Η παράδοσις αναφέρει ότι η Εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Κυράς των Αγγέλων» ωκοδομήθη δαπάναις της αρχοντικής οικογενείας του Καποδίστρια Βαρλαάμ. Λέγεται ότι οι δύο παίδες του ευγενούς Καποδίστρια Βαρλαάμ επήγαν κάποτε προς άγραν ιχθύων. Συνέβη τότε μεγάλη θαλασσοταραχή ώστε εκινδύνευσεν η ζωή των. Τότε κατέφυγον εις την ιεράν εργασίαν την οποίαν είχον μάθει από το ευσεβές οικογενειακόν αυτών περιβάλλον, ήτοι την προσευχήν. Δακρύοντες απηύθυνον ικεσίας εις την Δέσποιναν του κόσμου, υποσχόμενοι ότι με τα μερίδια της περιουσίας των θα έκτιζον εις έκαστος από μίαν Έκκλησίαν εις την χάριν Της.
Ούτω και περί τα μέσα του 17ου μ.Χ. αιώνος εκτίσθη η Εκκλησία της Παναγίας της Κυράς και ολίγον αργότερα εις τα 1700 η Εκκλησία της Παναγίας εις την περιοχήν Αρκουδίλα, η οποία έκτοτε φέρει ονομασίαν η «Παναγία του Αρκουδίλα». Γεωγραφικώς και οι δύο ούτοι ευκτήριοι οίκοι περιλαμβάνονται εις τον Δήμον των Λευκιμμαίων. Η δε Παναγία Κυρά έδωκε και το όνομά της εις την περιφέρειαν ήτις έκτοτε καλείται ΚΥΡΑ.
Εις την κόγχην του ιερού βήματος εξωτερικώς διαβάζομεν την εξής επιγραφήν: «Η ζωήν εκ ζωής προς ζωήν, ζωήν ημίν δώρησαι, ΙΧΝΣΤ (=1656)». Αύτη πιθανόν να είναι και η χρονολογία κτίσεως ή ανοικοδομήσεως του ναού.
Την κόγχην αυτήν εσωτερικώς κοσμούν η Πλατυτέρα και οι Ιεράρχαι ενώ εις την κόγχην της προθέσεως είναι αγιογραφημένη η Άκρα Ταπείνωσις. Από την παλαιότητα των εξαίρετων αυτών τοιχογραφιών συμπεραίνομεν ότι πρέπει να είναι σύγχρονοι με την περίοδον ανεγέρσεως του ναού.
Εις τα μέσα του 18ου αιώνος ο «Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης» Αυγουστίνος Σαγρέδος (1752-1755) εκδίδει διάταγμα περί απογραφής των ιερών ναών και των μονών της νήσου. Το κοπιώδες αυτό έργον ανέλαβεν τον Απρίλιον του 1753 ο Μέγας Πρωτοπαπάς Κερκύρας Σπυρίδων Βούλγαρις όστις μετά την καταγραφήν των ναών του Πενταχώρου του «Λευχίμου» (= Λευκίμμης) απέστειλε «διά το μάκρος του τόπου» επιτροπήν υπό τους πρωτοπαπά Λευχίμου Ιζέππο Σαμοΐλη, ιερέα Ιωάννη Τζαουσόπουλο και ιερογραμματέα του Γεώργιο Πολυμάρκη διά να καταγράψωσι τα εξωκκλήσια της περιφερείας.
Εκείνοι ήρξαντο της υπηρεσίας των από του Αγίου Αθανασίου (Μπούκα), της Υπεραγίας Θεοτόκου Σκοπιωτίσσης (Ζέλη), του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου «εις τράπεζαν» (Τσιούρη) και του Σωτήρος Χριστού (Παντοκράτορος Τσιούρη).
