Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Χερουβείμ Καράμπελας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη, Μαρτίου 13, 2014

«Μου έβαλαν “κανόνα” να γίνω Πνευματικός!…» [Θαυμαστό χρονικό μιας γνήσιας κι αληθινής πνευματικής πατρότητος]


images
[Α΄]     Γνήσια και δυσεύρετα γνωρίσματα ενός αγίου Πνευματικού συναντάμε στην μεγάλη μορφή του Αγίου Όρους, τον παπα–Σάββα, τον –όνομα και πράγμα– «Πνευματικό» (1821–4/4/1908). Μέρα με την μέρα, ξεχώριζε σαν σπουδαίος θεραπευτής ψυχών. Όσοι τον πλησίαζαν, κατενθουσιασμένοι δεν έπαυαν να τον συνιστούν σ’ όλο τον κόσμο. Η φήμη του, σαν άριστος Πνευματικός, δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα της Ορθοδοξίας.
     Η συγκαταβατικότητά του, η μακροθυμία του, το ευσυμπάθητο του τρόπου του, η διαγνωστική του δεινότητα, η ικανότητα να παρηγορεί, να ενισχύει και να καθοδηγεί και, μαζί μ’ αυτά, η αγιότητα του βίου του, τον καταξίωσαν σαν απαράμιλλο Πνευματικό. Στην συνέχεια, παραθέτουμε ένα από τα χαρακτηριστικά ανέκδοτα που κυκλοφορούν ακόμη στον Αγιονορείτικο χώρο γύρω από αυτόν, το οποίο διατρανώνει, το πόσο υπέροχος και χαρισματικός λευκαντής ψυχών ήταν ο παπα–Σάββας.
[Β΄]     Στην Σκήτη της Αγίας Άννης, κάπου ψηλά, είχε την Καλύβη του ένας Πνευματικός. Πνευματικός μεν κι αυτός, αλλά χωρίς την πείρα και την διάκριση του παπα–Σάββα. Μια φορά, κατέφθασε στο εξομολογητήριό του ένας βαριά, πολύ βαριά αμαρτωλός. Άλλος άνθρωπος, με τόσα πολλά κρίματα, δεν του ξανάτυχε.
     Εκείνος ο φτωχός προσκυνητής του θείου ελέους, σαν «κάλαμος συνετριμμένος», άρχισε την εξαγόρευση. Ο Πνευματικός, καθώς τον άκουγε, κυριεύθηκε από φρίκη. Αναταράχτηκαν τα σωθικά του. «Θεέ μου! Πω, πω, φρικαλεότητες! Τί, ακούω! Τί, σατανάς είναι τούτος!».
     Δεν πρόλαβε, ο δυστυχής εξομολογούμενος ν’ αποτελειώσει, κι ο Πνευματικός γεμάτος ταραχή τον διέκοψε:
     –Σταμάτα! Έχω φρίξει! Θα χάσω το μυαλό μου! Δεν είναι ανθρώπινες αμαρτίες, αυτές! Σατανικές, είναι! Φύγε! Η συγχώρεση, σού ’λειπε! Φύγε! Δεν μπορώ άλλο να σ’ ακούω! Φύγε!…
[Γ΄]     Το μόνο που είχε απομείνει στον κόσμο, για τον άτυχο προσελθόντα, ήταν το έλεος του Θεού. Αφού όμως κι η πόρτα αυτή του ελέους έκλεισε, δεν του απέμενε τίποτε άλλο, πια. Αντικρύζοντας κάτω την θάλασσα, σκεφτόταν την μόνη λύση: Να ορμήσει κάτω και να πνιγεί! Να θέσει ένα τέρμα στην τραγωδία του.
     Ο Θεός όμως είναι μεγάλος. Στην κατάσταση αυτή τον είδε κάποιος Αγιαννανίτης μοναχός που έτυχε να περνάει από ’κει και να του είναι και γνώριμος.
     –Εε! Τί, συμβαίνει; Πώς, είσαι έτσι; Τί, έχεις;
     Εκείνος, δεν μιλούσε.
