Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2016

Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου (Γοντικάκη) Ἰβηρίτου

Ἡ Ἐκκλησία μιλᾶ ὅλες τίς γλῶσσες καί μεταδίδει τό ἔνα Πνεῦμα, τήν ἀλήθεια καί παράκλησι,
ὅπως συνέβη κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ Λόγος ἔγινε σάρξ καί μίλησε μέ τήν παρουσία καί τήν διαγωγή Του.
Διῆλθε ἰώμενος πᾶσαν νόσον καί εὐεργετῶν πάντα ἄνθρωπον.
Μίλησε διά τῶν πραγμάτων τήν γλῶσσα τῆς ἀγάπης, τήν κατανοητή ἀπό κάθε ἄνθρωπο.
Καί ἔφερε τό εὐαγγέλιο τῆς ἐλπίδος, τῆς ὑγείας, τῆς χαρᾶς καί τῆς σωτηρίας.

Ἐνῶ ὅμως ὅλους ἐθεράπευσε καί εὐεργέτησε, δέν Τόν δέχθηκαν ὅλοι.
Ἀλλά σ’αὐτούς πού Τόν δέχθηκαν ἔδωσε ἐξουσία νά γίνουν τέκνα Θεοῦ.
Νά γίνουν Χριστοί κατά χάριν. Νά συνεχίσουν τό κήρυγμα, τό ἔργο καί τήν εὐεργεσία Του πρός ὅλους.
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, συνεχίζει καί μιλᾶ διά τῶν τέκνων Της ὅλες τίς γλῶσσες,
δίδοντας τό ἕνα μήνυμα τῆς σωτηρίας.
Καί οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν «γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς». Θά μιλήσουν καινούργιες γλῶσσες.
Καί οἱ καινούργιες γλῶσσες εἶναι οἱ προσωπικές.
Καθένας πρέπει νά βρεῖ τό δικό του ρυθμό.
Νά κινηθῆ ἐλεύθερα.
Νά κάμη τά πάντα ὥστε νά ἀξιωθῆ συνειδητά νά βρῆ καί νά ζήση τό Χριστό ὡς σωτήρα, λυτρωτή καί εὐεργέτη.
Τότε μιλᾶ τή δική του γλῶσσα, τήν προσωπική καί μοναδική.
Καί συνεχίζεται ἡ Πεντηκοστή διά τῆς προσωπικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τό νά ἀκούση ὁ καθένας τόν Καλό ποιμένα νά τόν καλῆ μέ τό ὄνομά του.
Μέ τό νά παίρνη ὑπόστασι τό εἶναι του.
Μέ τό νά βρῆ ἐν Χριστῷ τόν ἑαυτό του· καί νά βγῆ ἀπό μέσα του ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Τότε καταλαβαίνει ὁ ἄνθρωπος ὅτι καλά λίαν ἐποίησεν ὁ Θεός τά πάντα.
Καλά λίαν γίνονται τῇ εὐλογίᾳ τοῦ Θεοῦ τά πάντα.
Ὅλα μᾶς κάνουν καλό. «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν».
Καί αὐτή τήν εὐεργεσία τῆς σωτηρίας τήν ἐκφράζει ὁ κάθε εὐεργετημένος καί σωσμένος προσωπικά,
μέ χίλιους τρόπους: μέ τόν λόγο, τή σιωπή, τή διαγωγή, τήν παρουσία, τά ἔργα τῶν χειρῶν καί τοῦ νοός του.
Ἔτσι ὅλα μιλοῦν στήν Ἐκκλησία καί μεταδίδουν τόν ἕνα Λόγο.
Καί ἀληθινά μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος πού σιωπᾶ καί δι’αὐτοῦ μιλᾶ ὁ Θεός.
Ἐάν περιοριζόμαστε στό νά λέμε τίς δικές μας μόνον ἀπόψεις· 
ἄν ξεκινᾶμε ἀπό τόν ἑαυτό μας καί τήν προβολή τῆς ἐφήμερης ἐπιτυχίας μας, 
τότε δέν φανερώνομε τό πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς, 
ὅσο θεολογικά καί ἄν φαίνεται ὅτι μιλᾶμε, 
ἀλλά ἐπεκτείνομε τήν σύγχυσι καί τήν ὀχλαγωγία τῆς Βαβέλ.
Ὅταν μιλᾶ ὁ νεκρός ἑαυτός μας, κατά τό παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε εἴμαστε ζωντανοί.
Μιλᾶ ὁ Θεός, μιλᾶ ὁ ἑαυτός μας ὁ ἀληθινός.
Καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζητοῦν τήν ἀλήθεια ἀκοῦνε τό λόγο μας,
γιατί δι’αὐτοῦ ἀκοῦνε τόν ἕνα Λόγο.
Καί ὁ νεκρός γιά τόν ἑαυτό του ἄνθρωπος καί ζῶν ἐν τῷ Θεῷ ἀκούει καί σέβεται τό λόγο ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
ἀκούει τό λόγο τῶν ὄντων καί δι’αὐτῶν ἀκούει τόν ἕνα Λόγο,
διά τοῦ ὁποίου ἐγένετο τά πάντα καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε.
Καταλαβαίνει, δέχεται, καί ταυτόχρονα διά τῆς αὐτῆς πράξεως κοινοποιεῖ τό λόγο γιά τόν ὁποῖο ἔγιναν τά πάντα.
Καί αὐτός ὁ λόγος εἶναι νά συμμετάσχουν στόν παράδεισο τῆς λογικῆς λατρείας,
τῆς μιᾶς συμπαντικῆς Λειτουργίας, ὅπου ὁ εἷς σαρκωθείς Θεός Λόγος, ὁ ἐκ σιγῆς προελθών,
εἶναι ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί προσδεχόμενος καί διαδιδόμενος.
Τότε, ὅταν ὅλα Ἐκεῖνος τά πράττη, 
δίδει τήν δυνατότητα καί παρέχει τήν τιμή καί σέ μᾶς τούς μηδαμινούς
νά μποῦμε στό συλλείτουργο καί νά λειτουργήσωμε
προσφέροντας τήν ἐλάχιστη συμβολή μας μέ τό λόγο, τή σιωπή, τήν πρᾶξι καί τήν ἡσυχία μας. 
Ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό συλλείτουργο
ὅπου ἐναρμονίως συνάδουν ὅλοι οἱ λόγοι τῶν προσώπων καί τῶν ὄντων.
Τίποτε δέν ὑπάρχει ἀληθινά ἔξω ἀπό αὐτό τό συλλείτουργο,
τή μία Λειτουργία πού λογοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν καθιστᾶ λόγο Θεοῦ καί εὐλογία γιά ὅλη τή δημιουργία.
Μέ αὐτό τόν τρόπο κάθε πιστός, ὁ πιό ἐλάχιστος καί μικρός,
δέν εἶναι τμῆμα τοῦ ὅλου, ἀλλά ἀνακεφαλαιώνει τό ὅλον.
Εἶναι ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία. Εἶναι ἐν σμικρῷ ὁλόκληρος ὁ κόσμος.
Συχνά λέγεται ὅτι πρέπει νά προσφέρωμε στόν κόσμο τόν θεολογικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλά δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι θεολογικός λόγος δέν εἶναι ἡ μεταπρατική χρῆσι τῶν πατερικῶν ρήσεων καί ἡ μηχανική ἐπανάληψη κάποιας θεολογικῆς ὁρολογίας.
Θεολογία εἶναι ἡ σάρκωσι τῆς ἀλήθειας ἄθελά μας.
Ἡ φανέρωσι τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ πού γίνεται χωρίς καμμιά προσπάθεια ἀπό τούς συντετριμμένους.
Τό ἀληθινό γίνεται καί διατυπώνεται ἀκόπως. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἀκόπως βαστάσασα Χριστόν.
Καί γιά νά φθάσης σ’αὐτό τό «ἀκόπως», τό ἀληθινό καί αὐθόρμητο,
πού εἶναι δῶρο Θεοῦ καί ἄνωθεν προσφερόμενο χάρισμα,
πρέπει πολύ νά κουρασθῆς, νά κλάψης, νά ἀσκηθῆς, νά ἀπαλλαγῆς ἀπό ὅλα.
Νά ξεπεράσης τά πάθη σου μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ.
Νά ξεπεράσης τίς ἀρετές σου, ὅπως θέλει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής.
Νά μήν ἔχεις καμμιά ἰδέα γιά τίς ἀρετές, τίς ἱκανότητες ἤ τήν ἁγιότητά σου. 
Νά φθάσης στό μή ὄν. 
Τότε ὁ Θεός ἔρχεται καί χαρίζει δωρεάν τά ὑπέρ φύσιν καί αἴσθησιν.
Καί τά χαρίζει στούς ταπεινούς, τά μωρά, τά ἀσθενῆ, τά ἀγενῆ, τά ἐξουθενημένα καί τά μή ὄντα. 
Γιατί τά μή ὄντα, ὡς μή ἔχοντα καμμιά ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, δέν νοθεύουν τά ἅγια, ἄσπιλα καί τίμια.
Ἐνῶ oἱ «ἐνάρετοι», αὐτοί πού παρ’ ὅλες τίς ἀρετές ἤ τίς γνώσεις τους 
ἤ ἐξ αἰτίας αὐτῶν καί τῆς μεγάλης ἰδέας πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτό τους 
(καί ἡ οποία ὑπογραμμίζεται καί φαίνεται εὐκρινέστερα μέ τήν δῆθεν προσπάθεια νά τήν ἀποκρύψουν)
γιά ὅλα αὐτά καί μέ ὅλα αὐτά μολύνουν καί νοθεύουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ· 
τόν ἀνακατεύουν μέ τίς δικές τους τοξίνες καί τόν κάνουν ἀχώνευτο 
καί ἀπορριπτέο ἀπό τό στομάχι τοῦ πεινασμένου ἀνθρώπου.
Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ φανέρωσι τῆς ἀναπαύσεως καί τῆς παρακλήσεως τοῦ Πνεύματος,
πού προσφέρεται δωρεάν ἀπό τούς ταπεινούς καί κεκαθαρμένους, πού δέν ὑπολήπτονται τόν ἑαυτό τους.
Ἔτσι δωρεάν προσφέρουν τά τίμια, ἐπειδή τά ἔλαβαν.
Καί τούς εἶναι ὁ κόσμος εὐγνώμων, ἐνῶ αὐτοί ἐλεεινολογοῦν ἔσωθεν τόν ἑαυτό τους.
Τόν βλέπουν ὑπό κάτω πάσης κτίσεως, χειρότερο πάντων τῶν ἀνθρώπων
καί κατώτερο ὅλων τῶν κτηνῶν καί τῶν ἑρπετῶν.
Καί θαυμάζουν μόνο τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τή σοφία καί τήν ἄρρητή Του πρόνοια γιά ὅλη τή δημιουργία
καί γι’ αὐτούς τούς ἴδιους καί ἄξιους πάσης καταδίκης.
Τελικά φαίνεται ὅτι κάνουν θεολογία οἱ μή θεολόγοι,
οἱ ἀληθινοί, οἱ ταπεινοί καί γνήσιοι ἄνθρωποι (πού ἐνίοτε μπορεῖ νά εἶναι καί θεολόγοι).
Αὐτοί πού μέσα ἀπό ὅλα τά βάσανα, τούς κόπους καί τίς δοκιμασίες,
φθάνουν σέ ἕνα ἐκ βαθέων «δόξα τῷ Θεῷ».
Καί αὐτό ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους καί τήν ἀνωστική δύναμι 
πού συνέχεια τούς φέρνει πρός τόν Θεό καί καθιστᾶ τό λόγο καί τήν παρουσία τους εὐλογία γιά τόν κόσμο καί τούς ἀδελφούς τους.
ΥΓ. Τό κείμενο ἔχει δημοσιευθεῑ στό τεῦχος 66 ( ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 1998) τοῦ περιοδικοῦ «ΣΥΝΑΞΗ».
Μόνη παρέμβαση εἶναι ἡ ὑπογράμμιση κάποιων προτάσεων πού χτύπησαν καμπανάκι στήν συνειδητότητά μου.

