Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασκητές στον κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασκητές στον κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Μαρτίου 01, 2022

Ασκητές μέσα στον κόσμο: Αποκάλυψη κρυμμένης εικόνας

 


Δι­ή­γη­ση Πα­να­γι­ώ­του Μα­τρατ­ζῆ τοῦ Νι­κο­λά­ου, κα­τοί­κου Βεροί­ας, ὁδός Μο­ρά­βια 10, συντα­ξι­ού­χου Ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ:

«Τό 1962, τόν Μάρ­τιο μῆ­να ὑ­πη­ρε­τοῦ­σα στό νη­σί Γυά­ρο, ἀ­πέ­ναντι ἀ­πό τήν Σύ­ρο, στίς φυ­λα­κές γιά ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Ἕ­να Σάβ­βα­το, ἐ­νῶ κοι­μό­μουν στόν θά­λα­μο μό­νος μου, κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα μοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε στόν ὕ­πνο ἡ κε­κοι­μη­μέ­νη μη­τέ­ρα μου πού ἦταν πο­λύ πι­στή, καί ὅ­λος ὁ θά­λα­μος ἔλαμ­ψε ἀπό φῶς. Μοῦ εἶ­πε: “Ζῶ, δέν πέ­θα­να”, ἐ­νῶ εἶ­χε πε­θά­νει τό 1958. Συ­νέ­χι­σε: “Νά πᾶς στόν πέ­μπτο ὅρ­μο[1]. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι πα­ρα­χω­μέ­νη (θαμ­μέ­νη) ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Θά βρεῖς μί­α μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἄ­σπρη. Θά σέ ὁ­δη­γή­σω ἐ­γώ ἀ­πό ποῦ θά πᾶς. Νά πά­ρης τήν εἰ­κό­να”. Μοῦ ἔ­δει­ξε τήν το­πο­θε­σί­α καί τήν πλά­κα. Ἀλ­λά πῶς νά πά­ω ἐ­κεῖ;

»Τό πρω­ΐ πή­γα­με νά βά­λου­με μπρός τό κα­ΐ­κι γιά νά κά­νου­με πε­ρι­πο­λί­α γύ­ρω ἀ­πό τό νη­σί. Ὅ­μως δέν ἔ­παιρ­νε μπρο­στά. Ἐ­γώ τούς ἀ­νέ­φε­ρα τό ὄ­νει­ρο καί τούς εἶ­πα ὅ­τι πρέ­πει νά πά­ω στόν πέμ­πτο ὅρ­μο.

»Ξε­κί­νη­σα μό­νος μου. Αἰ­σθα­νό­μουν σάν νά μέ ὡ­δη­γοῦ­σε μί­α ἀ­ό­ρα­τη δύ­να­μη. Προ­χώ­ρη­σα πε­νήντα μέ­τρα στόν δρό­μο καί με­τά ἔ­στρι­ψα ἀ­πό­το­μα πρός τά βρά­χια. Τά μέ­ρη ἐ­κεῖ­να εἶ­ναι ἀ­πά­τη­τα καί τά βρά­χια πο­λύ ἀ­πό­το­μα. Μο­νο­πά­τια δέν ὑ­πῆρ­χαν. Ἀ­νέ­βη­κα πρί­που 300 μέ­τρα καί ἔ­φθα­σα σέ μί­α κο­ρυ­φή. Ἀ­πό κά­τω οἱ κρα­τού­με­νοι μέ τόν φύ­λα­κα ἀ­πο­ροῦ­σαν καί ἔ­λε­γαν: “Μά κα­λά, αὐ­τός εἶ­ναι τρελ­λός, ποῦ ἀ­νε­βαί­νει ἐ­κεῖ πά­νω;”.

»Φθά­νοντας στόν τρί­το ὅρ­μο, σκέ­φθη­κα νά κα­θή­σω νά ξε­κου­ρα­στῶ ἀλ­λά τά πό­δια μου δέν λύ­γι­ζαν καί προ­χώ­ρη­σα. Εἶ­χα ἀ­πό τίς 6 τό πρωΐ πού βά­δι­ζα καί στίς 10 ἔ­φθα­σα στόν πέμ­πτο ὅρ­μο. Εἶ­δα ἐ­κεῖ τήν πλά­κα πού εἶ­χα δεῖ στό ὄ­νει­ρό μου. Αἰ­σθάν­θη­κα συγ­κί­νη­ση καί χα­ρά. Ἄρ­χι­σα νά κα­θα­ρί­ζω τά χόρ­τα καί βρῆ­κα σέ βά­θος μιᾶς πι­θα­μῆς κά­τω ἀ­πό τήν πλά­κα μί­α παμ­πά­λαι­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας μέ τόν Χρι­στό, δι­α­στά­σε­ων 30 ἐ­πί 30 ἑ­κα­το­στά, ἁπλῆ χω­ρίς ἀ­σή­μι, ἀλ­λά φαί­νο­νταν κα­θα­ρά τά πρό­σω­πα. Βρῆ­κα καί ἕ­να καντή­λι χω­νε­μέ­νο.

»Τό μέ­ρος ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἀ­πό­με­ρο καί ἀ­κα­τοί­κη­το. Ποιός ξέ­ρει πῶς βρέ­θη­κε ἐ­κεῖ ἡ εἰ­κό­να.

»Στόν γυ­ρι­σμό δέν κα­τά­φε­ρα νά γυ­ρί­σω ἀ­πό τόν ἴ­διο δρό­μο, για­τί ἦ­ταν ἀ­πό­το­μος˙ φο­βή­θη­κα μήν πέ­σω στόν γκρε­μό καί σκο­τω­θῶ. Πῆ­γα ἀ­πό ἄλ­λο μέ­ρος, βά­δι­σα πέντε χι­λι­ό­με­τρα καί ἔ­φθα­σα στίς 5 τό ἀ­πό­γευ­μα στόν θά­λα­μο πού ἔ­με­να.

»Ὅ­ταν μέ εἶ­δαν οἱ συ­νά­δελ­φοί μου ἐ­ξε­πλά­γη­σαν καί προ­σκύ­νη­σαν τήν εἰ­κό­να. Με­τά πή­γα­με στόν Μη­τρο­πο­λί­τη Σύ­ρου, ἀ­να­φέ­ρα­με τά σχε­τι­κά, ἀλ­λά οὔ­τε ἐ­κεῖ ἤ­ξε­ραν πῶς βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να σ᾿ ἐ­κεῖ­νο τό ἐ­ρη­μι­κό μέ­ρος, οὔ­τε κα­νείς κά­τοι­κος γνώ­ρι­ζε ἂν ὑ­πῆρ­χε Μο­να­στή­ρι ἢ Ἐκ­κλη­σί­α στό μέ­ρος πού βρέ­θη­κε ἡ εἰ­κό­να. Τό­τε κά­να­με ἐκεῖ ἕ­να μι­κρό πα­ρεκ­κλή­σι, βά­λα­με εἰ­κό­νες καί ἀ­νά­βα­με καντή­λι. Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό φαί­νε­ται ἀ­πέ­ναντι ὁ Σταυ­ρός τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Τή­νου».

[1]. Λό­φοι πού συγ­κλί­νουν στήν θά­λασ­σα, ὅ­πως στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.

