Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιοι και Νεομάρτυρες στις κομμουνιστικές χώρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιοι και Νεομάρτυρες στις κομμουνιστικές χώρες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2015

Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν στη φρίκη της φυλακής Ζιλάβα

Στην Κασίμκα της φυλακής Ζιλάβας[1]:  ο θάνατος του Κωνσταντίνου Οπρισάν
Είχα την καλή τύχη να είμαι ένα από τα 16 πρόσωπα που η Ασφάλεια [η κομμουνιστική πολιτική αστυνομία] έφερε στη φυλακή Ζιλάβα…
Είχε κτισθεί στη Ζιλάβα ένα ειδικό ημικυλινδρικό κελλί, που βρισκόταν 7μ κάτω από τη γη. Δεν μπορείς να δεις τη Ζιλάβα, η φυλακή είναι όλη υπόγεια. Σ’αυτό τον κύλινδρο κτίσθηκαν τέσσερα κελλιά, χωρίς παράθυρα, με μια μόνο πόρτα. Το κελλί μας ήταν μικρό: δυο κρεβάτια δεξιά και δυο αριστερά, το βαρέλι με νερό και εκείνο για τις φυσικές ανάγκες. Χωρίς φυσικό φως, χωρίς αέρα. Ο αερισμός γινόταν μέσα σε τρεις τρύπες που ήταν κάτω, δίπλα στην πόρτα. Μέρα-νύχτα υπήρχε μόνο ένας ηλεκτρικός λαμπτήρας. Το νερό έτρεχε στους τοίχους, η υγρασία ήταν διαρκής, τα στρώματα μούχλιαζαν από κάτω μας. Οι συνθήκες ήταν σαφώς εξοντωτικές.
ConstantinOprisan2
Πηγή: singuruladevarortodoxia.blogspot.com
Μας έβαλαν ανά τέσσερεις σε κάθε κελλί. Εκεί που υπήρχε ενότητα, βαθιά πίστη και προσευχή, επιβίωσαν. Η Ασφάλεια μας έβαλε έτσι, ώστε σε κάθε κελλί να υπάρχει ένας καταστρεπτικός άνθρωπος, είτε ηθικά, είτε φυσικά. Σ’εμάς έβαλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν, του οποίου οι πνεύμονες ήταν κατεστραμμένοι από τη φυματίωση. Δυο φορές τη μέρα έβγαζε υγρό από τους πνέυμονες, αίμα κλπ. Ήταν φοβερό να τον βλέπεις. Στο δεύτερο κελλί βρίσκονταν δυο τρελλοί. Στo τρίτo, ένας ψυχικά ευμετάβλητος άνθρωπος.  Στο κελλί με τους δυο τρελλούς πέθαναν όλοι. Εμείς αντέξαμε, γιατί συσπειρωθήκαμε γύρω από τον Κωνσταντίνο.
Αυτός ήταν ο στύλος στον οποίο στηριχτήκαμε όλοι. Ήταν στο κρεβάτι, φυσικά ήταν ξαπλωμένος, αλλά πνευματικά ήταν πολύ κάθετος. Είμαι πεπεισμένος ότι την παρουσία του εκεί την επέτρεψε ο Θεός για μας. Υπήρχαν άνθρωποι που μάζευαν δέκα γύρω τους, άλλοι μόνο δυο-τρεις. Στην πραγματικότητα αυτοί δεν έκαναν τίποτε. Εμείς τους αναζητούσαμε και διψούσαμε να ακούμε πράγματα, να ξέρουμε ότι υπήρχε και μια άλλη βεβαιότητα εκτός από εκείνη του εγκλήματος, της αμαρτίας και της απογνώσεως που βιώναμε. Χρειαζόμασταν ένα τέτοιο πράγμα. Ο Θεός μας αποκάλυψε ανθρώπους, οι οποίοι μας έσωσαν. Σ’εμάς, που βρισκόμασταν στην Κασίμκα μάς έστειλε τον Κωνσταντίνο Οπρισάν.
Την πρώτη ημέρα που μπήκα μέσα στο κελλί, ο Κωνσταντίνος άρχισε να βγάζει υγρό από τους πνεύμονες. Έμεινα καρφωμένος στην πόρτα από κατάπληξη, διότι δεν είχα δει ποτέ ένα τέτοιο πράγμα. Αυτός ο άνθρωπος πνιγόταν. Πιθανώς είχε βγάλει ένα λίτρο φλέγμα και αίμα από τους πνεύμονες και εγώ είχα αναγούλες. Ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, παρατηρώντας το, μού είπε: «Να με συγχωρέσεις!»… Ντράπηκα τόσο πολύ! Αφού ήμουν φοιτητής Ιατρικής Σχολής, αποφάσισα να τον φροντίζω. Δεν μπορούσε να κινηθεί και εγώ έκανα όλα όσα χρειαζόταν, τού έδινα να φάει, τον έπλενα…
Αυτός ήταν άγιος άνθρωπος. Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα έναν τέτοιο άνθρωπο. Δεν μιλούσε πολύ. Μάς μιλούσε καθημερινώς, περίπου για μια-δυο ώρες, αλλά κάθε λόγος που έβγαινε από το στόμα του ήταν άγιος – μόνο για τον Χριστό, για την αγάπη, για την συγχώρηση. Έλεγε τις προσευχές του και, ακούγοντας πώς τις λέει, ξέροντας πόσο πάσχει, ήμασταν βαθιά συγκινημένοι.
[Συνεχίζεται]
[1] Ζιλάβα σημαίνει υγρή.  Η Ζιλάβα ήταν μια από τις κομμουνιστικές φυλακές με εξοντωτικό καθεστώς, δίπλα στο Βουκουρέστι, η οποία στις «καλές» της περιόδους στέγαζε χιλιάδες πολιτικούς κρατουμένους. Ήταν κτισμένη σε 7-10μ κάτω από τη γη, αυτό το γεγονος προκαλώντας μεγάλη υγρασία μέσα στην φυλακή. Υπήρχε συχνά νερό στο πάτωμα των κελλιών και στο διάδρομο και ο αέρας ήταν πολύ λιγοστός, αφού τα μικρά παράθυρα ήταν καρφωμένα και βαμμένα. Το φαγητό – μόνο 1000 θερμίδες καθημερινά.
Για μερικούς από τους πιο απειθείς πολιτικούς φυλακισμένους, καταδικασμένους πάλι το 1956 σε μια ραδιουργημένη δίκη, κτίσθηκε η Κασίμκα. Η Κασίμκα ήταν ο τόπος  όπου εισερχόμενος, δεν εξερχόσουν πια. Σ’ένα από τα κελλιά της Κασίμκας βρίσκονταν ο Κωνσταντίνος Οπρισάν, ο Πατήρ Γεώργιος Κάλτσιου (τότε φοιτητής Ιατρικής Σχολής), ο Μάρκελλος Πετρισόρ και ο Ιωσίφ Ιωσίφ.

Τρίτη, Φεβρουαρίου 17, 2015

Ο Νεομάρτυς Βαλέριος Γκαφένκου (+ 18 Φεβρουαρίου 1952)


Ένας από τους σύχρονους μάρτυρες και ομολογητές της ορθοδόξου πίστεως στη Ρουμανία στην εποχή του ολοκληρωτικού αθέου καθεστώτος ήταν ο Βαλέριος Γκαφένκου. Γεννήθηκε το 1921.
Ενώ σπούδαζε Νομική και Φιλοσοφία στο Πανεπιστημίου του Ιασίου στο δεύτερο έτος φοιτήσεώς του, το 1941, φυλακίστηκε για τις χριστιανικές πεποιθήσεις του με ποινή 25 έτη φυλάκισης σε καταναγκαστικά έργα.
Αγαπούσε και ζούσε την Ορθοδοξία και βοηθούσε με κάθε τρόπο τους συγκρατουμένους του στις φυλακές που έζησε. Ονομάστηκε “ο Άγιος των φυλακών”.
Εξαιτίας των κακουχιών που υπέστη στις φυλακές προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου 1952 στο δεσμωτήριο του Τίργου Όκνα, ενώ είχε πάρει “πληροφορία” από τον Θεό για τον θάνατό του ημέρες πριν και είχε ενημερώσει τους στενούς συγκρατουμένους του.
Στις φυλακές βίωσε την Χάρη του Θεού σε τέτοιο βαθμό, που ομολογούσε συνέχεια ότι ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Ο Άγιος μάρτυς Βαλέριος αξιώθηκε και της επισκέψεως της Θεοτόκου. Αναφέρει ο ίδιος σε μία διήγησή του:
- Αυτή τη νύχτα αγρυπνούσα. Περίμενα να ακούσω τη μελωδία από τα κάλαντα που συνέθετα. Ήθελα να είναι πολύ ωραία. Την έψαλλα στο νου μου. Την αισθάνθηκα να κατεβαίνει από τους ουρανούς. Λοιπόν, ήμουν άγρυπνος, νηφάλιος και ήρεμος όταν ξαφνικά είδα ότι έχω στο χέρι τη φωτογραφία της Σέτας (της δεσποινίδας που είχε αγαπήσει). Κατάπληκτος από το γεγονός, σήκωσα τα μάτια μου και στην άκρη του κρεβατιού είδα την Παναγία, ντυμένη στα λευκά, όρθια, ζωντανή, πραγματική. Ήταν χωρίς το Βρέφος. Η παρουσία της μου φαινόταν ζωντανή. Η Παναγία ήταν πραγματικά δίπλα μου. Ήμουν πολύ ευτυχής. Είχα ξεχάσει τα πάντα. Τότε Αυτή μου είπε:
Εγώ είμαι η αγάπη σου! Να μη φοβάσαι! Να μην αμφιβάλλεις! Η νίκη θα είναι του Υιού μου! Αυτός αγίασε τώρα αυτόν τον τόπο και τον ετοίμασε για όσα θα γίνουν στο μέλλον. Οι δυνάμεις του σκότους αυξάνουν και ακόμη θα φοβίζουν τον κόσμο, αλλά θα αφανιστούν. Ο Υιός μου περιμένει τους ανθρώπους να επιστρέψουν στην πίστη. Σήμερα οι υιοί του σκότους είναι πιο ατρόμητοι από τους υιούς του φωτός. Έστω και αν σας φαίνεται ότι δεν υπάρχει πια πίστη στη γη, να ξέρετε ότι η απολύτρωση θα έλθει, αλλά με φωτιά και εμπρησμούς. Ο κόσμος πρέπει ακόμη να υποφέρει. Εδώ, όμως, υπάρχει πολλή πίστη και ήρθα να σας ενθαρρύνω. Κρατείτε την ομολογία σας. Ο κόσμος ανήκει στον Χριστό!
Μετά η Παναγία εξαφανίστηκε και εγώ έμεινα πλημμυρισμένος από ευτυχία. Κοίταξα το χέρι μου, αλλά δεν είχα τη φωτογραφία της Σέτας.
Ο Νεομάρτυς Βαλέριος Γκαφένκου (+ 18 Φεβρουαρίου 1952)
Πηγή κειμένου για την εμφάνιση της Παναγίας: Ιωάννη Ιανολίδε, Συνταρακτικά περιστατικά φυλακισμένων Ρουμάνων Ομολογητών και Μαρτύρων του 20ου αιώνα, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 170-171.
Πηγή για τις φωτογραφίες-εικόνες: Icoana Noilor Martiri ai pământului Românesc, Editura Bonifaciu, Bacău 2009
πηγή

Σάββατο, Αυγούστου 17, 2013

ΑΛΕΞΙΟΣ ΤΟΥ ΕΛΝΑΤ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ


 Ἀλέξιος τοῦ Ἔλνατ, ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς


Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς νεομάρτυρες τῆς ῾Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν καὶ ἀρκετοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν ὁ Ἀλέξιος Ἰβάνοβιτς Βορόσιν, ὁ ὁποῖος βάδισε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος. Ἕνα δρόμο ποὺ ἔγινε ἀκόμη πιὸ δύσβατος ἐπειδὴ ὁ Ἀλέξιος ἔζησε στὴ δύσκολη δεκαετία τοῦ ᾿30, ὅταν ἡ βιαιότητα τῆς Σοβιετικῆς πολιτείας ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν ὑπῆρξε φοβερή. Παρ᾿ ὅλες ὅμως τὶς ἀντιξοότητες τῆς ἐποχῆς, ὁ Ἀλέξιος κατάφερε νὰ κρατήσῃ τὴν πίστι καὶ νὰ στεφανωθῇ μὲ τὸν στέφανο τοῡ μαρτυρίου τὸ 1937. Ἂν καὶ οἱ ἐκτελεστές του ἔχουν πλέον ξεχαστῆ, τὸ ἄφθορο σῶμα του παραμένει στὴν πόλι τοῦ Ἰβάνοβο ζωντανὸ μνημεῖο γιὰ τοὺς πιστούς.

