Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασκητές στον κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασκητές στον κόσμο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2012

ΠΑΠΑ -ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΕΞΟΡΚΙΣΤΗΣ


πηγή


Όταν το 1917 στην Ρωσία έγινε ή επανάσταση των Μπολσεβίκων, συνέλαβαν
 στην Οδησσό 17 ιερείς για να τούς εκτελέσουν. Ένας απ' αυτούς κρύφθηκε 
στα δάση και σώθηκε μετά βρήκε τα δύο του παιδιά, ένα αγόρι και ένα 
κορίτσι, τα όποια είχαν κρύψει οι γείτονες του και γλύτωσαν από τούς
 κομμουνιστές. Την πρεσβυτέρα του όμως την συνέλαβαν και την εκτέλεσαν.
Ό ιερέας αυτός ονομαζόταν παπά-Γιάννης και ήταν Έλληνας. Πήρε λοιπόν 
τα δύο του παιδιά και Περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον, πεζοπορώντας
 το περισσότερο διάστημα ήρθε μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας στην 
Ελλάδα, την πατρίδα του. Έκανε εφημέριος στην Μακεδονία και στην 
Θράκη. Έπειτα ήρθε στο χωριό Σκουτερά Αγρινίου,
διότι ήταν κενή ή θέση του εφημερίου.
Ό παπά-Γιάννης ήταν ρακένδυτος. Φορούσε ένα τριμμένο ράσο με ένα ξυλάκι
 από ρείκι για κουμπί και στο λαιμό του είχε κρεμασμένο με μαύρο κορδόνι 
ένα ξύλινο Σταυρό. Έμοιαζε με τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Από τη νηστεία
 και τις ταλαιπωρίες είχε όψη εξαϋλωμένη, ήταν «πετσί και κόκαλο».
Το χωριό Σκουτερά τον καλοδέχτηκε και τον βοήθησε στις ανάγκες του. 
Έμενε σ' ένα δωμάτιο μαζί με τα δύο του παιδιά, το κορίτσι δέκα ετών
 και το παιδί οκτώ ετών. Άρχισε λοιπόν ό παπά-Γιάννης να λειτουργεί
 τακτικά, να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να εξομολογεί και να κοινωνεί
 τούς ανθρώπους. Έτρεχε να βοηθά πνευματικά όπου τον καλούσαν, 
να διαβάζει ευχές σε αρρώστους και σε άρρωστα κτήνη πού αμέσως 
θεραπεύονταν.
Μία νέα από την Σκουτερά είχε παντρευτεί στην Σταμνά. Όταν 
επισκέφθηκε το χωριό της άκουσε να μιλούν με θαυμασμό για τον 
παπά-Γιάννη. Της είπαν: «Μάς έστειλαν έναν παπά, λες και είναι ό
 ίδιος ό Χριστός, τόσο καλός είναι».
Ή νέα είπε ότι στην Σταμνά υπάρχει μία γυναίκα δαιμονισμένη επί 
δεκαοκτώ χρόνια. Οι συγγενείς της την γύρισαν σε γιατρούς και σε 
πολλά Μοναστήρια τρέξανε σ' όλη την Ελλάδα αλλά αυτή δεν θεραπεύτηκε.
 Ζήτησε και είδε ή ίδια τον παπά-Γιάννη και τον παρακάλεσε να θεραπεύση
 την πάσχουσα. Αυτός ζήτησε να δη πρώτα την δαιμονισμένα Έκανε 
προσευχή και αποφάσισε να την αναλάβει.
Την Κυριακή στο τέλος της θείας Λειτουργίας ό παπά-Γιάννης 
ανακοίνωσε τα έξης στο εκκλησίασμα: «Χριστιανοί, θα κάνουμε έναν 
αγώνα για να θεραπευτή ή γυναίκα πού την βασανίζει ό σατανάς επί 18 
χρόνια. Θα νηστέψουμε 40 μέρες, θα κάνουμε κάθε μέρα Λειτουργία. Θα
 εξομολογηθούμε, θα κοινωνήσουμε, θα φέρνουμε την γυναίκα κάθε βράδυ
 στην Εκκλησία και θα κάνουμε Παράκληση. Στην Λειτουργία δεν θα την
 φέρνουμε εδώ, διότι ό σατανάς θα δημιουργήσει φασαρία. 
Θα ειδοποιήσουμε και τα γύρω χωριά οποίος θέλει να έρθει».
Την Κυριακή το βράδυ έφεραν την γυναίκα στην Εκκλησία του άγιου 
Νικολάου. Μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Στην Εκκλησία δεν ήθελε να μπει 
με κανένα τρόπο. Το δαιμόνιο μούγκριζε, έβριζε τούς πάντες, απειλούσε
 ότι θα κάψει την Εκκλησία, και έβγαζε αφρούς από το στόμα της. 
Την έπιασαν μερικοί δυνατοί άντρες και την έφεραν κάτω από τον 
πολυέλαιο. Ό παπά-Γιάννης κρατώντας τον Σταυρό διάβαζε από το
 Ευχολόγιο τούς εξορκισμούς και την σταύρωνε. Κρατούσε τον Σταυρό
 πάνω στο κεφάλι της και εκείνη φώναζε: «Πάρε αυτό το σφυρί από το
 κεφάλι μου, με πληγώνεις- δεν υποφέρω αυτό το σφυρί». Το πλήθος
 των χριστιανών έκαναν μετάνοιες και έλεγαν το «Κύριε έλέησον».
Ό παπά-Γιάννης έλεγε στον κόσμο: «Χριστιανοί, κάνετε υπομονή,
 θα τον εξοντώσουμε τον σατανά».
Είχε πει και στον Δάσκαλο ό παπάς να φέρνει όλα τα παιδιά του 
Σχολείου, πού έλεγαν κι αυτά το «Κύριε έλέησον» και έκαναν μετάνοιες.
 Αυτό γινόταν κάθε μέρα. Ό διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης
 έλεγε στα παιδιά του Σχολείου: «Πηγαίνετε έξω παιδάκια, σας κοροϊδεύει
 αυτός ό παλιό παπάς πού βρωμάνε τα χνώτα του από τη νηστεία. 
Μία ωραία νύφη περνά, πηγαίνετε έξω, περιμένει ή μαμά σας με μία
 φέτα καθάριο ψωμί με ζάχαρη πάνω στο ψωμί». Δηλαδή έλεγε ότι 
ζήλευαν και επιθυμούσαν να έχουν τα παιδιά τότε, με σκοπό να τα
 βγάλει έξω.
Έρχονταν και από τα γύρω χωριά κόσμος. Μία μέρα μπήκε μέσα 
κάποιος και του λέγει ό διάβολος με το στόμα της δαιμονισμένης: 
«Ω, καλώς τον φίλο μου τον τάδε, εσύ είσαι πού την τάδε μέρα έκανες
 αυτό και αυτό, ήρθες και εσύ να προσευχηθείς για να με βασανίσεις;».
 Όντως ήταν αλήθεια αυτά και ό άνθρωπος αυτός έφυγε καταντροπιασμένος,
 δεν άναψε ούτε κερί. Το παράδοξο είναι ότι ή δαιμονισμένη έβλεπε προς 
το Ιερό, δεν γύρισε να δη πίσω της, πού ήταν πολύς κόσμος, αλλά τον είδε
 με άλλο τρόπο και του αποκάλυψε τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του.
Κάποιο βράδυ, ενώ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος και ό παπά-Γιάννης
 διάβαζε την δαιμονισμένη, είπε κάποιος στον διπλανό του: «Κάνε καλά 
τον σταυρό σου. Σταυρός είναι αυτός πού κάνεις, λες και παίζεις μαντολίνο»
. Ακούστηκε τότε ή φωνή της δαιμονισμένης να λέει: «Άφησε τον άνθρωπο,
 καλά κάνει τον σταυρό του».
Ή δαιμονισμένη φώναζε κάποτε: «Στείλτε να φέρετε τον φίλο μου τον 
