του Θεοδώρου Δ. Παπαγεωργίου, Δικηγόρου LL.M. – Ειδικού Νομικού Συμβούλου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Τις ημέρες αυτές που η γενική ειδησεογραφία, ανάμεσα στις επίκαιρες οδύνες της χώρας, θυμάται την επέτειο του πραξικοπήματος στην Κύπρο συμπληρώνονται 180 χρόνια από ένα άλλο πραξικόπημα, που διέπραξε η ελληνική πολιτεία στο Ναύπλιο. Στις 23 Ιουλίου 1833 (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο) εκδόθηκε «εν ονόματι του Βασιλέως» από τα μέλη της βαυαρικής Αντιβασιλείας το από 23.7/4.8.1833 βασιλικό διάταγμα υπό τίτλο «Διακήρυξις της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» (ΦΕΚ 23/1-13.8.1833 βλ. ΕΔΩ). Ανακηρύχθηκε ως ανεξάρτητος, αλλά στην πραγματικότητα ιδρύθηκε, από την βαυαρική αντιβασιλεία η «Ελληνική Εκκλησία», όπως αναφέρει ο τίτλος του διατάγματος, όχι η «Εκκλησία της Ελλάδος» ή «η εν Ελλάδι Εκκλησία», αλλά η Εκκλησία των Ελλήνων, μία λεκτική επιλογή διόλου τυχαία για να εξάρει τον εθνοφυλετικό (και όχι απλώς τοπικό) χαρακτήρα της Εκκλησίας.
Στόχος των κατωτέρω γραμμών δεν είναι να διατυπωθεί κάποια θέση στο πολυσυζητημένο, άλλωστε, ζήτημα του θεμελίου και της έκτασης της εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας στην Ελλάδα έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. H επίλυση των εκφάνσεών του ανήκει, εικότως, στην θεσμική και ποιμαντική ευθύνη των δύο Εκκλησιών. Εδώ απασχολεί η ανάδειξη των αντιλήψεων του νεοελληνικού Κράτους για την «Ανεξαρτησία» της Εκκλησίας, οι οποίες συνδέονταν και απέρρεαν από την σύλληψη της Αυτοκεφαλίας, όχι ως εκκλησιαστικού γεγονότος σε επίπεδο διατοπικής εκκλησιαστικής οργάνωσης, αλλά ως πράξης ολοκλήρωσης της πολιτικής απόσχισης από την Υψηλή Πύλη μέσω της σύστασης ενός εθνικού θεσμού (και) στον τομέα της «θρησκείας». Σχολιάζονται δηλαδή μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα των περί Εκκλησίας αξεπέραστων έως τώρα αντιλήψεων του νεοελληνικού Κράτους.
Εισήχθη τότε, και επίσημα, στην ιστορία των ελληνικών νομικών ανακαλύψεων η θεολογικά αποσυνάγωγη διάκριση μεταξύ δογματικής και διοικητικής τάξεως, που ακόμα ταλαιπωρεί από τα εκκλησιαστικά πράγματα μέχρι την νομολογία των δικαστηρίων. Κατά το κείμενο του διατάγματος η νέα «Ορθόδοξος Ανατολική Αποστολική Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος» (σαν να λέμε, υπό σημερινούς όρους, η Εκκλησία της «Ελληνικής Δημοκρατίας») πνευματικώς («εν Πνεύματι») είχε κεφαλή τον «Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν», κατά δε το «διοικητικόν μέρος» είχε αρχηγό ένα πολιτικό όργανο, τον (ρωμαιοκαθολικό) Βασιλέα της Ελλάδος (άρθρο 1), ήταν αυτοκέφαλος και ανεξάρτητος από πάσης άλλης εξουσίας «φυλαττομένης όμως απαραχαράκτου της δογματικής ενότητος» (όχι όμως και της «κανονικής ενότητος» με την Μητέρα του Χριστού Εκκλησία).