Τὰ πρῶτα του χρόνια

Ὁ Ἀλέξιος γεννήθηκε στὶς 24 Ἰανουαρίου τοῦ 1886 στὸ χωριὸ Καουρχίκχο στὴν περιοχὴ Οὔριεβετς τῆς ἐπαρχίας Κόστρομα. Γονεῖς του ἦταν ὁ Ἰβὰν καὶ ἡ Εὐδοκία Βορόσιν, ἄνθρωποι πιστοὶ ποὺ καλλιεργοῦσαν τὴ γῆ. Ἡ περιοχὴ ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἀλέξιος ἦταν γνωστή, γιατὶ ἐκεῖ τὸν 16ο αἰῶνα ἔζησε ἀσκητικὰ ὁ ἅγιος Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς. Οἱ ζωὲς τῶν δύο αὐτῶν ἔχουν πολλὲς ὁμοιότητες, ἴσως γιατὶ –ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή– ὁ Ἀλέξιος προσευχόταν θερμὰ στὸν ἅγιο Συμεών.

Ὅταν ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε σὲ ἡλικία γάμου, ἄρχισε νὰ ψάχνῃ γιὰ σύζυγο καὶ ἦταν ἕτοιμος ν᾿ ἀρραβωνιαστῇ, ὅταν κάτι ἀναπάντεχο συνέβη κι ὁ ἀρραβώνας ἀπετράπη. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ οἱ νέοι τῆς περιοχῆς εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ συνάζωνται στὰ χωριὰ καὶ νὰ συζητοῦν, ἀλλὰ οἱ συζητήσεις αὐτὲς πολλὲς φορὲς δὲν εἶχαν θέματα πίστεως καὶ ἦταν ἀμφιβόλου ἠθικῆς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὴν κοπέλλα νὰ μὴ λάβῃ μέρος σὲ τέτοιου εἴδους ἀνευλαβεῖς συζητήσεις, κάτι τὸ ὁποῖο ἐκείνη δὲν ἄκουσε. Καὶ ὁ Ἀλέξιος σκέφτηκε· Ἂν τώρα δὲν μὲ σέβεται καὶ δὲν ὑπακούει, τί θὰ γίνῃ ὅταν θά ᾿νε γυναίκα μου; Στὴ συνέχεια ἄρχισε νὰ προβληματίζεται μὲ τὴν ὅλη πολιτειακὴ κατάστασι ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴ ῾Ρωσία, τῆς ὁποίας τὸ οἰκοδόμημα εἶχε ἀρχίσει νὰ σείεται. Εἶχε ἤδη ξεκινήσει ὁ Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πολλοὶ ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὸν πόλεμο πολὺ διαφορετικοί. Ὁ Ἀλέξιος διαισθανόταν ὅτι ἕνας ἐπικείμενος κίνδυνος ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν.

Ἔτσι ἀποφάσισε νὰ διαλύσῃ τὸν ἀρραβῶνα του καὶ ν᾿ ἀποσυρθῇ στὸ ἐρημητήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὸ Κριβοεζέρσκ. Τὸ ἐρημητήριο αὐτὸ ἦταν ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν τοῦ Οὔριεβετς, καὶ ἱδρύθηκε τὸν 17ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὶς τρεῖς πλευρὲς ὑπῆρχαν λίμνες καὶ στὴν τέταρτη πλευρὰ βρισκόταν ὑψηλὲς ἀμμώδεις πλαγιές. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ πηγὴ ποὺ λεγόταν Ἡ πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών, ὅπου ὁ Ἀλέξιος πήγαινε συχνὰ νὰ προσευχηθῇ. Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς δέχτηκε τὸν Ἀλέξιο ὡς δόκιμο, ὁ ὁποῖος σιγὰ - σιγὰ συνήθισε τὴν τάξι καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τοῦ κοινοβίου, ἀλλὰ παρ᾿ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔμεινε ἐκεῖ.

Γυρίζοντας στὴν πόλι του δὲν ἔμεινε στὸ πατρικό του σπίτι μὲ τοὺς γονεῖς του, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθῇ στὸ ἀποχωρητήριο - μπάνιο ἔξω στὴν αὐλή. Σύντομα, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πατέρα του, ἔχτισε στὸν κῆπο ἕνα κελλάκι. Ὁ Ἀλέξιος ἀφιέρωσε ὅλο τὸν ἐλεύθερό του χρόνο στὴν προσευχή, ἀπομονώνοντας τὸν ἑαυτό του εἴτε στὸ κελλί του εἴτε στὴν πηγὴ τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἡ περιοχὴ ἐκεῖ εἶχε τέτοια φυσικὴ διαμόρφωσι ποὺ ὁ Ἀλέξιος μποροῦσε νὰ κρυφτῇ ἀπὸ τὰ βλέμματα τοῦ κόσμου.

Ἔφτασε ὁ Μάρτιος τοῦ 1917 καὶ ἡ ῾Ρωσία ἄρχισε νὰ δέχεται τὸ πρῶτο ταρακούνημα ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ κίνημα. Στὰ χωριὰ δὲν ὑπῆρχαν κάποιες κρατικὲς ἀρχὲς γιὰ νὰ βάζουν μιὰ τάξι. Οἱ κάτοικοι συγκεντρώνονταν στὶς τοπικὲς συνελεύσεις ἀγροτῶν γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουν πάνω σὲ θέματα ποὺ τοὺς ἀφοροῦσαν. Στὸ χωριὸ τοῦ Ἀλεξίου οἱ κάτοικοι τὸν ἐπέλεξαν ὡς πρόεδρο τῆς κοινότητός τους. Μὲ τὸ ποὺ ἔγινε πρόεδρος ὁ Ἀλέξιος δὲν ἄλλαξε καθόλου τὶς συνήθειες ποὺ εἶχε μέχρι τότε· προσευχόταν πολὺ καὶ συμμετεῖχε στὶς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκόμη κι ὅταν ἔπρεπε ν᾿ ἀποφασίσῃ γιὰ κάτι, δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀλλὰ παρέμενε μέσα προσευχόμενος μέχρι νὰ πάρῃ κάποια πληροφορία. Παρέμεινε πρόεδρος μόνο ἕνα χρόνο, γιατὶ κάποιος ἄλλος τοποθετήθηκε στὴ θέσι του ἀπὸ τὶς ἀρχές κ᾽ ἔτσι ὁ Ἀλέξιος σταμάτησε νὰ ἔχῃ ἐπαφὲς μὲ τὸν κόσμο καὶ κλείστηκε στὸ κελλί του, ἀφιερώνοντας ὅλο του τὸν χρόνο στὴν προσευχὴ καὶ στὴ νηστεία. Ἔτσι πέρασαν ἐννιὰ χρόνια.




Μιὰ νέα πάλη

Τὸ 1928 ἐπέλεξε νὰ βαδίσῃ τὸν δύσκολο δρόμο τῆς σαλότητας. Ἄρχισε νὰ ζῇ ὅπου εὕρισκε, κ᾽ ἦταν ντυμένος μὲ κουρέλια. Κανείς δὲν γνώριζε ποῦ περνοῦσε τὰ βράδια του καὶ οἱ ἐμφανίσεις του ἦταν ἀναπάντεχες. Κάποια φορὰ ἐμφανίστηκε νὰ βαδίζῃ μέσα στὰ χωράφια μετρώντας τα μὲ ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἐνοχλώντας τοὺς χωρικοὺς ποὺ δούλευαν. Αὐτή του ἡ συμπεριφορὰ προκάλεσε τὸ γέλιο τῶν χωρικῶν, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔδωσε σημασία. Οἱ χωρικοὶ ἀγρίεψαν κι ἄρχισαν νὰ τὸν κυνηγοῦν. Ὁ ἅγιος ἔφυγε, ἀλλὰ ξαναγύρισε κάνοντας τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Ἕνα χρόνο μετά, ἐμφανίστηκε στὰ ἴδια χωράφια ἕνας Σοβιετικὸς γραφειοκράτης καὶ τὰ μετροῦσε.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὸ μυαλὸ κανενὸς χωρικοῦ ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἐξοριστῇ χωρὶς νὰ εἶνε ἔνοχος. Ὅμως ὁ ὅσιος πήγαινε στοὺς χωρικοὺς ποὺ θὰ ἐξωρίζονταν καὶ τοὺς προειδοποιοῦσε.
Οἱ χωρικοὶ ἄρχισαν νὰ συνηθίζουν τὶς ἐκκεντρικότητες τοῦ Ἀλεξίου, ἀλλὰ μιὰ μέρα ἐμφανίστηκε γυμνὸς σὲ δύο ὑποδηματοποιούς, τὸν Ἀλέξανδρο Σταπάνοβιτς καὶ τὸν Δημήτριο Ἰβάνοβιτς, κάτι ποὺ τοὺς ἔκανε ὅλους νὰ ἀπορρήσουν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἦρθαν στὸ χωριὸ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ κατέσχεσαν ὅλη τὴν περιουσία τῶν δύο ὑποδηματοποιῶν, μέχρι τὸ τελευταῖο ροῦχο, ἀφήνοντάς τους γυμνοὺς δίπλα ἀπὸ τὰ σπίτια τους ποὺ δὲν τοὺς ἀνῆκαν πλέον.

Ἄλλες φορὲς ὁ ἅγιος πήγαινε σὲ κάποια χωριὰ κι ἄρχιζε νὰ μετρᾷ τὰ σπίτια, δίνοντας ἕνα νούμερο ἄσχετο μὲ τὸ πραγματικὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν. Οἱ κάτοικοι τὸν ἔβλεπαν καὶ γελοῦσαν. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ὅμως οἱ ἰδιοκτῆτες αὐτῶν τῶν σπιτιῶν συλλαμβάνονταν καὶ φυλακίζονταν γιὰ τόσα χρόνια ὅσο ὁ Ἀλέξιος ἔλεγε ὅτι ἦταν τὸ ἐμβαδὸν τῶν σπιτιῶν τους.

