«Ἡ προσευχή μου, εἶναι ἡ ἀναπνοή μου».
Μή βιάζεστε. Δέν εἶναι λόγια μοναχοῦ. Εἶναι λόγια οἰκογενειάρχη, πατέρα πέντε παιδιῶν.
Ἄς τόν ἀκούσομε:
* * *
Οἱ ὑποχρεώσεις μου εἶναι πολλές. Χρόνος δέν μοῦ μένει. Φροντίζω ὅμως, νά «παρακολουθεῖ» ἡ προσευχή μου, τά ποικίλα γεγονότα τῆς καθημερινότητας. Ἔτσι ποτέ δέν εἶναι στερεότυπη, ρουτίνα. Ἄλλοτε ἀναβλύζει σάν ὁρμητικός χείμαρρος καί ἄλλοτε σάν ἥσυχο ρυάκι. Γιά νά «δουλέψει» ἡ προσευχή, εἶναι ἀπαραίτητο νά σιωπήσει κάποιος «κινηματογράφος», πού βρίσκεται μέσα μας. Οἱ δελεαστικές εἰκόνες του καί οἱ ἦχοι του μᾶς πνίγουν. Δέν μᾶς ἀφήνουν νά εἴμαστε διαθέσιμοι στό Θεό καί στόν ἀδελφό μας.
***
Οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας πού βασίζονται στήν Ἁγ. Γραφή μέ συναρπάζουν. Τί ὑπέροχο νά ξεκινᾶς τήν ἡμέρα σου μέ τούς Ψαλμούς! «Κύριε, ἐσύ εἶσαι ὁ Θεός μου. Σέ ἀναζητῶ ἀπό τά χαράματα. Γιά σένα διψᾶ ἡ ψυχή μου, στήν «ἔρημη καί ἄνυδρη» αὐτή γῆ πού ζῶ» (Ψαλμ. 62,1). «Κύριε, ἐσύ θά ἀνοίξεις τά χείλη μου, γιά νά σέ ὑμνήσω» (Ψαλμ. 50,17). Μοῦ ἀρέσει νά προσεύχομαι μέ τούς Ψαλμούς. Μέ αὐτούς «πληροφορῶ» τόν Πατέρα μου: γιά τόν πόνο μου· γιά τά... παράπονά μου· γιά τίς ἀμφιβολίες μου. Τόν ἱκετεύω νά τρέξει νά μέ βοηθήσει. Τόν δοξολογῶ. Στούς Ψαλμούς βρίσκεις ὅτι συνιστᾶ τή ζωή μας.
***
Θέλεις καί καμμιά ἄλλη προσευχή; Πᾶρε, ἀπό τό Εὐαγγέλιο, τήν προσευχή τοῦ Τελώνη: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Λέγε τήν κάθε λέξη μέ πολλή προσοχή. Καί θά δεῖς, πῶς «γεμίζει» ἡ καρδιά σου μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Θέλεις νά προσαρμόσεις τήν προσευχή σου στά προβλήματα πού ἀντιμετωπίζεις; Μή διστάζεις. Λέγε τήν ἱκεσία τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἱεριχοῦς: «Ἰησοῦ, σπλαγχνίσου με» (Λουκ. 18,38)· ἤ «Κύριε, θέλω νά βρῶ τό φῶς μου» (Λουκ. 18,41). Μπορεῖς ἀκόμα νά προφέρεις μέ πόθο τό σωτήριο Ὄνομα: Κύριε! Ἰησοῦ! Ἄλλες πάλι φορές δέν χρειάζεται νά λέμε τίποτε! Γιατί τότε βλέπομε μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τόν Κύριο δίπλα μας. Καί Τόν ἀκοῦμε νοερά. Προσευχή δέν εἶναι καί αὐτό;
Ἡ προσευχή μᾶς ἁγιάζει. Ἀδειάζει σιγά-σιγά τήν καρδιά μας, ἀπό ὅλη ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή «σαβούρα», πού εἶναι ἐκεῖ μέσα στοιβαγμένη. Ἀνοίγει τά σφαλισμένα ἀπό τήν ἀδιαφορία μας παράθυρα τῆς καρδιᾶς μας· καί τήν γεμίζει μέ Φῶς Χριστοῦ.
Ἡ προσευχή μᾶς ἁγιάζει. Ἀδειάζει σιγά-σιγά τήν καρδιά μας, ἀπό ὅλη ἐκείνη τήν ἁμαρτωλή «σαβούρα», πού εἶναι ἐκεῖ μέσα στοιβαγμένη. Ἀνοίγει τά σφαλισμένα ἀπό τήν ἀδιαφορία μας παράθυρα τῆς καρδιᾶς μας· καί τήν γεμίζει μέ Φῶς Χριστοῦ.
***
Μιά ἀκόμα προσευχή, ἡ «κατ’ ἐξοχήν» προσευχή, εἶναι ἡ θεία Λειτουργία. Σ’ αὐτήν, οἱ καρποί τοῦ κόπου μας, τό ψωμί καί τό κρασί, μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ. Καί μᾶς ἁγιάζουν. Μᾶς δυναμώνουν τήν πίστη. Στή Λειτουργία συμμετέχομε στό Πάσχα. Περνᾶμε ἀπό τό θάνατο στήν ζωή· ἀπό τήν ἁμαρτία στήν δική μας Ἀνάσταση. Καί κάτι ἄλλο: Παρουσιάζομε στό Χριστό τήν ζωή μας. Τήν προσωπική καί τήν οἰκογενειακή. Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὅλα τά γεγονότα τῆς ἑβδομάδος. Ὁμολογοῦμε μαζί μέ τούς ἀδελφούς τό κοινό «Πιστεύω». Μπορεῖ ὁ χριστιανός νά ζεῖ τήν πίστη του «ἰδιωτικά», μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία; Κυριακή σημαίνει: ραντεβοῦ μέ τόν Θεό, πού μᾶς ἀνοίγει τό μέλλον! Τί εἶναι γιά μένα ἡ Λειτουργία; Ἐπιθυμία καί χαρά!
***
Ὅταν κάνω κάτι, δίνω ὅλο τόν ἑαυτό μου. Ναί. Μέ τήν ἐργασία μου διαμορφώνω ἕνα περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο οἱ ἀδελφοί μου θά πρέπει νά ἔχονται πιό κοντά στόν Θεό. Καί αὐτό μέ κάνει νά τρέμω. Ὅμως δέν σταματάω. Δανείζω τά χέρια μου στόν Χριστό. Γιατί ξέρω, ὅτι Αὐτός κάνει τό ἔργο Του στόν κόσμο μας, μέ τά δικά μας χέρια.