Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Οσιος Ιωάννης του Σιναΐτης (της Κλίμακος). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 'Οσιος Ιωάννης του Σιναΐτης (της Κλίμακος). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 20, περὶ Δειλίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος



(Διὰ τὴν ἄνανδρον δειλίαν)

Ὅποιος ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ σὲ Κοινόβιο ἢ σὲ συνοδία, δὲν εἶναι συνηθισμένο νὰ πολεμῆται ἀπὸ τὴν δειλία. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εὑρίσκεται σὲ ἡσυχαστικώτερους τόπους, ἂς ἀγωνίζεται μήπως καὶ τὸν κυριεύση τὸ γέννημα τῆς κενοδοξίας καὶ ἡ θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, δηλαδὴ ἡ δειλία.

2. Ἡ δειλία εἶναι νηπιακὴ συμπεριφορὰ μιᾶς ψυχῆς ποὺ ἐγήρασε στὴν κενοδοξία. Ἡ δειλία εἶναι ἀπομάκρυνσις τῆς πίστεως, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἀναμένονται ἀπροσδόκητα κακά.

3. Ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος ποὺ προμελετᾶται. Ἢ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι μία ἔντρομη καρδιακὴ αἴσθησις, ποὺ συγκλονίζεται καὶ ἀγωνιᾶ ἀπὸ ἀναμονὴ ἀπροβλέπτων συμφορῶν. Ὁ φόβος εἶναι μία στέρησις τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας. Ἡ ὑπερήφανη ψυχὴ εἶναι δούλη τῆς δειλίας· ἔχοντας πεποίθησι στὸν ἑαυτόν της καὶ ὄχι στὸν Θεόν, φοβεῖται τοὺς κρότους τῶν κτισμάτων καὶ τὶς σκιές.

4. Ὅσοι πενθοῦν καὶ ὅσοι καταπονοῦνται χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν κόπους καὶ πόνους, δὲν ἀποκτοῦν δειλία. Πολλὲς φορὲς ὅσοι ὑποκύπτουν στὴν δειλία χάνουν τὸ μυαλό τους. Καὶ εἶναι φυσικὸ αὐτό, διότι εἶναι δίκαιος Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τοὺς ὑπερηφάνους, ὥστε καὶ οἱ ὑπόλοιποι νὰ μάθωμε νὰ μὴ ὑψηλοφρονοῦμε.

5. Ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται εἶναι κενόδοξοι, ἀλλ᾿ ὅμως ὅλοι ὅσοι δὲν φοβοῦνται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ταπεινόφρονες, ἀφοῦ καὶ οἱ λησταὶ καὶ οἱ τυμβωρύχοι δὲν ὑποκύπτουν εὔκολα στὴν δειλία.

6. Σὲ ὅποιους τόπους συνηθίζεις νὰ φοβῆσαι, μὴ διστάζης νὰ πηγαίνης, ὅταν ἀκόμη δὲν ἔχη ξημερώσει. Ἐὰν δείξεις κάποια χαλαρότητα στὸ σημεῖο αὐτό, τότε θὰ γηράση μαζί σου τὸ νηπιακὸ καὶ ἀξιογέλαστο τοῦτο πάθος. Ἐνῷ βαδίζεις πρὸς τὰ ἐκεῖ ὁπλίζου μὲ τὴν προσευχή. Μόλις φθάσης σ᾿ ἐκείνους τοὺς τόπους, ἀνύψωσε τὰ χέρια σου. Μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ μάστιζε τοὺς ἐχθρούς, διότι δὲν ὑπάρχει οὔτε στὸν οὐρανὸ οὔτε στὴν γῆ ἰσχυρότερο ὅπλο. Ἀφοῦ ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια αὐτή, ἂς ἀνυμνήσης τὸν Λυτρωτή σου· διότι ἐὰν τὸν εὐγνωμονῆς, θὰ σὲ σκεπάζη παντοτινά.

7. Ποτὲ δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ γεμίσης τὴν κοιλία. Παρόμοια βέβαια δὲν μπορεῖς διὰ μιᾶς νὰ νικήσης τὴν δειλία. Ὅταν ἔχωμε πολὺ πένθος, θὰ ὑποχωρήση πιὸ γρήγορα· ὅταν ὅμως αὐτὸ μᾶς λείπη, θὰ παραμένουμε συνεχῶς δειλοί. «Ἔφριξάν μου τρίχες καὶ σάρκες» εἶπε ὁ Ἐλιφὰζ (Ἰὼβ δ´ 15), περιγράφοντας τὴν πανουργία τούτου τοῦ δαίμονος.

8. Ἄλλωτε ἐδειλίασε πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ ἄλλοτε τὸ σῶμα, καὶ ἐν συνεχείᾳ μεταβίβασε τὸ ἕνα στὸ ἄλλο τὸ πάθος. Ἂν συμβῆ νὰ φοβηθῆ τὸ σῶμα, χωρὶς ὅμως νὰ εἰσδύση ὁ ἄκαιρος φόβος στὴν ψυχή, εὐρισκόμεθα πλησίον στὴν θεραπεία. Ὅταν δὲ ὅλα τὰ δυσάρεστα καὶ ἀπροσδόκητα τὰ δεχώμεθα πρόθυμα, μὲ συντριμμένη καρδιά, τότε ἐλευθερωθήκαμε πραγματικὰ ἀπὸ τὴν δειλία.

9. Δὲν ἐνισχύει τοὺς δαίμονας ἐναντίον μας τὸ σκότος καὶ ἡ ἐρημία τῶν τόπων, ἀλλὰ ἡ ἀκαρπία τῆς ψυχῆς μας. Μερικὲς φορὲς ὅμως πρόκειται γιὰ οἰκονομικὴ παίδευσι ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ.

10. Ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε δοῦλος τοῦ Κυρίου, θὰ φοβηθῆ μόνο τὸν ἰδικό του Δεσπότη. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν φοβεῖται ἀκόμη Αὐτόν, φοβεῖται πολλὲς φορὲς τὴν σκιά του.

11. Ὅταν πλησιάση ἀοράτως ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, φοβεῖται τὸ σῶμα. Ὅταν ὅμως πλησιάση κάποιος Ἄγγελος, ἀγάλλεται ἡ ψυχὴ τῶν ταπεινῶν. Γι᾿ αὐτό, μόλις ἀπὸ τὴν ἐνέργεια αὐτὴ ἀντιληφθοῦμε τὴν παρουσία του, ἂς τρέξουμε γρήγορα στὴν προσευχή, διότι ἦλθε νὰ προσευχηθῆ μαζί μας ὁ ἀγαθός μας φύλαξ.

Ὅποιος ἐνίκησε τὴν δειλία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀνέθεσε στὸν Θεὸν καὶ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ψυχή του.

Τετάρτη, Απριλίου 02, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 19, περὶ Ἀγρυπνίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


 



(Διὰ τὴν σωματικὴν ἀγρυπνίαν, καὶ διὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ἐπιτελῶμεν αὐτήν)

Στοὺς ἐπιγείους βασιλεῖς, ἄλλοι παρίστανται ἄοπλοι καὶ γυμνοί, ἄλλοι μὲ ράβδους, ἄλλοι μὲ ἀσπίδες καὶ ἄλλοι μὲ ξίφη. Εἶναι δὲ μεγάλη καὶ ἀσύγκριτη ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς πρώτους καὶ στοὺς τελευταίους. Διότι οἱ πρῶτοι εἶναι συνήθως συγγενεῖς καὶ οἰκειακοὶ τοῦ βασιλέως. Καὶ αὐτὰ μὲν συμβαίνουν σ᾿ αὐτούς.

Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ ἐμεῖς νὰ ἐξετάσωμε πῶς παριστάμεθα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Βασιλέως μας στὶς ἑσπερινές, τὶς νυκτερινὲς καὶ τὶς λοιπὲς παραστάσεις καὶ προσευχές.

1.
Στὴν βραδυνὴ ἀγρυπνία μερικοὶ ὑψώνουν τὰ χέρια τους σὲ προσευχή, ἄϋλοι καὶ ἀπηλλαγμένοι ἀπὸ κάθε φροντίδα. Ἄλλοι τὴν ἐπιτελοῦν μὲ ψαλμῳδία. Ἄλλοι ἐπιμένουν ἰδιαιτέρως στὴν ἀνάγνωσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀδυναμία πολεμοῦν ἀνδρείως τὸν ὕπνο μὲ τὸ ἐργόχειρο. Καὶ ἄλλοι ἀπασχολοῦνται μὲ τὴν σκέψι τοῦ θανάτου, θέλοντας ἔτσι νὰ αἰσθανθοῦν κατάνυξι. Ἐξ ὅλων αὐτῶν οἱ πρῶτοι καὶ οἱ τελευταῖοι κάνουν θεάρεστη ἀγρυπνία. Οἱ δεύτεροι μοναχική. Οἱ τρίτοι βαδίζουν σὲ κατώτερη ὁδό. Πάντως ἀναλόγως πρὸς τὴν προαίρεσι καὶ τὴν δύναμι τοῦ καθενός, δέχεται καὶ ἀξιολογεῖ τὰ δῶρα ὁ Θεός.
 
2.
Ὁ ἄγρυπνος ὀφθαλμὸς ἐξήγνισε τὸν νοῦ, ἐνῷ ὁ πολὺς ὕπνος ἐπώρωσε τὴν ψυχή. Ὁ ἄγρυπνος μοναχὸς εἶναι ἐχθρὸς τῆς πορνείας, ἐνῷ ὁ ὑπνώδης εἶναι σύζυγός της.
 
3.
Ἡ ἀγρυπνία εἶναι θραῦσις τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, λύτρωσις ἀπὸ τοὺς μολυσμοὺς τῶν ἐνυπνιασμῶν, δακρύβρεκτος ὀφθαλμός, ἁπαλὴ καρδία, προφύλαξις ἀπὸ τοὺς λογισμούς, χωνευτήριο τῶν φαγητῶν, δαμαστήριο τῶν παθῶν, κολαστήριο τῆς γλώσσης, φυγαδευτήριο τῶν αἰσχρῶν φαντασιῶν.
 
4.
Ὁ ἄγρυπνος μοναχὸς εἶναι ἁλιεὺς τῶν λογισμῶν, ἱκανὸς νὰ τοὺς ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ τοὺς συλλαμβάνη μὲ εὐχέρεια μέσα στὴν νυκτερινὴ γαλήνη. Ὁ φιλόθεος μοναχός, ὅταν σημαίνη ἡ σάλπιγγα τῆς προσευχῆς, ἀναφωνεῖ: Εὖγε! Εὖγε! (πρβλ. Ἰὼβ λα´ 29), ἐνῷ ὁ ρᾴθυμος ὀδύρεται: Ἀλλοίμονο! Ἀλλοίμονο!
 
5.
Ἡ προετοιμασία τῆς τραπέζης ἐδοκίμασε τοὺς γαστριμάργους καὶ ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς ἐδοκίμασε τοὺς φιλοθέους. Ὁ πρῶτος μόλις ἀντικρύση τὴν τράπεζα σκιρτᾶ, ἐνῷ ὁ δεύτερος σκυθρωπάζει.
 
6.
Ὁ πολὺς ὕπνος εἶναι πρόξενος τῆς λήθης, ἐνῷ ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὴν μνήμη.
 
7.
Ὁ πλοῦτος τῶν γεωργῶν συναθροίζεται στὸ ἁλώνι καὶ στὸ πατητήρι, ἐνῷ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ γνῶσις τῶν μοναχῶν, στὶς ἑσπερινὲς καὶ νυκτερινὲς προσευχὲς καὶ στὴν νοερὰ ἐργασία.
 
8.
Ὁ πολὺς ὕπνος εἶναι σύζυγος ἄδικος, ποὺ ἀφαρπάζει τὸ ἥμισυ ἢ καὶ περισσότερο ἀκόμη ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ρᾳθύμου.
 
9.
Ὁ ἀδόκιμος μοναχὸς εἶναι ἄγρυπνος στὶς συζητήσεις. Ὅταν ὅμως ἦλθε ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς, ἐβάρυναν τὰ μάτια του. Ὁ ἀποχαυνωμένος μοναχὸς εἶναι ἱκανὸς γιὰ πολυλογίες. Ὅταν ὅμως ἀρχίση ἡ ἀνάγνωσις, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ κοιτάξη ἀπὸ τὴν νύστα.

Ὅταν θὰ ἠχήση ἡ ἐσχάτη σάλπιγγα, θὰ συμβῆ ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν. Κατὰ παρόμοιο τρόπο μολὶς ἀρχίση ἡ ἀργολογία, θὰ συμβῆ ἡ ἀνάνηψις τῶν κοιμωμένων. Εἶναι ὕπουλος φίλος ὁ τύραννος ποὺ λέγεται ὕπνος. Πολλὲς φορές, ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι ἀπὸ φαγητὰ ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὅταν πεινοῦμε καὶ διψοῦμε μᾶς πολεμεῖ δυνατά. Στὴν προσευχὴ προτρέπει νὰ κρατοῦμε ἐργόχειρο, διότι μὲ ἄλλον τρόπο δὲν μπορῆ νὰ χαλάση τὴν προσευχὴ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦν ἀγρυπνία.

Στοὺς ἀρχαρίους αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος πόλεμος ποὺ ἀντιμετωπίζουν· μὲ τὸν σκοπὸ νὰ τοὺς κάνη ἐξ ἀρχῆς ρᾳθύμους ἢ νὰ προετοιμάση τὸν δρόμο γιὰ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Ἕως ὅτου ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτόν, ἂς μὴν ἀφίνουμε τὴν κοινὴ ψαλμῳδία μὲ τὸ πλῆθος τῶν ἀδελφῶν· διότι ἔτσι πολλὲς φορὲς αἰσθανόμεθα ἐντροπὴ καὶ δὲν νυστάζομε.

10.
Ὁ σκύλος εἶναι ἐχθρὸς τῶν λαγῶν· ὁμοίως καὶ ὁ δαίμων τῆς κενοδοξίας εἶναι ἐχθρός του ὕπνου.
 
11.
Ὁ ἔμπορος μετρᾶ τὸ κέρδος, ὅταν τελειώση ἡ ἡμέρα, καὶ ὁ ἀγωνιστὴς μοναχός, ὅταν τελειώση ἡ ψαλμῳδία.
 
12.
Περίμενε καὶ πρόσεχε καὶ θὰ ἰδῆς μετὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ στίφη δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ πολεμήθηκαν ἐκ μέρους μας προσπαθοῦν νὰ μᾶς τραυματίσουν μὲ τὶς ἀπρεπεῖς φαντασίες. Κάθησε καὶ παρατήρει, καὶ θὰ ἰδῆς αὐτοὺς ποὺ συνηθίζουν νὰ ἀφαρπάζουν τοὺς πρώτους καρποὺς τῆς ψυχῆς.
 
13. 
Συμβαίνει μερικὲς φορὲς ἐνῷ κοιμόμαστε, νὰ μελετοῦμε τοὺς στίχους τῶν Ψαλμῶν. Τοῦτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αὐτὴ ἡ μελέτη. Μερικὲς ὅμως φορὲς μᾶς τὰ προκαλοῦν αὐτὰ οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μᾶς δημιουργήσουν ἔπαρσι ὑπερηφανείας. Ὑπάρχει καὶ τρίτη περίπτωσις ποὺ δὲν ἤθελα νὰ ἀναφέρω, ἀλλὰ κάποιος μὲ ἐξηνάγκασε: Ἡ ψυχὴ ποὺ μελετᾶ ἀκατάπαυστα κάθε ἡμέρα τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, συνηθίζει καὶ στὸν ὕπνο νὰ προσκολλᾶται σ᾿ αὐτὰ τὰ νοήματα. Τὸ δεύτερο αὐτὸ εἶναι κυρίως ἡ ἀνταμοιβὴ τοῦ πρώτου, γιὰ νὰ ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὴν ψυχὴ ἁμαρτίες καὶ νυκτερινὲς φαντασίες!




Δεκάτη ἐνάτη βαθμίδα! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, ἐδέχθηκε φῶς στὴν καρδιά του.

Κλῖμαξ, Λόγος 17, περὶ Ἀναισθησίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


 


(Διὰ τὴν νέκρωσιν τῆς ψυχῆς καὶ διὰ τὸν θάνατον τοῦ νοῦ, πρὸ τοῦ σωματικοῦ θανάτου)

1. Ἀναισθησία καὶ στὰ σώματα καὶ στὶς ψυχὲς εἶναι ἀπονεκρωμένη αἴσθησις, ἡ ὁποία ἀπὸ χρονία ἀσθένεια καὶ ἀμέλεια κατέληξε νὰ ἀναισθητοποιηθῆ.

2. Ἡ ἀναλγησία εἶναι πολυκαιρισμένη καὶ μονιμοποιημένη ἀμέλεια, ναρκωμένη σκέψις, γέννημα τῶν «προλήψεων». Εἶναι παγίδα τῆς πνευματικῆς προθυμίας, βρόχος τῆς ἀνδρείας, ἄγνοια τῆς κατανύξεως, θύρα τῆς ἀπογνώσεως. Εἶναι μητέρα τῆς λήθης, (λησμοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐντολῶν του), καὶ ἐν συνεχείᾳ θυγατέρα τῆς ἰδικῆς της θυγατέρας (1). Εἶναι ἀκόμη ἀπόκρουσις ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ.

3. Ὁ ἀνάλγητος εἶναι ἄφρων φιλόσοφος. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐξηγεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἄλλους πρὸς ἰδική του κατάκρισι. Αὐτὸς ποὺ φιλολογεῖ εἰς βάρος τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτὸς ποὺ εἶναι τυφλός, καὶ διδάσκει τοὺς ἄλλους πῶς νὰ βλέπουν. Ὁμιλεῖ στοὺς ἄλλους γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματός των, ἐνῷ συνεχῶς ἐρεθίζει καὶ χειροτερεύει τὸ ἰδικό του. Ὁμιλεῖ ἐναντίον τοῦ πάθους, καὶ συνεχῶς τρέφεται μὲ ὅσα τὸ προκαλοῦν. Ἐναντίον τοῦ πάθους προσεύχεται, καὶ ἀμέσως σπεύδει νὰ τὸ ἱκανοποιήση. Ἰκανοποιώντας το ἐξοργίζεται κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ δὲν ἐντρέπεται τὰ λόγια του ὁ ταλαίπωρος.

«Ἄσχημα κάνω» φωνάζει, καὶ μὲ εὐχαρίστησι ἐπιμένει στὴν ἁμαρτία. Τὸ στόμα προσεύχεται ἐναντίον τοῦ πάθους, ἀλλὰ τὸ σῶμα ὑπὲρ αὐτοῦ ἀγωνίζεται. Περὶ θανάτου φιλοσοφεῖ, καὶ συμπεριφέρεται σὰν ἀθάνατος. Γιὰ τὸν χωρισμὸ στενάζει, καὶ σὰν νὰ εἶναι αἰώνιος ἀμελεῖ καὶ νυστάζει. Ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἐγκράτεια, καὶ δίνει ἀγῶνες γιὰ τὴν γαστριμαργία. Μακαρίζει τὴν ὑπακοή, καὶ πρῶτος αὐτὸς παρακούει.

Ἐπαινεῖ τοὺς ἀπροσπαθεῖς καὶ δὲν ἐντρέπεται νὰ μνησικακῆ καὶ νὰ φιλονεικῆ γιὰ ἕνα κουρέλι. Παρασυρόμενος στὴν ὀργὴ πικραίνεται, καὶ ἐν συνεχείᾳ ὀργίζεται πάλι ἐπειδὴ πικράθηκε. Καὶ ἔτσι προσθέτει ἥττα στὴν ἥττα χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται.

Διαβάζει γιὰ τὴν Κρίσι, καὶ ἀρχίζει νὰ χαμογελᾶ. Γιὰ τὴν κενοδοξία, καὶ κενοδοξεῖ τὴν ὥρα τῆς ἀναγνώσεως. Ἀποστηθίζει λόγους περὶ ἀγρυπνίας, καὶ παρευθὺς καταβυθίζεται στὸν ὕπνο. Ἐγκωμιάζει τὴν προσευχή, καὶ τὴν ἀποφεύγει σὰν μαστίγιο. Μόλις χορτάσει φαγητὸ μετανοεῖ, καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο τρώει καὶ χορταίνει περισσότερο. Μακαρίζει τὴν σιωπή, καὶ τὴν ἐγκωμιάζει μὲ πολυλογία. Διδάσκει περὶ πραότητος, καὶ πολλὲς φορὲς ὀργίζεται τὴν ὥρα τῆς διδασκαλίας. Μόλις συνῆλθε ἀπὸ τὸ σφάλμα του ἐστέναξε, καὶ ἀφοῦ κούνησε τὸ κεφάλι πάλι ὑπέκυψε στὸ πάθος του.

Κατηγορεῖ τὸ γέλιο καὶ χαμογελαστὸς διδάσκει περὶ πένθους. Κατηγορεῖ πολὺ ἐμπρὸς σὲ ἄλλους τὸν ἑαυτόν του ὡς κενόδοξο, καὶ μὲ τὴν κατηγορία αὐτὴ κοιτάζει νὰ προσπορίση στὸν ἑαυτόν του δόξα. Μὲ ἐμπάθεια ἀτενίζει στὰ εὐειδῆ πρόσωπα, καὶ ὁμιλεῖ περὶ σωφροσύνης καὶ ἁγνότητος. Ἐπαινεῖ τοὺς ἐρημίτας καὶ τοὺς ἡσυχαστὰς, ἐνῷ περνᾶ τὸν καιρό του στὸν κόσμο, καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔτσι ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του. Ἐπαινεῖ καὶ δοξάζει τοὺς ἐλεήμονας, ἀλλὰ ὑβρίζει τοὺς πτωχούς. Πάντοτε γίνεται κατήγορος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ νὰ συνέλθη δὲν θέλει, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ δὲν μπορεῖ.

