Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Δωρόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αββάς Δωρόθεος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2016

Τί επιθυμεί να θέλουμε ο Θεός;




Αββάς Δωρόθεος

Τόσο αγαθούς μας θέλει ο Θεός, ώστε ακόμα και σ’ αυτές τις συμφορές που Εκείνος επιτρέπει δεν θέλει να συγκατατεθούμε με το θέλημά μας. Αλλά τι επιθυμεί να θέλουμε; Το θέλημά Του το αγαθό, αυτό που γίνεται, όπως είπαμε, «κατ’ ευδοκίαν». Το αγαθό δε θέλημα είναι καθετί που γίνεται σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε, όπως το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, να συμπάσχει, να ελεεί, και τα παρόμοια. Να, αυτό είναι το θέλημα του Θεού το αγαθό.

Κυριακή, Ιουνίου 07, 2015

Τι σημαίνει «το θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»;

Τι σημαίνει «το θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»;
(Αββάς Δωρόθεος)
 Έτσι λοιπόν να είμαστε και εμείς καταρτισμένοι σε κάθε αγαθό έργο, κάνοντας κάθε είδους προετοιμασία για την εφαρμογή του θελήματος του Θεού με επίγνωση, όπως είναι θέλημα του Θεού και όπως αρέσει σ’ Αυτόν. Τι σημαίνει όμως αυτό που λέει ο Απόστολος: «Το θέλημα του Θεού το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο»; (Ρωμ. 12, 2)[1].
wood textured backgrounds in a room interior on the forest backgrounds
wood textured backgrounds in a room interior on the forest backgrounds
Όλα όσα γίνονται ή τα παραχωρεί ο Θεός ή έτσι ευδοκεί[2] όπως λέει ο Προφήτης: «Εγώ είμαι ο Κύριος που ανατέλλω το φως και δημιουργώ το σκοτάδι» (Ησ. 45, 7). Και πάλι: «Δεν υπάρχει καμιά κακία σε μια πόλη που να μην την επέτρεψε ο Κύριος» (Αμώς 3, 6). Κακία ονομάζει καθετί που κάνει κακό, όπως τα θλιβερά που μας συμβαίνουν σαν παιδαγωγία για την κακία μας. Τέτοια είναι: η πείνα, η επιδημία, η ανομβρία, οι αρρώστιες, οι πόλεμοι. Αυτά δεν γίνονται με την ευδοκία του Θεού, αλλά γιατί έτσι επιτρέπει, παραχωρώντας να μας βρουν αυτά για το συμφέρον της ψυχής μας. Αυτά λοιπόν, δεν είναι θέλημα του Θεού να τα επιθυμούμε κι εμείς, ούτε να τα υποβοηθούμε. Να, τι εννοώ. Είναι θέλημα Θεού, όπως είπαμε, «κατά παραχώρηση» να καταστραφεί μια πόλη. Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να καταστραφεί, να βάλουμε εμείς φωτιά και να την κάψουμε ή να πάρουμε αξίνες και να την καταστρέψουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο επιτρέπει ο Θεός, να θλιβεί κάποιος ή να αρρωστήσει. Δεν θέλει όμως, επειδή είναι θέλημά Του να θλιβεί, να τον θλίβουμε εμείς ή να πούμε ότι, επειδή ήταν θέλημα Θεού ν’ αρρωστήσει, δεν θα τον ελεήσουμε. Αυτό δεν το θέλει ο Θεός, δεν θέλει να υπηρετήσουμε εμείς τέτοιου είδους θέλημα. Τόσο αγαθούς μας θέλει ο Θεός, ώστε ακόμα και σ’ αυτές τις συμφορές που Εκείνος επιτρέπει δεν θέλει να συγκατατεθούμε με το θέλημά μας. Αλλά τι επιθυμεί να θέλουμε; Το θέλημά Του το αγαθό, αυτό που γίνεται, όπως είπαμε, «κατ’ ευδοκίαν». Το αγαθό δε θέλημα είναι καθετί που γίνεται σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε, όπως το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, να συμπάσχει, να ελεεί, και τα παρόμοια. Να, αυτό είναι το θέλημα του Θεού το αγαθό.
Ποιο είναι όμως και το ευάρεστο; Γιατί, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κάνοντας κανείς το αγαθό, οπωσδήποτε είναι και ευάρεστο στο Θεό. Και σας λέω ένα παράδειγμα. Τυχαίνει να βρει κάποιος μια ορφανή, πτωχή και όμορφη κοπέλα που του αρέσει, επειδή είναι όμορφη και την παίρνει και την ανατρέφει με το πρόσχημα ότι ανατρέφει μια ορφανή. Δέστε, και θέλημα Θεού είναι αυτό και αγαθό, δεν είναι όμως και ευάρεστο. Ευάρεστο είναι όταν κάνει κανείς λ.χ. ελεημοσύνη, να μην την κάνει από κάποιο ανθρώπινο λογισμό, αλλά για το ίδιο το καλό, για την ίδια τη συμπάθεια. Αυτό είναι το ευάρεστο στο Θεό.
Το τέλειο επίσης είναι όταν κάνει κανείς ελεημοσύνη να μην την κάνει στενόκαρδα, ούτε με απροθυμία και καταφρόνηση, αλλά με όλη του τη δύναμη με όλη του την προαίρεση, δίνοντας με τέτοιο τρόπο σαν να παίρνει ο ίδιος, ευεργετώντας έτσι, σαν να δεχόταν ο ίδιος την ευεργεσία. Τότε το θέλημα του Θεού γίνεται τέλειο. Και έτσι φτάνει να κάνει κανείς το θέλημα του Θεού, όπως λέει και ο Απόστολος, «το αγαθό και ευάρεστο και τέλειο». Να, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που γίνεται με επίγνωση.
  1. Μ. Βασ.  P.G. 31, 1273-1276.
  2. Ό,τι γίνεται, ό,τι έχει γίνει και ό,τι θα γίνει μέσα στην Ιστορία του σύμπαντος, όλα —σύμφωνα με τη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης θεολογίας— έχουν λάβει χώρα, λαμβάνουν ή θα λάβουν, είτε «κατά την ευδοκί­αν» του Θεού είτε «κατά την παραχώρησίν» Του. Η ευδοκία αντιστοιχεί προς το «Προηγούμενο θέλημα του Θεού» και η παραχώρηση αντιστοιχεί προς το «Επό­μενο θέλημα του Θεού» κατά την παλαιοτέρα θεολογική ορολογία. Στην «ευδο­κία» έχουμε το θέλημα του Θεού σαν απόλυτο προσδιοριστικό παράγοντα, ενώ στην «παραχώρηση» το θέλημα του Θεού υποχωρεί προ του θελήματος του ανθρώπου. Ό,τι κάνει ο άνθρωπος «κατ’ ευδοκίαν του Θεού» τον αγιάζει και τον οδηγεί στη σωτηρία του. Ό,τι κάνει «κατά παραχώρηση του Θεού» τον οδηγεί ή στη δοκιμασία ή στην απώλεια της σωτηρίας του. Η θέση αυτή είναι πολύ σημαντική για τον προσδιορισμό των πράξεων μας. Πρέπει να ξέρουμε ότι όταν ο Θεός παραχωρεί —επιτρέπει— να πάρουμε εμείς το δικό μας δρόμο, αυτό σημαίνει ότι υποχωρεί μπροστά στην ασέβειά μας, αλλά δεν μας καταστρέφει, γιατί από την αγάπη Του για μας προσπαθεί να μας σώσει και μέσα στην εφαρμογή των σχεδίων μας. «Ου θέλω τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν». Έξοδ. 33,11. Ο άγιος άνθρωπος έχει βγει από το κύκλωμα της «κατά παραχώρηση» ζει μέσα στην Ευδοκία του Θεού, ζει «εν Χριστώ». Ο Ιησούς ενσαρκώνει κάθε είδος ευδοκίας του Θεού-Πατέρα για τον άνθρωπο. 
  3. πηγή

Δευτέρα, Μαΐου 18, 2015

Η αρετή της αυτομεμψίας!



