Θεόκλητος Ἀθανασόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης, Ἱεροκήρυξ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας)
Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων πρὶν και μετὰ ἀπὸ αὐτήν.
(Εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Πρωτοσυγκελλεύοντος Ἱεροκήρυκος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, ἡ ὁποία ἔγινε κατά τὴ 2η Ἱερατική Σύναξη τῆς Μητροπόλεως Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ.)
Σεβασμιώτατε πάτερ καὶ Δεσπότα, Σεβαστοί μου πατέρες καὶ ἐν Χριστῷ ἀγαπητοὶ ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί, εὐλογεῖτε.
Κλήθηκε σήμερα ἡ ἀσημότητά μου ἀπὸ Σᾶς ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἄκρως τιμητικά, νά ἀπευθύνη «λόγον ἀγαθόν» στόν ὑφ’ Ὑμᾶς συναγμένο Ἱερό Κλῆρο, στήν τιμία τούτη σημερινὴ ὁμήγυρη, τὴν ὁποία καὶ παρακαλῶ «ἐν σπλάγχνοις Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Φιλ. α’ 8) νά μὲ δῆ καὶ νά μὲ κρίνη ὡς ἀδελφό ἐλάχιστο καὶ ἀνάξιο γιά τέτοια δοχή, ἄρα ἀδελφικῶς καὶ νά μοῦ συγχωρήση τὴν ἀπειρία καί τίς ἀτέλειες. Πρὸς Σᾶς ἀπευθυνόμενος ἅγιε Γέροντα, ἐπιτρέψατέ μου νά Σᾶς ἀπαντήσω στήν εὐγενικὴ καὶ πατρικὴ Σας πρόσκλησι, ὅπως ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἀπήντησε στόν Κύριο ὅταν τοῦ ζήτησε να τὸν βαπτίση, νά βαπτίση δηλαδὴ ὁ δοῦλος τὸν Δεσπότη: «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ διδαχθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς με;», παραφράζοντας ἀλλὰ καὶ προσαρμόζοντας τὰ λόγια τοῦ Βαπτιστοῦ στή σημερινὴ περίσταση. Ὅμως «πρέπον ἐστὶν» (Ματθ. γ’ 15) νά ὑπακούσω στήν ἀγάπη Σας, ἀνέβην στό βῆμα καὶ ζητῶ τὴν εὐχὴ Σας πρὸς τοῦτο.
Τὸ θέμα πού μὲ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ προσεγγίσωμε εἶναι: «Ἡ Θεία Λειτουργία ὡς τὸ μυστήριο φανερώσεως τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας καὶ ἡ εὐθύνη –στάση τῶν λειτουργῶν – ποιμένων πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτήν».
Ἐκκλησία: Ὁ ὅλος Χριστὸς
Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ἅγιοι πατέρες, εἶχαν τὴν συνείδηση ὅτι τὸ νά εἶναι κανεὶς Ἐκκλησία σημαίνει νά ἀνήκη στήν κοινότητα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, στήν Ἱερή Ἀποστολικὴ Κοινότητα, νά εἶναι «ἐρριζωμένος» καὶ «οἰκοδομημένος» (Κολ. β’ 7) σ’ ἕνα σῶμα (Ἀ’ Κορ. ια’ 13). Ἐκκλησία γι’ αὐτοὺς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Ἰσραήλ, ὁ νέος ἐπιούσιος Λαὸς τοῦ Θεοῦ, γιά τὸν ὁποῖο ὁ Πέτρος εἶπε: «Εἶστε γένος ἐκλεκτό, σῶμα ἱερέων πού ἔχουν βασιλικὴ καταγωγή• εἶστε συγχρόνως βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς, ἔθνος ἅγιο, χωρισμένο ἀπὸ τὸν κόσμο κι ἀφιερωμένο στόν Θεό, λαός πού ἀνήκει κατὰ κυριότητα σ’ αὐτὸν τὸν Θεό» (Α’ Πετρ. β’ 9).
Κι ἀλήθεια ἡ Ἐκκλησία πού ἱδρύθηκε καὶ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι «θεία κοινωνία» κι ὄχι κοσμικὴ κοινωνία• εἶναι ἱερή Κοινότητα ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», οὔτε κἄν «τοῦ αἰῶνος τούτου», ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος καὶ μένοντος αἰῶνος. Εἶναι ἡ Κοινότητα ἐκείνων πού μένουν «ἐν Αὐτῷ» καὶ στην ὁποία Αὐτὸς ὁ Ἴδιος μένει καὶ οἰκεῖ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἕνας Λαὸς ἐκλεγμένος σὲ πορεία, ὁ «νέος Ἰσραήλ», ποὺ τοῦ δόθηκε μιά καινούργια σωτήρια ἱστορική ἐντολή: νά φανερώση στόν κόσμο τὴ νέα σχέση, τή Διαθήκη δηλαδὴ τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀνθρώπους πού συντελέστηκε «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ποιότητα τοῦ καινούργιου «Λαοῦ τοῦ Θεοῦ» θεμελιώνεται καὶ σφραγίζεται, ὑποστασιάζεται καὶ σφραγίζεται μὲ τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ. Τὸ νά μετέχη κανεὶς σ’ αὐτὸν τὸν λαό, σημαίνει ὅτι μετέχει στόν Χριστό, ὅτι εἶναι μέλος τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει μιά πράξη ἀποδοχῆς τῆς «Καινῆς Διαθήκης», σημαίνει ἐλεύθερη ἀποδοχὴ καὶ μετοχὴ στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ.
Ἐκκλησία εἶναι σύναξη στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ συναγμένος καὶ προσκαλεσμένος στήν «κλάση τοῦ ἄρτου» καὶ τὴν «εὐλογία τοῦ ποτηρίου» (Πραξ. β’ 42)• εἶναι τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο, μιά πράξη βρώσεως καὶ πόσεως, εἶναι εἰκόνα καὶ συνάμα φανέρωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στήν Εὐχαριστία, εἶναι δῶρο εἶναι ἀνάπλαση τῆς ζωῆς κι ἀνακαίνιση τῶν δυνατοτήτων τῆς ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία στήν Εὐχαριστία, γιατὶ Εὐχαριστία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός πού μυστηριακὰ ἐνοικεῖ στό Σῶμα Του.
Ὅταν οἱ πιστοὶ τελοῦμε τή Θεία Λειτουργία, ὅταν συναζόμαστε σ’ ἕναν ὡρισμένο τόπο καὶ μιά ὡρισμένη ὥρα γιά νά τελέσουμε τή Θεία Εὐχαριστία, ἡ Σύναξή μας αὐτὴ ὑποστασιάζει καὶ φανερώνει τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Προσφέροντας στόν Θεό ἄρτο καὶ οἶνο, προσφέρουμε τὸν κόσμο σ’ Αὐτόν. Κι ὁ κόσμος γίνεται Εὐχαριστία, γίνεται Ἐκκλησία, γίνεται Χριστός, κατὰ τὸν π. Ἀλέξανδρο Σμέμαν. «Ὅταν τὸ ποτήριο τοῦ οἴνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνάμικτος μὲ ὕδωρ, καὶ ὁ παρασκευασμένος ἄρτος δεχθοῦν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γίνονται Εὐχαριστία, δηλαδὴ αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος. Τότε ὁ κόσμος δέχεται ἐκ νέου τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ κι ὁ ἄνθρωπος χριστοποιεῖται, ἀνακαινίζεται, ἀνασταίνεται. Ζοῦμε ἔτσι τὴν ἀρχὴ καὶ τὸν ἐγκαινισμό, τὸ ξεκίνημα τοῦ «καινοῦ αἰῶνος», τὸ βίωμα τῆς ὀγδόης Ἡμέρας. Τὴν ἀρχὴ τῆς ἐσχάτης ἡμέρας ὅπου ὁ Κύριος θὰ ἐπανέλθη καὶ «θὰ Τὸν περιβάλλη ὁ χορὸς τῶν ἀγαθῶν δούλων καὶ θὰ λάμπουν κι αὐτοὶ καθὼς λάμπει Ἐκεῖνος». Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Δεσπότης θὰ εἶναι τότε «Θεὸς ἀνάμεσα σὲ θεούς. Θὰ εἶναι ὁ ὡραῖος καὶ λαμπρὸς κορυφαῖος τοῦ ὡραίου αὐτοῦ καὶ λαμπροῦ χοροῦ» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).