4. Ἔτυχε νὰ ἰδῶ πολλοὺς τέτοιους ποὺ ἐδάκρυζαν ἀκούοντας περὶ θανάτου καὶ περὶ τῆς φοβερᾶς κρίσεως, καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἀκόμη στὰ μάτια ἔτρεχαν γρήγορα στὴν τράπεζα. Καὶ ἐδοκίμασα θαυμασμό, πῶς κατώρθωσε ἡ δέσποινα αὐτὴ καὶ ὀζοθήκη, δηλαδὴ ἡ κοιλία, δυναμωμένη ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀναλγησία, νὰ κατατροπώση καὶ τὸ πένθος ἀκόμη.

5. Μὲ τὴν μικρὴ γνῶσι καὶ τὴν ἱκανότητα ποὺ διαθέτω, ἀπεγύμνωσα τὶς δολιότητες καὶ τὶς πληγὲς τῆς πετρώδους αὐτῆς καὶ ἀποκρήμνου καὶ μανιώδους καὶ ἀνοήτου ἀναισθησίας. Δὲν ἔχω διάθεσι νὰ φιλολογῶ περισσότερο εἰς βάρος της. Ὅποιος ὅμως δύναται μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Κυρίου νὰ παρουσιάση ἀπὸ πείρα καὶ δοκιμασία κατάλληλα φάρμακα γιὰ τὶς πληγὲς αὐτές, ἂς μὴ διστάξη νὰ τὸ κάνη. Ἐγὼ δὲν τὸ θεωρῶ ἐντροπὴ νὰ προβάλω ἀδυναμία, ἀφοῦ εἶμαι τόσο πολὺ αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ αὐτή. Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ τὶς δολιότητές της καὶ τὰ τεχνάσματά της κατώρθωσα νὰ καταλάβω μόνος μου· παρὰ μόνο ἀφοῦ κάπου τὴν συνέλαβα καὶ τὴν ἐκράτησα διὰ τῆς βίας καὶ τὴν ἐβασάνισα καὶ τὴν ἐμαστίγωσα μὲ τὸ μαστίγιο τοῦ θείου φόβου καὶ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τὴν ἀνάγκασα νὰ ὁμολογήση ὅσα προανέφερα.

Μοῦ φαινόταν δὲ ὅτι ἔλεγε ἡ τυραννικὴ καὶ κακοῦργος: «Οἱ ἰδικοί μου σύντροφοι ἐνῷ βλέπουν νεκρούς, γελοῦν. Ἐνῷ παρίστανται στὴν προσευχή, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου πετρώδεις καὶ σκληροὶ καὶ σκοτεινοί. Ἐνῷ ἀντικρύζουν τὴν ἁγία Τράπεζα, μένουν ἀναίσθητοι. Ἐνῷ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τὰ ἅγια Δῶρα, εἶναι σὰν νὰ ἐγεύθησαν ἁπλῶς ψωμί. Ἐγώ, ὅταν τοὺς βλέπω νὰ κατανύσσωνται, τοὺς καταγελῶ. Ἐγὼ ἔχω μάθει ἀπὸ τὸν πατέρα ποὺ μὲ ἐγέννησε, νὰ φονεύω ὅ,τι καλὸ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν εὐσεβῆ πόθο. Ἐγὼ εἶμαι μητέρα τοῦ γέλωτος, ἐγὼ τροφὸς τοῦ ὕπνου, ἐγὼ φίλη του χορτασμοῦ. Ἐγώ, ὅταν ἐλέγχωμαι δὲν πονῶ. Ἐγὼ εἶμαι σφικτὰ ἀγκαλιασμένη μὲ τὴν ψευτοευλάβεια».

Κατάπληκτος δὲ ἐγὼ ἀπὸ τὰ λόγια αὐτῆς τῆς παράφρονος, ἐρωτοῦσα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ποὺ τὴν ἐγέννησε. Καὶ ἐκείνη μοῦ ἀπήντησε:

«Ἐγὼ δὲν ἔχω μία μόνο γέννησι. Ἡ δὲ κυοφόρησίς μου εἶναι κάπως ποικίλη καὶ ἄστατη. Ἐμένα μὲ ἐνδυναμώνει ὁ χορτασμὸς τῆς κοιλίας. Ἐμένα μὲ αὔξησε ἡ πολυκαιρία. Ἐμένα μὲ ἔχει παγιώσει ἡ κακὴ συνήθεια· καὶ ὅποιος τὴν ἀπέκτησε, ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ ἐμένα. Ἐὰν μελετᾶς ἐπίμονα καὶ μὲ πολλὴ ἀγρυπνία τὴν αἰωνία Κρίσι, ἴσως μὲ κάνης νὰ χαλαρώσω ὀλίγο. Κοίταξε ἀπὸ ποιὰ αἰτία γεννῶμαι σ᾿ ἐσένα -δὲν ἔχω σὲ ὅλους τὴν ἴδια αἰτία-, καὶ ἀγωνίζου ἐναντίον τῆς μητέρας μου αὐτῆς. Νὰ προσεύχεσαι συχνὰ στοὺς τάφους, ζωγραφίζοντας ἀνεξίτηλα τὴν εἰκόνα τους στὴ καρδιά σου. Ἐὰν μάλιστα αὐτὴ δὲν ζωγραφισθῆ μὲ τὸν χρωστήρα τῆς νηστείας, δὲν πρόκειται νὰ μὲ νικήσης εἰς τὸν αἰώνα».

----------

1. Ἀπὸ τὴν ἀναλγησία δηλαδὴ γεννᾶται ἡ λήθη καὶ ἀπὸ τὴν λήθη γεννᾶται πάλι ἡ ἀναλγησία.

Τρίτη, Απριλίου 01, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 16, περὶ Φιλαργυρίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος



(Καθὼς καὶ περὶ ἀκτημοσύνης)

1.  Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς διδασκάλους μετὰ ἀπὸ τὸν προηγούμενο τύραννο συνηθίζουν νὰ τοποθετοῦν τὸν παρόντα μυριοκέφαλο δαίμονα τῆς φιλαργυρίας. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μεταβάλωμε τὴν σειρὰ τῶν σοφῶν ἐμεῖς οἱ ἄσοφοι, ἀκολουθήσαμε τὸν ἴδιο κανόνα καὶ τὴν ἴδια ἀπόφασι. Ἔτσι ἀφοῦ ὁμιλήσωμε ὀλίγο μὲ τὴν ἀρρώστεια, θὰ ὁμιλήσωμε ἔπειτα ἐν συντομίᾳ καὶ γιὰ τὴν κατάστασι τῆς ὑγείας.

2. Ἡ φιλαργυρία εἶναι προσκύνησις τῶν εἰδώλων, θυγατέρα τῆς ἀπιστίας, προφασίστρια νόσων, μάντις γηρατειῶν, ὑποβολεὺς ἀνομβρίας, προμηνυτὴς λιμῶν.

3. Φιλάργυρος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καταφρονεῖ τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ τὶς παραβαίνει ἐνσυνείδητα. Ὅποιος ἀπέκτησε ἀγάπη διεσκόρπισε χρήματα. Ὅποιος ὅμως ἰσχυρίζεται πὼς συμβιβάζει στὴν ζωή του καὶ τὰ δυό, αὐτοαπατήθηκε.

4. Ὅποιος πενθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαρνήθηκε καὶ τὸ σῶμα του. Διότι ὅταν τὸ ἐκάλεσε ἡ περίστασις, οὔτε αὐτὸ τὸ λυπήθηκε.

5. Μὴ ἰσχυρίζεσαι ὅτι μαζεύεις χρήματα γιὰ τοὺς πτωχούς. Διότι δυὸ μόνο λεπτὰ ἀγόρασαν τὴν οὐράνιο βασιλεία (πρβλ. Λουκ. κα´ 2).

6. Ὁ φιλόξενος καὶ ὁ φιλάργυρος συναντήθηκαν. Καὶ ὁ δεύτερος ἀποκαλοῦσε τὸν πρῶτο ἀδιάκριτο καὶ ἀσύνετο.

7. Ὅποιος ἐνίκησε τὸ πάθος αὐτό, ἔπαυσε νὰ ἔχη μέριμνες. Ὅποιος εἶναι δεμένος μαζί του, ποτὲ δὲν θὰ κάνη καθαρὰ προσευχή.

8. Ἀρχὴ τῆς φιλαργυρίας, ἡ πρόφασις τῆς ἐλεημοσύνης. Τέλος δὲ αὐτῆς, τὸ μίσος πρὸς τοὺς πτωχούς. Ἕως ὅτου κάποιος συγκεντρώση τὰ χρήματα, κάνει ἐλεημοσύνες. Ὅταν ὅμως τὰ συγκεντρώση, σφίγγουν τὰ χέρια του.

9. Εἶδα ἀνθρώπους πτωχοὺς ὡς πρὸς τὰ χρήματα, οἱ ὁποῖοι ἐπλούτησαν στὴν ζωὴ τῶν «πτωχῶν τῷ πνεύματι»· δηλαδὴ ἐπλούτησαν στὴν μοναχικὴ ζωή. Καὶ ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐνθυμοῦνται τὴν προηγουμένη πτωχεία τους.

10. Ὁ φιλοχρήματος μοναχὸς εἶναι ξένος πρὸς τὴν ἀκηδία(!), ἐνθυμούμενος κάθε ὥρα τὸν ἀποστολικὸ λόγο «Ὁ ἀργὸς μηδὲ ἐσθιέτω» (Β´ Θέσ. γ´ 10), καθὼς καὶ τό: «Αἱ χεῖρες αὗται διηκόνησαν ἐμοὶ καὶ τοῖς σὺν ἐμοί»! (Πράξ. κ´ 34).

11. Ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς φροντίδες, ἀμεριμνία βίου, ὁδοιπορία ἀνεμπόδιστη, ἀποξένωσις ἀπὸ τὴν λύπη, πίστις στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ.

12. Ὁ ἀκτήμων μοναχὸς εἶναι κύριος ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχει ἀναθέσει στὸν Θεὸν τὴν φροντίδα του, καὶ μὲ τὴν πίστι του αὐτὴ τοὺς ἔχει ὅλους δούλους του. Δὲν θὰ ὁμιλήση σὲ ἄνθρωπο γιὰ ἀνάγκες του. Ὅλα δὲ ὅσα τοῦ προσφέρονται, τὰ δέχεται σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀκτήμων ἐργάτης τῆς ἀρετῆς εἶναι υἱὸς τῆς ἀπροσπαθείας, καὶ αὐτὰ ποὺ ἔχει θεωρεῖ σὰν νὰ μὴ τὰ ἔχη. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ἀναχωρήσεως γιὰ τὴν ἄσκησι, τὰ ἐθεώρησε ὅλα σὰν σκύβαλα. Ἐὰν ὅμως λυπῆται γιὰ κάποιο πράγμα, σημαίνει ὅτι δὲν ἔγινε ἀκόμα ἀκτήμων. Ὁ ἀκτήμων ἄνθρωπος ἔχει καθαρὰ προσευχή, ἐνῷ ὁ φιλοκτήμων προσεύχεται ἔχοντας τὸν νοῦ του σὲ ὑλικὰ πράγματα.

13. Ὅσοι ζοῦν ὡς ὑποτακτικοί, εἶναι ξένοι πρὸς τὴν φιλαργυρία. Διότι ἐκεῖνοι ποὺ καὶ τὸ σῶμα ἀκόμη παρέδωσαν, τί κρατοῦν λοιπὸν ὡς ἰδικό τους; Αὐτοὶ σὲ ἕνα μόνο σημεῖο συνήθως ὑστεροῦν: Παρουσιάζονται εὔκολοι καὶ ἕτοιμοι σὲ τοπικὲς μετακινήσεις.

14. Εἶδα ὑλικὴ περιουσία ποὺ ἔκανε μερικοὺς μοναχοὺς νὰ παραμένουν ὑπομονητικὰ στὸν τόπο τους. Ἐγὼ δὲ περισσότερο ἀπ᾿ αὐτοὺς ἐμακάρισα ἐκείνους ποὺ περιπλανῶνται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου.

15. Ὅποιος ἐγεύθηκε τὰ οὐράνια, εὔκολα καταφρονεῖ τὰ ἐπίγεια. Ὁ ἄγευστος ὅμως ἐκείνων ἀγάλλεται μὲ τὰ γήϊνα ὑπάρχοντά του.

16. Ὅποιος ἀσκεῖ τὴν ἀκτημοσύνη χωρὶς λόγο καὶ πνευματικὴ βάσι, ὑφίσταται δυὸ ἀδικίες: καὶ ἀπὸ τὰ παρόντα ἀπέχει καὶ τὰ μέλλοντα στερεῖται.

Ἂς μὴ φανοῦμε λοιπόν, ὦ μοναχοί, πιὸ ἄπιστοι ἀπὸ τὰ πτηνά, ποὺ οὔτε μεριμνοῦν οὔτε συγκεντρώνουν τροφὲς (πρβλ. Ματθ. ς´ 26).

17. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνεῖται κατὰ τρόπον θεάρεστο τὰ χρήματα. Ἅγιος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνεῖται τὸ ἰδικό του θέλημα. Ὁ μὲν πρῶτος θὰ λάβη ἑκατονταπλάσια εἴτε μὲ χρήματα εἴτε μὲ χαρίσματα. Ὁ δὲ δεύτερος θὰ κληρονομήση ζωὴν αἰώνιον.

18. Δὲν θὰ λείψουν τὰ κύματα ἀπὸ τὴν θάλασσα. Οὔτε ἀπὸ τὸν φιλάργυρο ἡ ὀργὴ καὶ ἡ λύπη.

19. Ὅποιος καταφρονεῖ τὰ ὑλικά, ἀπηλλάγη ἀπὸ τὶς δικαιολογίες καὶ τὶς ἀντιλογίες, ἐνῷ ὁ φιλοκτήμων καὶ γιὰ μία βελόνα ἀκόμη ἀγωνίζεται μέχρι θανάτου.

20. Ἡ ἀκλόνητη πίστις θὰ περιορίση τὶς μέριμνες, ἐνῷ μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου κατορθώνεται ἀκόμη καὶ ἡ ἀπάρνησις τοῦ σώματος.

21. Στὸν Ἰὼβ δὲν ὑπῆρχε ἴχνος φιλαργυρίας· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν τὰ στερήθηκε ὅλα, ἔμεινε ἀτάραχος.

22. «Ρίζα πάντων τῶν κακῶν, καὶ εἶναι καὶ λέγεται ἡ φιλαργυρία» (Α´ Τιμ. ς´ 10). Διότι αὐτὴ εἶναι ποὺ δημιούργησε μίση καὶ κλοπὲς καὶ φθόνους καὶ χωρισμοὺς καὶ ἔχθρες καὶ ζάλες καὶ μνησικακίες καὶ ἀσπλαγχνίες καὶ φόνους.

23. Μὲ ὀλίγη φωτιὰ μερικοὶ ἔκαψαν μεγάλο δάσος. Ἀντιθέτως μὲ μία ἀρετὴ ἄλλοι ἐσώθηκαν ἀπὸ ὅλα τὰ τωρινὰ καὶ προηγούμενα πάθη. Αὐτὴ ὀνομάζεται ἀπροσπάθεια. Τὴν ἐγέννησε δὲ ἡ πείρα καὶ ἡ γεῦσις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν μεταθανάτιο ἀπολογία.

24. Δὲν ξεχάσθηκε ἀπὸ τὸν πολὺ προσεκτικὸ ἀναγνώστη ὁ λόγος τῆς μητροκάκου, δηλαδὴ τῆς μητέρας ὅλων τῶν κακῶν γαστριμαργίας.

Ἀναφέρει ἡ ἴδια σὰν δεύτερο ἀπόγονό της στὴν κακὴ καὶ ἐπάρατη τεκνογονία της τὸν λίθο τῆς ἀναισθησίας, δηλαδὴ τὴν σκληρότητα τῆς καρδίας. Ἀλλὰ μὲ ἐμπόδισε νὰ τὴν τοποθετήσω (τὴν ἀναισθησία) στὴν θέσι της ὁ πολυκέφαλος ὄφις τῆς εἰδωλολατρείας, (ἡ φιλαργυρία), ἡ ὁποία, χωρὶς νὰ ξέρω πῶς, ἀριθμεῖται τρίτη στὴν ἁλυσίδα τῶν ὀκτὼ παθῶν ἀπὸ τοὺς διακριτικοὺς Πατέρας.

Ἀφοῦ λοιπὸν χωρὶς πολλὰ λόγια ἐτελειώσαμε τὸν λόγο περὶ φιλαργυρίας, ἐπιθυμοῦμε νὰ ὁμιλήσωμε τώρα περὶ ἀναισθησίας, ἐξετάζοντας τὴν τρίτη στὴν σειρά, ἂν καὶ στὴν τάξι τῆς γεννήσεώς της εἶναι δεύτερη. Ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτὴν θὰ εἰποῦμε ὀλίγα λόγια περὶ ὕπνου καὶ ἀγρυπνίας, καθὼς ἐπίσης καὶ περὶ τῆς νηπιώδους καὶ ἀνάνδρου δειλίας. Διότι αὐτὰ τὰ νοσήματα εἶναι τῶν ἀρχαρίων.

Ἕνα βραβεῖο ἀκόμη! Ὅποιος τὸ κατέκτησε προχωρεῖ σὰν ἄϋλος πρὸς τὸν οὐρανό.

Δεκάτη ἕκτη πάλη! Ὅποιος ἐνίκησε σ᾿ αὐτήν, ἢ ἔχει ἀποκτήσει ἀγάπη ἢ ἔπαυσε νὰ ἔχη μέριμνες.

Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 15, περὶ Ἁγνείας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


 


(Διὰ τὴν ἄφθαρτον ἁγνείαν καὶ σωφροσύνην, τὴν ὁποία κατακτοῦν φθαρτοὶ ἄνθρωποι διὰ καμάτων καὶ ἱδρώτων)

1. Ἀκούσαμε τὴν μαινάδα, δηλαδὴ τὴν γαστριμαργία, ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγου μᾶς ἀνέφερε ὅτι ἰδικός της ἀπόγονος εἶναι ὁ σαρκικὸς πόλεμος. Διότι μᾶς τὸ διδάσκει αὐτὸ καὶ ὁ παλαιὸς ἐκεῖνος προπάτωρ, ὁ Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος ἐὰν δὲν εἶχε νικηθῆ ἀπὸ τὴν κοιλία, δὲν θὰ ἐρχόταν σὲ σαρκικὴ σχέσι μὲ τὴν σύζυγό του. Ὅσοι λοιπὸν τηροῦν τὴν πρώτη ἐντολή, δὲν πέφτουν στὴν δεύτερη παράβασι. Καὶ παραμένουν βεβαίως υἱοὶ τοῦ Ἀδάμ, χωρὶς ὅμως νὰ δοκιμάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὴν πτῶσι τοῦ Ἀδάμ, σὲ μία κατάστασι ὀλίγο κατωτέρα ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴ γίνη τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος ποὺ ὀνομάζεται Θεολόγος (1).

2. Ἁγνεία σημαίνει ἀπόκτησις τῆς ἀσωμάτου φύσεως. Ἁγνεία σημαίνει ζηλευτὸς οἶκος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς καρδιᾶς. Ἁγνεία σημαίνει ὑπερφυσικὴ ἀπάρνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, μία ἀληθινὰ παράδοξη ἅμιλλα σώματος θνητοῦ καὶ φθαρτοῦ πρὸς τοὺς ἀσωμάτους ἀγγέλους. Ἁγνὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν ἕνα ἔρωτα ἀπέκρουσε τὸν ἄλλο ἔρωτα, καὶ ἔσβησε τὸ ὑλικὸ μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ.

3. Σωφροσύνη σημαίνει γενικὴ ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καὶ κατὰ τὸν ὕπνο δὲν αἰσθάνεται καμμία σαρκικὴ κίνησι ἢ ἀλλοίωσι τῆς καταστάσεώς του. Σώφρων εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία ὡς πρὸς τὴν διαφορὰ τοῦ φύλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ κανὼν καὶ ὁ ὅρος τῆς τελείας καὶ πανάγνου ἁγνείας, τὸ νὰ συμπεριφέρεται κανεὶς παρόμοια καὶ πρὸς τὰ ἔμψυχα καὶ πρὸς τὰ ἄψυχα σώματα, καὶ πρὸς τὰ λογικὰ καὶ πρὸς τὰ ἄλογα.

4. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους ἤσκησαν τὴν ἁγνεία ἂς μὴ θεωρῆ δικό του κατόρθωμα τὴν ἀπόκτησί της. Διότι τὸ νὰ νικήση κανεὶς τὴν φύσι του εἶναι ἀπὸ τὰ ἀνέλπιστα. Ὅπου πραγματοποιήθηκε ἥττα τῆς φύσεως, ἐκεῖ φανερώθηκε ἡ παρουσία τοῦ ὑπερφυσικοῦ. Διότι χωρὶς καμμία ἀντιλογία τὸ κατώτερο καταργεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερο. Ἡ ἀρχὴ τῆς ἁγνείας εἶναι ἡ μὴ συγκατάθεσις στοὺς σαρκικοὺς λογισμούς, καθὼς καὶ οἱ ἀραιὲς καθ᾿ ὕπνον ρεύσεις χωρὶς αἰσχρὰ ὄνειρα. Τὸ μέσον τῆς ἁγνείας εἶναι ἡ παρουσία φυσικῶν κινήσεων στὴν σάρκα, μόνο ἐξ αἰτίας πολυφαγίας, χωρὶς εἰκόνες σαρκικὲς καὶ χωρὶς ρεύσεις. Τὸ τέλος δὲ εἶναι ἡ νέκρωσις τοῦ σώματος, ἀφοῦ προηγουμένως ἐνεκρώθηκαν οἱ σαρκικοὶ λογισμοί.

5. Μακάριος ἀληθινὰ ἐκεῖνος ποὺ ἐμπρὸς σὲ ὁποιοδήποτε σῶμα καὶ χρῶμα καὶ ἡλικία ἀπέκτησε τελεία ἀναισθησία.

6. Ἁγνὸς δὲν θεωρεῖται ἐκεῖνος ποὺ ἐφύλαξε ἀρρύπωτο τὸ πήλινο σῶμα του, ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ποὺ ὑπέταξε τὰ σωματικὰ μέλη στὴν ψυχὴ εἶναι ὁ τελείως ἁγνός.