Η πομπώδης διακήρυξη περί ανεξαρτησίας από πάσης άλλης εξουσίας διαψευδόταν από τις επόμενες προβλέψεις του κειμένου του διατάγματος : ο Βασιλέας επέλεγε τους πέντε Επισκόπους, που θα συγκροτούσαν την Ιερά Σύνοδο, οι συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου δεν είχαν νόμιμη ισχύ χωρίς την παρουσία του Βασιλικού Επιτρόπου. Πραγματικό μνημείο αντίφασης και το άρθρο 9 του διατάγματος:
«Εις όλα τα εντός της Εκκλησίας ενεργεί η Σύνοδος ανεξαρτήτως από πάσης άλλης εξουσίας. Επειδή όμως εις την υπερτάτην εξουσίαν του Κράτους ανήκει η κυριαρχική εποπτεία εφ’ όλων των εντός του Κράτους γινομένων πράξεων, συμβεβηκότων και σχέσεων, έχει η Κυβέρνησις το δικαίωμα του να λαμβάνη γνώσιν του αντικειμένου της διαπραγματεύσεως, και επομένως, πριν ζητηθή η έγκρισις (το : ενεκρίθη) της Κυβερνήσεως, δεν ημπορεί να κοινοποιηθή ουδέ να εκτελεσθή καμμία συνοδική απόφασις. …».
Τις επόμενες δεκαετίες, πριν και μετά την έκδοση του Πατριαρχικού Τόμου της 29ης Ιουνίου 1850, δύο σημαντικές προσωπικότητες της Εκκλησίας, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων διασταύρωσαν τις γραφίδες τους σε πολυσέλιδες πραγματείες, που τάσσονταν υπέρ και κατά της κατάστασης και των ζητημάτων, που ανέκυπταν από την ύπαρξη ενός νομοθετικού κείμενου ως θεμέλιου λίθου της αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ελλάδα, που είχε εκδοθεί χωρίς τις κανονικές προϋποθέσεις και χωρίς σεβασμό στα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την ανακήρυξη αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Φυσικά ο άνωθεν, νομοθετικός αιφνιδιασμός του 1833 δεν αρκούσε για να εξηγήσει το γεγονός της εν τοις πράγμασιν αποδοχής ή τουλάχιστον ανοχής της Εκκλησίας και της ελλαδικής κοινωνίας, κατά τις επόμενες δεκαετίες, απέναντι στον κρατικό παρεμβατισμό στη διοίκηση και διαχείριση της Εκκλησίας. Σημαντικά τεκμήρια απόκεινται ήδη στα Αρχεία Εθνικής Παλλιγγενεσίας, όπου σε κείμενα της επαναστατικής διοικήσεως προδίδεται –ενίοτε ανεπίγνωστα– μία αντίληψη κρατικού ολοκληρωτισμού των πολιτικών εκπροσώπων του έθνους, παραπλήσια με αυτήν, που εύγλωττα εκτίθεται παραπάνω στο άρθρο 9 του β.δ. της 23.7/4.8.1833 («… εις την υπερτάτην εξουσίαν του Κράτους ανήκει η κυριαρχική εποπτεία εφ’ όλων των εντός του Κράτους γινομένων πράξεων, συμβεβηκότων και σχέσεων,…»).
Από την σταχυολόγηση των Αρχείων αξίζει το παρακάτω απόσπασμα ως εξόχως παραστατικό : Στις 7.10.1822 οι διορισμένοι αρμοστές των νήσων των Κυκλάδων αλληλογραφώντας προς τον Έπαρχο της Νάξου του δίδουν σε σχέση με τον τόπο εγκαταστάσεώς του την κατωτέρω εντολή, απολύτως ενδεικτική των αντιλήψεων των πολιτικών ηγετών του νέου κράτους : «Επειδή και η Μητρόπολις είναι κτήμα της Διοικήσεως, περάσετε λοιπόν εκεί δια να έχη και η Διοίκησις κέρδος το ενοίκιον, και δια να έχετε και υμείς ανάπαυσιν» (ΑΕΠ τ.15αβ, σελ. 178 § 111 βλ.ΕΔΩ). Πλείστα τέτοια παραδείγματα θα ανεύρει κανείς στα αρχεία, που αποδεικνύουν σαφείς διαθέσεις, ιδιοτελείς και μη, των τοπικών προεστών και εκπροσώπων του έθνους στα νομοθετικά, εκτελεστικά σώματα και στις Εθνοσυνελεύσεις για πλήρη εισβολή της νεοπαγούς Πολιτείας στην εκκλησιαστική διοίκηση και διαχείριση. Παράλληλα, όμως, τα επαναστατικά Συντάγματα δεν παραλείπουν να διακηρύσσουν ότι εκδίδονται «εις το όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος».