Δευτέρα, Μαΐου 02, 2016

Άγιο Όρος: ο τάφος μου - η Ανάστασή μου


Άγιο Όρος: ο τάφος μου - η Ανάστασή μου

Ένας παλιός καραβοκύρης μου έλεγε: «Είχαμε τότε τα ιστιοφόρα. Και δεν φοβόμασταν την ανοιχτή θάλασσα, γιατί το πανί κρατούσε το καράβι, και έπαιζε με το κύμα.
Δυσκολία πολλή συναντούσαμε, όταν πλησιάζαμε στη στεριά. Και όταν πηγαίναμε τους υποψήφιους μοναχούς στο Όρος, ξέραμε ότι δεν θα τους ξαναπαίρναμε. Τους χάναμε, δεν ξανάβγαιναν έξω, όπως δεν γυρίζουν πίσω οι πεθαμένοι που τους πάνε στο κοιμητήριο».
Το Άγιον Όρος το χαρακτήρισε κοιμητήριο, τάφο, όπου μπαίνει κανείς και δεν βγαίνει έξω. Και είχε δίκιο.Μπορούμε να πούμε ότι το Άγιον Όρος είναι ένα κοιμητήριο νεκρών σπόρων, από όπου βλάστησε μια άλλη ζωή και ανθοφορία.
Το Άγιον Όρος είναι κάτι που σε συγκινεί βαθύτατα και σε έλκει. Κάτι που έχει σχέση με ένα θάνατο και με μια ζωή. Ο υποψήφιος μοναχός έρχεται στο Άγιον Όρος. Μένει εν ελευθερία. Θέλει να δει ποιές αντιδράσεις δημιουργούνται μέσα του με το τόπο. Και οι αντιδράσεις είναι διάφορες, ποικίλλουν κατά τα πρόσωπα και κατά τις αναζητήσεις των.

Εάν η κλίση σου είναι γι' αυτή τη ζωή, τη λογική, τον τόπο και το κλίμα, τότε μένεις. Γίνεται η κουρά σου. Και το άγιο Θυσιαστήριο, η αγία Τράπεζα είναι ο Τάφος ο πανάγιος του Χριστού, απ' όπου ανατέλλει ως Νυμφίος εκ παστάδος φωτεινής. Και αγαπάς έναν Τάφο. Και προσπίπτεις στον Τάφο, επειδή αγαπάς τη ζωή.

Η πρώτη ευχή των παλαιών αγιορειτών σε ένα νέο μοναχό είναι: «Καλή υπομονή». Αυτή η υπομονή, το να μένεις εκούσια υπό, είναι μια ευλογία που κρύβει μέσα της πολύ δυναμισμό, γιατί σε ωθεί προς τον δρόμο της εκουσίου νεκρώσεως, της ταφής εις την «γην την αγαθήν», απ' όπου ελευθερώνεται, ενεργοποιείται κάποιος δυναμισμός κεκρυμμένος και συνεπτυγμένος μέσα σου, και βλαστάνει ο σπόρος της υπάρξεως σου αποδίδων «καρπόν εκατονταπλασίονα»

Και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει ο σπόρος της υπάρξεως σου να είναι ζωντανός, να έχει το στοιχείο που μπορεί να αντέξει στη διαδικασία της ζωηφόρου νεκρώσεως. Και θα πρέπει να έλθει η ώρα σου, να ωριμάσει ο σπόρος, να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι αυτή είναι η μόνη πορεία του, και δεν γίνεται διαφορετικά.

Και περνά ο χρόνος, για να έλθει η ώρα. Και η τελική ώρα είναι τόσο φρικτή, που θα θέλαμε πάση θυσία να την παρακάμψωμε, να την αποφύγομε. Όμως δεν γίνεται διαφορετικά, εάν δεν πιούμε το πικρό ποτήριο του θανάτου.

Η μελέτη του θανάτου είναι μελέτη ζωής. Αυτό που αναπόφευκτα βλέπουμε μπροστά μας να πλησιάζει είναι ο θάνατος. Αυτό που υπάρχει μέσα μας είναι η δίψα της αιώνιας ζωής.

Και επειδή αγάπησες το δρόμο αυτής της ζωής και ασκήσεως, προχωρείς. Αρχίζεις να θάπτεσαι, να ζεις τη νέκρωση και να τρέφεσαι από ζωή ανώλεθρο, από χαρά που δεν παρέρχεται.

Όταν βαπτίζεται «εις τον θάνατον» του Ιησού, ενδύεσαι τον Χριστό και παίρνεις όνομα. Όταν γίνεσαι μοναχός λαμβάνεις δεύτερο βάπτισμα και παίρνεις νέο όνομα.                

Η ακολουθία της κουράς σου λέει όλη την αλήθεια για τη ζωή της ασκήσεως που σε περιμένει. Σου μιλά για την άφατη χαρά και αγαλίαση που θα φτάσεις, αφού περάσεις ατέλειωτα βάσανα και απρόσμενους πειρασμούς.Σου περιγράφει ξεκάθαρα «πάντα τα λυπηρά και επίπονα της χαροποιού κατά Θεόν ζωής» εν τέλει όλα οδηγούν σε μια δοκιμασία όπου απειλείται το παν, σε μια κρίση που ξεπερνά συχνά τη λογική και την αντοχή του.

Εκείνη την ώρα της έσχατης απορίας και εγκαταλείψεως, αν συνειδητά πεις με όλη σου την ύπαρξη «ας γίνει το θέλημά Σου, Θεέ μου, ό,τι κι αν μου στοιχίσει»,τότε αλλάζεις όλος. Ενδύεσαι τον Χριστό. Αλλάζει όνομα ο τόπος. Γίνεσαι άλλος.

«Οι δε υπομένοντες τον Θεόν αλλάξουσιν ισχύν, πτεροφυήσουσιν ως αετοί, δραμούνται και ου κοπιάσουσιν». Τότε ζεις τις συνέπειες της ευχής «καλή υπομονή». Νοιώθεις ότι έζησες μια ζωή, για να φτάσεις σε κείνη τη στιγμή και σ' εκείνο τον τόπο. Αυτή η στιγμή είναι αστραπή και αιωνιότης.

Τότε δεν έχεις καμία απορία. Δεν αναπολείς τίποτε, ούτε προσδοκάς. Η θεία επίσκεψη δια μας εξαφάνισε τον χωρισμό σε παρελθόν και μέλλον, κάνοντας τα πάντα ένα παρόν πλησμονής.

Ακινητείς. Μένεις ενεός. Γεμάτος έκπληξη. Με ανοιχτές τις αισθήσεις. Με το να είσαι όλος μια αίσθηση.

Αξιολογείς τα πάντα διαφορετικά. Βρίσκεις τον πλούτο, τη δόξα και τον παράδεισο εκεί όπου άλλοι βλέπουν τη συμφορά που πρέπει να αποφύγουν.

«Βασιλεύς της Δόξης» γνωρίζεται ο Χριστός πάνω στο Σταυρό και απλωμένος ύπτιος νεκρός στον Επιτάφιο Θρήνο. Από τότε ευφραίνεσαι περιφρονούμενος. Χαίρεσαι υποτιμούμενος. Και βοηθείσαι διαγραφόμενος.

Γράφεται στις πλάκες τις καρδιάς σου ένας νόμος, όπως γράφτηκε στις πέτρινες πλάκες στο όρος Σινά. Η νέα νομοθεσία, της αγάπης, που τη δέχτηκες προσωπικά, σε σφράγισε, ως «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου». Φέρεις επάνω σου το μοναχικό σχήμα, που είναι σταυρός, με την ομολογία της νίκης: Ι(ησού)Σ Χ(ριστό)Σ ΝΙΚΑ. Φ(ως) Χ(ριστού) Φ(αίνει) Π(άσι). Τ(όπος) Κ(ρανίου) Π(αράδεισος) Γ(έγονε).       

Έκτοτε κυκλοφορείς διαφορετικά. Κουβαλάς την εμπειρία αυτή ως αιμορραγία. Κουβαλάς τη θανή, που σε έφερε στη ζωή. Δεν βγαίνεις έξω από τον τάφο. Τρέφεσαι απ' αυτόν, όπως το φυτό από τις ρίζες του μέσα στη γη. Από αυτή την εμπειρία αρθρώνεται ο λόγος σου, διαμορφώνεται ο χώρος σου. Είναι όλα φανέρωση αυτής της νεκραναστάσεως. Είναι όλα ντυμένα με σεμνότητα κατανύξεως και πηγαίο δυναμισμό αιωνίου ζωής.

Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, γνήσιος αγιορείτης, το λέει ξεκάθαρα, ότι το βάθρο όπου πατά δεν είναι, όπως πολλοί νομίζουν, σκαμνί ή θρόνος, αλλά είναι ο τάφος του, απ' όπου μιλά ο νεκρός εαυτός του.