Μιὰ ἄλλη φορὰ τὸ χειμῶνα, ποὺ τὰ πάντα ἦταν σκοτεινὰ καὶ κανείς δὲν βάδιζε στὸ δρόμο, ἐμφανίστηκε νὰ περπατᾶ ὁ Ἀλέξιος καὶ νὰ κατευθύνεται στὸ χωριὸ Σερεντκίνο χωρὶς νὰ φοράῃ τὰ ροῦχα του. Χτύπησε τὴν πόρτα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἡ Ἀναστασία καὶ ὁ Γεννάδιος. Ἡ γυναίκα, ἀνοίγοντας τὴν πόρτα, τοῦ φώναξε ὑψώνοντας τὴ γροθιά της• «Ἀδιάντροπε ἄνθρωπε, πότε θὰ σταματήσῃς νὰ μᾶς ἐκθέτῃς;». Ὁ σύζυγός της ὅμως τὸν προσκάλεσε μέσα καὶ τοῦ ἔδωσε μιὰ καινούργια φορεσιά. Ὁ Ἀλέξιος ντύθηκε καὶ ἀποχαιρέτησε τὸ ζευγάρι, λίγο πιὸ πέρα ὅμως ξεντύθηκε, δίπλωσε τὰ ροῦχα καὶ τ᾿ ἄφησε πάνω στὸ χιόνι. Τὸ ζευγάρι βρῆκε τὰ ροῦχα καὶ γιὰ πολὺ καιρὸ ἔψαχνε νὰ βρῇ τὸν λόγο τῆς πράξεώς του αὐτῆς. Στὸ τέλος τοῦ χειμώνα ἦρθαν στὸ σπίτι τοῦ ζευγαριοῦ ἀντιπρόσωποι τῆς κυβερνήσεως καὶ τοὺς πέταξαν ἔξω, ἀφήνοντάς τους μόνο μὲ τὰ ἐσώρουχα.

Κάποια ἄλλη φορὰ ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὴν ἀδελφή του Ἄννα. Μάζεψε κάποια πράγματα καὶ τὰ ἔβαλε πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν τὸ τραπέζι γέμισε, φόρεσε τὸ καπέλλο του κ᾽ ἔφυγε. Ἡ Ἄννα σκέφτηκε ὅτι ἴσως ἦταν κάποιο σημάδι, ἔτσι ἔκρυψε αὐτὰ τὰ πράγματα κάπου μακριὰ κι ὅταν τῆς πήραν ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα, τὰ μόνα ποὺ εἶχε ἦταν ὅσα εἶχε κρύψει.


Ὁ ὅσιος πολλὲς φορὲς ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ Σελεζένεβο καὶ Παρφένεβο, ὅπου σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια εἶχε ἕνα τσουβάλι βιβλία καὶ πήγαινε, διάβαζε πίνοντας τὸ τσάϊ του. Μιὰ φορὰ ὅμως μπῆκε στὸ σπίτι καὶ κάθησε πάνω ἀπὸ τὴ σόμπα σιωπηλός. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν εἶχαν συνηθίσει τὴν παράξενη συμπεριφορά του καὶ περίμεναν κ᾽ ἐκεῖνοι σιωπηλοί. Λίγη ὥρα ἀργότερα ὁ Ἀλέξιος βγῆκε ἔξω καὶ κάθισε στὸ κεφαλόσκαλο, καὶ ἔτσι, ὅπως καθόταν, κατέβηκε τὶς σκάλες καθιστός. Ἔπειτα σκαρφάλωσε πάνω σ᾿ ἕνα κάρρο στὴν αὐλὴ καὶ ξάπλωσε ἀρχίζοντας νὰ βογγάῃ σιωπηλά.

Δυὸ ἑβδομάδες ἀργότερα ἡ κυρία τοῦ σπιτιοῦ, παίρνοντας μία μεγάλη σιδερένια κατσαρόλα βραστὸ νερό ἀπὸ τὴ σόμπα, τὴν ἔχυσε πάνω της καὶ κάηκε τόσο πολὺ ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ βαδίσῃ. Βγῆκε ἔξω στὴ βεράντα, κάθησε στὰ σκαλοπάτια, τὰ κατέβηκε καθιστή, καὶ στὴ συνέχεια τὴν ἔβαλαν πάνω στὸ κάρρο ὅπου ἔπρεπε νὰ περιμένῃ δύο ὧρες μέχρι ποὺ κατάφεραν νὰ τὴ μεταφέρουν στὸ νοσοκομεῖο.

Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ χωριοῦ Ἔλνατ ἦταν ὁ Παῦλος Ἰβάνοβιτς, ἕνας εὐσεβὴς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος. Κάποια μέρα ὁ Ἀλέξιος μπῆκε στὸ ναὸ ἐνῷ γινόταν ἡ ἀκολουθία, φορώντας καπέλλο κι ἔχοντας ἕνα τσιγάρο στὸ στόμα. Ἔκανε βόλτες μέσα στὸ ναὸ μὲ τὰ χέρια του πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη, προξενώντας τὴν δυσαρέσκεια ὅλων τῶν πιστῶν. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ οἱ ἀρχὲς διέταξαν τὸ κλείσιμο τοῦ ναοῦ ζητώντας τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὸν ἐπίτροπο Παῦλο, γιὰ νὰ δείξουν ὅτι οἱ πιστοὶ ἐθελούσια συμπράττουν στὸ κλείσιμο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ παραδώσῃ τὴν ἐκκλησία στοὺς ἄθεους.

Φυλακίστηκε καὶ πέθανε στὴ φυλακή, ἐπειδὴ ἡ κλονισμένη του ὑγεία δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντέξῃ τὴν ἀνάκρισι. Μετὰ τὴ σύλληψι τοῦ ἐπιτρόπου ἔκλεισαν τὴν ἐκκλησία καὶ ἐργάτες μὲ καπέλλα καὶ τσιγάρα βάδιζαν ἀναιδῶς μέσα στὸ ναό, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε σὲ λέσχη διασκεδάσεως.

Πολλοὶ ἦταν αὐτοὶ ποὺ γελοῦσαν ἢ κυνηγοῦσαν τὸν Ἀλέξιο, βλέποντας τὴν περίεργη συμπεριφορά του.

Πολλοὶ νέοι τὸν πείραζαν, περπατώντας δίπλα του, ἀλλὰ ὁ Ἀλέξιος δὲν ἔδινε σημασία. Βάδιζε πάντοτε φορώντας ἕνα μακρὺ πουκάμισο μέχρι τὰ γόνατα. Ὅταν τοῦ ἔδιναν ροῦχα, ἐκεῖνος ἀμέσως τὰ μοίραζε.

Πολλὲς φορὲς οἱ ἀρχὲς τὸν εἶχαν συλλάβει, στέλνοντάς τον σὲ ψυχιατρικὴ κλινική, ἀλλὰ ἐκεῖ οἱ γιατροὶ δὲν μποροῦσαν νὰ διαγνώσουν κάποια ψυχικὴ πάθησι, κ᾽ ἔτσι τὸν ἄφηναν ἐλεύθερο.



Ὁ ὅσιος ἔλεγε συχνὰ στὴν Ἄννα Μπεζεμίροβνα, ὅταν ἀκόμη ἦταν μικρή, τὴν ἑξῆς φράσι• «δῶσε μου μισὸ λίτρο». –Μὰ τί λέει ὁ Ἀλέξιος; ἀναρωτιόταν ἡ μικρή. Μέχρι ποὺ παντρεύτηκε καὶ [τότε] ἄκουγε συχνὰ ἀπὸ τὸν μέθυσο ἄντρα της τὴν ἴδια φράσι.

Τὸ 1931 ὁ πεθερὸς τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ Ἀλεξίου, ὁ Νικόλαος Βασίλιεβιτς, ἐξωρίστηκε. Ἐπειδὴ ἦταν ἥδη ἠλικιωμένος, ἡ οἰκογένειά του δὲν εἶχε καμμιὰ ἐλπίδα νὰ τὸν ξαναδῇ ζωντανό. Μιὰ μέρα ὁ Ἀλέξιος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ ἀνεψιοῦ του, τοῦ Δημητρίου Μιχαΐλοβιτς, στὸ ὁποῖο ἦταν μόνο ἡ σύζυγός του Ἄννα Νικολάεβνα, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ εἶνε ἄπραγος, βρῆκε κάτι ν᾿ ἀπασχολῆται• κ᾽ ἐνῷ ἦταν ἀπορροφημένος στὴ δουλειά του, σήκωσε τὸ κεφάλι κ᾽ εἶπε· –Δὲν θὰ ἔρθῃ ὁ Νικόλαος στὸ σπίτι; –Ποιός Νικόλαος; ρώτησε ἡ Ἄννα. –Ὁ πατέρας σου. Ἐκείνη χτύπησε τὰ χέρια της ὅλο χαρὰ καὶ ρώτησε μὲ τὴ σειρά της –«Τί ἐννοεῖς, θεῖε Ἀλέξιε; ὑπάρχει περίπτωσι νὰ εἶνε τώρα στὸ δρόμο καὶ νὰ ἐπιστρέφῃ; –Ἴσως… ἴσως, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Νικόλαος ἐπέστρεψε σπίτι.

Ὅταν ἡ Ἄννα Νικολάεβνα γέννησε τὸ γυιό της, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Νικόλαος, ἐπειδὴ εἶχε γεννηθῆ λίγες μέρες πρὶν τὴν ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου. Πρότειναν στὸν Ἀλέξιο νὰ εἶνε ὁ νονὸς τοῦ παιδιοῦ κ᾽ ἐκεῖνος δέχτηκε. Στὴ βάπτισι ὅλοι πῆγαν μὲ τὸ κάρρο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο πού, ὅπως συνήθιζε, πῆγε περπατώντας. Δύο μέρες μετὰ τὴ βάπτισι, μαζεύτηκαν στὸ σπίτι τοῦ παιδιοῦ νὰ γιορτάσουν τὴν ὀνομαστική του ἑορτή. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ἀλέξιος ἐμφανίστηκε στὸ σπίτι, μπῆκε μέσα ἀθόρυβα καὶ χωρὶς νὰ πῇ λέξι ξάπλωσε στὸ πάτωμα καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του στὸ στῆθος, σὰν νὰ ἦταν νεκρός. Οἱ συγγενεῖς κοίταζαν τὸν Ἀλέξιο μὲ ἀπορία. Τὸ γεγονὸς ξεχάστηκε ἀπὸ τοὺς γονεῖς, ἀλλὰ τὸ ξαναθυμήθηκαν 42 χρόνια ἀργότερα, ὅταν ὁ Νικόλαος βρέθηκε νεκρὸς στὸ δημοτικὸ κῆπο τοῦ Κίνεσμα καὶ κείτονταν στὸ ἔδαφος μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος.