     –Εε! Τί, έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;
     Με τα πολλά, κατόρθωσε να μάθει τα καθέκαστα. Στεναχωρήθηκε, πικράθηκε η ψυχή του. Πώς όμως να τον βοηθήσει; Σκέφθηκε πως μία μόνο λύση απέμεινε: να τον οδηγήσει με κάθε τρόπο στον παπα–Σάββα. Κουράστηκε πολύ, αλλά στο τέλος νίκησε…
[Δ΄]     Σαν τον αντίκρυσε, ο παπα–Σάββας, κατάλαβε όλο του το δράμα. «Ο αδελφός μου», σκέφθηκε, «βρίσκεται στην άβυσσο. Για να τον ανεβάσω, χρειάζεται να κατεβώ κι εγώ ως εκεί».
     –Πνευματικέ, υπάρχει για μένα σωτηρία;
     –Για σένα, αδελφέ μου; Για όλους, υπάρχει σωτηρία. Η ευσπλαχνία του Θεού, είναι πιο πλατειά κι από τον ουρανό· και πιο βαθειά κι από την άβυσσο!
     –Μπαα! Για μένα, τον αμαρτωλό, δεν υπάρχει σωτηρία! Αδύνατον! Δεν υπάρχει, σωτηρία για μένα!…
     –«Για σένα δεν υπάρχει σωτηρία»;! Αστείο, πράγμα! Αφού, να σκεφθείς, υπήρχε για μένα! Για σένα, δεν θα υπάρχει;!…
     –Και, σαν τί αμαρτίες έκανες εσύ;
     –Εγώ; Μεγάλες, πολύ μεγάλες αμαρτίες!
     –Τί «μεγάλες», μου λες;! Ποιος μπορεί να έχει φταίξει στον Θεό τόσο πολύ σαν εμένα τον ταλαίπωρο;
     –Κι όμως! Να! Κάποτε, δεν πρόσεξα, παρασύρθηκα κι έπεσα στην τάδε αμαρτία.
     –Αα, Πνευματικέ μου! Την αμαρτία αυτή, έτσι ακριβώς όπως μου την λες, την έχω κάνει κι εγώ!
     –Κι εσύ; Αα, μην ανησυχείς τότε! Ο Θεός, θα σε συγχωρέσει τώρα. Αρκεί, που το ομολόγησες.
     Ο παπα–Σάββας, προχώρησε με τον ίδιο τρόπο. Το αγαθό και ψυχοσωτήριο τέχνασμα, πέτυχε απόλυτα. Ξεθάρρεψε ο δυστυχής και παρουσίασε με κάθε ειλικρίνεια όλο τον θλιβερό κατάλογο των αμαρτιών του. Του έδινε κουράγιο η ιδέα πως και ο Πνευματικός που τον άκουγε, ήταν όμοιός του.
     Του λέει στο τέλος, ο παπα–Σάββας:
     –Εγώ, που λες, μετανόησα και έκλαψα πικρά. Κι έχω δυο χρόνια τώρα που άλλαξα ζωή. Μάλιστα δε, μου έβαλαν και «κανόνα» να γίνω Πνευματικός. Τί, να κάνω; Το έκανα κι αυτό! Έκανα ελεημοσύνες, έκανα νηστείες, έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Κι εγώ, Πνευματικέ μου, μετανοώ μ’ όλη μου την ψυχή!
     –Εε, αφού αποφασίζεις ν’ αλλάξεις κι εσύ ζωή, τότε, έλα να σου διαβάσω και την «Συγχωρητική Ευχή», να σου εξαλείψει ο Θεός όλες σου τις αμαρτίες…
[Ε΄]     Ύστερα από λίγο, ένας άνθρωπος, ένας άλλος άνθρωπος, φτερούγιζε από χαρά γιατί πέταξε από πάνω του πολλά δυσβάσταχτα φορτία. Συναντώντας στην Σκήτη της Αγίας Άννης τον γνωστό του, του είπε:
     –Μ’ έσωσες! Έγινα άλλος άνθρωπος!
