωτιάς εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Διακόσια μέτρα από εδώ ξεσκίζουν την κοιλιά της Σοφίας Γκέσιου, που γέννησε μόλις την προηγούμενη μέρα, αφού πρώτα σκότωσαν μπροστά στα μάτια της τα δίδυμα μωρά και τον άντρα της.
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από τη Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στη συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από το σωρό των νεκρών.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού, τους πρόδωσε. Ο γερμανός στρατιώτης που τους βρήκε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να σκοτώσουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες-Ες. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια σώθηκε. Μέσα στη βαρβαρότητα και μια χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς…
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, έμπαιναν μέσα στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρισκόταν το νεκροταφείο της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στη σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν το θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν με νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι το θάνατο.
Οι απάνθρωπες πράξεις των Γερμανών συνεχίζονταν ασύστολα. Έβαζαν φωτιά σε κτίσματα και καίγανε ζωντανούς ανθρώπους. Οι κάτοικοι ήταν περικυκλωμένοι από παντού. Κάποιοι στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν από τις ρεματιές, καταφεύγοντας στα βουνά, πιάνονταν από τους Γερμανούς κι εκτελούνταν. Οι γυναίκες με υπεράνθρωπες προσπάθειες συγκρατούνταν να μη ξεφωνίσουν. Τα μικρά παιδιά που καταλάβαιναν τι συνέβαινε έκλαιγαν και σταματούσαν μόνο με την καθησύχαση των μεγάλων. Κυκλωμένοι και ανήμποροι να αντιδράσουν, υποτάχτηκαν στη μοίρα τους περιμένοντας το θάνατο. Τα κλάματα των βρεφών, ασταμάτητα, μονότονα, πνίγονταν από τις άκρες των ποδιών των μανάδων τους, που τις έχωναν σε σβώλο στα στόματα τους.
Οι Γερμανοί απάνθρωπα ξέσκιζαν τις κοιλιές των εγκύων γυναικών, καίγανε τις αχυρώνες με τα γυναικόπαιδα, βίαζαν κορίτσια μέσα στις εκκλησίες, τουφέκιζαν όποιον έβλεπαν μπροστά τους, έκαιγαν τα πάντα.
Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης ένας γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε τη διαταγή για τη μεταφορά των επιζώντων στα Χάνια της Πτολεμαΐδας. Εδώ σκοτώνουν τη δασκάλα Αναστασία Σιούλη, το νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φρικτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους.
Από αυτούς άλλοι ελευθερώθηκαν και άλλοι βασανίστηκαν κι εκτελέστηκαν, υποχρεωμένοι να σκάψουν τον τάφο τους με τα ίδια τους τα χέρια. Όσοι γλίτωσαν από τα χέρια των Γερμανών κατακτητών, σήμερα δεν μπορούν να μη θυμούνται με θλίψη εκείνες τις τραγικές και κτηνώδεις σκηνές που έζησαν από τους Ναζί. Η ζεστασιά των σπιτιών και οι αγκαλιές των ανθρώπων που τους περιέλθαψαν θα είναι πάντα τυπωμένα στη μνήμη τους, που θα θυμούνται με λατρεία και συγκίνηση».
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες.
Καταστράφηκε… Ερειπώθηκε… Δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα μακεδονικού τύπου αρχοντικά με το σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως, με την αρχαιοελληνική της σημασία, δεν ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από 10 μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια από τον κατακτητή, δειλά-δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για το σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στη μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Όσοι νεκροί βρέθηκαν, πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Ο τελικός απολογισμός του ολοκαυτώματος καταμετρά 341 νεκρούς.
Ο αριθμός αυτός εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερος. Η ολοσχερής καταστροφή των αρχείων της κοινότητας και η μη επιστροφή έκτοτε στο χωριό κάποιων οικογενειών καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξακρίβωση του τελικού αριθμού των θυμάτων.
«Μοιρολόγι»
Κατράνιτσα καημένη, πανέμορφη και ξακουστή
Σε κάψαν οι προδότες μαζί κι οι Γερμανοί.
Σε κάνανε βεράνι και όλα τα λούσα σου
Δεν σκέφθηκαν λιγάκι καυμένη, πάει η ψυχούλα σου.
Εκεί που εδονούσαν μεγάλα κτίρια,
Τώρα νεκροταφεία καυμένη μόνο μ’ ερείπια.
Κλαιν’ και πικρά θρηνούνε αδέλφια και γονείς,
Κλαιν’ τα πουλιά στα δένδρα, βογγάει και η γης.
Θύματα 400 μεσ’ τα χαλάσματα
Τους ψέλνουνε από γύρω καυμένη με ύμνους και άσματα.
Το σύνταγμα 16 από μακριά ζητά
Που ειν’ οι Καστρανιτσιώτες καημένη, δεν βγάζουνε μιλιά.
Ελεύθεροι πια τώρα, γυρίζουνε,
Σέρνουνε τους προδότες, τους ψιθυρίζουνε.
Ειν’ η Δημοκρατία ο μόνος όρκος μας
Γι’ αυτό πρέπει λιγάκι να γίνει ο λόγος μας.
ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
5 Απριλίου 1944... 280 ψυχές
Με την εναλλαγή της κατοχικής ευθύνης και το πέρασμα από τους Ιταλούς στους Γερμανούς, σειρά στις «ευλογίες» των κατακτητών παίρνουν άλλοι σύμμαχοι και συνεργάτες του Άξονα, που εκδηλώνονται σε οικισμούς της ευρύτερης περιοχής Καστοριάς-Φλώρινας.