Τὸ μαρτύριό του

Πλησίαζε ἡ ἐπέτειος τῶν 20 ἐτῶν ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ Ῥωσικοῦ κράτους καὶ οἱ συλλήψεις συνεχίζονταν. Ὁ Ἀλέξιος γνώριζε, ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ διαφύγῃ τὴ σύλληψι καὶ τὸ θάνατο. Θέλησε λοιπὸν ν᾿ ἀποχαιρετίσῃ τοὺς συγγενεῖς του κ᾽ ἔτσι ξεκίνησε γιὰ τὸ πατρικό του, στὸ ὁποῖο τώρα ἔμενε ὁ ἀνιψιός του Δημήτρης μὲ τὴν οἰκογένειά του. Ἦταν Μάιος τοῦ 1937. Εἶχε μαζέψει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα σ᾿ ἕνα σάκκο, τὸν ὁποῖο ὅταν τὸν ἀντίκρυσε ἡ Ἄννα Νικολάεβνα τὸν ρώτησε· –Ἦρθες λοιπόν, Ἀλέξιε, νὰ μείνῃς γιὰ πάντα μαζί μας; Ὁ Ἀλέξιος δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ ἀρχίζοντας νὰ βγάζῃ ἕνα - ἕνα τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ σάκκο σκεφτόταν τί θὰ ἔδινε στὸν καθένα. Ἡ οἰκογένειά του διαισθάνθηκε ὅτι κάτι παράξενο θὰ συμβῇ, ὅταν ὁ Ἀλέξιος, καθισμένος δίπλα στὴ σόμπα, ἄρχισε νὰ τραγουδᾶ ἕνα τραγούδι γιὰ τὴ φυλακή. Ἡ Ἄννα τὸν ρώτησε ἂν πρόκειται νὰ τοὺς συλλάβουν ξανά. Ἀφοῦ γευμάτισαν ὅλοι μαζί, ὁ Ἀλέξιος τοὺς εἶπε, κάνοντας μιὰ ὑπόκλισι· –Δημήτρη Μιχαΐλοβιτς, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα, θὰ σᾶς τὰ ξεπληρώσω ὅλα. Θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε, ἔτσι δὲν εἶνε; Ἐγὼ θὰ πεθάνω πρῶτος καὶ θὰ ᾿ρθῆτε νὰ μὲ θάψετε.

Τὸ πρωὶ τῆς ἑπομένης ἡμέρας ὁ Ἀλέξιος τοὺς ἀποχαιρέτησε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸ Παρφένοβο, ὅπου οἱ ἀρχὲς περίμεναν νὰ τὸν συλλάβουν.

Ἐκεῖνα τὰ χρόνια οἱ φυλακὲς ἦταν γεμᾶτες ἀπὸ ἱερεῖς, μοναχούς, ἀσκητάς, πιστοὺς ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ παιδιά. Ἀνάμεσά τους ὅμως ἦταν καὶ κομμουνισταί, ποὺ εἶχαν καταλῃστέψει τὸ κράτος, ἄγριοι κακοποιοὶ καὶ φονιᾶδες. Ὅλοι αὐτοὶ βρίσκονταν ἀνακατεμένοι στὰ ἴδια κελλιά. Ὁ Ἀλέξιος, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ ἐγκληματίες, δὲν παρέλειπε νὰ προσεύχεται νύχτα καὶ μέρα. Κανείς δὲν γνώριζε πότε κοιμᾶται ἢ ἂν ἔτρωγε, διότι ὅλα τὰ ἔδινε στοὺς συγκρατουμένους του.

Ἐπειδὴ δὲν εὕρισκαν κάποια κατηγορία ἐναντίον του, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια κ᾽ ἔτσι τὸν ἔβαλαν νὰ σταθῇ ξυπόλητος πάνω σὲ μιὰ σόμπα ποὺ ἔκαιγε.

Σύντομα στὴ φυλακὴ διαδόθηκε ἡ φήμη, ὅτι ἀνάμεσά τους ὑπάρχει ἕνας ἅγιος, κ᾽ ἔτσι ὁ ὑπεύθυνος τῆς φυλακῆς τὸν πλησίασε μιὰ μέρα καὶ τὸν ρώτησε· –Ὅλοι σὲ ἀποκαλοῦν ἅγιο. Τί ἔχεις νὰ πῇς γι᾿ αὐτό;

–Τί εἴδους ἅγιος εἶμαι ἐγώ; εἶμαι ἕνας ἁμαρτωλὸς καὶ ἁπλὸς ἄνθρωπος.
–Σωστά, ἀπάντησε ὁ ὑπεύθυνος, ἐμεῖς δὲν βάζουμε ἁγίους στὴ φυλακή, κάτι θὰ ἔκανες γιὰ νά ᾿σαι ἐδῶ. Γιατί λοιπὸν σὲ ἔφεραν ἐδῶ;
–Ἐπειδὴ αὐτὸ εἶνε ἀρεστὸ στὸ Θεό, ἀπάντησε μὲ πραότητα ὁ Ἀλέξιος.

Λίγα λεπτὰ σιγῆς ἀκολούθησαν ὅταν ὁ Ἀλέξιος εἶπε·

–Γιατί μιλᾶς τώρα σ᾿ ἐμένα, ἐνῷ αὐτὴ τὴ στιγμὴ στὸ σπίτι σου ὑπάρχει μιὰ μεγάλη συμφορά;

Ὁ ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν ξαφνιάστηκε, ἀλλὰ δὲν πῆγε ἀμέσως στὸ σπίτι του. Ὅταν ἐπέστρεψε, βρῆκε τὴ γυναῖκα του κρεμασμένη. Ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ ἐλευθερώσῃ τὸν Ἀλέξιο, ἀλλὰ δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ.

Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια ὁ Ἀλέξιος κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὸ ἀναρρωτήριο τῶν φυλακῶν. Μετὰ ἀπὸ 13 μέρες τὸ σῶμα του παραδόθηκε στοὺς συγγενεῖς του νὰ τὸ θάψουν. Θάφτηκε στὸ παλιὸ κοιμητήριο τοῦ Κίνεσμα καὶ στὶς 12/25 Σεπτεμβρίου τοῦ 1985 τὸ ἄφθαρτο λείψανο τοῦ ὁσίου Ἀλεξίου μεταφέρθηκε στὴν ἐκκλησία τῆς πόλεως Ζάρκι. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1993 κατατάχτηκε στὸ ἁγιολόγιο τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Ἰβάνοβο καὶ τὸν Αὔγουστο τοῦ 2.000 ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξί του στοὺς νεομάρτυρες καὶ ὁμολογητὰς τῆς Ῥωσικῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ἱερό του λείψανο βρίσκεται τώρα στὸ ἅγιο βῆμα τῆς ἱ. μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου στὴν πόλι Ἰβάνοβο, ὅπου ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἰάσεις.




πηγή[ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «Orthodox Word», τ. 286 Σεπτ.-Ὀκτ./2012 τοῦ ἀρχιμανδρίτου Δαμασκηνοῦ Orlovsky μετάφρασις• ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
πηγή

Παρασκευή, Ιουλίου 19, 2013

Ἡ ἁγία νεομάρτυς Λυδία ἡ Ρωσίδα





Ἡ ἁγία νεομάρτυς Λυδία ἡ Ρωσίδα (20 Ἰουλίου 1928) καὶ οἱ σὺν αὐτὴ στρατιῶτες Κύριλλος καὶ Ἀλέξιος.

Ἡ Λυδία, κόρη ἑνὸς ἱερέως τῆς πόλεως Οὔφα – βρίσκεται στὴ δυτικὴ Σιβηρία, στὶς ὄχθες τοῦ ὁμωνύμου ποταμοῦ – γεννήθηκε στὶς 20 Μαρτίου τοῦ 1901. Ἀπὸ παιδὶ ἦταν εὐαίσθητη, στοργικὴ καὶ ἀγαπητὴ ἀπὸ ὅλους. Φοβόταν τὴν ἁμαρτία καὶ κάθε τί ποὺ δὲν τὸ ἐπέτρεπε ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Μόλις τελείωσε τὸ παρθεναγωγεῖο στὰ δεκαεννιά της χρόνια, παντρεύτηκε καὶ ἀμέσως ἔχασε τὸν ἄνδρα της στὸν ἐμφύλιο πόλεμο μὲ τὴν ἀναχώρησι τοῦ Λευκοῦ (τσαρικοῦ) Στρατοῦ.

Ὁ πατέρας της, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀρχὲς τοῦ σχίσματος τῶν «Ἀνακαινιστῶν» (πρόκειται γιὰ ἐκκλησιαστικὸ νεωτεριστικὸ κίνημα, τὸ ὁποῖο γιὰ ἕνα διάστημα πέτυχε νὰ ἀναγνωρισθῆ σὰν ἡ ἐπίσημη ρωσικὴ ἐκκλησία ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἄλλες αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες) ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους τὸ 1922, προσχώρησε σ’ αὐτό. Ἡ θυγατέρα του τότε γονάτισε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ πατέρα της καὶ εἶπε : «Δῶσε μου τὴν εὐχή σου, πατέρα, νὰ σ’ ἀφήσω, γιὰ νὰ μὴ σὲ δεσμεύω στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου». Ὁ γέρων ἱερέας ἤξερε καλὰ τὴν κόρη του, ὅπως ἤξερε καλὰ τὸ ἐσφαλμένο τῆς κινήσεώς του. Δάκρυσε καί, δίδοντας τὴν εὐλογία του στὴν Λυδία νὰ ζήση μόνη της, τῆς εἶπε προφητικά: «Κοίταξε, κόρη μου, ὅταν κερδίσης τὸ στεφάνι σου, νὰ πῆς στὸν Κύριο ὅτι παρόλο ποὺ φάνηκα πολὺ ἀδύνατος γιὰ ἀγώνα, ὡστόσο δὲν σὲ ἐμπόδισα, ἀλλά σοῦ ἔδωσα τὴν εὐχή μου». «Θὰ τὸ πῶ, πατέρα», τοῦ εἶπε ἐκείνη φιλώντας του τὸ χέρι καὶ προβλέποντας ἔτσι κι αὐτὴ προφητικὰ τὸ μέλλον.

Ἡ Λυδία πέτυχε νὰ διοριστῆ στὴν δασονομικὴ ὑπηρεσία καὶ τὸ 1926 μετατέθηκε στὴν κολλεκτίβα ὑλοτομίας τῆς περιοχῆς, ὅπου δούλευε κοντὰ στοὺς πιὸ χαμηλόμισθους ἐργάτες. Ἐδῶ ἦρθε ἀμέσως σὲ ἐπαφὴ μὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε πολὺ καὶ οἱ ὁποῖοι ἀνταποκρίθηκαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Οἱ ξυλοκόποι καὶ οἱ ὁδηγοί, ποὺ εἶχαν σκληρυνθῆ ἀπὸ τὴ δουλειὰ μέσα σὲ δύσκολες συνθῆκες, ἀφηγοῦνταν μὲ κατάπληξι ὅτι στὸ γραφεῖο τοῦ Τμήματος Ὑλοτομίας, ὅπου ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μαζί τους ἡ Λυδία, τοὺς διαπερνοῦσε ἕνα γνώριμο ἀλλὰ τώρα μισοξεχασμένο αἴσθημα, παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο ποὺ εἶχαν νιώσει κάποτε ὅταν πρὶν τὴν ἐπανάστασι εἶχαν πάει νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν περίφημη εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπὸ τὸ χωριὸ Μπογκορόντσκογιε τῆς περιφερείας τῆς Οὔφα. Στὸ γραφεῖο δὲν ἀκούγονταν πιὰ ἄσχημες κουβέντες, βρισιὲς καὶ καυγάδες. Τὰ πάθη εἶχαν ἐκλείψει καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν εὐγενικώτεροι μεταξύ τους.

