“Κοίτα τί φοράει αὐτή” θά πεῖ κάποια κυρία μεγαλύτερης ἡλικίας γιά μιά μικρότερη -τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας- στήν ἐξίσου μεγάλης ἡλικίας φίλη της ἤ “ποιός εἶναι αὐτός; Δέν τόν ἔχω ξαναδεί” θά σχολιάσει κατά τή διάρκεια τῆς ἀκολουθίας ὁ γέρος ἐπίτροπος, ὅταν θά δεῖ κάποιον πού δέν τόνε ξέρει.
Καμιά φορᾶ, οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοί δηλαδή πού ἐκκλησιάζονται συχνά ἤ ἀκόμα ἔχουν κάποιο διακόνημα μές το ναό, πέφτουν στή παγίδα τοῦ “κλειστοῦ κλάμπ”, ὅτι δηλαδή ὁ χῶρος τοῦ ναοῦ τούς ἀνήκει μέ ἀποτέλεσμα ὁποιοσδήποτε μή συνηθισμένος στά μάτια τους νά φαίνεται παράταιρος καί νά κρίνεται ἄξιος σχολιασμοῦ.
Ὅταν ὁ Χριστός ἀνέβηκε νά κηρύξει στό βῆμα τῆς Συναγωγῆς γιά πρώτη φορά, ἀντίστοιχα, ἀντιμετώπισε τά σχόλια πού ἐπαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα στίς δικές μας ἐκκλησίες. Τό νά αἰσθάνεται κανείς τήν Ἐκκλησία “σά τό σπίτι τού” εἶναι ἐντελῶς διαφορετικό ἀπό νά θεωρεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἀνήκει. Ἄν κάποιος, εἴτε παπάς, εἴτε νεωκόρος, εἴτε ἐπίτροπος, εἴτε ἁπλός πιστός κλείνει τή πόρτα στούς ἄλλους, κλείνει τή πόρτα κατ' οὐσία στόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἄν κάποιος θεωρεῖ τήν Ἐκκλησία δικό του κτῆμα, τότε μᾶλλον θά πρέπει νά ἀνοίξει ἐξ ἀρχῆς τό Εὐαγγέλιο καί νά τό διαβάσει. Κι ἄν ἔρχεται στήν Ἐκκλησία ἐπειδή δέν ἔχει κάτι ἄλλο νά κάνει, καλύτερα νά μή πατάει τό πόδι τοῦ καθόλου, ἄν θέλει μέ τή στάση του νά μεταφέρει αὐτή τή μιζέρια καί στούς ἄλλους. Ἀπό καφενεῖα -δόξα τῷ Θεω- γιόμησεν ὁ τόπος.
Μή ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι μές τήν Ἐκκλησία εἴμαστε ἴσοι, ἀνεξάρτητα τί κάνουμε ἔξω ἀπ' αὐτήν.
Ἄν αὐτή τήν ἰσότητα δέν τή δεχόμαστε, κάποιο πρόβλημα ἔχουμε καί θά 'ταν καλύτερα νά πᾶμε νά τό κοιτάξουμε.
ἀρχιμ. Ἰάσων Κεσέν
το είδαμε εδώ