Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Άγιος Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2012

Στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. (Λόγος Β΄) – Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπ. Κρήτης



13ΣΕΠ
α΄. [...]Υψούται λοιπόν ο Σταυρός, φανερούμενος από τα σπλάγχνα της γης, αυτός που μέχρι προ τινος εκρύπτετο λόγω φθόνου. Υψούται ο Σταυρός, όχι διά να δοξασθή —διότι ποία δόξα μεγαλύτερη θα μπορούσε να λάβη, αφού επάνω εις αυτόν εσταυρώθη ο Χριστός;— αλλά διά να δοξασθή ο Θεός, ο Οποίος προσκυνείται και κηρύσσεται ως «Εσταυρωμένος». Υψούται ο Σταυρός, διά να ύψώση μαζί του την δύναμιν του γένους ημών των Χριστιανών. Υψώνεται ο Σταυρός, διά να ταπεινώση τον υπερήφανον διάβολον. Υψούται ο Σταυρός διά να δεσμεύση τον ισχυρόν εχθρόν, και να του αφαιρέση την δυνατότητα να χρησιμοποιή ως ιδικούς του εμάς τους, λυτρωθέντας πλέον, ανθρώπους.
Υψούται ο Σταυρός, διά να αποδείξη μάταιον τον φθόνον των Ιουδαίων διά να μη ξεχασθή ενταφιασμένος μέσα εις την γην, ο θησαυρός της ζωής· διά να κερδίσωμε εμείς τον Μαργαρίτην, τον οποίον εφανέρωσαν οι σταυρωταί και χωρίς να το θέλουν.
β΄. Επειδή δηλαδή δεν ήτο δυνατόν να ξεχασθή τελείως ο θησαυρός αυτός της ζωής, αυτοί δε οι ταλαίπωροι εδοκιμάζοντο με ποικίλες τύψεις συνειδήσεως, ελεγχόμενοι από την κακία τους, και επειδή ήτο αδύνατον να διαφύγουν το παντέφορο μάτι του Θεού, τί κάμει ο Θεός, ο Οποίος «ειργάσατο» την παγκόσμιον «σωτηρίαν εν μέσω της γης» εν τω Σταυρώ και διά του Σταυρού; Εις μεν την Βασίλισσαν, εμβάλλει ιερόν και ζέοντα πόθον, εις δε τους Ιουδαίους φόβον που συνετάρασσε την ζωήν τους. Αυτοί λοιπόν αφού διεπίστωσαν ότι είναι απαραίτητος η έρευνα, “ποιήσαντες την ανάγκην φιλοτιμίαν”, εφανέρωσαν το πολύτιμον ετούτο Σύμβολον. Έτσι λοιπόν ο Σταυρός απεκαλύφθη μέσα από τα σπλάγχνα της γης, ωσάν από άλλο ουράνιο στερέωμα, καταστράπτων το Δεσποτικό φως ωσάν ήλιος.
Εφανερώθη λοιπόν από τα σπλάγχνα της γης το «σημείον» του Χριστού, διά του οποίου ο σκοτεινός άδης συνεκλονίσθη και ελευθέρωσε τας ψυχάς που κατείχε μέσα του. Απεκαλύφθη ο Σταυρός του Κυρίου από τα κατώτερα μέρη της γης ως νυμφίος εκ παστάδος· δι’ αυτού η εξ εθνών Εκκλησία, αφού ενυμφεύθη με τον Χριστόν, απέβαλε την επικρατούσα τότε ειδωλολατρικήν αθεΐαν. Απεκαλύφθη ο νοητός μαργαρίτης των πιστών, ως πολύτιμος λίθος κεκοσμημένος με το στεφάνι του Χριστού, διά να καταστράψη όλη την οικουμένη. Απεκαλύφθη το στολίδι της Εκκλησίας, ο Σταυρός του Κυρίου, ο οποίος δίδει αληθινή ομορφιά εις όλην την κτίσιν. Απεκαλύφθη σαν από φυλακή ο ανεύθυνος, διά να ανακαλέση από την αμαρτία, αυτούς που ήσαν υπεύθυνοι εις αυτήν εβγήκε από τα δεσμά ο αδέσμευτος, διά να λύση τους δεσμίους από τα δεσμά της αμαρτίας. Εφανερώθη από τα σκοτεινά έγκατα της γης η λυχνία του φωτός, διά να λύση την νύκτα της αγνωσίας και να καταλάμψη το φως της επιγνώσεως του Θεού.
γ΄. Ευλόγως λοιπόν η Εκκλησία όλη χαίρει διά τον  Σταυρόν του Χριστού, στολίζεται με τον χιτώνα της και αποκαλύπτουσα το θεϊκό κάλλος της ωσάν Νύμφη Χρίστου, τιμά την Δεσποτικήν αυτήν εορτήν όλως ιδιαιτέρως. Ευλόγως και ο πολύς αυτός λαός συνεγείρεται σήμερον με πολύν ενθου­σιασμόν, διά να ίδη τον φανερωθέντα Σταυρόν και βλέποντας τον Σταυρόν, να προσκυνήση τον Χριστόν που υψώθη και εσταυρώθη επάνω εις αυτόν. Διότι εφανερώθη ο Σταυρός διά να υψωθή· υψώνεται δε, διά να φανερωθή. Ποίος; Αυτός πού μέχρι προ ολίγου εκρύπτετο μέσα εις την γην, τώρα δε, προσκυνείται παντού. Αυτό το γεγονός εορτάζομε σήμερον, τούτο πανηγυρίζομε, αυτή είναι η κεντρική ιδέα της εορτής αυτής, αυτή είναι η φανέρωσις του μεγάλου αυτού μυστηρίου.
θ΄. Εμείς λοιπόν, προσκυνούντες τον Εσταυρωμένον Χριστόν, εμβαθύνομε την σκέψι μας και την καρδιά μας μέσα εις το μέγεθος της απείρου δυνάμεώς Του, και εις όλα εκείνα τα σωτήρια θαύματα που οικονόμησε η Χάρις του Θεού διά την σωτηρία μας, όπως λέγει ο θειότατος Δαυίδ· «ο δε Θεός Βασιλεύς ημών προ αιώνων, ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης». Ότι δε ο τόπος του “Κρανίου” έχει στhθή εις το μέσον της γης, ας μην αμφιβάλη κανείς. Διότι έπρεπε, όπως ακριβώς κάνωμε ένα κύκλο εις το έδαφος, έτσι εις το μέσον όλης της γης να τοποθετηθή το σωτήριον Ξύλον του Σταυρού·  ώστε, σαν άλλος ήλιος που φέγγει εις τον ουρανόν, ο μεσουρανών εις το νοητό στερέωμα της Εκκλησίας Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, από το ύψος του Σταυρού, να καταλάμψη τις θεϊκές Του ακτίνες, και προς τους κεκοιμημένους, προς τους οποίους κατήλθε με την εις Άδου κάθοδον.
ια΄ Έτσι εμείς εδιδάχθημεν να σκεπτώμεθα και να φρονώμεν διά τον Σταυρόν. Έτσι προτρέπομε και παρακινούμε τον πιστόν λαόν να τιμά και να σέβεται με κάθε ευλάβεια τον Σταυρόν. Διότι δι’ αυτού εσαγηνεύθησαν και επίστευσαν τα ειδωλολατρικά έθνη και η Πίστις απλώθηκε παντού. Διά τούτου επίσης οι Μαθηταί του Χριστού ωσάν με άλλο αλέτρι, εκαλλιέργησαν το άγονον της ανθρωπινής φύσεως· και αφού έκαμαν πλούσιο και ακμαίο τον αγρό της  Εκκλησίας, απήλαυσαν πλούσιο τον θερισμόν, με το να πιστεύσουν πολλοί εις τον Χριστόν. Με αυτόν οι Μάρτυρες παίρνοντες δύναμιν και θυσιαζόμενοι, αντιμετώπιζον νικηφόρως τους τυράννους εχθρούς των. Δι’ αυτού εγνωρίσθη και επιστεύθη ο Χριστός, και η Εκκλησία των πιστών Χριστιανών, συνεχώς αποκαλύπτουσα και φανερώνουσα τα νοήματα της Γραφής, διδάσκει τον Χριστόν, Υιόν του Θεού, τέλειον Θεόν και Κύριον, να μας λέγη με την θεϊκήν Του φωνήν «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού, και κολουθείτω μοι».
Με αυτόν η πίστις των Χριστιανών ανθεί και ακμάζει, και επεκτείνεται παντού. Με αυτόν ενισχύεται η βασιλεία· η πολιτεία στηρίζεται· οι εχθροί φεύγουν νικημένοι· η υπερηφάνεια των βαρβάρων ταπεινούται· ο “Ισμαήλ”, δηλαδή η πνευματική δουλεία, εξαφανίζεται, συντρίβονται οι δαίμονες· συν αυτώ επί­σης και δι’ αυτού πιστεύομε να σωθούμε, και αυτός είναι το «σημείον του Υιού του ανθρώπου», και εν αυτώ «πάσα σαρξ», σύμφωνα με αυτό που έχει γραφή, «όψεται το σωτήριον του Θεού ημών»· και «όψονται οι Ιουδαίοι εις ον εξεκέντησαν».
Εμείς δε, όσοι εβαδίσαμε μέσα εις το φώς του Σταυρού, θα δοξασθούμε μαζί του, και θα συμβασιλεύσωμε με τον Χριστόν, υμνούντες μαζί με τους Αγγέλους την Αγίαν Τριάδα, η οποία προσκυνείται εν Πατρί και Υίώ και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τούς αιώνας των αιώνων Αμήν.
(«Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός», εκδ. Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος , σ. 47,49,51,59,61,63 – αποσπάσματα)

Κυριακή, Απριλίου 22, 2012

Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον τὸν Τροπαιοφόρον



Τοῦ ἐν Ἁγίοις ἡμῶν πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρέου Κρήτης τοῦ Ἱεροσολυμίτου, Ἐγκώμιον εἰς τὸν Ἅγιον τοῦ Χριστοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον τὸν Τροπαιοφόρον, μεταφρασθὲν εἰς κοινὴν διάλεκτον (ὑπὸ Νικοδήμου Ἁγιορείτου)

Εὐλόγησον Πάτερ.

Πάντοτε μέν, καὶ πάντων τῶν ἄλλων ἁγίων μαρτύρων αἱ ἑορταὶ εἶναι λαμπραὶ καὶ ἐπίσημαι λαμπροτέρα ὅμως καὶ ἐπισημοτέρα εἶναι ἡ σήμερον ἑορταζομένη ἑορτή, Γεωργίου τοῦ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος διότι ἡ τούτου παροῦσα πανήγυρις, ὄχι μόνον φέρει εἰς τὸν ἑαυτὸν της τὴν μίμησιν τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, καὶ στολίζεται μὲ τοὺς ἀθλητικοὺς ἀγῶνας τοῦ μάρτυρος, καὶ λαμρύνεται μὲ τῆς Ἀνοίξεως τὰ κάλλη καὶ χάριτας. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις, ἔχει εἰς τὸν ἑαυτόν της τὴν λαμπρότητα τῶν δύω μεγάλων καὶ δεσποτικῶν ἑορτῶν, τῆς Ἀνὰστάσεως λέγω καὶ τῆς Ἀναλήψεως, καὶ εὑρίσκεται ὡσὰν σελήνη λαμπράν, ἀναμεταξὺ δύω ἡλίων, μὲ τὰς ἀκτῖνας τῶν ὁποίων καὶ ἀπὸ τὰ δύω μέρη λαμπρύνεται. Καὶ ἔτζι μὲ τὰς ἰδίας ἀκτῖνας ὁποῦ ἐκεῖθεν λαμβάνει, καταυγάζει χριστομιμήτως τὸν κόσμον ἅπαντα. Ἡ μὲν γὰρ δεσποτικὴ ἑορτὴ τοῦ σωτηρίου πάθους, καὶ τῆς λαμπροφόρου καὶ πανεόρτου Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, καὶ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀρχηγοῦ ὅλων τῶν μαρτύρων. Τοῦ ὑπὲρ ἡμῶν σαρκωθέντος καὶ μαρτυρίσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, καὶ μὲ τὸν ἐδικόν του πάθος καὶ θάνατον, χαρισαμένου εἰς ἡμᾶς τὴν κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου νίκην. Ἡ ἑορτὴ λέγω τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, κατὰ τὴν τάξιν προηγεῖται ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς παρούσης τοῦ Μάρτυρος ἑορτῆς, καὶ πρὸς αὐτῆς ἀνὰτέλλει εἰς τήν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ὡσὰν μέγας ἥλιος. Παρευθὺς δὲ καὶ κατόπιν ἀπὸ αὐτήν, συνανατέλλουσαν ἔχει καὶ τὴν παροῦσαν τοῦ Γεωργίου πανήγυριν. Συνεκλάμπει δὲ ὁμοῦ μὲ αὐτάς, καὶ ὁ φαιδρὸς καὶ χαριέστατος καιρὸς τῆς Ἀνοίξεως. Ἡ δὲ εἰς οὐρανοὺς ἔνδοξος τοῦ Κυρίου Ἀνάληψις, δι᾿ ἧς ἡ ἐδική μας φύσις τῷ Πατρὶ συνεκάθισεν, ἀκολουθεῖ ἁρμοδίως ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὕστερον ἀπὸ τὴν ἑορτὴν ταύτῃ τοῦ μάρτυρος. Καὶ ἂς μὴ νομίσῃ τινὰς ὅτι κατὰ τύχην ἠκολούθησε τοῦτο, τὸ νὰ ἔχει ἥ τοῦ Γεωργίου μνήμη ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο, τὰς δύω μεγάλας ταύτας καὶ δεσποτικὰς ἑορτάς. Ὄχι ἀλλὰ ἐγὼ λέγω, ὅτι τοῦτο ἠκουλούθησε κατ᾿ οἰκονομίαν θεϊκήν, καὶ διὰ θείων πραγμάτων φενερὰν οἰκειότητα, δηλαδή, διὰ νὰ φανερώσῃ εἰς ἡμᾶς ὁ ὑπὸ τοῦ Γεωργίου μαρτυρηθεὶς Χριστός, τὴν ὑπερβολικὴν ἀγάπην ὁποῦ εἶχε πρὸς τὸν μαρτυρήσαντα τοῦτον Γεώργιον. Καὶ πῶς ὁ Γεώργιος, ὄχι μόνον μὲ τὸ δεσποτικὸν πάθος ἔγινεν ὅμοιος διὰ τοῦ μαρτυρίου του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν καιρὸν καὶ τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ Κύριος ἔπαθε. Διά τι, καθὼς τό τοῦ Κυρίου πάθος καὶ ἡ Ἀνάστασις, ὑπερβαίνει ὅλας τὰς ἄλλας δεσποτικὰς ἑορτὰς καὶ καθ᾿ ἑαυτήν, καὶ διὰ τὸν καιρὸν τῆς Ἀνοίξεως. Τοιουτοτρόπῶς καὶ ἥ τοῦ Μάρτυρος Γεωργίου ἑορτή, ὑπερβαίνει τὰς ἄλλας ἑορτὰς τῶν τοῦ χρόνου Μαρτύρων. Διά τι καὶ αὐτὴ μόνη μετὰ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν ἑορτάζεται εἰς τὸν καιρὸν τῆς λαμπροτάτης Ἀνοίξεως. Ἐπειδὴ λοιπὸν τόσον χαροποιὰ εἶναι τὰ ἀπὸ τὸ ἕνὰ μέρος καὶ ἄλλο εὑρισκόμενὰ σύνορα τῆς παρούσης τοῦ Μάρτυρος πανηγύρεως, ἄξιον εἶναι νὰ παραστήσωμεν καὶ τὸ κάλλος αὐτῆς καθ᾿ ἑαυτὸ καὶ τὴν λαμπρότητα. Κάλλος δὲ πανηγύρεως εἶναι, ἢ λόγος σωτηριώδης, ἢ ἔργον καὶ πρᾶξις ἔνθεος. Καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες καὶ βάρβαροι οἱ τὰ εἴδωλα προσκυνοῦντες, χαρὰν ἑορτῆς ἐνόμιζον τὸ νὰ λατρεύουν μὲ κάθε ἀκαθαρσίαν καὶ ἀταξίαν τοὺς δαίμονας. Ἡμεῖς δέ, εἰς τοὺς ὁποίους ἐχαρίσθη ἡ διὰ τοῦ Σταυροῦ κατὰ τοῦ θανάτου νίκη, τὸ ἐναντίον πρέπει νὰ κάμνωμεν, καὶ νὰ καταισχύνωμεν τοὺς δαίμονας μὲ κάθε ἀρετὴν καὶ πρᾶξιν θεάρεστον. Διὰ τοῦτο καὶ τοὺς Χριστιανούς, κάθε μὲν ἡδονὴ ὡς αἰσχρὰ ἐμισήθη. Κάθε δὲ πόνος ἀρετῆς, καὶ ὁ ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας θάνατος, ὡς γλυκὺς ἠγαπήθη. Διὰ τοῦτο ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων ἔσβυσεν, καὶ τῶν μαρτύρων τὸ πλῆθος ἔλαμψε. Διὰ τοῦτο ἡ γῆ ἔγινε οὐρανὸς στολιζομένη ὡσὰν μὲ τὰ ἄστρα μὲ τοὺς Ἁγίους μάρτυρας, καὶ ἡ ἡμερονύκτιος ἑορτὴ τῆς τούτων ἀθλήσεως κρατεῖ ὅλην τὴν οἰκουμένην, τὴν τιμῶσαν τὰ Λείψανὰ των, καὶ τοὺς ἀγῶνας τούτων πανηγυρίζουσαν. Ἀγῶνας δὲ λέγω ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὁ μὲν κοινὸς ἐχθρὸς τῶν ἀνθρώπων διάβολος ἐκίνησεν καὶ ἐσύστηκε φιλονεικώντας νὰ προσκυνηθῇ αὐτὸς ὡς Θεός, καὶ διὰ μέσου τῶ εἰδώλων νὰ λάβῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸ τοῦ Θεοῦ ἀκοινώνητον ὄνομα. Ὁ δὲ πάντων Θεὸς καὶ Σωτήρ, καὶ φιλάνθρωπος πολεμάρχος, ἐσυγχώρησε τούτους, θέλωντας νὰ δείξῃ κατὰ τοῦ διαβόλου νικητὰς τοὺς ἀνθρώπους ἵνα ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἐζήτει νὰ προσκυνῆται ὡσὰν θεός, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ὡσὰν νεκρὸς καταγελᾶται πατούμενος. Ὅθεν ἐπειδὴ τὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρίας τῷ τότε καιρῷ ἐχύθη, ὄχι μόνον εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, ἀλλὰ σχεδὸν καὶ εἰς ὅλην τὴν ἀοίκητον. Καὶ ὅλοι ἀφ᾿ ἑαυτοῦ τῶν εἰς τὴν ἀσέβειαν ἔτρεχαν, καὶ τὸν ἀληθῆ Θεὸν ἀλησμονήσαντες, ὡς τυφλοὶ καὶ ἐσκοτισμένοι ἐπροτίμουν νὰ λατρεύουν τοὺς δαίμονας, καὶ νὰ στερεώνωνται εἰς τὴν πλάνην ἀπὸ τὰ φαντάσματα τῶν δαιμόνων ὡσὰν ἀπὸ θαύματα. Ταύτης δὲ τῆς πλάνης καὶ ἀσεβείας, ἐπειδὴ ἀρχηγοὶ καὶ σπουδασταὶ ἐχρημάτισαν ὁ τότε βασιλεὺς Διοκλητιανός, καὶ ὁ τούτου συγκάθεδρος Μαγνέντιος, καὶ οἱ τούτων στρατηγοὶ καὶ δορυφόροι καὶ ἄρχοντες, οἵτινες ὁρμήσαντες εἰς τὴν ἀσέβειαν ὡσὰν ἀγριόχοιροι ἄλογα, κατεγίνοντο ἐπιμελῶς εἰς τὰ κακά, καὶ τοὺς χριστιανοὺς κατεδίωκον. Καὶ ἐπειδὴ καθὼς λέγει ὁ Δαβίδ, δὲν ἦτον ἀνάνευσις εἰς τὸν θάνατόν τους ἀλλὰ ἔζων πολὺν καιρόν, εἰς τὸ φῶς τοῦ πυρὸς αὐτῶν πορευόμενοι, οὔτε ἦτον στερέωμα εἰς τὰς μάστιγάς των, μὲ τὸ νὰ ἐμακροθύμει ὁ Θεὸς διὰ νὰ δοκιμασθῶσιν οἱ δίκαιοι, καὶ διὰ νὰ μὴ γένῃ ἀνωφελὴς καὶ ἀστεφάνωτος ἡ του ἀνθρώπου φύσις, ἐὰν πρὸ τοῦ καιροῦ ἤθελαν ἐκριζωθοῦν ἀπὸ τὸ μέσον, ὅμου μὲ τὸν σῖτον καὶ τὰ ζιζάνια.

