Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Ἡ αὐθεντικὴ ἱστορικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἁπτὴ πραγματικότητα στὸν κόσμο μας γιὰ κάθε καλοπροαίρετο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται εἰλικρινὰ νὰ γνωρίση τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια καὶ νὰ ἐκφράση τὴν λατρευτική του ἀγάπη πρὸς τὸν Θεόν. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματά της τὴν μοναδικότητα. Πρόκειται γιὰ αὐτὸ ποὺ ὁμολογοῦμε στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, «Πιστεύω... εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Ἡ αὐθεντικὴ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι στὴ φύση της καὶ στὴ δομή της μία καὶ μοναδική. Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς Ἐκκλησίες. Οὔτε κἄν δύο ἤ τρεῖς, ἀλλὰ μόνον μία. Λέγοντας αὐτὰ δὲν ἐννοοῦμε τὶς τοπικὲς ἐκκλησίες, ποὺ ἀποτελοῦν ὁλοκληρωμένες ἐκφάνσεις τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας. Ἡ καλὰ μαρτυρημένη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφέστατη. Δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καὶ μοναδική, εἴτε μὲ τὶς προτυπώσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἴτε μὲ τὶς εἰκόνες τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἀναφέρονται σ’ αὐτήν, εἴτε μὲ τὴν ἐμπειρία τῶν ἀγίων.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη παρατηροῦμε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ, ὡς τύπος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος· ἕνας εἶναι ὁ Ναὸς καὶ μία ἡ Κιβωτὸς, ὡς τύποι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἰδιαίτερα διαφωτιστικὴ ἡ ὰναφορὰ τοῦ ἁγίου Ἐπιφανίου Κύπρου στὸ παλαιοδιαθηκικὸ χωρίο, «ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι καὶ ὀδγοήκοντα παλλακαί· καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός· μία ἐστί περιστερά μου, τελεία μου» (Ἆσμα Ἀσμάτων 6,7-8), γιὰ νὰ ἀντιπαραβάλη τὴν μοναδικὴ ἀληθινὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ὀγδόντα μέχρι τότε ἀναφυεῖσες αἱρέσεις[1].
Ὅλες, ἐπίσης, οἱ ἀποστολικὲς εἰκόνες στὴν Καινὴ Διαθήκη τονίζουν μὲ ἐνάργεια αὐτὴν τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν γίνεται λόγος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν ὁμιλῆ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ πολλὲς οἰκοδομές, ἀλλὰ γιὰ μία. Οὔτε γιὰ πολλὰ σώματα, ἀλλὰ γιὰ ἕνα. Καὶ οὔτε γιὰ πολλὲς νύμφες τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ, ἀλλὰ γιὰ μία.
Ἡ μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται στὴν μοναδικότητα τῆς θεανδρικῆς Ὑποστάσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία, ἐπειδὴ ἕνας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός. Ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστός εἶναι ἕνας ὡς μοναδικὸς θεμέλιος, τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς οἰκοδομὴ, ποὺ χτίζεται ἐπάνω στὸν Χριστό, εἶναι μία καὶ μοναδική. Ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὀς εἶναι ἡ Κεφαλὴ καὶ ἡ Κεφαλὴ συνδέεται μόνον μὲ ἕνα σῶμα, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μόνον μία ἡ Ἐκκλησία. Ἐφ’ ὅσον ὁ Χριστὀς εἶναι ὁ Νυμφίος καὶ μία ἡ νύμφη, τότε ἀναμβφίβολα μία καὶ μόνον μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς, στηριζόμενος στὴν βιβλικὴ καὶ ἁγιοπατερικὴ θεολογία, ὑπογραμμίζει ἰδιαίτερα τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γράφει: «Ὅπως ἡ ὑπόστασις τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ εἶναι μία καὶ μοναδική, οὕτω καὶ ἡ Ἐκκλησία, δι’ Αὐτοῦ, ἐν αὐτῷ καὶ ἐπ’ αὐτοῦ θεμελιωθεῖσα εἶναι μία καὶ μοναδική»[2].