Εν συνεχεία φθάσαντες εις την Κυράν κατέγραψαν εις την ιδίαν γλώσσαν περιγραφής τα εξής: «Ομοίως απήλθον εις την μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου επιλεγόμενης Κοκκινάδας γιους της εμπαρουνίας Δονά Μινότο και άλλων διαφόρων. Εφημέριος παπά Νικόλαος Βλάσης, παπάς Στάθης Βλάσης και παπάς Ανδρέας / Παγιάτης. Η αυτή Μονή είναι εις την περιοχήν των Αγίων Θεοδώρων. / Εις την οποίαν λείπει το κατασάρκη με τους Ευαγγελιστάς εις την Τράπεζαν / και δύο καντιλιέριδες. Έχει ποτίριον, δισκάριον, αστερίσκον και λαβίδα / όλα αργυρά, η λόγχη ατζαλένια. Ευαγγέλιον και λειτουργία και αντιμίνσιο και τα αναγκαία ιερά και βιβλία, έξω από την αποκαθήλωσιν εις τον αέρα. Έχει εντράδα αρκετή μα δεν ηξεύρουν να / ειπούν την ποσώτητα αυτής. Έχει εμπόλιαις δύο, και θυμιατόν μπρούτζινο / και πέντε καντήλια μπρούτζινα».
Από το πολύ εύγλωττον αυτό κείμενον πληροφορούμεθα κατ’ αρχάς την πάλαιαν ονομασίαν της Μονής, η οποία ήτο Παναγία της Κοκκινάδας και η οποία συν τω χρόνω εξέλιπεν. Καίτοι ήτο ναός, απλούς ευκτήριος οίκος του ιδιοκτήτου της, ονομάζεται μονή κατά συνήθειαν της εποχής. Ανήκε εις την Βαρωνίαν Δονά Μινότο και τα εισοδήματά της ήσαν υψηλά.
Εις το σημείον τούτο οφείλομεν να επισημάνω μεν ότι προϊόντος του χρόνου εξέλιπεν η ονομασία «Κοκκινάδα» και επεκράτησε η ονομασία «Κυρά» και μάλιστα όχι αυθαιρέτως. Εικάζεται ότι το όνομα αναφέρεται εις υπαρκτόν πρόσωπον, εις ιδιοκτήτριαν τινά της περιοχής. Εις αυτήν ίσως να οφείλεται το τοπωνύμιον «Κγιρά» το οποίον βλέπομεν αναγραφόμενοι εις το κτηματολόγιον του ναου της Υ.Θ.Οδηγητρίας Λευκίμμης. Σχετικώς διαβάζομεν τα εξής: «Αφιέροσε ο π(οτε) Ματίος Βούλγαρης στην άνοθεν μονήν μίαν ελεά σουβλολιά, διά τον τάφον όπου τον έθαψα μέσα ήστην άνοθεν μονήν, πλησίον της κιράς. Αφιέροσε εις τι(ν) άνοθεν μονή ο π(οτε) παπά Δούλος Κουτρούλης τέσσερης ριζάρια ελιές σουβλολιές όπου έχι ανταμός με την μονήν της Κυρίας Θεοτόκου της θαυματουργίς χωρίον των Αναπλάδων πλησίον το αμπέλη του Γιάνι Κουλούρη του π(ότε) Σπίρου…».
Άλλοι θεωρούν ότι Κυρία τις Ρά με την περιουσίαν της έκτισε την Μονήν ενώ η αδελφή της Κυρίας Ρα έκτισε την Μονήν της Παναγίας εις τον Αρκουδίλα.
Εκτός από τον ιερόν ναόν, προϊόντος του χρόνου, εκτίσθησαν πολλά οικήματα εις τα οποία κατέφευγον και εύρισκον αναψυχήν τινά και φιλοξενίαν ικανός αριθμός ασθενών. Υποθέτομεν ότι εις τι κελλίον ελειτούργει μόνιμον λοιμοκαθαρτήριον (lazzaretto) καθ’ όσον εις όλην την περιφέρειαν υφίσταντο τοιαύτα λοιμοκαθαρτήρια, λόγω της ενσκηψάσης «πανούκλας του Μαραθιά» κατά τον χειμώνα του 1815-1816 ενώ παραλλήλως, εγένοντο ομαδικαί ταφαί των θυμάτων της λοιμικής αυτής ασθενείας.