Θα μπορούσε να αντιταχθεί ασφαλώς ότι ήμασταν σε μια εποχή, που η θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας έναντι του κράτους δεν έχει καν αποκρυσταλλωθεί στον ελληνικό νομικό πολιτισμό, αφού προείχε το αίτημα της πολιτικής ελευθερίας τότε (και αργότερα η συνταγματική οργάνωση του κράτους ως αίτημα περιστολής της απόλυτης μοναρχίας), οπότε η αφομοίωση και αποδοχή από το Κράτος ως δεδομένου του δικαιώματος της ορθόδοξης Εκκλησίας στην αυτοδιοίκηση των υποθέσεών Της δεν ήταν τότε αναμενόμενη. Η αντίρρηση όμως αυτή δεν εξηγεί γιατί, σήμερα πλέον, που έχει ωριμάσει στην χώρα, αρκετά ικανοποιητικά, η συνταγματική θεώρηση και εφαρμογή των δικαιωμάτων λατρείας, αυτοδιοίκησης κ.λπ. για όλες τις άλλες θρησκείες και δόγματα ως στοιχεία της θρησκευτικής τους ελευθερίας, η ελληνική πολιτεία δεν δείχνει απόλυτα έτοιμη να την αποδεχθεί ειδικά προκειμένου για την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία του Χριστού.
Πρόσφατο, ενδεικτικό παράδειγμα ο νόμος 4170/2013 (Α 163, άρθρο 69), ο οποίος επιτρέπει στα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας να «ωριμάζουν πολεοδομικώς» τα ακίνητά τους προκειμένου να τα αξιοποιήσουν και σπεύδει, σχεδόν με υψωμένο δάκτυλο απέναντι στην Εκκλησία, να Της υποδείξει μετ’ ευθεωρήτου επιτάσεως (παρ. 2) ότι το προϊόν όμως από την αξιοποίηση των ακινήτων των εκκλησιαστικών φορέων «θα διατίθεται αποκλειστικώς για τη χρηματοδότηση, ενίσχυση και ανάπτυξη του εν γένει κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου τους». Ο νομοθετικός αυτός πατερναλισμός μην τυχόν και … ξεστρατίσει η Εκκλησία από τους μη κερδοσκοπικούς σκοπούς Της φαίνεται από αφελής έως προσβλητικός, ως εάν να σοβούσε κάποιος ορατός κίνδυνος τα έσοδα της εκκλησιαστικής περιουσίας να διατεθούν, ελλείψει αντίθετης υπόδειξης του νομοθέτη, για αλλότριους σκοπούς, του εμπορικού η ακόμα και του κοινού ποινικού δικαίου. Έχει όμως το ιστορικό του αίτιο στις περί Εκκλησίας ελληνικές πολιτικές αντιλήψεις του 19ου αιώνα και στην αδυναμία ιδεολογικής τους εξέλιξης, εάν συγκριθούν με την αντίστοιχη και σύγχρονη νομοθεσία και την νομολογία των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Το 1994 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, 9.12.1994, προσφυγή 10/1993/405/483-484) χρειάσθηκε να επαναφέρει στην (νομική και λογική) τάξη το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 5057/1987), αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση, που υποστήριζαν στα σοβαρά ότι επειδή η εν Ελλάδι Ορθόδοξη Εκκλησία και οι Μονές Της είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η Πολιτεία έχει δικαίωμα να ρυθμίζει δια νόμου και να οργανώνει παρεμβατικά τον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας τους, διότι είναι θέματα «μη αναγόμενα στο δόγμα και τη λατρεία και είναι καθαρώς διοικητικής φύσεως», και μάλιστα δεν προσβαλλόταν έτσι κάποιος «βασικός διοικητικός θεσμός» της οργάνωσης της Εκκλησίας, οπότε μόνο, κατά την νομολογία του ΣτΕ, θα υπήρχε παραβίαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ (ΣτΕ 5057/1987). Το ΕΔΔΑ, χωρίς καν να δεχθεί να εμπλακεί στα εθνικά μας επινοήματα περί «δογματικών» και «διοικητικών» υποθέσεων της Εκκλησίας, υπενθύμισε με ξεκάθαρα διαρθρωμένη επιχειρηματολογία ότι τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας έχουν κηρυχθεί από τον έλληνα νομοθέτη ως ν.π.δ.δ., ώστε να απολαύουν της προστασίας και των προνομίων, που έχουν τα κρατικά ν.π.δ.δ., το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η περιουσία τους ανήκει στο κράτος και ότι έχει παύσει να περιβάλλεται με τις εγγυήσεις σεβασμού, που ισχύουν έναντι του κράτους για κάθε ιδιώτη, διότι τα νομικά αυτά πρόσωπα δεν αποτελούν τμήμα της κρατικής Διοίκησης, αλλά μη κυβερνητικούς οργανισμούς (ΕΔΔΑ, 9.12.1994, σκ. 15, 49).