7. Μέγας εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὴν ἁφὴ παρέμεινε ἀπαθής. Ἀνώτερος ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔμεινε ἄτρωτος ἀπὸ τὴν θέα, καὶ ἐνίκησε τὴν θέα τοῦ σαρκικοῦ πυρὸς μὲ τὴν σκέψι τοῦ οὐρανίου κάλλους.

8. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπομακρύνει τὸν κύνα μὲ τὴν προσευχή, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ παλεύει μὲ λέοντα. Ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἀνατρέπει μὲ τὴν ἀντίρρησι, ὁμοιάζει μὲ αὐτὸν ποὺ καταδιώκει ἀκόμη τὸν ἐχθρό του. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὁλοτελῶς ἐξουδετέρωσε τὶς ἐπιθέσεις, μολονότι ζῆ ἀκόμη μὲ τὴν σάρκα, ἤδη ἔχει ἀναστηθῆ ἀπὸ τὸν τάφο.

9. Ἂν εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας τὸ νὰ μὴν ἐπηρεάζεται κανεὶς ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες ποὺ παρουσιάζονται στὸν ὕπνο, ὁπωσδήποτε τὸ ὅριο τῆς λαγνείας εἶναι τὸ νὰ παθαίνη κανεὶς ρεῦσι ἀπὸ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις ξύπνιος.

10. Ὅποιος πολεμᾶ τοῦτον τὸν ἀντίδικο μὲ ἱδρῶτες καὶ μόχθους, εἶναι σὰν νὰ ἔδεσε τὸν ἐχθρό του μὲ ἕνα βοῦρλο. Ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀγρυπνία, εἶναι σὰν νὰ τοῦ πέρασε ἁλυσίδες. Καὶ ὅποιος τὸν πολεμᾶ μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἀοργησία καὶ τὴν δίψα, εἶναι σὰν νὰ τὸν ἐφόνευσε καὶ τὸν ἔκρυψε στὴν ἄμμο. Ἄμμο νὰ θεωρήσης τὴν ταπείνωσι, διότι ἡ ἄμμος δὲν παρέχει βοσκὴ στὰ πάθη, ἀλλὰ εἶναι χῶμα καὶ στάκτη.

11. Ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔδεσε τὸν τύραννο μὲ τοὺς ἀγῶνες, ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔδεσε μὲ τὴν ταπείνωσι, καὶ ἄλλος ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔδεσε μὲ τὴν παρέμβασι καὶ ἐμφάνεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁμοιάζουν ὁ πρῶτος μὲ τὸν αὐγερινό, ὁ δεύτερός μὲ τὴν πανσέληνο καὶ ὁ τρίτος μὲ τὸν ὁλόλαμπρο ἥλιο. Ὡστόσο καὶ οἱ τρεῖς ἔχουν τὸ πολίτευμά τους στοὺς οὐρανούς. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ γεννᾶται τὸ φῶς, καὶ ἀπὸ τὸ φῶς προβάλλει ὁ ἥλιος. Ἔτσι ἀνάλογα πρέπει νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ βροῦμε τὸ ἀντίστοιχο νόημα σ᾿ αὐτὰ ποὺ εἴπαμε.

12. Ἡ ἀλεποῦ ὑποκρίνεται πὼς κοιμᾶται. Ὁ δαίμων δὲ καὶ τὸ σῶμα ὑποκρίνονται σωφροσύνη. Καὶ ἡ μὲν ἀλεπού, γιὰ νὰ ἐξαπατήση τὴν ὄρνιθα. Ὁ δαίμων, γιὰ νὰ καταστρέψη τὴν ψυχή.

13. Μὴν ἐμπιστευθῆς στὴν ζωή σου τὸ πήλινο σῶμα, καὶ μὴ ξεθαρρέψης μαζί του, μέχρις ὅτου συναντήσης τὸν Χριστόν.

14. Μὴν παίρνεις θάρρος καὶ νομίζης ὅτι λόγω τῆς ἐγκρατείας σου θὰ σωθῆς ἀπὸ τὴν πτῶσι. Κάποιος χωρὶς νὰ τρώγη τίποτε ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό (2).

15. Μερικοὶ γνωστικοὶ ποὺ ἔδωσαν ὀρθὸ ὁρισμὸ τῆς ἀποταγῆς, τὴν ἐχαρακτήρισαν ὡς ἔχθρα πρὸς τὸ σῶμα καὶ μάχη πρὸς τὴν κοιλία.

16. Στοὺς ἀρχαρίους οἱ πτώσεις κατὰ κανόνα συμβαίνουν ἀπὸ τὴν ἀπόλαυσι τῶν φαγητῶν. Στοὺς μεσαίους, καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνεια, πράγμα ποὺ παρατηρεῖται βέβαια καὶ στοὺς ἀρχαρίους. Σ᾿ ἐκείνους δὲ ποὺ πλησιάζουν πρὸς τὴν τελειότητα, ἀποκλειστικὰ ἐξ αἰτίας τῆς κατακρίσεως.

17. Μερικοὶ μακαρίζουν ὅσους γεννήθηκαν εὐνοῦχοι, διότι, ὅπως λέγουν, ἔχουν λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σώματος. Ἐγὼ ὅμως μακαρίζω ὅσους γίνονται καθημερινὰ εὐνοῦχοι καὶ ἀκρωτηριάζουν τοὺς ἑαυτούς των χρησιμοποιώντας ὡς μάχαιρα τὸν ὑγιῆ λογισμό.

18. Ἔχω ἰδεῖ μερικοὺς ποὺ ἔπεσαν ἀκουσίως, καὶ ἔχω ἰδεῖ ἄλλους ποὺ ἐπιθυμοῦσαν τὴν πτῶσι, ἀλλὰ δὲν τὴν κατώρθωναν· καὶ τοὺς ἐλεεινολόγησα περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἁμαρτάνουν κάθε ἡμέρα, διότι παρὰ τὴν ἀδυναμία τους ἐπιθυμοῦσαν τὴν δυσωδία.

19. Ἐλεεινὸς ὅποιος πέφτει. Ἐλεεινότερος ὅμως ὅποιος παρασύρει καὶ ἄλλον στὴν πτῶσι. Διότι καὶ τῶν δυὸ πτώσεων τὴν ἐνοχὴ καὶ τὴν ἐφάμαρτη ἡδονή, τὰ παίρνει ἐπάνω του.

20. Μὴν προσπαθῆς μὲ εὔλογα ἐπιχειρήματα καὶ ἀντιρρήσεις νὰ ἀποκρούσης τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, διότι ἐκεῖνος ἔχει μὲ τὸ μέρος του τὶς εὐλογοφανεῖς προφάσεις, ἀφοῦ μᾶς πολεμεῖ μὲ σύμμαχο τὴν φύσι μας.

21. Ὅποιος ἀπεφάσισε νὰ πολεμήση ἢ νὰ νικήση τὴν σάρκα του μὲ τὶς ἰδικές του δυνάμεις, ἄδικα τρέχη. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν γκρεμίση τὸν οἶκο τῆς σαρκὸς καὶ δὲν οἰκοδομήση τὸν οἶκο τῆς ψυχῆς, ἄδικα ἀγρύπνησε καὶ ἐνήστευσε αὐτὸς ποὺ ἀπεφάσισε νὰ γκρεμίση τὸν οἶκο (πρβλ. Ψαλμ. ρκς´ 1).

22. Ἀνάθεσε στὸν Κύριον τὴν ἀσθένεια τῆς φύσεώς σου, ἀναγνωρίζοντας πλήρως τὴν ἰδική σου ἀδυναμία, καὶ τότε θὰ λάβης τὸ χάρισμα τῆς σωφροσύνης, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης.

23. Σ᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἔκδοτοι στὶς ἡδονὲς παρατηρεῖται, ὅπως μοῦ διηγήθηκε κάποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὰ ἐδοκίμασε, μετὰ τὴν ἀνάνηψί του, μία αἴσθησις ἔρωτος σωμάτων, καὶ ἕνα πνεῦμα γεμάτο ἀναίδεια καὶ ἀπανθρωπιὰ θρονιασμένο αἰσθητὰ στὴν καρδιά. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα προξενεῖ στὸν πολεμούμενο ἄνθρωπο πόνο στὴν καρδιὰ ποὺ τὸν καίει σὰν φλογερὸ καμίνι. Τὸν κάνει ἐπίσης νὰ μὴ φοβῆται τὸν Θεόν, νὰ μὴ λογαριάζη καθόλου τὴν μνήμη τῆς κολάσεως, νὰ βδελύσσεται τὴν προσευχή, καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς διαπράξεως τῆς ἁμαρτίας, καὶ τὰ λείψανα ἀκόμη τῶν νεκρῶν νὰ τὰ θεωρῆ σὰν ξηροὺς λίθους. Τὸν κάνει ἐκτὸς ἑαυτοῦ καὶ ἔξω φρενῶν, μεθυσμένον συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία σωμάτων λογικῶν ἀνθρώπων καὶ ἀλόγων ζῴων! Καὶ ἂν ὁ Θεὸς δὲν συντόμευε τὸν χρόνο τῆς κυριαρχίας του, δὲν θὰ σῳζόταν καμμία ψυχὴ (πρβλ. Ματθ. κδ´ 22)· καμμία ψυχὴ ποὺ ἔχει ἐνδυθῆ τὸ πήλινο αὐτὸ σῶμα, τὸ ἀναμεμειγμένο μὲ αἷμα καὶ ρυπαρὸ χυμό. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ κάθε πράγμα ἀναζητεῖ μὲ σφοδρότητα ὅ,τι τοῦ εἶναι συγγενικό; Τὸ αἷμα ἀναζητεῖ τὸ αἷμα, τὸ σκουλήκι τὸ σκουλήκι, ὁ πηλὸς τὸν πηλό. Ἔτσι καὶ ἡ σάρκα τὴν σάρκα, ἔστω καὶ ἂν προσπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ βιασταὶ τῆς φύσεως καὶ ἐρασταὶ τῆς οὐρανίου βασιλείας νὰ ἐξαπατήσουμε μὲ διάφορα τεχνάσματα τὴν ἀπατεώνα, δηλαδὴ τὴν σάρκα.

24. Ὅσοι δὲν ἐδοκίμασαν τὸν πόλεμο ποὺ προανέφερα εἶναι μακάριοι. Ἂς παρακαλοῦμε ὥστε νὰ σωθοῦμε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν δοκιμή του, διότι ἐκεῖνοι ποὺ ἐγλύστρησαν μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν βόθρο, πέφτουν πολὺ μακρυὰ ἀπὸ ὅσους ἀνεβαίνουν καὶ κατεβαίνουν τὴν οὐρανοδρόμο κλίμακα· καὶ γιὰ νὰ σηκωθοῦν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ αὐστηρότατη νηστεία.

25. Ἂς ἐξετάσωμε μήπως καὶ οἱ ἀόρατοι ἐχθροί μας, ὅπως συμβαίνει καὶ στὸν αἰσθητὸ πόλεμο, καθὼς εἶναι παρατεταγμένοι ἐναντίον μας, ἔχουν ὁ καθένας κάποια ὡρισμένη εἰδικότητα καὶ ἐργασία, πράγμα ὄντως ἀξιοθαύμαστο.

26. Παρηκολούθησα τοὺς πειραζομένους καὶ εἶδα πτώσεις φοβερώτερες ἀπὸ τὶς συνήθεις. Ὅποιος διαθέτει νοῦ ἂς τὰ ἀκούη. Συνηθίζει πολλὲς φορὲς ὁ διάβολος, καὶ μάλιστα σ᾿ ὅσους ἀγωνίζονται στὸν μοναχικὸ βίο, νὰ στρέφη ὅλη του τὴν ὁρμητικότητα καὶ τὸν ζῆλο καὶ τὴν τέχνη καὶ τὴν πανουργία καὶ τὴν ἐφευρετικότητα, στὶς παρὰ φύσιν καὶ ὄχι στὶς κατὰ φύσιν ἁμαρτίες, καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τομέα τοὺς κάνει νὰ πολεμοῦνται περισσότερο. Ὡς ἐκ τούτου συναναστρεφόμενοι μερικοὶ ὡρισμένες φορὲς μὲ γυναῖκες καὶ μὴ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἐμακάρισαν τὸν ἑαυτόν τους, μὴ γνωρίζοντες οἱ ταλαίπωροι, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ὄλεθρος μεγαλύτερος, δὲν εἶναι ἀπαραίτητος ὁ μικρότερος.

27. Ἔχω τὴν γνώμη, ὅτι γιὰ τὶς δυὸ ἑπόμενες αἰτίες συνηθίζουν νὰ πολεμοῦν καὶ νὰ πολιορκοῦν ἐμᾶς τοὺς ἀθλίους οἱ φονικοὶ καὶ πανάθλιοι δαίμονες στὶς παρὰ φύσιν ἁμαρτίες. Πρώτον διότι διαθέτουν εὐκολώτερα τὰ μέσα, καὶ δεύτερον διότι γιὰ τὴν πτῶσι αὐτὴ ὑφιστάμεθα μεγαλύτερη τιμωρία. Τὸ γνωρίζει τοῦτο ὁ μέγας ἀσκητὴς ποὺ προηγουμένως ἐξουσίαζε τοὺς ἀγρίους ὄνους καὶ ὕστερα ἐξουσιάζετο καὶ περιεπαίζετο ἀπὸ αὐτούς· ποὺ προηγουμένως ἐτρέφετο μὲ οὐράνιο ἄρτο, καὶ ἔπειτα στερήθηκε τὴν μεγάλη αὐτὴ χάρι. Καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο: Μετὰ τὴν μετάνοιά του, θρηνώντας πικρὰ ὁ καθηγητής μας Ἀντώνιος εἶπε: «Στύλος μέγας ἔπεσεν». Ἀλλὰ ἀπέκρυψε ὁ σοφὸς τὸν τρόπο τῆς πτώσεως. Ἐγνώριζε βέβαια ὅτι μπορεῖ νὰ μολύνη κανεὶς τὸ σῶμα του μὲ τὴν πορνεία, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ξένο σῶμα (3).

28. Ὑπάρχει μέσα μας ἕνας κίνδυνος θανάτου καὶ ἕνας κίνδυνος ὀλεθρίου πτώσεως, ποὺ συμπορεύεται πάντοτε μαζί μας καὶ ἰδίως κατὰ τὴν περίοδο τῆς νεότητος. Αὐτὰ δὲν εἶχα τὴν τόλμη νὰ τὰ γράψω, διότι μοῦ κράτησε τὸ χέρι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπό τινων, αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν καὶ γράφειν καὶ ἀκούειν» (πρβλ. Ἐφεσ. ε´ 12).

29. Τὴν ἰδική μου καὶ ὄχι ἰδική μου, τὴν φιλικὴ καὶ ἐχθρικὴ τούτη σάρκα ὁ Παῦλος τὴν ἀπεκάλεσε «θάνατο», λέγοντας: «Τίς με ρύσεται ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ τοῦ θανάτου τούτου»; (Ρωμ. ζ´ 14). Καὶ ἕνας ἄλλος θεολόγος τὴν ὠνόμασε «ἐμπαθῆ καὶ δούλην καὶ νυκτερινήν» (4). Ἐγὼ διψοῦσα νὰ μάθω γιὰ ποιὸ λόγο τῆς ἔδωσαν τέτοιου εἴδους ὀνόματα.

30. Ἐάν, ὅπως ἔχει προαναφερθῆ, ἡ σάρκα εἶναι θάνατος, τότε ὁπωσδήποτε αὐτὸς ποὺ τὴν ἐνίκησε δὲν πρόκειται νὰ πεθάνη. Καὶ «τίς ἐστιν ἄρα ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὃς ζήσεται καὶ οὐκ ὄψεται θάνατον μολυσμοῦ σαρκὸς αὐτοῦ»; (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 49). Ἂς ἐρευνήσωμε, παρακαλῶ: Ποιὸς εἶναι ἀνώτερος; Αὐτὸς ποὺ πέθανε καὶ ἔπειτα ἀνεστήθη ἢ αὐτὸς ποὺ δὲν πέθανε καθόλου; Ἐκεῖνος ποὺ ἐμακάρισε τὸν δεύτερο, εἶπε ψέματα, διότι ὁ Χριστὸς ἀνέστη ἀφοῦ πέθανε. Ἐκεῖνος ποὺ ἐμακάρισε τὸν πρῶτο, ἐπιθυμεῖ νὰ μὴν ἀπελπίζωνται ὅσοι δοκιμάζουν τὸν θάνατο ἢ καλύτερα τὴν πτῶσι τῆς ἁμαρτίας.

31. Φιλάνθρωπο ὀνομάζει τὸν Θεὸν ὁ ἀπάνθρωπος ἐχθρός, ὁ ἐπικεφαλῆς τῆς πορνείας, καὶ ὅτι συγχωρεῖ εὔκολα τὸ πάθος αὐτό, σὰν κάτι τὸ φυσικό. Ἂς παρατηρήσωμε δὲ τὴν δολιότητα τῶν δαιμόνων καὶ θὰ ἰδοῦμε ὅτι μετὰ τὴν διάπραξι Τὸν ὀνομάζουν δικαιοκρίτη καὶ αὐστηρό. Προηγουμένως ἐνήργησαν ἔτσι, γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν στὴν ἁμαρτία. Τώρα διαφορετικά, γιὰ νὰ μᾶς καταποντίσουν στὴν ἀπελπισία. Καὶ ὅσο διαρκεῖ ἡ λύπη καὶ ἡ ἀπελπισία, δὲν μποροῦμε νὰ ταλανίσωμε ἢ νὰ κατηγορήσωμε τὸν ἑαυτόν μας ἢ νὰ ἐκδικηθοῦμε τὸν δαίμονα γιὰ τὸ ἁμάρτημα. Ὅταν ὅμως ἀφανισθῆ ἡ ἀπελπισία, ἀκολουθεῖ πάλι ὁ τύραννος ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ.

32. Ὅσο ἄφθαρτος καὶ ἀσώματος εἶναι ὁ Κύριος, τόσο εὐφραίνεται μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ ἀφθαρσία τοῦ σώματός μας. Ἀντιθέτως οἱ δαίμονες, καθὼς ἰσχυρίζονται μερικοί, μὲ κανένα ἄλλο δὲν χαίρονται τόσο, ὅσο μὲ τὴν δυσωδία τῆς πορνείας, καὶ μὲ κανένα ἄλλο πάθος, ὅσο μὲ τὸν μολυσμὸ τοῦ σώματος.

33. Ἡ ἁγνεία εἶναι προσοικείωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁμοίωσις πρὸς Αὐτόν, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο. Μητέρα τῆς γλυκύτητος τῶν καρπῶν εἶναι ἡ καλὴ γῆ καὶ ἡ δροσιὰ τῆς βροχῆς, καὶ μητέρα τῆς ἁγνείας ἡ ἡσυχία μαζὶ μὲ τὴν ὑπακοή.

34. Ἡ ἀπάθεια τοῦ σώματος ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἡσυχία, πολλὲς φορὲς ποὺ ἐπλησίασε στὸν κόσμο, δὲν ἔμεινε ἀσάλευτη. Ἡ ἀπάθεια ὅμως ποὺ ἀποκτήθηκε μὲ τὴν ὑπακοή, παρουσιάζεται παντοῦ δόκιμη καὶ ἀκράδαντη.

35. Εἶδα ὑπερηφάνεια ποὺ προξένησε ταπεινοφροσύνη, καὶ θυμήθηκα ἐκεῖνον ποῦ λέγει: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου»; (Ρωμ. ια´ 34).

36. Ἡ πτῶσις εἶναι λάκκος καὶ γέννημα τῆς ὑπερηφανείας. Ἡ πτῶσις ὅμως ὑπῆρξε πολλὲς φορὲς σ᾿ ὅσους τὸ θέλησαν αἰτία ταπεινοφροσύνης.

37. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ νικήση τὸν δαίμονα τῆς πορνείας μὲ τὴν γαστριμαργία καὶ τὸν χορτασμό, εἶναι ὅμοιος μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ σβήνει τὴν πυρκαϊὰ μὲ τὸ λάδι.

38. Ἐκεῖνος ποὺ προσεπάθησε νὰ σταματήση τοῦτον τὸν πόλεμο μόνο μὲ τὴν ἐγκράτεια, εἶναι ὅμοιος μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ κολυμπώντας μὲ τὸ ἕνα χέρι ἀγωνίζεται νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ πέλαγος. Νὰ συζεύξης μὲ τὴν ἐγκράτεια τὴν ταπείνωσι, διότι χωρὶς τὴν δεύτερη, ἡ πρώτη ἀποδεικνύεται ἀνωφελής.

39. Ὅποιος θὰ ἰδῆ τὸν ἑαυτόν του νὰ ὑποσκελίζεται ἰδιαιτέρως ἀπὸ κάποιο πάθος, ἂς ὁπλισθῆ πρὸ πάντων ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους μόνον, καὶ μάλιστα ἐὰν πρόκειται γιὰ τὸν ἐμφύλιο ἐχθρό, δηλαδὴ τὴν σάρκα. Διότι ἐὰν αὐτὸς ὁ ἐχθρὸς δὲν ὑποταγῆ, καθόλου δὲν ὠφελούμεθα ἀπὸ τὶς ἄλλες νίκες μας. Ὅταν καὶ ἐμεῖς πατάξωμε τοῦτον τὸν Αἰγύπτιο, θὰ ἀντικρύσουμε ὁπωσδήποτε στὴν βάτο τῆς ταπεινώσεως τὸν Θεόν. Πειραζόμενος ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι ὁ λύκος αὐτὸς δημιουργοῦσε ἀπατηλὰ στὴν ψυχὴ χαρὰ ἀναίτιο καὶ δάκρυα καὶ παρηγορία. Καὶ σὰν μικρὸ νήπιο ἐνόμιζα πὼς κρατοῦσα στὰ χέρια μου καρπὸ καὶ ὄχι καταστροφή.