 

(Απόσπασμα από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο» και την ενότητα: «Θαυμαστά και διδακτικά περιστατικά», ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2008, Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής)

πηγή

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

Αναστασία Ασκήτρια Κυράς


Η παράδοσις αναφέρει ότι η Εκκλησία της Υπεραγίας Θεοτόκου της «Κυράς των Αγγέλων» ωκοδομήθη δαπάναις της αρχοντικής οικογενείας του Καποδίστρια Βαρλαάμ. Λέγεται ότι οι δύο παίδες του ευγενούς Καποδίστρια Βαρλαάμ επήγαν κάποτε προς άγραν ιχθύων. Συνέβη τότε μεγάλη θαλασσοταραχή ώστε εκινδύνευσεν η ζωή των. Τότε κατέφυγον εις την ιεράν εργασίαν την οποίαν είχον μάθει από το ευσεβές οικογενειακόν αυτών περιβάλλον, ήτοι την προσευχήν. Δακρύοντες απηύθυνον ικεσίας εις την Δέσποιναν του κόσμου, υποσχόμενοι ότι με τα μερίδια της περιουσίας των θα έκτιζον εις έκαστος από μίαν Έκκλησίαν εις την χάριν Της.
Ούτω και περί τα μέσα του 17ου μ.Χ. αιώνος εκτίσθη η Εκκλησία της Παναγίας της Κυράς και ολίγον αργότερα εις τα 1700 η Εκκλησία της Παναγίας εις την περιοχήν Αρκουδίλα, η οποία έκτοτε φέρει ονομασίαν η «Παναγία του Αρκουδίλα». Γεωγραφικώς και οι δύο ούτοι ευκτήριοι οίκοι περιλαμβάνονται εις τον Δήμον των Λευκιμμαίων. Η δε Παναγία Κυρά έδωκε και το όνομά της εις την περιφέρειαν ήτις έκτοτε καλείται ΚΥΡΑ.
Εις την κόγχην του ιερού βήματος εξωτερικώς διαβάζομεν την εξής επιγραφήν: «Η ζωήν εκ ζωής προς ζωήν, ζωήν ημίν δώρησαι, ΙΧΝΣΤ (=1656)». Αύτη πιθανόν να είναι και η χρονολογία κτίσεως ή ανοικοδομήσεως του ναού.
Την κόγχην αυτήν εσωτερικώς κοσμούν η Πλατυτέρα και οι Ιεράρχαι ενώ εις την κόγχην της προθέσεως είναι αγιογραφημένη η Άκρα Ταπείνωσις. Από την παλαιότητα των εξαίρετων αυτών τοιχογραφιών συμπεραίνομεν ότι πρέπει να είναι σύγχρονοι με την περίοδον ανεγέρσεως του ναού.
Εις τα μέσα του 18ου αιώνος ο «Γενικός Προβλεπτής Θαλάσσης» Αυγουστίνος Σαγρέδος (1752-1755) εκδίδει διάταγμα περί απογραφής των ιερών ναών και των μονών της νήσου. Το κοπιώδες αυτό έργον ανέλαβεν τον Απρίλιον του 1753 ο Μέγας Πρωτοπαπάς Κερκύρας Σπυρίδων Βούλγαρις όστις μετά την καταγραφήν των ναών του Πενταχώρου του «Λευχίμου» (= Λευκίμμης) απέστειλε «διά το μάκρος του τόπου» επιτροπήν υπό τους πρωτοπαπά Λευχίμου Ιζέππο Σαμοΐλη, ιερέα Ιωάννη Τζαουσόπουλο και ιερογραμματέα του Γεώργιο Πολυμάρκη διά να καταγράψωσι τα εξωκκλήσια της περιφερείας.
Εκείνοι ήρξαντο της υπηρεσίας των από του Αγίου Αθανασίου (Μπούκα), της Υπεραγίας Θεοτόκου Σκοπιωτίσσης (Ζέλη), του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου «εις τράπεζαν» (Τσιούρη) και του Σωτήρος Χριστού (Παντοκράτορος Τσιούρη).
Εν συνεχεία φθάσαντες εις την Κυράν κατέγραψαν εις την ιδίαν γλώσσαν περιγραφής τα εξής: «Ομοίως απήλθον εις την μονήν της Υπεραγίας Θεοτόκου επιλεγόμενης Κοκκινάδας γιους της εμπαρουνίας Δονά Μινότο και άλλων διαφόρων. Εφημέριος παπά Νικόλαος Βλάσης, παπάς Στάθης Βλάσης και παπάς Ανδρέας / Παγιάτης. Η αυτή Μονή είναι εις την περιοχήν των Αγίων Θεοδώρων. / Εις την οποίαν λείπει το κατασάρκη με τους Ευαγγελιστάς εις την Τράπεζαν / και δύο καντιλιέριδες. Έχει ποτίριον, δισκάριον, αστερίσκον και λαβίδα / όλα αργυρά, η λόγχη ατζαλένια. Ευαγγέλιον και λειτουργία και αντιμίνσιο και τα αναγκαία ιερά και βιβλία, έξω από την αποκαθήλωσιν εις τον αέρα. Έχει εντράδα αρκετή μα δεν ηξεύρουν να / ειπούν την ποσώτητα αυτής. Έχει εμπόλιαις δύο, και θυμιατόν μπρούτζινο / και πέντε καντήλια μπρούτζινα».
Από το πολύ εύγλωττον αυτό κείμενον πληροφορούμεθα κατ’ αρχάς την πάλαιαν ονομασίαν της Μονής, η οποία ήτο Παναγία της Κοκκινάδας και η οποία συν τω χρόνω εξέλιπεν. Καίτοι ήτο ναός, απλούς ευκτήριος οίκος του ιδιοκτήτου της, ονομάζεται μονή κατά συνήθειαν της εποχής. Ανήκε εις την Βαρωνίαν Δονά Μινότο και τα εισοδήματά της ήσαν υψηλά.
Εις το σημείον τούτο οφείλομεν να επισημάνω μεν ότι προϊόντος του χρόνου εξέλιπεν η ονομασία «Κοκκινάδα» και επεκράτησε η ονομασία «Κυρά» και μάλιστα όχι αυθαιρέτως. Εικάζεται ότι το όνομα αναφέρεται εις υπαρκτόν πρόσωπον, εις ιδιοκτήτριαν τινά της περιοχής. Εις αυτήν ίσως να οφείλεται το τοπωνύμιον «Κγιρά» το οποίον βλέπομεν αναγραφόμενοι εις το κτηματολόγιον του ναου της Υ.Θ.Οδηγητρίας Λευκίμμης. Σχετικώς διαβάζομεν τα εξής: «Αφιέροσε ο π(οτε) Ματίος Βούλγαρης στην άνοθεν μονήν μίαν ελεά σουβλολιά, διά τον τάφον όπου τον έθαψα μέσα ήστην άνοθεν μονήν, πλησίον της κιράς. Αφιέροσε εις τι(ν) άνοθεν μονή ο π(οτε) παπά Δούλος Κουτρούλης τέσσερης ριζάρια ελιές σουβλολιές όπου έχι ανταμός με την μονήν της Κυρίας Θεοτόκου της θαυματουργίς χωρίον των Αναπλάδων πλησίον το αμπέλη του Γιάνι Κουλούρη του π(ότε) Σπίρου…».
Άλλοι θεωρούν ότι Κυρία τις Ρά με την περιουσίαν της έκτισε την Μονήν ενώ η αδελφή της Κυρίας Ρα έκτισε την Μονήν της Παναγίας εις τον Αρκουδίλα.
Εκτός από τον ιερόν ναόν, προϊόντος του χρόνου, εκτίσθησαν πολλά οικήματα εις τα οποία κατέφευγον και εύρισκον αναψυχήν τινά και φιλοξενίαν ικανός αριθμός ασθενών. Υποθέτομεν ότι εις τι κελλίον ελειτούργει μόνιμον λοιμοκαθαρτήριον (lazzaretto) καθ’ όσον εις όλην την περιφέρειαν υφίσταντο τοιαύτα λοιμοκαθαρτήρια, λόγω της ενσκηψάσης «πανούκλας του Μαραθιά» κατά τον χειμώνα του 1815-1816 ενώ παραλλήλως, εγένοντο ομαδικαί ταφαί των θυμάτων της λοιμικής αυτής ασθενείας.
Κατά τους χρόνους τους οποίους η Κέρκυρα ευρίσκετο υπό αγγλικήν κατοχήν, οι Άγγλοι διέταξαν ίνα καώσι -πλην της Εκκλησίας- όλα τα κτίρια της Μονής. Μετ’ ολίγον η Εκκλησία ήρχισε να ερημώνη και ο περιβάλλων αυτήν χώρος εγένετο αδιάβατος εκ της πυκνής βλαστήσεως και της εμφανίσεως ικανού αριθμού όφεων.
Η περιοχή κατά το 1932 ευρέθη να είναι ιδιόκτητος με τελευταίαν ιδιοκτήτην-διαχειριστήν την Ελένην Μοναστηριώτου «Κουλούρα» ή «Αθανάτσαινα». Το επόμενον έτος ήτο έτος σταθμός διά την ιστορίαν του ιερού σκηνώματος διότι χάριτι και βουλήσει θεϊκή προσέρχεται ίνα μονάση εδώ η Λευκιμμιώτισσα μοναχή Αναστασία Βλάχου-«Κολομπόνη».Η αγία αύτη ψυχή εγένετο σκεύος εκλογής του Κυρίου διότι ανεκαίνισεν εκ βάθρων τον ιερόν χώρον και ενεθρόνισεν εις αυτόν εκ νέου την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας της Κοκκινάδας η οποία διά λόγους ασφαλείας φυλάσσεται νυν εις τον Ιερόν Ναόν Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης.
Η πάνσεπτος και χαριτόβρυτος Ιερά Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου «Κυράς των Αγγέλων» την οποίαν προσκυνούμεν σήμερον ευρίσκεται ένθρονος εις το εικονοστάσιον του ναού της Μονής, δεξιά από την βόρειον πύλην του ιερού βήματος. Παλαιότερον ήτο αργυρο-επένδυτος. Ακολουθεί τον αγιογραφικόν τύπον της Παναγίας της Οδηγητρίας την οποίαν στέφουν με κορώνα δύο Άγγελοι. Προέρχεται δε από ιερατικής τινά οικογένειαν της νήσου των Παξών. Απεθησαυρίσθη εις την Μονήν άμα τη εγκαταστάσει της Γεροντίσσης Αναστασίας.
Βιβλιογραφική Πηγή
* Α.Ν.Κ.
* Καπαδόχου Χρ. Δημητρίου, «Ναοί και Μοναστήρια Κερκύρας -Παξών και Οθωνών στα μέσα τον ΙΗ’ αιώνα», Αθήνα 1994, σ. 114.
* Τσίτσα Χ. Αθανασίου, πρωτοπρεσβυτέρου, «Ο λοιμός τον Χειμώνα 1815-1816 στην Κέρκυρα (η πανούκλα τον Μαραθιά)», Κέρκυρα 1990, σ. 19.
* Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, 7ος τόμος. Ιωάννης – Κώνστ., Αθηναι 1964, σσ. 508-514.
* Μεταλληνού Γεωργίου Πρωτοπρεσβυτέρου, Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακου Πανεπιστημίου Αθηνών «Η Εκκλησία της Κερκύρας στην Ιστορία και τό Παρόν» εν http://www.imcorFu.gr/istoria.htm).
* Παπαγεωργίου Σπύρου, «Εκκλησιαστική Ιστορία της Κερκύρας», Αθηναι 1920.
* Σουρτζίνου Χ. Γιώργη, Κέρκυρα, ταξίδι στο χρόνο, Ίστορική-λαογραψική εταιρεία Κερκύρας, Κέρκυρα Ίούλιος 1998, σσ. 113-115.
* Γαστεράτου Γεωργίου, Παναγία η Κοκκινάδα, εν Κερκυραϊκή Μήδεια, Μάρτιος 2006, σ. 7.
* Μαρτυρίαι μοναζουσών.
Κατά τους λόγους των προσκυνητών η Ιερά Μονή της Κυράς των Αγγέλων είναι το καύχημα και η ελπίδα της Νοτίου Κερκύρας.
Ευρίσκεται εκτισμένη επί μικρού λόφου και εις απόστασαν ενός μόνο χιλιομέτρου από τον Δήμον Λευκίμμης εις τον οποίον ανήκει, ενώ τεσσαράκοντα επτά χιλιόμετρα την χωρίζουν από την πόλιν της Κερκύρας. Περικλείεται από τείχος και περιβάλλεται από πυκνήν βλάστησιν την οποίαν αποτελούν εβδομήκοντα ελαίαι, πεντήκοντα εσπεριδοειδή, φυρικιαί και άμπελοι.
Το Καθολικόν της Μονής είναι μία απλή Βασιλική με ενσωματωμένα εξωτερικά τόξα.
Σπαράγματα τοιχογραφιών του 17ου και 18ου αιώνος βρίσκομεν εις την κόγχην του Ιερού Βήματος (Κυρία των Αγγέλων και Ιεράρχαι) και εις την κόγχην της Προθέσεως (Άκρα ταπείνωσις).
Ο ναός υπέστη την φθοράν του χρόνου και κατέρρευσεν μετά την ενσκήψασαν επιδημίαν της πανώλους. Εις τον Ιερόν χώρον εφύοντο βάτα και πουρνάρια έως της ελεύσεως της Γεροντίσσης Αναστασίας (1933).
Εις τον νότιον εσωτερικόν τοίχον του ναού ευρίσκεται το προσκυνητάριον με την Εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ενώ εις τον βόρειον εκείνο με την θαυματουργόν Εικόνα της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου (ιστορικόν κειμήλιον).
Εις την βόρειον πλευράν του Καθολικού ευρίσκεται το διώροφον κτίριον της Μονής. Εις το Ισόγειον ευρίσκονται το αρχονταρίκιον, η τραπεζαρία, η κουζίνα, η αποθήκη οίνου και ελαίου και βοηθητικοί τίνες χώροι. Εις τον άνω όροφον τα κελλία των μοναζουσών και ο ξενών.
Έναντι της νοτίου πλευράς του Καθολικού ευρίσκεται το μέγα κτίριον το οποίον ήτο αποθήκη.
Εις το τέλος του κτιρίου αυτού ευρίσκεται το κοιμητήριον της Ιεράς Μονής.
Ακολουθεί το παραδοσιακόν Κερκυραϊκόν κωδωνοστάσιον με τους τρεις γλυκοήχους κώδωνάς του.
Μετά την σιδερένια θύραν, ολίγον δεξιώτερον ευρίσκεται και το πηγάδιον βάθους 131/2 μέτρων με άφθονον ύδωρ.
Οι είκοσι μοναχοί οίτινες εγκατεβίουν κατά την εποχήν της πανώλους έθαψαν το πηγάδιον διά να μη μολυνθή το ύδωρ και μετά το επανήνοιξαν οι χωρικοί.
Εις τον ανατολικόν τοίχον του ναού ευρίσκονται δύο τάφοι δωρητών της Μονής οι οποίοι ενεταφιάσθησαν εκεί συμφώνως προς παλαιόν έθιμον.
Γραπταί αποδείξεις διά ιστορικά συμβάντα εις την Μονήν δεν υπάρχουν διότι οι Άγγλοι διέταξαν το κάψιμον της Μονής μετά την πάροδον της πανώλους.
Πηγή: Ιερομόναχος Δημητρίος Καββαδίας, Κέρκυρα 2012

