Μετά από την έκθεση της εργογραφίας του αγ. Νικολάου και των γενικών χαρακτηριστικών της λειτουργικής θεολογίας του, προχωρούμε σήμερα στη μελέτη του αρχιμ. Νικολάου Ιωαννίδη του βάθους που φέρει ο λόγος του μεγάλου αυτού βυζαντινού λειτουργιολόγου.
Πιο συγκεκριμένα θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλη η διάταξη της θείας λειτουργίας συνδέεται με τα γεγονότα της επίγειας ζωής του Κυρίου. Έτσι η πρόθεση φανερώνει την πρώτη ηλικία του Χριστού «την ηλικίαν εκείνην εξ ης εγένετο δώρον. Εγένετο δε εξ αυτής γεννήσεως… ότι και κατά την γέννησιν δώρον ην, κατα τον νόμον, επεί πρωτότοκος ην»[35]. Η μικρά είσοδος σημαίνει τις αρχές της θείας παρουσίας του· «ότε παρεγένετο μέν, ούπω δ’ εφαίνετο τοις πολλοις, ότε “εν τώ κόσμω ην, και ο κόσμος αυτόν ουκ εγίνωσκεν , τον προ του Ιωάννου καιρόν, πριν αφθήναι τον λύχνον»[36] και η ύψωση του Ευαγγελίου κατα την είσοδο δείχνει «την ανάδειξιν του Κυρίου… ότε ήρξατο φαίνεσθαι τοις πολλοίς. Δια γαρ του Ευαγγελίου ο Χριστός δηλούται»[37].
Η ανάγνωση του αποστολικού και ευαγγελικού κειμένου σημαίνει την «τελειοτέραν φανέρωσιν» του Κυρίου, κατά την οποίαν μιλούσε και δίδασκε δημόσια, δηλαδή «τα δι’ αυτού του Κυρίου, ή τα διά των αποστόλων λεγόμενα»[38]. Η μεγάλη είσοδος συμβολίζει την πορεία του από την πατρίδα του στην Ιερουσαλήμ, «εν η θύεσθαι έδει», και την εισοδό του σ’ αυτήν «επί πώλου όνου» με τη συνοδεία και επευφημία του λαού (Ματ. 21, 7-11)[39]. Ο θάνατος και η ανάσταση δηλώνονται διά της «μεταβολής των προκειμένων δώρων», αφού δεχθούν «το πανάγιον αυτού και παντοδύναμον Πνεύμα»[40], και η κάθοδος του αγίου Πνεύματος «επί την Εκκλησίαν» σημαίνεται με το ζέον ύδωρ που εκχέεται στο αγιο ποτήριο: «Και δή σημαίνεται του ζέοντος ύδατος εγχεομένου… το μέν γάρ ύδωρ τούτο αυτό τε ύδωρ ον και πυρός μετέχον, το Πνεύμα σημαίνει το άγιον, ο και ύδωρ λέγεται και ως πυρ εφάνη τότε τοίς του Χριστού μαθηταίς εμπεσόν»[41].
Από τα παραπάνω επιβεβαιώνεται η παραδοσιακή χρήση της ιστορίας από τον όσιο Νικόλαο για την παρουσίαση των γεγονότων της θείας οικονομίας, πρέπει όμως να παρατηρήσουμε οτι παράλληλα με τον όρο ιστορία χρησιμοποιεί και τον ορο εικών. Έτσι σε άλλα σημεία, αναφερόμενος στη φανέρωση της θείας οικονομίας, λέγει: «καθάπερ τις εικών μία ενός σώματος της του Σωτηρος πολιτείας»[42] η «θεωρώμεν την ιερουργίαν άπασαν κατά μέρος, καθ’ όσον της του Σωτήρος οικονομίας εικόνα φέρει»[43]. Η χρήση της λέξεως εικών παράλληλα προς τη λέξη ιστορία, που χρησιμοποιεί για τη θεία οικονομία, δεν είναι τυχαία.