του Πανοσ. Αρχιμανδρίτου π. Βασιλείου Γοντικάκη, Ιβηρίτη

Εισήγηση σε συνέδριο «Φως Χριστού φαίνει πάσι», 27 Νοεμβρίου 199
πηγή

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 25, 2016

Η παραβολή του Ασώτου Υιού (Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, Προηγούμενος Ιεράς Μονής Ιβήρων Αγίου Όρους)

Η ανταρσία του νεώτερου υιού και η διαγωγή του πατέρα
Τον νεώτερο υιό της παραβολής τον σώζει η αίσθηση που έχει ότι είναι υιός του πατέρα. Αισθάνεται και εκφράζεται μ’ αυτήν την ορολο­γία. Ζη σ’ αυτόν τον οικογενειακό χώρο. Γι’ αυτό λέει: «Πάτερ, δος μοι…»
Η αμαρτία, η αδυναμία του, είναι ότι όντας ανώριμος δεν έχει φτάσει στο να ξέρη ότι η ουσία του Πα­τρός είναι η ίδια με την ουσία του Υιού. Δεν ξέρει τούτη τη στιγμή αυτό που λέει παρακάτω ο πατέρας στον πρεσβύτερο υιό, «τα εμά πάντα σα εστί», γι’ αυ­τό ζητά από τον πατέρα του να του δώση «το επιβάλ­λον μέρος της ουσίας», το κομμάτι που του ανήκει. Αυτός ο χωρισμός που γίνεται μέσα του είναι η αμαρ­τία του.
Αυτός ο χωρισμός, ο τεμαχισμός είναι η αμαρτία, το κακό. «Όρος σύντομος του κακού ότι ου κατά φύσιν αλλά κατά μερικήν έλλειψιν του αγαθού εστί» (Αγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).
Ο πατέρας είναι άρχοντας αγάπης. Δεν ενδια­φέρεται για τον εαυτό του. Ενδιαφέρεται να σώση τον άλλο, το παιδί του. Αυτό βρίσκεται στον σκοπό της ζωής του, είναι καταξίωσι του είναι του. Δεν τον ενδιαφέρει τι θα πη ο κόσμος, αν θα χάση το κύρος του, αν παρουσιαστή ως πατέρας αποτυχημένος, με παιδί που αφήνει το σπίτι και φεύγει μακριά. Η αγάπη του πατέρα πάει πιο μακριά απ’ ό,τι μπορεί να πάη η κρίσι του κόσμου ή η ανταρσία του γιου του. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν θέλει να του κάμη διδασκαλία με λόγια. Ξέ­ρει ότι δεν πρόκειται να βγη τίποτε. Δεν πρόκειται να νοιώση κάτι ο νεώτερος υιός του.
Τώρα πρέπει να τον αφήση να περιπλανηθή, να πάθη, να μάθη, να δη προσωπικά. Αυτό ξέρει ο πατέρας ότι είναι κάτι θανάσιμα επικίνδυνο, αλλά δεν βλέπει άλλη λύσι.
Θα τον συντροφεύη πάντοτε με την αγάπη του, που μένει στο σπίτι, αλλά απλώνεται παντού. Γι’ αυτό δεν αμύνεται στενόκαρδα, δεν πιέζει. Δίδει αγωγή στο παιδί του υποφέροντας μυστικά ολόκληρος, βγαί­νοντας στον σταυρό της αναμονής.
Το θέμα δεν είναι ο πατέρας να κρατήση δια της βίας τον υιό κοντά του, αλλά να του δώση τη δυνατότητα, να του δημιουργήση τις προϋποθέσεις, ώστε ο ίδιος, μόνος του, να έλθη προς Αυτόν, την πηγή της Ζωής. Αυτή η κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει τον υιό.
Η προσωπική κίνησι προς τον Πατέρα ορίζει το πρόσωπο του Υιού. Η φράσι «και ο Λόγος ην προς τον Θεόν» (και όχι «εν τω Θεώ») δεν θέλει άραγε να μας πη κάτι για το μυστήριο της υιότητος και της πατρότητος;
Να δώσης τη δυνατότητα στον άλλο να γυρίση στο σπίτι εν ελευθερία. Να το βρη. Να το νοιώση, να γίνη δικό του. Να μην μπορή να φύγη, γιατί οπουδήποτε και να βρίσκεται, τότε -με τη σωστή τοποθέτησι και σχέσι υιού προς πατέρα- θα είναι «εν παντί καιρώ και τόπω» στον πατρικό οίκο.
Και χωρίς να πη λόγο, «διείλεν αυτοίς τον βίον». Του μιλά και του συμπεριφέρεται με τον τρόπο που ο υιός καταλαβαίνει, όχι με εκείνον που ο πατέρας ξέρει.
Του έδωσε το κομμάτι που ζητούσε. Αλλά το κομμάτι αυτό, αποκομμένο από το σύνολο της αληθείας της αμπέλου της ζωής, δεν μπορεί να ζήση, να καρποφορήση. Το κομμάτι αυτό, όταν το παίρνουμε δυναστικά, αντάρτικα -όπως και όταν θέλουμε- δεν μας οδηγεί, δεν μας φέρνει στη ζωή, στον Παράδεισο, αλλά στην απόγνωσι και καταστροφή. Αυτό που συνάγομε με το επαναστατημένο θέλημά μας -«συναγαγών άπαντα»- το σκορπίζαμε ασώτως -«διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (α-σωτηρία, α-σώον, μισερά, αμαρτωλά, εκτός Θεού, σε παρά φύσιν κατάστασι).
Μαραίνεται και ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σε μια κατάστασι στείρα, οπού χωρί­ζεται η ζωή από την πνευματική ζωή. Σε μια κατά­στασι που δεν έχει φως, καρποφορία, συνέχεια για τον άνθρωπο. Όπου τα πάντα μυρίζουν φθορά και είναι θάνατος.
Το κομμάτι που μας δίδει ο Θεός είναι από ένα σώμα θεανθρώπινο που μερίζεται και δεν διαιρείται, που εσθίεται και ουδέποτε δαπανάται. Είναι μικρό προζύμι με όλο τον δυναμισμό της βασιλείας, που σώ­ζει τα σύμπαντα και ζυμοί τα τρία σάτα της δημιουργίας ολόκληρης.
Το ψεύτικο χάνεται, μας εγκαταλείπει
Μέσα στο πυρ της πραγματικότητας φανερώθηκε το ψεύτικο, το απατηλό, που χάνεται και φεύγει. Μας αφήνει μόνους, έρημους και νηστικούς σε χώρα αλλο­δαπή, οπού τα πάντα ξοδεύονται χωρίς να ανανεώνωνται -«δαπανήσαντος αυτού πάντα».
Δεν δαπανήθηκαν μόνο τα δικά του πάντα, αλλά έγινε επί πλέον λιμός ισχυρός «κατά την χώραν εκείνην». Στη μακρινή χώρα κανείς δεν ζη καλά για πάν­τα. Στο τέλος ισχυρός λιμός βασανίζει όλους. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήση κανένα. Υπάρχει μια έκπτωσι, εξαθλίωσι, τελική απώλεια του ανθρώπου. Και όταν ζητάς βοήθεια, όταν πας να προσκολληθής «ενί των πολιτών της χώρας εκείνης», αυτός σε σπρώχνει πιο χαμηλά, σε στέλνει να βόσκης χοίρους, να ποιμαίνης πάθη. Σε κάνει χοιροβοσκό. Σε κάνει χοίρο. Αρ­νείται τη φύσι, την ευγένειά σου. Σε θεωρεί ζώο. Σου αρνείται την τροφή των χοίρων. Αλλά και όταν σου την δίδη, είναι σαν να μη σου δίδη τίποτε. Μένεις νη­στικός, γιατί δεν τρώγεται η τροφή των χοίρων. Εσύ έχεις ανάγκη από άλλη τροφή.
Το αληθινό μένει, μας σώζει
Η δοκιμασία του νεώτερου γιου στη μακρινή χώρα φανέρωσε και το τι έκρυβε μέσα του, τι αντοχή είχε, τι έμεινε ανέπαφο, ποιος μπορούσε να τον βοηθήση, σε ποιον να κολληθή -«εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου» (Ψαλμ. 62, 9)- σε ποιον να καταφύγη, ποιος είναι «οικτίρμων και ελεή­μων» (Ψαλμ. 102, 8), που υπάρχει τροφή, ζωή και ανάστασι για όλους.
Μπορεί να τα έχασα όλα. Μπορεί να χάθηκα και εγώ ο ίδιος -«απολωλώς ην»-, κυριολεκτικά να πέ­θανα -«νεκρός ην»-, αλλά κάτι υπάρχει που δεν χά­νεται, δεν πεθαίνει· είναι ο Πατέρας μου και η αγά­πη Του. Αυτός είναι «δυνατός εν ελέει και αγαθός εν ισχύϊ» (α’ ευχή του Εσπερινού). Το ξέρω, το ζω.
Δεν σκέφτομαι τα παιδιά του -είμαι ανάξιος για κάτι τέτοιο- σκέφτομαι τους μισθωτούς του, πώς τους φέρεται, πώς τους χορταίνει. Είμαι μισθωτός χωρίς μισθό· δούλος χωρίς ψωμί.
Θα σηκωθώ και θα γυρίσω πίσω και θα πω στον πατέρα μου: Αμάρτησα στον ουρανό και σε σένα. Σε σένα που είσαι πατέρας επουράνιος. Σε σένα που έχεις τέτοια αγάπη, που γεμίζει ουρανό και γη. Σε σένα που ακόμη εδώ, στη μακρινή χώρα της στερήσεως, της ασωτείας, της κολάσεως, με παρακολουθείς, με συνοδεύεις.
Δεν είμαι άξιος να λέγομαι γιος σου. Ξέπεσα, έχασα την υιοθεσία. Αυτή είναι η αμαρτία, το έγκλημά μου το ένα. Δεν είναι η περιουσία σου που έφαγα. Δεν είναι κάτι μικρό, υλικό, που μπορώ να επανορθώσω με τις δυνάμεις μου· δεν είναι κάτι που μπορώ να κερδίσω με τη δουλειά μου, για να σου το επιστρέψω. Καθύβρισα τη μια σχέσι του υιού προς τον πατέρα. Δεν μπορώ τίποτε να κάμω, εφ’ όσον με σε­βάστηκες περισσότερο απ’ ό,τι άξιζα. Με καταδικάζει η συμπεριφορά σου.
Αν δεν ήσουν τόσο άρχοντας της αγάπης, αν δεν μου είχες φερθή όπως μου φέρθηκες, αν δεν ήσουν τέ­λειος σε όλα, αν λίγο κάπου μου έφταιγες· ίσως να εύρισκα σαν δικαιολογία κάτι να πω. Τώρα δεν είναι έτσι. Τώρα με αφήνει αναπολόγητο, άναυδο και μουγ­κό, η ανείκαστή σου στοργή και ανοχή, που μόλις συ­νειδητοποιώ.
Έπρεπε να πάω τόσο μακριά, για να το νοιώσω; Έπρεπε να φτάσω στην απώλεια και στον θάνατο, για να καταλάβω τι θα πη σωτηρία και ζωή; Δεν ξέρω τι να πω. Όλα όμως αποδεικνύουν ένα πράγμα: τη δική μου αφιλοτιμία, αφροσύνη. Και τη δική σου βασιλεία, αγάπη, που με διαλύει.
Έρχομαι προς εσένα, τραβηγμένος από σένα· από την αγάπη σου, που με έλκει έσωθεν και μου κά­νει συντροφιά.