τάδε παπά». Ήταν ένας παπάς σε κάποιο χωριό πού ή ζωή του δεν ήταν
 καλή. Αυτός ό παπάς δεν τόλμησε να έρθει στην Εκκλησία.
Ό αγώνας του παπά-Γιάννη συνεχίσθηκε για να βγάλει το δαιμόνιο από 
την γυναίκα. Σ' αυτό το διάστημα πληροφορήθηκε από το ίδιο το δαιμόνιο 
πού ήταν μέσα στην γυναίκα, ότι είναι ό Εωσφόρος, ό αρχηγός των δαιμόνων.
 Μπήκε μέσα της κατά την ώρα πού τηγάνιζε ψάρια, επειδή ό αδελφός της
 αγανακτισμένος από κάποια αφορμή της είπε να μπει ό διάβολος μέσα της. 
Από εκείνη την στιγμή δαιμονίστηκε ή γυναίκα.
Ό αγώνας τώρα για τον παπά-Γιάννη ήταν σκληρός. Ό διάβολος τον
 έβριζε, τον απειλούσε λέγοντας ότι θα γκρεμίσει την Εκκλησία, θα 
κάψει το χωριό, «θα βγω απ' αυτή την σκύλα», έλεγε, «και θα μπω 
στην κόρη και στον γιό σου». Ό παπά-Γιάννης του απαντούσε: 
«Δεν έχεις δικαίωμα να μπεις πουθενά, μόνο στην άβυσσο έχεις 
δικαίωμα να πάς».
Μετά από ένα μήνα, ένα βράδυ αφού τελείωσε ή Παράκληση και
 έφυγε ό κόσμος μαζί και ή δαιμονισμένη, ό παπά-Γιάννης έκλεισε 
την πόρτα της Εκκλησίας, γονάτισε μπροστά στην εικόνα του Χριστού 
και άρχισε να προσεύχεται με δάκρυα για να ελευθερωθεί ή
 βασανισμένη ψυχή από το δαιμόνιο. Από τις οκτώ το βράδυ μέχρι
 τις τρεις το πρωί προσευχόταν συνεχώς. Ανησύχησαν οι χωριανοί
 για τον παπά-Γιάννη πού δεν επέστρεψε σπίτι του, κοντά στα παιδιά 
του πού τον περίμεναν. Πήγαν μαζί με τα παιδιά του και τον βρήκαν
 γονατιστό να προσεύχεται. Ή κόρη του πού ήξερε από άλλες φορές,
 είπε: «Αφήστε τον να προσευχηθείς». Όταν συνήλθε ό παπά-Γιάννης
 από την προσευχή πού είχε απορροφηθεί, πήγε στο σπίτι του να κοιμηθεί.
 Στον ύπνο του άκουσε φωνή πού του είπε: «Παπά-Γιάννη, ή γυναίκα 
μετά τις τριάντα εννιά μέρες, αφού περάσει ή 12η ώρα, τα μεσάνυχτα,
 θα ελευθερωθεί από τον σατανά».
Την τελευταία ημέρα είπε ό σατανάς στον παπά-Γιάννη: «Παπά-Γιάννη με
 εξόντωσες». Και πράγματι την 40η ημέρα βγήκε από την γυναίκα ή όποια
 ελευθερώθηκε από το μαρτύριο και έζησε έκτοτε υγιής πολλά χρόνια.
Ό παπά-Γιάννης στο δωμάτιο πού κοιμόταν με τα παιδιά του, δεν είχε σχεδόν
 τίποτε εκτός από δύο «τσόλια» (σκεπάσματα, κουβέρτες), τα όποια είχαν δώσει 
οι γυναίκες του χωριού. Στο ένα κοιμόνταν τα παιδιά του και στο άλλο αυτός.
 Έστρωνε το μισό κάτω στο πάτωμα και με το άλλο μισό σκεπαζόταν. 
Είχε μεγάλη πίστη στον παντοδύναμο Κύριο. Αισθανόταν ότι ή προσευχή 
του εισακούεται από τον Θεό και γι' αυτό γίνονται θαύματα. Έλεγε: 
«Όταν ζητήσω από τον Θεό να ισοπέδωση το βουνό διά της προσευχής, 
της νηστείας και της ελεημοσύνης, θα ισοπεδωθεί. Ό άνθρωπος, όταν
 τηρήσει αυτά τα τρία είναι από τώρα στον παράδεισο».
Είχε πολύ μεγάλη φτώχεια ό παπά-Γιάννης γιατί όσα του έδιναν 
τα μοίραζε ελεημοσύνη. Κάποιος το πρώτο Πάσχα πού έκανε στο χωριό,
 του χάρισε μία γίδα με το μικρό της κατσικάκι. Το κατσικάκι να το
 σφάξει για να γιορτάσει το Πάσχα, και την γίδα να την έχει να πίνουν
 λίγο γάλα, όταν δεν έχει νηστεία. Ό παπά-Γιάννης δεν κράτησε την γίδα
 και το κατσίκι. Τα πούλησε και με τα χρήματα αγόρασε ρούχα για τα 
ορφανά του χωρίου, να χαρούν κι αυτά την ήμερα της Αναστάσεως.
Ήταν επίσης μεγάλος νηστευτής. Την Σαρακοστή νήστευε εξήντα μέρες 
από λάδι, γι' αυτό στο χωριό την Σαρακοστή την έλεγαν Εξηντάρα.
Ό παπά-Γιάννης ένα βράδυ είδε στον ύπνο του ένα σπίτι σε μία άγνωστη
 τοποθεσία και τον νοικοκύρη του σπιτιού να τρώγει ένα ψόφιο σκυλί.
Ρώτησε που βρίσκεται αυτό το σπίτι με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά 
και τον κατατόπισαν. Πήγε ό παπά-Γιάννης με συνοδεία, βρήκε το σπίτι, 
χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ή γυναίκα. Μαζί της ήταν και το παιδί 
της. Ό άνδρας της έλειπε στα κτήματα. Πάντως όταν τον ειδοποίησαν ήρθε 
τρέχοντας, πλύθηκε, του έβαλε εδαφιαία μετάνοια και του φίλησε το χέρι.
 Είχε ακούσει για την αγιότητα του παπά-Γιάννη και την θεραπεία τής 
δαιμονισμένης, αλλά δεν τολμούσε να τον συνάντηση, διότι ή συνείδησή 
του ήταν βεβαρημένη. Στην εκκλησία δεν πήγαινε, κρεοφαγούσε στις 
νηστείες, βλασφημούσε και με την γυναίκα του ζούσε παράνομα γιατί 
ήταν αστεφάνωτοι. Είχε όμως καλή διάθεση. Ζήτησε και εξομολογήθηκε
 αμέσως. Μετά στεφανώθηκε από τον παπά-Γιάννη και έζησε ως καλός 
χριστιανός.
Ό παπά-Γιάννης, ό χαριτωμένος λειτουργός του Ύψιστου με την
 ασκητική του ζωή, την ακτημοσύνη του και την αδιάλειπτη προσευχή, 
είχε γίνει γνωστός σ' όλη την γύρω περιοχή. Έρχονταν οι άνθρωποι να 
τον συμβουλευτούν και να τούς διαβάσει ευχή να γίνουν καλά. 
Τον θεωρούσαν μεγάλο Προφήτη και θαυματουργό. Έρχονταν επίσης
 άγνωστοι άνθρωποι από διάφορα μέρη και αυτός έλεγε: «Εσύ είσαι ό
 τάδε και ήρθες εδώ γι' αυτό και γι' αυτό το λόγο».
Διηγείται κάποιος από την Σκουτερά πού στο πατρικό του σπίτι έμενε
 ό παπά-Γιάννης, ότι είχε πει κάποτε: «Μια ημέρα θα αποκαλυφθεί το
 λείψανο ενός Άγιου στο μοναστήρι της Παναγίας της Λυκουρισιώτισσας
 και υστέρα το Μοναστήρι θα πάρει μεγάλη φήμη».
Αλλά το χωριό του πού τον λάτρευε δεν τον χάρηκε πολύ, γιατί τον πήραν
 για εφημέριο στο χωριό Καινούργιο. Μετά τον ζήτησαν και τον πήραν 
στην Πελοπόννησο. Έκτοτε αγνοούνται τα ίχνη του και τώρα σίγουρα
 θα έχει κοιμηθεί.
Αιωνία του ή μνήμη. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
ΒΙΒΛ . ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2012

Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς μεταβάλλεται σε Παράδεισο


...Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:
- Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν,θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
- Να'ναι ευλογημένο γέροντα.
"Βάζω,λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα.
Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα,φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε,γέροντα πού μ'έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι.Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας,να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το'πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω,αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω.Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω".
Αρχίζω,λοιπόν,τον κανόνα μου.Δώστου-δώστου μετάνοιες,προσευχή.Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. "Αφού,λέω,για προσευχή σ'έστειλε ο γέροντας,βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία". Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά,κατά τους Πατέρες,ο νους. Δεν ενεργεί αυτός,αλλά ενεργείται απ'το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ'έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ'αυτό τον παραδεισένιο τόπο".
Κι,όμως,μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή,κάτω,από τα καλυβάκια: "Χαράλαμπε,είπε ο γέροντας να κατέβεις".
Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς.Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: "Θέλω,Χαράλαμπε,να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ'έστειλα ή όχι;''. Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: "Ναι γέροντα,πράγματι είναι παράδεισος". Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ'έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.
Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως,μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και,συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα".
(Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ.Δ. "ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής")

Η κόλαση της σκοτεινής σπηλιάς μεταβάλλεται σε Παράδεισο


...Βλέποντας ο γέροντας την υπερβολική προθυμία του δόκιμου Χαράλαμπου, μια μέρα τον προσκαλεί ιδιαιτέρως και του λέει:
- Εκεί πάνω σε κείνα τα βράχια που βλέπεις, έχει μια μικρή σπηλιά. Σε διαβεβαιώ ότι είναι παράδεισος. Λοιπόν,θα σκαρφαλώσεις να πας εκεί και θα μείνεις μέχρι να σε φωνάξω. Εντάξει;
- Να'ναι ευλογημένο γέροντα.
"Βάζω,λέει ο Χαράλαμπος, μετάνοια και αμέσως σκαρφαλώνω στα βράχια. Πλησιάζω στη σπηλιά. Αλλά τι να δεις! Ένας άγριος τόπος που μόνο φίδια μπορούσαν εκεί να κατοικήσουν και η σπηλιά τόσο στενή που μόνο σκυφτά μπορούσες να μπεις μέσα.
Στην αρχή σαν άνθρωπος δείλιασα,φοβήθηκα και συγχρόνως μονολογούσα: "Ε,γέροντα πού μ'έστειλες εδώ; Αυτός είναι ο παράδεισος; Βρε εδώ κόλαση είναι.Όχι παράδεισος. Για να δούμε πώς θα τη βγάλουμε ώσπου να τελειώσει ο κανόνας,να με φωνάξει ο γέροντας να κατέβω. Όμως, αφού το'πε ο γέροντας, κάτω δεν το βάζω. Έστω και να πεθάνω,αν δεν με φωνάξει ο γέροντας πίσω δεν γυρνάω.Ας πεθάνω στην υπακοή παρά να λιποτακτήσω".
Αρχίζω,λοιπόν,τον κανόνα μου.Δώστου-δώστου μετάνοιες,προσευχή.Δεν άργησε να υποχωρήσει ο φόβος και η δειλία και άρχισα να αισθάνομαι άνετα. "Αφού,λέω,για προσευχή σ'έστειλε ο γέροντας,βάλε Χαράλαμπε όλη σου την βία". Βία-βία, δεν άργησε να θερμανθεί η καρδιά μου και να εκπηγάζει κρουνούς τα δάκρυα δοξολογίας και ευχαριστίας. Εκεί αξιώθηκα την πρώτη θεωρία, όπου σταματά,κατά τους Πατέρες,ο νους. Δεν ενεργεί αυτός,αλλά ενεργείται απ'το Άγιο Πνεύμα, που τον οδηγεί όπου θέλει, μέχρι και αυτούς ακόμα τους ουρανούς. Επανερχόμουν στην φυσική μου κατάσταση και πάλι άλλη αρπαγή σε άλλα ουράνια σκηνώματα. Τούτο επαναλήφθηκε δυο-τρεις φορές. Τότε έπαθα κάτι παρόμοιο με τους μαθητές του Χριστού στο Θαβώρ κι έλεγα: "καλόν εστίν ημάς ώδε είναι. Όντως εδώ που μ'έστειλε ο γέροντάς μου είναι παράδεισος. Μακάρι να μη με φωνάξει ποτέ να κατέβω ξανά απ'αυτό τον παραδεισένιο τόπο".
Κι,όμως,μετά από δυο-τρεις μέρες ακούω μια γνωστή φωνή,κάτω,από τα καλυβάκια: "Χαράλαμπε,είπε ο γέροντας να κατέβεις".
Ε, δεν θα με πιστέψετε πόση δυσφορία μου ήλθε όταν άκουσα την εντολή να γυρίσω. Κι όμως δεν μπορούσα αλλιώς.Βρισκόμουν στην υπακοή. Μόλις γυρνάω και η αλλοίωση στο σκυφτό πρόσωπό μου ήταν ολοφάνερη, με περιλαμβάνει ο γέροντας και μου λέει: "Θέλω,Χαράλαμπε,να μου πεις την αλήθεια. Είναι παράδεισος εκεί που σ'έστειλα ή όχι;''. Εγώ συγκινημένος με σκυφτό πρόσωπο του απαντώ με βουρκωμένα μάτια: "Ναι γέροντα,πράγματι είναι παράδεισος". Ε, δεν άντεξε ο γέροντάς μου, μ'έβαλε στην αγκαλιά του και με φιλούσε.
Κατά κανόνα, ο γέροντάς μας, συμπεριφερόταν αυστηρά. Όμως,μερικές φορές, όταν διαπίστωνε πνευματική πρόοδο στα καλογέρια του, δεν άντεχε από την χαρά του. Μας φανέρωνε τον πραγματικό εαυτό του. Μας αγκάλιαζε και,συγκινημένος, δεν μπορούσε να βαστάξει τα δάκρυα".
(Από το βιβλίο του Ιωσήφ Μ.Δ. "ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ- Ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής")