Η λέξη εικών εδώ δεν χρησιμοποιείται βέβαια από τον συγγραφέα μας με την Παύλειο έννοια, -ότι δηλαδή εικόνα του Θεού είναι ο Υιός του Θεού (Κολ. 1,15· Β’ Κορ. 4,4), ο δε άνθρωπος είναι εικόνα του Υιού του Θεού (Κολ. 3,10· Ρωμ. 8,29)-, αλλά χρησιμοποιείται με την έννοια της φανέρωσης μιας κρυμμένης πραγματικότητας. Άλλωστε τόσο η βιβλική όσο και η πατερική παράδοση με την ίδια σημασία χρησιμοποιεί τον όρο εικών και άλλους συναφείς. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι οι ιερείς «υποδείγμασι και σκιά λατρεύουσι» (Εβρ. 8,5), δηλαδή η λατρεία που προσφέρουν είναι απεικόνιση και σκιά των επουρανίων, και ο Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει «σκιά γαρ τα της Παλαιάς· εικών δε τα της Νέας Διαθήκης· αλήθεια δε η των μελλόντων κατάστασις»[44]. Και εδώ οι όροι σκιά και εικών ταυτίζονται· στην προκειμένη δε περίπτωση, της θείας μυσταγωγίας, ασφαλώς ανάγουν τον πιστό στη θεωρία της αλήθειας, που για τον Καβάσιλα «ενθεωρείται» στα ιερά μυστήρια [45].
Η αλήθεια της θείας οικονομίας είναι ότι ο Λόγος του Θεού προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να τη σώσει, και η σωτηρία αυτή γίνεται γεγονός προσωπικό για τον καθε πιστό δια της ενώσεώς του με τον Κύριο, που πραγματοποιείται στα ιερά μυστήρια. Λέγει πολύ χαρακτηριστικά ο άγιός μας: «Συνάψας εαυτώ την φύσιν την ημετέραν δια της σαρκός, ην ανείλετο, συνάπτων δε ημών έκαστον τη εαυτού σαρκί τη δυνάμει των μυστηρίων». Έτσι τα ιερά μυστήρια είναι τα μέσα για να τελειωθεί η θεία οικονομία και να ανατείλει ο Κύριος «την εαυτού δικαιοσύνην και την ζωήν εν ταις ημετέραις ψυχαίς»[46].
Χάριν της φανερώσεως της οικονομίας του Σωτήρος επινοήθησαν οι λειτουργικοί τύποι, τα σύμβολα, αναφέρει ο Καβάσιλας, ώστε ο πιστός να προσεγγίζει το μυστήριο «ου λόγοις μόνον», αλλά και δια των οφθαλμών, «επ’ όψιν», αφού η ορατή αναπαράσταση αποτυπώνει εναργέστερα την πραγματικότητα της εικόνας· ετσι εισάγεται στη ψυχή οχι μόνο «θεωρία, αλλά και πάθος»[47], δηλαδή πίστη, ελπίδα κ.τ.λ. Οι λειτουργικές πράξεις λοιπόν και τα σύμβολα φανερώνουν τη σωτηριώδη οικονομία του Χριστού, τη βίωσή της στο παρόν και προαναγγέλουν την πληρότητα των εσχάτων[48].
Όπως αντιλαμβανόμαστε γίνεται σαφές ότι το λειτουργικό σύμβολο συνδυάζει χριστολογία, ανθρωπολογία και σωτηριολογία, και αυτή η πραγματικότητα διέπει ολόκληρη τη σκέψη του ιερού πατρός. Ο Χριστός είναι η κεντρική και κατευθυντήρια σκέψη του· ο άνθρωπος που ζει, τελειώνεται, καταξιώνεται και σώζεται εν Χριστώ, αποτελεί το εντρύφημά του· και όλα αυτά τα περιγράφει ζωντανά και αναλυτικά στα λειτουργικά του έργα, δίνοντας συγχρόνως και την ορθή, την ορθόδοξη διάσταση του ανθρωπισμού, που κατά την εποχή του είχε παραποιηθεί από τη δυτική νοοτροπία των βυζαντινών ανθρωπιστών της εποχής.
Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα σχετικά επί του προκειμένου λέγει, αναφερόμενος στην ερμηνεία των ιερατικών αμφίων, επιτραχηλίου και ζώνης: «Ο δε επί του τραχήλου λώρος την επιχεομένην αυτώ χάριν της ιερωσύνης σημαίνει, ήτις αναπαύεται εν τω τραχήλω τω δεξαμένω τον του Χριστού ζυγόν και διά του στήθους μέχρι των ποδών διήκει, την καρδίαν ημερούσα και παν το σώμα αγιάζουσα, ην δεί και τη ζώνη τη επιμελεία των αρετών και τη κολάσει των σαρκικών επιθυμιών επισφίγγειν εαυτοίς»[49]. Εδώ βλέπουμε καθαρά οτι στο κέντρο της ερμηνευτικης σκέψης του βρίσκεται ο Χριστός, ο άνθρωπος και η σωτηρία του· ο «ζυγός του Χριστού» ημερεύει την καρδία και αγιάζει το σώμα μέσω της επιμέλειας της ψυχής.
Τη χριστολογική και ανθρωπολογική διάσταση των μυστηρίων θεμελιώνει ο ιερός συγγραφέας μας στην εκκλησιολογία. Είναι πολύ γνωστή η φράση του ότι η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις»[50]. Τα μυστήρια, όπως αναφέραμε, φανερώνουν ιστορικά τον ίδιο τον Χριστό, είναι λειτουργίες του ιδίου του σώματος του Χριστού και επομένως και της Εκκλησίας, αφού Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού. Έτσι τα μυστήρια δεν μπορούν να νοηθούν ή να ερμηνευθούν εκτός Εκλησίας. Για τον Καβάσιλα δεν μπορεί να υπάρξει «μυστηριολογία» δυτικού τύπου, δηλαδή εξέταση των ιερών μυστηρίων χωριστά από τη χριστολογία, ανθρωπολογία, σωτηριολογία και εκκλησιολογία, που είχε προφανώς υιοθετηθεί από κάποιους βυζαντινούς σχολαστικούς της εποχής του.
Γι’ αυτό σημειώνει ότι τα μυστήρια είναι ενταγμένα όχι συμβολικά, αλλά ουσιαστικά στο σώμα του Χριστού, όπως τα μέρη μιας καρδιάς ή τα κλαδιά ενός δένδρου ή τα κλήματα μιας κληματαριάς· και μάλιστα συμπληρώνει ότι η ενότητα αυτή δεν δείχνει απλώς μια «κοινωνία ονόματος» ή «αναλογία ομοιότητος», αλλά «πράγματος ταυτότητα»[51], δηλαδή αληθινή, πραγματική ενότητα. Και ασφαλώς πρόκειται για την «ταυτότητα», για την ενότητα του Χριστού, του ανθρώπου και της σωτηρίας του μέσα στα μυστήρια της Εκκλησίας η οποία και την καθορίζει.
Κατ’ εξοχήν όμως, για τον βυζαντινό θεολόγο μας, η Εκκλησία «σημαίνεται» στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ταυτίζει την Εκκλησία, το «σώμα και αίμα Χριστού», με την ευχαριστιακή «βρώσι και πόσι» (Ιω. 6,55) και διακηρύττει ότι η Εκκλησία δια της θείας μεταλήψεως ανανεώνει συνεχώς την ταυτότητά της, δηλαδή την ενότητά της με τον Χριστό, και φανερώνεται ως το «Κυριακόν σώμα του»: «Και γαρ σώμα και αίμα Χριστού τα μυστήρια· αλλά τη Εκκλησία Χριστού ταύτα βρώσις εστι και πόσις αληθινή· και τούτων μετέχουσα ου προς το ανθρώπινον αυτά μεταβάλλει σώμα, καθάπερ άλλο τι σιτίον, αλλ’ αυτή μεταβάλλεται προς εκείνα των κρειττόνων υπερνικώντων… ούτω και την του Χριστού Εκκλησίαν ει τις ιδείν δυνηθείη, κατ’ αυτό τούτο καθ’ όσον αυτώ ήνωται και των αυτού μετέχει σαρκών, ουδέν έτερον ή αυτό μόνον το Κυριακόν όψεται σώμα»[52].