Ἡ Ἐκκλησία ὄντως εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πλήρωμά Του, καθὼς ὁ Παῦλος διδάσκει (Ἐφεσ. α’ 23), γιατὶ εἶναι τὸ συμπλήρωμά Του, ἡ ἐπέκταση καὶ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγίας Ἐνσαρκώσεως, ἤ μᾶλλον τῆς ἔνσαρκης ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ ὅλα πού γιά χάρη μας ἔγιναν, δηλαδὴ τὸν Σταυρό, τὸν Τάφο, τὴν τριήμερη Ἀνάσταση, τὴν Ἀνάβαση στους οὐρανοὺς καὶ «τὴν ἐκ δεξιῶν καθέδραν» (εὐχή Ἀναφορᾶς στή Λειτουργία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου). Μὲ τή σάρκωσή Του ὁ Χριστὸς «τῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε καὶ ἐνδύθηκε τή σάρκα» καὶ «ἦρθε στό δικό της σπίτι. Τή βρῆκε ἀκάθαρτη, ρυπαρή, γυμνή, γεμάτη ἀπὸ αἵματα καὶ τὴν ἔλουσε (μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα), τὴν ἄλειψε μὲ ἔλαιο καὶ ἀρώματα (μὲ τὸ ἅγιο Χρῖσμα), τὴν ἔθρεψε (μὲ τή Θεία Κοινωνία), τὴν ἐνέδυσε ἱμάτιο ποὺ ὅμοιό του δέν ἦταν δυνατὸν νά βρεθῆ: Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ἔγινε στολὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὴν ἀνεβάζει στά ὕψη». Τὴν ἀνυψώνει στήν οὐράνια Βασιλεία ὅπου ἱερουργεῖται ἡ Θεία Λειτουργία.
Μὰ καὶ ἐδῶ στή γῆ πού Ἐκεῖνος ἔπλασε, κάθε Θεία Λειτουργία εἶναι μιά καινούργια σάρκωση, ἕνας καινούργιος Εὐαγγελισμός. Στή θέση τῆς Θεοτόκου, θὰ μᾶς πῆ ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι ἡ ἁγία Ἐκκλησία. Παρακαλώντας ὁ Λειτουργὸς «Κατάπεμψον τὸ Πνεῦμα Σου τὸ Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς» κατὰ τή φοβερή Ἀναφορά, κατὰ κάποιον τρόπο ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια τῆς Ἀειπαρθένου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. α’ 38). Καὶ ἱερουργεῖται ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου πλέον Ἐκκλησίας.
Μὲ τὸ Εὐχαριστιακό Πασχάλιο Δεῖπνο ἡ Ἐκκλησία γίνεται Θεότοκος Μητέρα, ζῆ τὴ Σάρκωση. Ὁ Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αὐτὴν καὶ τὰ τίμια Δῶρα Της. Μυστηριακὰ συλλαμβάνεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ὁ Ἄναρχος, σαρκώνεται ὁ Θεὸς καὶ προσφέρεται «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Ἐδῶ ὁ Χριστὸς «ξανασταυρώνεται», γιά νά καθαρίση «μὲ τὸ δικό Του τὸ αἷμα» (Ἑβρ. ιγ’ 12) τή φύση μας, μεταβάλλοντάς την καὶ ξαναπλάθοντὰς την σὲ «καινούργιο καλούπι», κατὰ τὸν ἱερό Χρυσόστομο. Ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὸ βάπτισμα ὁλάκερης τῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πάνω στόν Σταυρό, εἶναι τὸ «ἐν αἵματι βάπτισμα ὅλης τῆς Ἐκκλησίας», κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει λειτουργικὰ Εὐχαριστιακά τὴν πλήρωσή της, δέχεται τὴν τελείωση «τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λουκ. α’ 45): «Τοῦτο ἐστι τὸ σῶμά μου… Τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου» (Μαρκ. ιδ’ 22-24). Ὁ Λαὸς τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία ζῆ μυστηριακὰ τὸν διάλογο, ποὺ ἔγινε ἀνάμεσα στήν Κεχαριτωμένη καὶ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Καὶ συνάμα ἀπολαμβάνει τὸν Καρπό αὐτοῦ τοῦ διαλόγου.
Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος, ὅταν ἐρωτᾶται τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἀπαντάει: «ὁ ὅλος Χριστός». Ζητάει μάλιστα νά γίνουμε ὄχι μόνο Χριστιανοὶ ἀλλὰ καὶ Χριστός, γιατὶ ὁ Χριστὸς «δέν εἶναι μόνο στήν κεφαλή, οὔτε μόνο στό σῶμα, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁλόκληρος στήν κεφαλὴ καὶ στό σῶμα». Βλέπει τὴν Ἐκκλησία σὰν τὸν τόπο καὶ τρόπο τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στόν λυτρωμένο κόσμο, καὶ συνεχίζει: «Τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς γιατὶ μὲ τήν Ἀνάστασή Του εἶναι παρών μαζὶ μας καὶ μᾶς συναντάει ἐδῶ στή γῆ». Κατ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια μπορεῖ νά λεχθῆ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς στέκεται ἐπίμονα καὶ ἑρμηνεύει πῶς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ πού τρυπήθηκε πάνω στόν Σταυρό, αὐτὴ ἡ φύση μας μεταβλήθηκε σὲ Ἐκκλησία Χριστοῦ κι ἔγινε πραγματικὰ «σῶμα Του, ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του» (Ἐφεσ. ε’ 30), παραθέτοντας ἕνα καταπληκτικό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. «Ὅπως ἀκριβῶς ἡ Εὔα πλάστηκε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι καὶ μεῖς ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ σημαίνει «ἀπὸ τή σάρκα Του καὶ τὰ ὀστά Του»… Ὅτι ἡ Ἐκκλησία (πράγματι) ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ συστήθηκε … αὐτὸ τὸ φανερώνει ἡ Γραφή. Γιατὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἀνυψώθηκε στόν Σταυρό καὶ καρφώθηκε καὶ πέθανε, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες προσερχόμενος, τρύπησε τὴν πλευρὰ Του καὶ ἐξῆλθε αἷμα καὶ ὕδωρ (Ἰωάν. ιθ’ 34). Ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ αἷμα καὶ τὸ ὕδωρ συστήθηκε ἡ Ἐκκλησία… Καὶ γεννιόμαστε μὲν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος, τρεφόμαστε δὲ μὲ τὸ αἷμα (στή Θεία Κοινωνία). Βλέπεις λοιπόν, πῶς «ἀπὸ τή σάρκα Του εἴμαστε καὶ ἀπὸ τὰ ὀστά Του», καί πῶς ἀπὸ τὸ αἷμα Ἐκείνου καὶ τὸ ὕδωρ γεννιόμαστε καὶ τρεφόμαστε;». Καὶ καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατέρας: «Ἐμεῖς καὶ ὁ Χριστὸς εἴμαστε ἕνας», γιατὶ στήν Ἐκκλησία «ὅλοι εἴμαστε ἕνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Χριστοῦ»
Τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ (magnalia Dei), τὰ θαυμάσια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ τὰ ζοῦμε, μὰ κυρίως τὰ ἐπαληθεύομε στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη. Πολλαπλάσια βεβαίως τὰ ζῆ καὶ τὰ ἐπαληθεύει ὁ Λειτουργός, σὰν στέκει στό μέσο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου εὑρίσκεται τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο, τὸ «μεθόριον», «τὸ σύνορο δηλαδὴ οὐρανοῦ καὶ γῆς…, τὸ ἐργαστήριο τῶν δωρημάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ἐδῶ βρίσκεται ἡ πηγὴ τοῦ Παραδείσου πού ἀναβλύζει τή δωρεά τῆς δεσποτικῆς Ἀγάπης: «Προκαλοῦν δέος, θὰ γράψη ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἅγιο Θυσιαστήριο. Ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἀνέβλυσε πηγή πού χυνόταν σὲ ποτάμια αἰσθητά. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀναβλύζει πηγή πού χύνει πνευματικοὺς ποταμούς. Κοντὰ στήν πηγὴ αὐτὴ ἔχουν φυτευτεῖ δένδρα πού φθάνουν στόν οὐρανό. Δένδρα πού ἔχουν πάντοτε καρπό ὥριμο κι ἀμάραντο».
Ὀρθῶς, λοιπόν, χαρακτηρίζεται ἡ Ἐκκλησία ὡς ἡ σύνοδος, δηλαδὴ ὡς τὸ μυστήριο τῆς ἑνώσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, τῆς συναντήσεως ἱστορίας καὶ ἐσχάτου, τῆς ἀνακράσεως ἀκτίστου καὶ κτιστοῦ, τοῦ γάμου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ὡς τὸ ἀχώριστο σκήνωμα Θεοῦ κι ἀνθρώπων (Ἀποκ. κα’ 3). Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὀργανικὴ ἐνσωμάτωση καὶ συμμετοχὴ τοῦ κόσμου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπανένωση τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὸν Τριαδικό Θεό, μᾶλλον δὲ ἡ ἀνθρωπότητα ἀναγεννημένη καὶ μεταμορφωμένη.