Παράλληλα, την ίδια εποχή, αναπτύσσονται στην περιοχή τα πρώτα εθνικοαπελευθερωτικά σώματα με σπουδαιότερο και ισχυρότερο το ΕΑΜ. Μια σπουδαία θυσία εκείνης της χρονικής περιόδου της γερμανικής κατοχής είναι και αυτή της ηρωικής κωμοπόλεως της Δυτικής Μακεδονίας, της Κλεισούρας, στις 5 Απρίλη 1944, που συγκαταλέγεται στις θυσίες των Καλαβρύτων Αχαΐας (13 Δεκεμβρίου 1943), του Φαναρίου Πρέβεζας, του Λουτρότοπου και του Κομμένου Άρτας (16 Αυγούστου 1943), της Μουσιώτιτσας και των Λιγγιάδων Ιωαννίνων, του Διστόμου Λιβαδειάς (10 Ιουνίου 1944), του Δομοκού Λαμίας, του Καρπενησίου Ευρυτανίας, του Αλμυρού Βόλου, της Δράκειας Μαγνησίας (18 Δεκεμβρίου 1944), του Μονοδενδρίου Λακωνίας (26 Νοεμβρίου 1943), των Φαρσάλων Λάρισας, της Τσαρίτσανης και του Δομένικου Ελασσόνας, των Κερδυλίων Σερρών (17 Οκτωβρίου 1941), του Δοξάτου και της Προσωτσάνης Δράμας, του Χορτιάτη Θεσσαλονίκης, των Πύργων Εορδαίας (24 Απριλίου 1944), του Μεσόβουνου Κοζάνης και άλλων πόλεων και χωριών.
Διακόσιες ογδόντα (280) αθώες ψυχές θυσιάστηκαν στο βωμό της ελευθερίας εκείνη την Τετάρτη του Απρίλη του 1944.
Οικογένειες ολόκληρες ξεκληρίστηκαν, έγκυες γυναίκες ξεκοιλιάστηκαν, βρεφοκρατούσες μητέρες έπεσαν νεκρές με τα τέκνα τους στην αγκαλιά, αφρόπλαστες παρθένες σφαγιάστηκαν πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, σεβάσμιοι γέροντες που σ’ όλη τους τη ζωή υπερασπίστηκαν τα ιδανικά της πατρίδας έγιναν παρανάλωμα του πυρός μέσα στις οικίες τους. Ούτε και τον σεβάσμιο ιερέα που με τον Τίμιο Σταυρό στο χέρι εκλιπαρούσε για έλεος και προσπαθούσε να καταπραΰνει το μένος των αιμοσταγών οργάνων του Χίτλερ υπερασπιζόμενος το ποίμνιό του, δε σεβάστηκαν τα απάνθρωπα κτήνη των Ες-Ες και τον κατακρεούργησαν.
Το πρωινό εκείνο κανείς δε μπορούσε να φανταστεί το κακό που επρόκειτο να συμβεί. Αντιστασιακές ομάδες του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που δρούσαν στην περιοχή με επικεφαλής το Σιατιστινό Αλέξη Ρόσιο, γνωστό ως καπετάν Υψηλάντη, είχαν πληροφορηθεί ότι μια γερμανική φάλαγγα από φορτηγά αυτοκίνητα επρόκειτο να περάσει την ημέρα εκείνη μεταφέροντας τα λάφυρα που οι αγκυλόσταυροι είχαν αποκομίσει από τη λεηλασία των εβραϊκών εμπορικών καταστημάτων της Καστοριάς με κατεύθυνση το Αμύνταιο.
Ετσι επέλεξαν το στενό στη θέση Νταούλι, θέση στρατηγική με πολλά φυσικά πλεονεκτήματα, και έστησαν ενέδρα. Όταν η εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας έφτασε στην τοξωτή γέφυρα του Νταουλιού άρχισε μάχη που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις προπομποί Γερμανοί μοτοσικλετιστές.
Σε λίγη ώρα κινήθηκε προς το σημείο αυτό ισχυρή κατοχική δύναμη κι έτσι η αντιστασιακή ομάδα αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Οι επικεφαλής αξιωματικοί των Ναζί αντικρίζοντας τους σκοτωμένους συντρόφους τους, οργίστηκαν αφάνταστα επιζητώντας άμεση εκδίκηση και σκληρά αντίποινα.
Η στρατηγική του «προληπτικού» πυρός και σιδήρου, δηλαδή η εξόντωση κάθε δυνάμει εχθρού, για να μη διακυβευθεί «πολύτιμο γερμανικό αίμα», ακολουθείται και πάλι. Στόχος τους φυσικά το πιο κοντινό χωριό? η Κλεισούρα.
Ειδοποιούν τα φρουραρχεία της Καστοριάς και της Κοζάνης, καθώς και το τάγμα των Ες-Ες της Πτολεμαΐδας και δίνουν εντολή να προβούν σε πράξεις αντιποίνων κατά του ανυποψίαστου άμαχου πληθυσμού, που εκείνη τη μέρα αποτελούνταν μόνο από γυναικόπαιδα και γέροντες, μια και οι άνδρες είχαν φροντίσει να απομακρυνθούν για ασφάλεια στα γύρω βουνά και στο Μοναστήρι της Παναγίας με την ελπίδα ότι η γερμανική δολοφονική μανία θα άφηνε άθικτους τους γέροντες και τα γυναικόπαιδα.
Οι κατακτητές δεν διστάζουν να δίνουν ακόμα και απατηλές «εγγυήσεις» για να τις αθετήσουν τη δεδομένη στιγμή. Πίσω τους ακολουθούσαν πάνοπλοι οι εκτελεστές και οι εμπρηστές των Ναζί.
Τα Ες-Ες και οι γερμανοφορεμένοι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση του βουλγαρίζοντα αρχικομιτατζή Κάλτσεφ, αφού πήραν το σύνθημα με φωτοβολίδα από το Νταούλι στις 3 μ.μ., άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα αρχοντικά με ειδική εμπρηστική σκόνη.