Κάνε με δούλο σου. Η ενοχή είναι δική μου. Η ανοχή, η ζωή, είσαι εσύ.
«Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου· ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου· ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου».
Συνάντησι νεώτερου υιού με τον πατέρα
Πριν φτάση στο σπίτι, ο πατέρας τον βλέπει και τρέ­χει. Χωρίς να του πη τίποτε, πέφτει ολόκληρος στον τράχηλό του, τον αγκαλιάζει και τον καταφιλεί.
Ήδη ο γιος κατάλαβε, πήρε την απάντησι: Ο πατέρας άκουσε την εξομολόγησι, την ξέρει πριν του την πη. Βλέπει τον γιο του πριν να γυρίση. Ήταν μα­ζί του, χωρίς να τον βλέπη ο γιος. Αυτός που αγαπά με την τέλεια αγάπη «απών ως παρών συναναστρέφεται, μη ορώμενος υπό τινος» (Αββάς Ισαάκ, λόγος κδ’).
Ο γιος όμως αρχίζει την εξομολόγησι· λέγεται μόνη της, βγαίνει από την καρδιά του, πρέπει να εξωτερικευθή. Είναι μια ανάσα που πρέπει να βγη από τα σπλάχνα του, για να ελευθερωθή. Την λέει όπως ακριβώς γεννήθηκε μέσα του, αλλά δεν την τελειώνει. Αναφέρει το αμάρτημα, το έγκλημά του, και στα­ματά. Δεν τολμά να συμπληρώση τη φράσι να ζήτη­ση να γίνη δούλος του πατέρα. Τα χάνει με τον χείμαρρο της αγάπης που τον παρασύρει, τον διαλύει· και δεν μπορεί να κάνει σ’ Αυτήν υποδείξεις. Ομολογεί το έγκλημά του και σιωπά.
Τον λόγο παίρνει ο πατέρας, που με τον ίδιο τρό­πο μιλά ξεκάθαρα εν σιωπή: Δεν λέει τίποτε στο παι­δί του για τον εαυτό του· ούτε αν πόνεσε ούτε πόσο πόνεσε, όταν έφυγε· ούτε πόσο χαίρεται ή αν χαίρεται, τώρα που γύρισε. Αυτά δεν λέγονται· διαγράφονται όλα ως περιττά. Δεν μπορεί να μιλήση σ’ αυτόν τον γιο που είναι άξιος της σιγής, της άφατης πατρικής του αγάπης. Πώς να αρθρώση τα άρρητα ή πώς να μειώση την ενάργεια όσων λέγονται εν σιγή;
Στον γιο δεν λέει τίποτε. Η μυσταγωγία της σχέσεώς τους ιερουργείται σε χώρο βαθιάς σιωπής. Πυράκτωμα αγάπης που παραλύει τη γλώσσα.
Μιλά, δίδει εντολές στους δούλους: «εξενέγκατε την στολήν … ενδύσατε … θύσατε τον μόσχον τον σιτευτόν», ας ευφρανθούμε, γιατί «ούτος ο υιός μου νε­κρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Μόνο στους άλλους μπορεί να μιλήση για το θέ­μα του γιου του.
Το «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη», που ο πατέρας λέει στους δούλους, δείχνει το μεγάλο δράμα και τη χαρά που έζησαν και που ζουν οι δυο τους, πατέρας και γιος.
Δεν μίλησε ο πατέρας στην αρχή ούτε τώρα, όχι γιατί ήταν αδιάφορος ή δεν γνώριζε το μέγεθος του δράματος ή δεν είχε συνείδησι του κινδύνου που επρό­κειτο να περάση το παιδί του. Δεν έχει κανένα στοι­χείο απάθειας που φανερώνει αδιαφορία ή έλλειψι αισθήσεως. Όλα τα ζη. Όλα τα ξεπερνά με την άπει­ρη αγάπη του. Τον παρακολουθεί, τον συνοδεύει μέ­χρι την απώλεια, τον θάνατο. Συνθάπτεται μαζί του. Ξέρει, χωρίς να του πη ο γιος λεπτομέρειες, όλη την οδύσσεια που πέρασε, ότι γεύτηκε όντως την κόλασι, τον χαμό, τον θάνατο.
Και βρέθηκε, σώθηκε, ανέζησε από άλλη δύναμι, που υπήρχε μέσα του και τον παρακολουθούσε γύ­ρω του διακριτικά. Υπάρχει η δύναμι της υιότητος και της πατρότητας. Ήταν αυτός γιος και είχε πη στην αρχή «πάτερ» (και όταν έφευγε και όταν γύρισε). Και αυτός ήταν πατέρας, δεν ήθελε να στραπατσάρη το παιδί του, έστω και αν υπήρχε ο κίνδυνος του χαμού, του θανάτου του ίδιου του παιδιού. Του έδωσε την επικίνδυνη και σωτήρια αγωγή της ελευθερίας καλύπτοντάς τον με την άπειρη αγάπη του πάντοτε.
Και νίκησε η πατρική αγάπη τον θάνατο. Και άναψε τούτη η χαρά, το πανηγύρι, που θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός. Αυτός ο μόσχος λένε οι Πατέρες ότι είναι ο Υιός του Θεού, και το πανηγύρι η θεία Λειτουργία, η σύναξι και η ζωή της Εκκλησίας.
Επιστροφή που σε ελευθερώνει
Ο νεώτερος υιός σκεφτόταν να ζητήση να μείνη στο σπίτι «ως εις των μισθίων». Αυτό αν του δινόταν, θα ήταν ήδη παράδεισος μέγας γι’ αυτόν. Θα βρισκόταν σε δρόσο Αερμών. Όμως ο Θεός Πατέρας τον κάνει το κεντρικό πρόσωπο και την αφορμή του μεγάλου πανηγυριού. Και αυτό τον καταπλήττει και τον κα­τακαίει. Ο Θεός καταδικάζει με το πλήθος της αγάπης Του. Και νοιώθεις ανάξιος γι’ Αυτήν. Αποτραβιέσαι στη θέσι του δούλου, που σου ταιριάζει, σου υπεραρκεί, σε αναπαύει. Δεν αναπαύει όμως τον Θεό, που τόσο αγαπά, που τόσο συγχωρεί, που σε συνθλίβει, σε λιώνει με την αγάπη Του την άμετρη. Και κλαις από χαρά για το θαύμα τούτο. Και το κλάμα φανερώνει την πλησμονή της αγαλλιάσεως.
Γι’ αυτό οι Αγιοι, τα παιδιά του Θεού, ονομά­ζουν τον εαυτό τους δούλο Χριστού. Και νοιώθουν ότι αυτό ξεπερνά την αξία τους και τους πλημμυρίζει με τιμή. Το άλλο, το να γίνεται παιδί κατά χάρι και το κεντρικό πρόσωπο του πανηγυριού, οπού θύεται ο μό­σχος ο σιτευτός, αυτό ξεπερνά τις ανθρώπινες προσ­δοκίες· υπαγορεύεται και πραγματοποιείται μόνο από την απερινόητη και άφατη αγάπη του Θεού Πατρός.
Εξουθενώνει τον εαυτό του και δοξάζεται. Δεν βλέπει ανθρώπινα τη δόξα που θα ακολουθήση. Μένει μόνο στην εξουθένωσι. Του αρκεί να είναι στο σπί­τι του Πατρός. «Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών» (Ψαλμ. 83, 11). Δεν ζητά χαρίσματα -αυτό γίνεται εκ βαθέων- γι’ αυτό του δίδονται όλα.
Όταν ζητάς κάτι μικρό, ένα ερίφιο, δεν παίρνεις τίποτε. Όταν δεν ζητάς τίποτε -ούτε να γίνης δούλος- τα παίρνεις όλα.
Επειδή είναι αληθινή η μετάνοιά του, ήδη τον έβαλε στον Παράδεισο· διαιτάται σε χαρά που ακατάπαυστα αυξάνει. Αυτό το ξέρει ο πατέρας. Γι’ αυτό θύει τον μόσχο τον σιτευτό. Ενδύει τη χαρά με τη χα­ρά. Τον υιό τον άξιο του πατέρα με τη στολή την πρώ­τη. Αυτό γίνεται αυθόρμητα. Όπως από τον τάφο της σκοτεινής γης, ο σπόρος που πεθαίνει, προχωρεί φυσιολογικά και φτάνει στην ανθοφορία -«η γη αυτομάτη καρποφορεί» (Μάρκ. 4, 28)- έτσι από τη συντετριμμένη καρδιά του ταλαιπωρημένου, του χαμέ­νου γιου, ανατέλλουν τα πάμφωτα χαρίσματα και τον ντύνουν. Τον περιβάλλει το φως ως ιμάτιον στολή πρώτη και ανέγγιχτη.
Αλλιώς -αν δεν είχε αυτή τη διαλυτική των πάν­των συντριβή- δεν θα μπορούσε να ανθέξη και τα ελάχιστα χαρίσματα, θα του κάνανε κακό. Θα τα πέταγε πέρα. Και ο ίδιος θα πεταγόταν έξω από τη μονα­δική χαρά, την πανήγυρι της αγάπης· όπως έκαμε ο πρεσβύτερος υιός.
«Και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιω. 16, 22). Κανείς δεν μπορεί να του πάρη τούτη τη χαρά, να του την αφαιρέση, να την απομακρύνη. Γιατί πηγάζει από μέσα του, από τον εαυτό του, είναι ο Χριστός που ζη μέσα του. Δεν ζη πια αυτός.
Επιστροφή που σε πνίγει
Μια διαφορετική επιστροφή, όχι θεϊκή εν ταπεινώσει και εξουθενώσει -που είναι γεννητική της άφθαρτου δόξης- αλλά σύμφωνα με τη λογική και τη στάσι του πρεσβύτερου υιού, που δεν είναι επιστροφή αλλά πε­ριπλοκή χειρότερη των πραγμάτων, θα ήταν κάπως έτσι:
Λοιπόν, πατέρα, γυρίζω να τα συζητήσωμε, να δούμε τα πράγματα ψύχραιμα. Να δούμε σε τι φταις και σε τι φταίω. Να βρούμε έναν τρόπο συμβιώσεως.
Όχι ότι δεν μπορώ να ζήσω μακριά από σένα. Μπορώ κάλλιστα, αλλά είπα, μια και είσαι πατέρας μου, να γυρίσω. Τώρα όμως πρέπει να προσέξωμε, για να μην επαναληφθούν τα ίδια. Γιατί αν δεν έδινες αφορμή με τη συμπεριφορά σου, δεν είμαι ανόητος να σηκωνό­μουνα να έφευγα στα καλά καθούμενα.
Λοιπόν, τί λες τώρα; Υπάρχει τρόπος συμβιώ­σεως, ναι ή όχι;
Και μην κρατήσης κακία. Αλλά να τα ξεχάσης όλα. Και να μου βάλης την πρώτη στολή, για να μη νοιώθω μειωμένος απέναντι των άλλων.
Για πανηγύρι χαράς δεν του κάνει λόγο, γιατί αυτή η λογική δεν έχει σχέσι με καμιά χαρά. Αυτή είναι η αρρώστια, τα ράκη της πεπτωκυίας φύσεως, όχι η στολή της πρώτης καινής κτίσεως. Αυτή είναι η κόλασι της «δικαιοσύνης».
Υπάρχει παραμονή στο σπίτι που είναι περιπλάνησι σε χώρα μακρινή. Υπάρχει επιστροφή που είναι μεγαλύτερη απομάκρυνσι από το σπίτι.
Το ανανεούμενο βάσανο του πατέρα.Συνάντησι με τον πρεσβύτερο υιό