Ὁ ἄνθρωπος, μή λησμονοῦμε, πλάστηκε ἀπό τόν Θεό, γιά τόν Θεό• πλάστηκε γιά νά ἔχει συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Δημιουργό του. Οἱ πρωτόπλαστοι, ὅπως καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ζοῦσαν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἄκουγαν τή φωνή Του, συνομιλοῦσαν μαζί Του. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στούς πρωτόπλαστους σημειώνει: «Ἡ χαρά τους ἦταν νά συνομιλοῦν καί νά συζητοῦν μέ τόν Θεό, ὡς φίλος πρός φίλο». Κάνει ὄντως ἐντύπωση τεράστια σέ ὅλους μας, ὅτι κατά τήν παλαιά Οἰκονομία - τόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης - ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ συνομιλεῖ μέ τόν Δημιουργό του σέ πρῶτο πρόσωπο, κυρίως δέ τοῦτο πολλαπλασιάζεται ὡς φαινόμενο στή σχέση Προφητῶν καί Ἰαχβέ, φανερώνοντας τή μεγαλοσύνη τοῦ Θεοῦ καί τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ πλάσματός Του, μεγαλεῖο πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό. Ἀκοῦς ἐκεῖ τόν ἄνθρωπο νά παραπονῆται, νά δοξολογῆ τόν Θεό, νά Τόν παρακαλῆ, νά Τόν ὑπακούη ἤ μή, νά ἐκφράζη τά ἐσώψυχά του. Ὅμως πάντοτε μιλᾶ σάν σέ φίλο του, σάν σέ γνωστό του, σάν παιδί στόν Πατέρα του ἴσως, σάν ταπεινός δοῦλος τέλος πρός φιλάνθρωπο Δεσπότη.
Ἡ κοινωνία αὐτή συνεχιζόταν ὅσο καιρό ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε τόν Θεό καί εἶχε ὑπακοή στό θέλημά Του. Μόλις ὅμως τό ἀδαμιαῖο γένος παρέβη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μόλις ἐπαναστάτησαν ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ τους καί αὐτοαπεκόπησαν ἀπό τήν πατρική Του ἀγάπη, ἔχασαν ἀμέσως τή θεία κοινωνία, ἀδυνατοῦντες πλέον νά συνομιλοῦν μέ τόν Θεό.
Ἡ ἀγάπη ὅμως τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ Θεός -Λόγος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά συνάξη καί πάλι τον ἄνθρωπο στό σπίτι του, στόν χαμένο Παράδεισο. Αὐτή ἡ διαρκής ἔξοδος –κένωσις τοῦ Θεοῦ ἀπό τά μεγαλεῖα Του -ἔστω καί πρός καιρόν- καί ἡ πορεία Του πρός τόν ἄνθρωπο καί ἡ ἐν συνεχείᾳ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό, ἡ ἀνταπόκριση τοῦ πλάσματος στήν κλίση τοῦ οὐρανοῦ, «τελειοῦται μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία», πού κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή εἶναι «ἡ συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου». Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιτυγχάνεται ἔκτοτε μόνο μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη εἶναι «ἡ Κιβωτός».
Γράφει λοιπόν, ὁ ἅγιος Νικόδημος: «… καί ὅπως τόν καιρό τοῦ Κατακλυσμοῦ οἱ ἄνθρωποι πού πίστεψαν καί εἰσῆλθαν εἰς τήν Κιβωτό σώθηκαν ἀπό τόν κατακλυσμό, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅσοι χριστιανοί πιστεύουν καί εἰσέρχονται στήν ἁγία μας Ἐκκλησία λυτρώνονται ἀπό τόν νοητό κατακλυσμό τῆς ἁμαρτίας τῶν πολλῶν».
Ἡ Ἐκκλησία πλέον Κιβωτός εἶναι ἡ πνευματική μάνδρα πού προστατεύει τά λογικά πρόβατα, ἐμᾶς τούς χριστιανούς ἀπό τόν νοητό λέοντα, τόν διάβολο πού παραμονεύει ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά νά διαλύση τό λογικό τοῦ Κυρίου ποίμνιο.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀκόμη τό πνευματικό νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν πληγωμένο ἄνθρωπο πού προστρέχει σ’ Αὐτήν. Δέχεται τούς ψυχικά ἀσθενεῖς καί τούς θεραπεύει ἀπό τά πνευματικά τραύματα. Δέχεται τούς ἀνθρώπους μέ πάθη καί ἀδυναμίες καί τούς μεταμορφώνει πνευματικά. Μεταβάλλει τούς λύκους σέ πρόβατα, πού ἀρχίζουν ἔκτοτε νά προσφέρουν μέ ἀφθονία ἔργο ἀγάπης. Δέχεται ληστές, πόρνους, μοιχούς, φονεῖς, ἁμαρτωλούς καί τούς κάνει ἁγίους.
Γράφει ὁ ἱερός Χρυσόστομος: «Διά τοῦτο οὐκ ἄν ἁμάρτοι τις τῆς Κιβωτοῦ τὴν Ἐκκλησίαν μείζονα προσειπών. Ἡ μέν γάρ Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῷα καί ἐφύλαττε ζῷα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τά ζῷα καί τά μεταβάλλει. Οἷόν τε λέγω: Εἰσῆλθεν ἐκεῖ ἱέραξ καί ἐξῆλθεν ἱέραξ. Εἰσῆλθεν λύκος καί ἐξῆλθεν λύκος. Εἰσῆλθεν τις ἱέραξ ἐνταῦθα καί ἐξέρχεται περιστερά. Εἰσέρχεται λύκος καί ἐξέρχεται πρόβατον». Δηλαδή: «Γιά τοῦτο δέν θά ἔσφαλε κανείς ἄν ἔλεγε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑψηλότερη καί πολυτιμότερη και ἀσυγκρίτως εὐρύτερη ἀπό τήν Κιβωτό. Γιατί ἡ μέν Κιβωτός παρελάμβανε τά ζῶα γιά νά τά διασώση καί τά διεφύλασσε ζῶα, ἡ δέ Ἐκκλησία παραλαμβάνει τούς ἀποθηριωμένους ἀπό τήν ἁμαρτία ἀνθρώπους καί τούς μεταβάλλει. Τί θέλω νά εἰπῶ; Μπῆκε στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε τό γεράκι καί βγῆκε γεράκι. Μπῆκε λύκος καί βγῆκε λύκος. Εἰσῆλθε στήν Ἐκκλησία κάποιος ἄνθρωπος- γεράκι καί βγῆκε ἄνθρωπος- περιστέρι. Εἰσῆλθε ἄνθρωπος -λύκος και ἐξῆλθε ἄνθρωπος -πρόβατο».
Βέβαια ζώντας ὁ κόσμος τὰ μεγαλεῖα αὐτὰ τοῦ Θεοῦ, ζῆ συνάμα καὶ ἀπολαμβάνει μια ὕψιστη χάρι καὶ δωρεά, τὸ μεγαλεῖο καλύτερα τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης, ποὺ ἀνυψώνει τὴν ὅλη Ἱερὰ Σύναξη στήν πυρωμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ ἀνωγαίου τῆς Πεντηκοστῆς καὶ τή μεταβάλλει σὲ πιστό ἀντίτυπό της, καὶ δικαίως ἀνακράζει μυστικά: «Τώρα ἀναγεννήθηκα• αὐτὴ εἶναι ἡ μεταμόρφωση – ἀλλοίωσις – πού χαρίζει ἡ δεξιὰ τοῦ Ὑψίστου!» (Μέγα Προκείμενο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, μετὰ τῶν δύο στίχων του).
Τοῦτο τὸ γέγονος τὸ ζῆ κυρίως ὡς πλήρωμα ὁ χειροτονούμενος. Βλέπει γύρω του τὰ πάντα ν’ ἀλλοιώνωνται, νά παίρνουν παράξενη θωριά κι ἀνερμήνευτη ὄψη. Κυριολεκτικά ζῆ μιά μεταμόρφωση τὴν ὥρα πού ἡ Ἱερωσύνη σκηνώνει μέσα του καὶ τὸν καθιστᾶ μια ὕπαρξη ἄλλης ποιότητας, «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πραξ. θ’ 15), ἁγιοπότηρο ἕτοιμο νά δεχτῆ τὸν Θεῖο Μαργαρίτη. Μὰ κι ἱερή Λειτουργικὴ Σύναξη πού τὸν κυκλώνει τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ δέεται γι’ αὐτὸν ἀκατάπαυστα μέσα στήν εὐλογημένη ἁγιοπνευματική ἀτμόσφαιρα, ζῆ τὴν ἀλλοίωση τῆς ὑπάρξεὼς του• τή μεταβολή τοῦ ἀνθρώπινου σκήνους του σὲ ὑπηρέτη τῆς Θείας Οἰκονομίας, σὲ ὑπηρέτη τοῦ Μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ, σὲ ὄργανο λειτουργικό.
Ἑρμηνεύοντας ἐμπειρικὰ τή Θεία Λειτουργία ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας σημειώνει• «… ἡ Χάρη εἶναι αὐτή πού ἁγιάζει … αὐτὸς δέ πού κάθε φορὰ ἱερουργεῖ εἶναι ὑπηρέτης της. Γιατὶ τίποτε δέν προσφέρει δικό του, οὔτε τολμάει νά πράξη ἤ νά πῆ κάτι προερχόμενο ἀπὸ τὴν κρίση καὶ τοὺς λογισμοὺς του• ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα πού παρέλαβε ἄνωθεν, εἴτε εἶναι πρᾶγμα, εἴτε λόγος, εἴτε ἔργο, κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τοῦ παραγγέλθηκε καὶ τὸ παρέλαβε, ἔτσι καὶ τὸ προσφέρει στό Θεό».