Σπέρνουν το θάνατο χωρίς διάκριση. Ξεκοιλιάζανε έγκυες, λογχίζανε βρέφη αβάπτιστα και νήπια, κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά έπεφταν νεκρές στο νωπό χορτάρι των αυλόγυρων από το καυτό μολύβι των πολυβόλων, μαζί με τις αρχόντισσες νοικοκυρές, έπεφταν νεκροί και οι σεβάσμιοι γέροντες κι οι γερόντισσες μέσα στα περίφημα αρχοντικά τους. Κανείς δεν μπόρεσε να σταματήσει τους αιμοδιψείς επιδρομείς από το φρικιαστικό έργο της ομαδικής σφαγής και πυρπολήσεως, ούτε και ο παπα-Γιώργης Μήτρας που με το σταυρό στο χέρι εκτελείται ως νεομάρτυρας και κατακρεουργείται.
Μέσα στο δίωρο διάστημα που όριζε η διαταγή μετατρέπουν τα πάντα σε κόλαση σπέρνοντας το αίμα, τη φρίκη και το θάνατο και αφήνοντας πίσω τους διακόσια ογδόντα αθώα θύματα, που κλείνουν τον ευρύ κατάλογο των νεκρών της Επιχείρησης Maigewitter, Μαγιάτικη καταιγίδα, τον Απρίλη του 1944.
Στο μεταίχμιο της δίωρης προθεσμίας είχαν στήσει στον τοίχο επτά γυναίκες και τη στιγμή που το αυτόματο ετοιμαζόταν να κροταλίσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γύρω στις 5 μ.μ., είχε ανάψει πάνω από την άμοιρη Κλεισούρα η φωτοβολίδα που σήμανε τη λήξη της ανείπωτης ανθρωποθυσίας και στάθηκε η σωτηρία των επτά γυναικών, που από τη μνήμη και την ψυχή τους δεν θα σβήσει ποτέ η εικόνα του Γερμανού των Ες-Ες με το κόκκινο απ’ το αίμα αδιάβροχο, αλλά και της νεκρής μάνας με το παιδί της στην αγκαλιά.
Ο σφαγέας της Κλεισούρας συνταγματάρχης Karl Schumers (Καρλ Σύμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των Ες Ες, χαρακτηρίζεται ως άτεγκτος και άκαμπτος χαρακτήρας και η ωμότητα στη συμπεριφορά του οφείλεται στην πεποίθησή του ότι ο ελληνικός πληθυσμός περιέθαλπε και υποστήριζε τους αντάρτες και ως εκ τούτου γι’ αυτόν ήταν όλοι συνένοχοι στην αντίστασή τους κατά του Άξονα.
Οι αντιανταρτικές επιχειρήσεις έπρεπε να προσφέρουν «τρόμον αντί τρόμου», έτσι ώστε ο άμαχος πληθυσμός να φοβηθεί τελικά περισσότερο τις γερμανικές δυνάμεις παρά τις συμμορίες. Η απάνθρωπη συμπεριφορά του Karl Schumers (Καρλ Σύμερς) είχε σαν αποτέλεσμα ο πολιτικός εντεταλμένος του Γ΄ Ράιχ στα Βαλκάνια Herman Neubacher (Χέρμαν Νοϋμπάχερ) να ονομάσει την επιχείρηση στην Κλεισούρα «λουτρό αίματος» και να επισημάνει με οργή πως οι φρικαλεότητες που διεπράχθησαν παρέβαιναν τις πάγιες διαταγές περί αντιποίνων.
Όσα όμως υποστήριξε ο Νοϋμπάχερ τα απέρριψε ως αβάσιμα ο Στρατιωτικός Διοικητής Θεσσαλονίκης – Αιγαίου, ενθαρρύνοντας έτσι τον Karl Schumers (Καρλ Σύμερς) να επαναλάβει με τους αιμοσταγείς άνδρες του λίγο αργότερα και στο Δίστομο παρόμοιες σφαγές αμάχων. Η μοίρα όμως του επιφύλασσε οικτρό τέλος, όταν το αυτοκίνητό του πάτησε νάρκη λίγο έξω από την Άρτα στις 18 Αυγούστου 1944.
Τις επόμενες μέρες οι κάτοικοι των γύρω περιοχών με τρόμο θα βλέπουν την πανέμορφη Κλεισούρα να καίγεται, τη φωτιά να συμπληρώνει το έργο της καταστροφής και να φωτίζει τις νύχτες της σκλαβιάς. Όσοι είχαν καταφύγει στα δάση επιστρέφοντας το επόμενο πρωί δεν βρίσκουν τίποτε άλλο παρά μόνο ερείπια και νεκρούς. Άλλοι αγκάλιαζαν τα πτώματα των οικείων τους και άλλοι μάταια αναζητούσαν τους καμένους. Η Κλεισούρα είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο νεκροταφείο αφού το κοιμητήριο του χωριού δεν επαρκούσε για να ταφούν τα διακόσια ογδόντα θύματα, που θάβονταν στις αυλές των εκκλησιών και των σπιτιών και στις πλαγιές του βουνού.