Ταῦτα λέγω πάντα, ἐπειδὴ εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἠκολούθουν, τότε ἐφάνη ὡσὰν ἕνας ἡμεροφανὴς ἀστέρας, λαμπρύνων φαιδρῶς τὴν εὐσέβειαν, ὁ λαμπρὸς οὖτος καὶ περιβόητος μάρτυς Γεώργιος, τὸ γλυκὺ καὶ πρᾶγμα καὶ ὄνομα. Γεώργιος, ὁ δείξας σύμφωνον τὸ ἔργον μὲ τὸ ὄνομα, καὶ ἀντιστρόφως τὸ ὄνομα μὲ τὸ ἔργον. Γεώργιος, ὁ μιμησάμενος τὸν πατριάρχην ἐκεῖνον Ἰσαχάρ, καὶ ἐπιθυμήσας μὲ ἄκραν ἀγάπην τὸ καλὸν τῆς θεϊκῆς γεωργίας. Γεώργιος, ὁ ἀγαπήσας τὴν ἐπίπονον ἐργασίαν, καθὼς λέγει ὁ σοφὸς Σειράχ, καὶ ἀποδειχθεὶς γεωργία ἐκτισμένη ὑπὸ Ὑψίστου. Γεώργιος, ὁ κοπιάσας γεωργὸς ἀπὸ τὰ ἁπαλά του ὀνύχια, καὶ εἰς τὸν ἁρμόδιον καιρὸν ἀποδοὺς διὰ τοῦ μαρτυρίου εἰς τὸν δεσπότην τοῦ παντός, καρπὸν ἑκατονταπλάσιον. Γεώργιος, ὁ σχίσας τὰς γλυκείας αὔλακας τῆς εὐσεβείας μὲ τῆς ἀρετῆς του τὸ ἄροτρον, καὶ διὰ τοῦτο εὔθετος δειχθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος. Γεώργιος, ὁ σπείρας μὲ δάκρυα, καὶ θερίσας μὲ ἀγαλλίασιν, ὡς ὁ Δαβὶδ ἀνεφώνησεν ὁ βαλῶν μὲ πένθος τὰ σπέρματα, καὶ μὲ χαρὰν συνάξας τὰ δράγματα. Ἡ εὐκολογεώργητος γή, ἡ πολλάκις πίνουσα τὴν εἰς αὐτὴν καταβαίνουσαν βροχὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, καὶ βλαστάνουσαν βοτάνην γλυκεράν, εἰς ἐκείνους ὁποῦ μετὰ πίστεως τὴν θερίζουσι. Γεώργιος, τὸ εὐωδέστατον περιβόλι μέσα εἰς τὸ ὁποῖον τῆς εὐσεβείας τὰ ἄνθη πλουσίως ἐβλάστησαν, καὶ ἀπὸ τὸ ὁποῖον συνάζονται ὑπὸ τῶν νοητῶν μελισσίων τὰ γλυκέα κηρόμελα, τῶν ὁποίων ἡ γλυκύτης εἶναι ἴασις ψυχῆς, ὡς εἶπεν ὁ παροιμιαστής. Γεώργιος, τὸ εὔχρηστον δένδρον, τὸ πεφυτευμένον κοντὰ εἰς τοὺς ποταμοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ πάντοτε χλοάζοντα ἔχον τὰ φύλλα, καὶ φέρον ὡρίμους τῆς ἀρετῆς τοὺς καρπούς, εἰς ψυχικὴν αὔξησιν ἐκείνων ὁποῦ τοὺς τρώγουσιν, ὡς λέγει ὁ ψαλμῳδός. Γεώργιος, τὸ καρποφόρον κλῆμα τῆς ἀληθινῆς ἀμπέλου, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος, τοῦ ὁποίου γεωργὸς εἶναι ὁ πατὴρ ὁ οὐράνιος ὅς τις γεωργεῖ δι᾿ αὐτοῦ εἰς ἡμᾶς πνευματικὴν εὐφροσύνην, εἰς ἰατρείαν παθῶν καὶ ψυχῆς καὶ σώματος ἀνακαινισμόν. Γεώργιος, ἡ τῶν θείων ὑδάτων πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ποτιζομένη κάθε ψυχὴ κεχερσωμένη, γεωργεῖται καὶ καρποφορεῖ πίστιν, ἐλπίδα καὶ ἀγάπην, τὴν τριπόθητον Τριάδαν τῶν θεολογικῶν ἀρετῶν. Γεώργιος, ὁ γεωργὸς τῶν θεϊκῶν νοημάτων, καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ γεώργιον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐγεωργήθη ἡ χάρις τῆς εὐσεβείας, καὶ τῶν θαυμάτων τὰ πλήθη.

Εἶπον δὲ ταῦτα περὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Γεωργίου, διατὶ καὶ αὐτὰ τὰ ὀνόματα τῶν Ἁγίων, φανερώνουσι τὴν τοῦ Θεοῦ χάριν, καὶ ἀρετὴν ὁποῦ εἶχον οἱ ταῦτα ὀνομαζόμενοι. Ἔτζι τὸ ὄνομα τοῦ Ἀβραάμ. Ἔτζι τὸ ὄνομα τῆς Σάρρας. Καὶ τοῦ Ἰσαάκ, καὶ Ἰακώβ, καὶ Μωϋσέως, καὶ ἄλλων πολλῶν, περιέχει τὰς ἀρετὰς τῶν ἐχόντων τὰ ὀνόματα ταῦτα, ὡς ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν τὸ μανθάνομεν. Οὗτος λοιπὸν ὁ καὶ κατὰ τὸ ὄνομα καὶ κατὰ τὸ ἔργον Γεώργιος, ἐβλάστησεν τότε εἰς τὸν καιρὸν τῆς εἰδωλολατρείας, ὡς ῥόδον ἀνάμεσα εἰς τὰς ἀκάνθας, ὡς κρῖνον εὐωδιάζον τὴν εὐσέβειαν ἐν μέσῳ τοῦ βορβόρου ὡσὰν κυπαρίσσι, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βάτους ὡσὰν ἐλαία κατάκαρπος μέσαν εἰς τὴν ἔρημον ὡσὰν φοῖνιξ γλυκαίνων μὲ τοὺς καρπούς του τὴν πικρίαν τῆς ἀσεβείας ὡς ὁλόφωτος σελήνη λάμπουσα εἰς τὴν νύκτα τῆς πλάνης ὡς φανὸς καταφωτίζων τοὺς εἰς τὸ πέλαγος τῆς ἀσεβείας εὑρισκομένους, καὶ ὁδηγῶν πρὸς λιμένα τῆς θεογνωσίας ὡς ἀστὴρ αὐγερινός, ἀστράπτων εἰς τὸ μέσον τῶν σκοτεινῶν νεφελῶν καὶ ὡσὰν ἥλιος ὁποῦ ἀκτινοβολεῖ μέσα εἰς σκότος βαθύτατον. Ἐὰν δὲ ζητῇς ἀγαπητέ, νὰ μάθῃς, καὶ ποία ἐστάθη ἡ πνευματικὴ τοῦ Γεωργίου συγγένεια, ἰδοὺ αὐτὰ τὰ πράγματα κηρύττουσιν, ὅτι αὐτὸς ἦτον τέκνον, καὶ υἱὸς Θεοῦ, καὶ κληρονόμος τῆς οὐρανίου καὶ ἄνω Ἱερουσαλὴμ τῆς ἐλευθέρας, λέγει γὰρ ὁ εὐαγγελιστὴς καὶ παρθένος Ἰωάννης, ὅτι ὅσοι ἔλαβον αὐτὸν (τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ) ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνὰ Θεοῦ γένεσθε τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ. Ἐὰν δὲ ποθῇς νὰ μάθῃς καὶ ποία ἐστάθη ἡ ἐπίγειος καὶ σαρκικὴ τοῦ Γεωργίου πατρίς, καὶ συγγένεια, ἤξευρε ὅτι αὐτὴ ἦτον ἡ χώρα τῆς Καππαδοκίας, ἀνάτροφος του δέ, ἡ χώρα τῆς παλαιστίνης. Χριστιανὸς ἀπὸ τοὺς προγόνους του, νέος μὲν κατὰ τὴν ἡλικίαν, γέρων δὲ κατὰ τὴν σοφίαν εὐθὺς εἰς τὴν καρδίαν· καὶ κατὰ τῆς ἀσεβείας πνέων μάρτυς τῆς εὐσεβείας. Παιδιόθεν προκόψας εἰς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας, καὶ ἀκριβῶς ἀσκήσας τὴν εἰς τοὺς πολέμους ἀνδρείαν τόσον, ὁποῦ ἔγινε καὶ τριβοῦνος στρατιωτικοῦ τάγματος, καὶ πρεπόντων τὸ ἀξίωμα τοῦτο ἐκυβέρνησε, καὶ εἰς πολλοὺς πολέμους πολλαῖς φοραῖς ἐνίκησεν. Ὅθεν ἀφοῦ ἀπόκτησεν εἰς τὸν ἑαυτόν του τὴν τῶν πολέμων ἐμπειρίαν, ὀρεγόμενος νὰ λάβῃ ἀξίωμα μεγαλύτερον, μεγαλύτερον καὶ λαμβάνει. Διὰ τὸ πέρνωντας μαζί του, τὰ ἐκ τῆς γονικῆς του κληρονομίας ἄσπρα, ἐπῆγεν εἰς τὸν τότε βασιλέα Διοκλητιανόν, καὶ παθαίνει ἕνα παρόμοιον συμβεβηκὸς μὲ τὸν Σαοὺλ τὸν υἱὸν τοῦ Κίς. Ἐπειδὴ καθῶς ἐκεῖνος ζητώντας τὰ γαϊδούρια τοῦ πατρός του, εὑρῆκεν βασιλείαν ἐπίγειον. Ἔτζι καὶ ὁ μέγας Γεώργιος ζητώντας ἀξία κοσμικήν, βασιλείαν οὐράνιον ἔτυχε, καὶ εὑρῆκε μεγαλύτερον ἀπὸ τὸ καθ᾿ αὐτὸν ἔργον τὸ πάρεργο, διότι πηγαίνωντας εἰς τὸν βασιλέα, καὶ βλέπωντας, τὸν μὲν Θεὸν νὰ ὑβρίζεται, τοὺς δὲ δαίμονας νὰ λατρεύωνται, δὲν ὑπέφερε τοῦτο ὁ ζηλωτὴς τῆς εὐσεβείας ἀλλὰ ἐνθυμηθεὶς τὸν προφήτην Δαβὶδ ὁποῦ λέγει εἶδον ἀσυνετοῦντες καὶ ἐξητηκόμην. Καὶ ἐξέτηξε μὲ ὁ ζῆλος σου ὅτι ἐπελάθοντο τῶν λόγων σου οἱ ἐχθροί μου. Συλλογισθεὶς δὲ καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἤγουν πᾶς ὅστις ὁμολογήσει με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ταῦτα λέγω στοχασθεὶς ἄνὰψεν ἀπὸ τὸν θεῖον ζήλον, καὶ ἀκόνισεν τὸν λογισμόν του ὡσὰν σαΐταν· διὸ καὶ ἐσπούδασε νὰ κερδίσῃ τὴν ῥηθεῖσαν τοῦ Κυρίου ὑπόσχεσιν, καὶ νὰ ἀποκτήσῃ ὁμολογητὴν του τὸν ἴδιον Θεόν, διὰ τῆς καλῆς του ὁμολογίας διὰ μὴ γένῃ ὅμως ἐμπόδιον εἰς αὐτὸν ὁποῦ ἔμελλε νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν στενὴν πόρτα τοῦ μαρτυρίου, τὰ ἄσπρα ὁποῦ εἶχε μαζὶ του. Καὶ πρὸς τούτοις διὰ νὰ κατασκευάσῃ μὲ τὴν ἐλεημοσύνην ἀνδρειότερον τὸ μαρτύριον του. Ἀπεφάσισε νὰ πληρώσῃ τὴν Δεσποτικὴν ἐντολήν, τὴν ὁποίαν ὁ τοῦ μαρτυρικοῦ του ἀγῶνος ἀθλοθέτης καὶ Κύριος, πρὸς τὸν πλούσιον ἐκεῖνον νεανίσκον ἐφθέξατο, εἰπὼν εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. Ὅθεν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν ὁποῦ ὁ πρότερος ἐκεῖνος νεανίσκος ἀπὸ τὴν ῥᾳθυμίαν του δὲν ἐφύλαξεν, ταύτην, ὁ δεύτερος αὐτὸς νεανίσκος Γεώργιος μὲ προθυμία ἐπλήρωσεν, ἀποβαλὼν μὲν τῶν ἄσπρων τὸν ὄγκον, καὶ διαμοιράσας ταῦτα εἰς τοὺς πτωχούς. Διὰ μέσου δὲ τῶν πτωχῶν, ἀγοράσας τὸν ἀτίμητον μαραγαρίτην τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ εἰς αὐτὴν προετοιμάσας διὰ κληρονομίαν του, τὸν ἀσύλητον θησαυρὸν τῆς μακαριότητος. Καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν θησαυρόν του προσηλώσας τὴν μαρτυρικήν του καρδίαν, ὡς εἶπεν ὁ Κύριος ὅπου ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν. Μὲ τοιοῦτον λοιπὸν τρόπον προθανατώσας τὸν διάβολον, τὸν τῆς ψυχοφθόρου πλεονεξίας διδάσκαλον, καὶ τὸν κατ᾿ αὐτοῦ πρῶτον ἀρπάσας τῆς νίκης στέφανον, καὶ τοῦτον φορέσας νοητῶς ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του, διὰ νὰ ἔχῃ τοῦτον ἐφόδιον καὶ σημεῖον νίκης μεγαλυτέρας, καὶ στηρίξας τὸν ἑαυτόν του μὲ τὰς εὐχὰς τῶν πτωχῶν, καὶ πιστεύσας εἰς αὐτάς, ὅτι ἔχει νὰ προσθέσῃ νίκην ἐπάνω εἰς τὴν νίκην. Ἔτζι ὡς λέων ἄφοβος ἀσήκωσεν τὸν Σταυρόν του, καὶ πρὸς τὸν πόλεμον τὸ κατὰ τῆς ἀσεβείας ὥρμησεν, ἤξευρε γὰρ καλῶς, ὡς σοφὸς ὁποῦ ἦτον, ὅτι μὲ τὰς ἐλεημοσύνας καὶ πίστεις ἀποκαθαίρονται αἱ ἁμαρτίαι, ὡς λέγει ὁ Παροιμιαστής. Αἱ ὁποῖαι γίνονται τῆς νίκης ἐμπόδια. Καὶ ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου λυτρώνει τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὸν Τωβίτ. Καὶ ὅτι περισσότερον ἀπὸ τὴν ἀσπίδα καὶ τὸ σκουτάρι, καὶ ἀπὸ κάθε δυνατὸν κοντάρι, αὐτὴ πολεμεῖ ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ὡς λέγει ὁ Σειρὰχ σύγκλεισον ἐλεημοσύνην ἐν τοῖς ταμείοις σου, καὶ αὕτη ἐξελεῖται σε ἐκ πάσης κακώσεως, ὑπὲρ ἀσπίδα κράτους, καὶ ὑπὲρ δόρυ ἀλκῆς κατέναντι ἐχθροῦ πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ.

