Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητού
Είναι αδύνατο να εκφράσει κανείς ορθό θεολογικό λόγο για την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής και της λυτρωτικής πορείας του καθενός μας προς το Πάσχα, ερήμην της διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας. Φαίνεται παράδοξο το γεγονός ότι αυτή η περίοδος της εκκλησιαστικής ζωής, για πολλούς δείχνει να αποτελείται από έναν περιορισμένο αριθμό από τυπικούς κανόνες, όπως για παράδειγμα οι κανόνες για τη νηστεία και τη μετάνοια, που σε κάποια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο η Εκκλησία μας θεσμοθέτησε. Θλίβεται πράγματι κανείς, όταν διαπιστώνει την αποξένωση και την εν πολλοίς ανεπάρκεια ουκ ολίγων θεολόγων και κληρικών, οι οποίοι με σχολαστικό τρόπο, που κατευθείαν παραπέμπει σε ρωμαιοκαθολικίζουσα καιπροτεσταντίζουσα νοοτροπία, "διυλίζουν τον κώνωπα", ενίοτε μάλιστα στο έπακρο, προκλητικά διαστρεβλώνουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας, και επιβάλλουν πολλές φορές μια τρομακτικήτυπολατρία της πορείας μας προς το Πάσχα.
Θα πρέπει κάποτε να γίνει γνωστό, ότι η Θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ποτέ δεν βασίστηκε σε αφηρημένα αξιώματα, που τίποτε άλλο δεν κάμουν από το να ακρωτηριάζουν το Σώμα της. Το αντίθετο μάλιστα, αφετηρία της υπήρξε οεσχατολογικός χαρακτήρας της Αποκάλυψής της. Και βέβαια, υπό την ορθή αυτή θεώρηση των πραγμάτων, η πατερική Θεολογία ουδέποτε αρκέστηκε σε εξαναγκασμούς, όπως για παράδειγμα, για να γευτείς την κοινωνία σου με το Χριστό πρέπει πρώτα να περάσεις από μια αφόρητη ευσεβιστική κατάσταση του τύπου «πριν κοινωνήσεις μην αναβάλεις την εξομολόγησή σου». Προσωπικά δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτήν την ηθικολογία μερικών θεολογούντων. Για το λόγο, ότι εξάπαντος η Παράδοση της Εκκλησίας τέτοιου είδους εξαναγκασμούς κατηγορηματικά τους αποτίναξε από πάνω της. Δεν είναι δυνατόν κάποιοι να μιλούν ως πνευματικοί πατέρες, στο έργο τους να συμπεριλαμβάνουν την κηδεμονία ψυχών, και παρόλο το σεβασμό που εμπνέουν πολλοί απέναντί τους, χωρίς πολλές φορές να το γνωρίζουν, να ενεργούν με ανάλογους τρόπους με αυτούς των γκουρού, να δεσμεύουν συνειδήσεις, να εκμεταλλεύονται πνευματικά τους τέκνα και γενικά η σχέση τους με αυτά να είναι τελείως καταναγκαστική. Τέτοιου είδους συμπεριφορές νεκρανασταίνουν παλαιότερες παραθρησκευτικές νοοτροπίες.
Με την ενέργεια του χαρισματικού σώματος των αγίων της, η Εκκλησία ουδέποτε είδε τη διδασκαλία της ως τρόπο συμπεριφοράς, αλλά ως τρόπο ζωής, με υπαρκτικό περιεχόμενο. Αυτό το νόημα έχει το Ευαγγέλιο και η Παράδοσή της.
Καταλαβαίνει βέβαια κανείς εύκολα, ότι τούτη η θεώρηση πολλές φορές ξενίζει. Όμως μια είναι η βασική προϋπόθεση της: η συνάντηση με το Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό είναι ένα απολαυστικό πανηγύρι που καταρρακώνει τη φθορά και το θάνατο, απεγκλωβίζει την καρδιά από τη στασιμότητα, και μεταμορφώνει και ανεβάζει ψυχή και σώμα στη σφαίρα της θείας ζωής, προσφέροντάς την ευχαριστιακά στο Θεό. Γι’ αυτό η βήμα – βήμα πορεία μας προς το Πάσχα, προς το φως της Ανάστασης, ως προϋπόθεση έχει το πέρασμά μας, μέσα από την υπενθύμιση της συμβολικής γλώσσας της μέλλουσας κρίσης και από την κλίμακα των παθών και των αρετών. Μόνο που αυτή η πορεία δεν πρέπει να υπαχθεί στη σημασία της συμπεριφοράς, αλλάπληρέστερα να προσεγγιστεί μέσα από την αυτοπαράδοσή μας στην αγάπη του Αναστάντος Χριστού.