Δευτέρα, Οκτωβρίου 01, 2012

Στιγμές αγιότητας τριών καθημερινών ανθρώπων...



 
Η πιο καλή φάση που μπορεί να σου τύχει!

 
Ο Θεός, όπως έχουμε ματαπεί, έρχεται κυρίως σε δυο περιπτώσεις: στην τέλεια αγάπη και στην τέλεια απελπισία. Εδώ έχουμε δυο περιπτώσεις καθαρής καρδιάς. Εσύ που λες "αν δω κι εγώ, θα πιστέψω", έχει τέτοια καρδιά; Μπορείς καν να δεχτείς ως κάτι θετικό αυτό που έκαναν οι δυο παρακάτω άνθρωποι, ιδίως ο πρώτος. Αν μπορέσεις να το εγκρίνεις στη συνείδησή σου, θα είναι ένα πρώτο βήμα...

Μια σημαντική διαφορά της ορθόδοξης πνευματικότητας από τις άλλες πνευματικές παραδόσεις του κόσμου είναι ότι σου διδάσκει τον τρόπο της κάθαρσης της καρδιάς - βάζοντάς τον βέβαια στην αρχή ενός δρόμου που οδηγεί στη θέωση κι όχι απλά σ' ένα δρόμο για να "βρεις τον εαυτό σου", πράγμα γήινο και ατελές. Αυτή είναι και η εμπειρική γνώση του Θεού, αλλά και η επιβεβαίωση πως ιστορίες σαν τις παρακάτω δεν είναι παραμύθια για γιαγιάδες. Δεν τα πιστεύεις; Καλά κάνεις - δεν καλείσαι να πιστέψεις κάτι που δεν έχεις ζήσει. Εφάρμοσέ τα στη ζωή σου και θα δεις ο ίδιος.