Κι ὁ εὐλογημένος λαὸς τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τὸ ἐπιτραχήλιο ποὺ φέρει ὁ κληρικός πάνω του, ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὸ συνιστᾶ τὸ σύμβολο τῆς χάριτος τῆς Ἱερωσύνης καὶ κυρίως ὅτι ἐξεικονίζει τή Χάρη τὴν «τελεστική» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴν «ἄνωθεν κατερχομένην» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).
Ὁ λόγος πλέον, ἅγιοι πατέρες καὶ ἀδελφοί, γιά τὰ ἄχραντα Μυστήρια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ ἡ Ἐκκλησία μας.
Στην ἀρχαία Ἐκκλησία ὅλα τὰ Ἱερὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στή Θεία Εὐχαριστία τήν Ἐκκλησία μας ἡ Θεία Λειτουργία πάντοτε ἀρχίζει μὲ τὴν ἀπὸ μέρους τοῦ ἱερέως ἐκφώνηση τῆς δοξολογικῆς φράσεως: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Αὐτὸς ὁ μακαρισμὸς δηλώνει κατηγορηματικά τὴν πίστη τῆς «Ἱερᾶς Κοινότητος» ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ ὅλου Χριστοῦ, καὶ ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένης Ἁγιοτριαδικῆς Βασιλείας, φανέρωση ποὺ μεταμορφώνει τή γῆ σὲ οὐρανό, σὲ τόπο Ἀγγέλων, σὲ κοινωνία Θεανθρώπινη.
Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι οὐράνια καὶ πνευματικὴ ὡς πρὸς τὴν καταγωγή -κατὰ φύσιν-, καθότι σχετίζεται μὲ τὴν Τριαδική Θεότητα. Μάλιστα στήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καὶ σκέψη ταυτίζεται μέ τίς τρεῖς θεῖες ὑποστάσεις ὡς Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Θεὸς δέν εἶναι μόνο ὁ ὕψιστος δημιουργὸς τοῦ σύμπαντος καὶ ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας, αὐτός πού πραγματώνει τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μέσῳ ἱστορικῶν γεγονότων, ἀλλὰ συνάμα «αὐτὴ αὕτη» ἡ Βασιλεία, ὁ τελικὸς «οἶκος» τῶν πιστῶν, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης.
Κυρίως ἡ Ἐκκλησία ὅταν μιλάη γιά τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στρέφεται στό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Κύριος βιώνεται ἀπ’ αὐτήν ὡς ἡ «αὐτοβασιλεία» (Ὠριγένης), ὡς ἡ «αὐτοζωή» (ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος). Δέν εἶναι ἁπλὰ μιά κατάσταση, τὸ «ἀληθῶς ζῆν» γιά τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ πραγματικὴ ἐνοίκηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο• ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς πού ἕλκει ὅλους πρός τόν ἑαυτό Του μέ τή δύναμη τῆς Χάριτος. «Τί εἶναι ἡ Βασιλεία;», ρωτάει ὁ Χριστός μὲ τὸ στόμα τοῦ Χρυσοστόμου. Κι ἀπαντᾶ ὁ Κύριος• «Ἡ ἐμὴ παρουσία», ἡ δική μου ἡ παρουσία! Τοῦτο, θὰ πῆ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μπορεῖ νά τό πῆ ἡ Ἐκκλησία, γιατὶ ζῆ τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προγεύεται ἐξ αἰτίας ἑνὸς γεγονότος: Τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὅμως ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο γνώρισμα στή θεολογική γλώσσα ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ πνευματολογικό της γνώρισμα. Οἱ Ἕλληνες Πατέρες ταυτίζουν τή Βασιλεία μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τονίζοντας ὅτι «ἐφ’ὅσον ὁ Πατὴρ εἶναι Βασιλιάς, καὶ ὁ Μονογενὴς εἶναι Βασιλιάς, τότε Βασιλεία εἶναι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο» (ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως). Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης παρατηρεῖ πώς, κάθε φορά πού ἡ Ἐκκλησία τελεῖ τή Θεία Λειτουργία καὶ παρακαλεῖ, διὰ τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία Σου», ἐπικαλεῖται οὐσιαστικὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐλθέτω ἡ Βασιλεία, δηλαδὴ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα». Γιατὶ αὐτό εἶναι τὸ δυναμικό ἔργο τοῦ Παρακλήτου: νά μεταμορφώνη καὶ νά θεώνη τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα• ἡ δὲ ἐπίκλησή Του φανερώνει τὴν τελευταία πράξη τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, τὴν πραγμάτωση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὴν ὑπερκυριότητά Του.
Τὸ ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ τὸ γευόμαστε «ἀρρήτῳ τῷ τρόπῳ», κατὰ τή Θεία Λειτουργία, γνωρίζεται καὶ πραγματώνεται, αὐξάνεται και τελειώνεται μὲ τή διαρκή παρουσία (=οἰκονομία) τοῦ Παρακλήτου. Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν εἶναι μόνο ἐνέργεια τοῦ Πατρὸς ἤ μόνο αὐτουργία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐμπειρία ἐν Χριστῷ, ἀλλὰ καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἰδίως ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Χωρὶς τὴν κοινωνία τοῦ Παρακλήτου ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας καταντᾱ κενὸς τύπος, ἡ διακονία ἐπιτήδευση, ἡ προσευχὴ μονόλογος, ἡ Θ. Λειτουργία μυστικομαγική τελετή, τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἁπλὸς ὀργανισμός καὶ ὁ ποιμαντικός μόχθος ὀργανωτική κίνηση στό κενό.
Μὴν ξεχνᾶμε ὅτι, ὅταν προκλήθηκε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν Ἄρειο καί τίς κακοδοξίες τῶν ὀπαδῶν του, ὁ ἁγ. Ἀθανάσιος ἀπάντησε ὡς Ἐκκλησία λειτουργοῦσα ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδεται μὲ τὸν Χριστό καὶ ὁ Χριστὸς φανερώνεται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα: «Ἐμεῖς ὅλοι ἕνα Πνεῦμα ποτιστήκαμε, τὸ δὲ Πνεῦμα ποτιζόμενοι, τὸν Χριστό γευόμαστε (πίνομεν)». Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἐκφράζει «τὸν κοινὸν τῆς Ἐκκλησίας νοῦν», τὴν ἐμπειρία τῶν τέκνων της, ὅτι «ἡ Θεία Χάρη ἀδιάσπαστα ἀπὸ τὸν Πατέρα διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ρέει καὶ προσφέρεται πρὸς τοὺς ἀξίους… Ὥστε εὔλογα μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἡ διάδοση αὐτῆς τῆς δυνάμεως ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ διὰ τοῦ Υἱοῦ προσφέρεται καὶ τελειοῦται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης).
Τώρα πιστεύομε πὼς μποροῦμε να κατανοήσωμε γιατὶ στόν ὀρθόδοξο χῶρο κηρύσσεται πάντοτε, παντοῦ καὶ ὑπὸ πάντων ὅτι στήν Ἐκκλησία συνεχίζεται μιά διαρκής Πεντηκοστή, γιατὶ τὸ Πνεῦμα πότε δέν τὴν ἐγκαταλείπει, γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μιά διαρκής Πεντηκοστή. «Ὅπως ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ… Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶπε γιά τὸν ἑαυτὸ Του ὅτι «ἰδοὺ ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζὶ σας ὅλες τὶς ἡμέρες μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη’20)… ἔτσι εἶπε καὶ για τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι θὰ εἶναι μαζὶ μας στόν αἰώνα• γιά τοῦτο μποροῦμε νά τελοῦμε πάντοτε τὴν Πεντηκοστὴ (… οὕτω καὶ περὶ τοῦ Πνεύματος εἶπεν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα μεθ’ ἡμῶν ἐστι, καὶ δυνάμεθα ἀεὶ Πεντηκοστὴν ἐπιτελεῖν) (ἱερὸς Χρυσόστομος). Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας θὰ διδάξη ὅτι ἡ στιγμὴ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου κατὰ τή Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ Εὐχαριστιακή Πεντηκοστή• «Ὁ καιρὸς οὗτος (τῆς Θείας Εὐχαριστίας) τὸν καιρόν Ἐκεῖνον (τῆς Πεντηκοστῆς) σημαίνει».
Εἶναι ὡς ἐκ τούτου, ἅγιοι πατέρες, κοινοτοπία νομίζομε, τὸ νά τονισθῆ γιά μία εἰσέτι φορά, πὼς τὰ πάντα στήν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ Παράδοση μᾶς ὁδηγοῦν, μᾶς δείχνουν τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, μὲ τὰ ὁποῖα Ἐκείνη μᾶς τρέφει καθημερινὰ καὶ μᾶς ζωογονεῖ.