Αββά Δωροθέου
Η αρετή της αυτομεμψίας!
Ζ΄ Διδασκαλία: Περί του εαυτού μέμφεσθαι (Για το ότι πρέπει να κατηγορούμε τον εαυτό μας)
79. Ας ερευνήσουμε, αδελφοί μου, να βρούμε ποιός είναι ο λόγος που μερικές φορές ακούει κανείς έναν προσβλητικό λόγο και τον ξεπερνάει χωρίς να ταραχθεί, σαν να μην άκουσε σχεδόν τίποτα, ενώ άλλοτε με τον ίδιο λόγο αμέσως ταράζεται. Ποιά είναι η αιτία μιας τέτοιας διαφοράς; Άραγε, έχει μια μόνο αιτία αυτό το πράγμα ή πολλές; Εγώ βλέπω ότι έχει μεν πολλές αιτίες, μία όμως είναι η μητέρα, θα λέγαμε, που γεννά όλες τις άλλες. Και εξηγώ πως ακριβώς. Πρώτα - πρώτα συμβαίνει πολλές φορές να προσεύχεται κανείς λέγοντας την ευχή ή να κάνει νοερά πνευματική μελέτη και βρίσκεται, θα λέγαμε, σε ειρηνική ψυχική κατάσταση. Έτσι σηκώνει τον αδελφό του και ξεπερνάει τα λόγια του χωρίς ταραχή. Άλλοτε συμβαίνει να έχει κανείς συναισθηματική προσκόλληση σε κάποιον άλλο και γι’ αυτό σηκώνει όλες τις δυσκολίες που του προξενεί χωρίς να θλίβεται. Πάλι συμβαίνει να έχει κανείς πολύ κακή ιδέα για κάποιον, επειδή αυτός εκδηλώνει απορριπτική διάθεση για το πρόσωπό του. Γι’ αυτό τον περιφρονεί και δεν τον υπολογίζει ως άνθρωπο, ούτε καν καταδέχεται να μιλήσει γι’ αυτόν, ούτε γι’ αυτά που λέει και κάνει.
80. Και σας αναφέρω ένα σχετικό γεγονός για να θαυμάσετε. Ζούσε ένας αδελφός στο Κοινόβιο, πριν εγώ φύγω από εκεί. Και τον παρατηρούσα ότι ποτέ δεν ταραζόταν ούτε στενοχωριόταν με κανέναν, αν και είδα πολλούς αδελφούς να τον βρίζουν με διάφορους τρόπους και να τον προκαλούν. Αλλά ο νεότερος εκείνος σήκωνε με τέτοιο τρόπο όσα δεχόταν από τον καθένα τους, σαν να μην τον ενοχλούσε κανείς. Εγώ λοιπόν πάντοτε θαύμαζα την τόσο μεγάλη ανεξικακία του και επιθυμούσα να μάθω πως απέκτησε αυτή την αρετή. Τον παίρνω λοιπόν, μια φορά, ιδιαίτερα και του βάζω μετάνοια, παρακαλώντας τον να μου πει, ποιό λογισμό είχε πάντοτε στην καρδιά του, όταν τον βρίζει κάποιος ή τον κάνει να υποφέρει, και δείχνει τόσο μεγάλη μακροθυμία. Αυτός τότε μου απάντησε με φυσική απλότητα και ανεπιτήδευτο τρόπο και μου είπε: «Συνηθίζω να φυλάγομαι απ’ αυτούς τους βρωμερούς ανθρώπους και δέχομαι όσα μου κάνουν, όπως ακριβώς δέχονται τα δυνατά και γεροδεμένα σκυλιά τα βασανιστήρια από τα τυραννικά αφεντικά τους». Όταν άκουσα αυτή την απάντηση έσκυψα το κεφάλι μου και είπα με το λογισμό μου. Βρήκε το δρόμο του ο αδελφός! Και αφού σταυροκοπήθηκα έφυγα, παρακαλώντας τον Θεό να σκεπάζει και αυτόν και εμένα.
81. Ώστε συμβαίνει, όπως είπα, και από περιφρόνηση να μην ταραχθεί κάποιος. Αυτό όμως είναι φανερή καταστροφή. Το να ταράζεται όμως κάποιος με τον αδελφό του που τον στενοχωρεί συμβαίνει ή γιατί δεν βρίσκεται εκείνη την ώρα σε καλή ψυχική κατάσταση ή γιατί τρέφει γι’ αυτόν κάποια αντιπάθεια. Υπάρχουν βέβαια και πολλές άλλες αιτίες που το προκαλούν αυτό, που έχουν ήδη αναφερθεί με πολλούς τρόπους. Αν όμως θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, η αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νοιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση. Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκαν ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας; Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται και να χάνει όλους τους κόπους του. Ποιά δε χαρά, ποιά ανάπαυση δεν θα έχει, όπου και αν πάει, όπως ακριβώς είπε ο αββάς Ποιμήν («Είπεν ο Αββάς Ποιμήν, ότι είπε ο Αββάς Αντώνιος, ότι: Η μεγάλη δυναστεία του ανθρώπου εστίν, ίνα επάνω αυτού βάλη το ίδιον σφάλμα ενώπιον Κυρίου, και προσδοκήση πειρασμόν εως εσχάτης αναπνοής») , εκείνος που μέμφεται τον εαυτό του; Γιατί, αν του συμβεί κάποια ζημιά ή κάποια ατίμωση είτε οποιαδήποτε άλλη στενοχώρια, προλαβαίνει και θεωρεί τον εαυτό του ως άξιο του κακού και ποτέ δεν ταράζεται. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάπαυση απ’ αυτή;