 
Ο απατημένος σύζυγος που αγάπησε πολύ
Ελληνοαμερικανός οικογενειάρχης είδε το Άκτιστο Φως

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Ο πατήρ Παϊσιος μου είπε", του Αθ. Ρακοβαλή, Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη", σελ. 27-29 [ολόκληρο εδώ]. Το post από εδώ.

Ο γέροντας μου διηγήθηκε την έξης ιστορία: «Μία φορά είχε έρθει εδώ ένας Ελληνοαμερικάνος γιατρός. Ορθόδοξος ήταν, αλλά δεν είχε πολλά με τη θρησκεία... Ούτε τη νηστεία της Παρασκευής δεν κρατούσε... ούτε πολύ πήγαινε στην Εκκλησία. "Έζησε μία εμπειρία και ήθελε να τη συζητήσει. "Ένα βράδυ, ενώ προσευχόταν στο διαμέρισμά του «άνοιξε ο ουρανός». "Ένα φως τον έλουσε, και χάθηκε το ταβάνι και οι σαράντα όροφοι από πάνω του. Βρισκόταν λουσμένος μέσα στο φως για πολλή ώρα, δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσο! 

Θαύμασα! Γιατί ένοιωσα και κατάλαβα ότι ήταν «εκ Θεού». Ήταν πραγματικό... Είδε το «άκτιστο φως»[*]. Τι έκανε στη ζωή του; Πώς ζούσε και αξιώθηκε τέτοια θεία πράγματα;
Ήταν παντρεμένος, είχε γυναίκα και παιδιά. Του λέει ή γυναίκα του: «Βαρέθηκα να ασχολούμαι με το σπίτι, θέλω να πηγαίνω καμιά βόλτα». Ε! δεν δούλευε κιόλας, άρχισε να γυρίζει με τις φίλες της και να τον τραβάει κάθε βράδυ έξω. Μετά από λίγο διάστημα, του λέει: «θέλω να βγαίνω μόνη μου με τις φίλες μου». Το δέχτηκε και αυτό για χάρη των παιδιών του. Μετά, «θέλω να πάω μόνη μου διακοπές...» Τι να κάνει; της έδινε και λεφτά και το αυτοκίνητο. 

Μετά ζήτησε να της νοικιάσει ένα διαμέρισμα να ζει μόνη της, κουβαλούσε και τους φίλους της εκεί. Της μιλούσε, τη συμβούλευε, «βρε τι θα νοιώθουν τα παιδιά μας;» Τίποτα αυτή. Στο τέλος του πήρε πολλά λεφτά και έφυγε. Στεναχωριόταν! 

Μετά από λίγα χρόνια έμαθε ότι είχε καταντήσει πόρνη στα μαγαζιά του Πειραιά! 

Στεναχωρέθηκε! Έκλαιγε! Σκεφτόταν να πάει να τη βρει. Τι να της πει όμως;... 

Γονάτισε να προσευχηθεί: «Θεέ μου... φώτισε με, τι να πω... τι να κάνω... για να σωθεί αυτή ή ψυχή...». Βλέπεις την πονούσε. Ήθελε «να σωθεί αυτή ή ψυχή». Ούτε αντρικός εγωισμός, ούτε μνησικακία, ούτε περιφρόνηση... πονούσε για την κατάντια της. Ποθούσε τη σωτηρία της. Τότε άνοιξε ο Θεός τον ουρανό... τον έλουσε με το φως Του. 

Βλέπεις;... Βλέπεις;... Αυτός στην Αμερική... σε τι περιβάλλον ζούσε;... Ενώ πόσοι ζούμε μέσα στο Άγιον Όρος, μέσα στους Αγίους, μέσα στη χάρη της Παναγίας και προκοπή δεν κάνουμε! 

Δόξα τω Θεώ! Δόξα τω Θεώ!» 

[*] «ακτιστο φώς»: Λέγεται άκτιστο, δηλαδή αδημιούργητο, χωρίς αρχή, δηλαδή θεϊκή ενέργεια, Θεός. Υψηλότατοι πνευματικοί ασκητές το ζουν. Ποθητός στόχος της ασκητικής ζωής. Θεωρείται εμπειρία θέωσης. Μετέχει η ανθρώπινη στη Θεία ενέργεια, «...θείας φύσεως κοινωνοί...». Περί άκτιστου Φωτός ειδικότερα εδώ. 

Το άρθρο αυτό στα Αγγλικά

Γέροντας Παΐσιος

Ο λαϊκός αχθοφόρος που ανέστησε νεκρό

Από το ίδιο βιβλίο, σελ. 166-168. Αφηγείται ο Γέροντας Παΐσιος. Από εδώ.

...Είχα γνωρίσει κάποτε έναν άνθρωπο πολύ καλό και ευαίσθητο. Αφού να φανταστείς ούτε στο μοναστήρι δεν ερχόταν να φιλοξενηθεί για να μη δώσει βάρος στους μοναχούς... Ήμουν τότε αρχοντάρης στη σκήτη των Ιβήρων, βγαίνω μία στιγμή στο μπαλκόνι το μεσημέρι, βλέπω κάποιον κάτω να ξαπλώνει πάνω στις πέτρες... Βρε, λέω, τι κάνει αυτός εκεί; Ανησύχησα. Πήγα και τον βρήκα. 

— Τι κάνεις εδώ, ευλογημένε; Γιατί δεν έρχεσαι στο μοναστήρι να φιλοξενηθείς;

— Όχι, όχι, καλά είμαι εδώ, μη στεναχωριέσαι. 
 
Τον βίαζα να έρθει και αυτός δεν ήθελε. Μου λέει «Όλη νύχτα οι πατέρες κάνουν αγρυπνία... κουράζονται, νηστεύουν... πάνε να ξεκουραστούν λιγάκι το μεσημέρι, να πάω εγώ να τους ανησυχήσω; Δεν πάει!» 

Είδες καλούς λογισμούς που έκανε; αυτό δείχνει ψυχική και πνευματική υγεία... ενώ άλλοι έρχονται με απαίτηση να τους υπηρετήσεις και μετά όλο κακούς, λογισμούς κάνουν... να σε κατηγορήσουν κιόλας. Τέλος πάντων. Τελικά τον έπεισα, τον πήρα στο μοναστήρι, γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. 

Άκου να δεις τι έκανε αυτός ό άνθρωπος. Αυτός από μικρός έμεινε ορφανός, δε γνώρισε γονείς, μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο. Όταν μεγάλωσε, δούλευε αχθοφόρος στο λιμάνι, στη Θεσσαλονίκη. 

Παντρεύτηκε και χάρηκε πολύ. Γιατί βρήκε την οικογένεια που του έλειπε. Τα πεθερικά του τα είχε σαν τους γονείς του. Πιασαν ένα σπίτι κοντά στα πεθερικά και τα αγαπούσε πολύ. Αφού να φανταστείς, όταν σχολούσε από τη δουλειά, πρώτα πήγαινε από τα πεθερικά του, να τα χαιρετήσει, να δει αν χρειάζονται τίποτα, και μετά πήγαινε σπίτι να δει τη γυναίκα του. 

Ήταν και πολύ ευλαβής. Έλεγε και την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με». Κουβαλούσε και προσευχόταν. 

Τον στεναχωρούσε το θέμα ότι τα πεθερικά του δεν πίστευαν. Ο πεθερός του μάλιστα βλασφημούσε και αυτό τον πίκραινε πολύ... Παρακαλούσε λοιπόν τον Θεό να μην τους πάρει απ' αυτή τη ζωή πριν μετανοήσουν... Με παρακάλεσε και μένα να κάνω προσευχή γι' αυτό το θέμα. 