Τὰ Ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας Μυστήρια, δηλαδὴ τὴν τροφή πού ἔλαβε ἐντολὴ μόνον Ἐκείνη νά «μοιράση» στόν κόσμο, ποὺ καρτερικὰ προσμένει τὴν ζωοποίησή του ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα μέσῳ αὐτῆς, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἕνα καὶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μυστήριο ποὺ φανερωμένο πιὰ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου, γιά νά ζήση ὁ κόσμος, κατὰ τὸν πολὺ Παῦλο Εὐδοκίμωφ. Πρόκειται γιά τὸ ἕνα, ἀρχικό καὶ μοναδικό μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυρεῖται, ἀναπτύσσεται καὶ παρατείνεται στούς αἰῶνες μὲ τὰ ἱερὰ Μυστήρια. Δηλαδὴ γιά τὸ «χριστιανικό μυστήριο», γιά τὸ ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία εἶχε καὶ ἔχει σταθερή καί καθαρή συνείδηση καὶ μὲ τὸ ὁποῖο ταυτίζει τὴν ὕπαρξή της. Οἱ διάφορες μυστηριακές ἐνέργειες τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ «μυστηρίου» ἐκφράζουν καὶ ἀπαρτίζουν τὶς διάφορες ὄψεις ἤ πλευρές του, ποὺ ἐμεῖς σήμερα καλοῦμε Μυστήρια ἤ μυστηριακὲς τελετὲς τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα σκελετώνουν τή λειτουργική της ζωὴ κι ἀπαρτίζουν συνάμα ἕνα ζωντανό χαρισματικό ὀργανισμό, στήν καρδιά τοῦ ὁποίου λειτουργεῖται τὸ ΜΥΣΤΗΡΙΟ τῆς Θείας Εὐχαριστίας, για τὸν μετασχηματισμό – μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοῦ σύμπαντος κόσμου. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο: γιά νά παρέχη τὴν ἁγιοτριαδική εὐλογία σ’ ὅλα τὰ ὄντα καὶ τὰ πράγματα, γιά νά τ’ ἀνεβάση μέσῳ τῆς κλίμακας τοῦ ἁγιασμοῦ στη συμμετοχὴ τοῦ ἀγαθοῦ, στό πραγματικό τους εἶναι, στόν προορισμό τους. Τὰ πάντα «ἔχουν ἐλάχιστη ἀξία πρὸ τῆς εὐλογίας τῆς Ἐκκλησίας• ὅμως μὲ τὸν ἁγιασμό τοῦ Πνεύματος, καθένα ἀπ’ αὐτὰ διαφορετικά πιὰ ἐνεργεῖ», θὰ πῆ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης. Ἡ ὕλη μ’ ἄλλα λόγια τοῦ πεσμένου κόσμου, τοῦ πεσμένου κάτω ἀπὸ τὸ εἶναι του ἀνθρώπου μεταμορφώνεται μὲ τή μυστηριακή εὐλογία, μετασχηματίζεται, ὄχι βέβαια ἀκόμα φανερά, ἀλλὰ «ἐν μυστηρίοις» καὶ μὲ τρόπο ἀντιληπτό μονάχα ἀπ’ τὴν πίστη, σὲ ἔνδοξη ὕλη.
Μὴ λησμονοῦμε ὅτι γινόμαστε Χριστιανοὶ ὄχι μὲ τὴν ἀποδοχὴ κάποιων ἰδεῶν, πορισμάτων, ἠθικῶν ἄρχων ἤ νόμων, ἀλλὰ πρωτίστως μὲ μιά πράξη: τὴν τριπλή κατάδυση κι ἀνάδυσή μας στό νερό τῆς Κολυμβήθρας, τῆς μήτρας τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συνιστᾶ οὐσιαστικὰ τή συμμετοχή μας στόν θάνατο καὶ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση, τὸ Εὐχέλαιο, ἡ Ἱερωσύνη καὶ ὁ Γάμος, εἶναι ἑπτὰ θεοδίδακτοι καὶ θεοσύστατοι τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους πραγματώνεται καὶ φανερώνεται τὸ συνεχιζόμενο γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ συστατικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἑπτὰ συγκεκριμένες δυνατότητες ὀργανικῆς ἐντάξεως ἤ καλύτερα δυναμικῆς ἐπανεντάξεως τοῦ ἀτομικοῦ μας βίου στή ζωὴ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς, γεγονότα χαρισματικῆς συστάσεως τῆς καινῆς κτίσεως πού ζωοποιεῖται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. «Αὐτὸν τὸν δρόμο χάραξε ὁ Κύριος κατεβαίνοντας σέ μᾶς κι αὐτή τη θύρα ἄνοιξε εἰσερχόμενος στόν κόσμο• ἀνεβαίνοντας δὲ καὶ πάλι στόν Πατέρα Του τὴν ἄφησε ἀνοιχτή, ὥστε ἀπὸ ‘κεῖ μέσῳ αὐτῆς νά ’ρχεται σὲ κοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους… Διότι ἀποτυπώνοντας κι ἀπεικονίζοντας μὲ τὰ Ἱερὰ Μυστήρια τὴν ταφὴ Του κι ὁμολογώντας τὸν θάνατὸ Του, διὰ μέσου αὐτῶν ἀναγεννιόμαστε κι ἀναπλασσόμαστε καὶ ὑπέρλογα ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Σωτῆρα … Γιατὶ αὐτὰ εἶναι ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε μὲ Αὐτόν…» (ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας)
Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τὰ Μυστήρια ὁδηγοῦσαν στήν Θεία Εὐχαριστία, ἦταν ὀργανικὰ μέρη τῆς Εὐχαριστιακῆς Λειτουργίας, εἶχαν τὴν τελείωσὴ τους στό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου καὶ ἦσαν Μυστήρια ἀκριβῶς γιατὶ διέθεταν τὴν μαρτυρία καὶ τὴν Εὐχαριστιακή συναίνεση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος θὰ πῆ χαρακτηριστικά• «Ἡμῶν δὲ σύμφωνος ἡ γνώμη τῇ Εὐχαριστίᾳ», «ἡ πίστη μας εἶναι Εὐχαριστιακή, δηλαδὴ εἶναι σύμφυτη μὲ τὴν Εὐχαριστία», γιά νά ἐκφράση τὴν ὀρθόδοξη πεποίθηση ὅτι κάθε Μυστήριο ἀνάγεται στή σύσταση τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τοῦ ἑνὸς δηλαδὴ Πάσχα πού πλουτίζει λίγο - λίγο μὲ τή χάρη τῆς παρουσίας Ἐκείνου τὸν χῶρο, τὸν χρόνο, τὰ ὄντα καὶ διαποτίζει ἀργὰ μὲ αἰωνιότητα τὴν καρδιά τῶν πραγμάτων, προετοιμάζοντας τὴ μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ Ἐκκλησία, μᾶλλον σὲ Εὐχαριστία. Καὶ σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία μὲ τή Θεία Λειτουργία, μὲ τή Θεία Εὐχαριστία – αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς μεταμορφωμένης ὕλης – καὶ τὰ
λοιπὰ Μυστήρια ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο, τὴν κτίση, τὰ ἄνθη, τὰ ἀστέρια, τὸ φῶς, τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ, τὸ λάδι, τοὺς καρποὺς τῆς γῆς• καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιά νά θρέψη μὲ τή ζωή τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα στό βάθος τους, γιά νά φανερώση πὼς οἱ ρίζες καὶ οἱ τελικοὶ σκοποί τοῦ σύμπαντος φέρουν τή σφραγῖδα τοῦ Χριστοῦ, καὶ συνάμα γιά νά πῆ στόν ἄνθρωπο πὼς χάρη στήν συναγμένη Ἐκκλησία καὶ στή λειτουργικὴ τῆς προσευχή, ἤ καλύτερα εὐχή, ὁ κόσμος ἐξακολουθεῖ νά ἔχη ἕνα ὀντολογικό ἀγκυροβόλιο, ἕνα τελικό καταφύγιο: τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ! Τὸν ὅλο Χριστό!