Κατά τους χρόνους τους οποίους η Κέρκυρα ευρίσκετο υπό αγγλικήν κατοχήν, οι Άγγλοι διέταξαν ίνα καώσι -πλην της Εκκλησίας- όλα τα κτίρια της Μονής. Μετ’ ολίγον η Εκκλησία ήρχισε να ερημώνη και ο περιβάλλων αυτήν χώρος εγένετο αδιάβατος εκ της πυκνής βλαστήσεως και της εμφανίσεως ικανού αριθμού όφεων.
Η περιοχή κατά το 1932 ευρέθη να είναι ιδιόκτητος με τελευταίαν ιδιοκτήτην-διαχειριστήν την Ελένην Μοναστηριώτου «Κουλούρα» ή «Αθανάτσαινα». Το επόμενον έτος ήτο έτος σταθμός διά την ιστορίαν του ιερού σκηνώματος διότι χάριτι και βουλήσει θεϊκή προσέρχεται ίνα μονάση εδώ η Λευκιμμιώτισσα μοναχή Αναστασία Βλάχου-«Κολομπόνη».Η αγία αύτη ψυχή εγένετο σκεύος εκλογής του Κυρίου διότι ανεκαίνισεν εκ βάθρων τον ιερόν χώρον και ενεθρόνισεν εις αυτόν εκ νέου την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας της Κοκκινάδας η οποία διά λόγους ασφαλείας φυλάσσεται νυν εις τον Ιερόν Ναόν Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.
Η πάνσεπτος και χαριτόβρυτος Ιερά Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου «Κυράς των Αγγέλων» την οποίαν προσκυνούμεν σήμερον ευρίσκεται ένθρονος εις το εικονοστάσιον του ναού της Μονής, δεξιά από την βόρειον πύλην του ιερού βήματος. Παλαιότερον ήτο αργυρο-επένδυτος. Ακολουθεί τον αγιογραφικόν τύπον της Παναγίας της Οδηγητρίας την οποίαν στέφουν με κορώνα δύο Άγγελοι. Προέρχεται δε από ιερατικής τινά οικογένειαν της νήσου των Παξών. Απεθησαυρίσθη εις την Μονήν άμα τη εγκαταστάσει της Γεροντίσσης Αναστασίας.
Βιβλιογραφική Πηγή
* Α.Ν.Κ.
* Καπαδόχου Χρ. Δημητρίου, «Ναοί και Μοναστήρια Κερκύρας -Παξών και Οθωνών στα μέσα τον ΙΗ’ αιώνα», Αθήνα 1994, σ. 114.
* Τσίτσα Χ. Αθανασίου, πρωτοπρεσβυτέρου, «Ο λοιμός τον Χειμώνα 1815-1816 στην Κέρκυρα (η πανούκλα τον Μαραθιά)», Κέρκυρα 1990, σ. 19.
* Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, 7ος τόμος. Ιωάννης – Κώνστ., Αθηναι 1964, σσ. 508-514.
* Μεταλληνού Γεωργίου Πρωτοπρεσβυτέρου, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακου Πανεπιστημίου Αθηνών «Η Εκκλησία της Κερκύρας στην Ιστορία και τό Παρόν» εν http://www.imcorFu.gr/istoria.htm).
* Παπαγεωργίου Σπύρου, «Εκκλησιαστική Ιστορία της Κερκύρας», Αθηναι 1920.
* Σουρτζίνου Χ. Γιώργη, Κέρκυρα, ταξίδι στο χρόνο, Ίστορική-λαογραψική εταιρεία Κερκύρας, Κέρκυρα Ίούλιος 1998, σσ. 113-115.