Μία φορά λοιπόν αρρώστησε ο πεθερός του και τον πήγαν στο νοσοκομείο: Στο ΑΧΕΠΑ. Ήταν μέρες εκεί. Μία μέρα λοιπόν μετά τη δουλειά πήγε στο νοσοκομείο κατευθείαν, χωρίς να περάσει από το σπίτι. Ψάχνει για τον πεθερό του, δεν τον βρίσκει στο δωμάτιο... Ψάχνει ρωτάει... «Ποιος, αυτός; πέθανε,... τον έχουν κάτω στα ψυγεία, εκεί πού φυλάν τους νεκρούς» του λένε. 

Του ήρθε σαν να τον χτύπησε κεραυνός. «Γιατί, Θεέ μου, τον πήρες αφού δεν ήταν έτοιμος; αφού δεν πρόλαβε να μετανοήσει; γιατί, Θεέ μου;». 

Άρχισε να προσεύχεται με πόνο, βαθειά. «Τι είναι για το Θεό να τον φέρει πίσω; Τίποτα» σκέφτηκε και άρχισε να παρακαλεί τον Θεό. 

Κατεβαίνει κάτω, ψάχνει το νεκροτομείο, τον βρίσκει παγωμένο, νεκρό. Τον πιάνει από το χέρι. «Έλα, πάμε, του λέει, πάμε σπίτι». Ζωντάνεψε ό νεκρός, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. 

— Αλήθεια, γέροντα, έγινε αυτό; τον ρώτησα εμβρόντητος. 

— Αλήθεια, βρε, αλήθεια. 

— Και ζει αυτός ο άνθρωπος ακόμα; 

— Όχι, έχει πεθάνει τώρα... έζησε μερικά χρόνια ακόμα, μετανόησε, καλοσύνεψε... έγινε αρνάκι, και τον πήρε ο Χριστός στον Παράδεισο... 

Ήμουν κατάπληκτος. 

— Γίνονται στις μέρες μας τέτοια πράγματα;... ρώτησα με θαυμασμό. 

— Είδες... και ήταν λαϊκός. Είχε όμως πολύ απλότητα!!! και βαθειά πίστη. Δε λέει ό Χριστός, «ο πιστεύων εις εμέ α εγώ ποιώ και μείζονα τούτων ποιήσει»; Γιατί να μας φαίνεται παράξενο; Ο Χριστός δεν ανέστησε νεκρούς; Το Λάζαρο, το γιο της χήρας, την κόρη τού Ιαείρου! Οι Απόστολοι δεν ανάσταιναν νεκρούς;... Στους βίους των Αγίων δε διαβάζουμε τόσα και τόσα; 

Γιατί μας φαίνεται παράξενο;

Το άρθρο αυτό στα Αγγλικά
 
"Καλημέρα, Συμεών. Ο Χριστός είμαι. Υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω..."

 

Η Ευλογία της Απλότητας

Σσσσστ! Ησυχία... κοιμάται!
Το 1922 ήρθε από την Μικρασία με τους πρόσφυγες ένα ορφανό Ελληνόπουλο, ονόματι Συμεών. Εγκαταστάθηκε στον Πειραιά σε μια παραγκούλα και εκεί μεγάλωσε μόνο του. Είχε ένα καροτσάκι και έκανε τον αχθοφόρο, μεταφέροντας πράγματα στο λιμάνι του Πειραιά. Γράμματα δεν ήξερε ούτε πολλά πράγματα από την πίστη μας.
Είχε την μακαρία απλότητα και πίστη απλή και απερίεργη. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου νυμφεύθηκε, έκανε δύο παιδιά και μετακόμισε με την οικογένεια του στη Νίκαια. Κάθε πρωί πήγαινε στο λιμάνι του Πειραιά για να βγάλει το ψωμάκι του.
Περνούσε όμως κάθε μέρα το πρωί από το ναό του αγίου Σπυρίδωνος, έμπαινε μέσα, στεκόταν μπροστά στο τέμπλο, έβγαζε το καπελάκι του και έλεγε: «Καλημέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Βοήθησέ με να βγάλω το ψωμάκι μου».
Το βράδυ που τελείωνε τη δουλειά του ξαναπερνούσε από την Εκκλησία, πήγαινε πάλι μπροστά στο τέμπλο και έλεγε: «Καλησπέρα Χριστέ μου, ο Συμεών είμαι. Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες και σήμερα».
Και έτσι περνούσαν τα χρόνια του ευλογημένου Συμεών. Περίπου το έτος 1950 όλα τα μέλη της οικογενείας του αρρώστησαν από φυματίωση και εκοιμήθησαν εν Κυρίω. Έμεινε ολομόναχος ο Συμεών και συνέχισε αγόγγυστα τη δουλειά του αλλά και δεν παρέλειπε να περνά από τον άγιο Σπυρίδωνα να καλημερίζει και να καλησπερίζει τον Χριστό, ζητώντας την βοήθεια Του και ευχαριστώντας Τον.
Όταν γέρασε ο Συμεών, αρρώστησε. Μπήκε στο Νοσοκομείο και νοσηλεύτηκε περίπου για ένα μήνα. Μια προϊσταμένη από την Πάτρα τον ρώτησε κάποτε: -Παππού, τόσες μέρες εδώ μέσα δεν ήρθε κανείς να σε δει. Δεν έχεις κανένα δικό σου στον κόσμο; -Έρχεται, παιδί μου, κάθε πρωί και απόγευμα ο Χριστός και με παρηγορεί. -Και τι σου λέει, παππού; -«Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή». «Καλησπέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι, κάνε υπομονή».
Η Προϊσταμένη παραξενεύτηκε και κάλεσε τον Πνευματικό της, π. Χριστόδουλο Φάσο, να έρθει να δει τον Συμεών μήπως πλανήθηκε. Ο π. Χριστόδουλος τον επισκέφθηκε, του έπιασε κουβέντα, του έκανε την ερώτηση της Προϊσταμένης και ο Συμεών του έδωσε την ίδια απάντηση.
Τις ίδιες ώρες πρωί και βράδυ, που ο Συμεών πήγαινε στο ναό και χαιρετούσε τον Χριστό, τώρα και ο Χριστός χαιρετούσε τον Συμεών. Τον ρώτησε ο Πνευματικός: -Μήπως είναι φαντασία σου; -Όχι, πάτερ, δεν είμαι φαντασμένος, ο Χριστός είναι. -Ήρθε και σήμερα; -Ήρθε. -Και τι σου είπε; -Καλημέρα Συμεών, ο Χριστός είμαι. Κάνε υπομονή, σε τρεις μέρες θα σε πάρω κοντά μου πρωΐ – πρωΐ. Ο Πνευματικός κάθε μέρα πήγαινε στο Νοσοκομείο, μιλούσε μαζί του και έμαθε για την ζωή του. Κατάλαβε ότι πρόκειται περί ευλογημένου ανθρώπου. Την τρίτη ημέρα πρωΐ – πρωΐ πάλι πήγε να δει τον Συμεών και να διαπίστωσει αν θα πραγματοποιηθεί η πρόρρηση ότι θα πεθάνει.
Πράγματι εκεί που κουβέντιαζαν, ο Συμεών φώναξε ξαφνικά: «Ήρθε ο Χριστός», και εκοιμήθη τον ύπνο του δικαίου. Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.
 
 
(Από το βιβλίο ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 2008, σελ. 350-351, Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής).

Παρασκευή, Αυγούστου 24, 2012

Η ξυπόλυτη Γερόντισσα στην κουφάλα της ελιάς


πηγή


Γερόντισσα Αναστασία της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κέρκυρας



Ιερά Μονή Παντοκράτορος
 
Μητερικό 

Η Γερόντισσα Αναστασία, η τελευταία κτίτωρ και ανακαινιστής της Μονής της Κυράς, εγεννήθη το έτος 1910 εις τον συνοικισμό Βλαχάτικα του χωρίου Αγίων Θεοδώρων Λευκίμμης. 