40. «Πᾶν ἁμάρτημα, ὃ ἐὰν ποιήση ἄνθρωπος, ἐκτὸς τοῦ σώματος ἐστίν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει» (Α´ Κορ. ς´ 18). Αὐτὸ ὁπωσδήποτε λέγεται, διότι μολύνουμε τὸ ἴδιο τὸ σῶμα μας, μὲ τὴν ρεῦσι, πράγμα ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ συμβῆ μὲ ἄλλη ἁμαρτία. Ἐγὼ ἐρευνῶ γιὰ ποιὸν λόγο συνηθίσαμε νὰ λέγωμε, προκειμένου γιὰ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, μόνο ὅτι σφάλλουν οἱ ἄνθρωποι, ἐνῷ ὅταν ἀκούσωμε πὼς κάποιος ἐπόρνευσε, λέγομε μὲ ὀδύνη: ὁ τάδε ἔπεσε.

41. Τὸ ψάρι φεύγει γρήγορα μακρυὰ ἀπὸ τὸ ἀγκίστρι, καὶ ἡ φιλήδονη ψυχὴ ἀποστρέφεται ὑπερβολικὰ τὴν ἡσυχία.

42. Ὅταν ὁ διάβολος θελήση νὰ συνδέση δυὸ μεταξύ τους μὲ αἰσχρὸ δεσμό, ἐξετάζει καλὰ καὶ τὰ δυὸ μέρη καὶ ἀρχίζει νὰ θέτη τὸ πῦρ ἀπὸ τὰ ἀδύνατα σημεῖα ποὺ ἀνακαλύπτει.

43. Πολλὲς φορὲς αὐτοὶ ποὺ ρέπουν στὴν φιληδονία φαίνονται συμπαθεῖς καὶ ἐλεήμονες καὶ εὐκατάνυκτοι. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἀγωνίζονται ἐπιμελῶς γιὰ τὴν ἁγνότητα δὲν παρουσιάζουν μὲ ὅμοιο τρόπο τὶς ἀρετὲς αὐτές.

44. Κάποιος γνωστικὸς μοῦ ἔθεσε ἕνα δυσχερέστατο πρόβλημα. «Ποιὰ ἁμαρτία, μοῦ εἶπε, εἶναι βαρύτερη ἀπ᾿ ὅλες, ἑξαιρέσει τοῦ φόνου καὶ τῆς ἀρνήσεως»; Καὶ ὅταν ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα «τὸ νὰ πέση κανεὶς σὲ αἵρεση», ἐκεῖνος μὲ ξαναρώτησε: «Καὶ πῶς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τοὺς αἱρετικούς, καὶ μετὰ τὸν εἰλικρινῆ ἀναθεματισμὸ τῆς αἱρέσεώς των, τοὺς ἀξιώνει τῆς Θείας Μεταλήψεως, ἐνῷ ὅποιον ἐπόρνευσε τὸν δέχεται μὲν μετὰ τὴν ἐξομολόγησί του καὶ τὴν διόρθωσί του, ἀλλὰ τὸν στερεῖ ἐπὶ χρόνους τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων»; Καὶ ἐνῷ ἐγὼ ἔμεινα κατάπληκτός μὲ τὴν ἐρώτησι, τὸ ἄλυτο πρόβλημα παρέμεινε ἄλυτο.

45. Ἂς ἐρευνήσωμε καὶ ἂς μετρήσωμε καὶ ἂς προσέξωμε ποιὰ εἶναι ἡ γλυκύτης ποὺ δημιουργεῖται μέσα μας, ὅταν ψάλλωμε ἡδονικὰ ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, καὶ ποιὰ προέρχεται ἀπὸ τὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπὸ τὴν μυστική τους χάρι καὶ δύναμι.

46. Μὴν ξεγελασθῆς, ὦ νέε! Μοῦ ἔτυχε νὰ ἰδῶ μερικοὺς νὰ προσεύχωνται ὁλόψυχα γιὰ πρόσωπα ποὺ τὰ ἀγαποῦσαν πολύ. Καὶ ἐνῷ τοὺς κινοῦσε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ἐνόμιζαν ὅτι ἐκπληρώνουν τὸν νόμο τῆς ἀγάπης!

47. Εἶναι δυνατὸν νὰ μολυνθῆ τὸ σῶμα μὲ μία ἁπλὴ ἐπαφή, διότι δὲν ὑπάρχει καμμία αἴσθησις πιὸ ἐπικίνδυνη ἀπὸ τὴν ἁφή.

48. Νὰ ἐνθυμῆσαι αὐτὸν ποὺ ἐτύλιξε τὸ χέρι μὲ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς (5). Καὶ νὰ ἀκινητοποιῆς τὸ χέρι σου, ὥστε νὰ μὴν ἐγγίζη ὁποιοδήποτε μέλος εἴτε τοῦ ἰδικοῦ σου εἴτε ξένου σώματος.

49. Νομίζω πὼς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται πραγματικὰ ἅγιος, ἂν δὲν μεταποιήση τὸ χῶμα τοῦτο -δηλαδὴ τὴν σάρκα- σὲ ἁγιασμένο χῶμα· ἐὰν βέβαια εἶναι κατορθωτὴ αὐτὴ ἡ μεταβολή.

50. 
Ὅταν πέφτουμε στὸ στρῶμα, ἂς ἔχουμε ἄγρυπνη τὴν προσοχή, διότι τότε ὁ νοῦς παλεύει μόνος του μὲ τοὺς δαίμονες χωρὶς τὴν συνεργασία τοῦ σώματος. Καὶ ἂν φανῆ φιλήδονος, γίνεται εὔκολα προδότης.

51. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἂς κοιμηθῆ καὶ ἂς ξυπνήση μαζί σου, καθὼς ἡ μονολόγιστη εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καμμία βοήθεια δὲν θὰ βρῆς στὸν ὕπνο ἀνώτερη ἀπὸ αὐτά.

52. Μερικοὶ ἀποφαίνονται δογματικὰ ὅτι οἱ σαρκικοὶ πόλεμοι καὶ οἱ ἐκκρίσεις προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν πολυφαγία. Ἐγὼ ὅμως ἔχω ἰδεῖ ἀνθρώπους νὰ εἶναι βαρειὰ ἀσθενεῖς καὶ νὰ νηστεύουν ὑπερβολικά, καὶ ἐν τούτοις νὰ μολύνωνται ὑπερβολικὰ ἀπὸ ἐκκρίσεις.

53. Ἐρώτησα κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ ἱκανοὺς διακριτικοὺς μοναχούς, σχετικῶς μὲ τὰ θέματα αὐτά, καὶ μὲ ἐδίδαξε μὲ πολλὴ σαφήνεια ὁ μακάριος.

«Συμβαίνει, μοῦ εἶπε ὁ ἀοίδιμος, καθ᾿ ὕπνους ἔκκρισις ἀπὸ τὴν πολυφαγία καὶ τὴν ἀνάπαυσι. Ἄλλοτε προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ὅταν αἰσθανθοῦμε ἔπαρσι, διότι ἐπὶ πολὺν καιρὸ δὲν μᾶς συνέβη ἔκκρισις. Καὶ ἄλλοτε πάλι εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κατακρίσεως τοῦ πλησίον. Ἐξ αὐτῶν τῶν περιπτώσεων οἱ δυὸ πρῶτες παρατηροῦνται καὶ στοὺς ἀρρώστους· μᾶλλον καὶ οἱ τρεῖς. Ἐὰν δὲ κάποιος βλέπη τὸν ἑαυτόν του καθαρὸ ἀπὸ ὅλες τὶς αἰτίες ποὺ ἀναφέραμε, εἶναι μακάριος ποὺ ἔφθασε σὲ τέτοια ἀπάθεια, καὶ ὅ,τι ἔπαθε ἦταν ἀποκλειστικὰ ἀποτέλεσμα τοῦ φθόνου τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὸ τὸ ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ὥστε μὲ ἕνα ἀναμάρτητο πάθημα νὰ ἀποκτήση τὴν πιὸ ὑψηλὴ ταπείνωσι».

54. Κανεὶς ἂς μὴ θελήση νὰ συλλογίζεται τὴν ἡμέρα τὰ ἄσχημα ὄνειρα ποὺ εἶδε τὴν νύκτα. Διότι ἀποτελεῖ καὶ αὐτὸ ἐπιδίωξι τῶν δαιμόνων, νὰ μᾶς μολύνουν μὲ τὰ ὄνειρα, ἐνῷ εἴμαστε ξύπνιοι.

55. Ἂς ἀκούσωμε καὶ μία ἄλλη πανουργία τῶν ἐχθρῶν μας: Ὠρισμένες τροφὲς ποὺ βλάπτουν τὸ σῶμα, ἐπιφέρουν τὴν ἀσθένεια ἀργότερα ἢ τὴν ἄλλη ἡμέρα. Κάτι παρόμοιο γίνεται πολλὲς φορὲς μὲ τὶς αἰτίες ποὺ μολύνουν τὴν ψυχή.

56. Εἶδα μερικοὺς νὰ τρώγουν ἀπολαυστικά, καὶ νὰ μὴ πολεμοῦνται ἀμέσως. Καὶ εἶδα ἄλλους νὰ συνεσθίουν καὶ νὰ συναναστρέφωνται μὲ γυναῖκες, καὶ νὰ μὴν ἔχουν ἐκείνη τὴν ὥρα κανένα πονηρὸ λογισμό. Ἔτσι ἀπατώμενοι πῆραν θάρρος καὶ φάνηκαν ἀμέριμνοι. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ ἐνόμισαν ὅτι εὑρίσκονται σὲ εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, μέσα στὸ κελλί τους ἔπαθαν ξαφνικὸ ὄλεθρο. Ποιὸς ἦταν ὁ ὄλεθρος; Ἐκεῖνος ποὺ συμβαίνει σ᾿ ἐμᾶς, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ὅταν εἴμαστε ἐντελῶς μόνοι. Ὅποιος τὸν ἐδοκίμασε, ἀντιλαμβάνεται. Ὅποιος δὲν τὸν ἐδοκίμασε δὲν χρειάζεται νὰ τὸν γνωρίση.

Κατὰ τὸν καιρὸ αὐτοῦ τοῦ πειρασμοῦ κατάλληλη βοήθεια γιὰ μᾶς εἶναι ὁ σάκκος, ἡ σποδός, ἡ ὁλονύκτιος ὀρθοστασία, ἡ στέρησις τοῦ ἄρτου, ἡ φλόγωσις τῆς γλώσσης ἀπὸ τὴν δίψα, ἡ ἐλάχιστη πόσις ὕδατος, ἡ διαμονὴ στοὺς τάφους, καὶ πρὸ πάντων ἡ ταπείνωσις τῆς καρδιᾶς. Καὶ ἀκόμη, ἐὰν εἶναι εὔκολο, ἡ βοήθεια ἀπὸ ἕνα πατέρα ἢ ἀδελφὸ ἱκανὸ καὶ μὲ γηραιὸ φρόνημα. Διότι ἀπορῶ, ἐὰν μπορῆ κάποιος μόνος του νὰ σώσῃ πλοῖο ἀπὸ τὸ πέλαγος.

57. Πολλὲς φορὲς ἡ ἴδια πτῶσις εἶναι ἑκατὸ φορὲς βαρύτερη ἀπὸ τὴν πτῶσι ἑνὸς ἄλλου. Τὸ κρίμα ὑπολογίζεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο καὶ ἀπὸ τὸν τόπο καὶ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τοῦ ἁμαρτήσαντος καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλά.

58. Μοῦ περιέγραψε κάποιος ἕναν παράδοξο καὶ ὑψηλότατο βαθμὸ ἁγνότητος: «Κάποιος, μοῦ εἶπε, ἀτενίζοντας σωματικὸ κάλλος, παρακινούμενος ἀπὸ αὐτὸ ἐδοξολόγησε τὸν Δημιουργό. Καὶ μόνο ἀπὸ τὴν θέα του κινήθηκε σὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ σὲ ἀκατάπαυστα δάκρυα. Καὶ σὲ κατελάμβανε θάμβος νὰ βλέπης τὸν βόθρο τοῦ ἑνὸς νὰ γίνεται μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο αἰτία στεφάνων στὸν ἄλλο». Ἐὰν πάντοτε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἰς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὰ θέματα ἔχη τὴν ἴδια αἴσθησι καὶ ἀντιμετώπισι, ἀνεστήθη ἄφθαρτος πρὸς τῆς κοινῆς ἀναστάσεως.

59. Τὸ ἴδιο μέτρο ἂς ἔχωμε ὑπ᾿ ὄψιν μας καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὶς μελῳδίες καὶ τὰ ᾄσματα. Διότι ὅσοι εἶναι φιλόθεοι παρακινοῦνται σὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ δάκρυα, τόσο ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ὅσο καὶ ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ μελωδήματα. Στοὺς φιληδόνους ὅμως συμβαίνει τὸ ἀντίθετο.

60. Μερικοί, ὅπως τὸ εἴπαμε ἤδη, συμβαίνει νὰ πολεμοῦνται περισσότερο σὲ τόπους ἡσυχαστικούς. Καὶ δὲν εἶναι περίεργο. Διότι εἰσχωροῦν καὶ κατοικοῦν ἐκεῖ οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἐξωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριον χάριν τῆς σωτηρίας μας στοὺς ἐρημικοὺς τόπους καὶ στὴν ἄβυσσο.

61. Πολεμοῦν τὸν ἡσυχαστὴ φοβερὰ οἱ δαίμονες τῆς πορνείας, γιὰ νὰ τὸν φέρουν στὸν κόσμο, ἀφοῦ δῆθεν δὲν ὠφελεῖται καθόλου ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ὅταν εὑρισκώμεθα στὸν κόσμο, ἀπομακρύνονται ἀπὸ πλησίον μας, γιὰ νὰ μείνωμε μαζὶ μὲ τοὺς κοσμικούς, ἀφοῦ δῆθεν ἐκεῖ δὲν ἔχομε πόλεμο!

62. Ὅπου πολεμούμεθα, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε πολεμοῦμε τὸν ἐχθρὸ σκληρά. Διότι ἐὰν δὲν ἀντιμετωπίζη πόλεμο ἐκ μέρους μας, γίνεται καὶ αὐτὸς φίλος μας.

63. Εὑρισκόμενοι γιὰ κάποια ἀναγκαία ὑπηρεσία στὸν κόσμο, σκεπαζόμεθα ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ἴσως ἀπὸ τὴν εὐχὴ τοῦ Γέροντος, γιὰ νὰ μὴ βλασφημηθῆ ὁ Κύριος ἐξ αἰτίας μας.

Ἄλλοτε δὲν μᾶς συμβαίνει πτῶσις ἀπὸ ἀναισθησία, διότι ἔχομε ἀπὸ πρὶν μεγάλη πείρα καὶ ἔχομε χορτάσει ἀπὸ τὰ ὅσα παρατηροῦνται καὶ λέγονται καὶ διαπράττονται στὸν κόσμο. Καὶ ἄλλοτε διότι ὑποχωροῦν θεληματικὰ οἱ δαίμονες, ἀφίνοντας σ᾿ ἐμᾶς τὸν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ τοὺς ἀναπληρώνη ὅλους.

64. Ἀκούσατε ἕνα ἄλλο τέχνασμα καὶ μία ἄλλη πανουργία τοῦ ἀπατεῶνος, ὅσοι ἐπιθυμεῖτε νὰ ἐξασκῆτε τὴν ἁγνεία, καὶ φυλαχθῆτε.

Κάποιος ποὺ ἐδοκίμασε τὸν δόλο αὐτὸ μοῦ διηγήθηκε, ὅτι πλεῖστες φορὲς ὁ δαίμων τῆς πορνείας κρύπτει ἐντελῶς τὸν ἑαυτόν του. Ἔτσι ὑποβάλλει στὸν μοναχὸ τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι εὐλαβέστατος, τοῦ χορηγεῖ καὶ δάκρυα ἀκόμη ὅταν κάθεται καὶ συνομιλῆ μὲ γυναῖκες, παρακινώντας τον νὰ τὶς διδάσκη περὶ μνήμης θανάτου καὶ περὶ κρίσεως καὶ περὶ σωφροσύνης.

Καὶ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ παρασυρθοῦν ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ τὴν ψεύτικη εὐλάβεια κὰ νὰ προστρέξουν οἱ ἄθλιες στὸν λύκο σὰν σὲ βοσκό. Καὶ ἀφοῦ δημιουργηθῆ ἐν τῷ μεταξὺ ἀνάμεσά τους ἕνα κλίμα οἰκειότητος καὶ θάρρους, νὰ ὑποστῆ ὁ πανάθλιος τὴν πτῶσι.

65. Νὰ ἀποφεύγωμε μὲ ὅλη μας τὴν δύναμι νὰ παρατηροῦμε ἢ νὰ ἀκοῦμε γιὰ καρπό, ποὺ ὑποσχεθήκαμε νὰ μὴ τὸν γευθοῦμε ποτέ.

Θαυμάζω δὲ ἐὰν θεωρήσαμε τοὺς ἑαυτούς μας πιὸ ἰσχυροὺς ἀπὸ τὸν Προφήτη Δαβίδ, πράγμα ἀπαράδεκτο.

Τόσο ὑψηλὸς καὶ τόσο μεγάλος εἶναι ὁ ἔπαινος τῆς ἁγνείας, ὥστε μερικοὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρας νὰ τολμήσουν νὰ τὴν ὀνομάσουν ἀπάθεια.

66. Ἰσχυρίζονται ὡρισμένοι πὼς εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομάζεται κανεὶς ἁγνὸς μετὰ τὴν γεῦσι τῆς ἁμαρτίας. Ἐγὼ ὅμως ἀντικρούοντας αὐτοὺς ἀποφαίνομαι: «Εἶναι δυνατὸν καὶ εὔκολο σ᾿ ὅποιον θέλει, νὰ μετακεντρίση τὴν ἀγριέλαιον σὲ καλλιέλαιον». Ἐὰν τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶχαν δοθῆ σ᾿ ἕναν παρθένο, ἴσως νὰ εἶχαν οἱ προαναφερθέντες δίκηο στὴν γνώμη τους. Ἐφ᾿ ὅσον ὅμως δὲν συμβαίνει αὐτό, ἂς τοὺς ἀποστομώση ἐκεῖνος ποὺ καὶ πεθερὰ ἀπέκτησε καὶ ἁγνὸς ἔγινε καὶ τὰ κλειδιὰ τῆς βασιλείας κρατεῖ στὰ χέρια του.

67. Πολύμορφος εἶναι ὁ ὄφις τοῦ σαρκικοῦ πολέμου. Αὐτοὺς ποὺ δὲν ἐγεύθηκαν τὴν ἁμαρτία τοὺς σπρώχνει νὰ τὴν δοκιμάσουν μία μόνο φορὰ καὶ ἔπειτα νὰ σταματήσουν. Καὶ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν, μὲ τὴν ἀνάμνησι τοὺς ἐρεθίζει ὁ ἄθλιος νὰ τὴν δοκιμάσουν πάλι. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους δὲν πολεμοῦν, διότι ἀγνοοῦν τὸ κακό. Οἱ δεύτεροι δέ, ἐπειδὴ ἐδοκίμασαν τὸ σιχαμερὸ αὐτὸ κακό, ὑφίστανται ἐνοχλήσεις καὶ πολέμους. Πολλὲς φορὲς ὅμως συμβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο.

68. Ὅταν σηκωνόμαστε ἀπὸ τὸν ὕπνο εὐδιάθετοι καὶ εἰρηνικοί, σημαίνει ὅτι χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε μᾶς συμπαρίστανται ἅγιοι Ἄγγελοι, καὶ κυρίως ὅταν ἔχωμε κοιμηθῆ μὲ πολλὴ προσευχὴ καὶ νηφαλιότητα. Ἀλλὰ μερικὲς φορὲς συμβαίνει νὰ εὐρισκώμεθα σὲ εὐχάριστη κατάστασι καθὼς ξυπνοῦμε, καὶ νὰ τὸ παθαίνωμε αὐτὸ ἀπὸ ὄνειρα καὶ φαντασίες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονας.

69. Εἶδα τὸν ἀσεβῆ νὰ ὑπερυψώνεται καὶ νὰ ἐπαίρεται καὶ νὰ ταράσσεται καὶ νὰ μαίνεται μέσα μου σὰν τοὺς κέδρους τοῦ Λιβάνου. Καὶ τὸν προσπέρασα μὲ τὴν ἐγκράτεια, καὶ νά! ὁ θυμός του δὲν ἦταν ὅπως πρίν. Τὸν ἀνεζήτησα πάλι ἀφοῦ ἐταπείνωσα τὸν λογισμό μου, καὶ οὔτε εὑρέθηκε πλέον μέσα μου ὁ τόπος του ἢ τὸ ἴχνος του (πρβλ. Ψαλμ. λστ´ 36).

70. Ὅποιος ἐνίκησε τὸ σῶμα, αὐτὸς ἐνίκησε τὴν φύσι. Αὐτὸς δὲ ποὺ ἐνίκησε τὴν φύσι, ὀπωσδήποτε ἀνέβηκε σὲ ὑπερφυσικὴ κατάστασι. Αὐτὸς δὲ ποὺ κατώρθωσε τοῦτο, «ἠλάττωται βραχύ τι παρ᾿ Ἀγγέλους», γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ ὅτι καθόλου δὲν εἶναι ἐλαττωμένος ἀπὸ αὐτούς.

71. Δὲν εἶναι θαῦμα τὸ νὰ μάχεται ὁ ἄϋλος τὸν ἄϋλο. Θαῦμα ὅμως εἶναι, ἀληθινὸ θαῦμα, τὸ νὰ κατανικήση τοὺς ἀΰλους ἐχθροὺς ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος, μαχόμενος ἐναντίον τους μὲ τὴν ἐχθρικὴ τούτη καὶ ἐπίβουλη ὕλη, δηλαδὴ τὸ σῶμα.

72. Δείχνοντας καὶ ἐδῶ ὁ ἀγαθὸς Κύριος πολλὴ πρόνοια γιὰ μᾶς, ἐμπόδισε τὴν ἀναισχυντία τῶν γυναικῶν μὲ τὴν ἐντροπὴ σὰν μὲ χαλινάρι. Διότι ἂν μόνες τους ἔτρεχαν πρὸς τοὺς ἄρρενας, δὲν θὰ ἐσώζετο κανένας.