Ο Σταυρωμένος και Αναστημένος Χριστός της Μεγάλης Εβδομάδας, μας αποκαλύπτει τον τρόπο της κενωτικήςΕνανθρώπισής του, της θυσιαστικής σταυρικήςαυτοπροσφοράς. Αποκαλύπτεται ο ίδιος ως τρόπος ύπαρξης και ταυτόχρονα ως τρόπος σχέσης, που στη γλώσσα των Ευαγγελιστών σημαίνεται με τη λέξη αγάπη, ισοδύναμη με αυτή του έρωτα: «όταν τω έρωτι της αγάπης προς Θεόν ο νους εκδημή, τότε ούτε τινός των όντων παντάπασιν επαισθάνεται, υπό γαρ του θείου και απείρου φωτός καταλαμπόμενος, αναισθητεί προς πάντα τα υπ' αυτού γεγονότα, καθάπερ ο οφθαλμός προς τους αστέρας, του ηλίου ανατέλλοντος», κατά την έκφραση του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή. Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις και ο θεόπνευστος λόγος του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας «Θεός ο εμός έρως εσταύρωται», πιστοποιεί τον ευαγγελικό λόγο του Ιωάννη«ο Θεός αγάπη εστί».
Η οικείωσή μας με το περιρρέον κλίμα των ημερών του Πάσχα δεν εξαρτιέται από ηθικές συνταγές του καθώς πρέπει, αλλά αποτυπώνεται και αναπαριστάνεται μέσα σε όλες τις μορφές της εκκλησιαστικής ζωής, η οποία αποτελεί το κύριο κομμάτι της Ορθόδοξης Παράδοσης. Ολάκερος ο πλούτος της, βιβλικά, πατερικά και λειτουργικά κείμενα, βυζαντινή τέχνη, συναξάρια, ήθη και έθιμα της παράδοσής μας και πλείστα άλλα πολιτιστικά στοιχεία, εκφράζουν με ακρίβεια την αλήθεια της συμφιλίωσης ολόκληρης της κτίσης με το Θεό, έλεγε ο αξέχαστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας.
Ατυχώς όμως σήμερα πλείστοι θεολόγοι και κληρικοί, αδυνατούν να συλλάβουν τούτη την απλή αλήθεια, αρκούμενοι μόνο στην παρουσίαση της πίστης υπό το ένδυμα ευσεβιστικών και εξωεκκλησιαστικών ή παραεκκλησιαστικών τάσεων και ομάδων. Ο ακριβής θεολογικός λόγος για τη σταυροαναστάσιμηπορεία μας προς το Πάσχα, δεν μπορεί να προσβλέπει σε σχήματα τυπικής προετοιμασίας, αλλά στον εκκλησιασμό των όντων, όπως η εμπειρία της εκκλησιαστικής κοινότητας ρωμαλέα διδάσκει. Η ψηλάφηση του θανάτου που με το θάνατο πατήθηκε, υφίσταται μόνο όταν πραγματώνεται ο δεσμός της ουράνιας και επίγειας πραγματικότητας. Όλη η πίστη μας λέγει ο αξέχαστος πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν «είναι ότι με το δικό Του θάνατο ο Χριστός άλλαξε τη φύση ακριβώς του θανάτου. Τον έκανε πέρασμα - "διάβαση", "Πάσχα" - στη Βασιλεία του Θεού μεταμορφώνοντας τη δραματικότερη τραγωδία σε αιώνιο θρίαμβο, σε νίκη». Σε αυτή τη δραματική πορεία προς τη νίκη του θανάτου, εκλεκτό προνόμιο του ανθρώπου, είναι ότι ο Αναστημένος Χριστός γίνεται τόπος χάρης, και χάρη στο θείο αυτό τόπο, μπορούμε να γίνουμε Θεοί κατά χάρη, επί γης και εν ουρανώ.
Η πορεία μας προς Πάσχα στην εκκλησιαστική παράδοση, ζωντανή εν μέσω των λειτουργικών της μνημείων, απαιτεί ένα καλύτερο αίτημα ζωής, αυτό της άσκησης, που σημαίνει περιορισμό του εγωκεντρισμού και της ατομικότητάς μας. Αυτή η άσκηση δεν διδάσκεται με ηθικές εντολές, αφηρημένους κώδικες συμπεριφοράς και διαλεκτικά πυροτεχνήματα, αλλά με σαρκωμένα πρότυπα τρόπου ζωής.