Αὐτὸ ἦταν καταπληκτικὸ καὶ ἔγινε ἀντιληπτὸ ἀπ’ ὅλους, τῶν κομματικῶν ὀργάνων μὴ ἑξαιρουμένων. Παρακολούθησαν τὴ Λυδία, ἀλλὰ δὲν ἀνακάλυψαν τίποτε ὕποπτο. Δὲν πήγαινε καθόλου στὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶχαν νομιμοποιηθῆ ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους καὶ συμμετεῖχε ἀραιὰ καὶ προσεκτικὰ σὲ ἀκολουθίες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν».

Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ (ἡ σοβιετικὴ ἀστυνομία κατὰ τὰ ἔτη 1922-34) ἤξερε ὅτι ὑπῆρχαν μέλη τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας στὴν περιφέρεια, δὲν ἔβρισκε ὅμως τὸν τρόπο νὰ τὰ ἀνακαλύψη καὶ νὰ τὰ συλλάβη. Μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψη ὅσους δὲν εἶχαν ἀκόμη συλληφθῆ ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ ξαφνικὰ ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα ποὺ ἦταν πολὺ σεβαστὸς στὸν λαό, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλους τοὺς παράγοντες τῆς μυστικῆς ἐκκλησίας. Σύμφωνα ὅμως μὲ ὁδηγίες ποὺ εἶχε στείλει πρωτύτερα, ὁ ἐπίσκοπος ἔγινε φανερὰ δεκτὸς μόνο ἀπὸ μία ἐκκλησία τῆς Οὔφα, παρόλο ποὺ μυστικὰ ἦρθε νὰ τὸν δῆ ὁλόκληρη ἡ περιφέρεια. Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ πεπεισμένη γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ σχεδίου της συνέλαβε πάλι τὸν ἐπίσκοπο Ἀνδρέα καὶ τὸν ἐξώρισε.

Ἡ Λυδία συνελήφθη στὶς 9 Ἰουλίου 1928. Οἱ μυστικὲς ὑπηρεσίες γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἀναζητοῦσαν μιὰ δακτυλογράφο ποὺ ἐφοδίαζε τοὺς ἐργάτες τῆς δασονομικῆς ὑπηρεσίας μὲ δακτυλογραφημένα φυλλάδια, ποὺ περιεῖχαν βίους Ἁγίων, προσευχές, ἀκολουθίες καὶ συμβουλὲς ἀρχαίων καὶ συγχρόνων ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας. Παρατήρησαν ὅτι στὴν γραφομηχανὴ αὐτῆς τῆς δακτυλογράφου τὸ κάτω μέρος τοῦ «κ» ἦταν σπασμένο. Ἔτσι ἀποκαλύφθηκε ἡ Λυδία.

Ἡ Γκὲ-Πὲ-Οὔ κατάλαβε ὅτι εἶχε πέσει στὰ χέρια της τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ἀνακαλύψη ὁλόκληρη τὴν μυστικὴ ἐκκλησία. Δέκα μέρες ἀδιάκοπης ἀνακρίσεως δὲν κατάφεραν νὰ κλονίσουν τὴν μάρτυρα. Πολὺ ἁπλὰ ἀρνήθηκε νὰ πῆ ὁτιδήποτε. Στὶς 20 Ἰουλίου ὁ ἀνακριτής, ἔχοντας χάσει τὴν ὑπομονή του, παρέδωσε τὴν Λυδία στὸ «εἰδικὸ τμῆμα» γιὰ ἀνάκρισι.

Αὐτὸ τὸ «εἰδικὸ τμῆμα» ἐργαζόταν σ’ ἕνα γωνιακὸ δωμάτιο στὸ ὑπόγειο τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ. Ἕνας φρουρὸς στεκόταν μόνιμα στὸν διάδρομο τοῦ ὑπογείου. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα φρουρὸς ἦταν ὁ Κύριλλος Ἀτάεβ, ἕνας εἰκοσιτριάχρονος φαντάρος. Εἶδε τὴν Λυδία καθὼς τὴν ἔφερναν στὸ ὑπόγειο. Ἡ προηγούμενη δεκαήμερη ἀνάκρισι εἶχε ἐξαντλήσει τὴν μάρτυρα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ κατέβη τὰ σκαλιά. Ὁ στρατιώτης Ἀτάεβ, σὲ πρόσταγμα τῶν προϊσταμένων του, τὴν κράτησε καὶ τὴν ὡδήγησε κάτω στὸν ἀνακριτικὸ θάλαμο. «Ὁ Χριστὸς νὰ σὲ σώση» εἶπε ἡ Λυδία εὐχαριστώντας τὸν φρουρό, καθὼς ἀντιλήφθηκε μιὰ σπίθα συμπαθείας γι’ αὐτὴν στὴ λεπτὴ εὐγένεια τῶν δυνατῶν χεριῶν τοῦ φρουροῦ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ.

Καὶ ὁ Χριστὸς ἔσωσε τὸν Ἀτάεβ! Τὰ λόγια τῆς μάρτυρος καὶ τὰ γεμάτα πόνο μάτια της μίλησαν στὴν καρδιά του. Δὲν μποροῦσε πιὰ ν’ ἀκούη μὲ ἀδιαφορία τὶς ἀδιάκοπες κραυγὲς καὶ τὰ κλάμματά της, ὅπως εἶχε προηγουμένως ἀκούσει ὅμοιες κραυγὲς ἀπὸ ἄλλους ἀνακρινομένους καὶ βασανιζομένους.

Ἡ Λυδία βασανίστηκε πολλὴ ὥρα. Οἱ βασανιστὲς τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ δροῦσαν συνήθως μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μὴν ἀφήνουν κανένα ἰδιαίτερα εὐδιάκριτο σημάδι στὸ σῶμα τοῦ βασανιζομένου. Ὅμως στὴν ἀνάκρισι τῆς Λυδίας καμμιὰ προσοχὴ δὲν δόθηκε σ’ αὐτό. Οἱ κραυγὲς καὶ τὰ κλάμματα τῆς Λυδίας συνεχίστηκαν σχεδὸν χωρὶς διακοπὴ γιὰ πάνω ἀπὸ μιάμιση ὥρα.

«Μὰ δὲν πονᾶς; Τσιρίζεις καὶ κλαῖς. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι σὲ πονάει;» Ρώτησαν ἐξαντλημένοι οἱ βασανιστὲς σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ διαλείμματα.

«Πονάει! Ὦ Κύριε, πόσο πονάει!» ἀπάντησε ἡ Λυδία μ’ ἕνα σπασμένο βογγητό.

«Τότε γιατί δὲν μιλᾶς; Θὰ σὲ πονέση περισσότερο!» εἶπαν μὲ φανερὴ ἀμηχανία οἱ βασανιστές.

«Δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω…Δὲν μπορῶ…Δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη αὐτό…», βόγγηξε ἡ Λυδία.

«Ποιὸς δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη;»

«Ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἐπιτρέψη!».

Τότε οἱ βασανιστὲς ἐπινόησαν κάτι καινούργιο γιὰ τὴ μάρτυρα: τὴν ἠθικὴ κακοποίησι. Ἦταν τέσσερεις. Κοιτάχθηκαν μεταξύ τους. Χρειαζόταν ἕνας ἄλλος. Φώναξαν τὸν φρουρὸ νὰ τοὺς βοηθήση.

Μόλις ὁ Ἀτάεβ μπῆκε στὸ δωμάτιο, εἶδε τὴ Λυδία, κατάλαβε τὸν τρόπο τοῦ παραπέρα βασανισμοῦ της καὶ τὸν δικό του ρόλο σ’ αὐτόν, καὶ μέσα του ἔγινε ἕνα θαῦμα παρόμοιο μὲ τὴν ἀπροσδόκητη μεταστροφὴ τῶν ἀρχαίων βασανιστῶν. Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἀτάεβ εἶχε σιχαθῆ τὴν σατανικὴ ἀποτροπαιότητα καὶ ἕνας ἱερὸς ἐνθουσιασμὸς τὸν κατέλαβε. Χωρὶς καθόλου νὰ συνειδητοποιήση τὸ τί ἔκανε, ὁ φρουρὸς τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ σκότωσε ἐπὶ τόπου μὲ τὸ πιστόλι του τοὺς δύο βασανιστὲς ποὺ στέκονταν μπροστά του. Πρὶν κιόλας ἀντηχήση ὁ δεύτερος πυροβολισμός, ὁ ἄνδρας τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ ποὺ στεκόταν ἀπὸ πίσω, χτύπησε τὸν Κύριλλο στὸ κεφάλι μὲ τὴν λαβὴ τοῦ πιστολιοῦ του. Ὁ Ἀτάεβ εἶχε ἀκόμη ἀρκετὴ δύναμι, ὥστε νὰ γυρίση καὶ νὰ ἁρπάξη τὸν ἀντίπαλό του ἀπὸ τὸν λαιμό, ἀλλὰ ἕνας πυροβολισμὸς ἀπὸ τὸν τέταρτο τὸν ἔρριξε στὸ πάτωμα.

Ὁ Κύριλλος ἔπεσε μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὸ μέρος τῆς Λυδίας, ποὺ ἦταν δεμένη καὶ τεντωμένη μὲ λουριά. Ὁ Κύριος τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία ν’ ἀκούση γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ λόγια ἐλπίδας ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μάρτυρος. Κοιτώντας τὴν Λυδία κατ’ εὐθείαν στὰ μάτια καὶ μὲ τὸ αἷμα νὰ τρέχη ἀπὸ τὸ σῶμα του, ὁ Κύριλλος πρόφερε ἀσθμαίνοντας τὶς λέξεις ποὺ δήλωναν τὴν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό.

«Ἁγία, πάρε με μαζί σου!»

«Θὰ σὲ πάρω», χαμογέλασε ὁλόλαμπη ἡ Λυδία.

Μὲ τὸ ἄκουσμα καὶ τὴν σημασία αὐτῆς τῆς συνομιλίας ἦταν σὰν νὰ ἀνοίχτηκε μία πόρτα γιὰ τὰ οὐράνια μπροστὰ στὰ μάτια τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ ποὺ ἐπέζησαν. Ὁ τρόμος τοὺς συσκότισε τὴν συνείδησι. Μὲ ὑστερικὲς κραυγὲς ἄρχισαν νὰ πυροβολοῦν τὰ δύο ἀνυπεράσπιστα θύματα, ποὺ εἶχαν ἀπειλήσει τὴν ἀσφάλεια τῆς κοσμοθεωρίας τους, μέχρι ποὺ ἄδειασαν καὶ τὰ δύο πιστόλια τους. Αὐτοὶ ποὺ ἦρθαν τρέχοντας στὸ ἄκουσμα τῶν πυροβολισμῶν, τοὺς ἀπομάκρυναν, ἐνῶ ἐκεῖνοι οὔρλιαζαν ὑστερικά. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι τὸ ἔβαλαν γρήγορα στὰ πόδια κυριευμένοι ἀπὸ ἕναν ἀκατανόητο τρόμο.

Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο ἄνδρες τῆς Γκὲ-Πὲ-Οὔ περιῆλθε σὲ κατάστασι τελείας παραφροσύνης. Ὁ ἄλλος σύντομα πέθανε ἀπὸ νευρικὸ κλονισμό. Πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του αὐτὸς ὁ δεύτερος τὰ διηγήθηκε ὅλα στὸν φίλο του λοχία Ἀλεξέϊ Ἰκόνικωφ, ὁ ὁποῖος ἐπέστρεψε στὸν Χριστὸ καὶ γνωστοποίησε τὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία. Λόγω δὲ τοῦ ὅτι διέδιδε παντοῦ μὲ ζῆλο αὐτὸ τὸ γεγονός, βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ὁ ἴδιος.

Καὶ οἱ τρεῖς, Λυδία, Κύριλλος καὶ Ἀλέξιος, ἔχουν καθιερωθῆ ὡς ἅγιοι στὴ συνείδησι τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας «τῶν κατακομβῶν». Μὲ τὶς πρεσβεῖες τους εἴθε ὁ Κύριος νὰ ἐλεήση τὸν χριστιανικὸ λαὸ τῆς Ρωσίας!


(Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους (ὑπὸ τὴν πνευματικὴ πατρότητα τοῦ Γέροντα Ἐφραὶμ τῆς Ἀριζόνας), «Ἁγιορείτικη Μαρτυρία»)

Πέμπτη, Μαΐου 23, 2013

Ρώσοι ηρωικοί παπάδες δολοφονημένοι (νεομάρτυρες) το 1993


Χωρίς χριστιανούς που θυσιάζονται για το Χριστό (άρα και για τον πλησίον), Εκκλησία δεν υπάρχει - ή, πιο σωστά, η Εκκλησία είναι συμβιβασμένη. Σωστή Εκκλησία είναι πάντα η επικίνδυνη Εκκλησία, που συγκρούεται με το Κακό και, επειδή δεν τραβάει σπαθί, δίνει το αίμα της.
Σήμερα, στις αραβικές χώρες αναδεικνύονται πολλοί μάρτυρες και ομολογητές, που ανήκουν οι περισσότεροι σε προτεσταντικές Ομολογίες. Καταπιέζονται από τους μουσουλμάνους και κάποιοι βασανίζονται και θανατώνονται, μερικές φορές μάλιστα αυτή την τύχη την έχουν νεαρές κοπέλες, που βασανίζονται από την ίδια την οικογένειά τους! Εύχομαι ο Θεός να τους κατατάξει όλους με τους αγίους Του.
Στο post αυτό θα παρουσιάσουμε 4 Ορθόδοξους μάρτυρες, από εκείνους που έχουν μαρτυρήσει τα τελευταία χρόνια. Το παράδειγμά τους είναι πολύ χρήσιμο για μας, για να έχουμε θάρρος και να αγωνιζόμαστε προσευχόμενοι στο Χριστό, για χάρη του Χριστού και των αδελφών μας. Οι άγιοι ας μεσιτεύουν για μας.
Σ' αυτό το χώρο ανεβάζουμε κείμενα για σύγχρονους μάρτυρες.

Οι νεομάρτυρες της μονής Όπτινα (Πάσχα 1993)

"Θα ήθελα να πεθάνω το πάσχα, κάτω από τους ήχους της καμπάνας"
Νεομάρτυρας Βασίλειος της Όπτινα (από εδώ)


Στις 12 Νοεμβρίου 1987 η σοβιετική κυβέρνηση υπέγραψε την απόδοση του φημισμένου για τους αγίους στάρετς του, μοναστηριού της Όπτινα στην ρωσική εκκλησία. 
[Προσθήκη του blog μας: εξαιρετικά σημαντικό μοναστήρι της Ρωσίας, που ιδρύθηκε από πρώην ληστή, που μετανόησε. Το 19ο αιώνα ώς τις αρχές του 20ου -που το έκλεισε το αθεϊστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ- στήριξε απίστευτα το ρωσικό λαό και έδωσε περίπου 15 μεγάλους διορατικούς και θαυματουργούς αγίους γέροντες, δηλ. (στα ρωσικά) "στάρετς". Ο τελευταίος χρονικά είναι ο άγ. Νεκτάριος της Όπτινα, για τον οποίο βλ. εδώ.  Στην Όπτινα μόνασε και ο άγιος Γέροντας Νικόλαος ο Τούρκος, πρώην μουσουλμάνος, για τον οποίο αξίζει να διαβάσεις, π.χ. εδώ].
Οι άγιοι της Όπτινα (χωρίς τους 3 νεομάρτυρες φυσικά), από εδώ, όπου και σχετικό post.

Σχεδόν πεντέμιση χρόνια μετά, το βράδυ του Πάσχα του 1993, ένας σατανιστής έσφαξε με δίκοπο μαχαίρι -επάνω στο οποίο ήταν χαραγμένο το «666» και η λέξη «σατανάς»- τον ιερομόναχο Βασίλειο Ροσλιακώφ και τους μοναχούς Θεράποντα Πουσκάρεφ και Τρόφιμο Ταταρίνωφ. Η σφαγή έγινε με «επαγγελματικό» τρόπο, ώστε τα θύματα να υποφέρουν,αιμορραγώντας επι πολύ πριν ξεψυχήσουν.
Νομίζω πως αξίζει να δείτε και ν' ακούσετε την παρουσίαση καθώς μεταφέρει όλη την κατανυκτική ατμόσφαιρα του μοναστηριού.
Το βίντεο περιλαμβάνει αποσπάσματα από το ντοκυμαντέρ «Ο Γολγοθάς τής Όπτινα», των Αλεξέι Ντενίσοφ και Μπόρις Κοστένκο, οι οποίοι ήσαν προσκυνητές στην Όπτινα την βραδυά της σφαγής. Έτσι το βίντεο περιέχει εικόνες που ελήφθησαν την ίδια μέρα των φόνων και μάλιστα φαίνεται και το μαχαίρι των που έχει χαραγμένο το 666 πάνω του.


Τραγούδι γραμμένο από τον ιερομόναχο Ραφαήλ (Αλεξέι Ρομανώφ) για τους νέους οσιομάρτυρες της αγιοτόκου μονής της Όπτινα, Βασίλειο, Τρόφιμο και Θεράποντα, που εσφάγησαν από έναν ταλαίπωρο σατανιστή στις 18 Απριλίου 1993, παραμονές του Πάσχα.

Ο π. Βασίλειος

Προσθήκη του blog μας: Οι τρεις μοναχοί, όπως αναφέρεται στα βιογραφικά τους, που παρουσιάζονται εδώ & εδώ, ήταν πραγματικοί αγωνιστές της ορθόδοξης αγιότητας. Αγνά παληκάρια, που πάλεψαν ενάντια στα πάθη τους, για να καθαρίσουν την καρδιά τους και να τη γεμίσουν αγάπη. Ο π. Βασίλειος (γεννημένος το 1960, δηλ. δολοφονήθηκε 33 ετών) ήταν εξαίρετος εξομολόγος και πνευματικός πατέρας, που είχε στηρίξει πολλούς ανθρώπους στις δυσκολίες της ζωής τους και στις ηθικές πτώσεις τους. 
Ο π. Θεράπων (μαρτύρησε 36 ετών) σπούδασε 5 χρόνια πολεμικές τέχνες της Ανατολής, τις οποίες όμως εγκατέλειψε διαπιστώνοντας ότι, για να εμβαθύνει, έπρεπε να ασχοληθεί με το μυστικισμό και τη λατρεία των ανατολικών θρησκειών. Στη συνέχεια όμως επιπόλαια ασχολήθηκε με τη μαγεία, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του! Επανήλθε στη ζωή μετά από όραμα αγγέλου και αυτό ήταν η αιτία που έγινε μοναχός - γνήσιος ορθόδοξος αγωνιστής.

Ο π. Θεράπων

Ο π. Τρόφιμος (39 ετών) ήταν τόσο καλός και γεμάτος αγάπη, που "κάθε άνθρωπος τον θεωρούσε ως τον καλύτερο φίλο του". Καθοδήγησε κι αυτός πολλούς ανθρώπους στην προσευχή και στον αγώνα ενάντια στα πάθη τους.
Μετά το μαρτύριό του, κάποιοι ντόποιοι αγρότες άρχισαν να παίρνουν χώμα από τον τάφο του και να ραντίζουν τα περιβόλια τους, πιστεύοντας ότι ο άγιος θα τους βοηθήσει να καταπολεμήσουν τα παράσιτα, όπως τους βοηθούσε συχνά σε δύσκολες εργασίες όταν ήταν στη ζωή. Έτσι ο π. Τρόφιμος έγινε, στη λαϊκή συνείδηση, ένας άγιος των γεωργών και αυτό έχει μεγάλη σημασία φυσικά, γιατί η αγιότητα αναγνωρίζεται πρώτα από το λαό και έπειτα από την "επίσημη" Εκκλησία.

Ο π. Τρόφιμος

Σημείωση του αρχικού blog: Ευχαριστώ την φίλη Άννα από τη Μόσχα για την βοήθεια.
Ο καλός Θεός ας δεχθεί ως θυσία ευπρόσδεκτη τα αίματα των νέων μοναχών, ας δίνει παρηγοριά στους οικείους των νεομαρτύρων, μετάνοια στον ταλαίπωρο φονιά και σε όλους μας με τις ευχές των αγίων.

Εικόνα των τριών Νεομαρτύρων, από εδώ.

Ο νεομάρτυρας π. Νέστωρ του Ζάρκι (31 Δεκ. 1993)


Είναι παρήγορο ότι στην εποχή μας υπάρχουν ακόμη άγιοι, για να μας εμπνέουν, να μας όδηγούν και να μας δίνουν την ελπίδα ότι κι εμείς μπορούμε στους δύσκολους χρόνους που ζούμε να γίνουμε άγιοι. Ένας από τους πολλούς νεομάρτυρες της σύγχρονης εποχής είναι και ο π. Νέστωρ πού γεννήθηκε το 1960, σε μία επαρχία της Κριμαίας, στη νότια Ρωσία.
Από πολύ μικρός ο Νέστωρ εξασκήθηκε στις πολεμικές τέχνες, στην πάλη και στην πυγμαχία και ξεχώριζε από τους συνομηλίκους του. Είχε όμως παράλληλα μέσα του και μία καλλιτεχνική φλέβα, την οποία εξάσκησε στη ζωγραφική, αλλά και στην αγιογραφία, όπου τον μύησαν μεγάλοι ζωγράφοι στην πόλη της Οντέσσα [Oδησσό], όπου πήγε στα 20 χρόνιά του για να εξασκήσει το ταλέντο του. Βρισκόμαστε στις αρχές του 1980 στην Κομμουνιστική Ρωσία με την χριστιανική πίστη πραγματικά ξεχασμένη από τον πόλεμο του καθεστώτος. Καθώς ο Νέστωρ αγιογραφούσε τις μεγάλες οσιακές μορφές της χιλιόχρονης ορθόδοξης ιστορίας, η ψυχή του εμπνεύσθηκε και ένας πόθος άναψε μέσα στην ψυχή του, να φύγει από την ματαιότητα του κόσμου και να ενωθεί με τον Θεό. Έφυγε λοιπόν για το μοναστήρι του Πότσαεβ, πού χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, κι εκεί άρχισε να αγωνίζεται με όλη του την καρδιά σαν μοναχός.
 