Αυτή η ενότητα Εκκλησίας και σώματος και αίματος Χριστού την καθιστούν αγία και τα μέλη της άγια: « Άγιοι γάρ καλούνται διά τον άγιον ου μετέχουσι και ω σώματος και αίματος κοινωνούσι»[53]. Η αρμονία δε των μελών της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται μέσα στην ενότητα και την εν Χριστώ ζωή τους, αποτελούν και απαραίτητη προϋπόθεση γνήσιας συμμετοχής στα ιερά μυστήρια και αυθεντικής μετάδοσης του ζωοποιού αγιασμού: «έως εσμέν αυτώ (τώ Χριστώ) συνημμένοι και την αρμονίαν φυλάττομεν, ζώμεν την ζωήν και τον αγιασμόν έλκοντες διά των μυστηρίων από της κεφαλής εκείνης και της καρδίας. Επειδάν δε αποτμηθώμεν και της ολότητος εκπέσωμεν του παναγίου σώματος, μάτην των ιερών γευόμεθα μυστηρίων· ου γαρ διαβήσεται η ζωή προς τα νεκρά και αποκοπέντα μέλη»[54].
[Συνεχίζεται]
35. Αυτόθι, ΣΤ’, 1, S.C. 4BIS, σ. 80 (PG 150, 380D). Πρβλ. αυτόθι, ΙΑ, 1, S.C. 98 (PG 150, 389BC)
36. Αυτόθι, ΙΗ’, 3, S.C. 4BIS, σ.138 (PG 150, 416C).
37. Αυτόθι, Κ’, 1, S.C. 4BIS, σ. 146 (PG 150, 412C).
38. Αυτόθι, ΚΒ’, 4-5, S.C. 4BIS, σ. 164 (PG 150, 416 D).
39. Αυτόθι, ΚΔ’, 3, S.C. 4BIS, σ. 164 (PG 150, 420C).
40. Αυτόθι, ΚΖ’, S.C. 4BIS, σ. 174. (PG 150, 425Β C).
41. Αυτόθι, ΛΖ’, 3-4, S.C. 4BIS, σ. 228 (PG 150, 452Β). Βλ. επίσης αυτόθι, 1, S.C. 4BIS, σ. 226 (PG 150, 449D). Πρβλ. R. BORNERT, Les commentaires byzantins, σ. 241.
42. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Α’, 6, S.C. 4BIS, σ. 60 (PG 150, 372Β).
43. Αυτόθι, ΙΣΤ’, 8, S.C. 4BIS, σ.130 (PG 150, 405Α).
44. Σχόλια περί εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, 3, 3, 2, PG 4, 157.
45. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΙΣΤ’, 8, S.C. 4BIS, σ. 130 (PG 150, 405Α).
46. Περί της εν Χριστώ ζωής, Ι, 32, S.C. 335, σ. 10614-16 (PG 150, 508C).
47. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, Α’, 14, S.C. 4BIS, σ. 68 (PG 150, 376Α).
48. Βλ. ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Μυσταγωγία, ΙΑ’, PG 91, 692D-693B και IE’, 693D. Πρβλ. R. BORNERT, Les commentaires byzantins, σ. 243. Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, «Νικόλαος Καβάσιλας ο μυσταγωγός», σ. 146.
49. Εις την ιεράν στολήν, 2, S.C. 4BIS, σ. 364. Πρβλ. Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, αυτόθι, σ. 1.
50. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΛΗ’, 1, S.C. 4BIS, σ. 230 (PG 150, 452CD).
51. Αυτόθι. Πρβλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, «Η διδασκαλία του Νικολάου Καβάσιλα για τα μυστήρια της Εκκλησίας», Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού (17-20 Ιουνίου 1982), Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 122-123.
52. Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας, ΛΗ’, 2, S.C. 4BIS, σ. 230 (PG 150, 452D-453Α).
53. Αυτόθι, ΛΣΤ’, 1, S.C. 4BIS, σ. 222 (PG 150, 449Α).
54. Αυτόθι.
πηγή
πηγή