Τὰ Ἱερά, βέβαια, Μυστήρια δέν εἶναι μόνο σημεῖα – σημάδια- κατὰ τὴν Ἰωάννειο ρήση, ποὺ φανερώνουν τὶς θεῖες ὑποσχέσεις, οὔτε ἁπλὰ μέσα γιά νά ζωογονοῦν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στό Θεῖο• δέν παρέχουν μόνο, ἀλλὰ περιέχουν τή Θεία Χάρη• εἶναι ὀχήματα καὶ ἐφόδια ἀθανασίας• εἶναι μαζὶ τὰ ὄργανα τῆς σωτηρίας καὶ ἡ ἴδια ἡ σωτηρία. Ἀνήκουν στό μυστικό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ κι ἐκφράζουν τὸ πλήρωμα τῆς χάριτος καὶ τῆς ζωῆς της ὡς συνεχιζομένης Πεντηκοστῆς. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας θὰ πῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία «σημαίνεται ἐν τοῖς Μυστηρίοις», φανερώνεται μὲ τὰ Μυστήρια, ἑρμηνεύεται διὰ μέσου τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων. Εἶναι γεγόνοτα τῆς ζωῆς, ἐσχατολογικά μαρτύρια τῆς ἀποστολῆς της. Γιατὶ μὲ τὴν Ἐκκλησία ἄρχισε ὁ ἐσχατολογικός αἰώνας τοῦ Πνεύματος, ἐγκαινιάστηκε «ὁ καινούργιος αἰώνας τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ» (Εὐσέβιος Καισαρείας). Κάθε Μυστήριο εἶναι πάντα ἕνα γεγονὸς μέσα στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιά τὴν Ἐκκλησία• ἐπιτελεῖται μὲ τὴν καθοδο τοῦ Παρακλήτου καὶ προέρχεται ἀπ’τὴν οἰκονομία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔχει χρέος ὁ Λειτουργός, ὁ Κληρικός νά μάθη τὸν κόσμο πὼς τὰ Ἱερά Μυστήρια εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν ὁποῖο ἐκείνη γιορτάζει τὴν «ἀνάμνηση» τοῦ θανάτου καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ καλεῖ τὸν κόσμο νά μετάσχη στόν Σταυρό καὶ στήν Ἀνάσταση, στό μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ. Χωρὶς αὐτὸ τὸν τρόπο ζωῆς, χωρὶς τὸν Χριστό καὶ τίς μυστηριακές πράξεις τοῦ Χριστοῦ σωτηρία δέν ὑπάρχει. Αὐτοσωτηρία γιά τὸν ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει, οὔτε φιλοσοφικὴ ἤ ἰδεαλιστική προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τοῦ ὅλου Χριστοῦ νοεῖται ἤ ἀξιολογεῖται ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Μὴ γένοιτο, ἀδελφοί!
Νά γιατὶ κάθε φορά πού τελεῖται Θεία Λειτουργία, ἡ ἁγία μας Ὀρθοδοξία κηρύττει πώς ὁ Μέγας Οἰκοδεσπότης τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀνοίγει τίς καρδιακές Του πύλες καὶ στρώνει στά θεῖα δώματά Του «δεῖπνον μέγα», συμπόσιο μυστικό καὶ αἰώνιο, κι ἐξαποστέλει τὸν Ἀγαπημένο Δοῦλο Του στούς δρόμους καὶ τίς πλατεῖες, στίς πόλεις καὶ στούς φράκτες τῶν κτημάτων τῆς γῆς, νά καλέση τὸν σύμπαντα κόσμο «νά γεμίση τὸ σπίτι Του», «νά γευτῇ τὸ Δεῖπνο Του» (Λουκ. ιδ’ 23-24).
Καὶ δέν ἔληξε ἤ καλύτερα δέν λήγει τοῦτο τὸ Δεῖπνο ποτέ, παρὰ μυστικῶς συνεχίζεται ἀθάνατο στούς αἰῶνες, κρατώντας ἀνοιχτές τὶς θύρες του στίς ἑκάστοτε γενεές τῶν πιστῶν, μέσα στήν ἀσταμάτητη ἑνότητα τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τὸ δηλώσαμε ἤδη, τὸ λέμε καὶ πάλι• τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Ἐκκλησία παρὰ ἡ συμμετοχὴ στό δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας, δεῖπνο ποὺ συνιστᾶ καὶ φανερώνει τὴν Ἐκκλησία• καί τὶ ἄλλο εἶναι ἡ Εὐχαριστία, παρὰ τὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τὸ Μυστήριο τοῦ «ὅλου Χριστοῦ», κατὰ τὴν φράση τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ.
Κάθε φορά πού οἱ πιστοὶ συναθροιζόμαστε «προσκαρτερώντας τή διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τεμαχισμό τοῦ Ἄρτου τῆς Εὐχαριστίας γιά τή Μετάληψη» (Πραξ. β’ 42), ξαναγυρίζουμε πίσω στό Ὑπερῷο τοῦ Μεγάλου Οἰκοδεσπότη, τή στιγμή ἀκριβῶς πού ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ Μαθητές Του τελοῦν τὸ Δεῖπνο, βέβαιοι πώς κάθε τέλεση τοῦ Μυστηρίου εἶναι τὸ τελευταῖο τοῦτο Δεῖπνο τὸ Μυστικό. Μυστήριο ἄρρητο ποὺ εἶναι πάντα τὸ ἴδιο, ὅπως ἐπίσης μία εἶναι καὶ ἡ θυσία καὶ ἡ Τράπεζα πάντοτε ἡ ἴδια κι ὁ Οἰκοδεσπότης Κύριος πάντα παρών, θύτης καὶ θῦμα, λειτουργός, προσφέρων καὶ προσφερόμενος.
Μὴ λησμονοῦμε ποτέ πώς στό πασχάλιο τοῦτο Εὐχαριστιακό Τραπέζι, ὡς συνδαιτυμόνες Χριστοῦ καὶ Ἀποστόλων μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ψάλλοντας ἕνα μοναδικό προσκλητήριο-θούριο, ποὺ οὐσιαστικὰ ἑρμηνεύει τὴν ποιότητά Της: «Ξενίας δεσποτικῆς καὶ ἀθανάτου τραπέζης, ἐν ὑπερῴῳ τόπῳ, ταῖς ὑψηλαῖς φρεσί, πιστοὶ δεῦτε ἀπολαύσωμεν, ἐπαναβεβηκότα λόγον, ἐκ τοῦ Λόγου μαθόντες, ὃν μεγαλύνομεν» (Ἐλᾶτε ν’ ἀπολαύσουμε πιστοὶ μὲ ἀνυψωμένο τὸν ψυχικό μας κόσμο, τή φιλοξενία καὶ τὴν ἀθάνατη Τράπεζα πού μᾶς παραθέτει ὁ Δεσπότης Χριστὸς σὲ τόπο ὑψηλό• διότι ἐμάθαμε ἀπὸ τὸν Λόγο Θεοῦ διδασκαλίες ὑψηλές ποὺ μεταρσιώνουν τὸν νοῦ σὲ θεῖες ἀναβάσεις, τὸν Ὁποῖο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνυμνοῦμε δοξαστικά) (Κανὼν Μ. Πέμπτης). Ἐκκλησία Λειτουργοῦσα – Ἐκκλησία αὐτοερμηνευομένη!
Ὅλη ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἔργο της ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία καὶ στὴν Εὐχαριστία καταλήγοντας, βρίσκουν τὸ πλήρωμά τους. Εἶναι τὸ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ, κέντρο καί τέλος ὅλων τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Μυστηρίων, Μυστήριο Μυστηρίων. Σὰν τὸ γευόμαστε ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τῆς θείας κοινωνίας, τὸ παράφορο κορύφωμα τῆς Τριαδικῆς Ἀγάπης, τῆς συναντήσεως τῆς κοινότητας τῶν πιστῶν μὲ τὸν ἀναστημενο Κύριο, ποὺ μεταβάλλει τή σύναξη τῶν πιστῶν σὲ σύναξη ἀθανάτων.
Ἡ Εὐχαριστία εἶναι μυστικὴ σύνοψη, παράσταση, παράταση καὶ συνέχιση τοῦ ἔργου τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας καὶ πράξεως τοῦ Χριστοῦ στόν χῶρο καὶ τὸν χρόνο• συνιστᾶ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πού καθαρίστηκε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, στή σφαίρα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σὰν τρεφόμαστε μ’ αὐτήν, « οἱ θεῖες δωρεές βρίσκονται ἐνώπιόν μας. Ἡ μυστικὴ Τράπεζα στολίζεται. Τὸ ζωοποιό ποτήριο εἶναι γεμάτο. Ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης καλεῖ σὲ δεῖπνο, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑποδέχεται τοὺς καλεσμένους… Ἡ ἐνυπόστατη Σοφία τοῦ Θεοῦ διαμοιράζει τὸ Σῶμα της ὑπὸ τή μορφή τοῦ Ἄρτου καὶ προσφέρει τὸ ζωοποιό Αἷμα ὑπὸ τή μορφή τοῦ Οἴνου. Τὶ φοβερό μυστήριο! Τὶ ἄρρητη οἰκονομία! Τὶ ἀκατάληπτη συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ! Τὶ ἀνεξιχνίαστη εὐσπλαχνία!» (ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας).