Εντυπωσιακά κοντινή είναι και η ιδεολογική απόσταση από την πολιτική αντίληψη της Επαναστατικής και Βαυαρικής περιόδου μέχρι τις σημερινές πολιτικές προτάσεις ή διακηρύξεις περί χωρισμού «εκκλησίας και κράτους», οι οποίες σχεδόν πάντοτε αποσιωπούν ή θεωρούν ότι δεν υφίσταται ζήτημα της επιστροφής της εκκλησιαστικής περιουσίας, διότι η αφαιρεθείσα περιουσία ανήκε εξ αρχής «στον λαό», ο έστιν μεθερμηνευόμενον κατά την αντίληψη αυτή, «στο κράτος» πλέον (ως ιστορικού και θεσμικού διαδόχου του). Θεωρούν περίπου ότι το ποίμνιο της Εκκλησίας μετέχει του Σώματος Της όχι ως κοινότητα χριστιανών, αλλά ως μέλη του ελληνικού εκλογικού σώματος. Επομένως οι πολιτικοί εκπροσωπούν τον λαό έναντι της Εκκλησίας, η οποία κατά την θεώρηση αυτή φυσικά και δεν περιλαμβάνει τον λαό. Η αριθμητική ταύτιση λαού και ποιμνίου είναι εν πολλοίς αληθής ως κοινωνική και στατιστική πραγματικότητα, αληθής όμως δεν είναι η ταύτιση των δύο ιδιοτήτων. Τα μέλη της Εκκλησίας παρίστανται, κοινωνούν, μετέχουν σε Αυτήν αδιάφορης ούσας της ιδιότητάς τους ως πολιτών. Η ελληνική Πολιτεία διαχρονικά δεν πιστεύει σε αυτήν την διάκριση: αυτό εξηγεί και διάφορα σε μήκος χρόνου νομοθετήματα, τα οποία κηρύσσουν εκκλησιαστικά Προσκυνήματα ως εθνικά και θρησκευτικά ιδρύματα η προσκυνήματα. Η νομοθετική απόδοση αυτής της διττής ιδιότητας αποβλέπει να θεμελιώσει ιδεολογικά, πολιτικά και νομικά την συναρμοδιότητα της πολιτικής εξουσίας για μονομερή, τελικά, παρέμβαση στη διοίκηση και διαχείρισή τους.
Η παράδοξη αυτή εξομοίωση των ιδιοτήτων του «λαού» ως πολιτικής κοινότητας και του «ποιμνίου» ως ευχαριστηριακής – θρησκευτικής κοινότητας εξηγεί, παραπέρα, την σχεδόν προβαλλόμενη ως αυτονόητη αξίωση της πολιτικής εξουσίας όχι μόνον για ισότιμο με τους Αρχιερείς λόγο στη διαχείριση σημαντικών εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλά και για στέρηση ή επίβλεψη του καθοδηγητικού λόγου των Αρχιερέων απέναντι στο ποίμνιό τους. Είναι πολύ χαρακτηριστικές τέτοιες αντιδράσεις, οι οποίες περίπου υπονοούν ως απαγορευμένο τον κοινωνικό λόγο των εκπροσώπων της ποιμαίνουσας Εκκλησίας και μάλιστα αντίθετο με τη δημοκρατική αρχή και την αρχή της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, διότι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία ως ένα δημοκρατικά ανομιμοποίητο τμήμα της εκτελεστικής εξουσίας, που του έχει ανατεθεί από το Κράτος η διεξαγωγή «θρησκευτικής υπηρεσίας» με την έννοια της τέλεσης ιεροπραξιών. Στερείται όμως δημοκρατικής νομιμοποίησης για να απευθύνεται στον «λαό», γιατί ο λόγος Της κρίνεται με αξιώσεις πολιτικής νομιμότητας και νομιμοφροσύνης. Έτσι συχνά στην λαϊκή συνείδηση ο,τιδήποτε εισπράττεται ως μη υπερβατικός, ως «επίγειος» εκκλησιαστικός λόγος εγείρει την αντίρρηση ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να αναμειγνύεται στα κοινά. Η νοοτροπία αυτή είναι σοβαρή ένδειξη ότι το νεοελληνικό Κράτος κρατικοποιώντας την Εκκλησία πέτυχε, σε ανησυχητικό βαθμό, να αποθρησκευτικοποιήσει την κοινωνία.