     –Να δοξάζεις τον Θεό!
     –Καλός Πνευματικός! Καλός! Πονετικός. Μόνο που, ο καημένος, έκανε στην ζωή του πολύ χειρότερα πράγματα από μένα!!
     Ο γνωστός του, μπήκε αμέσως στο νόημα.
     –«Χειροτέρα από σένα»;! Ας γελάσω! Χριστιανέ μου, αυτός ζει και εγκαταβιώνει από μικρός μέσα στο Όρος και, τόσα χρόνια εδώ πέρα μέσα, έχει γίνει σωστός άγγελος! Γι’ αυτό και αξιώθηκε να γίνει Ιερεύς και Πνευματικός…
     Ο άλλος, έμεινε άναυδος. Τί, συνέβαινε; Με τις εξηγήσεις όμως που του έγιναν, κατάλαβε το καλοκάγαθο τέχνασμα της αγάπης. Δοκίμασε μεγάλη έκπληξη. Αλλά, κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σωθεί από το χείλος της αβύσσου. Από την στιγμή εκείνη, κορυφώθηκε μέσα του ένας απέραντος θαυμασμός και μία απεριόριστη αγάπη για τον παπα–Σάββα τον περίφημο «Πνευματικό». Τον υπέροχο αυτόν ιατρό και θεραπευτή των πληγωμένων και πονεμένων, από την αμαρτία, ψυχών…
ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ (1920–1979)
 [Αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα: «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές – Σάββας ο Πνευματικός» (τευχ. 6), σελ. 49–50, 54–57, Θ΄ έκδοσις, Ιεράς Μονής Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 1998.]

Παρασκευή, Απριλίου 12, 2013

Ο δύσκολος ανήφορος ...του μακαριστού αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα



skiti-agias-annas
















του μακαριστού 
αρχιμ. Χερουβείμ Καράμπελα

Η μόνη ευκαιρία για να δούμε τους συνασκητάς μας ήταν η συγκέντρωσις στον
 αρσανά της σκήτης.
Μετα την αναχώρησι του μικρού πλοιαρίου, που έκανε την γραμμή από την Δάφνη
 μέχρι την Αγία Άννα ή και μέχρι την Λαύρα, αν το επέτρεπε ο καιρός,
 οι πατέρες επέστρεφαν στις καλύβες τους, ακολουθώντας τα ανηφορικά
μονοπάτια.
Ήσαν όλοι φορτωμένοι με τους ντορβάδες τους, άλλος λιγώτερο, άλλος
 περισσότερο.
Πάντως όλοι κάτι έπρεπε να μεταφέρουν στην πλάτη.
Εκατόν πενήντα μέτρα από το μουράγιο, συναντούσαμε ένα προσκυνητάρι
και δίπλα του ένα πεζούλι. Εκεί κατεβάζαμε λίγο το φορτίο μας για να
 ξεκουρασθουμε και να πάρουμε δύναμι για την ανάβασι. Από κεί και
πέρα άρχιζε ο δύσκολος ανήφορος. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι…


Στο σημείο αυτό, στο οποίο είναι κτισμένο το προσκυνητάρι, η αγάπη του
 Θεού επέτρεψε να γίνη κάτι θαυμαστό. Το γεγονός αυτό είναι γραμμένο
 κάτω από τον Εσταυρωμένο με το καντηλάκι. Παραθέτουμε το κείμενο:
«Γέροντος τινος υποτακτικός μεταφέρων εκ της θαλάσσης φορτίον επί
των ώμων και ανερχόμενος μετά πολλού κόπου, αλλά και υπό αδημονίας
 καταληφθείς ως ματαίως δήθεν κοπιάζων, εκάθησεν ενταύθα μετά του
φορτίου προς ολίγην ανάπαυσιν τυραννούμενος υπό των ανωτέρω λογισμών,
 όπου παραδόξως ακούει άνωθεν την κατ’ εξαίρετον τρόπον έφορον και
 αρωγόν ημών Υπεραγίαν Θεοτόκον λέγουσαν αυτώ: «Τι αδημονείς και
 θλίβεσαι; Γίνωσκε ότι οι κόποι αυτοί, τους οποίους οι αδελφοί υπομένουσιν
 αχθοφορούντες, ως θυσία ευάρεστος εις τον Θεόν προσφέρονται και
 οι ίδρωτες ους χύνουσιν ανερχόμενοι, ως αίμα μαρτυρικόν παρά τω Χριστώ
λογισθήσονται και μέγαν μισθόν λήψονται εν τη ημέρα της κρίσεως οι
 αγογγύστως υπομένοντες τους σκληρούς κόπους της ενταύθα ασκήσεως
 και υπακοής».