* Γαστεράτου Γεωργίου, Παναγία η Κοκκινάδα, εν Κερκυραϊκή Μήδεια, Μάρτιος 2006, σ. 7.
* Μαρτυρίαι μοναζουσών.
Κατά τους λόγους των προσκυνητών η Ιερά Μονή της Κυράς των Αγγέλων είναι το καύχημα και η ελπίδα της Νοτίου Κερκύρας.
Ευρίσκεται εκτισμένη επί μικρού λόφου και εις απόστασαν ενός μόνο χιλιομέτρου από τον Δήμον Λευκίμμης εις τον οποίον ανήκει, ενώ τεσσαράκοντα επτά χιλιόμετρα την χωρίζουν από την πόλιν της Κερκύρας. Περικλείεται από τείχος και περιβάλλεται από πυκνήν βλάστησιν την οποίαν αποτελούν εβδομήκοντα ελαίαι, πεντήκοντα εσπεριδοειδή, φυρικιαί και άμπελοι.
Το Καθολικόν της Μονής είναι μία απλή Βασιλική με ενσωματωμένα εξωτερικά τόξα.
Σπαράγματα τοιχογραφιών του 17ου και 18ου αιώνος βρίσκομεν εις την κόγχην του Ιερού Βήματος (Κυρία των Αγγέλων και Ιεράρχαι) και εις την κόγχην της Προθέσεως (Άκρα ταπείνωσις).
Ο ναός υπέστη την φθοράν του χρόνου και κατέρρευσεν μετά την ενσκήψασαν επιδημίαν της πανώλους. Εις τον Ιερόν χώρον εφύοντο βάτα και πουρνάρια έως της ελεύσεως της Γεροντίσσης Αναστασίας (1933).
Εις τον νότιον εσωτερικόν τοίχον του ναού ευρίσκεται το προσκυνητάριον με την Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ενώ εις τον βόρειον εκείνο με την θαυματουργόν Εικόνα της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου (ιστορικόν κειμήλιον).
Εις την βόρειον πλευράν του Καθολικού ευρίσκεται το διώροφον κτίριον της Μονής. Εις το Ισόγειον ευρίσκονται το αρχονταρίκιον, η τραπεζαρία, η κουζίνα, η αποθήκη οίνου και ελαίου και βοηθητικοί τίνες χώροι. Εις τον άνω όροφον τα κελλία των μοναζουσών και ο ξενών.
Έναντι της νοτίου πλευράς του Καθολικού ευρίσκεται το μέγα κτίριον το οποίον ήτο αποθήκη.
Εις το τέλος του κτιρίου αυτού ευρίσκεται το κοιμητήριον της Ιεράς Μονής.
Ακολουθεί το παραδοσιακόν Κερκυραϊκόν κωδωνοστάσιον με τους τρεις γλυκοήχους κώδωνάς του.
Μετά την σιδερένια θύραν, ολίγον δεξιώτερον ευρίσκεται και το πηγάδιον βάθους 131/2 μέτρων με άφθονον ύδωρ.
Οι είκοσι μοναχοί οίτινες εγκατεβίουν κατά την εποχήν της πανώλους έθαψαν το πηγάδιον διά να μη μολυνθή το ύδωρ και μετά το επανήνοιξαν οι χωρικοί.
Εις τον ανατολικόν τοίχον του ναού ευρίσκονται δύο τάφοι δωρητών της Μονής οι οποίοι ενεταφιάσθησαν εκεί συμφώνως προς παλαιόν έθιμον.
Γραπταί αποδείξεις διά ιστορικά συμβάντα εις την Μονήν δεν υπάρχουν διότι οι Άγγλοι διέταξαν το κάψιμον της Μονής μετά την πάροδον της πανώλους.
Πηγή: Ιερομόναχος Δημητρίος Καββαδίας, Κέρκυρα 2012