Ὅταν οἱ Κανόνες τηροῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία τότε μόνο τό εὐαγγελικό μήνυμά της στόν κόσμο διατηρεῖται ἀνόθευτο, ἡ εὐαγγελική ζωή τῶν μελῶν της παραμένει κρυστάλλινη καί καθαρή.
Ἄν ἡ ἀπαίτηση τῆς εὐαγγελικῆς ζωῆς εἶναι κοινή γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μεγίστη εἶναι ἡ ἀπαίτηση αὐτή γιά τούς ἐπισκόπους καί τούς ἱερεῖς.
Ἄν τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὑποχρεώνονται νά βαδίζουν μέ ὁδηγό τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πολύ μεγαλύτερο χρέος ἔχουν οἱ ποιμένες τους.
Στίς μέρες μας ζοῦμε ἕνα ὀδυνηρό γεγονός.
Ἁπλοί ἄνθρωποι ἔρχονται στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀνοίγουν τήν καρδιά τους μέ εἰλικρίνεια καί καταδικάζουν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τόν ἑαυτό τους γιά τίς ἁμαρτωλές πράξεις τους, ἀκόμα καί γιά τίς παραμικρές κινήσεις τῆς καρδιᾶς τους καί τοῦ νοῦ τους, κινήσεις πού αἰσθάνονται ὅτι μολύνουν τίς ὑπάρξεις τους.
Ἐνσυνείδητοι πνευματικοί προσπαθοῦν αὐτές τίς ὑπάρξεις νά τίς καθοδηγοῦν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, χρησιμοποιώντας πολλές φορές καί σκληρά παιδαγωγικά μέτρα (διάφορα ἐπιτίμια μέ σημαντικότερο τήν προσωρινή στέρηση τῆς Θείας Κοινωνίας).
Φαντάζεσθε πῶς αἰσθάνονται, τόσο οἱ ἁπλές αὐτές ψυχές ὅσο καί οἱ ἐνσυνείδητοι πνευματικοί τους, ὅταν βλέπουν μπροστά στά μάτια τους, μέσα στήν ἐνορία τους, στή μητρόπολή τους ἤ καί σέ ἄλλη μητρόπολη τῆς ‘Ελληνικῆς ἐπικράτειας, ἱερεῖς καί ἐπισκόπους νά ἐκτρέπονται σέ ἕνα ἀκραῖο βαθμό;
Νά ἁμαρτάνουν δημοσίως οἱ ποιμένες ἐνώπιον τοῦ ποιμνίου τους, οἱ πατέρες μπροστά στά μάτια τῶν παιδιῶν τους;
Πῶς νά μπορέσουν πλέον τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά δοῦν στό πρόσωπο τοῦ ποιμένα αὐτόν πού μέ φόβο Θεοῦ καί εὐθύνη θά τούς βάλει στήν μάνδρα τοῦ Κυρίου, τήν Ἐκκλησία;
Πῶς θά τόν ἐμπιστευτοῦν σάν πατέρα νά τούς νουθετήσει, νά τούς καθοδηγήσει γιά νά ξεφύγουν τούς πνευματικούς κινδύνους στή ζωή τους;
Κατανοοῦμε λοιπόν τήν ἀνάγκη νά λειτουργήσουν οἱ Κανόνες καί σέ ὅλους τούς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης.
Δυστυχῶς, ἡ ἀπάντηση τοῦ ἱερατείου στήν ἔγκλιση γιά ἐκτροπή ἀπό τό εὐαγγελικό πνεῦμα καί τό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Κανόνων εἶναι αὐταρχική καί ἀπειλητική.
Ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ πιστοί πρέπει νά φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, νά μή κατακρίνουν τούς ἄλλους, νά μή γίνονται ἱεροκατήγοροι.
Ἐνῶ ἐκεῖνοι, ἔχοντας κάποια ἀσυλία (λόγῳ τοῦ ἀξιώματός τους;), μποροῦν νά συνεχίζουν νά ἁμαρτάνουν δημόσια.
Στό θέμα πού συζητᾶμε, ἡ Ἐκκλησία-ἐπίσκοποι, ἱερεῖς καί λαός τοῦ Θεοῦ-πρέπει νά ζητήσουν τόν ἀπόλυτο σεβασμό καί τήν πιστή τήρηση τῶν κανονικῶν διατάξεων πού ἀξιολογοῦν καί προσδιορίζουν τήν ποιότητα τῆς ἱερατικῆς καί ἀρχιερατικῆς συμπεριφορᾶς.
Δέν μπορεῖ ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς νά εἶναι πρόσωπα ἠθικῶς μεμπτά, καταπατητές τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, παραβάτες τῶν Κανόνων (γιά παραπτώματα πού ἐπιφέρουν ἀκόμα καί τήν καθαίρεση) ἤ μερικές φορές καί παραβάτες τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου.
Τό φαινόμενο νά ὁδηγοῦνται ἱερεῖς, ἀκόμα καί ἀρχιερέας, στή φυλακή δείχνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα ἔχει ἀμελήσει σέ ἀκραῖο βαθμό τήν ἀνάγκη τήρησης τῶν Κανόνων στό ἱερατεῖο της.
Μιά προσεκτική μελέτη τῶν Ἱερῶν Κανόνων βεβαιώνει ὅτι οἱ Κανόνες ἀποκαθαίρουν καί ἀποκαθιστοῦν τό μετανοοῦντα, ἀλλά ἐκκόπτουν τελικά ἀπό τό ἱερό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἐκεῖνον πού ἐπιμένει νά ἀλλοτριώνει καί νά πληγώνει τήν ὕπαρξή του παραμένοντας μέσα στό χάος τῆς ἁμαρτίας. Καί τό φιλάνθρωπο πνεῦμα, ἀλλά καί ἡ αὐστηρότητα ἀναμειγνύονται σοφά στίς διατάξεις τῶν Κανόνων.
Ἡ αὐστηρότητα κορυφώνεται ὅταν ἡ ἀμετανοησία βρίσκεται στό ἱερατεῖο.
Γιατί ἡ ἀρρώστια τοῦ ποιμένα, ἄν ἀφεθεῖ χωρίς νά ἀντιμετωπισθεῖ ριζικά, ὡς λοιμική νόσος μεταδίδεται σέ ὅλο τό σῶμα.
Καί οἱ Κανόνες ἐμποδίζουν τήν μετάδοσή της.
πηγή