73. Ἄλλο χαρακτηρίζεται ἀπὸ τοὺς διακριτικοὺς Πατέρας προσβολὴ καὶ ἄλλο συνδυασμὸς καὶ ἄλλο συγκατάθεσις καὶ ἄλλο αἰχμαλωσία καὶ ἄλλο πάλη καὶ ἄλλο ψυχικὸ πάθος.

Προσβολὴ ὀνομάζουν οἱ μακάριοι ἕνα ἁπλοῦν λόγο ἢ μία τυχαία εἰκόνα ποὺ ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν καρδιά. Συνδυασμὸ δέ, τὸ νὰ συζητήσης μὲ τὸ ἐμφανισθὲν εἴτε ἐμπαθῶς εἴτε ἀπαθῶς. Συγκατάθεσι, τὴν ἡδονικὴ στροφὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ ἐμφανισθέν. Καὶ αἰχμαλωσία, τὴν ὁρμητικὴ καὶ ἀθέλητη ἁρπαγὴ τῆς καρδιᾶς· ἢ τὴν ἐξακολουθητικὴ συνεύρεσι μὲ αὐτό, πράγμα ποὺ ἐξαφανίζει τὴν καλή μας ψυχικὴ κατάστασι.

Πάλη ὁρίζουν ὅτι εἶναι ἡ παράταξις μιᾶς ἴσης πρὸς τὸν ἐχθρὸ δυνάμεως, μὲ τὴν ὁποία, ἀνάλογα μὲ τὴν θέλησί μας, ἢ νικοῦμε ἢ ὑφιστάμεθα ἥττα. Πάθος δὲ λέγουν ὅτι εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐμφωλεύει πολὺν καιρὸ ἐμπαθῶς μέσα στὴν ψυχή, καὶ τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν πολλὴ συνήθεια ἔχει κάνει τὴν ψυχὴ νὰ παραδίδεται μόνη της σ᾿ αὐτό.

Ἐξ᾿ ὅλων αὐτῶν τὸ μὲν πρῶτο δὲν εἶναι ἔνοχο, τὸ δεύτερο ὄχι καὶ τόσο, τὸ δὲ τρίτο ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν κατάστασι τοῦ ἀγωνιζομένου. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν πάλη, αὐτὴ θὰ προξενήση ἢ στεφάνους ἢ τιμωρίες. Ἡ αἰχμαλωσία διαφορετικὰ κρίνεται τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ διαφορετικὰ τὶς ἄλλες ὧρες· καὶ ἀλλοιώτικα γιὰ πονηροὺς λογισμούς. Τὸ πάθος τέλος γιὰ ὅλους, ἢ τακτοποιεῖται μὲ τὴν ἀνάλογη μετάνοια ἢ τιμωρεῖται στὴν μέλλουσα κόλασι. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀντιμετωπίζει νικηφόρα καὶ μὲ ἀπάθεια τὸ πρῶτο, διὰ μιᾶς περιέκοψε ὅλα τὰ κακὰ ἐπακόλουθα.

Ὁμιλοῦν οἱ πιὸ ἀκριβολόγοι ἀπὸ τοὺς γνωστικοὺς Πατέρες καὶ γιὰ μία ἄλλη ἔννοια, λεπτότερη ἀπὸ τὶς προηγούμενες, ἡ ὁποία σύμφωνα μὲ ὡρισμένους ἀποκαλεῖται παραρριπισμὸς τοῦ νοός. Αὐτὴ ἡ ἔννοια παρευθύς, χωρὶς νὰ μεσολαβήση χρόνος ἢ λόγος ἢ εἰκόνα, παρουσιάζει μὲ περισσότερη ὀξύτητα τὸ πάθος στὸν ἄνθρωπο. Ἀνάμεσα στὰ πνεύματα τοῦ κακοῦ τίποτε δὲν ὑπάρχει πιὸ ταχὺ καὶ πιὸ ἀδιόρατο. Μὲ μόνη τὴν λεπτὴ καὶ ἁπλὴ ἐνθύμησι, ἀχρόνως, ἀφθάστως, σὲ πολλοὺς δὲ καὶ ἀγνώστως παρουσιάζεται μέσα στὴν ψυχή. Ἐὰν δὲ κάποιος μπόρεσε διὰ μέσου τοῦ πένθους νὰ κατανοήση τὴν λεπτότητα αὐτοῦ τοῦ πνεύματος, αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς διδάξη, πῶς γίνεται μὲ μόνη τὴν ὅρασι, μὲ ἕνα ἀνεπαίσθητο βλέμμα καὶ ἄγγιγμα χεριοῦ καὶ ἄκουσμα μελῳδίας, χωρὶς καμμία ἔννοια καὶ σκέψι νὰ πορνεύη ἐμπαθῶς ἡ ψυχή!

74. Ἔχουν μερικοὶ τὴν γνώμη ὅτι τὸ σῶμα ὁδηγεῖται στὰ πάθη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας. Ἄλλοι ἀντίθετα ὑποστηρίζουν ὅτι ἀπὸ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις γεννῶνται οἱ πονηροὶ λογισμοί. Καὶ οἱ μὲν πρῶτοι φέρουν τὸ ἐπιχείρημα, πὼς ἂν δὲν προτρέξη ὁ νοῦς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀκολουθήση τὸ σῶμα. Οἱ δὲ δεύτεροι ἔχουν ὡς στήριγμα τῆς γνώμης τους τὴν κακουργία τοῦ σωματικοῦ πάθους, καὶ λέγουν: Πολλὲς φορὲς ἀπὸ μία γλυκύτατη ὄψι, ἀπὸ ἕνα ἄγγιγμα χεριοῦ, ἀπὸ μία ὡραία εὐωδία ἢ ἀπὸ ἕνα γλυκὸ ἄκουσμα παίρνουν ἀφορμὴ οἱ λογισμοὶ νὰ εἰσέλθουν στὴν καρδιά.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὅποιος μπορεῖ ἂς μᾶς διδάξη ἐν Κυρίῳ. Διότι αὐτὰ εἶναι πολὺ ἀναγκαῖα καὶ ὠφέλιμα σὲ ὅσους ζοῦν τὴν πρακτικὴ μοναχικὴ ζωὴ ἐν ἐπιγνώσει. Εἰς τοὺς ἄλλους, τοὺς ἀσκουμένους «ἐν ἁπλότητι καρδίας», δὲν χρειάζεται νὰ γίνεται λόγος περὶ αὐτῶν. Ἄλλωστε ἡ γνῶσις δὲν εἶναι κτῆμα ὅλων. Οὔτε πάλι εἶναι κτῆμα ὅλων ἡ μακαρία ἁπλότης, ὁ θώραξ αὐτὸς ἐναντίον τῶν δόλων τῶν πονηρῶν δαιμόνων.

75. Ὠρισμένα πάθη ἀρχίζουν ἀπὸ μέσα καὶ ἐκδηλώνονται στὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲ ἀντιστρόφως. Σ᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται στὸν κόσμο συμβαίνει συνήθως τὸ δεύτερο, ἐνῷ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ζοῦν τὸν μοναχικὸ βίο, τὸ πρῶτο, ἀφοῦ λείπουν οἱ ἀφορμές. Ἐγὼ δὲ γι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα λέγω: Θὰ ζητήσης στοὺς κακοὺς σύνεσι, ἀλλὰ δὲν θὰ τὴν εὕρης (6).

76. Ἀφοῦ ἀγωνισθοῦμε πολὺ ἐναντίον τοῦ δαίμονος, ὁ ὁποῖος εἶναι σύζυγος τῆς πηλοῦ, δηλαδὴ τῆς σαρκός μας, καὶ ἀφοῦ τὸν κτυπήσωμε μὲ τὴν πέτρα τῆς νηστείας καὶ τὸ ξίφος τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸν ἐκδιώξωμε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ὕστερα αὐτὸς κάθεται ἐπάνω στὸ σῶμα μας καὶ μᾶς σπρώχνει σὲ μολυσμοὺς γαργαλίζοντάς μας ὁ ἄθλιος καὶ προξενώντας κάποια κινήματα ἄπρεπα καὶ ἄκαιρα. Αὐτὸ συνήθως τὸ παθαίνουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους ὅσοι ὑποτάσσονται στὸν δαίμονα τῆς ὑπερηφανείας. Διότι ἀφοῦ ἔπαυσαν νὰ ἔχουν στὴν καρδιὰ συνεχεῖς πορνικοὺς λογισμούς, ἐπλησίασαν σ᾿ αὐτὸ τὸ πάθος. Καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ ἐλέχθη δὲν εἶναι ψευδὲς θὰ φανῆ ὡς ἑξῆς: Ὅταν εὕρουν ἥσυχο καιρό, ἂς ἀνακρίνουν τὸν ἑαυτό τους προσεκτικὰ καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἀνακαλύψουν στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς των κάποιον λογισμό, ποὺ κρύβεται σὰν ὄφις στὴν κοπριά. Καὶ αὐτὸς ὁ λογισμὸς τοὺς παρουσιάζει ὅτι δῆθεν τὸ κατόρθωμα τῆς καρδιακῆς ἁγνείας τὸ ἐπέτυχαν μὲ τὸν ἰδικό τους ζῆλο καὶ τὴν ἰδική τους προθυμία. Καὶ δὲν σκέπτονται οἱ ταλαίπωροι τὸν γραφικὸ λόγο: «Τί γὰρ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες δωρεὰν ἢ ἐκ Θεοῦ ἢ ἓξ ἑτέρων συνεργίας καὶ εὐχῆς;» (πρβλ. Α´ Κορινθ. δ´ 7).

Ἂς προσέξουν λοιπὸν καὶ ἀφοῦ νεκρώσουν αὐτὸν τὸν ὄφι μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, ἂς τὸν ἐκδιώξουν ἀπὸ τὴν καρδιά τους.

Ἔτσι, ἐὰν ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ αὐτόν, θὰ μπορέσουν ἴσως κάποια φορὰ καὶ αὐτοὶ νὰ ἐκδυθοῦν τοὺς δερματίνους χιτώνας καὶ νὰ ψάλουν πρὸς τὸν Κύριον τὸν ἐπινίκιο ὕμνο τῆς ἁγνείας, ὅπως κάποτε τὰ ἁγνὰ νήπια (πρβλ. Ματθ. κα´ 15)· ἐὰν βέβαια ἐκδυθέντες δὲν εὑρεθοῦν γυμνοί· γυμνοὶ ἀπὸ τὴν ἀκακία καὶ τὴν φυσικὴ ἀθῳότητα ἐκείνων.

Παρακολουθεῖ καὶ αὐτὸς ὁ δαίμων πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν καιρό. Καὶ ὅταν δὲν εἴμαστε σὲ θέσι νὰ προσευχηθοῦμε σωματικῶς ἐναντίον του, τότε κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπιχειρεῖ νὰ μᾶς πολεμᾶ ὁ ἀνόσιος.

Ἔρχεται ὡς βοηθὸς σὲ ὅσους δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη ἀληθινὴ καρδιακὴ προσευχὴ ὁ κόπος καὶ ἡ ταλαιπωρία τῆς σωματικῆς προσευχῆς. Δηλαδὴ ἡ ἔκτασις τῶν χειρῶν, τὸ κτύπημα τοῦ στήθους, ἡ καθαρὰ ἐνατένισις πρὸς τὸν οὐρανό, οἱ δυνατοὶ ἀναστεναγμοί, ἡ συνεχὴς γονυκλισία.

Ὅταν αὐτὰ πολλὲς φορές, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι παρόντες καὶ ἄλλοι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ κάνουμε, τότε μας πολεμοῦν πολὺ οἱ δαίμονες. Τότε ἀναγκαστικὰ ἴσως ὑποχωροῦμε στὴν ἐπίθεσί τους, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε ἀκόμη μὲ τὴν συγκέντρωσι τοῦ νοῦ καὶ μὲ τὴν ἀόρατη δύναμι τῆς προσευχῆς νὰ ἀντισταθοῦμε στοὺς ἐχθρούς μας.

Ἀναπήδησε γρήγορα, ἂν μπορῆς. Κρύψου γιὰ λίγο μυστικά. Ἀνύψωσε τοὺς ψυχικούς σου ὀφθαλμούς, ἂν σοῦ εἶναι δυνατόν. Εἰδεμή, ἀνύψωσε τοὺς σωματικούς. Σταύρωσε τὰ χέρια σου ἀκίνητα, ὥστε καὶ μὲ τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ νὰ καταισχύνης καὶ νὰ νικήσης τὸν Ἀμαλήκ.

Φώναξε δυνατὰ πρὸς τὸν δυνάμενον νὰ σὲ σώσῃ, ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένες φράσεις, ἀλλὰ μὲ ταπεινὰ λόγια, ἀρχίζοντας ἐν πρώτοις μὲ τὸ «ἐλέησόν με, ὅτι ἀσθενής εἰμι» (Ψαλμ. ς´ 3). Τότε θὰ αἰσθανθῆς τὴν δύναμι τοῦ Ὑψίστου καὶ θὰ ἀποδιώξης τοὺς ἀοράτους ἀοράτως μὲ ἀόρατη βοήθεια.

Ὅποιος συνήθισε νὰ πολεμᾶ ἔτσι ταχέως καὶ μὲ μόνη τὴν ψυχὴ θὰ δυνηθῆ νὰ ἐκδιώκη τοὺς ἐχθρούς. Αὐτὸ τὸ δεύτερο εἶναι ἀνταμοιβὴ τοῦ πρώτου ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀγωνιστάς. Καὶ δικαίως.

77. Παρευρεθεὶς σὲ κάποια σύναξι μοναχῶν ἀντελήφθηκα ὅτι ἕνας ἐκλεκτὸς ἀδεφὸς ἐνωχλήθηκε ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εὑρέθηκε τόπος κατάλληλος γιὰ προσευχή, πῆγε στὸ ἀφοδευτήριο γιὰ σωματικὴ ἀνάγκη, γιατί τὸν ἐνώχλησε δῆθεν ἡ κοιλία, καὶ ἐκεῖ μὲ δυνατὴ προσευχὴ ἐπολέμησε κατὰ τῶν ἐχθρῶν του. Ὅταν δὲ ἐγὼ τὸν ἐμέμφθηκα γιὰ τὸ ἀκατάλληλο τοῦ τόπου, μοῦ ἀπήντησε: «Προσευχήθηκα σὲ ἀκάθαρτο τόπο, ἐφ᾿ ὅσον ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ἐκδίωξι ἀκαθάρτων λογισμῶν καὶ γιὰ τὴν κάθαρσι ἀπὸ τὸν ρύπο».

78. Ὅλοι οἱ δαίμονες ἀγωνίζονται νὰ σκοτίσουν προηγουμένως τὸ νοερὸ μέρος τῆς ψυχῆς μας, καὶ ἔπειτα μᾶς ὑποβάλλουν ἐκεῖνα ποὺ ἀγαποῦν. Διότι ἂν ὁ νοῦς δὲν κλείση τὰ μάτια του, δὲν θὰ κλαπῆ ὁ θησαυρός. Αὐτὸ τὸ ἐπιδιώκει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους ὁ δαίμων τῆς πορνείας. Αὐτὸς πολλὲς φορὲς σκοτίζοντας τὸν ἡγεμόνα νοῦ κάνει νὰ ἐπιτελεσθοῦν πράξεις, καὶ μάλιστα ἐπὶ παρουσίᾳ ἀνθρώπων, ποὺ μόνο οἱ παράφρονες διαπράττουν. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα ὅταν ὁ νοῦς συνέλθη, ὄχι μόνο ὅσους μᾶς εἶδαν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας ἐντρεπόμεθα γιὰ τὶς ἄσεμνες πράξεις, τὰ λόγια καὶ τὰ κινήματά μας, καὶ μένομε ἔκθαμβοι ἐμπρὸς σ᾿ ἐκείνη μας τὴν πώρωσι. Ἔτσι πολλὲς φορὲς μερικοὶ ποὺ τὸ ἀντελήφθηκαν αὐτό, ἐσταμάτησαν τὴν ἁμαρτία.

79. Ἀποδοκίμαζε τὸν ἐχθρό, ὁ ὁποῖος μετὰ τὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας σὲ ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἢ τὴν θεοσέβεια ἢ τὴν ἀγρυπνία. Καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Διὰ δὲ τὸ κόπους μοι παρέχειν τὴν ὑπὸ τῶν προλήψεων τυραννουμένην ψυχήν, ποιήσω τὴν ἐκδίκησιν αὐτῆς ἐκ τῶν ἐχθρῶν αὐτῆς» (πρβλ. Λουκ. ιη´ 5).

80. Ποιὸς ἐνίκησε τὸ σῶμα; Αὐτὸς ποὺ συνέτριψε τὴν καρδιά. Καὶ ποιὸς συνέτριψε τὴν καρδιά; Αὐτὸς ποὺ ἀρνήθηκε τὸν ἑαυτόν του. Γιατί πῶς νὰ μὴ συντριβῆ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέθανε ὡς πρὸς τὸ θέλημα τῆς σαρκός;

81. Συναντᾶται καὶ ἐμπαθὴς ἐμπαθέστερος ἀπὸ ἄλλον ἐμπαθῆ, ποὺ ἀκόμη καὶ τοὺς μολυσμούς του τοὺς ἐξομολογεῖται αἰσθανόμενος ἡδυπάθεια.

82. Οἱ ἀκάθαρτοι καὶ αἰσχροὶ λογισμοὶ γεννῶνται συνήθως στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὸν ἐξαπατοῦντα τὴν καρδιά, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. Αὐτοὺς τοὺς θεραπεύει ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ παντελὴς περιφρόνησις.

83. Μὲ ποιὰ μέθοδο καὶ μὲ ποιὸ τρόπο νὰ δέσω αὐτὸν τὸν φίλο μου, δηλαδὴ τὴν σάρκα, καὶ νὰ τὸν δικάσω, ὅπως καὶ τοὺς ἄλλους, δὲν γνωρίζω. Διότι πρὶν τὸν δέσω λύεται, καὶ πρὶν τὸν δικάσω συμφιλιώνομαι μαζί του. Καὶ πρὶν τὸν τιμωρήσω τὸν λυποῦμαι καὶ κάμπτομαι. Πῶς νὰ νικήσω αὐτὸν ποὺ ἐκ φύσεως ἀγαπῶ; Πῶς νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπ᾿ αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖον εἶμαι συνδεδεμένος αἰωνίως; Πῶς νὰ καταργήσω ἐκεῖνο ποῦ θὰ ἀναστηθῆ μαζί μου; Πῶς νὰ μεταβάλω σὲ ἄφθαρτο ἐκεῖνο ποὺ ἔλαβε φθαρτὴ φύσι; τί λογικὸ ἐπιχείρημα νὰ τοῦ ἀντιτάξω, ἀφοῦ ἔχει μὲ τὸ μέρος του τὰ λογικὰ ἐπιχειρήματα ἀπὸ τὴν φύσι;

Ἂν δέσω τὸν φίλο μου αὐτὸν μὲ τὴν νηστεία, μόλις κατακρίνω τὸν πλησίον μου, πάλι παραδίδομαι στὰ χέρια του. Ἂν σταματήσω τὴν κατάκρισι καὶ τὸν νικήσω, ἀλλὰ ὑπερηφανευθῶ μέσα μου, πέφτω πάλι στὰ χέρια του. Εἶναι γιὰ μένα καὶ συνεργάτης καὶ ἐχθρός. Καὶ βοηθὸς καὶ ἀντίδικος. Καὶ ὑποστηρικτὴς μαζὶ καὶ ἐπίβουλος. Ὅταν δέχεται περιποιήσεις πολεμεῖ, καὶ ὅταν συνθλίβεται ἀτονεῖ. Ὅταν τὸν ἀναπαύωμε ἀτακτεῖ, καὶ ὅταν πάλι τὸν ἀποστρεφώμεθα καὶ τὸν ταλαιπωροῦμε, δὲν ἀντέχει. Ἂν τὸν λυπήσω, διατρέχω κίνδυνο. Ἂν τὸν πληγώσω, δὲν θὰ ἔχω μὲ ποιὸν νὰ ἀποκτήσω τὶς ἀρετές. Τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἐναγκαλίζομαι καὶ τὸν ἀποστρέφομαι!

Ποιὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ μὲ περιβάλλει; Πῶς ἐξηγεῖται ἡ μεῖξις ποὺ παρατηρεῖται σ᾿ ἐμένα; Πῶς στὸν ἑαυτόν μου εἶμαι καὶ φίλος καὶ ἐχθρός; Λέγε μου, λέγε μου, ἐσὺ σύζυγέ μου, ἐσὺ φύσις μου, γιατί δὲν χρειάζεται νὰ μάθω τὰ περὶ σοῦ ἀπὸ ἄλλον. Πῶς θὰ μείνω ἄτρωτος ἀπὸ σένα; Πῶς θὰ κατορθώσω νὰ διαφύγω τὸν κίνδυνο τῆς φύσεως; Ἐπειδὴ ἔδωσα ὑπόσχεσι στὸν Χριστὸν νὰ εἶμαι ἐχθρός σου, πῶς θὰ νικήσω τὴν τυραννική σου ἐξουσία; Πῶς; Διότι ἀπεφάσισα νὰ ἀσκῶ βία ἐπάνω σου.