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2012

Μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα (1939-1960) Η αγιασμένη κόρη που ζήτησε να πάρει την αρρώστια του πατέρα της




Στη φωτογραφία: η Αικατερίνη Πατέρα και η κόρη της, οσία Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα.
Η Ειρήνη Πατέρα γεννήθηκε το 1939 και ήταν κόρη των εφοπλιστών Πανάγου και Αικατερίνης Πατέρα. Η οικογένειά της, αν και οικογένεια εφοπλιστών, ήταν πολύ πιστοί χριστιανοί και η Ειρήνη κληρονόμησε την πίστη και την καλοσύνη των γονιών της από πολύ μικρή. Ταπεινή και σεμνή, απόχτησε αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αλλά και της άρεσε να προσεύχεται και να πηγαίνει στην εκκλησία, να διαβάζει ορθόδοξα βιβλία, από βίους αγίων μέχρι τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κ.τ.λ.
Έτσι, γνώρισε από μικρή τη σοφία των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας και έγινε κι η ίδια σοφή, ενάρετη και υπεύθυνη.
«Ξεχώρισε από τ’ αδέλφια της και τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας της. Είχε πολλή υπακοή στους γονείς της και με τη μητέρα της τη συνέδεε βαθύς και δυνατός πνευματικός δεσμός. Στο σχολείο ήταν συνεπής και επιμελής στα μαθήματά της. Την διέκρινε πνεύμα θυσίας, υπομονή και σοβαρότητα, ενώ στα θέματα της πίστεως είχε το θάρρος των ομολογητών. […] Όταν την έβλεπες, ειρήνευες, όποια στενοχώρια κι αν είχες» (από αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τ. 15, Σεπτ.-Δεκ. 2005 - από εκεί είναι και τα επόμενα παραθέματα).
Το 1952 ο πατέρας της αρρώστησε από τη νόσο του Hodgkin. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Τότε η Ειρήνη άρχισε να παρακαλεί κρυφά το Θεό να πάρει εκείνη την ασθένεια του πατέρα της.
Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και αρρώστησε και η ίδια από τη νόσο του Hodgkin. Ο γιατρός της οικογένειας δρ Rhor από τη Ζυρίχη είπε:
«Σε 10.000 οικογένειες δεν το έχω συναντήσει αυτό, δηλ. την ίδια αρρώστια Hodgkin's σε δύο πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Δεν είναι κληρονομική, ούτε μεταδοτική και ομολογώ ότι, αν ποτέ μου ζητούσαν την προσωποποίηση της υγείας, θα έστελνα της φωτογραφία της Ειρήνης».
Η έφηβη κοπέλα αντιμετώπισε την αρρώστια τους για πέντε χρόνια με γενναιότητα αγίου μάρτυρα. Οι γονείς της την πήγαν στην Ελβετία για θεραπεία κι εκείνη έλεγε στη μητέρα της:
«Αχ, μανούλα μου, τι θ’ ακούσω εγώ από το Χριστό μας… Ξέρεις τι θα μου πει μόλις με δει; “Εσύ απόλαυσες στη γη τα αγαθά σου”… Μανούλα μου, εγώ μόλις αρρωστήσω, αμέσως αεροπλάνο και στην Ελβετία. Η δεσποινίς Πατέρα από δω, η δεσποινίς Πατέρα από κει. Καθαρά σεντόνια, καλό κρεβάτι, τα καλύτερα φάρμακα, η πιο τέλεια θεραπεία. Μανούλα μου, δεν θυμάσαι όταν πηγαίναμε επισκέψεις στα νοσοκομεία στην Ελλάδα και βλέπαμε τους ασθενείς στους διαδρόμους και φωνάζανε “νοσοκόμα, νοσοκόμα” και δεν τους έδινε κανείς σημασία; Εκείνοι δεν ήταν άνθρωποι; Τι λόγο θα δώσω εγώ;».
Η Ειρήνη ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά ένιωθε ανάξια και αμαρτωλή. Ζούσε όμως σαν μοναχή, φορώντας φτωχά και σκούρα ενδύματα, ενώ τα ακριβά και όμορφα ρούχα της, μαζί με τσάντες, παπούτσια κ.τ.λ., τα δώρισε όλα σε φτωχούς. Και έλεγε στη μητέρα της:  
«Μανούλα μου, με 6 δραχμές τον πήχυ φτάνει να ντυθούμε. Τα υπόλοιπα είναι περιττές σπατάλες και φαντασίες».
Κατά το διάστημα αυτό εξομολογούνταν στον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (1884-1980), ενώ επισκεπτόταν και το  Γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας. Είχε δηλαδή πνευματική σχέση με δύο από τους σημαντικότερους αγίους ορθόδοξους διδασκάλους της εποχής της. Η οικογένειά της, επίσης, είχε στενές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο άγιος ιεροκήρυκαςΔημήτριος Παναγόπουλος και η σύζυγός του Αγγελική, ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης κ.ά. Ο Κόντογλου αγιογράφησε και το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ίδρυσαν στο σπίτι τους, στο Παλαιό Ψυχικό, ενώ παρέδωσε και μερικά μαθήματα αγιογραφίας στην Ειρήνη. Αυτό το σπίτι «ήταν για πολλά χρόνια μια πνευματική όαση και τόπος παραμονής και φιλοξενίας πολλών πνευματικών ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών» (ό.π.).
Τον Οκτώβριο του 1960, σε ηλικία 21 ετών, η άρρωστη κοπέλα, που ήδη ζούσε σαν ασκήτρια έχοντας διαμορφώσει σαν καλογερικό κελί το δωμάτιό της, έγινε μοναχή από το Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Έλαβε το όνομα Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, λόγω της μεγάλης αγάπης της προς τη συγκεκριμένη ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Κατά τη διάρκεια της κουράς της (της τελετής, με την οποία έγινε μοναχή στο παρεκκλήσι του σπιτιού τους) η υγεία της βελτιώθηκε εκπληκτικά, βελτίωση που διατηρήθηκε περίπου ένα μήνα. Όμως τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους η υγεία της επιδεινώθηκε. Μεταφέρθηκε στην κλινική «Τίμιος Σταυρός», όπου πέρασε με ηρωική αντοχή, αλλά και συνεχή προσευχή, τις τελευταίες μέρες της γήινης ζωής της. Στις 26 Νοεμβρίου 1960, αφού είχε λάβει τη θεία μετάληψη και βρισκόταν σε αναμονή του γεγονότος, κοιμήθηκε.
«Και τώρα τι να ψάλουμε, νεκρώσιμη ή αναστάσιμη ακολουθία;» αναρωτήθηκε ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, καθώς οι παρευρισκόμενοι, ακόμη και οι γονείς της, ένιωθαν μια ανεξήγητη γαλήνη και τη βεβαιότητα πως η αγνή αυτή πνευματική αγωνίστρια ταξίδευε προς το Φως του Χριστού. Η μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα ετάφη με τον τρόπο των μοναχών, χωρίς φέρετρο (κατευθείαν στο χώμα), στο κοιμητήριο της μονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, οικισμού Παπάγου, πρώην Χολαργού.