Ο πατήρ της ωνομάζετο Χαράλαμπος Βλάχος και η μήτηρ της Ελένη Βλάσση. Ήσαν πτωχοί αγρότες, άνθρωποι του μόχθου, τίμιοι και ευσεβείς. Η θεοσεβής μήτηρ της Ελένη εις νεαρά ηλικία, αξιώθηκε θεϊκής οπτασίας προ του κατεστραμμένου ιερού σκηνώματος της Παναγίας της Κυράς. Η Γερόντισσα ήτο δίδυμος με την Διαμαντίνα Βλάχου-Κουρή και είχε ακόμη τέσσαρας αδελφάς, τας: Ασημίνα, Αρετούσα, Θεοδώρα και Ιωαννέτα. Επίσης είχε και δύο αδελφούς, τον Συμεών και τον Στυλιανόν. Από τους αδελφούς και αδελφάς της Γεροντίσσης απέκτησε τέκνα μόνον ο Συμεών, τον αριθμόν τρία. 
Εις την οικογένεια της ευρίσκοντο και δύο ενάρετοι ρασοφόροι.... 


Η Γερόντισσα Αναστασία εγκαθίσταται στην Κυρά 



Η Αναστασία όταν ήταν δέκα ετών διαβαίνουσα από την κατεστραμμένη Εκκλησία της Κυράς, αφού έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταύρου άκουσε μία γλυκεία γυναικεία φωνή, η οποία ερχόταν από το κωδωνοστάσιο του ναού να της λέγη: «Είναι κρίμα ο οίκος μου να είναι έρημος. Εσύ τέκνον μου εκλήθης διά να φτιάξης την Εκκλησίαν και την Μονήν Μου». 


Εις τα δεκατέσσαρά της χρόνια εμφορουμένη από θειο πόθο γι' ολοκληρωτική αφιέρωσι στον Χριστό η Αναστασία εγκαταλείπει την πατρική της οικία και εγκαταβιοί στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου εις τα Μελίκια Λευκίμμης όπου και ενδύεται το ράσο. 

Εκεί αποδύεται σε αυστηρούς ασκητικούς αγώνας, ενθυμουμένη πάντοτε την εντολή της Παναγίας. Με υπομονή, προσευχή και πνευματική πρόοδο περνούν 9 χρόνια έως ότου καταρτισθή στην μοναχική ζωή πλήρως. 
Το έτος 1933, με την ευλογία της Μονής της μετανοίας της, αποχωρεί από τον Άγιο Νικόλαο και εγκαθίσταται οριστικά στην Κυρά. Τα πάντα γύρω της μαρτυρούν την εγκατάλειψι και αδιαφορία. 
Οι τοίχοι του ναού είναι γκρεμισμένοι. Στον χώρο του ναού φύονται αγριοσυκιές. Επάνω στην Αγία Τράπεζα ευρίσκει ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως κανδήλα. Κοιμάται αρχικώς στο ύπαιθρο έως ότου εγκατασταθή στο μοναδικό κελλί το οποίο έκτισαν ειδικά γι' αυτήν οι συγγενείς της. 


Η ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης 



Νηστεύει υπέρ μέτρον. Κάνει συχνότατα τριήμερα [αποχής από το φαγητό]. Εσθίει μία φορά την ημέρα μετά την δύσι του ηλίου. Συνήθως άρτον εξηραμμένον άνευ ελαίου ακόμη και τα Σαββατοκύριακα και τις μεγάλες εορτές. Ποτέ της δεν χορταίνει το φαγητό της ακόμη κι αν αυτό είναι ολίγα νερόβραστα αγριολάχανα. 

Από την αδιάκοπη νηστεία παθαίνει θυρεοειδή και αβιταμίνωσι. Η υγεία της κλονίζεται κι όμως η αγάπη του Χριστού φλογίζει το είναι της. Κατά την μαρτυρία της υποτακτικής της μοναχής Αναστασίας Καστρινού, το σώμα της ήταν ένα ξύλο τετυλιγμένο στα ράσα. 
Στον λαιμό της έφερε μία τεράστια κοίλη σε μέγεθος πορτοκαλιού εξαιτίας του θυρεοειδούς. Ουδέποτε έκαμε παράπονο για την ασθένεια της ούτε και επισκέφθηκε ιατρό για να υποβληθή στην αναγκαία εγχείρησι ή να της χορήγηση φάρμακα. Ένας ιατρός προσπάθησε να την εξετάση και εκείνη τον επετίμησε λέγουσα: «Κοίταξε να αλλάξης την ζωήν σου διότι είσαι βουτηγμένος εις την αμαρτίαν». 


Υπέφερε φρικτούς πόνους 



Η Γερόντισσα είχε στο ένα της πόδι πληγωθεί από κτύπημα τσεκουριού κατά την διάρκεια αγροτικών εργασιών. Ποτέ της δεν επεσκέφθη ιατρό γι' αυτό τον λόγον. Προσευχόταν και η πίστις της τής έδιδε αντοχή στους πόνους. Μοναδικό της φάρμακο ήταν το λάδι της κανδήλας της Κυράς με το όποιο το άλειφε όσες φορές υπέφερε... 



Ελέγχει τους καταλύοντας την νηστεία 



Ευρέθη κάποτε σε ταξείδι στην Ηγουμενίτσα για κάποια υπόθεσι της Μονής και εφιλοξενήθη σε γνωστά της πρόσωπα τα οποία κατέλυαν κρέας σε ήμερα Παρασκευή. Αφού τους ήλεγξε αυστηρότατα, συνέλεξε από το χωράφι χόρτα και τα εμαγείρευσε για να φάνε όλοι. 

Στον εαυτό της και μόνον ήταν εγκρατής υπέρ μέτρον. Στις μοναχές της εφέρετο μετά διακρίσεως και αναλόγως των ασθενειών των επέτρεπε να εσθίουν ιχθύας (βακαλάο) ή κρέας. «Εσύ δουλεύεις εις το κτήμα και κοπιάζεις και δικαιούσαι να τρως καλά διά να έχης την υγειάν σου», συνήθιζε να τους λέγη. 
Όλοι ενθυμούνται τα νερόβραστα μα νοστιμότατα φαγητά της. Εμαγείρευε με ιδιαίτερη αγάπη και για τους προσκυνητάς οι οποίοι έρχονταν από την Ήπειρο για να την συμβουλευθούν... 


Άλλη ασκητική πρακτική της Γεροντίσσης 



Η ιδία κατά κανόνα συνετηρείτο από την θεία Κοινωνία. Ετηρούσε την αλουσία και την χαμαικοιτία. Μέχρι τέλους της ζωής της ετήρει το ανυπόδητον ακόμη και με τους μεγαλύτερους παγετούς. (Έτσι την βλέπομε και στις σχετικές φωτογραφίες της εποχής). 

Από τότε που στρώθηκε μουσαμάς στο πάτωμα ουδέποτε επάτησε επάνω αλλά ούτε και επλησίασε ποτέ της το ψυγείο. Τις ελάχιστες ώρες αναπαύσεως «έκλεβε» τον ολιγοστό της ύπνο επάνω σε δύο χονδροκομμένα σανίδια, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο όπου και έστρωνε μία κουρελού, το δε προσκέφαλό της ήταν μία πέτρα. 
Τα ενδύματά της ήσαν πάντοτε πεπαλαιωμένα και εφθαρμένα πλήρη επιδιορθωμάτων ώστε δεν εγνώριζε κανείς, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα! 
Κατόπιν παρελεύσεως είκοσι εποικοδομητικών για το πνεύμα της χρόνων, προσήλθε στην Μονή η πρώτη της υποτακτική και σταδιακώς η συνοδεία της έγινε επταμελής. Η διδαχή της για τις μοναχές της δεν αφεώρα απλώς στην τέλεσι των τριών βασικών αρετών αλλά κυρίως την ταπείνωσι, την αφάνεια, την καταπολέμησι της φιλαυτίας, την αδιάλειπτη προσευχή και την απόλυτη πτωχεία.
Πλούσιες ήσαν οι πνευματικές δωρεές οι οποίες της εδόθησαν άνωθεν για την μεγάλη της αυταπάρνησι και την υπέρμετρη άσκησί της. Της εδόθησαν άνωθεν το προορατικό και το διορατικό, χαρίσματα τα οποία χρησιμοποιούσε με κεκαλυμμένο τρόπο προς δόξαν Θεού για να ωφελήση την συνοδεία της και τους πάσχοντας πνευματικώς συνανθρώπους της και όχι γι' εντυπωσιασμό και αυτοπροβολή. 