Καὶ ἡ σάρκα ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπο ἀποκρίθηκε πρὸς τὴν ψυχή, φάνηκε ὅτι ἔτσι περίπου εἶπε: «Δὲν πρόκειται νὰ σοῦ εἰπῶ κάτι ποὺ ἐσὺ δὲν τὸ γνωρίζεις, ἀλλὰ κάτι ποὺ καὶ οἱ δυὸ τὸ γνωρίζομε. Ἐγὼ καυχῶμαι ὅτι ἔχω μητέρα τὴν (ἁμαρτωλὴ) ἀγάπη. Τὴν ἐξωτερικὴ πύρωσι τῆς σαρκὸς τὴν γεννῶ μὲ τὴν περιποίησι καὶ τὴν ἐν γένει καλοπέρασι. Ἡ δὲ ἐσωτερικὴ φλόγα καὶ ἔξαψις τῶν λογισμῶν ἔχουν ὡς ἀφορμὲς τὴν καλοπέρασι ποὺ προηγήθηκε καὶ τὶς αἰσχρὲς πράξεις ποὺ διεπράχθησαν. Ἐγὼ ὅταν συλλάβω, γεννῶ τὶς ἁμαρτωλὲς πτώσεις. Καὶ ἐκεῖνες πάλι ὅταν γεννηθοῦν, γεννοῦν μὲ τὴν σειρά τους τὸν θάνατο διὰ τῆς ἀπογνώσεως.

Ἂν γνωρίσης καλὰ τὴν ἰδική μου καὶ τὴν ἰδική σου μεγάλη ἀσθένεια, μοῦ ἔδεσες τὰ χέρια. Ἂν ταλαιπωρήσης τὸν λαιμό, μοῦ ἔδεσες τὰ πόδια, ὥστε νὰ μὴ μπορῶ νὰ προχωρῶ. Ἂν συζευχθῆς τὴν ὑπακοή, μὲ διεζεύχθης. Ἂν ἀποκτήσης ταπείνωσι, μὲ ἀπεκεφάλισες.

Δέκατο πέμπτο βραβεῖο! Ὅποιος ζωντας μὲ τὴν σάρκα τὸ κατέκτησε, ἀπέθανε καὶ ἀνεστήθη καὶ ἐγνώρισε ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὸ προοίμιο τῆς μελλοντικῆς ἀφθαρσίας.

----------

1. Πρόκειται, κατὰ τὸν σχολιαστή, γιὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο.

2. Ἐννοεῖ τὸν Διάβολο, τὸν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα Ἑωσφόρο.

3. Τὸ ἐν λόγῳ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸ «Γεροντικόν»: Ἀποφθέγματα Μεγ. Ἀντωνίου, κεφ. ιδ´ (βλ. «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος», ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 163). Σὲ μερικὲς ὅμως ἐκδόσεις τοῦ «Γεροντικοῦ» παραλείπεται, σκοπίμως μᾶλλον.

4. Κατὰ τὸν σχολιαστὴ πρόκειται γιὰ τὸν ἅγιος Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό. Ἡ σάρξ ὀνομάζεται «δούλη», διότι ὑποτάσσεται δουλικὰ στὰ πάθη της, καὶ «νυκτερινή», διότι ἐπιδίδεται σ᾿ αὐτὰ κυρίως τὴν νύκτα.

5. Ἀναφέρεται στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ἕνας μοναχὸς ἐβοήθησε τὴν ἠλικιωμένη μητέρα του νὰ διαβῆ κάποιον ποταμό. Γιὰ νὰ μὴν ἐγγίση ἀπ᾿ εὐθείας τὸ χέρι της, τὸ ἐτύλιξε μὲ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς καὶ ἔτσι τὴν ἐβάσταξε! Παρ᾿ ὅλον ὅτι ἦταν καὶ προχωρημένη στὴν ἡλικία καὶ μητέρα του! Τὸ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸ «Γεροντικόν» (βλ. «Εὐεργετινός», Β´, Ὑπόθεσις κθ´ 21).

6. Δηλαδή: Οἱ δαίμονες, ὅταν ἐπιτίθενται, δὲν διακρίνονται πάντοτε γιὰ τὶς συνετὲς καὶ μεθοδικὲς ἐνέργειές τους.

Κυριακή, Μαρτίου 30, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 14, περὶ Γαστριμαργίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος




(Διὰ τὴν ὀνομαστὴν δέσποιναν, τὴν πονηρὰν κοιλίαν)

Προκειμένου τώρα νὰ ὁμιλήσωμε περὶ κοιλίας, ἀπεφασίσαμε πάλι, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ ἄλλα θέματα, νὰ στρέψωμε τὴν φιλοσοφία μας ἐναντίον μας. Διότι εἶναι ἀξιοθαύμαστο ἐὰν ἀπηλλάγη κανεὶς ἀπὸ αὐτήν, πρὶν κατοικήση τὸν τάφο.

2. Γαστριμαργία εἶναι ἡ ὑποκριτικὴ συμπεριφορὰ τῆς κοιλίας, ἡ ὁποία, ἐνῷ εἶναι χορτασμένη, φωνάζει πὼς εἶναι ἐνδεής· καὶ ἐνῷ εἶναι παραφορτωμένη μέχρι διαρρήξεως, ἀνακράζει ὅτι πεινᾶ. Γαστριμαργία εἶναι ἡ δημιουργὸς τῶν καρυκευμάτων, ἡ πηγὴ τῶν τέρψεων τοῦ λάρυγγος. Ἐσὺ ἔκλεισες τὴν φλέβα (τῶν ἡδονικῶν ἀπαιτήσεών της), ἀλλὰ αὐτὴ ξεπρόβαλε ἀπὸ ἄλλο μέρος. Τὴν ἔφραξες καὶ τούτη, ἀλλὰ καινούργια ἀνοίχθηκε. Γαστριμαργία εἶναι μία ἀπάτη τῶν ὀφθαλμῶν. Καθ᾿ ἣν στιγμὴν κάποιος τρώγει τὸ μέτριο σὲ ποσότητα φαγητό του, ἡ γαστριμαργία τὸν κάνει νὰ σκέπτεται, πῶς νὰ ἦταν δυνατὸ νὰ καταβροχθίση διὰ μιᾶς τὰ σύμπαντα.

3. Ὁ χορτασμὸς ἀπὸ φαγητὰ εἶναι πατὴρ τῆς πορνείας· ἡ θλίψις δὲ τῆς κοιλίας εἶναι πρόξενος τῆς ἁγνότητος. Ἐκεῖνος ποὺ ἐκολάκευσε τὸν λέοντα, πολλὲς φορὲς τὸν ἡμέρωσε. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ περιποιήθηκε τὴν σάρκα, περισσότερο τὴν ἐξαγρίωσε.

4. Χαίρεται ὁ Ἰουδαῖος τὸ Σάββατο ἢ τὶς ἑορτές, καὶ ὁ γαστρίμαργος μοναχὸς τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή. Ἀπὸ καιρὸ ὑπολογίζει τὸ Πάσχα καὶ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες ἑτοιμάζει τὰ φαγητά. Ὁ δοῦλος τῆς κοιλίας σκέπτεται μὲ τί εἴδους φαγητὰ θὰ ἑορτάση, ὁ δὲ δοῦλος τοῦ Θεοῦ μὲ τί χαρίσματα θὰ πλουτήση. Ὁ κοιλιόδουλος, ὅταν ἔλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ἀγάπη -ἀγάπη ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν γαστριμαργία- καὶ θεωρεῖ ὡς ἀναψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ τὴν ἰδική του κατάλυσι! Ἐπὶ παρουσίᾳ ὡρισμένων ἄλλων ἀπεφάσισε τὴν κατάλυσι οἴνου, καὶ νομίζοντας πὼς κρύβει τὴν ἀρετή του, ὑποδουλώθηκε στὸ πάθος του.

5. Ἐχθρεύεται πολλὲς φορὲς ἡ κενοδοξία πρὸς τὴν γαστριμαργία καὶ ἀντιμάχονται γιὰ τὴν κατοχὴ τοῦ ἀθλίου μοναχοῦ σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἀγοραστὸ δοῦλο. Ἡ μὲν γαστριμαργία τὸν ὠθεῖ στὴν κατάλυσι, ἡ δὲ κενοδοξία του συνιστᾶ τὴν ἐπίδειξι τῆς ἀρετῆς του, ἀλλὰ ὁ σοφὸς μοναχὸς θὰ τὶς ἀποφύγη καὶ τὶς δυὸ διώχνοντας στὴν κατάλληλη ὥρα τὴν μία μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἄλλης.

6. Ὅταν ἡ σάρκα σφριγᾶ, ἂς φυλάξωμε τὴν ἐγκράτεια παντοῦ καὶ πάντοτε. Ὅταν δὲ ἠρεμῆ -πράγμα ποὺ δὲν πιστεύω ὅτι κατορθώνεται πρὸ τοῦ τάφου- ἂς ἀποκρύψωμε τὴν ἐργασία μας.

7. Εἶδα ἡλικιωμένους ἱερεῖς νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ νὰ δίνουν εὐλογία σὲ νέους, ποὺ δὲν ἐξηρτῶντο πνευματικῶς ἀπὸ αὐτούς, νὰ καταλύσουν σὲ ἐπίσημο τραπέζι κρασὶ καὶ ὅ,τι ἄλλο. Ἐὰν μὲν οἱ ἱερεῖς αὐτοὶ ἔχουν ἐν Κυρίῳ καλὴ μαρτυρία, ἂς κάνωμε μετρία κατάλυσι. Ἐὰν ὅμως εἶναι ἀμελεῖς, ἂς μὴ λάβωμε καθόλου ὑπ᾿ ὄψιν μας τὴν εὐλογία τους, καὶ μάλιστα ἐὰν τύχη καὶ μαχώμεθα ἐναντίον σαρκικῆς πυρώσεως.

8. Ἐνόμισε ὁ θεήλατος Εὐάγριος (1) ὅτι ἔγινε σοφώτερος τῶν σοφῶν καὶ στὴν μορφὴ καὶ στὸ περιεχόμενο τῶν λόγων του. Ἀπατήθηκε ὅμως ὁ ταλαίπωρος καὶ φάνηκε ἀνοητότερος τῶν ἀνοήτων καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα ζητήματα καὶ σ᾿ αὐτό. Ἐδίδαξε: «Ὁσάκις ἡ ψυχὴ ἐπιθυμεῖ ποικίλα φαγητά, ἂς θλίβεται μὲ ἄρτον μόνο καὶ ὕδωρ». Εἶναι δὲ ἡ προσταγή του αὐτὴ σὰν νὰ προτρέπης ἕνα παιδὶ ν᾿ ἀνεβῆ μὲ ἕνα βῆμα ὅλη τὴν σκάλα.

Ἐμεῖς ὅμως, ἀντικρούοντες τὸν ὁρισμό του, ὡς ἑξῆς ὁρίζουμε: Ὅταν ἐπιθυμοῦμε τὰ διάφορα φαγητά, ζητοῦμε κάτι ποὺ εἶναι μέσα στὴν φύσι μας. Γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ἂς χρησιμοποιήσωμε ἕνα τέχνασμα πρὸς τὴν πολυμήχανη κοιλία, καὶ μάλιστα ἂν δὲν μᾶς ἀπειλῆ βαρύτατος πόλεμος ἢ δὲν ὑπάρχη πένθος ἢ κανὼν γιὰ προηγούμενες σοβαρὲς πτώσεις. Ἂς κόψωμε πρῶτα τὰ λιπαρά, ἔπειτα τὰ ἐρεθιστικὰ καὶ ἔπειτα τὰ εὔγευστα.

9. Ἂν σοῦ εἶναι εὔκολο, δίδε στὴν κοιλία σου τροφὴ χορταστικὴ καὶ εὐκολοχώνευτη, ὥστε μὲ τὸν χορτασμὸ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὴν ἀχόρταστη ὄρεξί της, ἐνῷ μὲ τὴν σύντομη χώνευσι νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν σαρκικὴ πύρωσι σὰν ἀπὸ μάστιγα. Ἂς ἐξετάσωμε, καὶ θὰ βροῦμε πὼς τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ φαγητὰ ποὺ «φουσκώνουν» ἐρεθίζουν τὴν σάρκα.

10. Νὰ γελᾶς μὲ τὸν δαίμονα ποὺ σοῦ ὑποβάλλει μετὰ τὸ δεῖπνο νὰ ἀφήσης γιὰ τὴν ἑπόμενη ἡμέρα τοὺς κανόνες τῶν προσευχῶν σου, διότι θὰ ἔλθη ἡ ἐνάτη ὥρα τῆς ἑπομένης, καὶ δὲν θὰ ἔχη τηρηθῆ ἡ συμφωνία τῆς προηγουμένης.

11. Ἄλλη εἶναι ἡ ἐγκράτεια ποὺ ἁρμόζει σὲ ὅσους δὲν ἔχουν δοκιμάσει μεγάλες πτώσεις καὶ ἄλλη σὲ ὅσους ἔχουν ὑποπέσει σ᾿ αὐτές. Οἱ μὲν πρῶτοι ἔχουν ὡς γνώμονα τὴν σαρκικὴ κίνησι, οἱ δὲ δεύτεροι ἀντιμετωπίζουν τὸ θέμα μὲ σκληρότητα καὶ ἀδιαλλαξία μέχρι θανάτου. Καὶ οἱ μὲν προσπαθοῦν νὰ διαφυλάττουν πάντοτε τὴν σωφροσύνη τοῦ νοῦ, ἐνῷ οἱ δὲ ἐξευμενίζουν τὸν Θεὸν μὲ τὴν σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς καὶ μὲ τὴν θλίψι τῆς σαρκός.

12. Ὁ καιρὸς τῆς εὐφροσύνης καὶ τῆς «παρακλήσεως» στὸν τέλειο μοναχὸ εἶναι καιρὸς ἀμεριμνίας, στὸν ἀγωνιστὴ καιρὸς πάλης καὶ στὸν ἐμπαθῆ «ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων».

13. Ὄνειρα γύρω ἀπὸ τροφὲς καὶ φαγητὰ συναντῶνται στὴν καρδία τῶν γαστριμάργων, καὶ ὄνειρα γύρω ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ τὴν Κρίσι συναντῶνται στὴν καρδία τῶν μετανοούντων.

14. Κυριάρχησε στὴν κοιλία σου, πρὶν κυριαρχήση αὐτὴ πάνω σου, καὶ τότε θὰ ἀναγκασθῆς νὰ νηστεύης γεμάτος καταισχύνη. Αὐτὸ ποὺ εἶπα τὸ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν στὸν ἀκατανόμαστο βόθρο (2). Ὅσοι εἶναι εὐνοῦχοι – (κατὰ πνεῦμα εὐνοῦχοι – πρβλ. Ματθ. ιθ´ 12) – δὲν ἐγνώρισαν τὸ ἁμάρτημα αὐτό.

15. Ἂς περικόψωμε τὶς ἀπαιτήσεις τῆς κοιλίας μὲ τὴν σκέψι τοῦ αἰωνίου πυρός. Μερικοὶ ποὺ ὑπετάγησαν σ᾿ αὐτὴν ἔφθασαν στὴν ἀνάγκη στὸ τέλος νὰ ἀποκόψουν τὰ μέλη τοῦ σώματός τους, καὶ ἀπέθαναν ἔτσι σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἂς ἐρευνήσωμε, καὶ ὁπωσδήποτε θὰ διαπιστώσωμε πὼς τὰ ἠθικά μας ναυάγια προέρχονται μόνο ἀπὸ τὴν γαστριμαργία.

16. Ὁ νοῦς τοῦ νηστευτοῦ προσεύχεται καθαρὰ καὶ προσεκτικά, τοῦ δὲ ἀκρατοῦς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀκάθαρτες εἰκόνες. Ὁ χορτασμὸς τῆς κοιλίας ἐξήρανε τὶς πηγὲς τῶν δακρύων. Ὅταν ὅμως αὐτὴ ἀπεξηράνθη, ἐδημιούργησε τὰ ὕδατα τῶν δακρύων.

17. Ἐκεῖνος ποὺ περιποιεῖται τὴν κοιλία του καὶ ἀγωνίζεται νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ προσπαθεῖ νὰ σβήση μεγάλη φωτιὰ μὲ λάδι. Ὅταν θλίβεται ἡ κοιλία ταπεινοῦται ἡ καρδία. Ὅταν ὅμως δέχεται περιποιήσεις, θεριεύουν καὶ ἀλαζονεύονται οἱ λογισμοί.

18. Ἐξέταζε τὸν ἑαυτόν σου τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἡμέρας καὶ τὸ μεσημέρι καὶ τὴν τελευταία πρὸ τοῦ φαγητοῦ, καὶ θὰ κατανοήσης ἔτσι τὴν ὠφέλεια τῆς νηστείας. Τὸ πρωὶ (ποὺ δὲν πεινᾶς) οἱ λογισμοὶ σκιρτοῦν καὶ περιπλανῶνται ἐδῶ κι ἐκεῖ, κατὰ τὴν ἕκτη ὥρα ἀτονοῦν κάπως, καὶ κατὰ τὸ ἡλιοβασίλεμα ἔχουν ἐντελῶς ταπεινωθῆ.

19. Θλίβε τὴν κοιλία καὶ ὁπωσδήποτε θὰ κλείσης καὶ τὸ στόμα· διότι ἡ γλώσσα ἰσχυροποιεῖται ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά. Νὰ πυγμαχῆς συνεχῶς ἐναντίον της καὶ νὰ ἐπαγρυπνῆς συνεχῶς ἐπάνω της. Ἐὰν ἐσὺ κοπιάσης ὀλίγο, ἀμέσως καὶ ὁ Κύριος σὲ βοηθεῖ.

20. Ὅσο χρησιμοποιοῦνται καὶ μαλακώνουν οἱ ἀσκοί, τόσο αὐξάνουν στὴν χωρητικότητα. Ὅταν ὅμως μείνουν περιφρονημένοι καὶ ἀχρησιμοποίητοι, θὰ μαζέψουν καὶ δὲν θὰ χωροῦν τόσο πολύ.

21. Ἐκεῖνος ποὺ καταπιέζει τὴν κοιλία μὲ πολλὰ φαγητά, ἐπλάτυνε τὰ ἔντερα, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ τῆς ἐναντιώνεται, τὰ ἐστένευσε. Καὶ ὅταν αὐτὰ ἐστένευσαν, δὲν χρειάζονται πολλὰ φαγητά, ὁπότε κατὰ φυσικὸ τρόπο μαθαίνομε νὰ νηστεύωμε.

22. Ἡ δίψα πολλὲς φορὲς ἐσταμάτησε τὴν δίψα. Εἶναι ὅμως δυσχερὲς καὶ ἀκατόρθωτο μὲ τὴν πείνα νὰ περικοπῆ ἡ πείνα. Ὅταν σὲ νικήση ἡ κοιλία, δάμαζέ την μὲ σωματικοὺς κόπους. Καὶ ἂν αὐτὸ σοῦ εἶναι ἀδύνατο διὰ λόγους ἀσθενείας, πάλαιψε ἐναντίον της μὲ τὴν ἀγρυπνία.

23. Ὅταν βαραίνουν οἱ ὀφθαλμοί, πιάσε τὸ ἐργόχειρο. Ἐὰν ὅμως ὁ ὕπνος ἔχη φύγει, μὴ τὸ πιάνης, διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσηλώσης τὸν νοῦ σου στὸν Θεὸν καὶ στὸν μαμωνᾶ (Ματθ. στ´ 24), δηλαδὴ στὸν Θεὸ καὶ στὸ ἐργόχειρο.

24. Γνώριζε ὅτι πολλὲς φορὲς ὁ δαίμων τῆς γαστριμαργίας ἔρχεται καὶ κάθεται ἐπάνω στὸ στομάχι, καὶ κάνει ὥστε νὰ μὴ χορταίνει ὁ ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν φάγη ὁλόκληρη τὴν Αἴγυπτο καὶ πιῆ ὁλόκληρο τὸν Νεῖλο. Μετὰ τὸ φαγητὸ φεύγει ὁ ἀνόσιος καὶ μᾶς στέλνει τὸν δαίμονα τῆς πορνείας, ἀφοῦ τοῦ περιέγραψε τὸ συμβάν. «Νὰ τὸν συλλάβης, τοῦ λέγει, νὰ τὸν συλλάβης, νὰ τὸν ζαλίσης. Καθὼς ἡ κοιλία του εἶναι παραφορτωμένη, δὲν θὰ κουρασθῆς πολύ». Καὶ ἐκεῖνος μόλις ἦλθε χαμογέλασε. Καὶ ἀφοῦ μᾶς ἔδεσε «χειροπόδαρα» μὲ τὸν ὕπνο, ἔπραξε ὅλα ὅσα θέλησε καταλερώνοντας σῶμα καὶ ψυχὴ μὲ μολυσμοὺς καὶ φαντασίες καὶ ἐκκρίσεις. Θαυμαστὸ πράγμα! Νὰ βλέπης ἀσώματο νοῦ νὰ μολύνεται καὶ νὰ σκοτίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα· καὶ πάλι διὰ μέσου του πηλίνου σώματος τὸν ἄϋλο νοῦ νὰ καθαρίζεται καὶ νὰ λεπτύνεται!

25. Ἐὰν ὑποσχέθηκες στὸν Χριστὸν νὰ βαδίζης τὴν στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, στενοχώρησε τὴν κοιλία. Διότι ὅταν αὐτὴ δέχεται περιποιήσεις καὶ πλατύνεται, τότε ἐσὺ ἀθέτησες τὶς ὑποσχέσεις.

26. Σύνελθε! Καὶ θὰ ἀκούσης τὸν Χριστὸν νὰ λέγη: «Πλατεία καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς τῆς κοιλίας, ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν τῆς πορνείας· καὶ πολλοὶ εἰσὶν οἱ εἰσπορευόμενοι ἐν αὐτῇ. Τὶ στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς τῆς νηστείας, ἡ εἰσάγουσα εἰς τὴν ζωὴν τῆς ἁγνείας· καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς» (πρβλ. Ματθ. ζ´ 13-14).

27. Ἀρχηγὸς τῶν δαιμόνων εἶναι ὁ πεσῶν Ἑωσφόρος, καὶ ἀρχηγὸς τῶν παθῶν ὁ λαιμὸς τῆς κοιλίας.

28. Ὅταν λάβης θέσι σὲ πλούσιο τραπέζι, φέρε ἐμπρός σου τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως· ἴσως ἔτσι νὰ συγκρατήσης ὀλίγο τὸ πάθος. Καὶ ἐνῷ πίνεις, μὴ παύσης νὰ θυμᾶσαι τὸ ὄξεος καὶ τὴν χολὴ τοῦ Δεσπότου σου. Ἔτσι ἢ θὰ ἐγκρατευθῆς ἢ τουλάχιστον, ἂν δὲν ἐγκρατευθῆς, θὰ ταπεινωθῆς ἀναστενάζοντας (συγκρίνοντας τὴν πολυφαγία σου μὲ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ).