Διὰ τοῦτο καὶ ὁ μέγας Γεώργιος ἐπειδὴ παλαιστὴς ἔμελλε νὰ γένῃ, μὲ τὴν ἐλεημοσύνην ἀλήφθη πρῶτον, καθὼς μὲ τὸ ἐλαιον ἀλείφονται πρότερον καὶ οἱ παλαισταί. Καὶ θαρσαλέως ἐξελθὼν εἰς τὸ πολεμικὸν στάδιον, δὲν ἐφόρεσε καμίαν ἀρματοσίαν ὑλικήν, ἀλλὰ τήν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν ὁποίαν ὁ Παῦλος ἐδίδαξε. Διά τι καὶ αὐτὸς ἔζωσε μὲν τὴν ζώνη του μὲ τὴν ἀλήθειαν. Ἐνεδύθη δὲ τὸ σιδηροπουκάμισον τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑπόδεσε τοὺς πόδας του μὲ τὴν ἑτοιμασίαν τοῦ Εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης. Καὶ ἐφόρεσεν εἰς τὴν κεφαλὴν τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου. Καὶ ἐπάνω εἰς ὅλα ἀναλαβὼν τὸ σκουτάριον τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖον σβύνει ὅλας τὰς πυρωμένας σαίτας τοῦ διαβόλου, καὶ πιάσας τὴν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ἡ ὁποία εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ ὅλην αὐτὴν τὴν πνευματικὴν ἀρματοσίαν ἀρματώθη, καὶ ἐπερίφραξε τὸν ἑαυτόν του. Ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ πολεμήσῃ μὲ αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ μὲ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας, καὶ μὲ τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους δαίμονας, καὶ μὲ τὰ πνεύματα τῆς πονηρίας, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Διὰ τοῦτο καὶ τὰ πνευματικὰ αὐτὰ ἄρματα πνευματικῶς ἀρματωθείς, ἐφώναζε σχεδὸν τὸ Ἀποστολικὸν ἐκεῖνο λόγιον, τὰ ὅπλα ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων. Καὶ ἔτζι ἐπικαλεσθεὶς εἰς βοήθειαν του τὸν ἄνωθεν ἀγωνοθέτην Κύριον, καὶ τὸν κατὰ φύσιν θυμὸν κινήσας, καὶ τὸν τοῦ Ἡλιοῦ ζῆλον ἀναλαβών, ὥρμησεν ἐναντίον τῆς ἀδικίας διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν. Εὑρὼν δὲ τοὺς τότε βασιλεῖς κατὰ τὸ ὄνομα μόνον, βασιλευομένους δὲ πραγματικῶς ὑπὸ τῆς πλάνης, οἵτινες κακῶς ἐμεταχειρίζοντο τὴν βασιλείαν, ἐναντίον τοῦ Θεοῦ Τοῦ ταύτῃ χαρισαμένου εἰς αὐτούς, καὶ εἴδη διαφόρων βασανιστηρίων ὀργάνων ἐπρόθετταν δημοσίᾳ, ὄχι ἐναντίων τῶν ἀδίκων, ἀλλὰ ἐναντίον τῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, καὶ πρὸς τούτοις, ἔχοντες τριγύρω των κάθε ἔθνος καὶ φυλὴν ἀρματωμένην, κηρύττοντες ἐφοβέριζων, ὅτι ὁποῖος ἤθελεν ὀναμάση Χριστόν, ἔχει νὰ παιδευθῇ καὶ νὰ ἀποθάνῃ μὲ τὰ τοιαῦτα βασανιστήρια. Ταῦτα λέγω πάντα θεωρήσας ὁ μέγας Γεώργιος, ἄναψεν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἐτρόμησεν οἱ νεφροὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκε θυμὸν κατὰ κρῖμα. Καθώς ποτε ἐτρόμησαν οἱ νεφροὶ Ματαθίου ἐκείνου τοῦ ἀνδρειοτάτου Μακκαβαίου, ὡς εἶναι γεγραμμένον. Ὅθεν βρυχήσας ὡς Λέων δυνατός, καὶ μὲ βλοσυρὸν ὀμμάτι ἱδὼν τὸν βασιλέα, καὶ τὸν φοβερισμὸν τοῦ καταφρονήσας, ἐπήδησεν εἰς τὸ μέσον, ὀνομάζωντας τὸν ἑαυτόν του παῤῥησίᾳ χριστιανόν, καὶ φανερῶς κηρύττων τὴν τῆς εὐσεβείας εὐγένειαν. Ὦ ψυχὴ ἀληθῶς θεοφόρος, καὶ νικημένη ἀπὸ τὸν ἔνθεον ἔρωτα! ὦ μακαρία φωνή, τὴν ὁποίαν ὁ φερώνυμος τοῦ Χριστοῦ Γεώργιος πρὸ πολλῶν χρόνων γεωργήσας καλῶς μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, εἰς καιρὸν ἁρμόδιον τελείαν εἰς τὸν δεσπότην ἀπέδωκε, ταύτην τὴν φωνήν, ὁ μὲν ἀέρας δεξάμενος, ἡγιάσθη, οἱ δὲ ἄγγελοι οὐρανόθεν ἐπαινέσαν, οἱ ἀρχάγγελοι εὐφήμησαν, καὶ ὅλαι αἱ τάξεις τῶν οὐρανίων δυνάμεων ὑπερεθαύμασαν. Ὁ δὲ πάντων Θεὸς καὶ δεσπότης ἀποδεξάμενος, ἔκρινε δίκαιον νὰ δώσῃ τὴν θεϊκὴν του βοήθειαν εἰς τὴν προθυμίαν τοῦ ἐδικοῦ του Μάρτυρος. Καὶ ἡτοίμασε νὰ χαρίσῃ εἰς αὐτόν, τὸν τῆς νίκης ἀμάραντον στέφανον. Ταύτην τὴν φωνὴ καὶ αὐτοὶ οἱ ἀσεβεῖς ἀξεπλάγησαν, οἱ δὲ τούτων στρατηγὸς διάβολος ταύτην ἀκούσας, πληγὴν θανατηφόρον ἐδέξατο. Ἐστέκετο λοιπὸν ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς Γεώργιος, τὸν μὲν Χριστὸν ὁμολογῶν Θεόν, μὲ λαμπρὰν καὶ δυνατὴν φωνὴν τοὺς δὲ ὑπ᾿ αὐτῶν προσκυνουμένους θεούς, ὀνομάζων δαίμονας, καὶ τοὺς αὐτοὺς προσκυνοῦντας, καλῶς πλανομένους καὶ μεθυσμένους, καὶ αἰσχρολογοῦντας περισσότερον, παρὰ ὁμολογοῦντας Θεόν. Ἐστέκετο ἐπιστομίζων τοὺς βλασφημοῦντας, καὶ πάντας παρακινῶν εἰς μετάνοιαν, καὶ εἰς τὴν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐπίγνωσιν, καὶ τέλος πάντων, ὁ Γεώργιος ἐστέκετο φωνάζων ἐκείνῳ τὸ προφητικὸν λόγιον τοῦ Ἱερεμίου θεοὶ οἱ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν οὐκ ἐποίησαν ἀπολέσθωσαν. Ταῦτα ἀκούσαντες οἱ τῶν εἰδώλων προσκυνηταί, κάθε εἶδος δολιότητος ἐμηχανεύθησαν, τὸν τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴν δοκιμάζοντες, καὶ τί δὲν ἔλεγον οἱ μιαροί; ἢ τί δὲν μετεχειρίζοντο; πότε μέν, μὲ κολακείας, ὡσὰν μὲ λάδι, τοὺς λόγους αὐτῶν ἁπαλύνον ποτὲ δέ, μὲ γυμνὰς τὰς σαΐτας των φοβερισμόν τους, τὸν Γεώργιον ἐτόξευον. Καὶ ἄλλο τε μέν, καθ᾿ ὑπόκρισιν ἐπαινοῦν τὴν τοῦ Γεωργίου σύνεσιν καὶ εὐγένειαν, καὶ τὴν εἰς τοὺς πολέμους ἀνδρείαν του. Ἄλλοτε δέ, ἐσυμπόνουν τὴν νεότητα του, καὶ τὸν ἐσυμβούλευον νὰ μὴ προκρίνῃ ἀνόητα, ἀντὶ τῆς γλυκείας ταύτης ζωῆς, τὸ ἄωρον θάνατον. Καὶ πρῶτον μὲν ἐπρότεινον, ὅτι ἔχουν νὰ τῷ δώσουν πλῆθος ἄσπρων, καὶ ἀξιωμάτων μεγάλων χαρίσματα, ὕστερον δὲ καὶ τὰ εἴδη τῶν βασάνων καὶ τιμωριῶν προτείνοντες, τὸν ἐφοβέριζον ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ ἔχει νὰ λάβῃ μακρὸν καὶ ὀδυνηρότατον θάνατον, ἐὰν δὲν δείξῃ εὐπείθειαν εἰς τοὺς λόγους των. Ὁ δὲ στεῤῥὸς καὶ ἄφοβος τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης, ἐνθυμούμενος τὸ λόγιον ἐκεῖνο τῶν ἱερῶν Ἀποστόλων τὸ λέγον, πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον, ἢ ἀνθρώποις. Καὶ πληροφορημένος ὤντας, ὅτι ἄλλο πρᾶγμα δὲν εἶναι δυνατώτερον ἀπὸ τὴν πρὸς Θεὸν ὑπακοήν, καὶ εὐπείθειαν, δὲν ἐμετασάλευσε τελείως τὸν λογισμόν του, οὔτε ἐφωβήθη τὰς ἀπειλὰς τῶν ἀπίστων. Ἀλλὰ τὰς μὲν ὑποκριτικὰς κολακείας των, μὲ αὐστηρὰς ὕβρεις ἤλεγχε καὶ ἀπεστρέφετο. Τὰς δὲ δολεράς των ὑποσχέσεις κατεφρόνει καὶ ἔπτυε τὰς ἀσεβεῖς συμβουλάς των, ὡς φαρμάκι θανατηφόρον ἐμίσει, καὶ τοὺς φοβερισμούς των ἐγέλα καὶ ἐπερίπαιζε, μὲ τὸ νὰ ἦτον προετοιμασμένος νὰ πάθῃ διὰ τὸν Χριστὸν κάθε βάσανον. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπαρακίνει νὰ τὸν δοκιμάσουν, καὶ διὰ τῆς δοκιμῆς νὰ πληροφορηθοῦν τοὺς λόγους του. Καὶ τώρα μὲν ἐφώναζε τὸν ἐνθουσιαστικὸν ἐκεῖνον λόγον τοῦ Θεοφόρου Ἰγνατίου ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται. Ἤτοι ἡ ἀγάπη μου ἐσταυρώθη, ἥτις εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τώρα δὲ ἔλεγε τὰ ἐρωτικὰ ἐκεῖνα τοῦ ἀποστόλου Παύλου λόγια τὶς μὲ χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις; ἢ σενοχωρία; ἢ διωγμός; ἢ λιμός; ἢ γυμνότης; ἢ κίνδυνος; ἢ μάχαιρα; πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχαί, οὔτε ἐξουσίαι, οὔτε δυνάμεις, οὔτε ἐνεστῶτα, οὔτε μέλλοντα, οὔτε τις κτίσις ἑτέρα, δυνήσεται μὲ χωρῖσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστός, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Οὐ μόνον δὲ μὲ λόγους ψιλοὺς ἐμάχετο τοὺς ἀπίστους ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ τὰ ἔργα σοφῶς καὶ ἀνδρείως τοὺς ἐπολέμει, ὡσὰν ἕνας ἀγωνιστὴς δυνατὸς καὶ ἀνίκητος. Ἐπειδὴ τὰς πληγὰς καὶ βάσανα μὲ τὰ ὁποῖα ἐκείνοι τὸν ἐβασάνιζον, αὐτὸς ὑπομένωντας γενναίως, ἔπασχε μὲν κατὰ τὸ σῶμα, κατὰ δὲ τὴν ψυχήν τους ἐβασάνιζε. Διὰ τί, καθὼς ἐκεῖνοι ἐπλήγωναν τὸν Γεώργιον, ἔτζι καὶ ὁ Γεώργιος μὲ τὴν ὑπομονὴν του καὶ καρτερίαν ἐνίκα τοὺς τοῦτον πληγώνοντας, εἰς τρόπον ὁποῦ ἐκεῖνοι ἐβασανίζοντο περισσότερον, ἐπειδὴ δὲν ἐδύνοντο νὰ νικήσουν τὴν γνώμην του, παρὰ ὁποῦ ὁ Μάρτυς ἐβασανίζετο.

Ὅθεν προστάζουν νὰ κτυπηθῇ μὲ σιδηροῦν κοντάρι ὁ Ἅγιος. Ἀλλὰ ὁ σίδηρος τοῦ κονταρίου, ὡσὰν νὰ ἦτον μολύβι, ἐγύρισεν ὀπίσω ἐλέγχων τὴν ἀγνωσίαν τους. Ἀποτυχόντες δὲ τούτου, εὑρίσκουν ἄλλην τιμωρίαν διὰ νὰ τιμωρίσουν τὸ μάρτυρα. Καὶ βάλουσιν ἐπάνω τῆς κοιλίας του μίαν πέτραν μεγαλωτάτην, καὶ εἰς τὸ ξύλον τοὺς πόδας του ἀσφαλίζουσιν. Ἀφ᾿ οὗ δὲ μὲ ἄλλας πολλὰς καὶ δεινὰς τιμωρίας ἐπαίδευσαν τὸν Ἅγιον, τέλος πάντων, ὅταν ἦτον σχεδὸν ἀποκαμωμένος, τὸν τιμωροῦν μὲ τὴν σκληροτέραν βάσανον, διά τι βάλλοντες τὸν Μάρτυρα ἐπάνω εἰς τροχόν, ὁποῦ εἶχε πηγμένα πανταχόθεν μαχαίρια, ἐνόμιζον μὲ τὴν τιμωρίαν ταύτην νὰ νικήσουν τοῦ γενναίου τὴν ἔνστασιν. Εἰς τοῦτον λοιπὸν τὸν τροχόν, ἐσφίγγετο μὲν ἡ μέση τοῦ Ἁγίου, καὶ σχεδὸν ὡσὰν τοῦ σκορπίου ἐγίνετο, μὲ τὴν ἐναντίαν δὲ κίνησιν τοῦ τροχοῦ, ἐστενοχωρεῖτο ἡ ἀναπνοή του καὶ τὰ μὲν ἄρθρα καὶ μέλῃ τοῦ σώματος του εὔγεναν ἀπὸ τὸν τόπόν τους, αἱ σάρκες του δὲ κατεκόπτοντο ἀπὸ τὰ τριγύρω ὄντα μαχαίρια, ἀκολούθως δὲ καὶ τὰ αἵματα ἔτρεχον ποταμηδόν, καὶ τὸ ἔδαφος ἐκοκκίνιζεν, εἰς τρόπον ὁποῦ νομίσαντες οἱ ἀσεβεῖς ὅτι ἐνεκρώθη τελείως, τὸν ἀφῆκαν οὕτως ἐπάνω τοῦ τροχοῦ, καὶ μὲ φωνὰς εὐχαρίστουν τοὺς θεοὺς των καὶ δαίμονας ἀλλὰ περισσότερον ἐντράπησαν, ἀφοῦ εἶδον μετὰ ὀλίγην ὥρα σῶον καὶ ὑγιῆ, τὸν ὑπ᾿ αὐτῶν ὡς νεκρὸν λογιζόμενον. Ὁ γὰρ Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων ἐλύτρωσεν ἀπὸ τὸν τροχὸν τὸν γενναῖον τοῦ ἀθλητήν. Ἰάτρευσε τὰς πληγάς του, καὶ τοὺς φυλάττοντας αὐτὸν στρατιώτας, ἐφόβισε καὶ ἐδίωξεν. Ὅθεν ὁ Γεώργιος ἀγαπῶντας νὰ πάθῃ περισσότερα βάσανα, δρομαῖος πάλιν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς ἐπαῤῥησιάζετο, μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα κηρύτων τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀνίκητον δύναμιν, ἐπειδὴ τῇ ἀληθείᾳ ἦτον νὰ ἴδῃ τινὰς θέαμα φοβερὸν ὁμοῦ καὶ παράδοξον. Τὸ ὁποῖον καὶ τοὺς πιστοὺς ἐστήριζεν εἰς τὴν πιστὴν τοῦ Χριστοῦ περισσότερον, καὶ τῶν ἀπίστων τὰ στόματα ἔφραζε. Βλέποντες λοιπὸν οἱ πεπλανημένοι τὸν Ἅγιον ὑγιῆ, ἐξεπλάγησαν μὲν εἰς τὸ ἐνέλπιστον αὐτὸ θέαμα, καὶ ἐπληροφοροῦντο, ὅτι ἄλλος δὲν εἶναι εἰ μὴ ὁ πρῴην λογιζόμενος. Ἀντὶ ὅμως νὰ μετανοήσουν, καὶ νὰ ἀφήσουν τὴν πλάνην τους, αὐτοὶ μὲ χειρότερα βάσανα τὸν ἀθλητὴν τῆς ἀληθείας ἐπαίδευον, καταχώσαντες αὐτὸν ὡς μαργαρίτην πολύτιμον, μέσα εἰς ἐξάπτουσαν ἄσβεστον. Καὶ ἐδὼ κατὰ ἀλήθειαν, ἄπιστον φαίνεται εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὴν ὑπερβολήν, τὸ θαυμάσιον ὁποῦ ἠκολούθησε. Πῶς γὰρ τὸ φυσικῶς ὦν εὐκολόφθαρτον σῶμα μέσα εἰς τοιοῦτον λαῦρον, καὶ καυστικὸν τῆς ἀσβέστου βρασμόν, κὰν εἰς ὀλίγον διέμεινε; πῶς δὲ καὶ αὐταῖς ἡ λεπτοτάταις τρίχες τοῦ σώματος, ἔμειναν παντελῶς ἀπυρίκαυσταις; ἢ πῶς τὸ ζῷον ὁποῦ μὲ τὴν ἀναπνοὴν τοῦ λεπτοῦ ἀέρος ἔχει τὴν φυσικήν του ζωήν, ἐκρύβη μὲν μέσα εἰς τὴν παχεῖαν καὶ κολλητικὴν ὕλην τῆς ἀσβέστου, καὶ ἐστερήθη ἀπὸ τὴν ἀναπνοήν, δὲν ἐστερήθη δὲ καὶ ἀπὸ τὴν ζωήν; ἐὰν ὅμως εἰς τοῦτο τινὰς ἀπορῇ καὶ διστάζη, ἂς ἐνθυμηθῇ, πὼς ὁ προφήτης Ἰωνᾶς διαμείνας μέσα εἰς τὴν θερμοτάτην κοιλίαν τοῦ κήτους τρεῖς ὁλοκλήρους ἡμέρας καὶ νύκτας, ἐξεράσθη ὁλόκληρος; πῶς ὁ Ἱερεμίας εἰς τὸν λάκκον τοῦ βορβόρου καταχωθείς, ἀβλαβὴς ἐφυλάχθη; πῶς δὲ καὶ οἱ τρεῖς παῖδες εἰς τὸ μέσον τῆς καιομένης καμίνου λεπτὸν ἀναπνέοντες ἀέρα, ἀβλαβεῖς ἐφυλάχθησεν; καὶ τὰ μὲν δεσμὰ κατεκάησαν, ἡ δὲ τρίχες τούτων ἀκαύσταις ἔμειναν; ταῦτα καὶ ἄλλα παρόμοια θαύματα, ὅσα ὁ μεγελόδοξος εἰργάσατο Κύριος εἰς κάθε γενεὰν διὰ τῶν δούλων καὶ φίλων του, ὁποῖος συλλογισθῆ, θέλει ὁμολογήσῃ καὶ τὸ εἰς τὸν Γεώργιον τοῦτο θαῦμα ὡς ἀναμφίβολον, καὶ πιστεύσας θέλει εἰπῇ τὸ τοῦ Δαβὶδ ὄντως θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ. Καὶ αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου. Ἡ τοῦ Θεοῦ γὰρ θέλησις, φύσις εἰς τὰ κτίσματα γίνεται.