Η ελεήμων μήτηρ 



Μέσα στην πάροδο των ετών πολλοί απηλπισμένοι εκτύπησαν την θύρα του κελλιού της και ανεχώρησαν χαίροντες, λαβόντες ως εφόδιο την αγία προσευχή της. Επιθυμούσε να διδάξη όλους δύο πράγματα: την προσευχή και την εξομολόγησι. 

Με το πτωχότατο βαλάντιο της συμπαρεστάθηκε σε πολλούς αναξιοπωθούντας κατά την διάρκεια της Κατοχής και ύστερα εμπεριστάτους συνανθρώπους της και ιδιαίτερα τους πτωχούς οικογενειάρχας. Πολλούς επίσης απέτρεψε από εγκληματικές ενέργειες.


Αποτέλεσμα της θαυμαστής προσευχής της 


 


Διά της προσευχής της ανέβλυσε θαυματουργικώς νερό από ξηροπήγαδο της Μονής, εξεδιώχθησαν τα φίδια από τον αύλειο χώρο του ναού και εκαθαρίσθησαν δαιμονιζόμενοι οι οποίοι και μόνον στο άκουσμα του ονόματός της εθορυβούσαν φωνάζοντες: «Δεν την αντέχομε, δεν την αντέχομε την γριά ξυπόλητον». 

Η σεμνότης και η ευπρέπεια της εμφανίσεως των προσκυνητών, ανδρών τε και γυναικών ήσαν κανών απαράβατος. Από τις αυστηρές παρατηρήσεις της, ουδείς εξαιρείτο. Τα χείλη της και το καθάριο στόμα της εξέφεραν μόνον προσευχές και δοξολογίες στον Θεό. 
Η αργολογία, η κατάκρισις και η ιεροκατηγορία ήσαν άγνωστοι γι' αυτήν παρ' όλο ότι επληγώθη «λόγω και έργω» από την κακία των ανθρώπων ακόμη και αναξίων μερικών ρασοφόρων και λειτουργών. 
Όταν την επεσκέπτονταν μορφωμένοι, εκπαιδευτικοί κ.ά. αμέσως έφερε ένα βιβλίο, συνήθως την Αγία Γραφή, και επιτακτικώς έλεγεν: «Εσύ που είσαι γραμματιζούμενος για διάβασέ μας λίγο από αυτό το βιβλίο να ιδούμε τι έχει να μας πη σήμερα ο Θεός μέσα απ' αυτό!». 
Ωμιλούσε αυστηρά και ήλεγχε διότι δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις από το θέλημα του Θεού όπως το εδιδάχθηκε από την Αγία Γραφή και την παράδοσι των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Ουδείς όμως την εφοβείτο διότι εις αυτό το πήλινο σκεύος ηδύνατο να διακρίνη τις αγάπη μητρική και στοργή πνευματική γι' όλα τα τέκνα της Κυράς όπως συνήθως απεκάλει τους προσκυνητάς της Μονής. 


Ο λόγος της ήταν απλούς αλλά και θεοφώτιστος. Οι συμβουλές της λιτές και κατανοητές και από τους απλούστερους. Η συμβολή της στην επίλυσι των προβλημάτων των πιστών ήταν θετική με αίσια έκβασι. Όποιος την επλησίαζε αισθανόταν μία ανεξήγητη γαλήνη και γλυκύτητα να κυριαρχή στο είναι του και αυτό ήτο αποτέλεσμα της ειρηνικής και προσευχομένης καρδίας της. 

Η συναναστροφή μαζί της μόνον ψυχωφελής και εποικοδομητική μπορούσε να είναι. Τόσον εξοικειωμένη ήταν με το ιερό πρόσωπο της Θεομήτορος, ούτως ώστε σε κάθε στιγμή και ώρα έσπευδε προ της αγίας Της εικόνος για να Της καταθέση το κάθε τι. Όταν οι προσκυνητές ή και τα πνευματικά της τέκνα της εζήτουν καθοδήγησι έλεγε: «Πάω να ρωτήσω πρώτα την Παναγίαν». 


Η Γερόντισσα και οι προσκυνηταί 



Την Γερόντισσα επισκέπτονταν καθημερινά πολλοί προσκυνηταί από διάφορα μέρη της νήσου και της Ελλάδος. Κατά την υποτακτική της μοναχή Αναστασία Καστρινού ο κόσμος εσχημάτιζε «σχοινί». Ήσαν δηλαδή πολλοί στην σειρά ωσάν σχοινί το οποίο δεν έχει αρχή και τέλος. 

Η Γερόντισσα τους εδέχετο όλους και ευκατάστατους και ασήμαντους, και πνευματικούς και ακατάρτιστους. 
Η ιδία στεκόταν εμπρός στην θαυματουργό εικόνα της Κυράς των Αγγέλων ενώ τον προσκυνητή έβαζε να προσευχηθή ενώπιον του Κυρίου στον Αρχιερατικό θρόνο. 
Αφού τους απεκάλυπτε Χάριτι Θεού τα δέοντα για την σωτηρία τους, τους συνιστούσε νηστεία, προσευχή, εξομολόγησι, ευχέλαιο και Θεία Κοινωνία. Άλλοτε τα έλεγε στους ιδίους και άλλοτε έβαζε τους οικείους τους να μεταφέρουν τα μηνύματά της. Πολλές φορές έλεγε στις μοναχές: «Πιο γρήγορα απόψε οι δουλειές σας, ενωρίς να πάτε εις το κελλί. Αύριο θα έλθουν πολλοί Χριστιανοί από Ήπειρον και από παντού». 
Τηλέφωνο και άλλο μέσο επικοινωνίας δεν υπήρχε. «Έχομε ένα σύρμα από την Μονήν μέχρι τα πανταχού της γης σπίτια», συνήθιζε να λέγη. «Και ποιο είναι αυτό;» την ρωτούσαν. «Η χάρις του Θεού και της Παναγίας» απαντούσε με ταπείνωσι. Όταν δε την ρωτούσαν τι βλέπει και ομιλεί αναλόγως στον καθένα εκείνη έκρυπτε την αγιοπνευματική αρετή της και έλεγεν απλώς: «Η χάρις του Θεού με φωτίζει τι να πω η αγράμματος και αθλία». 
Εκείνο δε το οποίο εντυπωσιάζει είναι το γεγονός ότι απευθυνόταν στην Παναγία και τους Αγίους με οικειότητα, ωσάν σε ειδικά της πρόσωπα! 
Εφρόντιζε όλοι να φιλοξενηθούν και να ξεκουρασθούν στο μοναστήρι και να φύγουν με εφόδιο την ευλογία της Παναγίας και την ιδική της ευχή και φορτωμένοι κυριολεκτικά με τα δώρα της αγάπης της. Ήταν αφιλοχρήματος και ανάργυρος. 
Οι προσφορές για τα έργα της Μονής δίδονταν από όσους μπορούσαν χωρίς η ιδία να το ζητήση. Η κεκρυμμένη αρετή της την επρόδιδε και παρ' όλη την «ανάρμοστον» εμφάνισί της το Πνεύμα του Θεού πληροφορούσε τις καρδιές όλων που την επισκέπτονταν κατ' επανάληψι για να ωφεληθούν από τον λόγο και την προσευχή της. Στις καρδιές όλων εγένετο Μήτηρ, η μετά την Κυράν όντως Μήτηρ!... 


Κύριο μέλημά της η ανακούφισις των ενδεών (φτωχών)



Η μακαρία Γερόντισσα Αναστασία ζούσε σε απόλυτη πτωχεία. Ως νεαρά ήταν εύμορφος και όλοι την επαινούσαν γι' αυτό. Για αυτό έβαλε κανόνα στον εαυτό της να μένη πάντοτε ρακένδυτος και ατημέλητος.... 

Η τέχνη της ήταν το να μοιράζεται όχι από το περίσσευμα της αλλά εξ εκείνου το οποίον δίδοντας το, το εστερείτο. Είχε βεβαίως την πρόνοιά της η Μεγάλη Γερόντισσα της Μονής, η ιδία η Κυρά!... 