Ταύτα ακούσας ο αδελφός και πληροφορηθείς την καρδίαν διηγήσατο
τοις αδελφοίς και πατράσι· διανύσας δε εν πνευματική χαρά και οσιότητι
το υπόλοιπον της εν εσκήσει και υπακοή ζωής αυτού, απήλθε προς αιωνίους
 μονάς, ίνα λάβη τον μισθόν των κόπων αυτού κατά την θείαν υπόσχεσιν».
Καθώς λέει μάλιστα η παράδοσις, την αποκάλυψι αυτή πληροφορήθηκε κ
αι ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε’ ο Καράκαλλος, ο οποίος
ασκήτευε τότε στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης. Από την ημέρα εκείνη έπαυσε
να μεταφέρη με υποζύγιο τα γεωργικά του εργαλεία στον ελαιώνα, ο οποίος
ευρισκόταν κοντά στον τόπο όπου έγινε το θαύμα, και τα μετέφερε στον ώμο του,
 για να λάβη και αυτός τον στέφανο των μαρτυρικών ιδρώτων των αδελφών
 και υποτακτικών της σκήτης. Καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας εκρατούσαμε
 στο χέρι το κομποσχοίνι και προσευχόμεθα με την «ευχή» και τους Χαιρετισμούς.
Και όταν εφθάναμε στην καλύβη μας, εβάζαμε την καθιερωμένη μετάνοια στις
εικόνες και στον Γέροντά μας, στον οποίο δίναμε αναφορά για την αποστολή
και υπακοή μας.
Ερχόμενος κάποτε από την Νέα Σκήτη προς την Αγία Άννα, συνήντησα ένα μοναχό
 προχωρημένης ηλικίας. Ήταν κατάλευκος, χαρίεις και ελκυστικός στην όψι.
Μόλις με είδε, με χαιρέτησε με απλότητα και μου είπε:
—Κάθου να σε γνωρίσω, νέε στρατιώτα του Χριστού μας!
Εκάθησα σε μία πέτρα, χωρίς να φέρω καμμία αντίρρησι.
 Παρ’ όλο που, όπως ανέφερα, δεν είχαμε ευλογία να συνομιλούμε
 με ξένους, δεν κατώρθωσα ν’ αντισταθώ. Με είχε καθηλώσει η
 ευλογημένη εκείνη μορφή.
—Από που είσαι, καλογέρι μου; με ρώτησε.
—Από το Γενέσιον της Θεοτόκου.
—Ω! έκανε θαυμάζοντας. Από τους εκλεκτούς αυτούς πατέρας;
 Ο Θεός να σε ευλογή.
Άρχισε τότε να μου ομιλή για την αξία της μοναχικής ζωής και για
τον αγώνα του μοναχού:
—Αν θέλης, παιδί μου, να επιτύχης στην μοναχική σου κλήσι, ένα πράγμα
 έχω να σου πω. Φρόντισε να αγαπήσης πολύ τον σωματικό κόπο.
Αυτά τα βράχια, αυτούς τους ανηφόρους και κατηφόρους, αυτά τα
 ατελείωτα σκαλοπάτια, αυτούς τους ντορβάδες και τα τσουβάλια,
αυτούς τους ιδρώτας και τους μόχθους, που κάθε ημέρα θα ζης,
φρόντισε, καθώς σου είπα, να τους αγκαλιάσης με την ψυχή σου.