Δῶρο καὶ καρπὸς της εἶναι ἡ πληρότητα τῆς κοινωνίας, συναντήσεως κι ἑνώσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν σταυρωμένο κι ἀναστημένο ζωντανό Κύριο κι ἡ μετοχὴ στή Βασιλεία Του. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀνακράσεως καὶ συνενώσεως τοῦ κτιστοῦ μὲ τὸ Ἄκτιστο, ἡ ἀπαρχὴ καὶ τὸ μέσο τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ τῆς θεώσεως ἀνθρώπου καὶ κόσμου. Εἶναι πρωτίστως ἡ ἀγαπητική κοινωνία τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάθε μέλους της μὲ τὴν Κεφαλὴ της, τὸν Χριστό. «Αὐτοί πού ἐσθίουν τοῦ Νυμφίου τὰ μέλη, θὰ πῆ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, καὶ πίνουν τὸ αἷμα Του, ἀπολαμβάνουν τή γαμήλια κι ἀγαπητική κοινωνία Του».
Καθένας πού γεύεται τὸν Κύριο εὐχαριστιακά, πνίγεται μέσα στίς φανερές κι ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του. Προσφέρεται Ἐκεῖνος «κλώμενος καὶ ἐκχυνόμενος» σὲ μᾶς, κι αὐτὴ Του ἡ προσφορά μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό ὅλα. Παύουμε νά ὑπάρχουμε. «Πεθαίνουμε». Συγχρόνως εἶναι ἡ στιγμή πού «γεννιόμαστε» στή ζωή• κοινωνοῦμε τῆς θείας ζωῆς, μὲ τὸ νά προσφέρουμε τὰ πάντα, μὲ τὸ νά γίνουμε μιά εὐχαριστιακή προσφορά. Μὰ ἡ «ἀπώλεια» τῆς ζωῆς εἶναι ταυτόχρονα ἀνάδυση τῆς ὑπάρξεώς μας σὲ κόσμο «καινό κι ἀσύνθετο», ὅπου παρεγενόμενοι εἴμαστε ἀληθινοὶ ἄνθρωποι. Στά δῶρα τοῦτα χωράει ἡ αἰωνιότητα. Σ’ ἕναν Ἅγιο Μαργαρίτη ὅλος ὁ Παράδεισος, ὁ Χριστός. Κι ἐσύ, θὰ πῆ στό Εἰσοδικό του ὁ π. Βασίλειος Γοντικάκης, «ζῆς τὴν ἐμπειρία τοῦ ψυχορραγοῦντος, καὶ τὸ σπαρτάρισμα τοῦ ἀρτιγέννητου…Εἶσαι νεκρὸς καὶ ζωντανός. Ἀνύπαρκτος καὶ παντοδύναμος. Πέφτεις στό κενό, καταποντίζεσαι καὶ πλημμυρίζεις ζωή, φτάνεις στήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου παρουσίας Του».
Μέσα στήν Εὐχαριστία ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στό κλίμα του, ποὺ μπορεῖ νά εὐδοκιμήση. Στήν πατρίδα του, ποὺ τοῦ εἶναι ὅλα γνώριμα καὶ οἰκεῖα. Μιλάει τή μητρική του γλώσσα, σὰν ὁ κτιστός κόσμος μεταβάλλεται σὲ σκήνωμα τῆς θείας δόξης, σ’ ἕνα μέρος ταπεινό, ἀλλὰ ἀστραπηβόλο τῆς θεοφάνειας. Μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ἱερουργία τὰ σύμπαντα γίνονται μιά δέηση, παράκληση, ἱκεσία, ἀπολαμβάνουν τὸ πυράκτωμα τῆς παρατεταμένης Πεντηκοστῆς καὶ δροσίζονται ἀψευδῶς. Ἔτσι «ἡ σύμπασα κτίση νεουργεῖται καὶ θεουργεῖται». Ἀπ’ ἐδῶ βγαίνουν οἱ Ἅγιοι, ὁ Παράδεισος, ἡ αἰωνιότητα κι οἱ ἄνθρωποι ἀδελφοί, ὁμόψυχοι, ὁμοκάρδιοι, ἄνθρωποι πού ξέρουν νά ζοῦν σὲ «παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι’ 24).
Συγκεντρωμένοι «ἐν Ὑπερῴῳ τόπῳ», βρισκόμαστε οἱ πάντες μέσα στούς πάντες, σὲ ἀδιάκοπη κοινωνία μὲ τὸν Χριστό καὶ τὸ σῶμα Του –τοὺς ἀνθρώπους. Ἄλλωστε ἡ Εὐχαριστία «κοινωνία λέγεται καὶ εἶναι ἀληθινά, γιατὶ μέσα ἀπ’ αὐτὴν κοινωνοῦμε τὸν Χριστό καὶ μετέχουμε στή σάρκα καὶ θεότητά Του, καὶ συνάμα κοινωνοῦμε κι ἑνωνόμαστε καὶ μεταξὺ μας μὲ αὐτή. Ἀκριβῶς γιατὶ μεταλαμβάνουμε ἀπὸ «ἕναν ἄρτο, ὅλοι γινόμαστε ἕνα σῶμα κι ἕνα αἷμα Χριστοῦ καὶ μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μεταβαλλόμενοι σὲ σύσσωμους Χριστοῦ» (ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός).
Ναί, ἅγιοι πατέρες, μόνο ἡ συναγμένη Ἐκκλησία πού γεύεται κι ἀνασαίνει τὸ μυστήριο τοῦ ὅλου Χριστοῦ, ἐξομολογητικά μπορεῖ, μὲ τοὺς μαργαρίτες τοῦ Ἀχράντου Του σώματος κι αἵματος ἀκόμα στό στόμα, νά πῆ:
«Μέλη Χριστοῦ γινόμεθα, μέλη Χριστὸς ἡμῶν δέ,
καὶ χεὶρ Χριστὸς καὶ ποῦς Χριστὸς ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
καὶ χεὶρ Χριστοῦ καὶ ποῦς Χριστοῦ ὁ ἄθλιος ἐγὼ δέ•
κινῶ τὴν χεῖρα καὶ Χριστὸς ὅλος ἡ χείρ μου ἔστιν•
Ἀ µέ γὰρ νόει μοι θεότητα τὴν θείαν!
Κινῶ τὸν πόδα καὶ ἰδού, ἀστράπτει ὡς Ἐκεῖνος•
μὴ εἴπῃς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλ’ἀπόδεξαι ταῦτα
καὶ τῷ Χριστῷ προσκύνησον τοιοῦτόν σὲ ποιοῦντι»
(Μέλη Χριστοῦ γινόμαστε καὶ μέλη δικὰ μας ὁ Χριστός•
καὶ τὸ χέρι καὶ τὸ πόδι τὸ δικό μου, ἐμοῦ τοῦ παναθλίου,
εἶναι χέρι καὶ πόδι τοῦ Χριστοῦ.
Κι ὁ ἄθλιος ἐγὼ χέρι Χριστοῦ καὶ Χριστοῦ πόδι πάλι.
Τὸ χέρι ποὺ κουνῶ ὁ Χριστὸς ἀκέραιος.
Καὶ τή θεότητα βάλε στόν νοῦ σου ἀκομμάτιαστη!
Κινῶ τὸ πόδι μου καὶ νά ποὺ ἀστράφτει, ὅπως Ἐκεῖνος•
ὅμως μὴν πῆς πὼς βλασφημῶ, μὰ δέξου ὅ,τι εἶπα
καὶ τὸν Χριστό προσκύνησε, ποὺ ἔτσι σὲ χαριτώνει!)
(ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος)
Ὁ ἱερεύς κυκλώθηκε ἀπό ἕνα οὐράνιο φῶς…
Σεβασμιώτατε, ἅγιε Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ, ἅγιοι πατέρες, θὰ μποροῦσα, ἤ μᾶλλον θὰ ἔπρεπε νά κλείσω τὴν φτωχή μου εἰσήγηση ἐδῶ. Ὅμως, τόσο τὸ θέμα πού μοῦ ἐδόθη, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται καὶ στήν εὐθύνη–στάση τῶν λειτουργῶν –ποιμένων μπροστὰ ἀπ’τὸ γεγονός τῆς συναγμένης Ἐκκλησίας, τῆς Θείας Λειτουργίας δηλαδή, ὅσο καὶ τὸ γεγονός ὅτι ἀπευθύνομαι σὲ τίμιους ἀδελφοὺς καὶ ἐκλεκτούς συλλειτουργούς, μὲ ὁδηγοῦν, μὲ παρωθοῦν νά δώσωμε μιά ἀπάντηση καὶ σ’αὐτὴν τὴν πρόκληση- πρόσκληση, ποὺ εἶναι καὶ ἀπαίτηση τῶν καιρῶν μας. Ὅμως, συγχωρήσατέ με ἅγιε Γέροντα, θεωρῶ τὸν ἑαυτό μου λίγο καὶ φτωχό γι’ αὐτὴ τὴν ἀπάντηση. Γιά τοῦτο, μὲ τὴν εὐχὴ σας, ὡς ἀπάντηση ἂς λάβωμε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ Μέγα Γεροντικό ποὺ ἴσως εἶναι ἡ πολύτιμη «κραυγαλέα σιωπή» τοῦ οὐρανοῦ καὶ τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ ἐνδόψυχη ἀπαίτηση ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Κληρικούς, τοῦ Λαοῦ μας τοῦ εὐλογημένου ποὺ ζητεῖ «ἡ ψυχὴ τοῦ ἱερέα … νά εἶναι λαμπρότερη κι ἀπ’ αὐτές τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, ὥστε ποτέ νά μὴν τὸν ἀφήνη ἔρημο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα…»
(ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).