Από τον μακρινό αγρό, όπου έβοσκε χοίρους, γύρισε συντετριμμένος ο νεώτερος υιός και μπήκε στον Παράδεισο. Από τον αγρό του πατέρα επέστρεψε ορ­γισμένος ο πρεσβύτερος και φανέρωσε την κόλασι που κουβαλούσε μέσα του. «Ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν», αφού πληροφορήθηκε από τους δούλους τι γι­νόταν στο σπίτι.
Είναι ανανεούμενο βάσανο η ζωή του πατέρα. Μόλις τελειώνει η μια δοκιμασία, αρχίζει η άλλη. Όταν ο νεώτερος επιστρέφη από την ασωτεία, ο πρεσβύτερος, που μένει στο σπίτι, αρνείται να μπη μέσα.
Κάθε μεγάλη μέρα ο πειρασμός δημιουργεί προβλήματα, προκαλεί αφορμές θλίψεως. Θέλει να μολύνη τη χαρά, να θόλωση την καθαρότητα της γιορ­τής. Να μην αφήση καρδιά απλήγωτη. Αλλά ο πα­τέρας της παραβολής είναι ωκεανός αγάπης και ανο­χής: «Εξελθών παρεκάλει αυτόν».
Ο πατέρας γνωρίζει την αρρώστια του μεγαλύ­τερου παιδιού του, ότι ζηλεύει και φθονεί. Γι’ αυτό, από αγάπη κινούμενος, μετριάζει τις εκδηλώσεις της πατρικής του στοργής. Δεν τρέχει -«δραμών»- όπως στην περίπτωσι του νεωτέρου, αλλά εξέρχεται βαρύς από τον πόνο. Και δεν τον «καταφιλεί» -αν έκανε κά­τι τέτοιο, θα τον κατέκαιγε, θα τον τάραζε ολόκληρο- ούτε καν τον φιλεί. Μόνο του μιλά παρακλητικά. Και δέχεται καρτερικά όλα τα κύματα της οργής του πρε­σβύτερου υιού.
Σαν να είχε έτοιμη την επίθεσι (όπως ο νεώτε­ρος την εξομολόγησι). Λες και περίμενε την αφορμή για να ξεσπάση, να βγάλη έξω όσα μαζεύονταν και έβραζαν μέσα του ολόκληρη σειρά ετών.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι…»
Δεν τον ονομάζει καμιά φορά ούτε τον βλέπει ως πατέρα, αλλά σαν αφεντικό, και μάλιστα άδικο. Τον εαυτό του τον υποτιμά, τον βλέπει σαν μισθωτό δούλο.
Μέσα σ’ όλην αυτή τη νομικίστικη σχέσι δικαιώ­νει εξ ολοκλήρου τον εαυτό του και καταδικάζει από­λυτα τον πατέρα του.
«Ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον». Είμαι εν τάξει πάντοτε. Είμαι άμεμπτος. Ποτέ δεν έσφαλα σε κάτι.
Εσύ αντίθετα είσαι ολοκληρωτική αποτυχία. «Ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ».
Εγώ ουδέποτε έκαμα κάτι κακό. Εσύ ουδέποτε έκαμες κάτι καλό.
Τον αδελφό του δεν τον ονομάζει αδελφό, αλλά γιο του πατέρα του. Και το σφάλμα του νεωτέρου, που δεν το έχει διορθώσει, δεν είναι ότι πρόσβαλε τον πατέρα του, αλλά ότι ξόδεψε χρήματα, κατέφαγε πε­ριουσία. Και αυτός πρώτος και μόνος κατηγορεί τον αδελφό του ότι κατέφαγε την περιουσία «μετά πορνών».
Η πρώτη διόρθωσι του πατέρα γίνεται με την προσφώνησι: «Τέκνον». Εσύ δεν με καλείς πατέρα, εγώ σε θεωρώ και σε ονομάζω παιδί μου. Αυτό είναι το πρώτο. Δεν είσαι δούλος μου, ούτε καταδυναστευόμενός μου.
Στο αρνητικό επίρρημα ουδέποτε του πρεσβύτε­ρου υιού ο πατέρας αντιπαραθέτει το θετικό πάντοτε: «Συ πάντοτε μετ’ εμού ει». Είσαι πάντοτε μαζί μου. Αυτός είναι ο παράδεισος, η ελευθερία, ο πλούτος του υιού, το ότι μένει εν τη οικία (Ιω. 8, 35), μένει με τον πατέρα μαζί. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί εστί» (Ιω. 14, 10).
Και στην αίτησι του ελαχίστου και μικρού -ερι­φίου- απαντά με το πάντα. «Πάντα τα εμά σα εστί».
Στην οργή και στο μίσος που τον κατατρώει («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») αντιπαραθέτει το «ευφρανθήναι και χαρήναι έδει», γιατί ο αδελφός σου αναστήθηκε και σώθηκε.
Χαρακτηριστικά του νεώτερου υιού
Στον νεώτερο υιό εφαρμόζεται ο λόγος της Αποκαλύψεως: «Όφελον ψυχρός ης ή ζεστός» (Αποκ. 3, 15).
Όταν έφυγε, ήταν απόλυτος αντάρτης: «συναγαγών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χώραν μακράν». Έπεσε με τα μούτρα στην αμαρτία. Τα έδω­σε, τα έχασε όλα.
Όταν έφτασε στην εσχάτη ανάγκη, «εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης». Το εκολλήθη δείχνει την ολόψυχή του προσπάθεια να πιαστή από κάποια σανίδα σωτηρίας.
Όταν επέστρεφε, ήταν το ίδιο θερμός και από­λυτος: ήρθε να ομολογήση απερίφραστα την ολική του αποτυχία και αμαρτία.
Τα χάνει όλα την πρώτη φορά. Προσφέρει τώρα όλο του τον εαυτό, έστω χαμένο και νεκρό –πάντως όλο- στον πατέρα του· χωρίς κανένα ενδοιασμό, χω­ρίς καμιά επιφύλαξι ή όρο.
Η φιλαυτία -η αρρωστημένη προσκόλλησι στο εγώ μας- είναι ξένη προς την Αγάπη που μας έπλα­σε, προς την πνοή που Αυτή μας φύσηξε στα σπλάχνα. Γι’ αυτό κάνοντας το θέλημά του αντάρτικα ο νεώτερος γιος, χάνει τον άξονα της ζωής του, αθετεί τη φύσι του, καταστρέφει τον εαυτό του· βρίσκεται εκτός εαυτού. Μόλις «έρχεται εις εαυτόν», επιστρέφει στο σπίτι του. Βρίσκει τον πατέρα του, που είναι αγάπη, που δεν κλείνεται στον εαυτό του, αλλά «δι’ υπερβολήν της ερωτικής αγαθότητας έξω εαυτού γίνεται … και εν πάσι κατάγεται» (Αγιος Διονύσιος ο Αρεο­παγίτης, Ρ.G. 3, 712ΑΒ). Τον πατέρα που τρέχει έξω από το σπίτι, για να αγκαλιάση τον νεώτερό του γιο που επιστρέφει, και βγαίνει έξω από το σπίτι του, από την ίδια αγάπη κινούμενος, για να παρακαλέση τον πρεσβύτερο.
Η εκστατική αγάπη -προσφορά στον Αλλον- μας οδηγεί στον εαυτό μας. Βρίσκομε το είναι μας και όλους τους άλλους. Αν αυτήν έχωμε -όσο μακριά κι αν βρισκώμαστε- θα μας φέρη στον Παράδεισο. Αν δεν την έχωμε -και στην πόρτα του Παραδείσου να είμαστε- η έλλειψι της αγάπης, το μίσος, δεν θα μας αφήση να μπούμε, αλλά θα μας πετάξη μακριά.
Χαρακτηριστικά του πρεσβύτερου υιού
Ο πρεσβύτερος νοσεί, έχει μέσα του κόλασι. Μόνο βάσανο και ταραχή του προκαλεί η αγάπη του πατέρα προς αυτόν, η αγάπη των ανθρώπων μεταξύ τους.
Δεν μπορεί να εφαρμοσθή εδώ η εντολή του μεγάλου Δειπνοκλήτορος: «ανάγκασον εισελθείν» (Λουκ. 14, 23). Μια τέτοια επιμονή για είσοδο στον Παρά­δεισο σε άνθρωπο που ζηλοφθονεί, πολλαπλασιάζει τον δαιμονισμό. Τον βασανίζει περισσότερο. Του κάνει τη ζωή αβάσταχτη κόλασι.
Αυτός με σίγουρους συλλογισμούς και ατράντα­χτα επιχειρήματα ανατρέπει όλα. Τα αποδεικνύει απαράδεκτα. Βρίσκει ενόχους και καταδικαστέους όσους συνέπραξαν για μια τέτοια γιορτή· για έναν παράδεισο, όπου ο άνθρωπος μπορεί να επιστρέψη, να σωθή, να ζήση· για ένα πασχάλιο δείπνο, όπου «ο μόσχος πολύς» και ακούγεται η κλήσι: «Πάντες απο­λαύσατε του συμποσίου της πίστεως … του πλούτου της χρηστότητας». Δεν ανέχεται τέτοιες καινοτομίες. Δεν μπορεί να μπη σε τέτοιο κλίμα. Δεν υποφέρει «συμφωνίες και χορούς». Του είναι ξένο και απαράδε­κτο το γεγονός, ο Θεός να αγκαλιάζη τον άσωτο που μετανοεί και να του χαρίζη «την στολήν την πρώτην». Δεν μπορεί να ανεχθή αυτή την αδικία, αυτή την προσ­βολή προς την «αλήθεια», τη «δικαιοσύνη».
Ο πατέρας μειλίχια τον προσκαλεί στη χαρά, στο ευχαριστιακό τραπέζι. Και είναι σαν να του ζητά να μπη στην κόλασι. Φουντώνει μέσα του το μίσος· και ακούει τη στοργική πρόσκλησι του πατέρα σαν οργισμένη αποπομπή.
Μήπως όλα αυτά λένε κάτι για το πώς θα γίνη η τελική κρίσι στη δευτέρα Παρουσία;
Μήπως η οργή («ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν») κάνει τη μοχθηρή καρδιά να βλέπη οργισμένο και βλοσυρό το ιλαρό πρόσωπο του ελεήμονος Θεού; Και το μίσος, που δεν αφήνει τον άνθρωπο που το έχει να μπη στο κοινό πανηγύρι της χαράς, παραποιεί γι’ αυτόν τον ίδιο την πρόσκλησι για τον Παράδεισο σε αποπομπή προς το πυρ το εξώτερο; Μήπως το μίσος είναι κόλασι που κατατρώει τα σωθικά μας; Και η θεία αγάπη παράδεισος που μας αναζωογονεί; Μή­πως η ίδια η αγάπη του Θεού είναι παράδεισος για τους σωσμένους, υγιείς, που αγαπούν, που μετανοούν και έχουν νουν Χριστού; Και η ίδια η αγάπη είναι κόλασι για τους αρρώστους, δηλαδή για κείνους που δεν αγαπούν, δεν μετανοούν, δεν έχουν νουν Χριστού;
Μήπως η μία κλήσι της αγάπης του Θεού, ο οποίος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αλη­θείας ελθείν», θα ακουσθή από όσους δεν αγαπούν, λόγω της διαστροφής και της αμετανοησίας τους: «Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον»· και απ’ αυτούς που αγαπούν: «Δεύτε οι ευλο­γημένοι του Πατρός μου…»;