Ἀλλὰ ὁ χρόνος δὲν θέλει μὲ φθάσει, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν, ὁ λόγος μου δὲν θέλει ἀρκέσει διὰ τὴν ἀμάθειάν μου, χωριστὰ χωριστὰ ἐὰν θελήσω νὰ ἀπαριθμῶ, καὶ τὸ εἶδος, καὶ τὸ σχῆμα, καὶ τὸν ὀδυνηρότατον καὶ ἀνυπόφορον πόνον τῆς κάθε βασάνου, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ αἱμοβόροι ἐκεῖνοι κύνες τὸν Ἅγιον ἐτιμώρισαν, τόσον παῤῥησίᾳ καὶ φανερὰ εἰς τὸ θέατρον ὅσον καὶ κρυφά, μέσα εἰς τὰς φυλακὰς καὶ τὰ δεσμωτήρια, ἀλλ᾿ οὔτε ἠμπορῶ διὰ λόγου νὰ παραστήσω τόσον τὴν ἀπάνθρωπον σκληρότητα καὶ θηριωδίαν τῶν τυραννούντων τὸν ἀθλητήν, ὅσον καὶ τοῦ ἀθλητοῦ τὸ καρτερικὸν ἐν ταῖς βασάνοις ταύταις καὶ μεγαλόψυχον. Καὶ πῶς εἰς κάθε βάσανον ὁποῦ ἐλάμβανεν, ἐπληροῦτο ἀληθῶς εἰς αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ἀποστολικὸν λόγιον, ὡς ἀποθνῄσκοντες, καὶ ἰδοὺ ζῶμεν ἀλλ᾿ οὔτε δύναμαι νὰ φανερώσω καθὼς πρέπει τὰς νυκτερινὰς καὶ ἡμερινὰς τοῦ Μάρτυρος προσευχάς, μὲ τὰς ὁποίας ἱκέτευε μὲν καὶ παρεκάλει τὸν Θεόν, διὰ νὰ τοῦ βοηθήσῃ εἰς τὰ μέλλοντα βάσανα, εὐχαρίστει δὲ αὐτὸν διὰ τὴν εἰς τὰ ἀπερασμένα δύναμιν αὐτοῦ καὶ βήθειαν. Ποῖος δὲ κάλαμος νὰ περιγράψῃ τὴν τῶν εἰδώλων ἀθρόαν συντριβήν, καὶ αὐτῶν τῶν δαιμόνων τὴν θρηνώδη φωνήν; μὲ τὴν ὁποία φανερῶς ἐκήρυττον, ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶναι θεοί, εἰς αἰσχύνῃ τῶν αὐτοὺς προσκυνούντων καὶ ὄνειδος. Τίς νὰ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὰς διαλέξεις καὶ ἐρωταποκρίσεις ὁποῦ ἔγιναν τόσον ἀπὸ τὸ μέρος τῶν τυράννων, ὅσον καὶ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ Μάρτυρος, καὶ τὸ ἦθος τούτων καὶ σχῆμα, καὶ ἔννοιαν; καὶ πρὸς τούτοις τίς νὰ ἀπαριθμῇ τὰς ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρας γενομένας εἰς τὸν Μάρτυρα θεϊκὰς ἐμφανείας καὶ ἐπισκέψεις, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν κατὰ τὸν Δαβίδ, τὰς βοηθείας καὶ παρακλήσεις καὶ ἰατρείας, αἱ ὁποῖαι ἔγιναν παρὰ τοῦ Χριστοῦ εἰς αὐτόν, εἰς πληρωμὴν τῆς ὑπομονῆς του; διὰ μέσου τῶν ὁποίων, ἀλησμόνα μὲν τὰς ἀπερασμένας παιδείας, ἐδυναμώνετο δὲ εἰς τὸ νὰ ὑποφέρῃ τὰ μάλλοντα παιδευτήρια, ὡσὰν νὰ εἶχε σῶμα ὄχι πήλινον, ἀλλὰ ἀδαμάντινον. Διὰ τοῦτο, ὁποῖος ἀγαπᾷ νὰ μάθῃ ταῦτα ἀκριβείας, ἂς ἀναγνώςῃ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου, καὶ θέλει ἀπολαύσει τὸ ποθούμενον. Ἀπὸ ἐκεῖ γὰρ νὰ μάθῃ καὶ νὰ θαυμάσῃ τῶν μαρτυρικῶν ἀγώνων τὸ ὑπέρογκον τοῦ Μάρτυρος τὸ μεγαλόψυχον, τῆς νίκης τὸ δικαιότατον, καὶ τῶν θείων ἀμοιβῶν καὶ χαρίτων τὸ ἀξιόχρεων. Ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μάθῃ σαφῶς καὶ νὰ θαυμάση, πώς, οἱ μένε σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἀσεβείας, ἔσμιγον τὸ γλυκὺ μὲ τὸ πικρὸν εἰς τὰ λόγια, ὁ δὲ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ ἐναντίου, πὼς μὲ τὸν ἁπλοῦν λόγον τῆς ἀληθείας, τὰς δολερὰς τούτων τεχνολογίας εὐκόλως ἀνέτρεπε καὶ διέλυε καὶ πῶς τὰς κρυφὰς παγίδας ὁποῦ κατ᾿ αὐτοῦ οἱ ἄπιστοι ἔστηναν, αὐτὸς τὰς ὑπερεπήδα μὲ τὰ πτερὰ τῆς ὑψηλῆς διανοίας του. Καὶ πῶς τὰ σιδηρᾶ ὑποδήματα, καὶ καρφία, καὶ τὰ λοιπὰ κολαστήρια, ὑπερενίκα μὲ τῆς ὑπομονῆς του τὴν δύναμιν. Ἀπὸ ἐκεῖ θέλει μάθῃ πῶς, ἀφοῦ ἐτελείωσε τὸν δρόμον τοῦ Μαρτυρίου, καὶ ξίφει τὴν κεφαλὴν ἀπετμήθη ὁ γενναῖος τῆς ἀληθείας ἀγωνιστής, καὶ μὲ τὸν σωματικὸν θάνατον, τὸν ψυχικὸν ἐνέκρωσε θάνατον, καὶ νικηφόρος ἀνεδείχθη δι᾿ αἵματος, τὸν τῆς νίκης φορέσας στέφανον, τότε μὲ τὸ ἔργον τὸν ἐπινίκιον ὕμνον εἰς τὸν νικοποιὸν Θεὸν χαροποιῶς ἀνεβόησεν εὐλογητὸς Κύριος εἰπῶν, ὃς οὐκ ἔδωκεν ἡμᾶς εἰς θήραν τοῖς ὀδοῦσιν αὐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ θέλει μάθῃ καὶ τοῦτο, ὅτι ὄχι μόνον διὰ τὴν ἐδικήν του ὠφέλειαν ὁ Μάρτυς Γεώργιος ἐμαρτύρησεν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν ὠφέλειαν καὶ σωτηρίαν ἄλλων πολλῶν, ὅπως δηλαδὴ διὰ τοῦ παραδείγματος του, ἐποίησε Μάρτυρας. Καθὼς ἦτον ὁ Ἀνατόλιος καὶ Πρωτολέων οἱ στρατηλάται, οἱ τὰ ἐν τῇ ἀθλήσει τοῦ Μάρτυρος γενόμενα θαύματα ἐκπλαγέντες, καὶ τὴν ἀνδρείαν αὐτοῦ μιμησάμενοι. Καθὼς ἦτον Γλυκέριος ὁ ἀοίδιμος, ὁ διὰ τοῦ θαύματος τοῦ γεγονότος εἰς τὸν βοῦν αὐτοῦ, ἐλευθερωθεὶς ἀπὸ τὴν θρησκείαν τῶν εἰδώλων τὴν ἄλογον. Καὶ ἄλλοι πολλοί, τοὺς ὁποίους ὁ μέγας Γεώργιος ἀνασπάσας ἀπὸ τὸν φάρυγγα τοῦ νοητοῦ δράκοντος ἐπρόσφερεν αὐτοὺς τῷ δεσπότῃ Χριστῷ ὡς εὐπρόσδεκτα καὶ τέλεια θύματα. Καὶ πρὸς τούτοις ὁποῖος ἀναγνώσῃ τὸ μαρτύριον τοῦ Ἁγίου, θέλει μάθῃ θαύματα μεγαλώτατα καὶ ἐξαίσια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἄλλα μὲν ἔγιναν μὲ τὴν προσευχὴν τοῦ Μάρτυρος, διὰ χάριν τῶν πιστῶς αὐτὰ ζητησάντων. Ἄλλα δὲ ἔγινὰν παρ᾿ αὐτοῦ, διὰ τοὺς ἀπίστους ὁποῦ ταῦτα ἐζήτησαν, καθὼς ἐστάθη καὶ τὸ θαῦμα ἐκεῖνο, τὸ νὰ ἀναστήσῃ ὁ Ἅγιος νεκρὸν ἐκ τοῦ τάφου, εἰς ἔλεγχον μὲν τῆς ἀγνωσίας τῶν ζητησάντων ἀπίστων, εἰς ἐπίγνωσιν δὲ τῆς ἀληθείας ἀνίσως γὰρ καὶ εἶχον ὀφθαλμοὺς καὶ ἀνθρωπίνην σύνεσιν, οἱ ἰδόντες τὸ τοιοῦτον θαυμάσιον, ἔπρεπε νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθῆ Θεόν. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ περισσότερον ἐπροσεῖχον εἰς τὰ φάσματα τὰ ψευδῆ τῶν δαιμόνων, παρὰ εἰς τὰ ἀληθῆ τοῦ Κυρίου θαυμάσια, ἀφοῦ γὰρ ἐξόδευσαν ὅσας μηχανὰς βασάνων ἐφεύρηκαν, καὶ ἀτόνισαν ἀπὸ τὴν ὑπομονὴν καὶ ἀνδρείαν τοῦ Μάρτυρος, ἐζήτουν ὡς οἱ ἰουδαῖοι νὰ κάμῃ ὁ Ἅγιος θαύματα καὶ σημεῖα ἀδύνατα. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ θαύματα ὁποῦ μόνοι ἐζήτησαν, κατησχύθησαν, διατὶ πολλῶν σωτηρία τὰ τοιαῦτα θαύματα ἔγιναν, καὶ τὸν Θεὸν τοῦ Γεωργίου πολλοὶ διὰ τούτων ἐγνώρισαν, ἐπειδὴ λέγω οἱ ἀσεβεῖς ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Μάρτυρος κατησχύνθησαν, καὶ εἰς αὐτὰ νὰ ἐναντιωθοῦν δὲν ἐδύνοντο, ἀλλ᾿ οὔτε νὰ ἐπιστρέψουν πρὸς τὴν ἀλήθειαν ἤθελον, μὲ τὸ νὰ εἶχον τὰ ὀμμάτια, καὶ αὐτία τῆς καρδίας τῶν τετυφλωμένα, καὶ κεκλεισμένα καθὼς λέγει ὁ Ἡσαΐας. Διὰ τοῦτο ὄχι μόνον ἔμειναν πάλιν εἰς τὴν προγονικὴν πλάνη τους, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγεία ἐνόμιζον νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἀλήθειαν. Ὅθεν καὶ Ἀθανάσιον τὸν καυχώμενον εἰς τὴν μαγικὴν τέχνην περισσότερον, παρὰ ὁποῦ ὁ Ἰαννὴς καὶ Ἰαμβρὴς οἱ ἐν Αἰγύπτῳ μάγοι ἐκαυχῶντο νὰ ἀνατρέψουν τοῦ Μωϋσέως τὰ θαύματα, τοῦτον λέγω ἔφερον εἰς τὸ μέσον, ἀλλ᾿ ὅμως εἰς ὀλίγην ὥραν, ὅλη μὲν ἡ μαγικὴ αὐτοῦ τέχνη κατέπεσε, καὶ τὸ ψεῦδος ἐνικήθη ὑπὸ τῆς ἀληθείας. Ἡ δὲ τοῦ μάγου παρουσία ἔγινεν εἰς τὸν ἑαυτόν του ὠφέλιμος διότι μὲν οἱ ἐν Αἰγύπτῳ μάγοι, δάκτυλον Θεοῦ ὀνομάζον τὸν ἐνεργοῦντα τὴν ἐκείνων ἀνατροπήν, καὶ μέχρι λόγων τὴν ἀλήθειαν ὡμολόγουν, ὁ δὲ καλὸς Ἀθανάσιος οὗτος, τὴν εἰς αὐτὸν ἀποκαλυφθεῖσαν πίστιν, διὰ τῶν ἔργων ἐναγκαλισάμενος, καὶ τὸν διὰ ξίφους ὑπὲρ αὐτῆς ὑπέμεινεν θάνατον, σύμφωνον μὲ τὸ ὄνομα του κληρονομήσας ζωὴν τὴν ἀθάνατον. Καὶ ἀφήνω νὰ λέγω ὅσους ἄλλους ὁ τοῦ Χριστοῦ στρατιώτης Γεώργιος ὁδήγησε πρὸς τὴν οὐρανῶν βασιλείαν, μὲ τὸ ἀνδρεῖον αὐτοῦ μαρτύριον. Μαζὶ δὲ μὲ αὐτούς, καὶ τὴν βασίλισσαν Ἀλεξάνδραν ἔκαμεν νὰ μιμηθῇ τοῦ Μωϋσέως τὴν ἀρετὴν διά τι καθὼς ὁ Μωϋσῆς μείζονα πλοῦτον ἡγήσατο τῶν ἐν Αἰγύπτῳ θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Τοιουτοτρόπως καὶ ἡ μακαρία αὕτη βασίλισσα, τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμήσας ἀπὸ τὴν ἐπίγειον βασιλείαν, προθύμως ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν διὰ ξίφους ὑπέμεινε θάνατον. Καὶ ἀντὶ τῆς προσκαίρου καὶ ἐπιγείου βασιλείας ὁποῦ κατεφρόνησεν, ἐκληρονόμησεν βασιλείαν οὐράνιον καὶ αἰώνιον. Ὢ τῆς ἀχορτάστου κακίας τοῦ διαβόλου! ἀλλὰ καὶ ὢ τῆς πλουσιωτέρας χάριτος τοῦ Κυρίου! ποῦ εἶναι τώρα ἐκεῖνοι ὁποῦ ἀναίσχυντα φλυαροῦσι, πῶς ὁ ἐχθρὸς προγινώσκει τὰ μέλλοντα; ἰδοὺ γὰρ μὲ τὰς ἐδικάς του παγίδας καὶ μηχανὰς ὁ διάβολος ἐπιάσθη. Καθὼς λέγει ὁ προφήτης Δαβὶδ ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτοῦ συνελήφθη ὁ ἁμαρτωλός. Καὶ διὰ μέσου τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, μὲ τοὺς ὁποίους ἐνόμισεν νὰ νικήσῃ τὸν ἀθλητήν, διὰ τῶν ἰδίων αὐτῶν ἀνοήτως ἐνικήθη, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ὁποῦ ἠγωνίζετο νὰ προσκυνεῖται, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἰδίους ὁρᾶτε καταγελώμενος. Ζητῶντας νὰ ἀπατήσῃ, ἠπατήθη, καὶ ἐλπίζοντας νὰ θανατώσῃ, ἐθανατώθη. Καὶ τὸ θαυμαστότερον εἶναι ὅτι αὐτὸς μὲν ἐσπούδασε νὰ ἀπατήσῃ καὶ νὰ θανατώσῃ μὲ βασιλεῖς, μὲ στρατιώτας ἀρματωμένους, μὲ πλήθη καὶ μὲ διάφορα εἴδη καὶ βίας βασάνων. Ἠπατήθη δὲ καὶ ἐθανατώθη ὄχι ἀπὸ δυνατοὺς καὶ ἀρματωμένους, ἀλλὰ ἀπὸ ἀσθενεῖς γυναίκας, καὶ ἀπὸ γυμνοὺς καὶ ἀόπλους, καὶ πολλοὶ μὲν βασιλεῖς καὶ μονάρχαι τοῦ κόσμου πολλὰ πολάκις τρόπαια καὶ νίκας ποιήσαντες, μετὰ θάνατον ὅμως τῆς βασιλείας παυσάμενοι, καὶ τὰς νίκας ταύτας καὶ τὰ τρόπαια ἔσβεσαν.