Ο φοβερός ναζιστικός Ηρώδης είχε χορτάσει εκείνη τη μέρα από ελληνικό αίμα και ερείπια, μεταξύ των οποίων και το ημιγυμνάσιο, η αστική σχολή, το νέο δημοτικό σχολείο (που είχε ιδρυθεί το 1919) και η μεγάλη βιβλιοθήκη τους. Ήταν παραμονές Μεγάλης Εβδομάδας και η πολύπαθη Κλεισούρα σήκωσε μαζί με τον Εσταυρωμένο τον σταυρό της και ανήλθε στον Εθνικό Γολγοθά του μαρτυρίου της για να διδάξει και να δείξει στους ελεύθερους λαούς τον δρόμο της αυτοθυσίας, της αρετής και της ελευθερίας. Τις επόμενες ημέρες οι θρήνοι και οι κοπετοί της Θεοτόκου για το Μονογενή της συνοδεύονται από το κλάμα και τις κραυγές απόγνωσης των κατοίκων, που αντηχούν στα γύρω φαράγγια και στα δάση επαναλαμβάνοντας το μακρόσυρτο μοιρολόγι για τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς
17 Αυγούστου 1944. Δεν έχει ακόμη χαράξει κι η Κοκκινιά πολιορκείται από γερμανικά στρατεύματα κι από τις ορδές των γερμανοτσολιάδων. Μέσα σε λίγα λεπτά μπλοκαρίστηκαν όλα τα περάσματα που οδηγούσαν προς τον Πειραιά, το Κερατσίνι και το Αιγάλεω, οι δίοδοι δηλαδή απ' όπου θα μπορούσε να διαφύγει κανείς ξεγλιστρώντας στις γύρω περιοχές. Το γεγονός αυτό φανέρωνε πως όλα γίνονταν βάσει ενός στρατιωτικού σχεδίου καλά μελετημένου. Μάλιστα οι εισβολείς - που οι μαρτυρίες τούς υπολογίζουν σε 3.500-4.000 άνδρες - είχαν τόσο πολύ καλά οργανώσει την επιχείρηση που είχαν φέρει μαζί τους ελαφρά μηχανοκίνητα, ακόμη κι ένα μικρό κανόνι.
Σε λίγο ακούστηκαν των ταγματασφαλιτών:
«Προσοχή - Προσοχή! Σας μιλάνε τα Τάγματα Ασφαλείας. Ολοι οι άνδρες από 14 χρονών και πάνω να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Οσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου».
Δε συμμορφώνονται όλοι στο κάλεσμα. Αρκετοί είναι αυτοί που κρύβονται στις σκεπές των σπιτιών, στις ταράτσες, στα υπόγεια, σε πηγάδια κι όπου αλλού ήταν δυνατό. Αλλοι με χίλιες προφυλάξεις προσπαθούν να βρουν κενά στο Μπλόκο και να διαφύγουν στις γύρω συνοικίες. Οταν όμως ανατέλλει ο ήλιος βρίσκει στην πλατεία και στους γύρω δρόμους συγκεντρωμένους γύρω στα 25.000 άτομα κι ανάμεσά τους πάρα πολλούς ΕΑΜίτες αγωνιστές και αγωνίστριες. «Η πλατεία - έλεγε στο Ν. Καραντηνό το 1980 ο αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων Μ. Βαφείδης - γέμισε φίσκα. Κάτι τέτοιο οι Γερμανοί κι οι προδότες με τον Πλυτζανόπουλο δεν το περίμεναν. Φυσικά, πολλοί αγωνιστές δεν πήγαν, κρύφτηκαν όπως μπορούσαν. Η οργάνωση είχε δώσει εντολή να μην πάνε».
Ξεδιαλέγουν και δολοφονούν, συλλαμβάνουν, λεηλατούν
Οταν πια τελείωσε το στάδιο της συγκέντρωσης του κόσμου στην πλατεία κι αφού ορδές των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους πέρασαν από τα σπίτια δολοφονώντας και πλιατσικολογώντας, άρχισε το ξεδιάλεγμα των συγκεντρωμένων. Οι προδότες Μπατράνης, Βακαλόπουλος, Βερύκογλου, Γρ. Ιωαννίδης, ο Σγούρης και ο γιος του πιάσανε δουλιά, υποδείχνοντας έναν - έναν τους επικίνδυνους για τον κατακτητή αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Το γενικό πρόσταγμα στους προδότες έχει ο «συνταγματάρχης» των ταγματασφαλιτών Πλυτζανόπουλος.
Η επικρατέστερη εκδοχή λέει ότι τούτο εδώ το σκυλολόι ξεχώρισε 200 άτομα. Τόσους αναφέρει και η ανακοίνωση της Αχτιδικής Επιτροπής της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ που κυκλοφόρησε εκείνη την τραγική ημέρα. Μια άλλη εκδοχή μιλάει για 90. Οσοι κι αν ήταν εκτελέστηκαν αμέσως με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά στα μάτια των δικών τους5. Ο Δ. Μαγκριώτης γράφει για το θέμα6: «Πολλαί οικίαι επυρπολήθησαν με όλμους κατά την ημέραν εκείνην και εφονεύθησαν εις αυτάς αρκετά πρόσωπα. Υπολογίζεται ότι 170 οικίαι κατεστράφησαν την ημέρα εκείνην εις Ν. Κοκκινιάν. Κατόπιν συνελήφθησαν υπό των Γερμανών 7.000 κάτοικοι της Ν. Κοκκινιάς ως όμηροι και οδηγήθησαν πεζή εις το Χαϊδάρι. Και άλλοι μεν εξ αυτών εκρατήθησαν εις το Στρατόπεδον τούτο, άλλοι δεν απεστάλησαν εις Γερμανίαν ίνα εργασθούν αναγκαστικώς εις τας πολεμικάς βιομηχανίας της, και ολίγοι αφέθησαν ελεύθεροι. Την ίδιαν ημέραν, 90 εκ των συλληφθέντων κατοίκων εφονέφθησαν ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους της Ν. Κοκκινιάς χωρίς καμμίαν διαδικασίαν».