Ακόμα και οι πλέον θεωρούμενες ως προοδευτικές πολιτικές και επιστημονικές φωνές αντιλαμβάνονται ως αδιανόητο το πλήρες δικαίωμα της Εκκλησίας, ως σώματος κλήρου και λαού, να διαχειρισθεί τις εσωτερικές της υποθέσεις «ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» κατά την έκφραση του Πατριαρχικού Τόμου του 1850. Στο ίδιο πλαίσιο οι προτάσεις για «επιστροφή» της εκκλησιαστικής περιουσίας «στον λαό» (εννοώντας ασφαλώς την ανάθεση της διαχείρισής της όχι στον λαό, αλλά τους πολιτικούς εκπροσώπους του) ή οι ανησυχίες για την ορθή διαχείριση της «περιουσίας του λαού» από την ποιμαίνουσα Εκκλησία έχουν την ιστορική τους προεξόφληση στην βαυαρική σύλληψη της Εκκλησίας ως κρατικού διοικητικού μηχανισμού, με πλήρως εξοβελισμένο το λαϊκό στοιχείο, η οποία αποτελείται από «ένστολους» κρατικούς λειτουργούς.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται έξοχα από το ιδεολογικό προκάλυμμα του κοραϊσμού, που έθεσε τις πολιτικές προϋποθέσεις για την κρατική μισθοδοσία ως απόδειξη της υπαγωγής των εκκλησιαστικών λειτουργών στο νέο εθνικό κράτος. Ο Κοραής, από νωρίς υποστηρικτής της κρατικοποίησης της Εκκλησίας και της απόσχισής της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι «του έως την ώραν ταύτην ελευθερωθέντος μέρους της Ελλάδος ο κλήρος δεν χρεωστεί πλέον να γνωρίζη εκκλησιαστικόν αρχηγόν του τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, ενόσω η Κωνσταντινούπολις μένει μολυσμένη από την καθέδραν του ανόμου τυράννου» (Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες Συγγραφείς, τ.2, 1988, σελ. 274), συνεπόμενος στην αντίληψή του για μια εθνική Εκκλησία είχε ταχθεί ήδη από το 1822 σε επιστολή του προς τους Χίους υπέρ της γνώμης «… να πληρώνωνται από το δημόσιον εκάστης πόλεως οι κατά πόλεις εύρισκόμενοι λειτουργοί της θρησκείας» (Αλληλογραφία, τ. IV, σελ. 374). Η μισθοδοσία δηλαδή του κλήρου ήταν κατά την θεωρητική σύλληψη του νεοελληνικού διαφωτισμού η προφανέστερη απόδειξη ότι η Εκκλησία ήταν ένας νέος κρατικός θεσμός, που έπρεπε να εξαρτάται και σε επίπεδο μέσων διαβίωσης από το Κράτος και έπρεπε να παύσει να ζει από τα έσοδά της και τις εθελούσιες προσφορές των πιστών Της, όπως συνέβαινε κατά την οθωμανική και βυζαντινή περίοδο –ήταν δηλαδή ένα προφανές μέσο διακοπής της αδιαμεσολάβητης σχέσης της Εκκλησίας με την κοινωνία και της θεσμοποίησής Της ως τμήματος της κρατικής μηχανής.