82. Αλλά μπορεί να πει κάποιος: «Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του έδωσα καμιά αφορμή, πως μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου»; Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε κάποια κίνηση. Κι αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφίσει τη συνείδησή με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.
Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός του κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρισκόταν μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό. Γιατί αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση, όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει. Να καταλάβει δηλαδή ότι οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.
83. Διότι κάθε αγωνιστή δεν τον καταβάλλουν και δεν τον επηρεάζουν στο ίδιο μέτρο πάντοτε οι πειρασμοί, αλλά όσο προοδεύει στην πνευματική ζωή, τόσο ελαφρότεροι του φαίνονται. Πραγματικά, όσο προοδεύει η ψυχή, τόσο δυναμώνει και μπορεί να βαστάζει όσα τη βρίσκουν. Όπως ακριβώς, αν ένα ζώο είναι γερό και του φορτώσει κανείς βαρύ φόρτωμα, το σηκώνει εύκολα. Και αν ακόμα τύχει να σκοντάψει, αμέσως σηκώνεται και δεν καταλαβαίνει σχεδόν καθόλου ότι σκόνταψε. Αν όμως είναι ασθενικό και αδύνατο ζώο, τότε και το παραμικρό το γονατίζει. Και αν τύχει να πέσει, έχει ανάγκη από πολλή βοήθεια για να σηκωθεί. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Όσο αμαρτάνει, ταλαιπωρείται από την ίδια την αμαρτία. Γιατί η αμαρτία έχει την ιδιότητα να ταλαιπωρεί και να φθείρει αυτόν που την διαπράττει. Επομένως, οτιδήποτε και αν συμβεί, τον καταπονεί. Όταν όμως προκόψει ο άνθρωπος, ξεπερνάει διαρκώς ευκολότερα όλα εκείνα που τον κούραζαν κάποτε. Ώστε το να θεωρούμε αίτιο για όσα μας συμβαίνουν τον εαυτό μας και κανέναν άλλο, μας ευεργετεί πάρα πολύ και μας βοηθά να προκόψουμε και μας αναπαύει. Και πολύ περισσότερο μας βοηθά το να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν παραχωρείται να μας συμβεί χωρίς να είναι κάτω από τη Θεία Πρόνοια.
84. Αλλά λέει κάποιος: «Πώς είναι δυνατόν να μην στενοχωρηθώ αν έχω ανάγκη από ένα πράγμα και δεν μου το δίνουν; Αφού το έχω ανάγκη»; Ούτε τότε δεν δικαιολογείται να κατηγορεί κανέναν ή να θλίβεται. Αλλά, αν πράγματι έχει ανάγκη από κάτι, καθώς λέει, και δεν του το δίνουν, πρέπει να σκέπτεται: Ο Χριστός ξέρει καλύτερα από μένα αν πρέπει να ανακουφισθώ και Αυτός θα συμπληρώσει την έλλειψη αυτού του πράγματος ή αυτής της τροφής». Οι Ισραηλίτες έφαγαν το μάννα στην έρημο σαράντα χρόνια. Και το μεν μάννα ήταν ένα είδος, γινόταν όμως στον καθένα ό,τι είχε ανάγκη. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από γλυκό, γινόταν γλυκό. Σ’ αυτόν που είχε ανάγκη από αλμυρό, γινόταν αλμυρό. Και μ’ ένα λόγο, γινόταν για τον καθένα ό,τι ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του (Σοφ. Σολ. 16, 21). Έτσι λοιπόν, αν έχει κάποιος ανάγκη από αυγό, και δεν του δίνουν παρά λάχανο, πρέπει να πει με το λογισμό του: «Αν ήταν για το συμφέρον μου, οπωσδήποτε θα μου το έστελνε ο Θεός. Πλην όμως και το ίδιο αυτό το λάχανο μπορεί να το κάνει για χάρη μου θρεπτικό σαν αυγό ο Θεός». Και είμαι βέβαιος ότι στα μάτια του Θεού αυτό ισοδυναμεί με μαρτύριο. Γιατί, πραγματικά, αν κάποιος είναι άξιος να αναπαυθεί, ο Θεός φωτίζει και την καρδιά των Σαρακηνών να τον ελεήσουν κατά την ανάγκη του. (Με την θέση αυτή ο αββάς Δωρόθεος με φυσικότητα και απλότητα υποδηλώνει την πίστη του ότι ο Θεός είναι Κύριος της ιστορίας. Επιμαρτυρεί το «ουδέν απρονόητον και εμελημένον παρά Θεώ» του Μ. Βασιλείου (Έξ. 7, 5) και φανερώνει τη θετική πλευρά της παρεμβάσεως της Θείας Πρόνοιας στη ζωή του ανθρώπου. Αντίθετα, μας θυμίζει το Γραφικό «Εάν πλανηθή ο προφήτης, εγώ επλάνησα αυτόν» (Ιεζ. 14, 9), που φανερώνει ότι και τότε ο Θεός κινείται και πάλι παιδαγωγικά και παρεμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου με τη μορφή της αποκρύψεως της αλήθειας. Πολλές φορές κάνουμε τον εαυτό μας ανάξιο της αλήθειας και τότε παρεμποδίζονται να μας την αποκαλύψουν ακόμη και όσοι είναι αρμόδιοι να το κάνουν. Όποιος όμως είναι άξιος να τύχει της βοήθειας του Θεού, τότε ακόμη και οι εχθροί του τον εξυπηρετούν.)
Αν όμως δεν είναι άξιος να αναπαυθεί ή δεν είναι για το συμφέρον της ψυχής του, και αν ακόμα δημιουργήσει καινούργιο ουρανό και καινούργια γή, δεν βρίσκει ανάπαυση. Φυσικά, άλλες φορές βρίσκει κανείς περισσότερα απ’ όσα του χρειάζονται, θέλοντας να του δείξει την υπερβολική αγάπη που έχει προς τον άνθρωπο και να τον διδάξει την ευχαριστία. Όταν όμως δεν του δίνει αυτά που του χρειάζονται, καλύπτει με το λόγο Του την ανάγκη που θα κάλυπτε το πράγμα που του λείπει και τον μαθαίνει υπομονή. Ώστε, σε κάθε περίσταση, πρέπει να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό. Και είτε ευεργετηθούμε, είτε κακοπάθουμε, να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας στον Θεό και να τον ευχαριστούμε για όσα μας συμβαίνουν, προσπαθώντας πάντοτε να διατηρήσουμε την αυτομεμψία. Και να λέμε, όπως έλεγαν και οι Πατέρες, αν μεν συμβεί κάτι καλό, «είναι οικονομία του Θεού», αν δε συμβεί κάτι κακό, «προέρχεται από τις αμαρτίες μας».
Πραγματικά, ό,τι και αν πάθουμε, από τις αμαρτίες μας το παθαίνουμε. Γιατί οι Άγιοι, και όταν ακόμα πάσχουν, υποφέρουν για τη δόξα του Ονόματος του Θεού ή για να φανερωθεί η αρετή τους και να ωφεληθούν πολλοί ή για να πολλαπλασιασθεί η αμοιβή τους από τον Θεό. Για μας όμως τους ταλαίπωρους, πως μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Αμαρτάνουμε κάθε μέρα τόσο πολύ και επιδιώκουμε την ικανοποίηση των παθών μας με κάθε τρόπο. Αφήσαμε τον ίσιο δρόμο που χάραξαν οι Πατέρες, δηλαδή την αυτομεμψία, και περπατάμε τους στραβούς δρόμους, κατηγορώντας τον πλησίον. Και ο καθένας ζεί με αμέλεια, τίποτα δεν εφαρμόζει και έχει την απαίτηση από τον πλησίον να τηρεί τις εντολές.
85. Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί, που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι κι εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού, αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες».