Ο καπετάνιος του Α` σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας) δίνει τη δική του περιγραφή για τις θηριωδίες των κατακτητών και των οργάνων τους, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα πολύ ενδιαφέροντα7: «Περνάνε ανάμεσα οι χαφιέδες. Εδώ πολλοί χωρίς μάσκα... και υποδείχνουν τους αγωνιστές, τα στελέχη της Αντίστασης, του Κόμματος, του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ, της ΟΠΛΑ. Τους παίρνουν, τους πηγαίνουν στη μάντρα και τους εκτελούν. Μέχρι να τους πάνε στον τόπο της εκτέλεσης τους βασανίζουν απάνθρωπα για να προδώσουν. 72 εκτέλεσαν στη μάνδρα της Οσίας Ξένης, 42 στη μάνδρα στ' Αρμένικα, 40 στο Σκιστό. Αφού τους εκτέλεσαν με ριπές τούς έριξαν βενζίνη και τους έκαψαν. Πολλούς μισοζώντανους. Στον 4ο Καραβά (Αρμένικα) από τα 90 σπίτια έκαψαν τα 80. Συνολικά σ' όλο το μπλόκο οι σκοτωμένοι είναι πάνω από 200 και τα καμένα σπίτια ξεπερνάνε τα 100. Η λεηλασία και το πλιάτσικο χωρίς προηγούμενο. Χιλιάδες χρυσές λίρες δόθηκαν από συγγενείς των συλληφθέντων για ν' αφεθούν ελεύθεροι οι δικοί τους. Οκτώ χιλιάδες έκλεισαν στο Χαϊδάρι και χίλιους μετέφεραν στη Γερμανία, απ' όπου λίγοι γύρισαν πίσω. Τελευταίους εκτέλεσαν οι Γερμανοί και τους προδότες, όργανά τους».
Τα «Μπλόκα» και η επιλογή της Κοκκινιάς
Τα «Μπλόκα» ήταν ένα από τα κλασικά μέτρα μαζικής τρομοκρατίας που εφάρμοζαν οι δυνάμεις κατοχής στην Ελλάδα, κυρίως στην πρωτεύουσα και ιδίως την περίοδο που είχε αρχίσει γι' αυτούς η αντίστροφη μέτρηση. «Κατά την ενέργειαν των άγριων διώξεων των S.S. εναντίον των κατοίκων ολόκληρων συνοικιών και συνοικισμών της περιφερείας Αθηνών - γράφει ο Δ. Μαγκριώτης8 - αι οποίαι έμειναν γνωσταί με το απαισίας μνήμης όνομα "Μπλόκο" διεπράττοντο πρωτοφανείς αγριότητες υπ' αυτών... Περικυκλούντο κατά την ενέργειαν αυτών ολόκληρα τετράγωνα των συνοικιών της πόλεως από δυνάμεις των SS και συνελαμβάνοντο χιλιάδες αθώων προσώπων, πολλά των οποίων και εφονεύοντο επί τόπου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθους, χωρίς καμμίαν απολύτως διαδικασίαν. Εληστεύοντο δε προσέτι αι οικίαι και τα καταστήματα των κυκλωμένων τετραγώνων, τινές εκ των οποίων και επυρπολούντο διά της χρήσεως ειδικής αναφλεκτικής κόνεως. Συνελαμβάνοντο δε προσέτι κατά εκατοντάδας και ενίοτε κατά χιλιάδας όμηροι εκ του πλήθους, εκ των οποίων άλλοι μεν εστέλλοντο εις το Στρατόπεδον Χαϊδαρίου και άλλοι εις Γερμανίαν διά αναγκαστικήν εργασίαν. Αι δραματικώτεραι και χαρακτηριστικότεραι τούτων ήσαν της Νικαίας (Ν. Κοκκινιάς), του συνοικισμού Βύρωνος και της Καλλιθέας».
Πώς όμως επιλέγονταν οι συνοικίες στις οποίες γίνονταν τα «Μπλόκα»; Τα κριτήρια δεν ήταν καθόλου περίπλοκα. Στόχος των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους ήταν - πράγμα απολύτως αντιληπτό - η συντριβή του αντιστασιακού ΕΑΜικού κινήματος και φυσικά του ΚΚΕ, που αποτελούσε τον καθοδηγητικό του νου. Ετσι τα «Μπλόκα» γίνονταν εκεί όπου το ΕΑΜικό κίνημα αντίστασης ήταν πιο ισχυρό και πιο απειλητικό για τις δυνάμεις κατοχής. Μ' αυτά τα κριτήρια επιλέχτηκε και η Κοκκινιά που σημειωτέον δοκίμασε τρία «Μπλόκα» στην ιστορία της. Το πρώτο στις 7 Μάρτη του '44, το δεύτερο στις 17 Αυγούστου του ιδίου έτους και το τρίτο περίπου 40 ημέρες μετά, στις 24 Σεπτέμβρη. «Η Κοκκινιά - γράφει ο M. Mazower10 - ήταν ένας λαβύρινθος από βρώμικα δρομάκια και παράγκες που είχαν ξεφυτρώσει στο Μεσοπόλεμο στα νοτιοδυτικά της πόλης για να στεγάσουν τους πρόσφυγες από τη Μικρασία. Με τους ανοιχτούς υπονόμους της, τους σωρούς σκουπιδιών και τις βρωμερές καλύβες, ήταν το τυπικό παράδειγμα προσφυγικής συνοικίας. Οι κάτοικοί της είχαν τραβήξει τα πάνδεινα στο λοιμό του 1941-1942 και είχαν κερδίσει τη φήμη μιας απ' τις "κόκκινες" γειτονιές της πρωτεύουσας».
Ο επίλογος των «Μπλόκων» της Κοκκινιάς
Το μεγάλο «Μπλόκο» της Κοκκινιάς, της 17ης Αυγούστου του '44, πέρασε στην ιστορία σαν μία από τις τραγικότερες, αλλά και ηρωικότερες στιγμές της φασιστικής κατοχής στην Ελλάδα. «Θα μείνει στην ιστορία της Αντίστασης - γράφει ο Σπ. Κωτσάκης11 - για τον μαζικό ηρωισμό και την καρτερία που έδειξε ο λαός της (Κοκκινιάς) και η ΕΑΜική αντιστασιακή ηγεσία του».