29. Μὴ πλανᾶσαι! Οὔτε ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ Φαραὼ πρόκειται νὰ ἐλευθερωθῆς οὔτε τὸ ἄνω Πάσχα θὰ ἀντικρύσης, ἐὰν δὲν γευθῆς παντοτεινᾶ πικρίδες καὶ ἄζυμα. Πικρίδες εἶναι ἡ βία καὶ κακοπάθεια τῆς νηστείας, καὶ ἄζυμα τὸ χωρὶς φυσίωσι φρόνημα (3).

30. Ἂς ἑνωθῆ μὲ τὴν ἀναπνοή σου ὁ λόγος τοῦ Ψαλμῳδοῦ: «Ὅταν μὲ ἐνωχλοῦσαν οἱ δαίμονες, ἐφοροῦσα πένθιμο ἔνδυμα καὶ ἐταπείνωνα μὲ νηστεία τὴν ψυχή μου καὶ ἡ προσευχή μου εἶχε κολληθῆ στοὺς κόλπους τῆς ψυχῆς μου» (πρβλ. Ψαλμ. λδ´ 13).

31. Ἡ νηστεία εἶναι βία φύσεως καὶ περιτομὴ τῶν ἡδονῶν τοῦ λάρυγγος, ἐκτομὴ τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, ἐκκοπὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἀπελευθέρωσις ἀπὸ μολυσμοὺς ὀνείρων, καθαρότης προσευχῆς, φωτισμὸς τῆς ψυχῆς, διαφύλαξις τοῦ νοῦ, διάλυσις τῆς πωρώσεως, θύρα τῆς κατανύξεως, ταπεινὸς στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα τῆς πολυλογίας, ἀφορμὴ ἡσυχίας, φρουρὸς τῆς ὑπακοῆς, ἐλαφρότης τοῦ ὕπνου, ὑγεία τοῦ σώματος, πρόξενος τῆς ἀπαθείας, ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, θύρα καὶ ἀπόλαυσις τοῦ παραδείσου.

32. Ἂς συλλάβωμε καὶ ἂς ἀνακρίνωμε καὶ αὐτὸν τὸν ἐχθρὸν -προπαντὸς αὐτόν- ποὺ εὑρίσκεται ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν ἐπικινδύνων ἐχθρῶν μας. Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ θύρα τῶν παθῶν, ἡ πτῶσις τοῦ Ἀδάμ, ἡ ἀπώλεια τοῦ Ἠσαῦ, ὁ ὄλεθρος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἡ ἀσχημοσύνη τοῦ Νῶε, ἡ προδοσία τῶν Γομόρρων, ἡ κατηγορία τοῦ Λώτ, ἡ ἐξολόθρευσις τῶν υἱῶν τοῦ ἱερέως Ἠλεῖ, ὁ καθοδηγητὴς πρὸς τοὺς μολυσμούς. Ἂς τὴν ἀνακρίνωμε -τὴν γαστριμαργία- ἀπὸ ποῦ γεννᾶται, ποιοὶ εἶναι οἱ ἀπόγονοί της, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ τὴν συντρίβει καὶ ποιὸς αὐτὸς ποὺ τὴν ἐξολοθρεύει τελείως.

«Λέγε μας, ὦ τύραννε ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σὺ ποὺ τοὺς ἐξαγοράζεις ὅλους μὲ τὸ χρυσάφι τῆς ἀπληστίας, ἀπὸ ποῦ εἰσέρχεσαι μέσα μας; Καὶ τί ἐν συνεχείᾳ συνηθίζεις νὰ γεννᾶς ἐκεῖ; Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ ἐπιτύχωμε τὴν ἔξοδό σου καὶ ἀπομάκρυνσι ἀπὸ ἐμᾶς»;

Ἐκείνη δὲ ταλαιπωρημένη ἀπὸ τὶς ὕβρεις αὐτές, γεμάτη μανία καὶ ἀγριότητα μᾶς ἀποκρίθηκε τυραννικά:

«Γιατί μὲ ὀνειδίζετε σεῖς ποῦ εἶσθε ὑπόλογοι ἀπέναντί μου; Καὶ πῶς φροντίζετε νὰ μὲ ἀποχωρισθῆτε, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι ἐκ φύσεως συνδεδεμένη μαζὶ σάς; Θύρα γιὰ μένα εἶναι ἡ φύσις τῶν φαγητῶν. Αἰτίας τῆς ἀπληστίας μου εἶναι ἡ συνεχὴς χρῆσις. Ἀφορμὴ δὲ τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ πάθους μου εἶναι ἡ προϋπάρχουσα συνήθεια, ἡ ἀναισθησία τῆς ψυχῆς καὶ ἡ λησμοσύνη τοῦ θανάτου.

» Καὶ πῶς ζητεῖτε νὰ μάθετε τὰ ὀνόματα τῶν ἀπογόνων μου; Θὰ τοὺς ἀπαριθμήσω καὶ θὰ πληθυνθοῦν περισσότερο ἀπὸ τὴν ἄμμο. Ἀκοῦστε ὅμως ποιοὶ θεωροῦνται ὡς υἱοί μου πρωτότοκοι καὶ ἀγαπητοί: Πρωτότοκός μου υἱὸς εἶναι ὁ ὑπηρέτης τῆς πορνείας. Δεύτερος ἡ σκληροκαρδία. Τρίτος ὁ ὕπνος. Ἀπὸ ἐμένα ἐπίσης γεννῶνται ἡ θάλασσα τῶν λογισμῶν, τὰ κύματα τῶν μολυσμῶν, ὁ βυθὸς τῶν κρυπτῶν καὶ ἀνεκφράστων ἀκαθαρσιῶν.

» Ἰδικές μου θυγατέρες εἶναι ἡ ὀκνηρία, ἡ πολυλογία, ἡ «παρρησία», τὰ γέλια, τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ εὐτράπελα, ἡ ἀντιλογία, ἡ σκληροτράχηλη διαγωγὴ καὶ συμπεριφορά, ἡ ἀνυπακοή, ἡ ἀναισθησία, ἡ αἰχμαλωσία καὶ ὑποδούλωσις (στὰ πάθη), ἡ καύχησις, ἡ θρασύτης. Ἐπίσης καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ καλλωπισμοῦ, τὴν ὁποία διαδέχονται ἡ ρυπαρὰ προσευχή, ὁ ρεμβασμὸς τῶν λογισμῶν καὶ πολλὲς φορὲς συμφορὲς ἀνέλπιστες καὶ ἀπροσδόκητες, στὶς ὁποῖες μάλιστα ἀκολουθεῖ ἡ ἀπελπισία ποὺ εἶναι ἡ πιὸ φοβερὴ ἀπὸ ὅλες.

» Ἐμένα μὲ πολεμεῖ, ἀλλὰ δὲν μὲ νικᾶ, ἡ μνήμη τῶν ἁμαρτημάτων. Ὑπερβολικά μὲ ἐχθρεύεται ἡ σκέψις τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μὲ καταστρέφει τελειωτικὰ δὲν ὑπάρχει στοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος ἀπέκτησε μέσα του Τὸν Παράκλητο, Τὸν παρακαλεῖ ἐναντίον μου. Καὶ Ἐκεῖνος καμφθεὶς ἀπὸ τὶς ἱκεσίες δὲν μὲ ἀφίνει νὰ ἐνεργῶ μὲ ἐμπάθεια. Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐγεύθηκαν τὴν χάρι τοῦ Παρακλήτου, ἐπιζητοῦν ὁπωσδήποτε νὰ γλυκαίνωνται ἀπὸ τὴν ἰδική μου ἡδονή».

Πρόκειται γιὰ ἀνδρεία νίκη! Ὅποιος τὴν ἐκέρδισε, προχωρεῖ σύντομα πρὸς τὴν ἀπάθεια καὶ τὴν κορυφὴ τῆς σωφροσύνης.

----------

1. Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς ὑπῆρξε ἐπιφανὴς μυστικὸς Θεολόγος, ἀσκητὴς καὶ ἀσκητικὸς συγγραφεὺς τοῦ Δ´ μ.Χ. αἰῶνος. Ἐμαθήτευσε στὸν Θεολόγο Γρηγόριο καὶ σὲ μεγάλους ἀσκητὰς τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου. Ἀνεδείχθη σὲ σπουδαία φυσιογνωμία τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐχαρακτηρίσθη ὡς «ἡ διασημοτέρα προσωπικότης τῆς Χριστιανικῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου, περὶ τὰ τέλη τοῦ τετάρτου αἰῶνος» (βλ. Ἰ. Μωϋσέσκου, Εὐάγριος ὁ Ποντικός, Ἀθῆναι 1937, σελ. 32). Ὑπέπεσε ὅμως καὶ στὶς πλάνες τοῦ Ὠριγένους καὶ κατεδικάσθη ἀπὸ τὴν Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Παρὰ ταῦτα ὡρισμένα ἀσκητικά του συγγράμματα λόγῳ τῆς ἀξίας των ἐτιμήθησαν ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους μέχρι σημείου νὰ καταχωρηθοῦν καὶ στὴν Φιλοκαλία.
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ συγγραφεὺς τῆς Κλίμακος ἐπωφελεῖται τοῦ ἀσκητικοῦ ἔργου τοῦ Εὐαγρίου, καὶ μάλιστα στοὺς τελευταίους λόγους (ΚΖ´ - Λ´), ὅπου ἐκτίθεται ἡ ὑψηλοτέρα πνευματικὴ ζωή.

2. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὸ κατὰ μόνας ἁμάρτημα.

3. Τὸ χωρὶς φυσίωσι φρόνημα ἀντιστοιχεῖ πρὸς τὰ ἄζυμα. Ἡ παρομοίωσις εἶναι πολὺ ἐπιτυχής, ἐφ᾿ ὅσον ὡς γνωστὸν μὲ τὴν ζύμη δημιουργεῖται «φούσκωμα» στὸ φύραμα.
 

Σάββατο, Μαρτίου 29, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 12, περὶ Ψεύδους

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος




Ἀπὸ τὸν σίδηρο καὶ τὴν πέτρα (διὰ τῆς προσκρούσεως) γεννᾶται ἡ φωτιά, καὶ ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὰ εὐτράπελα τὸ ψεῦδος. Τὸ ψεῦδος εἶναι ἐξαφάνισις τῆς ἀγάπης· καὶ ἡ ἐπιορκία ἄρνησις τοῦ Θεοῦ.

2. Κανεὶς συνετὸς ἄνθρωπος ἂς μὴ θεωρῆ μικρὸ τὸ ἁμάρτημα τοῦ ψεύδους, διότι τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐξέδωσε ἐναντίον του τὴν πιὸ φοβερὴ ἀπόφασι: «Ἀπολεῖς πάντας τοὺς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος» (Ψαλμ. ε´ 7), ὅπως λέγει ὁ Δαβὶδ πρὸς τὸν Θεόν. Καὶ ἐὰν συμβῆ αὐτό, τί πρόκειται νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποῦ συρράπτουν ἐπὶ πλέον τὸ ψεῦδος μὲ τοὺς ὅρκους;

3. Ἐγνώρισα μερικοὺς ποὺ ἐκαυχῶντο γιὰ τὰ ψεύδη τους. Αὐτοὶ κατώρθωναν καὶ ἔκαναν τοὺς ἄλλους νὰ γελοῦν μὲ τὶς ἀστειότητες καὶ τὶς ἀργολογίες τους, καὶ ἔτσι ἐξαφάνιζαν ἐλεεινὰ τὸ πένθος τῶν μοναχῶν ποὺ τοὺς ἀκροάζονταν.

4. Ὅταν ἰδοῦν οἱ δαίμονες ὅτι, μόλις ἀρχίση ὁ ἄθλιος ὁμιλητὴς νὰ διηγῆται τὰ εὐτράπελα, προσπαθοῦμε νὰ φύγωμε σὰν ἀπὸ λοιμώδη ἀσθένεια, ἐπιχειροῦν νὰ μᾶς παρασύρουν μὲ δυὸ ἀπατηλοὺς λογισμούς: «Μὴ λυπήσης τὸν ὁμιλητή», μᾶς συμβουλεύουν, ἢ «μὴ θέλεις νὰ φανῆς πιὸ εὐλαβὴς ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους»! Φεῦγε ἀμέσως, μὴν ἀργοπορήσης· εἰδεμὴ στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς θὰ σοῦ ἔρχωνται στὸν νοῦ ἀστεῖα. Καὶ ὄχι μόνο νὰ φεύγης, ἀλλὰ καὶ νὰ διαλύης μὲ εὐσεβῆ τρόπο τὸ «πονηρὸν συνέδριον», φέροντας στὸ μέσον τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς Κρίσεως. Εἶναι καλύτερο ἴσως νὰ σὲ βρέξουν μερικὲς σταγόνες κενοδοξίας, προκειμένου νὰ γίνης πρόξενος ὠφελείας σὲ τόσους.

5. Ἡ ὑποκρισία εἶναι πολλὲς φορὲς μητέρα καὶ αἰτία τοῦ ψεύδους. Τίποτε ἄλλο, λέγουν μερικοί, δὲν εἶναι ἡ ὑποκρισία, παρὰ μελέτη καὶ δημιουργὸς τοῦ ψεύδους ποὺ ἔχει μαζί της συμπεπλεγμένο τὸν ἔνοχο καὶ ἄξιο τιμωρίας ὅρκο. Αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὸ ψεῦδος, διότι ἔχει μέσα του ὡς ἀδέκαστο δικαστῆ τὴν συνείδησί του.

6. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ πάθη, ἔτσι καὶ στὸ ψεῦδος παρατηροῦμε διαφορὰ ὡς πρὸς τὴν πνευματικὴ βλάβη ποὺ προξενεῖ. Ἐπὶ παραδείγματι: Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἐνοχὴ ἑνὸς ποὺ ψεύδεται ἀπὸ τὸν φόβο τῆς τιμωρίας, καὶ διαφορετικὴ ὅταν δὲν ὑπάρχη κίνδυνος. Ἄλλος πάλι εἶπε ψεῦδος χάριν τῆς τρυφῆς, ἄλλος χάριν τῆς φιληδονίας, κάποιος γιὰ νὰ κάνη τοὺς ἄλλους νὰ γελάσουν καὶ ἄλλος γιὰ νὰ ἐπιβουλευθῆ καὶ κακοποιήση τὸν ἀδελφό του.

7. Μὲ τὶς τιμωρίες τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων τὸ ψεῦδος μειώνεται πολύ. Μὲ τὸ πλῆθος ὅμως τῶν δακρύων τῆς κατανύξεως, ἐξαφανίζεται ὁλοσχερῶς. Ὁ δαίμων ποὺ μᾶς προτρέπει στὸ ψεῦδος προφασίζεται διαφόρους «οἰκονομικούς» λόγους καὶ ἔτσι παρουσιάζει σὰν μεγάλη ἀρετὴ αὐτὸ ποὺ ἀποτελεῖ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖνος ποὺ πλάθει ψεύδη παρουσιάζεται ὅτι μιμεῖται τὴν Ραάβ, (ἡ ὁποία ἐχρησιμοποίησε τὸ ψεῦδος, γιὰ νὰ σώσῃ τοὺς κατασκόπους του Ἰσραήλ), καὶ νομίζει ὅτι μὲ τὴν ἰδική του ἀπώλεια προξενεῖ σωτηρία στοὺς ἄλλους.

8. Ὅταν καθαρισθοῦμε τελείως ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ ψεύδους, τότε, σὲ μία ἐξαιρετικὴ περίστασι, ἂς τὸ χρησιμοποιήσωμε, ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ φόβο. Τὸ νήπιο δὲν γνωρίζει τὸ ψεῦδος. Ὁμοίως καὶ ἡ ψυχὴ ποὺ δὲν ἔχει πονηρία. Ἐκεῖνος ποὺ εὐφράνθηκε ἀπὸ τὸν οἶνο (καὶ ἐμέθυσε), θὰ ὁμολογήση ἀκουσίως κάθε ἀλήθεια. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἐμέθυσε ἀπὸ τὴν κατάνυξι, δὲν θὰ μπορέση νὰ ψευσθῆ.

Πέμπτη, Μαρτίου 27, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος 11, περὶ Πολυλογίας καὶ Σιωπῆς

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


ΕΧΟΜΕ ΑΝΑΦΕΡΕΙ μὲ συντομία στὰ προηγούμενα ὅτι εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο, καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ θεωροῦνται πνευματικοί, νὰ κρίνουν τοὺς ἄλλους, πράγμα ποὺ ὑπεισέρχεται ἀνεπαίσθητα. Καὶ εἶναι τὸ νὰ κρίνη κανεὶς τοὺς ἄλλους σὰν νὰ κρίνη τὸν ἑαυτόν του καὶ νὰ τιμωρῆται ἀπὸ τὴν γλώσσα του. Τώρα λοιπὸν ἡ σειρὰ τῶν λόγων ἀπαιτεῖ νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὴν αἰτία καὶ τὴν θύρα ἀπὸ ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται τὸ πάθος τῆς πολυλογίας.

2. Ἡ πολυλογία εἶναι ἡ καθέδρα τῆς κενοδοξίας. Καθισμένη ἐπάνω της ἡ κενοδοξία προβάλλει καὶ διαφημίζει τὸν ἑαυτόν της. Ἡ πολυλογία εἶναι σημάδι ἀγνωσίας, θύρα τῆς καταλαλιᾶς, ὁδηγὸς στὰ εὐτράπελα, πρόξενος τῆς ψευδολογίας, σκορπισμὸς τῆς κατανύξεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δημιουργεῖ καὶ ποὺ προκαλεῖ τὴν ἀκηδία. Εἶναι πρόδρομος τοῦ ὕπνου, διασκορπισμὸς τῆς «σύννοιας», ἀφανισμὸς τῆς φυλακῆς τοῦ νοός, ἀπόψυξις τῆς πνευματικῆς θερμότητος, ἀμαύρωσις τῆς προσευχῆς.

3. Ἡ σιωπὴ ποὺ ἀσκεῖται μὲ ἐπίγνωσι καὶ διάκρισι εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς, ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία, διαφύλαξις τοῦ θείου πυρός, ἐπιστάτης τῶν λογισμῶν, σκοπὸς ποὺ παρατηρεῖ τοὺς ἐχθρούς, δέσμευσις τοῦ πένθους, φίλη τῶν δακρύων, καλλιεργητὴς τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, ζωγράφος τῆς αἰωνίου κολάσεως, ἐπίμονος ἐξεταστὴς τῆς Κρίσεως, πρόξενος πνευματικῆς ἀνησυχίας καὶ λύπης, ἐχθρὸς τῆς παρρησίας, σύζυγος τῆς ἡσυχίας, ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης νὰ κάνη τὸν διδάσκαλο, αὔξησις τῆς πνευματικῆς γνώσεως, δημιουργὸς θείων θεωρημάτων, μυστικὴ πνευματικὴ πρόοδος, κρυφὴ πνευματικὴ ἀνάβασις.

4. Ὅποιος ἐγνώρισε τὰ παραπτώματά του, ἐχαλιναγώγησε τὴν γλῶσσα του, ἐνῷ ὁ πολύλογος δὲν ἐγνώρισε ἀκόμη καθὼς πρέπει τὸν ἑαυτόν του. Ὁ φίλος τῆς σιωπῆς προσεγγίζει τὸν Θεὸν καὶ συνομιλώντας μυστικὰ μαζί Του φωτίζεται ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ σιωπὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐδημιούργησε στὸν Πιλᾶτο σεβασμό. Καὶ ἡ ἠρεμία καὶ ἡ σιωπὴ ἑνὸς (ταπεινοῦ) ἀνδρὸς καταργεῖ τὴν κενόδοξη καυχησιολογία ἑνὸς ἄλλου.

5. Ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ ὡμίλησε, ἔκλαυσε πικρά. Ἐλησμόνησε ἐκεῖνον ποὺ εἶπε: «Εἶπα, φυλάξω τὰς ὁδούς μου, τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου» (Ψαλμ. λη´ 1). Καὶ τὸν ἄλλον ποὺ εἶπε: «Κρεῖσσον πεσεῖν ἀπὸ ὕψους εἰς γῆν ἢ ἀπὸ γλώσσης» (πρβλ. Σοφ. Σειρὰχ κ´ 18).

6. Ἀλλὰ δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γράψω περισσότερα γι᾿ αὐτὰ τὰ θέματα, παρ᾿ ὅλον ὅτι μὲ προτρέπουν σὲ αὐτὸ οἱ πονηρίες τῶν παθῶν (μὲ προτρέπουν δηλαδὴ νὰ χρησιμοποιήσω τὴν πολυλογία, ἐνῷ ὁμιλῶ γιὰ τὴν σιωπή). Τοῦτο μόνο θὰ προσθέσω: Ἄκουσα κάποτε ἕναν μοναχό, ποὺ ἤθελε νὰ ἐξετάση μαζί μου τὸ θέμα τῆς ἡσυχίας, νὰ λέγη ὅτι ἡ πολυλογία ὁπωσδήποτε γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἑξῆς αἰτίες: Ἢ ἀπὸ κακὴ συναναστροφὴ καὶ κακὴ συνήθεια -ἀφοῦ ἡ γλώσσα, ἔλεγε, εἶναι μέλος τοῦ σώματος, ὅπως διαπαιδαγωγηθῆ, ἔτσι κατ᾿ ἀνάγκην καὶ θὰ συνηθίση- ἢ πάλι ἀπὸ κενοδοξία, πράγμα ποὺ συμβαίνει περισσότερο σὲ ὅσους ἔχουν πνευματικὸ πόλεμο, ἤ, μερικὲς φορές, ἀπὸ τὴν γαστριμαργία. Γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ πολλὲς φορὲς δαμάζοντας τὴν κοιλία δεσμεύουν μὲ βία καὶ τὴν γλώσσα καὶ τὴν καθιστοῦν ἀνίσχυρη γιὰ πολυλογία.