Σηκώνει αγογγύστως τον σταυρό του διωγμού 



Εκείνο όμως το οποίο εχαρακτήρισε κατ' εξοχή την ζωή της μακάριας Γεροντίσσης ήταν ο διωγμός. Διωγμός από παντού από εκκλησιαστικούς και τοπικούς άρχοντας. Διωγμός ανηλεής και ακατάπαυστος. Ο εν λόγω σταυρός του διωγμού είναι ένας εκ των οποίων δίδονται άνωθεν εις τους τελείους προς εξαγιασμό τους. 

Όπως λέγη απλώς ο λαός, η Γερόντισσα «ουδέποτε κατάπιε γλυκό σάλιο». Εκυνηγήθη βαναύσως, εκτυπήθη, εκακοποιήθη και εδικάσθη γι' υλικά ωφέλη. Εκείνη όμως προσευχομένη αντεμάχετο τους πονηρούς δαίμονας οι οποίοι παρετηρούσαν μία πτωχή και αγράμματη γυναίκα να τους πολεμά αγογγύστως και με ταπείνωσι, μηδέποτε διαμαρτυρόμενη.... 
Η τελευταία ιδιοκτήτρια του ναού, η Ελένη Μοναστηριώτου, προτού κοιμηθή τον φυσικό θάνατο εδήλωσε εις όλους ότι επιθυμία της ήταν ο Ναός της Παναγίας να γίνη Ιερά Μονή και να εγκαταβιώσουν σε αυτήν μοναχαί. Η προσευχή και η φιλοξενία να μην παύουν όπως χαρακτηριστικώς είχεν είπει. Η απλοϊκή Αναστασία κατώκησε χάριτι Θεού και κατ’ εντολή της Παναγίας στην Κυράν και ειργάσθη αόκνως για την ανακαίνισι του ναού και την συγκρότησι της Ιεράς Μονής εις βάρος πολλές φορές της υγείας της και άνευ βοηθείας των εντοπίων. 

 
Η εργασία της αυτή μαζί με την πνευματική της προκοπή εκίνησαν τον φθόνο των δαιμόνων οι οποίοι εχρησιμοποίησαν ευυπόληπτους κατά τα άλλα «χριστιανούς» για να την εκδιώξουν από την εστία της Παναγίας. Όταν συνεκροτήθη η Μονή, η κοινοτική αρχή θυμήθηκε το θέμα και άρχισε να διεκδική τον ναό προς εκμετάλλευσι οικονομική, για να γίνη τόπος αναψυχής και παραθερισμού και να οργανώνωνται εκδηλώσεις ως και εμποροπανηγύρεις. Επιπλέον δε, εσκέφθησαν όπως μεταφέρουν εκεί και το κοιμητήρι της κοινότητος ούτως ώστε να έχουν πλήρη οικονομικά οφέλη από τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Αυτό συνέβη κατά το έτος 1936 και ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία εξεδιώχθηκε από το κελλί της με δικαστική απόφασι. 
Όταν έπαυσε ο σάλος αυτός, η Αναστασία επέστρεψε στο κελλί της. Στον Ναό της Κυράς ανήκαν αρκετά αγροτεμάχια τα οποία δυστυχώς είχαν καταπατηθεί από τον 19ον αιώνα. Οι καταπατηταί όμως στο διάβα των χρόνων εγνώρισαν οικτρό θάνατο. Οι γυναίκες τους εθεώρησαν τους θανάτους αυτούς επέμβασι της θείας δίκης και συνετισθείσαι παρέδωκαν στην Αναστασία είκοσι ελαιόδενδρα καθώς επίσης κεραμίδια και ξυλεία για τα έργα της Μονής. 
Νέοι διωγμοί επερίμεναν την Αναστασία. Η άδικος κατά πάντα κοινοτική αρχή θεωρούσε την Αναστασία επίβουλον των συμφερόντων τους και παρ' όλην την πτωχεία και την κακοπάθειά της ο δαίμων ετύφλωνε τους οφθαλμούς τους και την επολεμούσαν κάθε φορά με περισσότερη μανία. 


Το «αγιοκούφαλον» 



Καταφύγιο της ήταν η κουφάλα μιας γέρικης εληάς έξω από το προαύλειο της Κυράς. Από τις πύρινες προσευχές της ο χώρος εκείνος εν ώρα νυκτός ακτινοβολούσε και σημειωτέον ότι κατ' εκείνους τους χρόνους δεν υπήρχαν λαμπτήρες στους δημοσίους δρόμους ή τους χώρους κοινής χρήσεως. Εξαιτίας δε του υπερκοσμίου φωτός το οποίο εκάλυπτε τον χώρο, επεκράτησε το έθος η ελαία να ονομάζεται «αγιοκούφαλον». 

Δεν είμεθα σε θέσι να γνωρίζωμε τις επιθέσεις τις οποίες εδέχετο η οσία μήτηρ σε εκείνο τον χώρο από τον μισόκαλο δαίμονα αλλ' ούτε και τις άνωθεν παρηγοριές και ενισχύσεις τις οποίες ελάμβανε. Ένα μόνον γνωρίζομε, ότι απ' εκείνους τους χρόνους κατά τους οποίους εζούσε και ασκήτευε εις αυτό η Αναστασία και έως σήμερα, ο χώρος θεωρείται ιερός και αγιοβάδιστος. 


Η υπαίθριος κανδήλα 



Χαρακτηριστικό είναι και το εξής θαυμαστό περιστατικό: όταν η Γερόντισσα ζούσε στο αγιοκούφαλο, άναβε υπαίθρια κανδήλα η οποία δεν έσβηνε ούτε και με την σφοδρότερη κακοκαιρία. Αντιθέτως οι καταπατηταί άναβαν κανδήλα στο ναό η οποία και έσβηνε ευθύς αμέσως μετά την άψι της φλογός αυτής! Τόση μανία εκυρίευσε το είναι των ανθρώπων εκείνων ώστε εθρυμμάτισαν την κανδήλα της Αναστασίας. Μετ' ολίγον όμως η φοράδα του καταπατητού έρριψε επί της γης την σύζυγο και την θυγατέρα του, οι οποίες ταπεινωθείσαι εκ του συμβάντος αυτού, εζήτησαν συγγνώμην από την Γερόντισσα για την ανόσια πράξι τους. 


Ιερομονάχου 

Δημητρίου Καββαδία 
Βίος και Πολιτεία της Ασκήτριας Αναστασίας 
της Ιεράς Μονής "Κυρά των Αγγέλων" Κερκύρας, 
1910-1979 

Τρίτη, Ιουλίου 31, 2012

Γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) - Έρχονται δεινά




    Ο γέροντας Θεοδόσιος Δαμβακεράκης (1907-2000) ασκήτεψε στο χωριό Ακούμια του Νομού Ρεθύμνου. Γέροντας χαρισματούχος και διορατικός,χαρακτηρίστηκε από τον γέροντα Παΐσιο τον αγιορείτη ως "Διαμάντι της Κρήτης". Χιλιάδες ήταν αυτοί που τον επισκέφτηκαν στο μοναστήρι του, εκατοντάδες όμως ήταν και τα πνευματικά του παιδιά, μεταξύ των οποίων γιατροί, εκπαιδευτικοί, στρατιωτικοί, ακόμα και κληρικοί. Ειδικά από τα Χανιά που είχε πάρα πολλά πνευματικοπαίδια και διάνυαν περί των 100 χιλιομέτρων για να ακούσουν τα απλοϊκά αλλά και θεοσόφιστα λόγια του, αλλά και να πάρουν συμβουλές και δύναμη για τον ακατάπαυστο προσωπικό τους αγώνα. Η ανιδιοτελής αγάπη του στον συνάνθρωπο, η διορατικότητά του, αλλά και οι πολλές του θαυματουργικές επεμβάσεις (ακόμα και εν ζωή), ήταν αίτια να αγαπηθεί τόσα θερμά από όλους τους Κρητικούς, και να αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς του κρητικού ασκητισμού.
«Έρχονται δεινά που θα τα δείτε πολύ σύντομα. Είμαστε στην παράταση, οι  ταυτότητες (ηλεκτρονικές της Ε.Ε.) έπρεπε να έχουν ήδη βγει...!»
ΑΚΟΥΜΙΑ - ΡΕΘΥΜΝΟ - ΚΡΗΤΗ





  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...