(Η αμφιβολία και η αβεβαιότητα, καρπός του μεταπτωτικού ψυχισμού του ανθρώπου, του αφαιρούν κάθε είδους αναπαύσεως της ψυχής του. Τότε μόνο αναπαύεται ο άνθρωπος, όταν πληροφορείται από την συνείδησή του ότι όλα έχουν καλώς και προς τον Θεό, και προς τον πλησίον και προς τον εαυτό του. Ο διάβολος όμως καλλιεργεί ψευδείς πληροφορίες και πλανά τους άπειρους στην πνευματική ζωή. Γι’αυτό και οι αγωνιζόμενοι νηπτικά, την πληροφόρησή τους δεν την δέχονται από τη συνείδησή τους, αλλά μόνο από τον Γέροντά τους ή από τον ίδιο τον Κύριο. «Πληροφορία» είναι η εσωτερική και συνειδητή βεβαιότητα για την ορθότητα πράξεως ή λογισμού ή γνώσεων κλπ. ή για την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού σε κάθε περίσταση.)
Προσέξτε, πως ο ένας έριξε το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι έχουν πει οι Πατέρες». Ο δέ άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’ αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα». Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πως διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας. Έπρεπε να πάρει καθένας επάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πεί: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πεί: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι. Ο μεν πρώτος έπρεπε να πεί: «Εγώ μιλάω με αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μού δίνει εντολές με ταπείνωση και αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως κανένας τους δεν βρήκε τον σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.
86. Να, γι’ αυτό δεν μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι τις εντολές του Θεού. Γι’αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, κατηγορώντας τον και λέγοντας: «Πρέπει να κάνει αυτό» ή «γιατί αυτό δεν το έκανε έτσι»; Γιατί δεν απαιτούμε καλύτερα από τους εαυτούς μας να εφαρμόζουμε τις εντολές και δεν κατηγορούμε τους εαυτούς μας ως παραβάτες;
Που είναι εκείνος ο Γέροντας, που, όταν τον ρώτησαν «τι περισσότερο βρήκες σ’αυτό τον δρόμο, πάτερ;», απάντησε «έμαθα στο καθετί να κατηγορώ τον εαυτό μου»; Πράγμα που έκανε αυτόν που τον ρώτησε να τον επαινέσει και να του πεί: «Άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν δεν υπάρχει». Όμοια και ο αββάς Ποιμένας είπε αναστενάζοντας: «Όλες οι αρετές μπήκαν σ’ αυτό το σπίτι, εκτός από μία και χωρίς αυτή δύσκολα στέκεται ο άνθρωπος». Και τον ρώτησαν: «Ποιά είναι αυτή»; Και λέει: «Η αυτομεμψία». Και ο Μέγας Αντώνιος είπε: «Αυτή είναι η σπουδαιότερη πνευματική εργασία, που έχει να κάνει ο άνθρωπος μέσα του. Να επωμίζεται τα λάθη του απέναντι στον Θεό και να προετοιμάζεται για τους πειρασμούς μέχρι την τελευταία του αναπνοή». Και παντού βλέπουμε ότι αυτό τηρούσαν οι Πατέρες και αναπαύονταν, αναφέροντας τα πάντα στον Θεό, ακόμα και τα πιο ασήμαντα.
87. Τέτοιος ήταν ο άγιος Γέροντας που, όταν αρρώστησε, του έβαλε ο αδελφός του στο φαγητό αντί για μέλι λιναρόλαδο, πράγμα που είναι βλαπτικότατο. Και όμως δεν είπε τίποτα, αλλά έφαγε σιωπηλός την πρώτη και τη δεύτερη μερίδα που του χρειαζόταν, χωρίς να κατηγορήσει τον αδελφό του, λέγοντας: «Με περιφρόνησε». Και όχι μόνο δεν είπε ότι τον περιφρόνησε, αλλά δεν τον λύπησε ούτε με κανέναν άλλο λυπηρό λόγο. Όταν δέ κατάλαβε ο αδελφός τι είχε κάνει, άρχισε να στενοχωριέται και να λέει: «Σε σκότωσα, Γέροντα, κι εσύ μου φόρτωσες την αμαρτία, γιατί δεν είπες τίποτα». Με πόση πραότητα του απάντησε, λέγοντας: «Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα έβαζες μέλι». Και αμέσως απέδωσε το γεγονός στο θέλημα του Θεού. «Τι ανακατεύεις τον Θεό, καλόγερε; Ο αδελφός έκανε το λάθος και συ λες αν ήθελε ο Θεός; Τι σημαίνει αυτό»; Και απαντάει: «Ναι, αν ήθελε ο Θεός να φάω μέλι, θα μου ’βαζε μέλι ο αδελφός». Και αυτό συνέβη, ενώ ο Γέροντας αρρώστησε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορεί για πολλές ημέρες να φάει τίποτα. Και όμως, παρόλα αυτά, δεν αγανάκτησε εναντίον του αδελφού, αλλά απέδωσε το λάθος στο θέλημα του Θεού και αναπαύθηκε. Πολύ σωστά έλεγε ο Γέροντας. Γιατί ήξερε καλά ότι, αν ήθελε ο Θεός να φάει μέλι, και το βρωμόλαδο θα το έκανε μέλι.
88. Εμείς όμως για κάθε πράγμα θεωρούμε υπεύθυνο τον αδελφό μας, κατηγορώντας τον ότι μας περιφρονεί και ότι ενεργεί χωρίς συνείδηση. Και, αν ακούσουμε ένα λόγο, αποδίδοντάς τον αμέσως σε κακή πρόθεση, λέμε: «Αν δεν ήθελε να με πληγώσει, δεν θα το έλεγε». Που να βρεθεί ο άγιος εκείνος προφήτης Δαυίδ που είπε για τον Σεμέι: «Αφήστε τον να καταρασθεί, γιατί ο Θεός του είπε να καταρασθεί τον Δαυίδ» (Βασ. Α’ 16, 10). Τον φονιά πρόσταξε ο Θεός να καταραστεί τον Προφήτη; Ως σοφός και επειδή ήξερε ότι τίποτε άλλο δεν ελκύει τη Χάρη του Θεού στην ψυχή όπως οι πειρασμοί, και μάλιστα όταν έρχονται επί πλέον σε καιρό δοκιμασίας και δύσκολης περιστάσεως, έλεγε: «Αφήστε τον να καταριέται τον Δαυίδ, γιατί του είπε ο Κύριος να το κάνει». Γιατί; «Μήπως δει ο Θεός την ταπείνωσή μου και μού αποδώσει καλό αντί για την κατάρα του». Βλέπεις με πόση σύνεση ενεργούσε ο Προφήτης; Γι’αυτό και διαφωνούσε με όσους ήθελαν να τον υπερασπισθούν, λέγοντας: «Γιατί ασχολείσθε με μένα, παιδιά της Σαρούιας; Αφήστε τον να καταριέται, γιατί ο Κύριος τον παρακίνησε».
Εμείς όμως δεν ανεχόμαστε να πούμε για τον αδελφό μας: «Ο Κύριος τον παρακίνησε».
Αλλά, αν ακούσουμε ένα λόγο, αμέσως νιώθουμε όπως οι σκύλοι. Ρίχνει κανείς επάνω τους πέτρα και αφήνουν αυτόν που τους πετροβόλησε και δαγκώνουν την πέτρα. Έτσι κάνουμε και εμείς. Εγκαταλείπουμε τον Θεό που επιτρέπει να μας βρούν συμφορές, για να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας, και τα βάζουμε με τον αδελφό μας, λέγοντας: «Γιατί μου το ’πε; Γιατί μου το ‘κανε»; Και ενώ μπορούμε απ’ αυτά να έχουμε μεγάλη ωφέλεια, βλάπτουμε τον εαυτό μας, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι όλα γίνονται με την Πρόνοια του Θεού για το συμφέρον του καθενός. Ο Θεός να μας χαρίσει σύνεση με τις ευχές των Αγίων. Αμήν
(Από τό βιβλίο ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Ἔργα Ἀσκητικά,Εκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας, 2000)
Πηγή:Ἐδῶ
Το είδαμε εδώ