Αντιλαμβάνεται κανείς την κατά παρασάγγας απόσταση της «μοντέρνας» θεώρησης του Διαφωτισμού του 19ου αιώνα από τον Γρηγόριο, Μητροπολίτη Χίου, τον Βυζάντιο, ο οποίος όταν τον Δεκέμβριο του 1864 πληροφορήθηκε την φημολογούμενη πρόθεση της Υψηλής Πύλης να θεσπίσει την μισθοδοσία των Αρχιερέων και του Κλήρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το Κυβερνητικό Ταμείο της Αυτοκρατορίας και να διανείμει το οικονομικό βάρος «κατ’ αναλογίαν εις το άπαν το υπό την δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριάρχου υπαγόμενον οθόδοξον πλήρωμα εισπραττόμενον απ’ ευθείας παρά αρμοδίων υπαλλήλων της Σ. Κυβερνήσεως εκάστης επαρχίας ομού μετά των επιβαλλομένων φόρων», δηλαδή κάτι ανάλογο με την σημερινή πρόταση να φορολογούνται υπέρ της Εκκλησίας τους όσοι δηλώνουν ορθόδοξοι χριστιανοί στην φορολογική τους δήλωση, απέστειλε υπόμνημα στον Οικουμενικό Πατριάρχη προειδοποιώντας ότι : «Η επίσημος αποδοχή … και γενική αποδοχή και καθιέρωσις της … παρά της Πολιτικής Αρχής αμέσου και ευθείας μισθοδοσίας του Οικουμενικού Πατριάρχου και των Αρχιερέων, άρδην ανατρέπει το «ΑΙΩΝΙΟΝ ΝΟΜΙΜΟΝ» του Θεού και της Εκκλησίας (βλ. άρθρ. 21) εκλαϊκεύουσα, ούτως ειπείν, τον Ιερόν ημών Κλήρον, … εις τάξιν πολιτικών υπαλλήλων τους Ιερούς της Εκκλησίας Ποιμένας κατάγουσα» (Δύο υπομνήματα προς την Μ. του Χριστού Εκκλησίαν κατά της μισθοδοσίας του Ιερού Κλήρου, Χίος 1866, σελ. 5) και διακηρύττει ότι η κρατική μισθοδοσία (έστω και από επιβολή ειδικού φόρου στο ορθόδοξο ποίμνιο) «ταπεινοί και εκφαυλίζει το υπερφυές και υψηλόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα, διότι εξευτελίζει τον πνευματικόν χαρακτήρα του ποιμένος απέναντι των ιδίων προβάτων, διότι αποσβέννυσι το προς αυτόν οφειλόμενον σέβας αρχόντων και αρχομένων, διότι καταστρέφει την εν τοις των χριστιανών συμφέρουσαν ελευθέραν αυτού ενέργειαν, … διότι, τέλος πάντων, καθιστά αυτόν δέσμιον, δούλον και υποχείριον της Πολιτείας» (Δύο υπομνήματα, ο.π., 1866, σελ. 7). Η προειδοποίηση αυτή είναι επίκαιρη και εύστοχη, εάν αναλογισθεί κανείς ότι το Κράτος επέβαλε ώστε όσοι εκκλησιαστικοί υπάλληλοι πληρώνονται από το Δημόσιο να προσλαμβάνονται μέσω Α.Σ.Ε.Π. (άρθρο 1 ν. 3812/2009), και επέβαλε την αξιολόγηση κατά τα δημοσιοϋπαλληλικά πρότυπα στους κληρικούς με κριτήριο επίσης ότι πληρώνονται από το Κράτος (7 παρ. 5 ν. 4024/2011).
Η μακρά και ευρεία καταλήστευση της εκκλησιαστικής περιουσίας μαζί με την θέσπιση, προοδευτικά, των αντίστοιχων νόμων για την μισθοδοσία του κλήρου, απέβλεπαν, και σε οικονομικό επίπεδο, στην σταδιακή μετατροπή της Εκκλησίας από τροφού του Γένους σε τρόφιμο του Κράτους. Η κρατική μισθοδοσία, κατά συνέπεια, δεν είναι απλώς η «συμβατική υποχρέωση» της Πολιτείας για την εκκλησιαστική περιουσία, που ανέξοδα αφαίρεσε από την Εκκλησία, όπως κατ’ αποτέλεσμα λειτουργεί πλέον ο θεσμός, αλλά συνιστά συνειδητή ιδεολογική επιλογή των θεμελιωτών του νεοελληνικού κράτους για την σύσταση μιας εθνικής Εκκλησίας απεξαρτημένης από τον παραδοσιακό τρόπο αυτοδιαχείρισής Της, ο οποίος αυτόματα ταυτίσθηκε με το οθωμανικό παρελθόν και, επιπλέον, θα διατηρούσε την Εκκλησία ανεξάρτητη απέναντι στο νέο Κράτος, που ήθελε να εθνικοποιήσει ο,τιδήποτε προϋπήρχε της συστάσεώς του.