«Ἕνας Ἐπίσκοπος, γράφει τὸ Γεροντικό, ὄντως ἄξιος καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος, περιοδεύοντας τὴν ἐπαρχία του ἔφτασε σ’ ἕνα μικρό πολὺ μακρινό χωριουδάκι. Ζήτησε νά ἰδῆ τὸν ἱερέα. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα παρουσιάστηκε μπροστὰ του ἕνας ἁπλοϊκὸς χωρικός, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸ χωραφι του φορώντας τὰ ροῦχα τῆς δουλειᾶς. Ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ χωριοῦ. Ὁ Ἐπίσκοπος τὸν ἀσπάστηκε, μὰ μέσα του ἕνας λογισμὸς τὸν τυραννοῦσε• ἤθελε - καὶ δικαίως- τὸν Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου νά ἔχη πιὸ ἐκκλησιαστικό χρῶμα, πιὸ ἐκκλησιαστικὴ θωριά…
Ἡ ἄλλη μέρα ἦταν Κυριακή! Ὁ ἱερεὺς ἑτοιμάστηκε νά λειτουργήση κι ὁ Ἐπίσκοπος δέν τὸν ἄφηνε καθόλου ἀπὸ τὰ μάτια του. Ἀναζητοῦσε κάτι ἀπ’τὴν ποιότητά του… Καὶ νά! Ἀπ’ τή στιγμή πού ἄρχισε ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ ἱερεὺς κυκλώθηκε ἀπὸ ἕνα οὐράνιο φῶς πού τὸν λάμπρυνε χωρὶς να τὸν καίη, κι αὐτὸ κράτησε ὥς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας.
Τότε φώναξε τὸν ἱερέα στό Ἅγιο Βῆμα ὁ Ἐπίσκοπος καὶ πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζήτησε νά τὸν εὐλογήση! Ὁ ἁπλοϊκὸς κληρικός σάστισε.
-Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἀνώτερος νά εὐλογηθῆ ἀπὸ τὸν κατώτερὸ του; Ἐσύ εὐλόγησέ με, ἅγιε Δεσπότα, εἶπε, κι ἔβαλε στρωτὴ μετάνοια.
-Ἀδύνατον νά εὐλογήσω ἐκεῖνον πού στέκεται μέσα σὲ θεϊκή φλόγα καὶ προσφέρει τὴν ἀναίμακτη θυσία! «Τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείτονος εὐλογεῖται», ψέλλισε ὁ ἅγιος ἐκεῖνος Ἐπίσκοπος.
-Ὑπάρχει τάχα, ἅγιε Δέσποτα, ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος ἤ διάκονος ἀκόμη, ποὺ νά πλησιάζη τὸ Θυσιαστήριο καὶ νά μὴν περικυκλώνεται ἀπὸ οὐράνιο φῶς; εἶπε μὲ ἀπορία ὁ ἁπλοϊκὸς ἱερεύς.
Τὶ ν’ ἀπαντήση ὁ Ἐπίσκοπος σ’ ἐκεῖνον πού ἔβλεπε τὸ ὑπερφυσικό σὰν τὸ φυσικώτερο πρᾶγμα τοῦ κόσμου;».
Δεσπότη μου, σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς,
Τὰ ἔτη Σας πολλά, καλλίκαρπα καὶ θεοτίμητα!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α’
1) Ἡ Ἁγία Γραφή (Α.Γ.)• Παλαιά (Π.Δ.) καί Καινή Διαθήκη (Κ.Δ.)
2) Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955 ἑξῆς (Β.Ε.Π.Ε.Σ.)
3) Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972 ἑξῆς (Ε.Π.Ε.)
4) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series graeca, Paris 1857-1866 (P.G.)
5) J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series latina, Paris 1844-1864 (P.L.)
6) Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν…, ἐκδοτικός οἶκος «ΑΣΤΗΡ», Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, ἐν Ἀθήναις, τ. Α’ (41974), Β’ (41975), Γ’ (41976), Δ’ (41976), Ε’ (31963)
7) Τό Μέγα Γεροντικόν…, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Τό Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Πανόραμα Θεσσαλονίκης, τ. Α’ (11994), Β’ (11995), Γ’ (11997), Δ’ (11999).
8) Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ (τρεῖς θεομητορικές ὁμιλίες, κείμενο-μετάφραση- εἰσαγωγή-σχόλια, Παναγιώτης Νέλλας), ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 21974.
9) Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας καί τά κεφάλαια περί ἱερωσύνης τoῦ ὁσίου Θεογνώστου (ἀπόδοση στή νεοελληνική Ἀντωνίου Γ. Γαλίτη), ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», Θεσσαλονίκη 1978
Β’
1) Ἀρχιμ. Θεοκλήτου Ἀθανασοπούλου, Ἐκκλησία: Ὁ αὐθεντικός φύλακας καὶ ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 11998
2) Τοῦ ἰδίου, Ἀπό Πτερύγων Ἄμβωνος, Ἔκδοση τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου Δήμου Τριπόλεως, Τρίπολη 12001 (Ἐκδόσεις Ἀκρίτας)
3) Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου, Εἰσοδικόν, Στοιχεῖα λειτουργικῆς βιώσεως τοῦ μυστηρίου τῆς ἑνότητος μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Ἱερά Μονή Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος, 21978
4) Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία, Σχόλια, Ἱερόν Κουτλουμουσιανόν Κελλίον Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Ἅγιον Ὄρος, 31993
5) Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἀλφαβητάρι τῆς πίστης, ἐκδόσεις Δόμος, (ἔνατη ἐπανέκδοση), Ἀθήνα 91994
6) Τοῦ ἰδίου, Τό προνόμιο τῆς ἀπελπισίας, σειρά «σύνορο», Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1973
7) Τοῦ ἰδίου, Πείνα καί δίψα, Ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα, τρίτη ἔκδοση
8) Ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς, Ἡ Ἐκκλησιολογία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἐκδόσεις Γρηγόρη, Ἀθήνα 1984
9) Τοῦ ἰδίου, Χριστός Ἀρχή καί Τέλος, ἐκδόσεις Ἱδρύματος Γουλανδρῆ -Χόρν, Ἀθῆναι 1983
10) Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ Ὀρθοδοξία, [μετάφραση Ἀγαμέμνονος Τ. Μουρτζόπουλου], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972
11) Πρωτοπρεσβυτέρου Μιχαήλ Καρδαμάκη, Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα, Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρώπινου Ἤθους, ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 11980
12) Olivier Clement, Ἡ θεολογία μετά τόν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», σειρά «σύνορο», ἐκδόσεις «ΑΘΗΝΑ», Ἀθήνα 1973
13) Βλαδιμήρου Λόσκι, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας [μετάφρασις πρεσβυτέρας Στέλλας Κ. Πλευράκη], Θεσσαλονίκη 51991
14) Τοῦ ἰδίου, Κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ [μετάφρασις Μ.Γ.Μιχαηλίδη], ἐκδόσεις Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1974
15) Τοῦ ἰδίου, Ἡ θέα τοῦ Θεοῦ [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδόσεις Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973
16) Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδου, Μέθεξις Θεοῦ, ἐκδόσεις «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1979
17) Ἀρχιμανδρίτου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος, Μελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας [μετάφραση ἱερομονάχου Ἀθανασίου Γιέβτιτς] ἐκδ. οἶκος «ΑΣΤΗΡ» Ἀλ. καί Ε. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 31974
18) π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Εὐχαριστία [μετάφραση ἀπό τά Ρωσικά Ἀνδρέα καί Μαρίκας Χελιώτη], ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21987
19) Τοῦ ἰδίου, Ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος [μετάφραση Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1984
20) Τοῦ ἰδίου, Ἡ Ἐκκλησία Προσευχομένη, Εἰσαγωγή στή Λειτουργική Θεολογία [ἀπόδοση ἀπό τά Ἀγγλικά: π. Δημήτριος Β. Τζέρπος], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑ», Ἀθήνα 1991
21) Τοῦ ἰδίου, Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο [μετάφραση ἀπό το Ἀγγλικό: Ἰωσήφ Ροηλίδης], ἐκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ», Ἀθήνα 1983
22) Πρωτοπρεσβυτέρου, Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ἁγία Γραφή -Ἐκκλησία- Παράδοση [μετάφρασις Δημητρίου Γ. Τσάμη, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976
23) Τοῦ ἰδίου, Θέματα ὀρθοδόξου θεολογίας, ἐκδόσεις «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 1973
24) Τοῦ ἰδίου, Ἀνατομία προβλημάτων τῆς πίστεως [μετάφρασις Ἀρχιμ. Μελετίου Καλαμαρᾶ], ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977
25) Τοῦ ἰδίου, Δημιουργία καί ἀπολύτρωση [μετάφραση Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Γενικοῦ Ἐπιθεωρητοῦ Μ.Ε.], ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1983