 Είναι ίσως το αντίδοτο του εγωισμού σου. Έτσι θα σπάση η αντιδραστική
του παρουσία κι έτσι θα απαλλαγής κι εσύ απ’ αυτή την Λερναία Ύδρα της
ανθρωπίνης ψυχης. Είμαι από μικρό παιδί εδώ στο Άγιον Όρος.
Εγνώρισα αγίους μοναχούς, σοφούς μοναχούς. Εδιάβασα τόσα πατερικα βιβλία,
 και ολα αυτά σ’ ένα συμφωνούν και συναντώνται: ότι ο μεγαλύτερος εχθρός
του χριστιανού και περισσότερο του μοναχού είναι ο εγωισμός.
 Γι’ αυτό πιστεύω, πως και ο Γέροντάς σου και συ θα συνεργασθήτε,
ώστε κάποτε να σταθής μπροστά στον Θεόν, απηλλαγμένος από το θηρίο
αυτό, και στολισμένος με την ταπεινοφροσύνη να εισέλθης στον Παράδεισο.
Οι σκέψεις του μεστές, ώριμες, αρωματισμένες, βγαλμένες από ψυχή
«κεκαθαρισμένην επταπλασίως». H έκφρασίς του παιδική, γεμάτη αγία αθωότητα.
 «Θεέ μου, διερωτώμουν, ποιος να είναι αυτός ο γέροντας»; Κάποια στιγμή μου λέει:
—Παιδί μου, μην περιμένης να φθάσης σε μεγάλη ηλικία και τότε να επιδοθής στην
βαθειά καλλιέργειά σου. Αγωνίζου κάθε ημέρα, να πλησιάζης την ζωή του Χριστού μας.
 Ενώσου με τον Ιησού. Το θερμόμετρο της αγάπης σου προς τον Χριστό πρέπει να
 δείχνη κάθε ημέρα πως ανεβαίνει. Αυτό θα το καταλαβαίνης, οταν νοιώθης πως
τα πράγματα της παρούσης ζωής χάνουν για σένα κάθε αξία και η περιφρόνησίς
σου γι’ αυτά γίνεται πιο αισθητή. Ένα άλλο σημάδι που βοηθεί στην διαπίστωσι
αυτή, είναι το μέγεθος της αγάπης σου προς τον Γέροντά σου, ο οποίος σε συνδέει
με τον Χριστό. Ο Γέροντας για μας τους υποτακτικούς είναι ο Θεός μετά τον Θεόν
 μας. Κι εγώ, αν και προχωρημένος στην ηλικία καθώς βλέπεις, είμαι ακόμη
 υποτακτικός.
Αυτά ήσαν η κεντρική ιδέα των όσων συνεκράτησα από την συνάντησί μου με τον
υπέροχο εκείνον μοναχό.
—Γέροντα, συγχωρέστε με. Ποιος είσθε; Πως ονομάζεσθε;
—Είμαι από την Βίγλα και λέγομαι πατήρ Βαρλαάμ.
—Εσείς είσθε ο παπα-Βαρλαάμ! εφώναξα και του έβαλα αμέσως στρωτή μετάνοια.
 Μα καθώς εσηκωνόμουν, είδα τον γέροντα με το κεφάλι ακουμπισμένο στην γη να
 βάζη με την σειρά του κι αυτός μετάνοια! Διαμαρτυρήθηκα γι’ αυτό, αλλα εκείνος
 μου αποκρίθηκε φυσικώτατα οτι έτσι συνηθίζει να κάνη σε παρόμοιες περιπτώσεις…
Πόσα και πόσα δεν είχα ακούσει για το υψηλό πνευματικό επίπεδο του παπα-Βαρλαάμ
 από τον Γέροντά μου και τον παπα-Ιωακείμ! [...] Όταν επέστρεψα στην καλύβη μας
 και διηγήθηκα το περιστατικό αυτό στον Γέροντά μου, έτρεξαν ολοι οι αδελφοί της
συνοδείας, ν’ ακούσουν για την χαριτόβρυτη μορφή και ομιλία του πνευματικού
εκείνου αετού.