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2014

«Ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε κατά τήν ἀγαθότητά Του ἅγιες ἔντολές, νά μᾶς καθαρίζουν...»

* «...Ἡ ἀπαράλλακτος εἰκών, ὁ τοῦ Πατρός ὅρος καί λόγος, ἐπί τήν ἰδίαν εἰκόνα χωρεῖ καί σάρκα φορεῖ διά τήν σάρκα, καί ψυχῇ νοερᾷ διά τήν ἐμήν ψυχήν μείγνυται, τῷ ὁμοίῳ τό ὅμοιον ἀνακαθαίρων καί πάντα γίνεται, πλήν τῆς ἁμαρτίας, ἄνθρωπος...».
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά

Ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριός μας καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά χάρη μας, γιά νά γιατρέψει, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,* «Τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο, τήν ψυχή μέ τήν ψυχή, τό σῶμα μέ τό σῶμα». Γιατί γίνεται τέλειος ἄνθρωπος, ἐκτός τῆς ἁμαρτίας. Πῆρε τήν ἴδια τήν οὐσία μας, πῆρε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί ἔγινε νέος Ἀδάμ «κατ᾿ εἰκόνα» Ἐκείνου πού τόν δημιούργησε (Κολ. Γ΄: 10). Γιατί βέβαια ἀνανεώνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί ξανακάνει ὁλοκληρωμένες τίς αἰσθήσεις μας, ὅπως ἀπό τήν ἀρχή δημιουργήθηκαν. Ἀνανέωσε τόν ἄνθρωπο πού εἶχε ξεπέσει, μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος, ἐλευθέρωσε αὐτόν πού εἶχε τέλεια δουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί πού ἀκούσια σερνόταν ἀπ᾿ αὐτήν. Γιατί ὁ ἄνθρωπος μέ τή βία καί ἄθελά του σερνόταν ἀπό τόν ἐχθρό.
Ἀκόμα καί αὐτοί πού δέν ἤθελαν νά ἁμαρτήσουν, ἁμάρταναν σχεδόν μέ τή βία, ὅπως ἐκπροσωπώντας μας λέει ὁ Ἀπόστολος: «Δέν κάνω τό καλό πού θέλω, ἀλλά κάνω τό κακό πού δέν θέλω (Ρωμ. Ζ΄: 19). 
Μέ τό νά γίνει λοιπόν ὁ Θεός ἄνθρωπος γιά χάρη μας, ἐλευθέρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν τυραννία τοῦ ἐχθροῦ. Γιατί τόν ἀποδυνάμωσε, ὅλη τή δύναμή του, τή σύντριψε καί μᾶς γλύτωσε ἀπό τή δουλεία μας σ᾿ αὐτόν, ἀπό τήν τέλεια ὑποταγή μας σ᾿ αὐτόν, ἄν βέβαια δέν θελήσουμε αὐτοπροαίρετα νά ἁμαρτήσουμε. Γιατί, ὅπως εἶπε, μᾶς ἔδωσε τήν ἐξουσία νά πατᾶμε πάνω σέ φίδια καί σκορπιούς καί νά νικᾶμε κάθε δύναμη τοῦ ἐχθροῦ (Λουκ. Ι΄: 19), ἀφοῦ μᾶς καθάρισε μέ τό βάπτισμα ἀπό κάθε ἁμαρτία. Γιατί τό Ἅγιο Βάπτισμα συγχωρεῖ καί ἐξαλείφει κάθε ἁμαρτία. Πάλι δέ ὁ ἀγαθός Θεός γνωρίζοντας τήν ἀδυναμία μας καί προγνωρίζοντας ὅτι καί μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα θά ἁμαρτήσουμε – ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή ὅτι «ἡ διάνοιά μας τείνει πρός τό πονηρό ἀπό τήν μικρή μας ἡλικία» (Γεν. Η΄; 21) – μᾶς ἔδωσε κατά τήν ἀγαθότητά Του ἅγιες ἐντολές, νά μᾶς καθαρίζουν, ὥστε, ἄν θελήσουμε, νά μπορέσουμε πάλι νά καθαριστοῦμε, μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ὄχι μόνο ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά καί ἀπό αὐτά τά πάθη μας. Γιατί εἶναι ἄλλα τά πάθη καί ἄλλες οἱ αμαρτίες. Τά πάθη εἶναι ὁ θυμός, ἡ κενοδοξία, ἡ φιληδονία, τό μίσος, ἡ κακή ἐπιθυμία καί ἄλλα παρόμοια. Οἱ δέ ἁμαρτίες εἶναι οἱ ἐνέργειες αὐτῶν τῶν παθῶν, ὅταν δηλαδή ἀφήνει κανείς τά πάθη του νά δράσουν, ὅταν μέ τό σῶμα διαπράττει ἐκεῖνα πού τοῦ ὑπαγορεύουν τά πάθη. Φυσικά ὑπάρχει ἐνδεχόμενο νά ἔχει μέν κάποιος τά πάθη, ἀλλ᾿ ὅμως νά μήν τά ἐνεργεῖ.
Μᾶς ἔδωσε λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἐντολές πού μᾶς καθαρίζουν καί ἀπό τά ἴδια μας τά πάθη, καί ἀπ᾿ αὐτές τίς κακές διαθέσεις πού ὑπάρχουν στόν «ἔσω ἄνθρωπο» (Ρωμ. Ζ΄: 22 , Ἐφ. Γ΄: 16). Γιατί τόν προικίζει μέ τήν διάκριση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, τόν ξυπνάει, τοῦ δείχνει τίς αἰτίες πού τόν κάνουν νά ἁμαρτάνει, καί λέει:
«Ὁ νόμος εἶπε: Νά μήν μοιχεύσεις. Ἐγώ ὅμως λέω οὔτε καί νά ἐπιθυμήσεις»(Ματθ. Ε΄: 27 , Ἐξ. Κ΄: 14).
«Ὁ νόμος εἶπε: Νά μήν φονεύσεις. Ἐγώ ὄμως λέω. Οὔτε νά ὀργιστεῖς» (Ματθ. Ε΄: 27 , Ἐξ. Κ΄: 13).
Γιατί ἄν ἐπιθυμήσεις, καί ἄν ἀκόμα δέν μοιχεύσεις σήμερα, ὅμως δέν σταματάει μέσα σου νά σ᾿ ἐνοχλεῖ ἡ ἐπιθυμία μέχρι νά σέ ρίξει καί στή διάπραξη τοῦ πάθους. Ἄν θυμώνεις καί ξεσηκώνεσαι κατά τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά πέσεις καί στήν καταλαλιά καί μετά στήν ἐπιθυμία νά πάθει κακό, καί ἔτσι προχωρώντας λίγο-λίγο φτάνεις στό σημεῖο νά φονεύσεις.
Πάλι λέει ὁ νόμος:
«Ὀφθαλμό ἀντί ὀφθαλμοῦ καί δόντι ἀντί δοντιοῦ κ.τ.λ.» (Ἐξ. Κα΄: 24).
Αὐτός ὅμως μᾶς διδάσκει ὄχι μόνο νά δεχόμαστε μέ μακροθυμία τό κτύπημα αὐτοῦ πού μᾶς ραπίζει, ἀλλά καί νά τοῦ γυρίζουμε καί τό ἄλλο μάγουλο μέ ταπείνωση. Γιατί αὐτός ἦταν τότε ὁ σκοπός τοῦ νόμου, νά μᾶς διδάξει νά μήν κάνουμε ὅσα δέν θέλουμε νά πάθουμε. Μᾶς σταματοῦσε λοιπόν νά μήν κάνουμε τό κακό, μέ τό φόβο μήπως πάθουμε τό ἴδιο. Τώρα, ὅπως εἶπα, αὐτό πού μᾶς ζητιέται εἶναι, νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν ψυχή μας κάθε πάθος, εἴτε αὐτό εἶναι μίσος, εἴτε φιληδονία, εἴτε φιλοδοξία, εἴτε ὅ,τιδήποτε ἄλλο.