Το καθεστώς των λιγοστών μοναστηριών που υπήρχαν τότε, το ρύθμιζε η Κυβέρνηση και οι μοναχοί έπρεπε να ήταν εγγεγραμμένοι στο κόμμα. Όταν έφθασε ο Νέστωρ, άρχισε παράλληλα και ο διωγμός του μοναστηρίου και από τους μοναχούς, άλλους τους εξόριζαν, άλλους τους έστελναν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και άλλους «απλά εξαφανίζονταν». Ο Νέστωρ ήξερε ότι θα κατέληγε ή στην φυλακή ή στο θάνατο. Αλλά συνέχισε τον αγώνα του, γιατί είχε γενναία ψυχή και δυνατό χαρακτήρα. Γρήγορα τον χειροτόνησαν ιερομόναχο, σε σχετικά μικρή ηλικία.
Ο γέροντάς του, π. Ιωάννης Κριστιάνκιν, τον συμβούλεψε να φύγει για το απόμερο χωριό Ζάρκι. Όταν έφθασε λοιπόν στον προορισμό του, διαπίστωσε ότι το χωριό βρισκόταν περικυκλωμένο από τεράστιες εκτάσεις ερημικές πού σχεδόν όλο το χειμώνα ήταν πλημμυρισμένες και μόνον το καλοκαίρι είχε πρόσβαση να φτάσεις εκεί. Εγκαταστάθηκε αμέσως στην παλιά εκκλησία του χωριού πού πλέον θα υπηρετούσε, πού είχε πολλές αρχαίες εικόνες. Ο π. Νέστωρ δεν ξέχασε ποτέ ότι χάρις σ’ αυτές τις εικόνες ήταν πού εμπνεύστηκε και αγάπησε τον Θεό. Από τότε πού είδε τις άγιες μορφές, ανδρών και γυναικών, η φλόγα για την άλλη ζωή κοντά στο Χριστό έκαιγαν την ψυχή του. Κοιτώντας το πρόσωπο του Χριστού στις άγιες εικόνες έβλεπε κι ένοιωθε την αιώνια ζωή μέσα του. Υπήρχε μία προφητεία δύο διά Χριστόν σαλών, πού είχαν μαρτυρήσει σε αυτήν την εκκλησία, πού έλεγε: «Ο ιερέας πού θα υπηρετήσει εδώ μέχρι το τέλος θα σωθεί». Είχαν προφητεύσει οι σαλοί πριν τους σκοτώσουν. Ο π. Νέστωρ αγνοούσε την προφητεία, αλλά ένοιωθε ιερό δέος μέσα στην ατμόσφαιρα της εκκλησίας αυτής, αγάπησε τον χώρο με όλη του την καρδιά και αποφάσισε να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.

Όπως ακριβώς μας προειδοποίησε ο Χριστός μας, ότι αφού Εκείνον έδιωξαν κι εμάς θα διώξουν, έτσι και ο π. Νέστωρ από την αρχή πού ανέλαβε τα νέα του καθήκοντα, αντιμετώπισε διώξεις, θλίψεις και κινδύνους. Κάποιοι ντόπιοι ταραχοποιοί, πού τον έβλεπαν ειρωνικά και καχύποπτα, τον ενοχλούσαν συνεχώς και τον απειλούσαν. Μια μέρα, καθώς μετέρεφε κάποια επίσημα έγγραφα, ενώ περίμενε στη στάση του λεωφορείου, τρεις μεθυσμένοι νεαροί τον πείραζαν λέγοντας του: «Δείξε μας τον σταυρό σου», τον περιέπεζαν και προσπαθούσαν να του αρπάξουν το σταυρό. Ο π. Νέστωρ, επειδή ήξερε από πολεμικές τέχνες, μπορούσε και απέφευγε τα κτυπήματα τους, αλλά κάποια στιγμή ο ένας από αυτούς κατάφερε και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Όταν έφθασε η αστυνομία, ο Νέστωρ ζήτησε να μή συλλάβουν τους ταραχοποιούς. Ένα μήνα μετά, ο νεαρός πού τον είχε χτυπήσει, ήλθε και του ζήτησε συγγνώμη. Τον έλεγαν Αντρέα και του ανακοίνωσε ότι αποφάσισε να μείνει μαζί του, ακολουθώντας την ασκητική του ζωή.
Με το νεανικό του ζήλο, ο π. Νέστωρ, έφερε και πάλι ζωή στο απόμερο χωριό του Ζάρκι. Βοηθούσε παράλληλα και τα γύρω χωριά, κηρύττοντας και υπενθυμίζοντας στους Ρώσους τις χριστιανικές τους ρίζες. Η βοήθειά του όμως απλωνόταν, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μή χριστιανούς. Περπατούσε περισσότερα από δώδεκα μίλια καθημερινά για να βλέπει τα πνευματικά του παιδιά στη γύρω περιοχή και κατά τη διάρκεια αυτής της ατελείωτης πεζοπορίας έκανε προσευχή και ένοιωθε το δέος της ενώσεώς του με τον Θεό, γινόμενος ένα μαζί Του. Έφθασε μέχρι την Γεωργία, ταξιδεύοντας και προσπαθώντας να κηρύξει και να διαδώσει το φως και την αλήθεια του Χριστού. Μάλιστα σ΄ αυτήν την εμπόλεμη χώρα ένοιωσε τη λαχτάρα μέσα του να μαρτυρήσει για τον Χριστό, μένοντας εκεί, αλλά ο πνευματικός του τον συμβούλεψε ότι έπρεπε να γυρίσει στα πνευματικά του παιδιά. Γιατί καμιά μάνα δεν θα εγκατέλειπε τα παιδιά της για να τρέξει να μεγαλώσει άλλα παιδιά. Επέστρεψε λοιπόν στη Ρωσία, αντιμέτωπος και πάλι με τις δυσκολίες, τους διωγμούς, τις ζήλειες, το μίσος και τις συμμορίες των ληστών, πού λεηλατούσαν και άρπαζαν τα κειμήλια των εκκλησιών.
Το 1993 έφθασε η είδηση ότι τρεις μοναχοί στο ξακουστό μοναστήρι της Όπτινα, στην Κεντρική Ρωσία, πού από το 14ο αιώνα ήταν το πνευματικό κέντρο της Ρωσίας, δολοφονήθηκαν άγρια, με αμέτρητες μαχαιριές, το βράδυ της Αναστάσεως. Η νεκροψία έδειξε ότι η δολοφονία ήταν μέρος ενός τελετουργικού τυπικού και το ματωμένο μαχαίρι πού βρέθηκε είχε χαραγμένο το 666. Όπως ομολόγησε ένας από τους δράστες πού συνελήφθη αργότερα, επίτηδες σκότωσαν τους μοναχούς στα πλαίσια μιας σατανικής λατρείας.
Ο π. Νέστωρ συχνά μιλούσε γι’ αυτούς τους μάρτυρες και ποθούσε να τους ακολουθήσει, ποθούσε κι εκείνος το στεφάνι του μαρτυρίου. Όταν ένας φίλος του του είπε ότι είναι καλύτερα να υποφέρεις μακροχρόνια και να υπομένεις τις δοκιμασίες της ζωής, ο π. Νέστωρ του απάντησε ότι ο πόθος του για το στεφάνι του μαρτυρίου ξεκινά από τον πόθο του να ανταποδώσει στο Χριστό, έστω λίγο από όσα Εκείνος του χάρισε, δίνοντας του ζωή, άφού παλιά ζούσε απρόσεκτα και μόνον για τον εαυτό του. Η ψυχή του π. Νέστορα ήταν όλο φωτιά. Αυτήν την φωτιά της πίστης πού καίει για την άλλη ζωή. Δεν έβλεπε τον θάνατο σαν τέρμα, άλλά σαν άρχή και η πίστη του ήταν τόσο βαθειά, ώστε προσευχόταν να υποφέρει, να πεθάνει, όχι σαν αποφυγή της ζωής, άλλά για να σταυρωθεί κι εκείνος για τον Χριστό.


Την επόμενη φορά που οι ληστές εισέβαλαν πάλι στην Εκκλησία του, αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει κάτι πιο δραστικό. Ακολούθησε μέσα στο χιόνι τις ροδιές από το αυτοκίνητο, μέχρι τα βάθη της ερημιάς. Ένας άνθρωπος ξεπήδησε τότε από το αυτοκίνητο και άρχισε να τον κτυπάει. Και πάλι όμως, χάρις στις γνώσεις του στις πολεμικές τέχνες, κατάφερε να τον αποφύγει και να κρατήσει το νούμερο του αυτοκινήτου. Έτσι η αστυνομία βρήκε τους ληστές και οι εικόνες επεστράφησαν στη θέση τους. Η μαφία όμως πού συντηρούσε αυτές τις συμμορίες ήταν πολύ δυσαρεστημένη και βασικά συνέχιζε τις λεηλασίες και τις κλοπές. Άρχισαν παράλληλα και απόπειρες δολοφονίας του π. Νέστορα, ο όποιος κάθε βράδυ φύλαγε σκοπιά στην εκκλησία για να μην κλαπούν οι πολύτιμες εικόνες.
Ένα βράδυ κουκουλοφόροι, με πυροβόλα, του επιτέθηκαν μέσα στην εκκλησία, αλλά εκείνος γλύτωσε φεύγοντας από το παράθυρο στο σημείο ακριβώς πού λίγο αργότερα έμελλε να μαρτυρήσει. Ο π. Νέστωρ καταλάβαινε ότι κάθε μέρα μπορεί να ήταν και η τελευταία του. Με περισσότερο ζήλο έδινε στον καθένα από τους ενορίτες του την ίδια του την ψυχή κι εκείνοι έτρεχαν κοντά του, βρίσκοντας παρηγοριά. Κάποιες φορές απομονωνόταν για δύο με τρεις μέρες, θέλοντας να νηστέψει και να προσευχηθεί, παίρνοντας έτσι δύναμη για να συνεχίσει.
Όλη αυτή η άσκηση, ο ζήλος και η αγάπη του στον Θεό και στον άνθρωπο του χάρισαν μια απλότητα πού προερχόταν από την εμπιστοσύνη του στο Θεό. Δεν φοβόταν τίποτα. Ήταν σπάνιος άνθρωπος, ο όποιος έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο θέλημα του Θεού. Είχε σπάσει «τον τοίχο» πού απομονώνει τον άνθρωπο από τον Θεό κι έτσι ο Θεός έγινε μια ζωτική δύναμη μέσα του. Όπως δηλώνει ένας από τους φίλους του, συχνά ο π. Νέστωρ επαναλάμβανε «νά υποφέρεις για τον Χριστό, αυτή είναι η μεγάλη χαρά». Μιλούσε για τον αόρατο πνευματικό πόλεμο πού ενεργείται στις ημέρες μας και δήλωνε έτσι έτοιμος για το θάνατο. Ήταν 31 Δεκεμβρίου του 1993 όταν ο ιερομόναχος π. Νέστωρ βρέθηκε νεκρός έξω από το παράθυρο του σπιτιού του με το λαιμό κομμένο και με πλήθος μαχαιριές. Η δολοφονία του δεν ήταν απλά εκδίκηση, αλλά μία στρατηγική κίνηση για τον πνευματικό πόλεμο πού διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο.
Όσο οι δυνάμεις του σκότους αυξάνουν, τόσο το Φως γίνεται πιο ορατό. Η ζωή του ιερομόναχου π. Νέστορα δεν δηλώνει ήττα, άλλά θρίαμβο στη δικαιοσύνη του Θεού. Το μαρτύριο για την αλήθεια είναι το μεγαλύτερο υψος πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος. Ο ιερομόναχος π. Νέστωρ μεταβέβηκε από τον θάνατο στη ζωή σε ηλικία μόλις 33 ετών, την ϊδια ηλικία πού είχε και ο Χριστός μας όταν σταυρώθηκε…

Το απολυτίκιον του Αγίου

«Της Ρωσίας το φέγγος και Κριμαίας το βλάστημα, Ιερομαρτύρων την δόξαν, πάτερ Νέστωρ τιμήσωμεν σφαγείς γάρ τω ναώ για τον Χριστόν, άρτίως καταυγάζεις εν Ζάρκι το χωρίον και συνάγεις ορθοδόξους απανταχόθεν ανακράζοντας. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ· δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω σε προστάτην θαυμαστόν τοις έθνεσιν δείξαντι».