Μία από τις ευλογημένες αυτές συναντήσεις ήταν και η συνάντησις με τον
γερο-Διονύσιο τον Κατουνακιώτη και τον αξιοθαύμαστο υποτακτικό του π. Αρσένιο.
 Ο γερο-Διονύσιος ησχολείτο και με τα γράμματα. Κάπου-κάπου έγραφε και έλεγε
 μερικα επιτυχημένα ποιήματα. Ζητουσε επίμονα και με επιμέλεια την σωτηρία της
ψυχής του. Δεν ήταν άνθρωπος των συμβιβασμών. Ο π. Αρσένιος ήταν δουλεμένος
μοναχός. Ο Γέροντάς του το ήξερε και ήθελε να τον στεφανώνη καθημερινώς με τα
 στεφάνια της υπακοής και της υπομονής. Πόσες φορές δεν του φερόταν σκληρά και περιφρονητικά και μάλιστα ενώπιον άλλων πατέρων! Εκείνος ομως, κάνοντας υπομονή,
 έβαζε μετάνοια και ζητούσε συγγνώμη. Κάποτε, στην θ. Λειτουργία, οταν έφθασε η
ώρα του κοινωνικού, πήγαμε όλοι να λάβουμε συγχώρησι από τους Γεροντάδες μας,
προκειμένου να προσέλθουμε στο Ποτήριο της Ζωής. Όταν ομως επλησίασε και ο
 π. Αρσένιος τον Γέροντά του, εκείνος με μία σκληρή και απότομη κίνησι τον έδιωξε
 λέγοντάς του:
—Βρέ απρόκοφτε, τολμάς να ζητήσης ευλογία για να κοινωνήσης, εσύ που είσαι ένα
 δοχείο γεμάτο ακαθαρσία και εγωισμό;
Η ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από την σκηνή αυτή, μας εθύμισε μοναχισμό του
 Δ’ και Ε’ αιώνος. Ο π. Αρσένιος εζήτησε συγγνώμη για το τόλμημά του αυτό και
μαζεύθηκε σε μια γωνιά. Τότε ακριβώς βλέπω τρεις-τέσσερις Γεροντάδες να πλησιάζουν
 τον γερο-Διονύσιο και να τον παρακαλούν να επιτρέψη στον υποτακτικό του να κοινωνήση.
 Σε λίγο ακούω τον γερο-Διονύσιο να λέη στον π. Αρσένιο:
—Άντε, έχεις χάρι που οι Γεροντάδες μου ζήτησαν να σου επιτρέψω την θ. Κοινωνία.
Θα κάνω υπακοή σ’ αυτούς και πιστεύω οτι ο Κύριος θα σε συγχωρήση και θα σε δεχθή.
Εκείνος τότε «συντετριμμένος και τεταπεινωμένος» προσήλθε με δάκρυα που ήσαν
αισθητά σε όλους και πήρε μέσα του Εκείνον που υπέμεινε τόσα από εμάς τους
ανθρώπους. Το θαυμαστό ομως στην υπόθεσι αυτή είναι οτι ο γέρων Διονύσιος,
μετά από κάθε παρόμοια συμπεριφορα προς τον υποτακτικό του, ήταν γεμάτος
χαρά και θαυμασμό γι’ αυτόν. Και όταν ο π. Αρσένιος απομακρυνόταν, συχνά έκλαιγε αναλογιζόμενος την ωφέλεια που απεκόμιζε από την μεταχείρησι αυτή ο υποτακτικός
του και θαύμαζε την υπομονή του.
Το περιστατικό αυτό ήταν για μας τους υποτακτικους ένα από τα σπάνια μαθήματα.
 Εύλογητός ο Θεός!
Πηγή: Αρχιμανδρίτου Χερουβείμ, Απο το Περιβόλι της Παναγίας, Έκδοσις Ιεράς Μονής Παρακλήτου.

Αναδημοσίευση: Πειραϊκή Εκκλησία, Μηνιαίο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, τ. 244, έτος 23ο, Ιανουάριος 2013.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...