Τὸ γνώρισμα αὐτὸ τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἑνότητα σ’ Αὐτήν. Ἡ ἑνότητα, ποὺ εἶναι σχεδὸν ταυτόσημη μὲ τὸν ὅρο ἐκκλησία, οὔτε ὑπάρχει οὔτε μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ χωρὶς τὴν ἀδαμάντινη βάση τῆς πίστεως στὴν μία Ἐκκλησία. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὴν εἰκόνα τοῦ σώματος, ὅπου ἡ ἑνότητα καὶ ἡ συνεργασία τῶν μελῶν του εἶναι ὀργανικὴ καὶ ὄχι τεχνητή.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἀνθρώπινο κατόρθωμα. Εἶναι θεῖο δῶρο, ποὺ προσφέρεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ καὶ τὸ μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο θεμέλιό της. «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται στὴν ταυτότητα τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, στὴν κοινωνία τῶν Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων ἐν τῇ αὐτῇ Εὐχαριστίᾳ, στὴν ταυτότητα τοῦ ἤθους καὶ στὴν κοινὴ ἐμπειρία τῆς χάριτος σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις. …Τὴν ἑνότητα μεταξύ μας καὶ μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ πραγματοποιεῖ ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Σύνδεσμος δὲ ἑνότητος εἶναι ἡ δόξα, τὴν ὁποία ἔδωκεν ὁ Κύριος στοὺς δικούς του· ΄κἀγὼ τὴν δόξαν, ἥν δέδωκά μοι, δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὧσιν ἕν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὧσι τετελειωμένοι΄ (Ἰω. 17,22-23) »[3].
Χρέος δικό μας, τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, δὲν εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε μὶα ἀνθρώπινη ἑνότητα στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ νὰ διατηρήσουμε τὴν δεδομένη ἀπὸ τὸν Χριστό ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητα. Ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἐφεσίους, «σπουδάζοντες τηρεὶν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης»[4].
Ὡς ἀνθρώπινο κατόρθωμα ἀντιλαμβάνονται τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας οἱ αἱρετικοί. Παραβλέποντας τὴν μοναδικότητα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, ἀγνοώντας τὴν δεδομένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἑνότητα καὶ ἐκκινώντας ἀπὸ τὸν πολυδιεσπασμένο Προτεσταντισμό, ἐπιχειροῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ πρόβλημα θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ μὲ καθαρὰ ἀνθρώπινους καὶ κοσμικοὺς τρόπους. Ὁμιλοῦν γιὰ παγχριστιανικὴ ἑνότητα μὲ πολυμορφία αἱρετικῶν διδασκαλιῶν καὶ ἠθῶν. Ἐπιχειροῦν νὰ στηρίξουν τὴν κοσμικὴ ἑνότητα τῶν πολλῶν διαφοροποιημένων «ἐκκλησιῶν» στὸ δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος γιὰ τὸ ὁμοούσιον τοῦ Θεοῦ καὶ συγχρόνως γιὰ τὴν ἑτερότητα τῶν θείων Ὑποστάσεων. Ὅμως, ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες δὲν ἔχουν καμμία ὀρθὴ θεολογικὴ καὶ ἁγιοπνευματικὴ κατοχύρωση.
Πρωτίστως, πρόβλημα διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει στοὺς χριστιανούς ὅσο ἀναγνωρίζουν τὴν Ἐκκλησία ὡς μία, ὡς τὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ πάλι εἶναι βαθιὰ θεολογικὸς καὶ ρηξικέλευθος ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Ἡ Ἐκκλησία οὖσα καθολικῶς εἷς καὶ μοναδικὸς θεανθρώπινος ὀργανισμὸς εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαιρεθῆ. Κάθε διαίρεσις θὰ ἐσήμαινε τὸν θάνατόν της... Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν»[5]. Γιὰ τὶς αἱρέσεις ἰσχύει αὐτὸ ποὺ ὅλοι οἱ ἄγιοι πατέρες πρεσβεύουν καὶ ὁ ἄγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια: «ἐξεκλάσθησαν ὥσπερ κλάδοι αἱ ἀφορισθεῖσαι αἱρέσεις, εἰς ὄνομα Χριστοῦ κληθεῖσαι, μὴ οὖσαι δὲ αὐτοῦ, ἀλλ’ αἱ μὲν ἀπὸ μήκοθεν αὐτοῦ πολὺ διεστῶσαι, αἱ δὲ διά τι ἐλάχιστον ἀποκληρονόμους καὶ ξένας αὐτοῦ ἑαυτὰς καταστήσασαι καὶ τὰ αὐτῶν τέκνα τῶν οὐκ οὐσῶν ἐνθέσμων, ἔξω δὲ βεβηκυιῶν, μόνον δὲ τὸ ὄνομα ἐπικεκλημένων Χριστοῦ· περιλειφθήσεται ἡμῖν ἡ περὶ ἀληθείας ἀπόδειξις, αὐτῆς τε τῆς περιστερᾶς τῆς μονωτάτης ὑπὸ τοῦ νυμφίου ἐπαινουμένης»[6].
Τὸ πρόβλημα τὴς διαιρέσεως ἀρχίζει ἀπὸ τότε ποὺ οἱ χριστιανοὶ βλέπουν τὴν Ἐκκλησία ὄχι ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ἀλλὰ ὡς Σωματεῖο ὡρισμένων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν κοινὴ πίστη, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς διαφόρους αἱρετικούς.