Το άφθαρτο σώμα της

Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στις Οινούσσες.

Τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1963, έγινε η εκταφή της, δηλ. η ανακομιδή των λειψάνων της.
Προς έκπληξη όλων, το σώμα της ανακαλύφθηκε άφθαρτο, όπως του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Γεράσιμου και άλλων μεγάλων αγίων της Ορθοδοξίας. Μεταφέρθηκε με ευλάβεια στο σπίτι της οικογένειάς της και τοποθετήθηκε στο κρεβάτι του κελιού της, όπου ευωδίασε μυστηριωδώς. Ενημερώθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταφερθεί στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είχε χτιστεί από τους γονείς της στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τις Οινούσσες. Εκεί, με την άδεια του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, που ήταν τοποτηρητής της αρμόδιας μητρόπολης Χίου, τοποθετήθηκε σε λάρνακα και εναποτέθηκε ως ιερό λείψανο σε παρεκκλήσι της μονής.
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, η μονή κατηγορήθηκε έντεχνα ότι διατηρεί «άταφο πτώμα» και το εκθέτει σε κοινή θέα προς κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Για το λόγο αυτό, το σκήνωμα της οσίας εξετάστηκε από το νομίατρο Χίου και από το γιατρό Αλέξανδρο Καλόμοιρο.
Ο νομίατρος αποφάνθηκε ότι το σώμα «εταριχεύθη ατελώς δι’ αγνώστου υμίν τρόπου». Ο γιατρός Καλόμοιρος σε δικό του δημοσίευμα αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ταρίχευση αλλά πρόκειται περί θαύματος. Σ' αυτό συνηγόρησαν και όλοι όσοι παρευρέθηκαν στο διάστημα από την κοίμηση μέχρι την κηδεία της Ειρήνης (που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας), ανάμεσα στους οποίους και ο Ελβετός γιατρός Walter Bessler, που είχε έρθει από την Ελβετία ειδικά για να παρασταθεί στην τελευταία φάση της ασθένειάς της.
Ο Γέροντας Φιλόθεος έγραψε ότι δεν πρόκειται περί «άταφου πτώματος», αφού η οσία μοναχή ετάφη κανονικά, αλλά για ιερό λείψανο, που ο Θεός παραχώρησε να ανακαλυφθεί άφθορο.
Ωστόσο, η μητρόπολη Χίου έδωσε εντολή να ταφεί εκ νέου, κι έτσι τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο των δικών της, όπου μάλλον παραμένει μέχρι σήμερα.

Το οσιακό τέλος των γονιών της

Ο Πανάγος Πατέρας, ο πατέρας της Ειρήνης Μυρτιδιώτισσας, πάλεψε κι εκείνος την ασθένειά του μέχρι το 1966. Στη συνέχεια, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 66 ετών. Τρία χρόνια πριν την κοίμησή του είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ξενοφών. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η σύζυγός του, που έγινε μοναχή με προτροπή του Γέροντα Ιερώνυμου της Αίγινας, με το όνομα Μαρία Μυρτιδιώτισσα.
«Η μακαριστή Γερόντισσα έζησε και άλλες πίκρες. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη πόνο. Το 1978 πέθανε η άλλη της κόρη, η Καλλιόπη, παντρεμένη με τρία παιδιά, στο Λονδίνο. Και το έτος 1983 ο γιός της Διαμαντής, σε νεότατη ηλικία, από καρδιακή προσβολή.
Η Γερόντισσα υπέμεινε τα πάντα και το μόνο που ψιθύριζε το στόμα της ήταν το “Δόξα σοι ο Θεός”. 
Η μορφή, το έργο και η δράση της μακαριστής Γερόντισσας Μαρίας-Μυρτιδιώτισσας Πατέρα θα μείνει στην ιστορία του τόπου αλλά και της Εκκλησίας με γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων. 
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ’ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση. 
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό. 
Ήταν φιλόξενη, ελεήμων, στοργική και γενναία. 
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών, έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη. 
Τα νοσοκομεία των Αθηνών, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Άνω Πατησίων, το Αντικαρκινικό (Άγ. Σάββας), ο Ευαγγελισμός, το νοσοκομείο της Χίου, κ.α. έτυχαν τέτοιων δωρεών. 
Εκατοντάδες άπορες οικογένειες βοηθήθηκαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να παντρέψουν τις κόρες τους, να βρουν στέγη και δουλειά. 
Καλές πράξεις ανθρωπιάς “ων ουκ έστιν αριθμός”, αναρίθμητες, που μόνον οι οφθαλμοί του Θεού γνωρίζουν. 
Αυτή ήταν η μακαριστή Γερόντισσα που σήμερα (από το 2005) αναπαύεται στην Ιερά Μονή της, πλάι στον σύζυγό της Μοναχό Ξενοφώντα, τη θυγατέρα της Μοναχή Ειρήνη-Μυρτιδιώτισσα, τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς της. Αγία Οικογένεια.»
Περισσότερα για τη Γερόντισσα Μαρία Μυρτιδιώτισσα, εδώ.

Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντά μου Ἰωσὴφ -Γέρων Ἐφραίμ Φιλοθεΐτης (Προηγούμενος Ἱ. Μ. Φιλοθέου)






Ὅταν ἀκόμη ἤμεθα κοντὰ στὸν μακαριστὸ Γέροντά μου Ἰωσήφ, πολλὲς φορές, γιὰ νὰ μᾶς ὠφελήσει, ἔπιανε καὶ μᾶς ἐδιηγεῖτο τὴν ζωή του. Ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία καὶ λέγοντάς μας ὅσα πράγματα εἶχε γνωρίσει μᾶς ὠφελοῦσε πολύ. Μᾶς ἔλεγε πράγματα ποὺ ἐμεῖς δὲν ἐγνωρίζαμε καί, ὅπως ἀπεδείχθη ἐκ τῶν ὑστέρων, μᾶς ὠφέλησαν πολὺ μετὰ τὴν ἀποδημία του γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς ἐκθέσω μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ μάθαμε ἢ βιώσαμε κοντά του καὶ πρὸς ἰδικὴν σας ὠφέλεια.