Το ίδιο βράδυ των γεγονότων κυκλοφόρησε προκήρυξη, που έλεγε μεταξύ άλλων:
«Διακόσια διαλεχτά παλληκάρια, διακόσιοι πρωτοπόροι στον καθημερινό αγώνα για ζωή και λευτεριά, διακόσια μέλη και στελέχη, οπαδοί και συμπαθούντες του κόμματός σας του Κομμουνιστικού δεν υπάρχουν πια... Χαρά στον τόπο που βγάζει τέτοια παλληκάρια, τιμή στο κόμμα που τ' ανάθρεψε με τέτοια πίστη και παλληκαριά, τιμή και δόξα στο γονιό πούθρεψε τέτοιους λεβέντες... Το αίμα σας θα το πάρουμε πίσω. Ορκιζόμαστε να συνεχίσουμε με πιότερη ορμή το μισοτελειωμένο σας έργο για τη λευτεριά του τόπου μας... Μονάχα όταν δώσουμε τα πάντα και τη ζωή μας ακόμα για τη συντριβή του κατακτητή, θα νικήσουμε...».
Ανάμεσα στους ηρωικούς νεκρούς ήταν ο Αποστόλης, γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιάνων του ΚΚΕ, που ενώ τον έσερναν για το θάνατο τον κομμάτιαζαν σιγά - σιγά. Ηταν ο Παναγιώτης Ασμάνης που τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυτζανόπουλος. Ηταν ο Στέλιος Καζακίδης που τον έσερναν μέσα στο πλήθος με βγαλμένο το ένα μάτι καλώντας τον να προδώσει. Ηταν η θρυλική Διαμάντω Κουμπάκη, στέλεχος της ΕΠΟΝ Πειραιά. Ηταν η Κατίνα, η Καλλιόπη, η Αθηνά. Ηταν.... Ηταν αυτοί στους οποίους η Ελλάδα χρωστάει την τιμή και τη λευτεριά της από το φασισμό.
Στις 24 Σεπτέμβρη 1944 ο λαός της Κοκκινιάς, αλλά και της Αθήνας και του Πειραιά κλήθηκε να αποτίσει φόρο τιμής στους ήρωες - νεκρούς του μεγάλου «Μπλόκου», αλλά βρέθηκε και πάλι κάτω από τα πυρά των κατακτητών, με αποτέλεσμα στον κατάλογο των απωλειών να προστεθούν 9 νεκροί και 32 τραυματίες13. Μια έκδοση του 1945 της ΕΠΟΝ Πειραιά μας δίνει το χρονικό εκείνης της ημέρας:
«Ανταριάζουνται οι γειτονιές και τα εργοστάσια κείνο τ' απόγεμα του Σεπτέμβρη. Τα "Χωνιά" βουίζουν. Ενα μεγάλο φόρο ευγνωμοσύνης χρωστούμε στους Ηρωες της Μάντρας και θα τον ανταποδώσουμε με το μνημόσυνο. Σαββατόβραδο 23 του Σεπτέμβρη. Ολος ο Πειραιάς προετοιμάζεται. ΕΠΟΝίτες της Κοκκινιάς στολίζουν τη μαρτυρική μάντρα, φτιάχνουν το κενοτάφιο. ΕΠΟΝίτικες επιτροπές σ' όλες τις συνοικίες ετοιμάζουν στεφάνια, για να στεφανώσουν τους ήρωες της Κοκκινιάς. Γεμίζουν οι τοίχοι προκηρύξεις και συνθήματα, οι δρόμοι ασπρίζουν από τα τρυκ και τα χωνιά φωνάζουν ως τα μεσάνυχτα.
24 Σεπτέμβρη 1944. Η Κοκκινιά σού φαίνεται σήμερα πιό όμορφη, πιό λαμπρή. Το μνημόσυνο αθέλητα σου φέρνει στο νου τη ματωμένη πορεία αυτής της μεγάλης γειτονιάς που 3 1/2 χρόνια πότισε τα χώματά της με το καλύτερο αίμα της, που θυσίασε χιλιάδες παιδιά της στα φασιστικά κάτεργα, στα Χαϊδάρια, στα Νταχάου και στα Μαϊντανέκ, πολεμώντας για τη Λευτεριά και τη Δημοκρατία. Οι δρόμοι μαυρίζουν ατελείωτες σειρές από μαυροφορεμένες μανάδες. Τραβάν ολόισα στην Οσία Ξένη κι όσο προχωράει η ώρα γεμίζει η πλατεία, γεμίζουν οι δρόμοι. Εκατοντάδες στεφάνια έρχουνται. Δεκάδες αντιπροσωπείες απ' τις γειτονιές του Πειραιά. Κι απ' την Αθήνα κατεβαίνουν επιτροπές. Τα ταξί που τους μεταφέρουν είναι γεμάτα στέφανα. Ρίγη συγκίνησης απέραντης σε κυριεύουνε. Ατρόμητες γειτονιές της Αθήνας, η Καισαριανή, ο Βύρωνας, το Παγκράτι, του Ζωγράφου, το Περιστέρι με τα πειό διαλεκτά τους παιδιά έρχουνται να δώσουν όρκο πως θα εκδικηθούν το αίμα των εκατοντάδων νεκρών της 17 Αυγούστου 1944.
Σε λίγο αρχίζει η παρέλαση του ΕΛΑΣ και των ΕΠΟΝίτικων τμημάτων. ΕΠΟΝίτες, ΕΠΟΝίτισσες κι Αετόπουλα παρελαύνουν στην οδό Κοτζιά. Είναι τα ηρωικά βλαστάρια της λεβεντογέννας Κοκκινιάς. Η πλατεία είναι κοσμημένη με καλλιτεχνικά πλακάτ από το δράμα της 17-8-44.