Μήπως από σήμερα δεν κρινόμαστε; Μήπως από σήμερα δεν ετοιμαζόμαστε για το ποια θέσι θα πάρωμε τότε μόνοι μας; Δεν ετοιμαζόμαστε για την κρίσι της αγάπης; Δηλαδή για το αν δεχώμαστε, αν ζούμε την αγάπη ως παράδεισο ή ως κόλασι;
Αντιπαραβολή των δύο υιών
Ο νεώτερος υιός υπόδειγμα επιστροφής και φανέρωσι του τί είναι εξομολόγησι: καρπός μετανοίας, ομολο­γία των ουσιαστικών μου σφαλμάτων, εγκλημάτων. Συντριβή και εκζήτησι ελέους.
Ο πρεσβύτερος υιός υπόδειγμα μη επιστροφής και φανέρωσι του τί δεν είναι εξομολόγησι: αναφορά των δικών μου κατορθωμάτων και των εγκλημάτων των άλλων. Σκληροκαρδία και κατάκρισι.
Με το πέρασμα του χρόνου και την οδυνηρή πεί­ρα έφυγε από τον νεώτερο η ιδέα ότι κάτι μπορεί να βρη έξω από το σπίτι, χωρίς τον πατέρα. Γνώρισε την κουφότητα της ζωής μακριά από την πηγή της.
Αντίθετα, όσο περνά ο καιρός, ο πρεσβύτερος δεν ωριμάζει πνευματικά, αλλά σκληραίνει τη στάσι του. Συνεχώς και περισσότερο κατακρίνει τους άλλους και τον πατέρα του, μέσα σε μια ψευδαίσθησι ότι είναι «κάποιόν τι».
Ο νεώτερος υιός με τη συμπεριφορά του λέει τον λόγο της μετανοίας: «Σοι μόνω ήμαρτον».
Ο πρεσβύτερος αντιθέτως λέει: Εσύ είσαι ο μό­νος φταίχτης.
Το ότι ο νεώτερος επαναστάτησε στην αρχή, πριν περάσουν τα χρόνια, μπορεί κάπως να δικαιολογηθή.
Το να αντιδρά όμως ο πρεσβύτερος μετά «τοσαύτα έτη» και να μη θέλη να μπη στο σπίτι, την ώρα της μεγάλης χαράς, αλλά να ζητά ερίφι -όχι αμνό- για να ευφρανθή με τους φίλους του (οι φίλοι του ήσαν μεταξύ των ερίφων, των εξ ευωνύμων, όχι μετα­ξύ των ευλογημένων, των εκ δεξιών), αυτό είναι βαρύ και δύσκολα θεραπεύεται.
Όταν έχης να κάμης με πατέρα ουράνιο, έχεις άλλες σχέσεις, μιλάς άλλη γλώσσα, αναφέρεις άλλες απώλειες και κέρδη. Δεν αμύνεσαι, αλλά αυτοεξουθενώνεσαι, γιατί βρίσκεις τον εαυτό σου ένοχο -τον μόνο ένοχο- μπροστά σ’ έναν τέτοιο πατέρα, που όχι μόνο αγαπά, αλλά είναι η Αγάπη.
Όταν δεν θεωρής τον Θεό πατέρα που αγαπά, τότε η εξομολόγησι καταργείται, χάνει το νόημά της, δεν γίνεται. Ή όταν πάη να γίνη, ξεπέφτει σε μια νο­μική αντιδικία, οπού κατηγορείται ο αναίτιος, ο ευεργέτης. Όταν βλέπης μπροστά σου εργοδότη, που υπολογίζει τα δούναι και λαβείν, ετοιμάζεσαι για δια­μάχη και αναμέτρησι οικονομική, δικανική τακτοποίησι· να δούμε ποιος θα επιβληθή σε ποιόν.
Αν μπορούμε να αγαπάμε, θα γνωρίσωμε την αλήθεια του Θεού. Χωρίς αγάπη, υψώνοντας τη φωνή μας, αποκαλύπταμε το ψέμα της ζωής μας.
Χαρακτηριστικά του πατέρα
Ο πατέρας της παραβολής ξέρει πότε μιλά και πότε όχι. Πότε μοιράζει την περιουσία ολόκληρη, χωρίς να πη λέξι. Και πότε δεν δίδει ούτε ένα ερίφιο και επεξηγεί το γιατί. Πότε και ποιόν γιο του ασπάζε­ται, χωρίς άλλα σχόλια. Πότε και ποιόν γιο του δεν ασπάζεται, αλλά τον παρακαλεί και τον συμβουλεύει, πατρικά και βραχύλογα.
Δεν χρειάζονται πολλά λόγια και επεξηγήσεις. Απαιτείται χρόνος, προσωπική αυτοπαρακολούθησι και δοκιμασία, για να καταλάβωμε -αν καταλάβωμε- περί τίνος πρόκειται.
Έχει σημασία λοιπόν να ξέρη κανείς πότε θα πη σε κάποιον κάτι. Και μέχρι που θα προχωρήση. Στη συνέχεια σταματά την επεξήγησι, χωρίς να προχωρή, ενώ το θέμα δεν λύθηκε, δεν τακτοποιήθηκε.
Δεν ρωτά τον νεώτερο γιο του τί σκέφτεται να κάμη και πότε. Γι’ αυτό τον αφήνει ελεύθερο να μείνη στο σπίτι όσες μέρες θέλει μετά τη μοιρασιά της περιουσίας (αυτός φεύγει «μετ’ ου πολλάς ημέρας»). Ούτε τον ερώτα που θα πάη· αν σκέφτεται να πάη κοντά ή μακριά («εις χωράν μακράν), ή αν θα πάρη όλα τα πράγματά του ή τα μισά («συναγαγών άπαν­τα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν»).
Ούτε τον πρεσβύτερο υιό ρώτησε τί αποφασίζει, αφού άκουσε όσα του είπε η πατρική του αγάπη. Τον αφήνει ελεύθερο να αποφασίση όταν και όπως θέλει. Αφήνει το θέμα ανοιχτό. Απλώς περιορίζεται στο να του πη τι έπρεπε να κάμη: «Ευφρανθήναι και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη».
Και η παράκλησι, η προτροπή του πατέρα, μένει αναπάντητη, το τέλος άγνωστο. Κόβεται η συζήτησι απότομα, σταματά, μένει ακέφαλη. Γιατί δεν τελειώνει; Γιατί δεν φτάνει σε τελεία και παύλα;
Έτσι γίνεται. Δεν βρίσκεται τέλος με συζητήσεις στα θέματα αυτά και με ανθρώπους που βρίσκονται σ’ αυτή την κατάστασι. Δεν υπάρχει τέλος σε συζητήσεις για θέματα που η φύσι τους ξεπερνά πάντα λόγον και αίσθησιν. Αλλωστε ούτε και το πρόβλημα, η αρρώστια του νεωτέρου, τακτοποιήθηκε με συζητή­σεις, αλλά με μια φαινομενική εγκατάλειψι, άφεσι στο να μάθη δια του πάθους του. Έτσι είναι. Μόνον ο Θεός να κάμη το θαύμα Του.
Κουβέντες και προτροπές δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα σε ανθρώπους που έχουν καταπιή το μί­σος, τη λογική της αυτοδικαιώσεως, της καταδίκης όλων των άλλων. Μπορούν να σου αραδιάσουν ατέλειωτα σε στιγμή χρόνου· να συσσωρεύουν αναρίθμητες δικές τους αρετές και εγκλήματα των άλλων. Όσα δεν ελέχθησαν -και δεν λέγονται- μπορούν να τα εκστομίσουν, για να εξοντώσουν τον αδελφό τους και να δικαιώσουν τον εαυτό τους. Αλλά δεν αλλά­ζουν γνώμη. Δεν μπορούν να μετανοήσουν. Δεν αγαπούν. Είναι ξένο προς τη φύσι τους. Αυτή είναι η κόλασί τους.
Πώς μπορείς ν’ αγαπάς αυτούς που δεν αγαπούν;
Αυτό είναι ένας μεγάλος σταυρός. Σου αρνούνται την αγάπη· είναι κόλασι γι’ αυτούς. Υποφέρουν, βασανί­ζονται. Αλλά πώς μπορείς να τους συμπαρασταθής, να τους συνδράμης, χωρίς αγάπη; Αυτοί ζητούν όχι τη σωτηρία, αλλά την καταδίκη, την εξόντωσι πάντων. Έτσι καταδικάζουν και τον εαυτό τους. (Θεολογία και πολιτεία κολάσεως.)
Ο πατέρας παρατρέχει τα επιχειρήματα του πρεσβύτερου γιου. Δεν του κάνει καμιά κριτική: ούτε τον ψέγει για κάποιο λάθος του, ούτε του αναφέρει κάτι καλό που έκαμε. Δεν χρειάζεται να καθυστερήση κα­θόλου μέσα στη λογική αυτή, που δεν οδηγεί πουθενά αλλού, εκτός από το αδιέξοδο της κολάσεως. Δεν μπορεί κανείς να του αρνηθή την κάποια καλή του προσπάθεια, αλλά το κακό ήταν ότι δεν είχε κατα­λάβει ότι και ο ίδιος ήταν άσωτος, δεν ήταν μόνον ο αδελφός του.
Η παραβολή και εμείς
Έχει άμεση σχέσι η παραβολή αυτή με τον Θεό Πατέρα και την ιστορία της ανθρωπότητας, που χαρα­κτηριστικά χωρίζεται σε δύο μέρη, σε δύο γιους.
Εμείς που βρισκόμαστε; Ποιόν αντιπροσωπεύαμε;
Δεν είναι εύκολο να πούμε. Είναι επικίνδυνο βιαστικά να απαντήσωμε· αυτό μας διδάσκει η παραβολή.
Ο νεώτερος υιός από την αρχή, που ζήτησε στανικά το επιβάλλον μέρος της ουσίας (και ποιος του είπε ότι είχε δικαίωμα να κάμη κάτι τέτοιο;), μέχρις ότου δαπανήση τα πάντα, και γίνη ισχυρός λιμός σ’ όλη τη μακρινή χώρα, και πεθάνη της πείνας αυτός και οι πολίτες της χώρας εκείνης… Μέχρις ότου γί­νουν όλα αυτά, ήταν ζαλισμένος, δεν ήταν στα καλά του, ήταν εκτός εαυτού. Δεν μπορούσε να διακρίνη, να καταλάβη τί έκανε. Μόνο μετά από όλα αυτά «ήλθεν εις εαυτόν».
Αρα, αν βρισκώμαστε στην κατάστασι αυτή του νεώτερου γιου, πριν έλθη εις εαυτόν, σημαίνει ότι είμαστε στην πραγματικότητα εκτός εαυτών και δεν ξέρομε που βρισκόμαστε, τι μας γίνεται, τι αντιπροσωπεύαμε. Ή και αν νομίζωμε ότι ξέρομε -που συ­νήθως νομίζομε- πέφτομε έξω. Και μόνο αν έλθωμε εις εαυτούς κάποτε, με τη βοήθεια του Θεού, θα ανακαλύψωμε τη φτώχεια και τη γυμνότητά μας.
Αλλά και ο πρεσβύτερος υιός δεν είναι λιγότερο εκτός εαυτού. Ή καλύτερα, αυτός δεν παρουσιάζεται ποτέ στην παραβολή να έρχεται εις εαυτόν, δηλαδή να έρχεται προς τον Πατέρα, να αισθάνεται και να ομο­λογή με τη ζωή και τη συμπεριφορά του την ανθρώ­πινη αδυναμία. Αλλά ψεύδεται και αλλοφρονεί: Κάνει πεισματικά το θέλημά του -«ωργίσθη και ουκ ήθελεν εισελθείν»- και νομίζει ότι έχει όλο το δίκιο με το μέ­ρος του. Ενώ κρίσις δικαία είναι εκείνου που δεν κά­νει το δικό του θέλημα αλλά μόνο το θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Αυτοδικαιώνεται με τα λόγια του και ταυτόχρονα αναιρείται με τη διαγωγή του, αποδεικνυόμενος κενός οιηματίας, ξένος προς το ήθος του ουρανίου Πα­τρός.