Ὅπως ξέρετε, ὅταν ὁ Γέροντας ἦταν στὸν κόσμο, δὲν εἶχε καθόλου θρησκευτικότητα, ἦταν ἕνας ἁγνὸς νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος καὶ μισοῦσε πάρα πολὺ τὸ ἄδικο. Προήρχετο ἀπὸ πολὺ φτωχὴ οἰκογένεια καὶ ἀπὸ νωρὶς ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὸ ἐμπόριο, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσει τὴν οἰκογένειά του καὶ νὰ πλουτίσει. Μὲ τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὶς ἱκανότητές του κατάφερε, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀφ’ ὅτου ἦλθε στὴν Ἀθήνα, νὰ προκόψει στὸ ἐμπόριο καὶ νὰ δημιουργήσει ἱκανὴ περιουσία. Πρὶν τὸν ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεὸς καὶ τοῦ δώσει τὴ μεγάλη μετάνοια, εἶχε ἀρραβωνιασθεῖ, ἀλλά, καθὼς ἔλεγε ὁ ἴδιος, ζοῦσε τόσο προσεκτικά, ὥστε ποτὲ δὲν ἄγγισε τὴ μνηστὴ του φοβούμενος μήπως φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν ἀσπασθεῖ.

Κάποια μέρα διάβασε ἕνα θρησκευτικὸ βιβλίο καὶ τὸν σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μία λύπη, μία ἀθυμία καὶ μία βαριεστημάρα πρὸς τὰ ἐγκόσμια. Ὅταν τὸν εἶδαν ἔτσι ἄκεφο οἱ κόρες τῆς ἰδιοκτήτριας τοῦ σπιτιοῦ στὸ ὁποῖο ἔμενε, τὸν ρώτησαν τὴν αἰτία καί, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσουν, τοῦ ἔδωσαν νὰ διάβασει τὸ «Νέον Ἐκλόγιον», ἕνα βιβλίο μὲ μία πολὺ καλὴ ἐπιλογὴ βίων Ἁγίων.

Ἀπόρησε ὁ Γέροντας ὅταν τὸ διάβασε, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς ὑπῆρχαν τέτοιοι ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ Θεὸ τόσο σκληρὰ στὴ ζωή τους, ποὺ ἔκαμαν μὲ τὴ βοήθειά Του τόσα καὶ τέτοια τέρατα καὶ σημεῖα. Τότε τοῦ ἦρθε ἡ μνήμη τοῦ θεοῦ κι ἀπὸ τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὴ μετάνοια, ἔστειλε τὸ φωτισμό του, τοῦ ἄνοιξε τὸ νοῦ κι ἄρχισε νὰ σκέπτεται γιὰ τὴν ψυχή του.

Ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ νέα πνευματικὴ σταδιοδρομία του. Ἐξομολογήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή του στὸν πνευματικὸ τὶς ἁμαρτίες του μὲ πολλὰ-πολλὰ δάκρυα, ἄρχισε νὰ «κρυώνει» πρὸς τὸ ἐμπόριο, ποὺ τὸ θεωροῦσε πλέον ἐμπόδιο καὶ ἁμαρτία στὴν καινούρια του πορεία, τὸ ἐγκατέλειψε κι ἄρχισε νὰ ἐργάζεται πολὺ ἁπλὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ, γιὰ νὰ κερδίζει μόνο τὸ ψωμί του.

Τὶς μέχρι τότε οἰκονομίες του ἄρχισε νὰ τὶς δίνει ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ συγχωρηθεῖ ὁ πατέρας του, ἐνῶ παράλληλα πήγαινε σὲ διάφορα προσκυνήματα, γιὰ νὰ τονωθεῖ ἡ πίστη του καὶ ἡ μετάνοιά του.

Πρὶν ἀναχώρησει γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἤθελε νὰ ἐλέγξει κάπως τὶς δυνατότητές του γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἀσκηθεῖ, ὅσο μποροῦσε, μέσα στὸν κόσμο. Πήγαινε στὴν Πεντέλη καὶ θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τοὺς στυλίτες ξενυχτοῦσε πάνω στὰ δένδρα, νήστευε πολὺ (περνοῦσε τὸ εἰκοσιτετράωρο μὲ λίγο ψωμὶ ἢ ἕνα-δύο λουκούμια), ντυνόταν ἁπλά, σκορποῦσε τὰ χρήματά του καὶ μὲ λίγα λόγια ἄρχισε νὰ μιμεῖται τοὺς ἁγίους.

Ὅταν πιὰ εἶδε ὅτι μπορεῖ νὰ ἀσκηθεῖ, νὰ γίνει μοναχός, τὸ ἀποφάσισε. Ἀφοῦ ἀποκατέστησε τὴν ἀδελφή του δίνοντάς της τὴν ἀνάλογη προίκα καὶ σὲ ἡλικία 24-25 ἐτῶν ξεκίνησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Σκοπὸς του ἦταν νὰ μπεῖ στὴν ὑπακοὴ κάποιου ἀσκητῆ ποὺ νὰ τρώει μόνο χόρτα, νὰ ἀγρυπνᾶ ὅλη τὴ νύχτα καὶ νὰ νήφει. Γι’ αὐτὸ καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἔρημο. Μὰ τέτοιον ἀσκητὴ ποὺ γύρευε δὲν βρῆκε, γιατί, καθὼς τοῦ εἶπαν, οἱ τέτοιου εἴδους ἀγωνιστὲς εἶχαν ἐκλείψει. Ὑπῆρχαν κάποιοι ἀσκητὲς ποὺ ἔτρωγαν μία φορὰ τὴν ἡμέρα, ἀλλὰ ὄχι μόνο χόρτα. Μπῆκε στὴν ὑπακοὴ τοῦ γέρο-Δανιήλ, τοῦ Γέροντα τῶν Δανιηλαίων, ἀνθρώπου πολὺ πνευματικοῦ, ἔμεινε ἕνα διάστημα κοντά του, τοῦ διάβαζε τὸ Ψαλτήρι κι ἀπὸ τὴν πολλὴ κατάνυξη ἔκλαιγε. Εἶδε ὁ γερὸ-Δανιὴλ τὴν πνευματικότητά του καὶ τὸν ἔστειλε πάλι στὴ σπηλιά του, γιὰ νὰ ἀσκηθεῖ μόνος του. Σὲ λίγο, γιὰ νὰ μὴν πέσει σὲ πλάνη, πράγμα ποὺ κινδυνεύουν νὰ πάθουν ὅσοι ἀσκοῦνται μόνοι τους, τοῦ ἔστειλε τὸν γέρο-Ἀρσένιο, ἕναν ἁπλοϊκὸ μοναχὸ ποὺ εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ποθοῦσε τὴν ἡσυχία. Μὲ τὴν ὑπόδειξη τότε τοῦ γέρο-Δανιὴλ ὁ Γέροντας καὶ ὁ γέρο-Ἀρσένιος πήγανε καὶ κοινοβιάσανε στὸ γέρο-Ἐφραὶμ καὶ τὸν γέρο-Ἰωσήφ, οἱ ὁποῖοι ἦταν συγγενεῖς, Ἀρβανίτες στὴν καταγωγή, καὶ μόναζαν μαζὶ στὰ Κατουνάκια.