Μ᾿ ἕνα λόγο, ὁ σκοπός τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι νά μᾶς διδάξει πῶς φθάσαμε σ᾿ αὐτές τίς ἁμαρτίες, ἀπό ποιά αἰτία πέσαμε σ᾿ αὐτές τίς κακές ἡμέρες. Πρῶτα – πρῶτα μᾶς ἐλευθέρωσε, ὅπως ἔχω ἤδη πεῖ, μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα δίνοντάς μας τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, καί μᾶς ἔδωσε ἐξουσία νά κάνουμε τό καλό, ἄν θέλουμε, καί νά μήν παρασυρόμαστε κατά κάποιο τρόπο μέ τή βία στό κακό. Γιατί ἐκεῖνος πού εἶναι δοῦλος στίς ἁμαρτίες, πιέζεται καί σέρνεται ἀπ᾿ αὐτές, καθώς λέει: «Καθένας δένεται μέ τά δεσμά τῶν ἁμαρτιῶν του» (Παροι. Ε΄: 22). Μετά, μέ τίς ἅγιες ἐντολές μᾶς διδάσκει πῶς νά καθαριστοῦμε καί ἀπ᾿ τά ἴδια τά πάθη, ὥστε νά μήν πέφτουμε μ᾿ αὐτά πάλι στίς ἴδιες ἁμαρτίες. Μᾶς δείχνει λοιπόν καί τήν αἰτία ἀπό τήν ὁποία καταντάει κανείς στήν ἀλαζονική καί περιφρονητική συμπεριφορά καί στήν παρακοή καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι μᾶς δίνει τή θεραπεία καί τῆς αἰτίας, ὥστε νά μπορέσουμε νά ὑπακούσουμε καί νά σωθοῦμε.
Ποιά λοιπόν εἶναι ἡ αἰτία καί ποιά ἡ θεραπεία καί αὐτῆς τῆς ἀλαζονικῆς καί περιφρονητικῆς συμπεριφορᾶς;
Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Κύριος μας:
«Μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά καί θά βρεῖτε ἀνάπαυση στίς ψυχές σας» (Ματθ. Ια΄: 29).
Νά, ἐδῶ, σύντομα μ᾿ ἕνα λόγο μᾶς ἔδειξε τή ρίζα καί τήν αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, καί τό φάρμακο της, τήν αἰτία ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια μᾶς νίκησε, καί ὅτι δέν μποροῦμε διαφορετικά νά ἐλεηθοῦμε, παρά μόνο μέ τό ἀντίθετο, πού εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Γιατί ἡ ὑπερηφάνεια γεννάει τήν ἀλαζονική καί περιφρονητική συμπεριφορά καί τήν καταστροφική παρακοή, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ ταπεινοφροσύνη γεννάει τήν ὑπακοή, καί τή σωτηρία τῶν ψυχῶν μας. Ἐννοῶ βέβαια ἐκείνη τήν πραγματική ταπεινοφροσύνη, ὄχι μόνον τήν ταπείνωση μέ λόγια ἤ μέ ἐξωτερικούς τύπους, ἀλλά τήν πραγματικά ταπεινή διάθεση, πού καλλιεργεῖται στήν καρδιά καί στό φρόνημα. Γιατί αὐτό ἐννοεῖ, ὅταν λέει:«Εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά».
Ἐκεῖνος λοιπόν πού θέλει νά βρεῖ ἡ ψυχή του ἀληθινή ἀνάπαυση, ἄς μάθει τήν ταπεινοφροσύνη καί θά δεῖ ὅτι σ᾿ αὐτή βρίσκεται κάθε χαρά, κάθε δόξα καί κάθε ἀνάπαυση, ὅπως ἀκριβῶς καί στήν ὑπερηφάνεια βρίσκονται ὅλα τά ἀντίθετα.
Πῶς φτάσαμε σ᾿ ὅλες αὐτές τίς θλίψεις; Γιατί πέσαμε σ᾿ ὅλη αὐτήν τήν ἀθλιότητα;
Δέν εἶναι ἀπό τήν ὑπερηφάνεια μας;
Δέν εἶναι ἀπό τήν ἀνοησία μας;
Δέν εἶναι γιατί δώσαμε τόπο στήν κακή προαίρεσή μας;
Δέν εἶναι γιατί προτιμήσαμε νά ἐπιβάλουμε τό πικρό θέλημά μας;
Γιατί ὅμως;
Δέν δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος μέσα σέ κάθε ἀπόλαυση, σέ κάθε χαρά, σέ κάθε ἀνάπαυση, σέ κάθε δόξα;
Δέν βρισκόταν στόν παράδεισο;
Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «Μήν τό κάνεις αὐτό», καί τό ἔκανε.
Βλέπεις ὑπερηφάνεια;
Βλέπεις ἰσχυρογνωμοσύνη;
Βλέπεις ἀνυποταξία;
Ὅταν λοιπόν ὁ Θεός εἶδε ἐκείνη τήν ἀναίδεια εἶπε: «Αὐτός εἶναι ἀνόητος, δέν ξέρει νά χαρεῖ. Ἄν δέν κακοπεράσει, σέ λίγο καιρό πάει, χάνεται ἐντελῶς. Γιατί ἄν δέν μάθει τί εἶναι θλίψη δέν θά μάθει καί τί εἶναι ἀνάπαυση». Τότε τοῦ ἔδωσε ὅ,τι τοῦ ἄξιζε καί τόν ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο. Παραδόθηκε λοιπόν στή φιλαυτία του καί στά θελήματά του, γιά νά τόν συντρίψουν, γιά νά μάθει νά μήν ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτόν του, ἀλλά στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, γιά νά τόν διδάξει αὐτή ἡ ταλαιπωρία τῆς παρακοῆς τήν ἀνάπαυσή τῆς ὑπακοῆς, ὅπως λέει ὁ Προφήτης: «Θά σέ τιμωρήσει ἡ ἴδια ἡ ἀποστασία σου» (Ἱερ. Β΄: 19).
Ὅμως ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πολλές φορές εἶπα, δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα Του, ἀλλά πάλι τό παρακινεῖ, πάλι τό παρηγορεῖ: «Ἐλᾶτε σ᾿ ἐμένα ὅλοι οἱ κουρασμένοι καί φορτωμένοι, καί ἐγώ θά σᾶς ἀναπαύσω» (Ματθ. Ια΄: 28). Σάν νά λέει: «Κουραστήκατε, ταλαιπωρηθήκατε, ἀποκτήσατε πείρα τῶν κακῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἀνυποταξίας σας. Ἐλᾶτε λοιπόν γυρίστε πίσω, κατανοεῖστε τό μέγεθος τῆς ἀδυναμίας σας καί τήν καταφρόνια σας, γιά νάβρεῖτε τήν ἀνάπαυση καί τή δόξα σας. Ἐλᾶτε, ζεῖστε μέ ταπεινοφροσύνη ἐσεῖς πού θανατωθήκατε ἀπό τήν ὑπερηφάνια. Μάθετε ἀπό μένα ὅτι εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί θά βροῦν ἀνάπαυση οἱ ψυχές σας»(Ματθ.. Ια΄: 29).