Ἐὰν ἡ ἀληθινὴ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ὡς βασικό της γνώρισμα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ μία καὶ μοναδική, ἀπὸ ὅπου ἀπορρέει καὶ ἡ ὀργανική της ἑνότητα, ἡ αἵρεση ἔχει ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια γνωρίσματά της τὴν πολλαπλότητα καὶ τὴν πολυδιάσπαση. Ἀποδέχεται τὴν ὕπαρξη πολλῶν «ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες προῆλθαν ἀπὸ τὴν διάσπαση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ ἡ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς κατέχει ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας.
Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ σὲ ἐκεῖνον ποὺ μελετᾶ τὴν ἱστορία τῆς πιὸ γνωστῆς αἱρέσεως, τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Ὁ Προτεσταντισμὸς διαιρέθηκε ἀπὸ αὐτὴ τὴν γέννησή του στὰ δύο, στὴν λεγόμενη Λουθηρανικὴ ἐκκλησία καὶ στὴν λεγόμενη Μεταρρυθμισμένη ἐκκλησία. Πολὺ σύντομα σχηματίστηκαν νέες αἱρετικὲς ὁμάδες. Ὀκτὼ χρόνια μόλις μετὰ τὸ ξεκίνημα τῆς Μεταρρύθμισης οἱ διάφορες προτεσταντικὲς ὁμάδες εἶχαν ξεπεράσει τὶς 200. Σήμερα ὑπάρχουν καὶ δροῦν ἀνεξάρτητα χιλιάδες προτεσταντικὲς «ἐκκλησίες»[7]. Νομίζω πὼς δὲν ὑπάρχει χαρακτηριστικώτερο καὶ ἐκφραστικώτερο παράδειγμα, ποὺ νὰ δείχνη τὸ χάος, στὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς δοκιμασμένες θεανθρώπινες δομές, ποὺ μᾶς κληροδότησε ἡ Ἱερὰ Παράδοση, ἀπὸ τὴν παραδοχὴ τῆς μοναδικότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Τὶ συμβαίνει ὅμως μὲ τὶς αἱρέσεις ἐκεῖνες, ποὺ φαίνονται ὅτι διατηροῦνται ἀδιάσπαστες; Μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ ἀδιάσπαστη ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ; Ὄχι βέβαια, διότι διασπάσθηκε μὲ τὴ Μεταρρύθμιση. Κι ἄν σ’ ἕνα μεγάλο βαθμὸ κατορθώνει νὰ διατηρῆ μία ἐξωτερικὴ ἑνότητα, αὐτὸ ὀφείλεται στὴν υἱοθέτηση κοσμικῶν μεθόδων αὐταρχισμοῦ. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Παπισμοῦ στὸ πρωτεῖο καὶ στὸ ἀλάθητο τοῦ πάπα φανερώνει τὴν ἀγωνιώδη προσπάθεια του νὰ βρῆ λύση στὸ ἐπιτακτικὸ πρόβλημα τῆς ἑνότητος. Κι ἐπειδὴ ἀπορρίπτει τὴν λύση ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Θεός, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοή μέσα στὴν συνοδικότητα καὶ στὴν εὐθυγράμμιση μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, ἐφευρίσκει αὐταρχικὰ μορφώματα, ὅπως τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο, τὰ ὁποῖα ὑποβαθμίζουν καὶ τέλικὰ ἀπορρίπτουν τὴν καθοδηγητικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐδῶ προκύπτει καὶ ἕνα ἄλλο ζήτημα γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, ἐὰν στὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε γι’ αὐτοὺς κατ’ οἰκονομίαν τὸν ὅρο ΄ἐκκλησία΄. Ὑπῆρξαν μάλιστα καὶ Ὀρθόδοξοι, οἱ ὁποῖοι ἀτυχῶς ἐπεχείρησαν νὰ στηρίξουν τὴ θέση αὐτὴ καὶ ἁγιογραφικὰ μὲ τὴν χρήση τοῦ ὅρου ΄πατήρ΄ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ οἰκονομία ὅμως, ὅπως τὴν γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς θεόπνευστες Γραφὲς καὶ τοὺς ἀγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, χρησιμοποιεῖται περιορισμένα σὲ εἰδικὲς περιπτώσεις, ποτὲ δὲν μετατρέπεται σὲ κανόνα, καὶ κυρίως ἔχει ὡς στόχο νὰ βοηθήση τοὺς πεπλανημένους νὰ ἀναγνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν βαρύτατη ἀσθένεια τῆς πλάνης. Τὸ ὅτι δὲν ἰσχύουν αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴν συζητούμενη ΄οἰκονομία΄, τὸ ἀποδεικνύουν περίτρανα τὰ μέχρι τώρα ἀποτελέσματα στὴν πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθήθηκε ὅλες τὶς τλευταῖες δεκαετίες. Δὲν καταγράφονται παραδείγματα αἱρετικῶν ποὺ μεταστράφηκαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἐπειδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι θεωροῦσαν τὴν αἵρεσή τους, ἔστω κατ’ οἰκονομίαν, ὡς ἐκκλησία. Ἀντίθετα ἔχουμε παμπολλα παραδείγματα πρώην αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι μεταστράφηκαν, ἐπειδὴ ἀνακάλυψαν στὴν Ὀρθοδοξία τὴν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Θὰ σφραγίσω τὸν γραπτὸ τοῦτό μου λόγο μὲ τὶς σκέψεις ἑνὸς ταλαντούχου ἀμερικανοῦ συγγραφέα καὶ σκηνοθέτη, πρώην προτεστάντη, ὁ ὁποῖος ὕστερα ἀπὸ ἐπίμονη ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καὶ μελέτη δεκατεσσάρων ἐτῶν ἔγινε Ὀρθόδοξος, καὶ κατέθεσε τὴν μαρτυρία του σ’ ἕνα ἀξιολογώτατο βιβλίο, ποὺ μεταφράστηκε στὰ ἑλληνικά καὶ κυκοφορεῖ μὲ τὸν τίτλο, Ἀναζητώντας τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὸν αἰώνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν ἤ Χορεύοντας Μόνος. Στὸ τέλος τοῦ βιβλίου του γράφει: «Καθὼς ὁ ἄθεος κόσμος ποὺ καταρρέει, ζητεῖ ἐλπίδα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νὰ κρατήση μία διακεκριμένη θέση, ὄχι μὲ τὸν ‘μοντερνισμὸ’ καὶ τὸν ‘οἰκουμενισμὸ’ ἤ τὸν ‘ἐκσυγχρονισμὸ’, ἀλλὰ μὲ τὴν σταθερότητά της, τὴν καθαρότητα καὶ τὸ πνευματικὸ φῶς... Γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε πρόθυμοι νὰ πληρώσουμε τὸ τίμημα, ἀκόμη καὶ νὰ περιπαιχθοῦμε, νὰ διωχθοῦμε καὶ νὰ ἀπορριφθοῦμε, ἐπειδὴ ἀντιπροσωπεύουμε τὴν ἀγάπη, τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ ἔλεος σ’ ἕνα αἰώνα χωρὶς ἀληθινὴ ἀγάπη, ὀμορφιὰ καὶ ἔλεος... Ἐκεῖνοι οἱ περιπλανώμενοι μέσα στὴ σύγχυση κοσμικοί, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικοί καὶ ἄλλοι (αἱρετικοί), οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν κάτι ὑπερβατικό, ἅγιο καὶ σταθερό μέσα σ’ ἕνα συγκεχυμένο καὶ βέβηλο κόσμο, πρέπει νὰ προσκληθοῦν στὴν Ἐκκλησία, τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία τῶν αἰώνων. Ἡ ἀληθινὴ καὶ μόνιμη οἰκουμενικὴ ἑνότητα θὰ ἐπιτευχθῆ, ὅταν ὅλοι οἱ ἑτερόδοξοι χριστιανοὶ ἐπιστρέψουν στὸ πατρικό τους σπίτι (στὴν Ὀρθοδοξία)… Πιστεύω ὅτι τὸ πρόγραμμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι (ἕνα), νὰ παραμείνη Ὀρθόδοξη»[8].
Καὶ τὸ δικό μας τὸ χρέος, τὸ χρέος τῶν συγχρόνων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ποιὸ εἶναι; Νὰ γεμίσουμε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ἐμπειρία, τὴ γνήσια καὶ αὐθεντική, ὥστε νὰ ἔχουμε τὴν δύναμη νὰ κρατήσουμε τὴν ἱερὴ Παρακαταθήκη τῶν πατέρων μας, τὴν πολυτιμότερη κληρονομιά μας καὶ τὸν ἀκριβώτερο πλοῦτο μας, τὴν μία,ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, καὶ νὰ τὴν παραδώσουμε ἀκέραια καὶ ἀνόθευτη στὶς μέλλουσες γενεές.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
[1] Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατὰ Μασσαλιανῶν Ι΄, PG 42,772
[2] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ οἰκουμενισμός, σ. 80
[3] Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου ἁγίου Ὄρους, Σχόλια καὶ Προτάσεις ἐπὶ τῶν σχεδίων κειμένων τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, σ. 5
[4] Ἐφεσ. 4,3
[5] Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ οἰκουμενισμός, σ. 80-82
[6] Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον, Κατὰ Μασσαλιανῶν Ι΄, PG 42,772
[7] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, κεφ. Ἡ Μεταρρύθμιση, σσ. 152 κ. ἑ.
[8] Frank Schaeffer, Χορεύοντας Μόνος, σ. 517-518