Θὰ σᾶς ἀναφέρω ἕνα περιστατικό, γιὰ νὰ δεῖτε πόσο ὁ Γέροντας ἀγωνίσθηκε πάνω στὸ πάθος τοῦ θυμοῦ, γιατί, ὅπως ξέρετε, ἦταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα ἕνας γείτονας μοναχὸς Κρητικὸς ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ βρίζει τὸν γέρο-Ἐφραὶμ ἄδικα γιὰ κάποιο λόγο. Ὁ Γέροντας, νέος μὲ ζωντανὰ τὰ πάθη ἀκόμα μέσα του, σκέφθηκε νὰ βγεῖ ἔξω ἀγανακτισμένος νὰ «τακτοποίησει» τὸν μοναχό, γιατί ἄδικα στενοχωροῦσε τὸ Γέροντά του. Ὅμως κρατήθηκε, μπῆκε στὸ ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἔπεσε στὸ ἔδαφος κι ἄρχισε νὰ ἐπικαλεῖται τὴν Παναγία νὰ τὸν συγκράτησει ἀπὸ κάποια ἐνδεχομένως ἀκραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας καὶ ὀδυρόμενος, βρέχοντας τὸ ἔδαφος μὲ τὴν πλημμύρα τῶν δακρύων του εἶδε ὅτι τὸ πάθος τοῦ θυμοῦ ὑποχώρησε, ἠρέμησε, λογικεύθηκε καὶ βγαίνοντας ἔξω τακτοποίησε τὸ πράγμα μὲ πολλὴ ἀγάπη.

Ὅπως ἐκ τῶν ὑστέρων ὁμολογοῦσε ὁ Γέροντας, ἂν δὲν κυριαρχοῦσε στὸ θυμὸ του ἐκείνη τὴ μέρα, ἴσως καὶ νὰ σκότωνε τὸν μοναχὸ γιατί εἶχε τόση ἀνδρεία καὶ δύναμη μέσα του, ποὺ μποροῦσε νὰ τὰ βάλει μὲ δέκα καὶ νὰ τοὺς νικήσει. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη νίκη στὸ μοναχικό του στάδιο.

Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ γέρο-Ἐφραὶμ καὶ τοῦ γέρο-Ἰωσὴφ οἱ δύο μοναχοὶ φλεγόμενοι ἀπὸ τὸν πόθο γιὰ σκληρότερη ἀσκητικὴ ζωὴ ἀνέβηκαν στὸν Ἅγιο Βασίλειο ποὺ τοὺς ἦταν γνωστὸς ὅπως καὶ ἄλλες σπηλιὲς μεγάλων ὁσίων τοῦ Ἁγίου Ὄρους — τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Λαυριώτου, τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ Μυροβλήτου, τοῦ ἅγιου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου — πρὶν μονάσουν κοντὰ στὸν παπποὺ Ἐφραίμ. Μία φορὰ βαδίζοντας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο πρὸς τὴν Λαύρα, ὅπου ἦταν ὁ πνευματικός τους, γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν καὶ νὰ λειτουργηθοῦν, καθὼς ἔφθασαν στὴ θέση «Κρύα Νερὰ» κάτω ἀπὸ τὸν Ἄθωνα, ἀπὸ τὸ πολὺ χιόνι, τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἐξάντληση ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ νηστεία ὁ Γέροντας ἀπέκαμε. Σταμάτησαν ἄναψαν λίγη φωτιὰ νὰ ζεσταθοῦν κι ὅλη τὴ νύχτα τὴν πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι ποὺ ξημέρωσε καὶ γύρισαν πίσω.

Γιὰ νὰ βιάζει ὁ Γέροντας τὸν ἑαυτό του σὲ ὁλονύχτια ὀρθοστασία (δέκα ὧρες), ἔφτιαξε ἕνα μπαστούνι κάπως διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα, ὅπως ἔχετε δεῖ, καὶ κεῖ πάνω ἀκουμποῦσε καὶ προσηύχετο μὲ ἢ χωρὶς τὸ κομποσχοίνι. Μία φορὰ — ποιὸς ξέρει μετὰ ἀπὸ πόσες ὧρες τέτοιας ἀγρυπνίας — ἔχασε τὶς αἰσθήσεις του καὶ ἔπεσε κάτω. Ὅταν συνῆλθε, ἔνιωσε τὸν ἑαυτὸ του πεσμένο κάτω, τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ τὸ καντηλάκι του πεσμένο κάτω καὶ χυμένο πλάι του, τὸ μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά.

Ἄλλοτε πάλι ἔκανε ἔγκλειστος, δὲν ἔβγαινε καθόλου. Ἀπὸ τὸ παραθυράκι κατὰ διαστήματα ὁ γέρο-Ἀρσένιος τοῦ ἔδινε τὸ παξιμαδάκι. Μία νύχτα ἄνοιξε τὸ παράθυρο νὰ πάρει ἀέρα, ζαλίστηκε κι ἔπεσε ἀπ’ τὸ παράθυρο.

Κάποτε σὲ μίαν ἑορτή, ὁ γέρο-Ἀρσένιος πῆγε σὲ γειτονικὴ καλύβη γιὰ νὰ κοινωνήσει, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἀγρυπνοῦσε μόνος του μὲ πολὺ πένθος καὶ μία αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καὶ ἀναξιότητός του, διότι οἱ ἄλλοι πατέρες θὰ μεταλάμβαναν, ἐνῶ αὐτὸς θὰ ἔμενε ἄμοιρος αὐτῆς τῆς χάριτος γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Ξαφνικὰ ἔνιωσε ἕνα σκούντημα στὸ κεφάλι, σήκωσε τὸ κεφάλι, κοίταξε καὶ μέσα στὰ σκοτεινὰ εἶδε μία λάμψη. Μέσα στὴ λάμψη ἦταν ἕνας ὡραιότατος ἄγγελος ποὺ κρατοῦσε στὸ ἀριστερό του χέρι ἕνα κουτάκι ὁλόλαμπρο καὶ στὸ δεξὶ μία λαβίδα. Ὁ Γέροντας εὑρισκόμενος ὑπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ φαινομένου καὶ τοῦ μυστηρίου τῆς χάριτος τῆς ὀπτασίας κατάλαβε ἀθέλητα καὶ χωρὶς νὰ σκεφθεῖ — γιατί σ’ αὐτὲς τὶς στιγμὲς ὁ ἄνθρωπος παύει νὰ σκέφτεται αἰσθάνεται κατὰ τὸ σύνηθες — ἔκαμε αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔλεγε νὰ κάνει: Ἄνοιξε τὸ στόμα του, κοινώνησε ἀπὸ τοῦ ἀγγέλου τὸ χέρι μὲ Ἅγιον Ἄρτον καὶ ἔφυγε ὁ ἄγγελος, ἔσκυψε πάλι τὸ κεφάλι του καὶ δυναμωμένος ἀπὸ τὸ γεγονὸς συνέχισε τὴν εὐχή.