Τῷ Θεῷ πρέπει κάθε δόξα τιμή καί προσκύνηση,
τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν!

 
Ἀπό τό βιβλίο: «Ἀββᾶ Δωροθέου ἔργα ἀσκητικά» (Α΄ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ σελ. 79-87)
Ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», 
Ἱερά Μ. Τμίου Προδρόμου Καρέα
πηγή

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ Έργα ασκητικά

ΙΔ΄ Διδασκαλία

ΓΙΑ ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΜΟΛΟΓΗΜΑ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

149. _ . Η Αγία Γραφή λέει ότι εκείνες οι μαίες που χάριζαν τη ζωή στα αρσενικά παιδιά των Ισραηλιτών, επειδή είχαν φόβο Θεού έκτισαν για τους εαυτούς τους σπίτια. ( Εξ. 1,21). Άραγε μιλάει για ορατά κτίσματα; Και ποιά σημασία έχει το ότι κτιστήκαν αυτά τα σπίτια από το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια εμείς διδασκόμαστε και τα σπίτια που έχουμε να τα εγκαταλείπουμε ,αν χρειαστεί για να κερδίσουμε το φόβο του Θεού ( Ματθ. 19,29) . Ώστε λοιπόν δεν μιλάει για ορατό σπίτι, αλλά για το οικοδόμημα της ψυχής, που το κτίζει κανείς για τον εαυτόν του, τηρώντας τις εντολές του Θεού. Μ’ αυτό μας διδάσκει η Αγία Γραφή, ότι ο φόβος του Θεού προετοιμάζει την ψυχή να τηρεί τις εντολές και με την τήρηση των εντολών κτίζεται και το οικοδόμημα της ψυχής. Ας φροντίσουμε και εμείς τους εαυτούς μας ,αδελφοί μου, ας φοβηθούμε και εμείς το Θεό και ας κτίσουμε για τους εαυτούς μας σπίτια, για να στεγαστούμε σ’ αυτά, όταν έρθει ο χειμώνας, οι βροχές , οι αστραπές, οι βροντές. Γιατί βρίσκεται σε πολύ μεγάλη δυσκολία , όποιος δεν έχει το χειμώνα σπίτι.
150. _ . Πώς όμως κτίζεται το οικοδόμημα της ψυχής; Από το κτίσιμο του ορατού σπιτιού μπορούμε να διδαχθούμε πώς ακριβώς έχει το πράγμα. Γιατί αυτός που θέλει να κτίσει ένα υλικό σπίτι, πρέπει να το σιγουρέψει απ’ όλες τις μεριές και να υψώσει την οικοδομή ταυτόχρονα και από τις τέσσερις πλευρές και όχι τον έναν τοίχο να φροντίζει και τους άλλους να τους παραμελεί –γιατί έτσι δεν κερδίζει τίποτα, μόνο κάνει άδικο κόπο και έξοδα. Το ίδιο συμβαίνει και με την ψυχή. Πρέπει ο άνθρωπος να μην αμελεί κανένα μέρος από το οικοδόμημά του , αλλά να το υψώνει συμμετρικά. Αυτό ακριβώς σημαίνει εκείνο που λέει ο αββάς Ιωάννης: «Θέλω ο άνθρωπος να κατορθώνει λίγο από κάθε αρετή και να μην κάνει όπως μερικοί , που αγωνίζονται για μια μόνο αρετή και επιμένουν σ’ αυτή και γι’ αυτή ,μόνον εργάζονται ,παραμελώντας τις υπόλοιπες». Γιατί αυτοί ίσως να έχουν και κάποια προτίμηση σ’ αυτή την αρετή και γι’ αυτό δεν ενοχλούνται από το πάθος που της εναντιώνεται. Έτσι τους ξεγελάνε και τους βαραίνουν τ’ άλλα πάθη, και δεν τους ενδιαφέρει ,αλλά έχουν την εντύπωση ότι κάνουν και μεγάλο κατόρθωμα. Αυτοί μοιάζουν μ’ εκείνον που κτίζει ένα τοίχο και τον υψώνει όσο μπορεί ,συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στο ύψος του και έχοντας την εντύπωση ότι κατόρθωσε κάτι μεγάλο. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι αν έρθει δυνατός άνεμος θα τον γκρεμίσει, γιατί στέκεται μόνος του, χωρίς να έχει σύνδεσμο με τους άλλους τοίχους. Ούτε σκεπή δεν μπορεί να φτιάξει για τον εαυτόν του, με ένα μόνο τοίχο, επειδή είναι εκτεθειμένος απ’ όλες τις άλλες πλευρές. Δεν πρέπει όμως να γίνεται έτσι. Αλλά όποιος θέλει να κτίσει το σπίτι του κι να φτιάξει για τον εαυτόν του στέγη, πρέπει να υψώσει την οικοδομή απ’ όλες τις πλευρές και να την σιγουρέψει από κάθε κίνδυνο.
151. _ . Και σας λέω πώς: Πρώτα-πρώτα πρέπει να ρίξει το θεμέλιο που είναι η πίστη – γιατί «χωρίς την πίστη», όπως λέει ο Απόστολος Παύλος , «είναι αδύνατον να ευαρεστήσει κανείς στο Θεό» ( Εβρ. 11,6 ) – και έτσι πάνω σ’ αυτό το θεμέλιο , να κτίζει συμμετρικά την οικοδομή . Του δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει υπακοή; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι υπακοής. Συνέβηκε να οργισθεί κάποιος αδελφός μαζί του; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι μακροθυμίας. Του δόθηκε μια ευκαιρία για εγκράτεια; Πρέπει να βάλει ένα λιθάρι εγκράτειας. Έτσι σε κάθε ευκαιρία που συναντάει για να ασκήσει μια αρετή , πρέπει να βάζει ένα λιθάρι στην οικοδομή και έτσι ολόγυρα να την υψώνει μ’ ένα λιθάρι συμπάθειας, ένα λιθάρι εκκοπής θελήματος, ένα λιθάρι πραότητας και με τα παρόμοια. Πάνω απ΄ όλα όμως πρέπει να καλλιεργεί την αρετή της υπομονής και της ανδρείας. Γιατί αυτές οι γωνίες και μ΄ αυτές στερεώνεται η οικοδομή και ενώνονται οι τοίχοι μεταξύ τους, χωρίς να γέρνουν και να κάνουν ενδιάμεσα ρωγμές. Χωρίς αυτές τις αρετές δεν έχει κανείς τη δύναμη να ολοκληρώσει καμιά απολύτως αρετή. Γιατί αν δεν έχει κανείς ανδρεία στην ψυχή, ούτε υπομένει. Και χωρίς υπομονή δεν μπορεί κανείς να κατορθώσει τίποτα. Γι’ αυτό και ο Κύριος είπε: «Με την υπομονή θα κτίσετε τις ψυχές σας» ( Λουκ. 21, 19 ) .
…Πρέπει ακόμα αυτός που κτίζει να βάλει ενδιάμεσα στα λιθάρια λάσπη. Γιατί αν βάλει λιθάρι πάνω σε λιθάρι, χωρίς να βάλει ενδιάμεσα λάσπη, σπάζουν τα λιθάρια και γκρεμίζεται η οικοδομή. Λάσπη είναι η ταπείνωση, επειδή γίνεται από χώμα και πατιέται απ’ όλους. Κάθε αρετή λοιπόν που γίνεται χωρίς ταπείνωση δεν είναι αρετή, όπως ακριβώς λέει και το Γεροντικό: «Όπως είμαι αδύνατον να φτιάξουμε βάρκα χωρίς καρφιά, έτσι είναι αδύνατο να σωθεί κανείς χωρίς ταπεινοφροσύνη». Πρέπει λοιπόν ό,τι κάνει κανείς να το κάνει με ταπείνωση, ώστε με την ταπείνωση να διατηρηθεί το καλό. Ακόμα πρέπει η οικοδομή να έχει και τα λεγόμενα ιμαντώματα. Αυτά είναι η διάκριση που στερεώνει την οικοδομή και ενώνει το ένα λιθάρι με το άλλο, τη δένει γερά και την ομορφαίνει.
Η στέγη είναι η αγάπη, που είναι η τελείωση όλων των αρετών, όπως ακριβώς και η στέγη του σπιτιού ( Κολ. 3,14 ) . Κατόπιν μετά τη στέγη το περιτείχισμα της ταράτσας. Ποιό είναι το περιτείχισμα; Είναι γραμμένο στο Νόμο: «Αν κτίσετε το σπίτι σας και φτιάξετε το δώμα, φτιάξτε και περιτείχισμα ολόγυρά του, για να μην πέσουν κάτω τα παιδιά σας ( Δευτ. 22,8 ) . Το περιτείχισμα είναι η ταπείνωση. Αυτή είναι εκείνη που ζώνει ολόγυρα και φυλάει όλες τις αρετές. Και όπως ακριβώς κάθε αρετή πρέπει να γίνεται με ταπείνωση- σύμφωνα με τον τρόπο που είπαμε ότι κάθε λιθάρι τοποθετείται πάνω σε λάσπη- έτσι και η τελείωση της αρετής έχει ανάγκη από την ταπείνωση. Και όταν οι άγιοι προοδεύουν στην αρετή, φτάνουν φυσικά στην ταπείνωση. Όπως ακριβώς πάντοτε σας λέω: «Όσο πλησιάζει κανείς στο Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτόν του».
Ποιά όμως είναι τα παιδιά ,που είπε ο Νόμος «να μην πέσουν από το δώμα»; Τα παιδιά είναι οι λογισμοί που γεννιούνται στην ψυχή τους οποίους πρέπει να φυλάει κανείς με την ταπείνωση, για να μην πέσουν κάτω από το δώμα, που είπαμε ότι είναι η τελείωση των αρετών.
152 . _ . Δέστε, τελείωσε το σπίτι. Έχει και τα δοκάρια του. Έχει και τη στέγη του. Να και το περιτείχισμα του δώματος και μ’ ένα λόγο είναι έτοιμο το σπίτι. Μήπως όμως του λείπει τίποτα; Ναι, παραλείψαμε κάτι. Και ποιο είναι αυτό; Να είναι ο οικοδόμος τεχνίτης. Γιατί, αν δεν είναι καλός τεχνίτης, στραβοκτίζει λίγο την οικοδομή και οποιαδήποτε δύσκολη στιγμή γκρεμίζεται το σπίτι. Τεχνίτης είναι εκείνος που κτίζει με επίγνωση. Γιατί καμμιά φορά συμβαίνει να καταβάλλει κανείς τον κόπο της αρετής επειδή όμως δεν εργάζεται με επίγνωση να τον χάνει ή να έρχεται γύρω- γύρω χωρίς να μπορεί να τελειώσει το έργο, βάζοντας και βγάζοντας το ίδιο λιθάρι. Είναι ακόμα και άλλοι που βάζουν ένα λιθάρι και βγάζουν δύο. Να, τί εννοώ. Έρχεται ένας αδελφός και σου λέει ένα λόγο που σε στενοχωρεί και σε πληγώνει και συ σιωπάς και βάζεις μετάνοια. Να, έβαλες κιόλας ένα λιθάρι. Μετά πας και λες σ’ άλλον αδελφό: «Μ’ έβρισε ο τάδε. Αυτό και αυτό μου είπε. Και εγώ όχι μόνον δεν μίλησα, αλλά του έβαλα και μετάνοια». Δες ,έβαλες ένα λιθάρι και έβγαλες δυό. Πάλι συμβαίνει να βάζει κανείς μετάνοια ,θέλοντας να δοξαστεί και έτσι νοθεύεται η ταπείνωση με την κενοδοξία. Αυτό σημαίνει το να βάζει κανείς έλα λιθάρι και να το ξαναβγάζει. Εκείνος όμως που μετανοεί με επίγνωση ,πείθει τον εαυτό του ότι είναι δικό του το σφάλμα, και ότι αυτός είναι ο αίτιος. Αυτό σημαίνει το να μετανοεί κανείς με επίγνωση. Άλλος επίσης ασκεί τη σιωπή, αλλ’ όχι με επίγνωση επειδή πιστεύει ότι κάνει αρετή. Αυτός δεν κάνει τίποτα. Εκείνος όμως που σιωπάει με επίγνωση, πιστεύει ότι είναι ανάξιος να μιλήσει, όπως είπαν οι Πατέρες. Αυτή ακριβώς είναι η σιωπή με επίγνωση. Πάλι συμβαίνει να μην έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό ν του από αδιαφορία και άγνοια και να νομίζει έτσι ότι, έχοντας αυτή την αντίληψη, καταφέρνει κάτι σπουδαίο και ταπεινώνεται. Δεν καταλαβαίνει όμως ότι μ’ αυτόν τον τρόπο δεν κερδίζει τίποτα απολύτως. Γιατί αυτό που κάνει δεν το κάνει με επίγνωση. Το να ,μην έχει όμως κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτόν του με επίγνωση, σημαίνει ότι έχει βαθιά συναίσθηση και τη βιωματική εμπειρία πως δεν είναι τίποτα, και πως δεν είναι άξιος να θεωρηθεί ούτε καν άνθρωπος ,όπως ακριβώς είπε και ο αββάς Μωυσής: «Παλιοαράπη, αφού δεν είσαι άνθρωπος, τι θέλεις μεσ’ τους ανθρώπους»; …