Η έκταση των δημεύσεων των ακινήτων, που ακολούθησαν το 1833, 1834 και μέσα στον 20ο αιώνα και οδήγησαν σε νομιμοφανή καταλήστευση της περιουσίας της Εκκλησίας με αλλεπάλληλα βασιλικά διατάγματα, αναγκαστικούς και μη νόμους, μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογισθεί, καθ’ όσον επρόκειτο για σωρηδόν αφαιρέσεις περιουσίας χωρίς καμία αποζημίωση, αλλά και χωρίς καμία άμυνα ή διαμαρτυρία της Εκκλησίας, η οποία εμπιστεύθηκε το Κράτος και διαψεύσθηκε πολλάκις, ότι τα ακίνητα Της θα ανακούφιζαν ανάγκες της κοινωνίας φθάνοντας μέχρι εκείνους που είχαν πραγματική ανάγκη. Ο «αλληλόχρεος λογαριασμός» μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας στο σημείο αυτό γέρνει καταφανώς σε βάρος της Πολιτείας. Ακόμα και από αυτά τα μη πλήρη στοιχεία καταγραφής της δημευμένης περιουσίας, καθίσταται σε κάθε καλόπιστο προφανής η προκλητικότητα, ανεντιμότητα και παχυλή αμάθεια των προοδευτικών ή νεοφιλελεύθερων προτάσεων για την κατάργηση της κρατικής μισθοδοσίας τώρα πια, που η Εκκλησία με κύρια ευθύνη του Κράτους δεν έχει τα μέσα αυτοδύναμης συντήρησής Της, και οι οποίες προβάλλονται ως δήθεν αποφασιστικό βήμα προς την πραγματική έξοδο του Κράτους από τον εναγκαλισμό και την θεοκρατία, την οποία δήθεν του επέβαλε και συντηρεί η Εκκλησία.
«Καιρός πλέον !» έγραφε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρός Χριστόδουλος σε τίτλο άρθρου του, που είδε το φως της δημοσιότητας στις 02.09.1983 στο φύλλο 570 του «Ορθοδόξου Τύπου». Αντιγράφω λίγες γραμμές : «Το σύνθημα για μια «ελεύθερη και ζώσα Εκκλησία», που πρώτος έρριψε στον ελλαδικό χώρο πριν από πολλά χρόνια ο σημερινός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος, αρχίζει στις μέρες μας να συνειδητοποιείται από όλο και περισσότερους κληρικούς και λαϊκούς, που οραματίζονται μια Εκκλησία ελεύθερη από κρατικές επιρροές και δεσμεύσεις και με ζωντανή παρουσία μέσα στο σύγχρονο κόσμο. … Πράγματι, το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας» ή ακόμη και της λεγομένης «συναλληλίας» –που ωστόσο πολύ απέχει στην πραγματικότητα από αυτό που ο όρος υποδηλώνει– απεδείχθη ότι ευνόησε σχεδόν αποκλειστικά την Πολιτεία,…. Φοβούμαι ότι το «εταιρικό» που συνάφθηκε μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας υπήρξε ετεροβαρές, σαν λεόντειας εταιρείας, σωρεύοντας μόνο οφέλη προς την πλευρά του Κράτους και μόνο ζημίες προς το μέρος της Εκκλησίας». Το άρθρο κατέληγε με την πρόταση –ως προς το ζήτημα της αποδεσμεύσεως από την Πολιτεία– να μην «αναμένει μοιρολατρικά» η Εκκλησία «την ώρα που κάποιοι, θα της επιβάλλουν τις λύσεις της αρεσκείας των».
Οι παραπάνω επισημάνσεις του μακαριστού Αρχιεπισκόπου είναι, υποθέτω, ο πλέον ταιριαστός επετειακός λόγος για τα γενέθλια του βασιλικού διατάγματος της 23ης Ιουλίου 1833.