«Τοσαύτα έτη δουλεύω σοι»: Υπολογίζει τον χρό­νο, την κτίσι όχι την αιωνιότητα, την άκτιστη χάρι, που μια ροπή κάνει θεολόγο τον ληστή που μετανοεί.
Κατηγορεί τον αδελφό του για ασωτεία και ανταρσία και ο ίδιος δεν υπακούει στον πατέρα του. Ενώ διαλαλεί τη διαρκώς άψογη στάσι του -«ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον»- την ίδια στιγμή όχι εντολή αυστηρή για δουλειά αρνείται, αλλά παράκλησι πα­τρική για συμμετοχή σε οικογενειακή χαρά καταπα­τεί.
Αρα, δεν είναι εύκολο μόνοι μας να πούμε που βρισκόμαστε, γιατί μπορεί να πέφτωμε έξω, μπορεί να είμαστε εκτός εαυτών και να μην το ξέρωμε, να μην το αντιλαμβανώμαστε.
Τί φοβερό να είσαι τόσο μακριά, ενώ βρίσκεσαι μέσα στο σπίτι! Και το ακόμη φοβερότερο, να εφαρμόζης τις εντολές και να μην καταλήγης στη γεύσι του μόσχου του σιτευτού, να μη γίνεσαι δαιτυμών λαμ­πρός του μεγάλου Συμποσίου που προσφέρεται «υπέρ της Οικουμένης».
Εμείς ως πατέρες πνευματικοί
Υπάρχει μια ισορροπία στην όλη ιστορία, γιατί ο πατέρας όλα τα ρυθμίζει θείως, όλα τα υποφέρει. Σηκώνει γαλήνια τον σταυρό της όλης περιπέτειας του σπιτιού. Και τα δυο παιδιά του είχαν προβλήματα· βα­σανίστηκαν και τον βασάνισαν. Αυτός όμως έπραξε άψογα, θεϊκά. Ούτε τον νεώτερο υιό χαρακτήρισε άσω­το ούτε τον πρεσβύτερο επέπληξε, επειδή του μίλησε άπρεπα. Η συμπεριφορά του φανερώνει απέραντη αγάπη και φέρνει παρηγοριά.
Εφ’ όσον έχομε έναν τέτοιο Πατέρα, μπορούμε να ελπίζωμε. Μπορούμε να βρούμε τον δρόμο για το σπίτι, μπορούμε να βρούμε τον εαυτό μας.
Στη ζωή μας ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε παι­διά του Θεού· και υπόδειγμα για την επιστροφή προς τον ουράνιο Πατέρα είναι ο νεώτερος υιός. Βρισκόμαστε όμως και στη θέσι του πατρός ή του πνευμα­τικού πατρός. Τότε πάλι το πώς πρέπει να συμπερι­φερθούμε προς τα τέκνα ή πνευματικά μας τέκνα μας φανερώνει η συμπεριφορά του «ανθρώπου» της πα­ραβολής.
Αν βρισκώμαστε στην κατάστασι του νεωτέρου που επέστρεψε ή επιστρέφει, τότε μπορούμε να ανεχώμαστε τον άλλο, το παιδί μας. Τότε μπορούμε να νοιώθουμε -και να το ομολογούμε- ότι είμαστε αδύ­νατοι, πολύ αδύνατοι -«χωρίς αυτού ου δυνάμεθα ποιείν ουδέν» (βλ. Ιω. 15, 5)-, αλλά δεν πρέπει να απογοητευώμαστε, γιατί έχομε Πατέρα «δυνάμενον συμπαθήσαι ταις ασθενείαις ημών» (Εβρ. 4, 15).
Αν βρισκώμαστε είτε στην κατάστασι του νεώ­τερου υιού σε χώρα μακρινή ζώντες ασώτως, είτε στην κατάστασι του πρεσβύτερου υιού, που δικαιώνει τον εαυτό του και καταδικάζει τους άλλους, τότε οπωσ­δήποτε θα παραποιούμε τη διαγωγή του αληθινού Πατρός. Παρ’ όλη την πιθανώς καλή μας διάθεσι, θα βασανιζώμαστε και προ παντός θα βασανίζωμε.
Σύμφωνα μ’ αυτά μπορούμε να διακρίνωμε δύο εκτροπές συμπεριφοράς πατρός ή πνευματικού πατρός:
Α’. Οι πρώτοι -κατά το παράδειγμα του νεωτέ­ρου προ της επιστροφής- παρουσιάζονται ως πολύ φιλελεύθεροι, συγκαταβατικοί και ανεκτικοί. Δεν κάνουν παρατηρήσεις. Δικαιολογούν τους νέους. Δεν τους θεραπεύουν αρρώστιες (δεν έχουν τέτοια ικανό­τητα). Οτιδήποτε κάνουν τα παιδιά τους, τα θεω­ρούν φυσικά, δικαιολογημένα ή και τέλεια. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα αγάπης αλλά συνέπεια αδιαφορίας και επιπολαιότητας· προσπάθεια να αποκτήσουν την πρόσκαιρη φιλία των παιδιών. Αυτοί οι δάσκαλοι-πατέρες καλύπτουν την ανικανότητα και άγνοιά τους με υποτιθέμενη φιλανθρωπία και κατανόησι, ενώ πρό­κειται για πραγματική καταφρόνησι και εγκατάλειψι του ανθρώπου, ο οποίος έχει ανάγκη από τα μέγιστα και τίμια.
Αυτούς τους οδηγούς ακολουθούν οι νέοι για λί­γο, ξεγελασμένοι από την επίφασι της τόλμης τους και τον παραπλανητικό φιλελευθερισμό τους. Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπουν, αν έχουν γνήσιες απαιτήσεις και δυνατή πνευματική κράσι, γιατί αντιλαμ­βάνονται την επικίνδυνη κουφότητά τους. Αυτοί είναι αλλότριοι, ξένοι προς τη ζωή, τη φύσι και βαθιά δί­ψα του ανθρώπου. «Και οι άνθρωποι αλλοτρίω ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ’ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιω. 10, 5).
Β’. Οι δεύτεροι μένουν φαινομενικά στο σπίτι του πατέρα -παράδειγμα ο πρεσβύτερος υιός- ενώ βρίσκονται μακριά από το πνεύμα και το μεγαλείο της αγάπης του.
Αυτοχειροτονούνται πνευματικοί πατέρες, επειδή «τοσαύτα έτη» δουλεύουν. Και ενεργούν ως βάναυσοι επιτιμητές των άλλων. Ο προσωπικός τους αγώνας για μετάνοια και ταπείνωσι, κατά τα λεγόμενά τους, έχει τελειώσει. Τώρα ασχολούνται με τα προβλήμα­τα των άλλων (και συνήθως αυτόκλητοι). Ό,τι κά­νουν, δεν υπαγορεύεται από άδολη πατρική αγάπη -τους είναι ξένη- αλλά από μια μοχθηρή καρδιά και αδικαιολόγητη για τα χρόνια τους ζηλοφθονία. Έτσι σύντομα γίνεται σ’ όλους έκδηλη η εσωτερική τους ακαταστασία και εκδικητική μανία. Η φωνή και η συμπεριφορά τους είναι ξένη προς τη φωνή του γνή­σιου ποιμένα, που θυσιάζει την ψυχή του υπέρ των προβάτων και «τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά» (Ιω. 10, 3).
Γι’ αυτό οι άνθρωποι τους εγκαταλείπουν. Και όσο απομακρύνονται -και δικαιολογημένα- τόσο αυτοί δαιμονίζονται, εκσφενδονίζοντας απειλές και κατάρες γι’ αυτούς που δεν ζητούν τις συμβουλές τους.
Δεν μπορούμε, δεν μας είναι επιτρεπτό, να δείξωμε ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη επιείκεια ή αυστηρότητα απ’ όση έδειξε ο ουράνιος Πατέρας. Ή διαφορετικά να πούμε: και η επιείκεια και η αυστηρότητά μας είναι ανεπαρκείς και περιττές για τον άλ­λο. Αυτό που χρειάζεται, είναι να παύσωμε, αν μπο­ρούμε, να ζούμε τον κατά φαντασίαν βίο, και να ζούμε για τον υπέρ ημών αποθανόντα και Αναστάντα. Έτσι θα ζούμε και για όλους. Και δι’ ημών θα φανερώνεται Εκείνος, ο Αρχηγός της ζωής, και όχι οι σχε­τικές και άνευ αξίας δικές μας απόψεις και ενέργειες.
Αυτός που επέστρεψε ή επιστρέφει βλέπει μόνο την αναξιότητά του («ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»). Γι’ αυτό διακρίνει και εκπλήσσεται από την αγάπη του Θεού. Βλέπει τον εαυτό του πρώτο των αμαρτωλών και τους άλλους καθαρούς. Αυτός ο άνθρωπος αγαπά «καθ’ ομοιότητα του Θεού» (Αββάς Ισαάκ, λόγος πα’), αγαπά με την αγάπη του Θεού, που σώζει και κρίνει. Δι’ αυτού αγαπά και φανερώνε­ται μόνον ο Θεός. Αυτός γίνεται Θεός κατά χάριν και όχι θεολόγος κατά φαντασίαν. Το πρώτο είναι δύσκο­λο και δυσεύρετο, το δεύτερο ευτελές και καθημερινό.
Οι αγιαζόμενοι, οι Αγιοι, μας παρηγορούν, μας σώζουν. Αυτοί μπορούν να αναλάβουν το έργο του πατρός, γιατί λένε την αλήθεια με τον λόγο και τη ζωή τους. Παρουσιάζουν ότι ο αγώνας τους υπάρχει μέχρι τέλους. Μπορεί ν’ αλλάζη, αλλά δεν τελειώνει, μέχρι να μπη ο άνθρωπος στον τάφο. Το έργο της με­τανοίας ακολουθεί όσο ζούμε. Η ημέρα της ταφής μας είναι η ώρα του σαββατισμού.
Και μεις, που είμαστε αδύνατοι, που έχομε προβλήματα, τους ακούμε, τους εμπιστευόμαστε το είναι μας, τους πλησιάζομε, θέλομε, όσο γίνεται περισσό­τερο, να μένωμε κοντά τους. Γιατί νοιώθουμε ότι μας νοιώθουν, μας ευεργετούν, μας θεραπεύουν, όσο σκλη­ροί κι αν είναι -όταν είναι. Η φιλανθρωπία τους είναι δραστική, σωτήρια, και η αυστηρότητά τους φιλάνθρωπη.
Χωρίς την αγάπη του Θεού Πατρός και την παρουσία των Αγίων, που κάνουν αισθητή τη στοργή και το φως Του, η ζωή στη γη σκοτεινιάζει και κρυώ­νει σαν κόλασι. Οι πολίτες της «μακρινής χώρας» σε καταστρέφουν στέλνοντάς σε να βόσκης χοίρους, πά­θη σαρκός. Και οι «δίκαιοι» -τύπου πρεσβύτερου υιού- σε καταδικάζουν δεν δέχονται τη μετάνοιά σου.
Υπάρχει όμως πάντοτε ο Πατέρας που σε γέν­νησε, σε πονά και σε σώζει.
Το σύμπαν είναι κατοικήσιμο, εφ’ όσον έχομε τον Θεό πατέρα και τον συνάνθρωπο αδελφό μας.
(ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ 2007)
(Πηγή ηλ. κειμένου: Zoiforos.gr)