Δ΄ Διδασκαλία
ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΙΟ ΦΟΒΟ

47. _ . Ο Άγιος Ιωάννης λέει στις Καθολικές Επιστολές : «Η τελεία αγάπη φυγαδεύει το φόβο» ( Α΄ Ιωάννου 4,18 ) .Άραγε τι θέλει μ’ αυτό να μας επισημάνει ο Άγιος; Ποιά άραγε ονομάζει αγάπη και ποιό φόβο; Ο προφήτης λέει στον ψαλμό: «Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού» ( Ψαλμ. 33,10 ) και χίλια άλλα παρόμοια βρίσκουμε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι Άγιοι που τόσο αγαπούν τον Κύριο τον φοβούνται, πώς λέει: «Η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο»; Θέλει να μας δείξει ο άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο μεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαμε, στην πνευματική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευματικά, αυτών που έφτασαν το μέτρο της άγιας αγάπης. Να, τί θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέλημα του Θεού για το φόβο της τιμωρίας. Αυτός, όπως είπαμε, είναι ακόμα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιμωρίες. Άλλος κάνει το θέλημα του Θεού επειδή αγαπάει το Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα με το να είναι η ζωή του ευάρεστη στο Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύτηκε τί σημαίνει να είναι κανείς ενωμένος με το Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο άγιος την ονομάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέλημα του Θεού όχι από φόβο για τις τιμωρίες, όχι από φόβο μήπως κολαστεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαμε, επειδή γεύτηκε τη γλυκύτητα που δοκιμάζει όποιος είναι ενωμένος με το Θεό, φοβάται μη τη χάσει, φοβάται μήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος ,που προέρχεται απ’ αυτή την τέλεια αγάπη, απομακρύνει τον αρχικό φόβο». Είναι όμως αδύνατο να φτάσει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά μόνο με τον αρχικό…

ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ ΔΙΑΦΟΡΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΡΗΤΑ

202. -. Ο Αββάς Δωρόθεος έλεγε: Είναι αδύνατον σ’ αυτόν που έχει πίστη στη δική του σύνεση και στο δικό του λογισμό να υποταχθεί ή να μιμηθεί κάποιο καλό που βλέπει στον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Επειδή δουλεύουμε ακόμα στα πάθη, δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε στο λογισμό και στα αισθήματά μας, γιατί στραβός οδηγός και τα καλά τα κάνει στραβά.
Έλεγε πάλι: Όποιος δεν καταφρονήσει κάθε υλικό πράγμα και δόξα και σωματική ανάπαυση, ακόμα και τα δικαιώματά του, δεν μπορεί να κόψει τα θελήματά του ,ούτε ν’ απαλλαχτεί από την οργή και τη λύπη, ούτε ν’ αναπαύσει τον πλησίον.
Έλεγε πάλι: Δεν είναι σπουδαίο πράγμα το να μην κρίνεις ή ακόμα και να συμπαθήσεις αυτόν που βρίσκεται σε κάποια θλίψη και σου ζητάει βοήθεια. Μεγάλη αρετή είναι να μην κρίνεις αυτόν που από δικό του πάθος σου αντιλέγει. Να μη συνταιριαστείς μ’ αυτόν που κατακρίνει εκείνον που σου αντιλέγει και να μη χαρείς μαζί μ’ εκείνον που τιμάει εσένα περισσότερο από άλλον.
Είπε πάλι: Μην απαιτήσεις αγάπη από τον πλησίον , γιατί αυτός που απαιτεί ταράζεται, αν δεν του δώσουν. Αλλά δείξε εσύ μάλλον την αγάπη σου στον πλησίον και ανάπαυσέ τον και έτσι θα τον φέρεις στο σημείο να σε αγαπήσει.
Είπε πάλι: Αν κάνει κανείς κάτι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, οπωσδήποτε θα συναντήσει πειρασμό. Γιατί σε κάθε καλό που γίνεται ή προηγείται ή ακολουθεί πειρασμός. Και ούτε βέβαια είναι σίγουρο ότι είναι γνήσιο αυτό που γίνεται και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, αν δεν δοκιμαστεί πρώτα με τον πειρασμό.
Είπε πάλι: Τίποτα δεν ενώνει τόσο πολύ τους ανθρώπους , όπως το να χαίρονται για τα ίδια πράγματα και να έχουν κοινά φρονήματα.
Είπε πάλι: το να μην περιφρονήσει κανείς το δώρο που του κάνει ο άλλος είναι καρπός της ταπεινοφροσύνης ,γιατί πρέπει να το καταδέχεται μ’ ευχαριστία και αν ακόμα είναι μικρό και ασήμαντο.
Είπε πάλι: Εγώ, αν η περίσταση το φέρει, προτιμάω να γίνει η γνώμη του πλησίον – ακόμα και να τύχει να αποτύχω ακουλουθώντας την- παρά να πετύχω κάνοντας αυτό που εγώ θεωρώ σωστό.
Είπε πάλι: Είναι συμφέρον μας σε κάθε περίπτωση να ικανοποιούμε ελάχιστα από τις ανάγκες μας. Γιατί δεν είναι συμφέρον ν’ αναπαυόμαστε με πληρότητα σε όλα.
Είπε πάλι: Σε καθετί που μου συμβαίνει ποτέ δεν θέλησα να κατευθυνθώ από την ανθρώπινη σοφία και να στηριχτώ σ’ αυτήν, αλλά πάντοτε προσπαθώ να κάνω για καθετί ό,τι μπορώ και αφήνω τα πάντα στην Πρόνοια του Θεού.
Είπε πάλι: Όποιος δεν έχει δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του. Γιατί εφόσον δεν έχει δικό του, ό,τι κι αν γίνει τον αναπαύει. Και έτσι είναι σαν να κάνει πάντα το δικό του. Επειδή δεν θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως αυτός θέλει, αλλά τα αποδέχεται όπως γίνονται.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει να διορθώνει κανείς τον αδελφό του την ώρα που αμαρτάνει εναντίον του, αλλ’ ούτε πάλι άλλην ώρα, μόνο και μόνο για να τον εκδικηθεί για το λάθος του.
Είπε πάλι: Η αγάπη, που χαρίζει ο Θεός και που τη ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, είναι πιο δυνατή από τη φυσική ανθρώπινη αγάπη.
Είπε πάλι: Ποτέ μην κάνεις το κακό για ν’ αστειευτείς. Γιατί πολλές φορές συμβαίνει να κάνει κανείς στην αρχή αστεία το κακό, μετά όμως και χωρίς να το θέλει υποδουλώνεται σ’ αυτό.
Είπε πάλι: Δεν πρέπει κανείς να θέλει ν’ απαλλαγεί απ΄ το πάθος του, επειδή θέλει ν’ αποφύγει τη θλίψη που αυτό του προκαλεί, αλλά επειδή ακριβώς το μισεί, όπως λέει: «Τους μισούσα μ’ όλη μου την ψυχή» ( Ψαλμ. 138, 22) .

Είπε πάλι: Είναι αδύνατον να οργιστεί κανείς εναντίον του πλησίον αν πρώτα δεν υπερηφανευτεί εσωτερικά απέναντί του και αν δεν τον περιφρονήσει και αν δεν θεωρήσει τον εαυτόν του καλύτερον απ’ αυτόν.
Είπε πάλι: Απόδειξη πως ενεργεί με τη θέλησή του το πάθος είναι αν ταράζεται όταν τον ελέγχουν ή τον διορθώνουν γι’ αυτό. Όταν όμως δέχεται τον έλεγχο χωρίς να ταραχτεί, δηλαδή τη διόρθωση που του προτείνουν , είναι απόδειξη ότι, και αν αμαρτάνει, αμαρτάνει από άγνοια και αδυναμία.




Από το βιβλίο: «ΑΒΒΑ ΔΩΡΟΘΕΟΥ
Έργα Ασκητικά»
Εκδόσεις: Ετοιμασία

πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...