Ὁ δὲ Χριστοῦ περίδοξος στρατιώτης Γεώργιος, ἀφοῦ μίαν φορὰν ἐνίκησεν τὸν διάβολον, πάντοτε δείχνει τὴν κατ᾿ αὐτοῦ νίκην νεαρὰν καὶ ἀκμάζουσαν. Διὰ τί με τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ διώκει καθ᾿ ἑκάστην ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅλον ὁμοῦ τῶν δαιμόνων τὸ στράτευμα, καὶ ἐλευθερώνει ἐκείνους ὁποῦ ἔχουν ὑποχειρίους τῶν. Ποῖον ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἀπὸ τοὺς θριάμβους τούτους τοῦ Γεωργίου ἀνώτερον; ποῖον εἶναι τῆς νίκης ταύτης τοῦ τροπαιοφόρου θαυμασιώτερον; ἤ τι ἄλλο εἶναι τῶν στεφάνων τούτων τοῦ ἀθλητοῦ ἐνδοξότερον; αὕτη εἶναι τοῦ σοφοῦ στρατηγοῦ ἡ παράταξις καὶ ὁ πόλεμος. Τόση μεγάλη εἶναι ἡ τῆς ἐλεημοσύνης βοήθεια. Ταῦτα εἶναι τοῦ μεγάλου τρισαριστέως τὰ νικητήρια. Τοιαῦτα εἶναι τοῦ ἐδικοῦ μας μεγαλάθλου στεφανίτου τὰ τρόπαια. Καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ νοητὰ κούρση ὁποῦ μὲ τὴν ἄθλησιν τοῦ ἐκουρσεαυσεν. Ἔτζι ὁ ἐν σώματι τὸν ἀσώματον διάβολον ἐθανάτωσε. Καὶ κάμνωντας αὐτὸν νὰ χασομερᾷ μόνον πῶς νὰ φονεύσῃ τὸ σῶμα τοῦ Γεωργίου, ὁ Γεώργιος εἰς τὸν καιρὸν αὐτόν, μὲ τὴν ψυχή του ἐφόνευσε. Καὶ κάμνωντας αὐτὸν νὰ ἐλπίζῃ ὅτι ἔχει νὰ τὸν κερδίσῃ, αὐτὸς τοῦ ἄρπασεν ἀκόμην καὶ ἐκείνους ὁποῦ εἶχεν εἰς τὸν κόλπον του κερδημένους. Μιμητὴς γὰρ ἦτον ὁ Γεώργιος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πρόβλημα τῆς σαρκός, τὸν διάβολον ἐδελέασε, καὶ φαινόμενος ὅτι φοβᾶται καὶ παραιτεῖται τὸν θάνατον, μὲ τὴν παραίτησην ταύτην, ἀπάτησε τὸν ἐχθρόν, καὶ ἔλαβε τοῦτον αἰχμαλώτων. Διὰ τοῦτο ὅλον ἔχωντας ὁ Γεώργιος ἐγκάτοικον εἰς τὸν ἑαυτόν του τὸν διδάσκαλον Κύριον, ἢ ἀληθεστερον εἰπεῖν, ὅλος ὤντας ἐξεστηκῶς εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ζῶν ὄχι πλέον εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀλλὰ εἰς τὸν ὑπὲρ αὐτοῦ ἀποθᾳνόντα καὶ ἐγερθέντα Κύριον, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, καὶ ἀκολούθως διδαχθεὶς ἀπὸ τὸ ἐδικόν του παράδειγμα νὰ μὴ φοβῆται ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, διὰ τοῦτο λέγω, δὲν ἦτον πλέον οἰκεῖος τοῦ ἐδικοῦ του σώματος ὁ Γεώργιος, ἀλλὰ μόνου τοῦ θείου θελήματος. Καὶ τί λέγω οἰκεῖος τοῦ σώματος; οὐδὲ τῆς ἰδίας ψυχῆς τοῦ οἰκεῖος ὁ Γεώργιος ἦτον. Δία τι αὐτὸς μαθητὴς ὤντας Χριστοῦ, ἀρνήθη καὶ τὴν ψυχὴν θεληματικῶς καὶ σηκώσας τὸν Σταυόν του, ἀμέριμνος ἠκολούθει εἰς τὸν διδάσκαλον. Ὅθεν καὶ πρεπόντως τὰ μὲν ἀπερασμένα ἐλησμόνει βάσανα, πρὸς δὲ τὰ μέλλοντα αὔξανε. Δὲν ἐλογίζετο τὰ πρότερα, ἀλλ᾿ ἐζήτει τὰ ἐπίλοιπα. Τὰ βάσανα ἐσώθηκαν, καὶ οἱ τοῦ Γεωργίου στέφανοι δὲν ἀσώθηκαν, διά τι καὶ ἡ εἰς τὰ βάσανα προθυμία τοῦ δὲν ἐσώθηκαν. Ὁ ἐφευρέτης τῶν κακῶν διάβολος ἀπέκαμε, καὶ ὁ ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ μεγαλύτερα στέφανα ὀρεγόμενος, ἐζήτει ἀπὸ αὐτὸν ἀφορμὰς μεγαλυτέρων ἀγώνων ὅθεν ἦτον νὰ ἰδῇ τινὰς πῶς ὁ αὐτὸς ἀγῶνας ὁποῦ ἦτον εἰς τὸν διάβολον, ὁ αὐτὸς ἦτον καὶ εἰς τὸν Γεώργιον. Διά τι ὁ μὲν διάβολος μὴ δυνάμενος νὰ νικήσῃ μὲ τὰ βάσανα τὸν Γεώργιον, ἠγωνίζετο, ὄχι πῶς νὰ σωθῇ αὐτὸς μόνος, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ ἀφήσῃ εἰς ὅλους τοὺς χριστιανοὺς παράδειγμα σωτηρίας τὸ ἐδικόν του μαρτύριον. Ὅθεν καὶ μὲ δικαιοσύνην βοηθεῖ ἄνωθεν ὁ δίκαιος ἀθλοθέτης καὶ στεφανοδότης Χριστὸς τὸν δικαίως ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγωνοζόμενον. Καὶ λοιπὸν νικᾷ καὶ σῴζεται ὁ Μάρτυς, νικᾶται δὲ καὶ ἀπόλλυται ὁ τὴν ἀπώλειαν τούτου ζητῶν διάβολος. Τότε δὴ τότε ἀνύμνησαν οἱ οὐρανοὶ ἄγγελοι, καὶ ὅλοι οἱ χοροὶ τῶν δικαίων μὲ ἐπινικίους ἀλαλαγμοὺς ἐπαινέσαν τὸν Γεώργιον, τοὺς ἀγῶνας του κροτοῦντες, καὶ τὸν ἀγωνοθέτην ἀνευφημοῦντες. Ὁ δὲ Χριστὸς ὁ μόνος παμβασιλεύς, καὶ τῶν ἄθλων τοῦ Γεωργίου ἔφορος καὶ τελειωτής, μὲ ἀσύγκριτον δόξαν τὸν ἀθλητὴν ἐστεφάνωσεν, ἀνοίξας εἰς αὐτὸν τὴν οὐράνιον βασιλείαν του, τότε καὶ ὁ διάβολος βλέπωντας τὴν τόσην δόξαν τοῦ Μάρτυρος, ἐθυμώθη καὶ ἠγριώθη, καὶ τὰ κέντρα τοῦ φθόνου ὁποῦ πρὸς τὸν Ἅγιον εἶχεν ἐσύντριψε. Καὶ ὡς λέγει ὁ Δαβὶδ τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ βρύχων ἐτάκη καὶ ἀνέλυσεν ὅλος, καὶ τὴν ἀποτυχίαν τῆς ἐπιθυμίας του ἔκλαιε. Καὶ τῇ ἀληθείᾳ τότε ἦτον νὰ ἰδῇ τινὰς ἕνα θέαμα καινὸν καὶ παράδοξον, νὰ βλέπῃ τὸν σοφώτατον ἐκεῖνον δράκοντα, ὁποῦ καυχᾶται ἐναντίων πάσης σαρκὸς καὶ σώματος, ἐκεῖνον ὁποῦ ὑπεραίρεται καὶ μεγαλορημονεῖ, καὶ λέγει τὰ ἐν τῷ προφήτῃ Ἡσαΐᾳ γεγραμμένα ἑγὼ μὲ τὴν δύναμήν μου, καὶ μὲ τὴν γνῶσιν μου θέλω ἀφανίσω τὰ ὅρια τῶν ἐθνῶν. Ἐγὼ θέλω κρατήσω εἰς τὸ χέρι μου ὅλην τὴν οἰκουμένην, ὡσὰν μίαν παραμικρὰν φωλέαν ἑνὸς πετεινοῦ, ἐγὼ θέλω σηκώσω ὅλα ὅσα εἰς τὴν οἰκουμένην εὑρίσκονται, ὡσὰν τὰ οὔρια αὐγὰ ὁποῦ εἰς τὴν φωλέαν τους ἀφήνουν τὰ πουλιά, ὡς ἄχρηστα. Τότε ἦτον νὰ ἰδῇ τινὰς ἐκεῖνο ὁποῦ λέγει ποῖος ἠμπορῆ νὰ μοὶ ἀντισταθῇ, ἢ νὰ ἀντιλογήσῃ; ἐγὼ θέλω βάλω τὸν θρόνον μου ἐπάνω τῶν νεφελῶν, καὶ ἔσομαι ὅμοιος τῷ ὑψίστῳ. Τοῦτον λέγω τὸν τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα ὑπερήφανα λόγια λέγοντα, ἦτον νὰ ἴδῃ τινὰς τότε νὰ καταπαίζεται ὡσὰν ἕνα μικρὸν στρουθίον, ἀπὸ ἕνα νέον εἴκοσι χρόνων. Τότε ἦτον νὰ τὸν ἰδῇ τινὰς μετανοοῦντα πολλά, καὶ ὡς νήπιον κλαίοντα διά τι στανικῶς του τοσαύτη δόξαν εἰς τὸν Γεώργιον ἐπροξένησε διὰ τὸ ἐδικόν του μαρτύριον. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ διά τι ἐπρόσθεσεν εἰς τὴν δόξαν του ἄλλας ἀντιμισθίας ἐπουρανίους καὶ ἀθανάτους, διὰ τὰς ψυχὰς ὁποῦ ἔσωσε διὰ μέσου τοῦ μαρτυρίου του. Πρὸς ταύτας γὰρ ἀντιμισθίας ἀποβλέπων τὰς πάντοτε ὁ Γεώργιος, δὲν ἔπαυσεν πολέμων τὰς καὶ ἐντροπιάζωντας τὸν διάβολον, ἕως οὐ τελείως αὐτὸν ἐνίκησεν, καὶ οὕτως εἰς τὸν εὔδιον λιμένα τῆς μακαριότητος τὸ σκάφος του ἔμβασεν. Οὔτε ἔδωκεν ὕπνον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του, ὡς λέγει ὁ προφητάναξ, οὔτε εἰς τὰ βλέφαρα τοῦ νυσταγμόν, οὔτε εἰς τοὺς μήνιγγας του ἀνάπαυσιν. Ἕως οὐ κατεσκεύασε τὸν ἑαυτόν του τόπον τοῦ Κυρίου καὶ σκήνωμα. Οὔτε ἐδέχθη τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ θανάτου, ἤτοι δὲν ἠθέλησε νὰ ἀποθάνῃ παρευθὺς μὲ ἕνα, ἢ δύω μαρτύρια διὰ νὰ λάβῃ ὡς λέγει ὁ Παῦλος καλλυτέραν καὶ λαμπροτέραν ἀνάστασιν. Οὔτε ἡσύχασε ἀθλῶν καὶ ἀγωνιζόμενος, ἕως οὐ ἤκουσε νὰ τοῦ εἰπῇ ὁ νυμφίος Χριστὸς καὶ διδάσκαλος· εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστὲ ἐπὶ ὀλίγα εἶ πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω, εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου. Ἁρμόζουσιν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ Γεωργίου τὴν νυμφευθεῖσαν μὲ τὸν Χριστόν, καὶ τὰ λόγια ἐκεῖνα τῆς ἀσματιζούσης νύμφης τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας μέλος τιμιώτατον ἐχρημάτισεν ὁ Γεώργιος. Ποία ταῦτα; δεῦρο ἀπὸ λιβάνου νύμφη. Διατὶ ὁ Γεώργιος κατέστησεν ἀληθῶς ἐπιθυμητὴν τὴν ψυχὴν του, ὄχι δωρεὰν καὶ χάριτα, ἀλλὰ μὲ τὴν εὐωδίαν τῶν ἐδικῶν του ἔργων, καὶ νυμφευτὴν αὐτῆς τὸν ἴδιον Θεὸν κατεσκεύσεν, ἑλκύσας αὐτὸν εἰς τὴν ἀγάπην του μὲ τὸ θάνατον του, καὶ προσφερθεὶς εἰς αὐτὸν εἰς ὀσμὴν εὐωδίας θυσία εὐπρόσδεκτος. Εἰ δέ, διὰ τὸ λόγιον ἐκεῖνο τοῦ Δαβὶδ καὶ λεπτύνει αὐτὰς ὡς τὸν μόσχον τοῦ λιβάνου, θέλει τινὰς νὰ ἐννοήσῃ λίβανον τὴν εἰδωλολατρείαν, τὸ ὄρος γὰρ τοῦ λιβάνου ἦτον πάλαι ἀφιερωμένον εἰς τὰ εἴδωλα, δὲν σφάλλει τίποτε. Διά τι ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρείαν ἔφυγεν ἡ ψυχὴ τοῦ Γεωργίου, καὶ εἰς τὸν Δεσπότην τῶν ἁπάντων κατέφυγεν. Ὅς τις ὡς πατὴρ φιλόστοργος ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας του καί, προσυπαντήσας τὴν μαρτυρικὴν του ψυχὴν δεῦρο ἀπὸ λιβάνου, χαριέστατα πρὸς αὐτὴν ἀνεβόησεν. Οὐ μόνον δὲ τὸ λόγιον τοῦτο ἀξία ἐστάθη νὰ ἀκούσῃ ἡ τοῦ Γεωργίου ψυχὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ ἰδοὺ εἶ καλὴ ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλὴ καὶ ὅλη καλὴ ἡ πλησίον μου, καὶ μῶμος οὔκ ἐστιν ἐν σοί. Τὰ ὁποῖα λόγια ταῦτα συμφωνοῦσι μὲ τὰ Εὐαγγελικὰ ἐκεῖνα ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἑμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω καγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Καὶ ποῖον ἄλλο ἐγκώμιον εὑρίσκεται τῶν ἐγκωμίων τούτου ἀνώτερων; ὅταν ὁ κριτὴς ἐγκωμιάζῃ τὸν πρὸς αὐτὸν κριθῆναι ἐρχόμενον; τί ἄλλο εἶναι ἐνδοξότερον, ὅταν ὁ Θεὸς ὁποῦ ἔχει τάξιν νὰ ζητῇ ἀπὸ τοὺς δούλους, αὐτὸς ὁμολογεῖ ὅτι καὶ χρεωστεῖ εἰς δούλους; καὶ ὅταν ὁ Θεὸς προσκαλῇ εἰς τὴν ἐδικήν του χαρὰν καὶ βασιλείαν, τοὺς διὰ τὴν προπατορικὴν παρακοὴν εἰς τὴν κόλασιν ὑποδίκους; ὄντως αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ὁποῦ μὲ ὅρκον ὁ Θεὸς ὑπεσχέθη νὰ πληρώσῃ. Ἔφη γὰρ πρὸς τὸν προφήτην Σαμουὴλ ζῶ ἑγὼ λέγει Κύριος, ἀλλ᾿ ἢ τοὺς δοξάζοντας μὲ δοξάσω. Τῆς ὁποίας ὑποσχέσεως ταύτης κληρονόμος ἔγινεν ὁ μέγας Γεώργιος, κληρονόμος μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμος δὲ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ νὰ ἠγωνίσθῃ νόμιμος, ἠξιώθη καὶ ὑπὲρ νόμον τοῦ Θεοῦ ἀμοιβῶν. Οὐ γὰρ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ, ὡς λέγει ὁ Παῦλος, πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλύπτεσθαι, καὶ εἰς ὅλους μὲν τοὺς σῳζομένους, μάλιστα δὲ εἰς τοὺς μάρτυρας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ αἷμα των τὴν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ ἐμιμήθηκαν. Ποῖον λοιπὸν ἑγὼ νὰ ἐγκωμιάσω περισσότερον; τὸν Γεώργιον, ὁποῦ ἔκαμε τὸν ἑαυτόν του ἄξιον τῆς τοσαύτης χάριτος ὥστε ὁποῦ νὰ ἐνοικίσῃ τὸν Θεὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ νὰ χύσῃ δι᾿ αὐτὸν τὸ ἴδιον αἷμα του; ἢ νὰ ἐγκωμιάσω τὸν Θεὸν ὁποῦ ἐνεδυνάμωσε τὸν Μάρτυρα του, καὶ τόσης χάριτος τὸ ἀνθρώπινον γένος ἠξίωσε; δία τι, τὶς δὲν θέλει θαυμάσει τὴν ὑπερβολικὴν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον; ὅτι ἡμεῖς μὲν ὡς ἀσυγχώρητα ἁμαρτήσαντες, χρεωστοῦμεν ἂν ὄχι ἄλλο, ἀλλὰ τὸ ὀλιγώτερον νὰ ὑπομείνωμεν πόνους πικροτάτους, διὰ νὰ ξεπληρώσωμεν τὴν ἡδονὴν τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ γεύσεως ὁποῦ διὰ τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ ἀπολαύσαμεν, καὶ διὰ τὴν ἡδονὴν τῶν προαιρετικῶν ἁμαρτιῶν ὁποῦ ἐπράξαμεν. Ἵνα μὴ λέγω, ὅτι χρεωστοῦμεν εὐχαρίστως μὲ πάθος καὶ θάνατον νὰ ἀνταμείψωμεν τὸ πάθος καὶ τὸν θάνατον ὁποῦ ἔπαθεν ὁ Χριστὸς διὰ λόγου μας, χωρὶς νὰ ἐλπίσωμεν νὰ λάβωμεν διὰ τοῦτο κανένα στέφανον. Καὶ τώρα γίνεται τὸ ἐναντίον, καὶ ὁ παθὼν καὶ θανατωθεὶς ὑπὲρ ἡμῶν δεσπότης, αὐτὸς καὶ ἀναξίους ὄντας ἡμᾶς ἀποδέχεται, καὶ κατοικεῖ διὰ τῆς χάριτος του εἰς τοὺς Μάρτυρας, καὶ τοὺς συμβοηθεῖ εἰς τὸ μαρτύριον. Καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ χαρίζει εἰς αὐτοὺς ἀμαραντίνους στεφάνους, καὶ τοὺς ἀνταμείβει μὲ δωρεὰς ἀνωτάτας, καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσεν, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη. Καὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ χαρίσματα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπιθυμοῦν νὰ παρακύψουν καὶ οἱ αὐτοὶ οἱ οὐράνιοι ἄγγελοι καὶ κάμνει τοὺς δι᾿ αὐτὸν πάσχοντας, συγκληρονόμους τῆς ἐδικῆς του βασιλείας. Καὶ τὸ θαυμαστότερον εἶναι τοῦτο, ὅτι καὶ μισθὸν καὶ πληρωμὴν δίδει εἰς αὐτούς, ὄχι κατὰ χάριν καὶ δωρεάν, ἀλλὰ κατὰ χρέος καὶ ὀφειλήν. Καὶ μόνον ἐὰν προσέλθῃ τινὰς εἰς αὐτὸν μετὰ πίστεως ἀδιστάκτου, λέγει εἰς αὐτὸν ἐκεῖνα ὁποῦ εἶπε καὶ πρὸς τὸν Ἀβράμ, οὐ μὴ σὲ ἀνῶ, οὐδ᾿ οὐ μὴ σ᾿ ἐγκαταλείπω. Τόση πολλὴ καὶ μεγάλη εἶναι ἡ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀγάπη καὶ ἀγαθότης. Ὄντως λοιπόν, καλὰ εἶπεν ὁ προφήτης Δαβίδ, ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου, πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης. Διατὶ ὅσα καὶ ἂν εἴπῃ τινὰς πρὸς δοξολογίαν Θεοῦ, ποτὲ δὲν λέγει κἀν ἕνα ἄξιον, ἀλλὰ πάντως ἀνάξιον, διά τι ἡ φύσις δὲν χωρεῖ τὸ ἄξιον, ὄχι μόνον ἡ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ φύσις τῶν πρώτων καὶ ὑψηλοτάτων ἀγγέλων.