(Από το περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», Μάρτιος-Απρίλιος 2006)

Πηγή: Τετραμηνιαίο Τεύχος Ορθοδόξου Πνευματικής Οικοδομής «Όσιος φιλόθεος της Πάρου, ο ασκητής και ιεραπόστολος», Τεύχος 24, Θεσσαλονίκη Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2008.

Τετάρτη, Μαΐου 15, 2013

Ἀκόμη καί σιδερένιοι νά εἶστε, θα μαλακώσετε! Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος


Ἀκόμη καί σιδερένιοι νά εἶστε,  θα μαλακώσετε! 
Ἡ ἐπιστροφή στόν Χριστό. Πρώτο μέρος
Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων  Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος 

Ἰωάννης Ἰανωλίδε

Οἱ φυλακές τῆς πόλεως Πιτέστι, ἔχουν δεσμωτήρια μικρότερα ἀπό αὐτά τοῦ  Ἀϊούντ. Ὑπάρχουν μεμονωμένα κρατητήρια, ἀλλά καί μεγάλα δωμάτια. Ἐγίναμε ἐκεῖ δεκτοί μέ κακία, ἡ ὁποία σύντομα μετατράπηκε σέ ἀγριότητα.
Ἐδῶ συναντήσαμε νέους, πού εἶχαν συληφθῆ πρόσφατα. Ὅλοι ἦταν φοιτητές. Οἱ περισσότεροι ἦταν καλές καί ὥριμες προσωπικότητες καί καλά προετοιμασμένοι. 
Ἦταν ἡ «ἀφρόκρεμα» τῆς νεολαίας ἐκείνης τῆς γενεᾶς. Ἀπό 




τήν ἀρχή δέν διακρίθηκαν σέ ποιά πολιτικά κόμματα ἀνῆκαν, ἀλλά ὅλοι εἴμασταν ἕνα συμπαγές ἀντικομμουνιστικό γκρούπ. Μεταξύ τους ξεχώριζαν μερικοί ἐξαιρετικῆς ἀξίας, ἀλλά ἐκεῖνοι πού ἐνέπνεαν τήν ἀτμόσφαιρα ἦταν οἱ παλαιοί κρατούμενοι, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Βαλέριος.
Λόγῳ τοῦ τρομοκρατικοῦ κανονισμοῦ, τοῦ ἄθλιου φαγητοῦ, τῆς ἀσφυκτικῆς συστέγασης, τῆς ἀπουσίας τοῦ ἀέρα καί τῆς ἔλλειψης ἐπαφής μέ τόν κόσμο, τά παλληκάρια, μέ τόν χαρακτηριστικό  ἐνθουσιασμό τους, ἐδήλωσαν ἀπεργία πείνας καί ἔκαναν λίγη φασαρία. 
Ὁ Βαλέριος ἀντιστάθηκε καί βρέθηκε σέ σύγκρουση μ΄ αὐτούς. Αὐτός τούς εἶπε:
-Ἐδῶ εἴμαστε φυλακισμένοι καί μόνο μέ νομικά καί ειρηνικά μέσα  μποροῦμε ν΄ἀποκτήσουμέ κάποια δικαιώματα, ἀλλιῶς τά πιθανά ἀντίποινα  μποροῦν νά εἶναι πολύ σοβαρά γιά ἐμᾶς. Ὁ νόμος καί ἡ ἐξουσία εἶναι στά χέρια τῶν Ἀρχῶν. Νά προσευχόμαστε στόν Θεό γιά νά μπορέσουμε ν᾿ ἀντέχουμε.
Τότε τοῦ εἶπαν:

- Δέν  μποροῦν αὐτοί νά μᾶς δίνουν τόσα βάσανα γιά νά μήν μποροῦμε νά τ᾿ ἀντέξουμε!
           -Ἄς μήν ποῦμε μεγάλα λόγια, ὁ Βαλέριος τούς εἶπε: Νά μήν εἴμαστε ὑπερήφανοι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἕνα ὅριο ὑπομονῆς. Νά μᾶς φυλάξει ὁ Θεός νά μή φτάσουμε ἐκεῖ πού δέν θ᾿ ἀντέχουμε πιά!
- Εἶσαι ἕνας ἡττοπαθής! Εἶσαι ἕνας ἀγόγγυστος κρατούμενος! Εἶσαι ἕνας ἡττημένος! Τοῦ εἶπαν μέ φωνές καί εἰρωνεία οἱ ἄλλοι νέοι.
Σ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Βαλέριος ἔμεινε ἤρεμος καί πειστικός, ἀλλά δέν τόν ἄκουσαν. 
- Κρατάω μέσα μου ἕναν ἀπερίγραπτο πόνο, τούς ἐξήγησε αὐτός, ἀπό τόν ὁποῖο, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγῆκα καθαρός. Ἡ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος μ᾿ ἀναγκάζει νά εἶμαι προνοητικός. Τώρα δέν εἶναι πολύ δύσκολο. Ἔχω μεγάλη πίστη καί ἐλπίδα, ἀλλά κινοῦμαι μέ σοφία, γιά νά φτάσω στό σκοπό μου.
Σύντομα, προσκλήθηκα μαζί μέ ἄλλους κρατουμένους στόν διευθυντή  τοῦ δεσμωτηρίου, ὁ ὁποῖος μᾶς εἶπε:
-Ἡσυχᾶστε τους! Ἠρεμῆστε, διότι δέν μπορεῖτε νά σκεφτεῖτε τί ἑτοιμάζεται γιά ἐσᾶς. Καί σιδερένιοι νά εἶστε, θά μαλακώσετε!
Δέν καταλάβαμε τί ἀκριβῶς ἤθελε νά μᾶς πεῖ ὁ διευθυντής, ἀλλά ἀργότερα εἴδαμε ὅτι εἶχε δίκαιο. Ἡ πραγματικότητα τοῦ Πιτέστι ξεπέρασε ὄχι μόνο τίς ἀπαντοχές μας, ἀλλά καί ὅλη τήν φαντασία τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας. 
Οἱ πολιτοφύλακες ἄρχισαν νά στουμπίζουν τούς κρατουμένους κατά τήν ἀρέσκειά τους, γιά κάτι συγκεκριμένο ἤ ἁπλᾶ γιά προσωπική  τους εὐχαρίστησι. Πρώτευε ἕνας δεσμοφύλακας, ὁ Γεωργέσκου, ἕνας δυστυχής καί βλαμμένος, ἕνας ἀνισόρροπος, πού τοῦ εἶχαν ὑποσχεθεῖ βαθμούς καί προβιβασμούς. Ἐφ᾿ ὅσον συνεργαζόταν μέ τόν διευθυντή καί μέ τήν Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους, νόμιζε ὅτι εἶναι ἕνας μεγάλος ὑπερασπιστής τοῦ κόμματος κι ἑπομένως στούμπιζε μέ τό ρόπαλό του μέ μεγάλη εὐχαρίστησι τά σώματα τῶν νεαρῶν φοιτητῶν  μέχρι νά τρέξη αἷμα ἀπό τά σώματά τους. Τριγυρνοῦσε σάν τήν γάτα, κρυφάκουγε στήν πόρτα, μετά τήν ἄνοιγε καί κτυποῦσε μέ γροθιές τά παιδιά, τά πατοῦσε μέ τά πόδια του, τά χτυποῦσε μέ τό ρόπαλο, ἀκόμη καί μέ σιδερένιο λοστό. Ὁ ἴδιος εἶχε προκαλέσει καί τούς ἄλλους δεσμοφύλακες νά κάνουν τά ἴδια. 
- Βρέ, ἐκραύγαζε σάν τρελλός, ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, για τήν ζωή τῶν παιδιῶν μου εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς σκοτώσω! Ἐάν ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ὁρίζει νά σᾶς δολοφονήσω, τελείωσε. Ἡ Ἀσφάλεια τοῦ Κράτους ἔχει τό σκῆπτρο καί δέν θά γλυτώσετε οὔτε νεκροί, κερατάδες!
Κερατάδες ἦταν ἡ προσηγορία μέ τήν ὁποία μᾶς ἀποκαλοῦσε γενικά. Σ΄ αὐτήν πρόσθετε πάντα καί τίς πιό ἄσχημες βλασφημίες. Ἦταν καί πολύ προληπτικός. Ὅταν ἕνας κρατούμενος τοῦ εἶπε: Ὁ Θεός νά σέ συγχωρέσει! Τοῦ βγῆκαν τά μάτια ἔξω ἀπό τόν θυμό καί τόν πάτησε μέ τά πόδια του μέχρι πού ἐκεῖνος ἐλιποθύμησε. 
Δεσμοφύλακες σάν τόν Γεωργέσκου προέρχονταν ἀπό τό κατακάθι τῆς κοινωνίας, ἄνθρωποι μέ ψυχολογικά προβλήματα, καί ποτιζόμενοι μέ δύο ναρκωτικά: ἀπό τήν μιά πλευρά, μέ τήν συνείδηση μιᾶς ὑψηλῆς «ἀποστολῆς» πού δόθηκε ἀπό τό Κόμμα, τόν λαό καί τό προλεταριᾶτο, γιά νά καταστρέφουν ὅλους τούς ἐπαναστάτες, τούς αστούς, τούς φασίστες καί τούς μυστικούς. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, τό ἄσπονδο μῖσος ἐναντίον ὅλων τῶν ἐχθρῶν τῆς ἐπανάστασης, ὥστε νά μπορέσουν νά τούς σκοτώσουν μέ τήν αδιαφορία πού σκοτώνονται οἱ μύγες ἤ τά σκουλήκια. 
Ἦταν, λοιπόν, κάποιοι φανατισμένοι ἠλίθιοι, θηρία χωρίς λογική. Τέτοιους ἀνθρώπους κρύβει κάθε κοινωνία. Αὐτοί εἶναι πληρωμένα παλιόσκυλα, ἱκανοί γιά ἐγκληματίες, θηρία τά ὁποῖα, ὅταν ὡρισμένοι τούς ὑπόσχονται χρήματα, ὅ,τι χειρότερο ἔχουν μέσα τους, τό ἐξαπολύουν μέ θηριώδεις τρόπους. Ἐν τούτοις, δέν θά γινόντουσαν κακοῦργοι ἐάν δέν ἦταν πεπεισμένοι νά τό  κάνουν.

Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας 

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...