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Ο άνθρωπος έιναι εν σμισκρώ ολόκληρη η Εκκλησία.

Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης


Ο άνθρωπος, η κορωνίδα της δημιουργίας, έχει μέσα του το επικίνδυνο δώρο της ελευθερίας. Γι' αυτό και ο ίδιος είναι επικίνδυνος και κουραστικός για όλα τα συστήματα και τις θεωρίες.
Σωτηρία του δεν είναι η έξωθεν παροχή αγαθών. Δεν μπαίνει ο άνθρωπος σε κατασκευασμένο από τρίτους παράδεισο. Ο παράδεισος, ως έκπληξη ζωής, ανατέλλει από τον κάθε ένα άνθρωπο. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».

  Μέσα στον άνθρωπο κυοφορείται το θαύμα τού «εξαίφνης», η αλλαγή, η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός. Μπορεί να μετανοήσει, να μεταμορφωθεί· να αλλάξει νου και μορφή. Σου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί ο έσχατος να γίνει πρώτος και ο πρώτος έσχατος. Δεν προδιαγράφεται η ζωή του. Δεν υπολογίζεται η αξία του. Είναι ένα ον εν εξελίξει. Βρίσκεται εν πορεία. Μένει πάντοτε ο ίδιος, γινόμενος εξ ολοκλήρου άλλος θεία Χάριτι.
Δεν είναι τμήμα ενός συνόλου. Είναι δυνάμει το όλον. Είναι εν σμικρώ ολόκληρη η Εκκλησία.
Αυτό το έκτακτο, το μοναδικό και ανεπανάληπτο που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος έρχεται και θέλει να σώσει η Εκκλησία. Και διά της σωτηρίας και του φωτισμού του ανθρωπίνου προσώπου φωτίζεται και σώζεται ο κόσμος όλος και η δημιουργία.

  Αν η ανθρωπική θεωρία της νεωτέρας φυσικής καταλήγει στο ότι το σύμπαν φτιάχθηκε με αυτές τις σταθερές, για να δημιουργηθεί και να ζήσει ο άνθρωπος, μπορούμε να πούμε ότι η Εκκλησία δημιουργήθηκε για να προσφέρει τη λειτουργική πραγματικότητα ως θεανθρώπινη μήτρα που πλάθει τον ελεύθερο άνθρωπο. 
Είναι η μητέρα και όχι η μητριά του ανθρώπου. Τον κυοφορεί, τον τιθηνεί, τον παιδαγωγεί, τον υπομένει, τον ανέχεται. Του δίδει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Θέλει να τον δει σωσμένο, καταξιωμένο, ώριμο, ελεύθερο, ανεξάρτητο. Και επειδή ο κάθε ένας ανακεφαλαιώνει εν αγάπη το όλον, η ανεξαρτησία της ελευθερίας δεν παραβλάπτει αλλά επιβεβαιώνει τη γνησιότητα της ενότητος.

 Μέσα σ' αυτή τη λειτουργική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας ο Θεός θυσιάζεται για να μπορέσει να σωθεί ο άνθρωπος ο ασήμαντος, ο περιφρονημένος, ο παραστρατημένος και χαμένος. «Ηλθε ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».
Και το ότι ο Υιός του Θεού, γενόμενος άνθρωπος και επιστρέφων προς τον Πατέρα Του, παίρνει μαζί του, πρώτο οικήτορα του παραδείσου, όχι κάποιο μαθητή, αλλά έναν άγνωστο ληστή, δείχνει το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου: ο άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει. Και την τελευταία στιγμή μπορεί να κερδίσει το παν. Μπορεί να βρεθεί ο χαμένος, να θεραπευθεί ο ασθενής, να αποχαρακτηρισθεί ο στιγματισμένος και να αναστηθεί ο νεκρός.

Αυτό συμβαίνει μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και στη Θεία Λειτουργία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή τη σωτηρία του ανθρώπου ζητούσαν και περίμεναν οι γενιές που πέρασαν μέσα στην ελληνική και παγκόσμια παράδοση και ιστορία. Αυτή την απελευθέρωση ζητεί και σήμερα ο άνθρωπος.
Και αν ο άνθρωπος ισορροπήσει εν ελευθερία και Χάριτι, αν λειτουργήσει ως ιερεύς της κτίσεως και αν ευχαριστιακά δεχθεί και χρησιμοποιήσει τη δημιουργία όλη, τότε παίρνει τον δρόμο της σωτηρίας. Συνειδητοποιεί την αποστολή του. Η ζωή του γίνεται ιερουργία και η πνευματική του απασχόληση δράση ευεργετική για όλο τον κόσμο. Ετσι σώζεται ο άνθρωπος και δι' αυτού η δημιουργία. Διότι «και αυτή η κτίσιςελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν την δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21).

Αν όμως ενεργήσει διαφορετικά· αν υποκύψει στον πειρασμό της φιλαυτίας και θεοποιήσει την απληστία και δίψα του για εξουσία και κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους και στη δημιουργία, τότε η δική του παράνοια και ανισορροπία θα συμπαρασύρει στον τελικό όλεθρο και ολόκληρη τη δημιουργία.

Αν σκοπό της ζωής μας βάλουμε την οικονομική σύγκλιση και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος· αν ιδανικό μας είναι ο Homo Oeconomicus, τότε η ελευθερία μας είναι περιττή. Και αυτοί που μας καθοδηγούν φροντίζουν να μας απαλλάξουν από το περιττό φορτίο της προσωπικής ελευθερίας.

Αντιθέτως, αν είμαστε απαιτητικοί· αν ζητούμε το γνήσιο, έστω και ελάχιστο, που σπα τις αλυσίδες κάθε σκλαβιάς και ρίχνει τα φράγματα κάθε αποκλεισμού· αν θέλουμε να φθάσουμε στη «θύραν ην ουδείς δύναται κλείσαι» και να προχωρήσουμε στην ατελεύτητη επέκταση προς το μυστήριο της κοινωνίας των αγαπωμένων προσώπων και όχι στην κόλαση των αντιμαχομένων ατόμων, τότε λύση είναι η «καινή κτίσις» και η λογική της Θείας Λειτουργίας, η λογική και η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Είναι απόλυτα ειλικρινής ο Σαρτρ και αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής όταν λέει ότι η κόλασή του είναι οι άλλοι. Και είναι αντίστοιχα απόλυτα ειλικρινής και αντιπροσωπεύει έναν άλλον πολιτισμό ο Αββάς του Γεροντικού που λέει: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου».
Από το βιβλίο: «Λειτουργικός τρόπος»εκδ. Ιερά Μονή Ιβήρων σελ.71-74

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...