Διὰ τοῦτο, ὡς μοι φαίνεται, μὲ μόνην τὴν σιωπὴν τὸ ἀκατάληπτον καὶ ὑπεράξιον τῆς θείας ἀγαθότητος οἱ ἄγγελοι φενερώνουσι καὶ μὲ τὴν σιωπὴν τιμῶσι περισσότερον τὸν Θεόν, παρὰ μὲ τὸ λόγον, ὡς πολὺ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀξίας κατώτερον. Ἀλλ᾿ ἴσως ἤθελεν εἰπῇ τινὰς. Καὶ ἂν ὁ Χριστὸς ἐκατοίκει εἰς τὸν Γεώργιον ὅταν ἐμαρτύρει καὶ ἠγωνίζετο, τὶ θαυμαστὸν εἶναι ἀνίσως ὑπέμεινεν ἀνδρείως τοσαῦτα βάσανα; τοῦτο γὰρ δὲν ἦτον τοῦ Γεωργίου κατόρθωμα, ἀλλὰ τῆς χάριτος τοῦ ἐνοικοῦντος Χριστοῦ εἰς τὸν Γεώργιον ὁποῦ γὰρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις. Πρὸς τὸν ὁποῖον ἡμεῖς ταῦτα ἀποκρινόμεθα ἀληθῶς ὢ ἀγαπητέ, ἡ χάρις τοῦ ἐνοικοῦντος Χριστοῦ τὸ πᾶν ἐκατόρθωσεν, ἀλλὰ τί ἦτον ἐκεῖνο ὁποῦ ἐπροξένησεν εἰς τὸν Γεώργιον τήν τοῦ Χριστοῦ ἐνοίκησιν; στοχάσου λοιπὸν πρῶτον τὴν αἰτίαν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήσεως, καὶ τότε στοχάσου καὶ τὰ ἐξ αὐτῆς κατορθώματα τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τῆς ἐνοικήσεως ταύτης, αὐτὸς ὁ Κύριος διὰ τοῦ Υἱοῦ τῆς βροντῆς εἰς ἡμᾶς ἐφανέρωσεν, εἰπῶν ἐάν τις ἀγαπᾷ με, ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου καὶ ἑγὼ ἀγαπήσω αὐτόν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα, καὶ μόνην παρ᾿ αὐτῷ ποιήσωμεν. Ὥστε τὸ αἴτιον τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐνοικήσεως εἶναι ἡ ἀγάπη ὁ ἔχων γάρ φησὶ τὰς ἐντολάς μου, καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν με, ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Γεώργιος ἐφύλαξε τὰς ἐντολὰς τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ τὸ ἔργον τὸν ἠγάπησε διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς παρὰ τοῦ Χριστοῦ ἠγαπήθη, καὶ ἐγκάτοικον ἐποίησεν ὃν ἠγάπησεν ἐπειδὴ δὲ ὁ Χριστὸς εἰς τὸν Γεώργιον ἐκατοίκησεν, ἀξίως καὶ ὄχι κατὰ χάριν ἐτίμησεν αὐτὸν μὲ τοῦ μαρτυρίου τὴν ἀμοιβήν. Ὅτι δὲ τὸ μαρτύριον εἶναι ἀμοιβὴ καὶ μισθὸς ἔργων ἀγαθῶν, αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἄκουσον ὁποῦ βεβαιοῖ τοῦτο εἰς τὸ κατὰ Μᾶρκον εὐαγγέλιον λέγων, ὅτι ἔχει νὰ δώσῃ πληρωμὴν εἰς τοὺς ἀξίους διὰ τοὺς διωγμοὺς ὁποῦ λαμβάνουσιν ὑπὲρ τῆς ἀγάπης Του. Τὸ πρῶτον λοιπὸν τοῦ Γεωργίου κατόρθωμα, καὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἀγάπης πρόξενον, εἶναι τὸ νὰ κατασκευάσῃ τὸν ἑαυτόν του ἄξιον τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν τῆς ζωῆς τοῦ καθαρότητα. Καὶ μ᾿ ὅλον ὁποῦ ἦτον εἰς ἡλικίαν νέαν, καὶ εἰς αξίαν στρατιωτικήν, τὸ ὁποῖον εἰς τοὺς ἀνθρώπους νὰ εὑρεθῇ εἶναι πολλὰ δύσκολον. Δεύτερον δὲ κατόρθωμα τοῦ Γεωργίου ἐστάθη, τὸ νὰ ἀγαπήσῃ προθύμως τὸ μαρτύριον, καὶ νὰ ἑτοιμάσῃ εἰς τοῦτο τὸν ἑαυτόν του μὲ τὴν τῶν ὑπαρχόντων του διαμοίρασιν. Καὶ κοντὰ εἰς αὐτὰ τρίτον κατόρθωμα τούτου εἶναι, τὸ νὰ ἐπικαλῆται σοφῶς βοηθόν του τὸν ἐνοικοῦντα Χριστόν. Καὶ ἔτζι διὰ τῆς εἰς αὐτὸν πίστεως καὶ ἐλπίδος, νὰ ἐμβαίνῃ εἰς τὰ ὑπὲρ αὐτοῦ μαρτύρια. Αὐτὰ εἶναι τοῦ Γεωργίου αἱ ἀρεταῖς καὶ τὰ κατορθώματα, ἄρνησις κόσμου, καὶ τῶν ἐν κόσμῳ ζωῆς καθαρότης, πίστις ἀδίστακτος προθυμία τοῦ μαρτυρίου καρδίας ταπείνωσις ἀπὸ τὰς ὁποίας ἀρετὰς ταύτας καμμία ἄλλῃ ἀνωτέρα δὲν εἶναι, καὶ χωρὶς αὐτάς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δείξῃ τινὰς τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπην του. Αὐτὰς τὰς ἀρετὰς ἔχωντας πρὸ τοῦ μαρτυρίου ὁ θεῖος Γεώργιος, καὶ μὲ αὐτὰς πολλὴν δείξας τὴν εἰς Θεὸν ἀγάπης, ὑπερβαλλόντως παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸς ἠγαπήθη, καὶ φενερὰ ἐδέχθη εἰς τὴν καρδίαν του τὸν δικαίως αὐτὸν ἀγαπήσαντα Κύριον. Διὰ τοῦτο μὲ τὸ νὰ ἑτοιμασθῇ τοιουτοτρόπως πρωτύτερα ἀπὸ τοὺς ἀγῶνας, δὲν ἐταράχθη ἐν τῷ καιρῷ τῶν ἀγώνων. Ἡτοιμάσθην γὰρ φησὶ καὶ οὐκ ἐταράχθην ἀλλὰ νικήσας ἐσεφανώθη, μὲ τὸ νὰ εἶχε τὸν Χριστὸν ἕτοιμον βοηθόν. Αὐτὸς γὰρ μὲ τὸ νὰ ἠξεύρῃ τὴν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὸ εὔκολον αὐτῆς εἰς ὑπερηφάνειαν. Οὔτε τὸ πᾶν τῆς νίκης ἀφήνει εἰς τὸ χέρι καὶ δύναμιν τῆς ἐδικήν μας, διὰ νὰ μὴ πάθωμεν ἕνα ἀπὸ τὰ δύω ταῦτα κακά, καὶ ἵνα νικηθῶμεν ὡς ἀπὸ τὴν ἀσθένειαν μας, ἢ νὰ κρημνισθῶμεν ὡς ὁ Φαρισαῖος ἀπὸ τὴν ἔπαρσιν μας.

Ἀλλ᾿ οὔτε πάλιν μόνος ὁ Χριστὸς τὸ πᾶν κατορθώνει τῆς νίκης μας, διὰ νὰ μὴν εἴμεθα καὶ ἡμεῖς πάντη ἀργοῖ καὶ ἄχρηστοι, καὶ διὰ νὰ πληρώσωμεν καὶ ἡμεῖς κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ χρέη μας.

Ὅθεν πραγματευόμενος διὰ πάντων τὴν σωτηρίαν μας ὁ φιλάνθρωπος, κατὰ τὸ μέτρον τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἑνός, οὕτω παρακαλούμενος δίδει τὴν βοήθειαν, καὶ ζητούμενος εὑρίσκεται, καὶ εἰς τοὺς κρούοντας ἀνοίγει τὰ σπλάγχνα τοῦ θείου ἐλέους Του, καὶ βοηθεῖ εἰς τοὺς κινδυνεύοντας, καὶ συμπολεμεῖ μὲ τοὺς αὐτούς, καὶ δεφενδεύει ὅλους ἐκείνους ὁποῦ προθυμηθοὺν νὰ πάθουν διὰ τὴν ἀγάπην Του, μὴν ἀφήνοντας αὐτοὺς νὰ πάθουν ὑπὲρ τὴν δύναμιν τους, ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν πειρασμόν, δίδει εἰς αὐτοὺς καὶ τὴν δύνὰμην νὰ ὑπομενοῦν τὸν πειρασμόν, ὡς λέγει ὁ Παῦλος. Ἵνα μὲ τοῦτον τρόπον λάβουν καὶ τὸν δικαιοσύνης ἀμάραντον στέφανον. Ὅσοι ὅμως διὰ τὴν ἀμέλειαν μας κρατούμεθα ἀπὸ γεῶδες φρόνημα τῆς σαρκός, καὶ τὰς ἁμαρτίας ἐπιθυμοῦμεν, μένωμεν ἔρημοι ἀπὸ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ. Διὸ καὶ φοβούμεθα καὶ πίπτομεν, καὶ οὐδὲ νὰ σταθῶμεν δυνάμεθα, ὅταν μᾶς τύχη κανένας πειρασμός. Διὰ τοῦτο εἶναι ἀνάγκη καὶ χρεία εἰς ἡμᾶς, παντοτινὰ νὰ ἐνθυμούμεθα καὶ νὰ φυλάττωμεν τὴν δεσποτικὴν ἐκείνη ἐντολὴν τὴν λέγουσαν γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθαι, ἵνα μὴ εἰσέλθεται εἰς πειρασμὸν, τὸ δὲ νὰ γρηγορῇ τινας καὶ νὰ προσεύχεται ἄλλο δὲν θέλει νὰ εἰπῇ, παρὰ τὸ νὰ γνωρίζωμεν τὴν ἐδικὴν μας ἀσθένειαν, καὶ παντοτινὰ νὰ ἐπικαλούμεθα τὴν θείαν βοήθειαν. Διά τι καὶ ὁ κορυφαῖος Πέτρος ὑποσχόμενος νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν Κύριον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ τήν τοῦ Κυρίου βοήθειαν δὲν ἐζήτησεν, ἐμπιστευθεὶς εἰς τὴν προθυμίαν τοῦ πνεύματός του ἐφάνη ἡ ἀσθένεια τῆς σαρκός του νικήτρια τῆς προθυμίας τοῦ πνεύματος του, διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτὸν ἀποτείνωντας τὸν λόγον, ἔλεγε γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν, τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενὴς καὶ χρεία εἶναι εἰς ἐσᾶς τῆς ἐδικῆς μου βοηθείας. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν ἂς ἐπικαλούμεθα καὶ ἡμεῖς εἰς ὅλας τὰς περιστάσεις καὶ ἀνάγκας μας σωτῆρα καὶ λυτρωτήν μας, διὰ μέσου τοῦ σήμερον ἐργαζομένου περιδόξου καὶ ἀοιδίμου καὶ ἀληθῶς τροπαιοφόρου, καὶ καλλινίκου μάρτυρος Γεωργίου, παρακαλοῦντες νὰ γίνεται τὸ θέλημά του καὶ εἰς ἡμᾶς, καθὼς γίνεται καὶ εἰς τοὺς οὐρανούς. Διὰ νὰ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ φρόνημα καὶ ἡ διάθεσης πρὸς αὐτόν, τόσων ἡμῶν τῶν ἐπιγείων ἀνθρώπων, ὅσον καὶ τῶν οὐρανίων ἀγγέλων καὶ οὕτω νὰ πληροῦνται εἰς ἡμᾶς ἡ θεία αὐτοῦ πρὸς τὸν πατέρα φωνή, τὴν ὁποίαν ἐνώνοντας ἡμᾶς πάντας πρὸς τὸν Θεόν, ἔλεγεν ἵνα καθὼς ἐγὼ καὶ σὺ Πάτερ ἕν ἐσμὲν καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἐν ὦσιν ἑγὼ ἐν αὐτοῖς, καὶ σὺ ἐν ἑμοὶ ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν δηλαδὴ εἰς ἕνα θεικὸν φρόνημα. Ἐὰν δὲ ἡμεῖς ἀγαπήσωμεν τὸν Χριστόν, καὶ κρατήσωμεν αὐτόν, καὶ δὲν τὸν ἀφήσωμεν, ἕως οὐ νὰ τὸν ἐμβάσωμεν μέσα εἰς τὸ ταμεῖον τῆς καρδίας μας, καθὼς γέγραπται εἰς τὸ ᾆσμα ἐκράτησα αὐτόν, καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὐ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου, καὶ εἰς ταμεῖον τῆς συλλαβούσης με. Ἐὰν λέγω μὲ τοιοῦτον τρόπον ἀγαπήσωμεν, καὶ ἐνοικήσωμεν τὸν Χριστὸν εἰς τὸν ἑαυτόν μας, τότε καὶ αὐτὸς ὁ Χριστὸς θέλει ἐνεργεῖ καὶ εἰς ἡμᾶς ἐκεῖνο ὁποῦ εἶπε καὶ πρὸς τὸν Ἀβραὰμ οὐ μὴ σὲ ἀνῶ, οὐδ᾿ οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω, καὶ δὲ θέλει μας ἐγκαταλείψει νὰ πέσωμεν εἰς πειρασμόν, ἀλλ᾿ ἔχει νὰ μας λυτρώσῃ ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, καὶ ἀπὸ κάθε ψυχοφθόρον βλάβην καὶ μεθοδείαν αὐτοῦ καθὼς ἐλύτρωσε καὶ τον σημερινὸν θεόφρονα καὶ πολύαθλον, καὶ ἀληθῶς πανένδοξον μάρτυρα ἅγιον Γεώργιον, ὥστε ὁποῦ νὰ ἠμποροῦμεν καὶ ἡμεῖς νὰ λέγωμεν χορεύοντες ἐκεῖνο τὸ ψαλμικὸν ἡ ψυχὴ ἡμῶν ὡς στρουθίον ἐῤῥύσθη ἐκ τῆς παγίδος τῶν θηρευόντων. Ἡ παγὶς συνετρίβη, καὶ ἡμεῖς ἐῤῥύσθημεν, ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου, τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανόν καὶ τὴν γῆν. Διά τι ὅλη ἡ δύναμης τῆς σωτηρίας μας ἐν καιρῷ θλίψεως, ἄλλου δὲν εἶναι, εἰ μὴ μόνον αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν. Διὰ τοῦ ὁποίου, καὶ μετὰ τοῦ ὁποίου πρέπει καὶ ἀξίως χρεωστεῖται τῷ συνάναρχῳ Πατρί, καὶ τῷ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ πνεύματι πᾶσα ἡ δόξα, καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, μεγαλωσύνη τε καὶ μεγαλοπρέπεια, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν.