7. Αὐτὸς ποὺ φροντίζει γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ὠλιγόστευσε τὰ λόγια του. Καὶ αὐτὸς ποὺ ἀπέκτησε πένθος στὴν ψυχή του, ἀπέφυγε σὰν φωτιὰ τὴν πολυλογία.

8. Αὐτὸς ποὺ ἀγάπησε τὴν ἡσυχία, ἀσφάλισε τὸ στόμα του. Καὶ αὐτὸς ποὺ εὐχαριστεῖται νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ κελλί του, ἐξέρχεται διότι τὸν διώχνει ἀπ᾿ ἐκεῖ τὸ πάθος αὐτό, (δηλαδὴ ἡ πολυλογία).

9. Ἐκεῖνος ποὺ ἐδοκίμασε τὴν ὀσμὴ τοῦ ὑψίστου καὶ θείου πυρός, ἀποφεύγει τὴν συνάντησι τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἡ μέλισσα τὸν καπνό. Τὴν μέλισσα τὴν διώχνει ὁ καπνός, καὶ αὐτὸν τὸν ἐνοχλεῖ ἡ συνάντησις τῶν ἀνθρώπων.

10. Πολὺ ὀλίγοι μποροῦν νὰ κρατήσουν τὸ νερὸ χωρὶς κάποιο φράγμα καὶ κάποιο βοηθητικὸ μέσο. Ὀλιγώτεροι ὅμως εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ μποροῦν νὰ δαμάσουν ἕνα ἀπύλωτο στόμα.

Βαθμὶς ἑνδεκάτη! Ὅποιος ἐνίκησε, περιέκοψε διὰ μιᾶς πλῆθος ἀπὸ κακά.

Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2014

Κλῖμαξ, Λόγος10, περὶ καταλαλιᾶς

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος



ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ὅσους σκέπτονται ὀρθὰ δὲν θὰ ἔχη, νομίζω, ἀντίρρησι ὅτι ἡ καταλαλιὰ γεννᾶται ἀπὸ τὸ μίσος καὶ τὴν μνησικακία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὴν ἐτοποθετήσαμε στὴν σειρά της μετὰ τοὺς προγόνους της. Καταλαλιὰ σημαίνει γέννημα τοῦ μίσους, ἀσθένεια λεπτή, ἀλλὰ καὶ παχειά· παχειὰ βδέλλα, κρυμμένη καὶ ἀφανής, ποὺ ἀπορροφᾶ καὶ ἐξαφανίζει τὸ αἷμα τῆς ἀγάπης. Σημαίνει ὑπόκρισις ἀγάπης, αἰτία τῆς ἀκαθαρσίας, αἰτία τοῦ βάρους τῆς καρδιᾶς, ἐξαφάνισις τῆς ἁγνότητος.

2. Ὑπάρχουν κόρες ποὺ διαπράττουν αἴσχη, χωρὶς νὰ κοκκινίζουν. Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες οἱ ὁποῖες φαίνονται ντροπαλές, καὶ ὅμως διαπράττουν, κρυφά, χειρότερα αἴσχη ἀπὸ τὶς προηγούμενες. Κάτι παρόμοιο παρατηροῦμε καὶ στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας. Τέτοιες κόρες εἶναι ἡ ὑποκρισία, ἡ πονηρία, ἡ λύπη, ἡ μνησικακία, ἡ ἐσωτερικὴ καταλαλιὰ τῆς καρδιᾶς. Ἄλλη ἐντύπωσι δημιουργοῦν ἐξωτερικὰ καὶ ἄλλος εἶναι ὁ στόχος τους.

3. Ἄκουσα μερικοὺς νὰ καταλαλοῦν καὶ τοὺς ἐπέπληξα. Καὶ γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἐργάτες αὐτοὶ τοῦ κακοῦ μοῦ ἀπήντησαν ὅτι τὸ ἔκαναν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον πρὸς αὐτὸν ποὺ κατέκριναν. Ἐγὼ τότε τοὺς εἶπα νὰ τὴν ἀφήσουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴ διαψευσθῆ ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Τὸν καταλαλούντα λάθρα τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. ρ´ 5). Ἐὰν ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἀγαπᾶς τὸν ἄλλον, ἂς προσεύχεσαι μυστικὰ γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂς μὴ τὸν κακολογῆς. Διότι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης εἶναι εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Κύριον.

4. Ἐπὶ πλέον ἂς μὴ λησμονῆς καὶ τοῦτο, καὶ ἔτσι ὁπωσδήποτε θὰ συνέλθης καὶ θὰ παύσης νὰ κρίνης αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε: Ὁ Ἰούδας ἀνῆκε στὴν χορεία τῶν μαθητῶν, ἐνῷ ὁ λῃστὴς στὴν χορεία τῶν φονέων. Καὶ εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ πῶς μέσα σὲ μία στιγμὴ ὁ ἕνας ἐπῆρε τὴν θέσι τοῦ ἄλλου!

5. Ὅποιος θέλει νὰ νικήση τὸ πνεῦμα τῆς καταλαλιᾶς, ἂς ἐπιρρίπτη τὴν κατηγορία ὄχι στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἁμάρτησε, ἀλλὰ στὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία. Διότι κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήση στὸν Θεόν, μολονότι ὅλοι αὐτοπροαίρετα ἁμαρτάνομε.

6. Εἶδα ἄνθρωπο ποὺ φανερὰ ἁμάρτησε, ἀλλὰ μυστικὰ μετενόησε. Καὶ αὐτὸν ποὺ ἐγὼ τὸν κατέκρινα ὡς ἀνήθικο, ὁ Θεὸς τὸν ἐθεωροῦσε ἁγνό, διότι μὲ τὴν μετάνοιά του Τὸν εἶχε πλήρως ἐξευμενίσει.

7. Αὐτὸν ποὺ σοῦ κατακρίνει τὸν πλησίον, ποτὲ μὴ τὸν σεβασθῆς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τοῦ εἰπῆς: «Σταμάτησε, ἀδελφέ. Ἐγὼ καθημερινῶς σφάλλω σὲ χειρότερα, καὶ πῶς μπορῶ νὰ κατακρίνω τὸν ἄλλον»; Ἔτσι θὰ ἔχης δυὸ ὀφέλη, μὲ ἕνα φάρμακο θὰ θεραπεύσης καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν πλησίον.

8. Μία ὁδός, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς σύντομες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἄφεσι τῶν πταισμάτων, εἶναι τὸ νὰ μὴ κρίνωμε, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «μὴ κρίνετε, καὶ οὐ μὴ κριθῆτε» (Λουκ. στ´ 37). Ὅπως δὲν συμβιβάζεται ἡ φωτιὰ μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾶ τὴν μετάνοια.

9. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του, ἂν ἰδῆς κάποιον νὰ ἁμαρτάνη, μήτε τότε νὰ τὸν κατακρίνης. Διότι ἡ ἀπόφασις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους. Μερικοὶ ἔπεσαν φανερὰ σὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, κρυφὰ ὅμως ἔπραξαν πολὺ μεγαλύτερα καλά. Ἔτσι ἐξαπατήθηκαν οἱ φιλοκατήγοροι, καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἐκρατοῦσαν στὰ χέρια τους ἦταν καπνὸς καὶ ὄχι ἥλιος.

10. Ἂς μὲ ἀκούσετε, ἂς μὲ ἀκούσετε ὅλοι ἐσεῖς οἱ κακοὶ κριταὶ τῶν ξένων ἁμαρτιῶν. Ἐὰν εἶναι ἀλήθεια, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὅτι «ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. ζ´ 2), τότε ἂς εἶσθε βέβαιοι, ὅτι γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κατηγορήσαμε τὸν πλησίον εἴτε ψυχικὰ εἴτε σωματικά, θὰ περιπέσωμε σ᾿ αὐτά. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη διαφορετικά.

11. Ὅσοι εἶναι αὐστηροὶ καὶ σχολαστικοὶ κριταὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ ἄλλου, νικῶνται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος, ἐπειδὴ δὲν ἀπέκτησαν ἀκόμη γιὰ τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα ὁλοκληρωτικὴ φροντίδα (γνῶσι) καὶ μνήμη. Διότι ὅποιος ἀφαιρέση «τὸ περικάλυμμα τῆς φιλαυτίας» καὶ ἰδῆ μὲ ἀκρίβεια τὰ ἰδικά του κακά, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θὰ φροντίση πλέον στὴν ζωή του, ἀναλογιζόμενος ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς του δὲν τοῦ ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ πενθήση τὶς ἰδικὲς τοῦ ἁμαρτίες, ἔστω καὶ ἂν θὰ ἐζοῦσε ἑκατὸ ἔτη, καὶ ἂν θὰ ἔβλεπε ὁλόκληρο τὸν Ἰορδάνη ποταμὸ νὰ βγαίνη ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του ὡς δάκρυ.

12. Περιεργάσθηκα καλὰ τὴν κατάστασι τοῦ πένθους καὶ δὲν εὑρῆκα σ᾿ αὐτὴν ἴχνος καταλαλιᾶς ἢ κατακρίσεως.

13. Οἱ δαίμονες μᾶς σπρώχνουν πιεστικὰ ἢ στὸ νὰ ἁμαρτήσωμε ἤ, ἂν δὲν ἁμαρτήσωμε, στὸ νὰ κατακρίνωμε ὅσους ἁμάρτησαν, ὥστε μὲ τὸ δεύτερο νὰ μολύνουν οἱ κακοῦργοι τὸ πρῶτο. Ἂς γνωρίζης ὅτι γνώρισμα τῶν μνησικάκων καὶ φθονερῶν ἀνθρώπων εἶναι καὶ τοῦτο: Τὶς διδασκαλίες, τὰ πράγματα ἢ τὰ κατορθώματα τοῦ ἄλλου τὰ κατηγοροῦν καὶ τὰ διαβάλλουν μὲ εὐχαρίστησι καὶ εὐκολία, (νικημένοι καὶ) καταποντισμένοι ἄθλια ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ μίσους.

14. Εἶδα μερικοὺς οἱ ὁποῖοι μυστικὰ καὶ κρυφὰ διαπράττουν σοβαρώτατα ἁμαρτήματα, καὶ στηριζόμενοι στὴν ὑποκριτικὴ καθαρότητά τους, ἐπιτιμοῦν μὲ αὐστηρότητα αὐτοὺς ποὺ ὑποπίπτουν σὲ μερικὰ μικρὰ σφάλματα, τὰ ὁποῖα καὶ φανερώνουν.

15. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναιδὴς ἁρπαγὴ τοῦ δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ἡ κατάκρισις ὄλεθρος τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὁ ὁποῖος κατακρίνει.

16. Ὅπως ἡ «οἴησις» καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἄλλο πάθος, μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ ἡ κατάκρισις, ἐὰν καὶ μόνη ὑπάρχη μέσα μας, μπορεῖ νὰ μᾶς καταστρέψη ὁλοσχερῶς, ἀφοῦ ἄλλωστε καὶ ὁ Φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς ἐξ αἰτίας αὐτῆς κατεδικάσθη.

17. Ὁ καλὸς «ραγολόγος» τρώγει τὶς ὥριμες ρῶγες τῶν σταφυλιῶν καὶ δὲν πειράζει καθόλου τὶς ἄγουρες. Παρόμοια ὁ καλόγνωμος καὶ συνετὸς ἄνθρωπος, ὅσες ἀρετὲς βλέπει στοὺς ἄλλους τὶς σημειώνει μὲ ἐπιμέλεια, ἐνῷ ὁ ἀνόητος ἀναζητεῖ τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς κατηγορίες. Γι᾿ αὐτὸν μάλιστα ἔχει λεχθῆ: «Ἐξηρεύνησαν ἀνομίαν, ἐξέλιπον ἐξερευνῶντες ἐξερευνήσεις» (Ψαλμ. ξγ´ 7).

18. Μὴ κατακρίνης καὶ ὅταν ἀκόμη βλέπης κάτι μὲ τοὺς ἴδιους τοὺς ὀφθαλμούς σου, διότι καὶ αὐτοὶ πολλὲς φορὲς ἐξαπατῶνται.

Βαθμὶς δεκάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε εἶναι ἐργάτης τῆς ἀγάπης ἢ τοῦ πένθους.
Bookmark and Share

Κλῖμαξ, Λόγος 9, περὶ Μνησικακίας

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


ΟΜΟΙΑΖΟΥΝ, οἱ μὲν εὐλογημένες καὶ ὅσιες ἀρετὲς μὲ τὴν κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, οἱ δὲ ἀνόσιες κακίες μὲ τὴν ἁλυσίδα ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου (πρβλ. Πράξ. ιβ´ 7). Διότι οἱ μὲν πρῶτες, καθὼς ἡ μία ὁδηγεῖ στὴν ἄλλη, ἀνεβάζουν στὸν οὐρανὸ ἐκεῖνον ποὺ τὸ ἐπιθυμεῖ. Ἐνῷ οἱ ἄλλες, οἱ κακίες, ἔχουν τὴ συνήθεια νὰ γεννοῦν ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ νὰ συσφίγγωνται μεταξύ τους. Διὰ τοῦτο καὶ μόλις προηγουμένως ἀκούσαμε τὸν ἀσύνετο θυμὸ νὰ ὀνομάζη ἰδικό του τέκνο τὴν μνησικακία. Τώρα λοιπὸν ποὺ τὸ καλεῖ ὁ καιρός, ἂς ὁμιλήσωμε καὶ γι᾿ αὐτήν.

2. Μνησικακία σημαίνει κατάληξις τοῦ θυμοῦ, φύλαξ τῶν ἁμαρτημάτων, μίσος τῆς δικαιοσύνης, ἀπώλεια τῶν ἀρετῶν, δηλητήριο τῆς ψυχῆς, σαράκι τοῦ νοῦ, ἐντροπὴ τῆς προσευχῆς (1), ἐκκοπὴ τῆς δεήσεως, ἀποξένωσις τῆς ἀγάπης, καρφὶ ἐμπηγμένο στὴν ψυχή, αἴσθησις δυσάρεστη ποὺ ἀγαπᾶται μέσα στὴν γλυκύτητα τῆς πικρίας της, συνεχὴς ἁμαρτία, ἀνύστακτη παρανομία, διαρκῆς κακία. Καὶ τοῦτο τὸ σκοτεινὸ καὶ δύσμορφο πάθος, ἡ μνησικακία δηλαδή, ἀνήκει στὰ πάθη ποὺ γεννῶνται ἀπὸ ἄλλα πάθη καὶ ὄχι σὲ αὐτὰ ποὺ γεννοῦν. Γι᾿ αὐτὸ δὲν σκοπεύομε νὰ ὁμιλήσωμε πολὺ περὶ αὐτῆς.

3. Ὅποιος κατέπαυσε τὴν ὀργή, αὐτὸς ἐφόνευσε τὴν μνησικακία, διότι γιὰ νὰ γεννηθοῦν τέκνα πρέπει νὰ ζῆ ὁ πατέρας.

4. Ὅποιος ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἔγινε ξένος της ὀργῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ διατηρεῖ τὴν ἔχθρα, συσσωρεύει στὸν ἑαυτόν του ἄσκοπα ἐνοχλητικὰ βάρη.

5. Ἡ τράπεζα καὶ τὸ γεῦμα τῆς ἀγάπης διαλύουν τὸ μίσος, καὶ τὰ εἰλικρινῆ δῶρα μαλακώνουν τὴν ὠργισμένη ψυχή. Ἡ ἀπρόσεκτη συμπεριφορὰ κατὰ τὴν τράπεζα εἶναι μητέρα τῆς παρρησίας. Καὶ ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς ἀγάπης κάνει τὴν ἐμφάνισί της στὴν τράπεζα ἡ γαστριμαργία.

6. Εἶδα μίσος νὰ διασπᾶ πολυχρόνιο πορνικὸ δεσμό, καὶ εἶδα -πράγμα παράδοξο!- μνησικακία νὰ τὸν διατηρῆ πλέον ὁριστικὰ διαλελυμένο. Θαυμαστὸ πράγματι θέαμα! Ἕνας δαίμων νὰ θεραπεύη ἀπὸ ἄλλον δαίμονα! Πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἔργο τῆς προνοίας καὶ ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ὄχι τῆς θελήσεως τῶν δαιμόνων.

7. Ἡ μνησικακία εὑρίσκεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ καὶ αὐθόρμητη καὶ στερεωμένη ἀγάπη.

Σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν ἀγάπη πλησιάζει εὔκολα ἡ πορνεία, καὶ βλέπεις στὸ περιστέρι νὰ εἰσχωρῆ ἀνεπαίσθητα ἡ ψείρα.

8. Νὰ μνησικακῆς πολὺ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ νὰ ἐχθρεύεσαι πολὺ καὶ διαρκῶς τὴν σάρκα σου. Ἡ σάρκα εἶναι ἕνας ἀχάριστος καὶ δόλιος φίλος, καὶ ὅσο τὴν περιποιεῖται κανείς, τόσο περισσότερο αὐτὴ βλάπτει.

9. Ἡ μνησικακία γίνεται καὶ ἑρμηνευτῆς τῶν Γραφῶν, προσαρμόζοντας καὶ ἐξηγώντας τὰ λόγια του Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὶς ἰδικές της διαθέσεις. Ἂς τὴν καταισχύνη ὅμως ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἰησοῦς, (τὸ «Πάτερ ἡμῶν»), τὴν ὁποία δὲν μποροῦμε νὰ τὴν εἰποῦμε ὅπως αὐτός, ἐὰν μνησικακοῦμε.

10. Ἂν δὲν μπορῆς, μολονότι ἐπάλαιψες πολύ, νὰ διαλύσης ἐντελῶς τὸ σκάνδαλο τῆς μνησικακίας, δεῖξε στὸν ἐχθρό σου, ἔστω μὲ λόγια, ὅτι μετενόησες. Ἔτσι θὰ συμβῆ νὰ ἐντραπῆς τὴν παρατεινομένη ὑποκρισία σου, καὶ νὰ τὸν ἀγαπήσης ὁλοκληρωτικά, κεντώμενος καὶ καιόμενος σὰν μὲ πῦρ ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως.

11. Τότε θὰ καταλάβης ὅτι ἀπηλλάγης ἀπὸ αὐτὴν τὴν «σαπίλα», τὴν μνησικακία δηλαδή, ὄχι ὅταν προσεύχεσαι γιὰ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἐλύπησε οὔτε ὅταν τοῦ προσφέρης δῶρα οὔτε ὅταν τοῦ στρώσης τράπεζα, ἀλλὰ ὅταν μάθης πῶς τοῦ συνέβη κάποια συμφορά, ψυχικὴ ἢ σωματική, καὶ πονέσης καὶ κλαύσης σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὸν ἑαυτό σου.

12. Ἡσυχαστὴς ποὺ διατηρεῖ μνησικακία ὁμοιάζει μὲ ἐμφωλεύουσα ἀσπίδα, ἡ ὁποία περιφέρει μέσα της θανατηφόρο δηλητήριο. Ἡ ἀνάμνησις τῶν παθημάτων τοῦ Ἰησοῦ θὰ θεραπεύση τὴν ψυχὴ ποὺ μνησικακεῖ, διότι θὰ αἰσθάνεται ὑπερβολικὴ ἐντροπή, ἐνῷ θὰ ἀναλογίζεται τὴν ἰδική Του ἀνεξικακία.

13. Στὸ σάπιο ξύλο γεννῶνται σκουλήκια. Ὁμοίως καὶ σὲ ἀνθρώπους μὲ πραότατη ἐπιφανειακὴ συμπεριφορὰ καὶ νοθευμένη ἠρεμία καὶ ἡσυχία προσκολλᾶται ἡ ὀργή. Ὅποιος τὴν ἀπεδίωξε ἀπὸ μέσα του, εὑρῆκε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν του. Ὅποιος ἀντιθέτως προσκολλᾶται σ᾿ αὐτήν, ἐστερήθηκε τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ.

14. Μερικοὶ ὑπέβαλαν τὸν ἑαυτό τους σὲ κόπους καὶ ἱδρώτας γιὰ νὰ ἐπιτύχουν τὴν συγχώρησι. Ὁ ἀμνησίκακος ὅμως ἄνδρας τοὺς ξεπέρασε, ἐφ᾿ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος «ἄφετε - συντόμως- καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν - πλουσίως» (πρβλ. Λουκ. στ´ 37).

15. Ἡ ἀμνησικακία εἶναι ἀπόδειξις τῆς γνησίας μετανοίας. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ διατηρεῖ τὴν ἔχθρα καὶ νομίζει ὅτι ἔχει μετάνοια, ὁμοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ τοῦ φαίνεται στὸν ὕπνο του ὅτι τρέχει.

16. Εἶδα μνησικάκους νὰ παροτρύνουν ἄλλους στὴν ἀμνησικακία. Καὶ ἔτσι αἰσθάνθηκαν ἐντροπὴ ἀπὸ τὰ ἴδια τους τὰ λόγια καὶ ἀπηλλάγησαν ἀπὸ τὸ πάθος τους.

17. Ἂς μὴ θεωρήση κανεὶς ἀσήμαντο πάθος τούτη τὴν «σκοτομήνη», δηλαδὴ τὴν μνησικακία. Διότι πολλὲς φορὲς συμβαίνει νὰ καταλαμβάνη ἀκόμη καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἄνδρας.

Βαθμὶς ἐνάτη! Ὅποιος τὴν κατέκτησε, ἂς ζῆ πλέον μὲ παρρησία τὴν συγχώρησι τῶν πταισμάτων του ἀπὸ τὸν Σωτῆρα Χριστόν.

----------

1. Ἡ ἐντροπὴ ἔγκειται στὸ ὅτι ἀναφερόμεθα πρὸς τὸν Θεόν, λέγοντας στὸ «Πάτερ ἡμῶν», «καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν...», καθ᾿ ἣν στιγμὴν οὔτε συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους οὔτε λησμονοῦμε τὸ κακὸ ποὺ τυχὸν μᾶς ἔχουν κάνει.
Bookmark and Share

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...