Σαν τελείωσε η επιμνημόσυνη δέηση η λαοθάλασσα ξεχύνεται με τα λάβαρα στην πλατεία. Σφίγγουνε οι γροθιές και το πένθιμο εμβατήριο συγκλονίζει τις λεύτερες ψυχές. Οταν ο ομιλητής κλείνοντας το λόγο του είπε "πρέπει να δικαιώσουμε το αίμα πούχυσαν τα ' αδέλφια μας στις 17 Αυγούστου", τότε σαν από ένα στόμα δίνει λαός και νεολαία την απάντηση "θέλουμε όπλα - όπλα" και τα χέρια σηκώνονται κι οι γροθιές ξανασφίγγουνε...
Οταν η λαοπλημμύρα ετοιμάζεται να προχωρήσει και τα χωνιά κατευθύνουν τις μάζες, τότε οι Ούννοι ταμπουρωμένοι στο λόφο της Δεξαμενής έστρεψαν τα πολυβόλα τους στο λαό, που μνημόνευε τους νεκρούς του, που ξεπλήρωνε μια θρησκευτική και εθνική υποχρέωση απέναντί τους, και τον ξανασκότωσαν, τον ξαναβούτηξαν στο αίμα... Κροτάλιζαν τα πολυβόλα, το πυρωμένο σίδερο ξανατρυπούσε το κρέας του λαού, ξανάχυνε το άλικο αίμα του... Πέφτουν τα πτώματα στο χώμα, βογκάνε οι τραυματισμένοι, κοκκινίζουν τα στέφανα από το αίμα του λαού και της νεολαίας, πέφτει η ΕΠΟΝίτισσα Γιαννούλα Γεροντογιάννη την ώρα που πήγε να σηκώσει έναν τραυματία.
Σε λίγο αψηφώντας τα θανατερά βόλια, ο λαός και η νεολαία θα πάρουν τους νεκρούς και τους τραυματίες και θα κάνουν τον αιματηρό απολογισμό της ημέρας».
είναι κείμενα,φωτογραφίες και μαρτυρίες από:
Κείμενα
ΔΙΣΤΟΜΟ
Δημος Χαιδαρίου, Ιστορική αναδρομή
Στάθης Ταξίδης, Δάσκαλος
Τάσος Κοντογιαννίδης, Παλμογράφος
Θοδωρής Ρουμπάνης, ΕΘΝΟΣ
Φώτη Φωτεινού,Η ματωμένη Πρωτομαγιά του '44
Ε. Καλφόγλου, εθελόντρια Ε.Ε.Σ. Φλώρινας, 8/4/1944
Ομιλία του Διδ. Θεολόγου Νικ. Δημ. Σιώκη στην Κλεισούρα
Σελίδες
Ελληνικά Ολοκαυτώματα
ΤΟ ΒΟΪΟΝ
Κλεισούρα
Δήμος Καλαβρύτων
ΔΙΣΤΟΜΟ
Δήμος Νικαιας
Δήμος Καισσαριανής
Δήμος Χαϊδαρίου
Περιοδικό Οmikron Δυτικής Μακεδονίας
Εφημερίδα Καστοριανός Πολίτης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΕΘΝΟΣ
tv χωρίς σύνορα
ypeppasblog
Δίκτυο Σπάρτακος
Άσπρο-μαύρο
ΠΑΠΥΡΟΣ
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000
Περιοδικό Ε Ιστορικά, Κατοχή και Αντίσταση
Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΛΛΑΔΑ Β Π.Π
Ινφογνώμων
- Αρν Στρόμαγιερ, Οι εγκληματίες ήρθαν το απόγευμα Μετάφραση, στα ελληνικά: Σοφία Γεωρναλλίδη distomo
- Μαρτυρίεςκαι φωτογραφίες, Βοιωτικός κόσμος Καταγραφή αφηγήσεων από το Στάθη Σταθά
- Ένα τραγούδι για τον Αργύρη, η σελίδα της ταινίας του Stefan Haupt
- Παράρτημα Α Τα γεγονότα της 10ης Ιουνίου 1944 — Πίνακας του μουσείου στο Δίστομο
PDF 324 KB
- Παράρτημα B — Νομικό υπόβαθρο για τις ελληνικές απαιτήσεις πολεμικής αποζημίωσης.