Ἐδημοσιεύθη εἰς τὸν ἐπετειακὸ τόμο πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὸν ὁποῖο ἐξέδωσε ὁ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδάκης (Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας τῆς Κρήτης) καὶ φέρει τὸν τίτλο: «Χρυσοστόμου Παπαδάκη τοῦ Κρητός, Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου Ὑμνογραφικὰ καὶ Ἐγκωμιαστικὰ ἐπὶ τῇ συμπληρώσει 1700 ἐτῶν ἀπὸ τῆς μαρτυρικῆς τελειώσεως αὐτοῦ 303-2003 μ.Χ. Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ. Ἀθήνα 2003, σ. 672-684.
πηγή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2011

Περί της Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.(Aπόσπασμα από λόγο του Αγίου Ανδρέα,Αρχιεπισκόπου Κρήτης)


 
 
Κατά τον Λόγο στην Περιτομήν …κτλ (PG 97, 913-929)
Του Αγίου Ανδρέου, Αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου
«Και όταν συμπληρώθηκαν οι ο κ τ ώ μ έ ρ ε ς για να γίνει
η π ε ρ ι τ ο μ ή του παιδιού, ο ν ο μ ά σ τ η κ ε Ι η σ ο ύ ς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του» (Λουκάς 2:21).

«Χριστού περιτμηθέντος, ετμήθη νόμος
Και του νόμου τμηθέντος, εισήχθη χάρις»
1. Προοίμιο: Η 1η Ιανουαρίου είναι η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού πού γιορτάζει ένα γεγονός που έγινε οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννησή του και κατά το οποίο πήρε το όνομά του Ιησούς (=Σωτήρας). Η Γιορτή αυτή συνδέει την Δεσποτική Γιορτή των Χριστουγέννων δηλ. των Γενεθλίων του Χριστού (25 Δεκεμβρίου) με την Δεσποτική Γιορτή των Θεοφανείων ή Φώτων δηλ. της Βαπτίσεως του Χριστού (6 Ιανουαρίου), και αποτελεί μαζί τους την λεγόμενη εορταστική περίοδο του Δωδεκαημέρου.
Αρχικά οι τρεις αυτές Δεσποτικές Γιορτές του Δωδεκαημέρου συμπεριλαμβάνονταν σε μία και αρχαία γιορτή, την Γιορτή των Θεοφανείων (6 Ιανουαρίου), της οποίας κεντρικό θέμα ήταν η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Η επιλογή της ημερομηνίας 6 Ιανουαρίου για την Γιορτή αυτή φαίνεται ότι οφειλόταν στο ότι ήταν ήδη ημέρα γιορτής στο παλαιό ρωμαϊκό ημερολόγιο ως ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου (ίσης ημέρας και νύχτας) από την οποία άρχιζε να μεγαλώνει η ημέρα και να μικραίνει η νύχτα.
Οι ρωμαίοι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τα γενέθλια του αήττητου ορατού ήλιου ως του θεού του φωτός πού στηρίζει την φυσική ζωή στον κόσμο. Οι Χριστιανοί αντιμετώπισαν αυτήν την πρόσκληση γιορτάζοντας τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο και προβάλλοντας τον Χριστό σαν τον ήλιο της δικαιοσύνης που μεταδίδει το άκτιστο θείο Φως του ενός Θεού «εν Τριάδι» και φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο. Αργότερα επικράτησε η 25η Δεκεμβρίου ως η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου και της γιορτής των γενεθλίων του ορατού ήλιου.
Η απάντηση των χριστιανών στη νέα αυτή ειδωλολατρική πρόκληση ήταν η μεταφορά της Γιορτής της Γεννήσεως του Χριστού στην ημερομηνία αυτή,[1] ενώ η 6η Ιανουαρίου παρέμεινε πλέον ως η Γιορτή της Βαπτίσεως του Χριστού. Η Γιορτή της Περιτομής του Χριστού ακολούθησε λογικά την Γιορτή των Χριστουγέννων οκτώ μέρες μετά.
Ο Λόγος περί της Περιτομής του Χριστού του μεγάλου πατρός της Εκκλησίας αγίου Ανδρέου Κρήτης (660-740), γνωστού από το υμνολογικό και κηρυγματικό έργο του, που ακολουθεί, μας εξηγεί την ιδιαίτερη σημασία της Δεσποτικής αυτής Γιορτής, η οποία εντάσσεται μέσα στο όλο έργο της αποκάλυψης του Θεού και της σωτηρίας μας που επιτέλεσε ο ενσαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, ο Κύριος και Λυτρωτής μας Ιησούς Χριστός. Επειδή ο Λόγος αυτός είναι εννοιολογικά πάρα πολύ πυκνός, τον παρουσιάζουμε αναλυτικότερα και επεξηγηματικά στην παρούσα μεταγλώττιση.
2. Οι Δεσποτικές Γιορτές και τα Γεγονότα του Βίου του Χριστού: Αρχίζει ο άγιος Ανδρέας με την επισήμανση ότι «είναι καλό και θεάρεστο να δοξάζουμε τον Θεό και να γιορτάζουμε για όλα όσα έκανε ο Σωτήρας μας Χριστός γιατί τα έκανε σαν Θεάνθρωπος και όχι σαν απλός άνθρωπος». Όλα όσα έκανε ο Χριστός, λέει ο άγιος, «αποτελούν εκπληκτικά θαύματα, γιατί έχουν θεανθρωπική βάση και θεανθρωπικό χαρακτήρα.
Γι αυτό είναι και μοναδικά και σωτήρια. Και δεν θα μπορούσαν τα γεγονότα αυτά να ήσαν διαφορετικά! Γιατί ο Χριστός είναι Θεός αληθινός που έγινε και άνθρωπος αληθινός». Τα έκανε αυτά γιατί ήθελε «να φανερωθεί στους ανθρώπους που είχαν αποξενωθεί από αυτόν και τον αγνοούσαν, και να υπομείνει σαν άνθρωπος αληθινός όλα τα ανθρώπινα ώστε να εκτελέσει όλα τα παραγγέλματα του θείου νόμου που είχαν δοθεί από τον Θεό στον άνθρωπο, με απώτερο σκοπό να δώσει αντί για αυτά άλλα καλλίτερα και τελειότερα (αντιδώσειεν)».
Το ρήμα «αντιδίδω» που χρησιμοποιείται εδώ από τον άγιο Ανδρέα Κρήτης, χαρακτηρίζει όλο το έργο (την κατά σάρκα οικονομία) του Χριστού που είναι μια σωτήρια αντίδοση. Με την ενανθρώπησή του πήρε ο Θεός όλα όσα έχουμε και τα αντάλλαξε όλα με άλλα δικά του που είναι γεμάτα με χάρη και αλήθεια.
Το ήθελε και το έκανε αυτό από φιλανθρωπία, γιατί έτσι μόνο θα αποκαθιστούσε τον άνθρωπο στην πραγματική και φυσική του κατάσταση, όπως τον είχε αρχικά πλάσσει ο ίδιος ως Θεός αληθινός.
Η ενανθρώπιση του Θεού ήταν το αντίδοτο του Θεού στην αποστασία του ανθρώπου που τον έκανε τον άνθρωπο να χάσει το δρόμο του και αποξενωθεί από τη θεία χάρη. Έγινε άνθρωπος ο Θεός για να θεοποιήσει τους ανθρώπους με την θεανθρώπινη υπόσταση του.
3. Η Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού: Η περιτομή που υπέστη ο Χριστός οκτώ μέρες μετά την κατά σάρκα γέννηση του και την άσπορη προέλευσή του από την Παρθένο Μαρία φανερώνει αυτήν την αντίδοση που οδηγεί στη θέωση του ανθρώπου. Το γιορτάζουμε αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη γιορτή επειδή αποτελεί πραγματικά, όπως λέει ο Άγιος Ανδρέας, «μέγιστο θαύμα».
Γιατί; Γιατί με αυτό ο Θεάνθρωπος Χριστός «όχι μόνον εκπλήρωσε τον νόμο, αλλά και φανέρωσε ταυτόχρονα και την υπέρβασή του, αποκαλύπτοντας τις πραγματικές διαστάσεις της σωτηρίας μας».
Στον Λόγο του αυτό, μας δίνει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης με ένα τρόπο συνοπτικό αυτές τις διαστάσεις της σωτηρίας που μας προσφέρει ο ενσαρκωμένος Θεός.
4. Τι Σημαίνει η Περιτομή του Χριστού: Άνθρωπος Αληθινός αν και Θεός Αληθινός. Με το να υποστεί την περιτομή και να πάρει ένα συγκεκριμένο ανθρώπινο όνομα, σύμφωνα με το ιουδαϊκό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε, απόδειξε ο Χριστός ότι ήταν πραγματικός άνθρωπος, αν και προϋπήρχε ως αληθινός Θεός, άπειρος και ασύγκριτος όπως ήταν πάντοτε.
Έγινε άνθρωπος μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο-χρονικό και θρησκευτικό ανθρωπολογικό πλαίσιο και ακολούθησε την πορεία και τις προδιαγραφές της ανθρώπινης φύσης και της σχέσης της με τον Δημιουργό της Θεό. Η περιτομή του, λέει ο άγιος Ανδρέας, «φανερώνει ότι δεν είναι πλέον μόνον Υιός Θεού αλλά και Υιός της Παρθένου.
Είναι και παραμένει Υιός Θεού κατά κυριολεξία, όπως και ο Πατήρ είναι Πατήρ κατά κυριολεξία επειδή γεννάει τον Υιό, και το Πνεύμα το Άγιο είναι Πνεύμα κατά κυριολεξία επειδή εκπορεύεται από τον Πατέρα, και έτσι τα τρία αυτά θεία πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, είναι ένας Θεός και υπάρχει σ’ αυτά η (μία) θεότητα». Ο Χριστός όμως «είναι και Υιός της Παρθένου και ακριβώς για αυτό το λόγο είναι και καταληπτός και προσιτός σε μας τους ανθρώπους».
Η ενανθρώπησής του δεν σημαίνει ότι έπαψε να είναι Θεός. Σημαίνει μάλλον ότι «έγινε και άνθρωπός μας, αυθεντικός, αληθινός, τέλειος άνθρωπος, τον οποίον μπορούμε τώρα να πλησιάζουμε με θάρρος όχι μόνον σαν Δεσπότη και Κτίστη αλλά και Σωτήρα μας γιατί είναι ένα μαζί μας. Πήρε την φύση μας, ακολούθησε την αληθινή πορεία της και την οδήγησε στην τελείωσή της.
Και τώρα μας την προσφέρει σαν ανταλλαγή και αντίδοτο για να γίνουμε και εμείς άνθρωποι αληθινοί, αυθεντικοί και τέλειοι όπως είναι εκείνος». Έτσι ακριβώς τον παρουσιάζει ο Λουκάς στην ευαγγελική αφήγησή του, την οποία αναφέρει ρητά ο άγιος Ανδρέας Κρήτης γιατί θέλει να δείξει αυτό το θεανθρώπινο θαύμα που παρουσιάζει ο Χριστός, δηλ. την ενανθρώπηση του Θεού και την θεοποίηση του ανθρώπου εν Χριστώ.
5. Η Γέννηση και η Περιτομή του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο: «Και συνέβη, αμέσως μετά την αναχώρηση των αγγέλων στους ουρανούς, να πουν οι άνθρωποι, δηλ. οι ποιμένες, μεταξύ τους, ας πάμε μέχρι την Βηθλεέμ για να δούμε τι είναι αυτό το γεγονός για το οποίο ακούσαμε, και το οποίο μας γνωστοποίησε ο Κύριος. Έσπευσαν λοιπόν και ήρθαν, και βρήκαν την Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος που βρισκόταν μέσα στην φάτνη.
Βλέποντάς το λοιπόν, κατάλαβαν τη σημασία που είχαν τα λόγια πού τους ειπώθηκαν σχετικά με το παιδί αυτό. Αλλά και όλοι οι άλλοι που άκουσαν έμειναν έκθαμβοι από όσα τους ανακοίνωσαν οι ποιμένες. Η Μαριάμ όμως συγκρατούσε τα λόγια αυτά μέσα της γιατί τα είχε βάλλει βαθιά στην καρδιά της. Γύρισαν λοιπόν οι ποιμένες στον τόπο τους δοξάζοντας και υμνολογώντας τον Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν, όπως τους είχε ειπωθεί από πριν. Και όταν συμπληρώθηκαν οι ο κ τ ώ μ έ ρ ε ς για να γίνει η π ε ρ ι τ ο μ ή του παιδιού, ο ν ο μ ά σ τ η κ ε Ι η σ ο ύ ς, όπως είχε ήδη ονομαστεί από τους αγγέλους πριν ακόμη συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»![2]
6. Η Μεγάλη Σημασία της Ευαγγελικής Αφήγησης του Λουκά: «Είναι μεγάλος ο Λουκάς», λέει ο άγιος πατήρ, «γιατί μας εξηγεί τα μεγάλα και θαυμαστά μυστήρια που συνδέονται με το πρόσωπο, την ζωή και το έργο του Χριστού»! Σε τελευταία ανάλυση βέβαια, ο άγιος Ανδρέας λέει, με βάση την αρχαία εκκλησιαστική και πατερική παράδοση, ότι «το Ευαγγέλιό του Λουκά προέρχεται από τον απόστολο Παύλο, ο οποίος μιλάει με καύχηση γι αυτό όταν γράφει «κατά το Ευαγγέλιό μου» στις επιστολές του».[3]
«Αν δεν είχαμε αυτό το Ευαγγέλιο», λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, «τότε δεν θα γνωρίζαμε ότι η Παρθένος ευαγγελίστηκε», δηλαδή έμαθε τα εκπληκτικά νέα για την πραγματική ταυτότητα του υιού της·[4] «ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο μεγαλύτερος των προφητών, γεννήθηκε λίγο πριν από τον Χριστό για να γίνει πρόδρομος του Χριστού» σύμφωνα με το θείο σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου·[5]
«ότι ο Σωτήρας μας Χριστός πολιτογραφήθηκε σαν άνθρωπος» μαζί με την μητέρα του και τον Ιωσήφ που πιστοποίησαν την γέννησή του·[6] «ότι ο Χριστός γεννήθηκε σε σπήλαιο της Βηθλεέμ»·[7] «ότι οι ποιμένες που βρίσκονταν στην συγκεκριμένη εκείνη περιοχή επίσης ευαγγελίστηκαν, δηλ. πληροφορήθηκαν για το θαύμα της ενανθρώπησης» και έγιναν οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες του·[8]
«ότι ο ύμνος», που αποδίδει το κύριο γνώρισμα των Χριστουγέννων, «το Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη πρωτο-ειπώθηκε από τους αγγέλους»·[9] «ότι η ειρήνη αυτή διαδηλώθηκε με την απογραφή που έγινε κατά διαταγή του Αυγούστου»·[10]
«ότι ο αρχιερέας Συμεών διακήρυξε το ευαγγέλιο της έλευσης του Χριστού και ότι η προφήτιδα Άννα το ομολόγησε και επιβεβαίωσε την σημασία του (ανθωμολογήσατο)»·[11] «ότι ο Χριστός ως άνθρωπος συγκεκριμένος έλκυε την καταγωγή του μέσω του Ιωσήφ, του μνήστωρος της παρθένου Μαρίας, λόγω συγγένειας εξ αγχιστείας, από τον Δαυίδ και τελικά από τον Αδάμ και από τον ίδιο τον Θεό»·[12]
Αλλά το ίδιο ισχύει και με «τα περισσότερα γεγονότα μέχρι και εκείνα του πάθους, εκείνα που αναφέρονται στον Ηρώδη και στον Πιλάτο, στους δύο ληστές, και τα άλλα που δεν αναφέρονται στους άλλους Ευαγγελιστές».
7. Η Περιτομή του Χριστού και το Όνομα που έλαβε τότε:
Η περιτομή του νεογέννητου Χριστού δεν δηλώνει μόνο την αληθινή ανθρωπότητά του αλλά και το θεανθρώπινο πρόσωπό του. Αυτό φανερώνει ιδιαίτερα το Ό ν ο μ α που δόθηκε τότε στον νεογέννητο Χριστό και ήταν προκαθορισμένο από τον Θεό.
«Ποιο όνομα», ρωτάει ο άγιος Ανδρέας, εννοεί ο Λουκάς όταν λέει ότι «ονομάστηκε από τον άγγελο πριν συλληφθεί στην κοιλιά της μητέρας του»;[13] «Ο ίδιος ο ευαγγελιστής», λέει ο άγιος πατήρ, το εξηγεί αυτό παρουσιάζοντας τον άγγελο να λέει στην Μαρία: «Θα γεννήσεις υιό και θα του δώσεις το όνομα Ι η σ ο ύ ς. Αυτός θα είναι μέγας, και θα αποκληθεί Υιός του Υψίστου».[14]
Το ίδιο λέει και ο Ματθαίος στο σημείο που αναφέρει για την απιστία του Ιωσήφ και για το πως πείστηκε με το αγγελικό όραμα που είδε στον ύπνο του: «Γιατί αφού μνηστεύτηκε η μητέρα του Μαρία με τον Ιωσήφ, και πριν συνέλθουν, βρέθηκε έγκυος από το Πνεύμα το Άγιο. Ο Ιωσήφ όμως, ο άνδρας της, που ήταν δίκαιος, και δεν ήθελε να την εκθέσει, θέλησε να την διώξει στα κρυφά.
Αλλά καθώς διαλογιζόταν αυτό, ένας άγγελος του Κυρίου του παρουσιάστηκε στον ύπνο του και του είπε: Ιωσήφ, υιέ του Δαυίδ, μη διστάσεις να παραλάβεις την Μαριάμ την γυναίκα σου, γιατί το νεογνό που θα γεννήσει είναι από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό, και θα του δώσεις το όνομα Ι η σ ο ύ ς, γιατί αυτός θα σώσει τον λαό του από τις αμαρτίες του».[15]
Καί αμέσως μετά προσθέτει το εξής: «Και όλο αυτό έγινε για να εκπληρωθεί ο λόγος του προφήτου (Ησαία) που έλεγε, Ιδού η Παρθένος θα μείνει έγκυος και θα γεννήσει υιό, και θα τον αποκαλέσουν Ε μ μ α ν ο υ ή λ, που σημαίνει ο Θεός μεθ’ ημών».[16]
«Βλέπεις», λέει ο άγιος, «πώς συμφωνούν τα λόγια του προφήτη και του ευαγγελιστή; Γιατί η ερμηνεία του «Μεθ’ ημών ο Θεός» σημαίνει τη σωτηρία του λαού –ότι δηλαδή ο Δεσπότης έρχεται να συνοικήσει με τους δούλους; Το ίδιο με την αγγελική ρήση λέει και το όνομα Ι η σ ο ύ ς. Διότι Ι η σ ο ύ ς σημαίνει αυτόν που από συμπάθεια εργάζεται τα πάντα για να σώσει σύμφωνα με την οικονομία».
8. Το Όνομα Ιησούς ως το κύριο μήνυμα της Γιορτής της Περιτομής του Χριστού: Αυτό λοιπόν που μας προσφέρει πρωταρχικά η παρούσα Γιορτή είναι η αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος Ανδρέας, μας δίνει την βαθύτερη σημασία της γιατί μας δείχνει πως «η μια χάρη (της ενσάρκωσης) μας παρουσιάζει μιαν άλλη (της οικονομίας της σωτηρίας), και τις ενώνει με τη γνώση (του Σωτήρα) φωτίζοντάς μας με την ιδιαίτερη λαμπρότητα και δόξα του προσώπου του».
«Ήδη», λέει ο άγιος πατήρ, «γιορτάσαμε το γεγονός της γέννησης του, και αντιληφθήκαμε ότι ήταν απόρρητη, και αναγνωρίσαμε ότι η παρθένος μητέρα γέννησε τον υιό της με άσπορο τρόπο. Τώρα όμως καλούμαστε να στραφούμε στον Υιό που γεννήθηκε χωρίς δισταγμό και δειλία. Η σημερινή Γιορτή μας καλεί να τον κατανοήσουμε από το ό ν ο μ ά που πήρε για χάρη μας».
Πρόκειται για το όνομα Ι η σ ο ύ ς που σημαίνει Σωτήρας, Εμμανουήλ, ο Θεός μεθ’ ημών, δηλαδή Εκείνος που ήρθε να συμφιλιώσει, να εξοικειώσει και να εξομοιώσει εμάς τους ανθρώπους με τον Θεό χαρίζοντάς μας αιώνια σωτηρία.
«Αυτό ακριβώς», λέει ο άγιος, «κατανόησαν και οι ποιμένες που πλησίασαν το νεογέννητο της Βηθλεέμ γιατί παρακινήθηκαν από τα όσα τους αποκάλυψαν οι άγγελοι. Στην αρχή φοβήθηκαν αν και τους καθησύχασε ο άγγελος λέγοντάς τους, Μη φοβάστε».[17]
Εκείνοι όμως φοβήθηκαν, γιατί με την παρουσία του αγγέλου, «δόξα Κυρίου έλαμψε γύρω τους», και, όπως γράφει ο Λουκάς, «τους κατέλαβε μεγάλος φόβος».[18] Τότε όμως ο άγγελος τους φανέρωσε την ταυτότητα του νεογέννητου βρέφους και διέλυσε τον φόβο τους. «Σας φέρνω καλά νέα μεγάλης χαράς που θα λάβει όλος ο λαός, γιατί σήμερα στην πόλη του Δαυίδ γεννήθηκε ο Σωτήρας σας, ο οποίος ονομάζεται Χριστός Κύριος».[19]
9. Η δύναμη που έχει το Όνομα Ιησούς: Την δύναμη του Ονόματος Ιησούς που πήρε ο Χριστός στην περιτομή του τονίζει ο άγιος Ανδρέας με ένα διάλογο τον οποίον κάνει με τον άγγελο του Ευαγγελίου! «Τι λες άγγελε; Έχει τέτοια δύναμη το Όνομα Ιησούς; Ναι (λέει αυτός). Διότι το Όνομα Ιησούς σημαίνει τον Σωτήρα, που είναι ο Χριστός Κύριος, Θεός και άνθρωπος, εξουσιαστής και ελεήμων.
Γι αυτό και παράγγειλα στους ποιμένες να έχουν θάρρος, και στον Ιωσήφ να του δώσει το Όνομα την Όγδοη Ημέρα, και έτσι τον έκανα να φαίνεται προσιτός σε όλους τους ανθρώπους. Πήρα από το νεογέννητο την εντολή να το παρουσιάσω με τα κατάλληλα λόγια. Ούτε και ο Ιωσήφ θα συμπαραστεκόταν άφοβα και με λαχτάρα στην μητέρα του βρέφους αν δεν του έδινα την εντολή να προσέξει σαν άνδρας την γυναίκα του. Παρόμοια έκανα και στην περίπτωση των ποιμένων.
Τους έκανα να τρέξουν σε εκείνον σαν σε Δεσπότη και Ευεργέτη και Κύριο, και τους έπεισα να τον δοξάσουν και να τον πλησιάσουν σαν τον Ιησού που υπέστη περιτομή την Όγδοη Ημέρα και ευαρεστήθηκε να λάβει τούτο τ ο Ό ν ο μ α. Έτσι λοιπόν, βλέποντάς τον να έχει συνταυτισθεί μαζί σας φυσικά και ουσιαστικά πρέπει να τολμήστε να τον πλησιάσετε ανενδοίαστα.
Και επειδή αντιλαμβανόσαστε το μέγεθος της συγκατάβασής του προς εσάς, οφείλετε να τον δοξολογήσετε για την χάρη αυτής της ημέρας. Είναι σημαντικό ότι στον διάλογο αυτό το Όνομα Ιησούς συνδέεται με την Όγδοη Ημέρα της οποίας την βαθύτερη σωτηριολογική σημασία εξηγεί συνοπτικά αλλά περιεκτικά ο άγιος πατήρ στην τελευταία και πάρα πολύ πυκνή νοηματικά παράγραφο του.
10. Η Όγδοη Ημέρα δηλώνει μετάβαση από την βρεφική ηλικία στην προσωπική τελειότητα, διότι την ημέρα αυτή, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές θρησκευτικές προδιαγραφές, το βρέφος γίνεται παιδί, ενηλικιώνεται, αποκτά συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο άγιος πατήρ διαχωρίζει τις 7 πρώτες ημέρες από τη γέννηση ενός βρέφους από την 8η, λέγοντας ότι «η ογδοάδα είναι συμπλήρωση της εβδομάδας και αρχή του μέλλοντος». Γιατί; Διότι σύμφωνα με το ιουδαϊκό θρησκευτικό πλαίσιο η όγδοη μέρα αποτελεί σπουδαίο ορόσημο για κάθε νεογέννητη ανθρώπινη ύπαρξη εφόσον συμπληρώνει την βρεφική ηλικία ωριμότητας που οδηγεί στην ολοκλήρωση της (τελειότητα).
Λέει το εξής: «Η εβδομάδα συμπληρώνει το βρέφος και η ογδοάδα το τελειοποιεί και το συμπεριλαμβάνει μεταξύ των τελείων». Και πως γίνεται αυτό; «Γίνεται», όπως λέει ο άγιος πατήρ, «μέσω του ο ν ό μ α τ ο ς που του δίνεται την όγδοη μέρα».
Η ονοματοδοσία, δηλαδή, προσφέρει στο βρέφος μια συγκεκριμένη προσωπική ταυτότητα, το κάνει από ανώνυμο νήπιο, επώνυμο άνθρωπο. Του αναγνωρίζει με λειτουργική ιεροπρέπεια το φυσικό δικαίωμα του να είναι μια συγκεκριμένη ονομαστική (προσωπική) οντότητα, ένας ολοκληρωμένος, τέλειος, δηλ. τέλεια σχηματισμένος άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους συγκεκριμένους ανθρώπους. Κατά την διατύπωση του αγίου Ανδρέα, «Η ογδοάδα είναι η αρχή της ενηλικίωσης, γιατί το βρέφος που καταρτίστηκε κατά τον εβδομαδιαίο χρόνο (της δημιουργίας του), εγγράφεται (με το δικό του προσωπικό όνομα) στον κατάλογο των παιδιών που θα παρακολουθήσουν μαθήματα» και θα μορφωθούν σαν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα.
«Η ογδοάδα, λοιπόν, είναι πάρα πολύ σημαντική γιατί αλλάζει όλα όσα είναι νηπιώδη. Η εβδομάδα εισάγει την (φυσική) νηπιώδη αύξηση. Η ογδοάδα, όμως, εισάγει την προοπτική της (προσωπικής) τελειότητας». Είναι σαφές ότι η τελειότητα αναφέρεται εδώ στην προσωπική ταυτότητα την οποία αποκτά κάθε βρέφος που ονοματίζεται. Γιατί όμως γίνεται αυτό με την περιτομή, την όγδοη ημέρα;
11. Η περιτομή της όγδοης ημέρας δηλώνει μετάβαση από την σαρκική στην πνευματική κατάσταση. Η τελετουργική (μυστηριακή) περιτομή (αποκοπή) ενός σωματικού μορίου συνεπάγεται την απόρριψη μιας σαρκικής κατάστασης στην οποία εισέρχεται ο άνθρωπος με την γέννησή του, ενώ η αντικατάστασή της από την ονοματοδοσία συνεπιφέρει την είσοδο του ανθρώπου σε μια άλλη πνευματική κατάσταση η οποία τον οδηγεί στην τελείωσή του. Ο άγιος Ανδρέας αναφέρει τον Αβραάμ και τον πατέρα του τον Θάρα για να διευκρινίσει τις δύο αυτές καταστάσεις.
Ο Θάρα αντιπροσωπεύει την σαρκική κατάσταση της ειδωλολατρίας που θεωρεί τον υλικό σαρκικό κόσμο μέσα στον οποίο γεννιέται ο άνθρωπος ως το κύριο σημείο αναφοράς για τη ζωή του, γι αυτό και τον κάνει θεό του. Η άλλη είναι η πνευματική κατάσταση που θεωρεί τον Κτίστη του κόσμου ως το κύριο και καίριο σημείο αναφοράς για την ζωή του ανθρώπου που καθιστά τον άνθρωπο μέλος του λαού του Θεού και τον προετοιμάζει για την τελική ολοκλήρωση και τελείωσή του.
Λέει λοιπόν ο άγιος πατήρ: «Επειδή επρόκειτο η φύση να ζυμωθεί με είδωλα από τον Θάρα τον πατέρα του Αβραάμ, έπρεπε να ξεχωριστεί με κάποια σφραγίδα ένας λαός από τον Αβραάμ για τον Κτίστη, μέχρι την παρουσία του, την οποία χρειαζόταν ο άνθρωπος για να ανακαινισθεί. Η περιτομή αποβάλλει ένα υπόλειμμα της σάρκας και δίνει την σφραγίδα της ογδοάδας που αναφέρεται στα μέλλοντα.»
12. Η αντικατάσταση της ογδοήμερης περιτομής με το ιερό βάπτισμα και την αιώνια ζωή που χάρισε στον άνθρωπο η οκταήμερη ανάσταση του Χριστού. Είναι ξεκάθαρο ότι η ογδοάδα και τα μέλλοντα αναφέρονται στην έλευση (ενσάρκωση) του Κτίστη που σηματοδοτεί και την τελική φάση της αποκατάστασης και σωτηρίας του ανθρώπου σύμφωνα με το θέλημα του, δηλ. τον ερχομό του Χριστού. Όπως λέει ο άγιος πατήρ, «Η περιτομή δηλώνει ότι η Παρουσία του Χριστού θα παραγκωνίσει και θα αντικαταστήσει την περιτομή της σαρκός με την αναγέννηση που χορηγείται υπό του Αγίου Πνεύματος (δια του Βαπτίσματος).
Η σφραγίδα της περιτομής δόθηκε για να προσδιορίσει ένα λαό του Θεού (τον Ισραηλιτικό) εξ αιτίας της ειδωλολατρίας και για την κατάλυση των ειδώλων. Μετά όμως από την κατάργηση των ειδώλων καταργείται και η περιτομή».
Αυτό ακριβώς έκανε ο Χριστός, όπως εξηγεί περαιτέρω ο άγιος πατήρ: μας χάρισε την όγδοη ημέρα (της αναστάσεως) και την αιώνια διαθήκη (νομοθεσία) του Θεού στον άνθρωπο αντικαθιστώντας τις προηγούμενες 7 διαθήκες του οι οποίες ήσαν προπαρασκευαστικά σύμβολα. Όπως το λέει ρητά, «Τα παλαιά ήσαν σύμβολα των νέων». Και ποια είναι αυτά «τα παλαιά»; Είναι 7 νομοθεσίες (δηλ. διαθήκες) που συνδέονται με τους εξής νομοθέτες: 1) τον Αδάμ, 2) τον Νώε, 3) τον Αβραάμ, 4) τον Μωυσή, 5) τον Δαυίδ, 6) τον Έσδρα, και 7) τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.
«Ο Χριστός είναι ο όγδοος νομοθέτης μετά τον Αδάμ» που σηματοδοτεί την τελευταία μετάθεση του ανθρώπου από τις κατά καιρούς νομοθεσίες στην τελευταία και τέλεια που οδηγεί στην τελείωση του ανθρώπου στην απόλαυση της αιώνιας ζωής. Ιδού τα λόγια του αγίου πατρός: «Ο Αδάμ ήταν πρώτος που δέχτηκε ένα νόμο. Ο Νώε ήταν ο δεύτερος, και ο Αβραάμ ο τρίτος. Ο Μωυσής ήταν τέταρτος, και ο Δαυίδ πέμπτος γιατί έγινε νομοθέτης στις δοξολογίες για τους βασιλείς και τις σκηνοπηγίες.
Ο Έσδρας ήταν έκτος γιατί δευτέρωσε τον νόμο και παράδωσε ορισμένα έθιμα. Έπειτα φανερώθηκε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ως έβδομος, γιατί κήρυξε το βάπτισμα της μετάνοιας στον λαό και την κάθαρση των αμαρτιών μέσω του ύδατος.
Ο Ιησούς Χριστός είναι ο όγδοος, τελευταίος και μέγιστος νομοθέτης, όπως λέει ο Μωυσής: «Κύριος ο Θεός θα αναστήσει ανάμεσά σας ένα Προφήτη από τους αδελφούς σας σαν εμένα, και σ’ Αυτόν θα υπακούσετε, γιατί όποια ψυχή δεν υπακούσει σ’ εκείνον τον Προφήτη θα εξολοθρευτεί».[20]
«Μόνον αυτός είναι δυνατός να εκπληρώσει όσα νομοθετήθηκαν μέσω εμού γιατί προήλθαν από αυτόν, και αυτός θα είναι πλήρως χρισμένος με το Άγιο Πνεύμα και θα νομοθετήσει όσα είναι θεία και πνευματικά (νοερά) σαν Κύριος και Δημιουργός αν και προέρχεται από εσάς (κατά σάρκα)».
Ο Χριστός σαν Θεός και άνθρωπος έχει «σαββατίσει» (εκπληρώσει και καταργήσει) όλα όσα λέει ο αρχαίος νόμος με την σάρκα του. Με την όγδοη ημέρα της Αναστάσεώς του έγινε νομοθέτης όλου του κόσμου, όχι μόνον των Ιουδαίων αλλά και όλων των εθνών, προσφέρει σε όλους χωρίς διάκριση το χρίσμα και την τελείωση του Άγίου Πνεύματος και τους αποκαλεί με το δικό του όνομα, χριστούς (χριστιανούς). Αντικατάστησε την σαρκική περιτομή με την απόρριψη όλων των σαρκικών και εμπαθών φρονημάτων, και την αναζωπύρωση κάθε έργου αγαθού και πράξης αγαθής που οδηγούν στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.
Αυτός είναι αληθινά «ο Άγγελος της Μεγάλης Βουλής του Πατρός, Θεός ισχυρός, Εξουσιαστής, Άρχων της ειρήνης, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος» τον οποίον δοξολογούμε και λατρεύουμε στην Δεσποτική Γιορτή της Περιτομής του Χριστού.[21]
Απολυτίκιον Της Περιτομής του Χριστού (1 Ιανουαρίου)
(’Ηχος Α’)
Μορφήν αναλλοίωτος ανθρώπινην προσέλαβες, Θεός ων κατ’ ουσίαν, πολυεύσπλαχνε Κύριε, και νόμον εκπληρών, περιτομήν θελήσει καταδέχει σαρκικήν, ίνα παύσης τα σκιώδη και περιέλθης το κάλυμμα των παθών ημών. Δόξα τη αγαθότητι τη ση δόξα την ευσπλαχνία σου, δόξα τη ανεκφράστω Λόγε συγκαταβάσει σου.[1] Σύμφωνα με τον αείμνηστο λειτουργιολόγο καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη η Γιορτή των Χριστουγέννων εισήχθηκε πρώτα στη Ρώμη το 330 και έπειτα στην Ανατολή το 376. Ο ιερός Χρυσόστομος στον «Λόγον του είς την γενέθλιον ημέραν του Σωτήρος» της 25ης Δεκεμβρίου του 386, αναφέρει ότι μόλις 10 χρόνια πριν είχε εισαχθεί η Γιορτή αυτή στο εορτολόγιο της Εκκλησίας.[2] Λουκ. 2: 15-21.[3] Ρωμ. 2:16, 16:25, Α Κορ. 15:1, Γαλ. 1:11, Β Τιμ. 2:8., κτ.λ.[4] πρβλ. Λουκ. 1:26-38.[5] Λουκ. 1:57-80.[6] Λουκ. 2:1συν[7] Λουκ. 2:7,12,16.[8] Λουκ. 2:8-18.[9] Λουκ. 2:13.[10] Λουκ. 1:79.[11] Λουκ. 2:25-36, 37-38.[12] Πρβλ. «του Θεού», Λουκ. 3:38 αλλά και την γενεαλογία του Χριστού στο 3:23-38.[13] Λουκ. 2:21.[14] Λουκ. 1:31-32.[15] Ματθ. 1:18-22.[16] Ησ. 7:14, Ματθ. 1:22-23.[17] Λουκ 2:10.[18] Λουκ. 2:9.[19] Λουκ. 2:11.[20] Δευτ. 18:15,19.[21] Ησ. 9:6.
Πηγή http://www.saintjohnthebaptist.org/articles

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...