- Παράρτημα Γ Δήλωση τύπου Τα θύματα του Διστόμου ασκούν προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Βιβλία - Βιβλιογραφία
- Η σφαγή του Διστόμου - Τάκης Λάππας - Έκδοση Δήμου Διστόμου 1944
- Η σφαγή του Διστόμου - Γεώργιος Δ. Νικολάου Έκδοση ΑΜΦΙΣΣΑ 1978
- Δίστομο - Γιάννης Μπασδέκης - Έκδοση Αρχέτυπο 1994
- Αναμνήσεις & Μαρτυρίες πενηντάχρονες ή άχρονες - Καίτη Μανωλοπούλου - έκδοση Δήμου Διστόμου - 1994
- Να ζεστάνουμε τις πέτρες στις πλαγιές του Διστόμου - Καίτη Μανωλοπούλου - Εκδόσεις Βεργίνα
Χορηγία Δήμου Διστόμου - 2004 (Λαογραφικό - Ειδικό κεφάλαιο Μαρτυριών Σφαγής )
- Στούρε Λιννέρ, ''Η Οδύσσειά μου'', απομνημονεύματα
- Μαύρη Βίβλος της Κατοχής, δίγλωσσο, υπεύθυνος έκδοσης Μανώλης Γλέζος
- Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών,Κέδρος, Αθήνα 1974
- Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Γράμματα και μηνύματα εκτελεσμένων πατριωτών,Κέδρος, Αθήνα 1974
- Γ. Κουβά,Σκοπευτήριο Καισαριανής,η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας 335 σελ.Εντός, 2003
- Η ματωμένη καρδιά της Ελλάδας,Εντός, Αθήνα 2003
- Μαρτυρική πόλη Καλαβρύτων,Φωτογραφικό λεύκωμα για τα 60
χρόνια από το Ολοκαύτωμα, ∆ήμος Καλαβρύτων,2003
- Β. Μαθιόπουλου,Εικόνες Κατοχής, Μετώπη,Αθήνα 1980
- Σπύρου Μελετζή,Με τους Αντάρτες στα Βουνά
- Α. Μπαχαριάν-Π. Ανταίου:Εικαστικές Μαρτυρίες,εκδόσεις Οδυσσέας
- Τ. Ψαράκη,Ντοκουμέντα Κατοχής
- Ντοκουμέντα κατοχής της γερμανικής προπαγάνδα- Από το αρχείο του δημοσιογράφου Τάκη Δ. Ψαράκη, επιμέλεια: Τάκη Δ. Ψαράκη,μετάφραση: Αντώνης Σ. Μανιδάκης Εκδόσεις Καστανιώτη, 1980
- Παππάς Στέφανος, αυτόπτης Μάρτυρας, γυμνασιάρχης: "Η Σφαγή του Κομμένου", ιδία έκδοση, Αθήνα 1996
- Γκούβας Χαράλαμπος: "Η Ιστορία του Νομού Πρέβεζας", έκδοση 2009
- Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ: η εμπειρία της Κατοχής, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994
- Χ.Φ. Μάγερ,Η φρίκη του Κομμένου, Εκδόσεις Καλέντης
- Γιαννάκου Μαστρογιάννη: Η καταστροφή του Κομμένου – (70 χρόνια από τη σφαγή του Κομμένου Άρτας εκδόσεις ΠΕΤΡΑ
- Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου "Κομμένο ποτάμι", Πέτρα 2005
- Δημήτρη χρ. Βλαχοπάνου "Άι Κομμένο της άσβεστης μνήμης"
- Χρήστου Αθ. Βασιλάκη,Το αίμα των μαρτύρων Το Κομμένο στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής Εκδόσεις Γρηγόρη
- Herman Frank Meyer (Χέρμαν Φρανκ Μάγιερ):Η φρίκη του Κομμένου, μτφρ. Γιάννης Μυλωνόπουλος, εκδόσεις Καλέντης, Αθήνα 1998
- Περιοδικό "Απειρος Χώρα": "Μνημόσυνο στό Κομμένο Αρτας, τεύχος Σεπτ. 2010
- Νίκα Φραντζέσκα. Καλάβρυτα 1943 μαρτυρία. 1978 (επαν. 2004). Σόκολη - Κουλεδάκη.
- Andy Varlow (Ανδρέας Βαρελόπουλος, επιζώντας από τη σφαγή). Just Another Man: A Story of the Nazi Massacre of Kalavryta. 1998
- Χαρακτηριστικό επίσης είναι και το ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού "ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ" τεύχος 21-22, Ιούνιος 1995 - Άσπρα Σπίτια
- ΕΠΟΝ - Συμβούλιο Περιοχής Πειραιά «Σπάμε την άτιμη την αλυσσίδα», εκδόσεις Ν. Λ. Βουτεράκου, Πειραιάς, Ιούλης 1945
- Σοφίας Μαυροειδή - Παπαδάκη: «Της Νιότης και της Λευτεριάς - Ποιήματα», εκδόσεις «ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ», Αθήνα 1946, σελ. 29.
- «Ιστορία της Αντίστασης 1940-1945», εκδόσεις «Αυλός»
- Δ. Ι. Μαγκριώτη: «Θυσίαι της Ελλάδος και Εγκλήματα κατοχής 1941-1944»,
- Σπ. Α. Κωτσάκη (Νέστορα): «Εισφορά στο χρονικό της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης στην Αθήνα», εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
- Mark Mazower: «Στην Ελλάδα του Χίτλερ - Η εμπειρία της κατοχής», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»
- Δημήτρη Λιάτσου, Το μπλόκο της Κοκκινιάς
- Σόλωνα Γρηγοριάδη, Συνοπτική ιστορία της Εθνικής αντίστασης 1941-1944, εκδ. Καπόπουλος
- Φοίβου Γρηγοριάδη, Βρετανοί, το αντάρτικο, απελευθέρωσις
(τόμοι 7, 8), εκδ. Νεόκοσμος
- "Το μπλόκο της Κοκκινιάς" Έκδοση ΔΗΜΟΣ ΝΙΚΑΙΑΣ 2004.
- Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης 1940-1945, εκδ. Σύγχρονη Εποχή
- Dominique Eudes, Οι καπετάνιοι, εκδ. Εξάντας.
Οπτικοακουστικό υλικό
Καλάβρυτα 1943 - Το χρονικό του ολοκαυτώματος ΕΡΤ
http://www.youtube.com/watch?v=i1Mc5mbwk4c
http://www.youtube.com/watch?v=0i-dB-v9yDg
http://www.youtube.com/watch?v=tTo3SoNU6Fs
http://www.youtube.com/watch?v=HpEeiLyghzs
Ντοκουμέντο - Δίστομο ΕΡΤ1
http://www.youtube.com/watch?v=LqQ047nw3bI#t=40
Ένα τραγούδι για τον Αργύρη του Στέφαν Χάουπτ
http://www.youtube.com/watch?v=PXp4-1S1a8Y
http://www.youtube.com/watch?v=MRglzBU1bdY
http://www.youtube.com/watch?v=p4KXkODWKmk
http://www.youtube.com/watch?v=ubvmQGqWKZc
ΠΗΓΗ
πηγή:http://thehistoryofgreece.blogspot.gr/
ΑπάντησηΔιαγραφή