Πολλὲς εἶναι οἱ ἀσκήσεις ποὺ ἔκαμνε ὁ Γέροντας καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ κατάφερε νὰ ἁγνίσει τελείως τὸν ἑαυτὸ του κυρίως ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος. Ἡ θέση τοῦ μονάχου ἀπέναντι στὸ πάθος τὸ σαρκικό, πρέπει νὰ εἶναι πόλεμος στῆθος μὲ στῆθος. Οἱ σαρκικοὶ λογισμοὶ νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ ξύλο. «Σκοτῶστε τὸν ἑαυτό σας», μᾶς ἔλεγε, «γιὰ νὰ ζήση ἡ ψυχή». Ἐὰν δὲν ἀντιμετωπίσομε αὐτὸ τὸ θηρίο κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν ὑποτάσσεται ἡ σάρκα στὸ πνεῦμα. «Τὸ ξύλο θὰ τόχετε κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι καί, μόλις ἔλθουν οἱ λογισμοί, ξύλο! Ἔτσι σιγὰ-σιγὰ ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τὸ ἄνθος καὶ τὴν εὐωδία τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς καθαρότητας, πράγμα ποὺ ἔχει πολλὴ παρρησία στὸ Θεό».

Ἡ ἁγνότης τοῦ Γέροντος ἦταν κάτι τὸ θαυμαστό. Θυμᾶμαι, ὅταν ἔμπαινα τὸ βράδυ στὸ κελλάκι του, εὐωδίαζε ὅλο. Ἡ δὲ ὀσμὴ τῆς προσευχῆς του αἰσθανόμουν νὰ διαποτίζει ὅ,τι τὸν περιέβαλε, ἐπηρεάζοντας ὄχι μόνο τὶς ἐσωτερικὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις. Ὅταν μᾶς μιλοῦσε γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καὶ σώματος, ἔφερνε πάντοτε ὡς παράδειγμα τὴν Παναγία μας. «Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω», ἔλεγε, «πόσο ἀρέσει στὴν Παναγία μας ἡ καθαρότης καὶ ἡ σωφροσύνη. Ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, γι’ αὐτὸ καὶ ὅλους ἔτσι μᾶς θέλει καὶ μᾶς ἀγαπᾶ». Καὶ πάλι ἔλεγε: «Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πιὸ εὐωδιαστὴ θυσία πρὸς τὸν Θεό, σὰν τὴν ἁγνότητα τοῦ σώματος, ποὺ ἀποκτᾶται μὲ ἀγώνα καὶ αἷμα. Γι’ αὐτὸ βιασθεῖτε! Μὴ δέχεσθε καθόλου τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς!»

Ὅταν ἤμεθα στὴ Νέα Σκήτη, ἦρθε κάποιος μοναχὸς καὶ εἶπε στὸν Γέροντα ὅτι εἶχε σαρκικὸ πόλεμο καὶ τὰ σχετικά. Ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε νὰ κόψει τὸ κρασί, νὰ «σφίξει τὴ ζώνη του», νὰ διώχνει τὶς αἰσχρὲς φαντασίες, νὰ χρησιμοποιεῖ τὸ ξύλο καὶ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ πόλεμος θὰ ὑποχώρησει. Μετὰ ἀπὸ κάποιο διάστημα ξανάρθε ὁ μοναχὸς καὶ εἶπε ὅτι ἀκολούθησε τὴν ἐντολή, ἀλλὰ ὁ πόλεμος συνεχιζόταν. Τοῦ ‘δωσε τὸ ξύλο ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τοῦ δείξει πῶς χτυπάει τὸν ἑαυτό του, μὰ ἐκεῖνος στὴν οὐσία χάιδευε τὸ σῶμα του. Τότε ὁ Γέροντας ἅρπαξε τὸ ξύλο, σήκωσε τὸ ζωστικὸ καὶ μὲ τρεῖς ποὺ ἔδωσε στὰ πόδια τόσπασε τὸ ξύλο. Ἀπόρησε ὁ μοναχός. «Παιδάκι μου, ἔτσι βγαίνουν τὰ δαιμόνια! Ὄχι μὲ χαϊδέματα!»

Ἔλεγε μάλιστα ὁ Γέροντας σχετικά, ὅτι μία μέρα κάνοντας τὴν εὐχή, καθὼς ἔκλεισε τὰ μάτια του, εἶδε μπροστά του ἕνα δαίμονα. Φώναξε τὸν γέρο-Ἀρσένιο ν’ ἀνάψει φωτιά, μιὰ καὶ μετὰ ἀπὸ πάλη τὸν εἶχε δέσει, ὥστε νὰ τὸν κάψουν. Ὅταν κατάλαβε ὁ δαίμονας, ἔγινε κόρακας κι ἔφυγε. Ὅταν ξύπνησε ὁ Γέροντας, εἶδε ὅτι εἶχε ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ πάθος τῆς σαρκός. Οἱ τοῖχοι τοῦ κελλιοῦ του ἦταν χαλασμένοι ἀπὸ τὶς μπουνιὲς καὶ τὰ κτυπήματα, δείγματα τῆς πάλης του μὲ τοὺς δαίμονες.

Μέσα στὴν ἀδελφότητά μας, στὴ μικρή μας συνοδεία, βασικὸ στοιχεῖο τῆς μοναστικῆς μας ζωῆς ἦταν καὶ ἡ ἀγρυπνία. Μᾶς τὸ τόνιζε ὁ Γέροντας ὅτι χωρὶς ἀγρυπνία προκοπὴ δὲν γίνεται, δὲν ἀποκτᾶ θεμέλιο ὁ μοναχός. Καὶ ὅπως ξεύρετε, ἦταν καθιερωμένο, ἀπὸ τὴν πρώτη νύχτα ποὺ θὰ ἐρχόταν κάποιος δόκιμος στὴ συνοδεία μας ἔπρεπε οὕτως ἢ ἄλλως νὰ ἀγρυπνήσει. Ἀγρυπνούσαμε ὅλη τὴ νύχτα, Ἰδιαίτερα τὸ καλοκαίρι ποὺ ἡ νύκτα εἶναι μικρή. Ἡ ἀγρυπνία μας ἦταν δέχα ὧρες: κομποσχοίνι, μετάνοιες, μελέτη καὶ λογισμοὶ στὸν Γέροντα. Μὰ μπόρεσες νὰ κοιμηθεῖς τὸ ἀπόγευμα, μὰ δὲν μπόρεσες ἐξαιτίας πειρασμοῦ ἢ γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, ἡ ἀγρυπνία σου θὰ γίνει! Αὐτὸ ἦταν τὸ τυπικό. Οὐδεμία συγκατάβασις συγχωρεῖτο ἀπὸ μέρους τοῦ Γέροντος, ὥστε νὰ μὴν ἀγρυπνήσει ὁ ἀδελφός. Μᾶς γύμναζε πάντοτε στὴν ἀγρυπνία καὶ μᾶς ἔλεγε τὸ πόσον ὠφέλιμη εἶναι. Πόσα εἶναι τὰ κέρδη τὰ πνευματικά, πόσο πλουτίζει τὸν ἄνθρωπο, πῶς τὸν κρατάει νηφάλιο. Πόσα εἶναι τὰ χαρίσματα τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Μᾶς ὑπενθύμιζε τὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ἐγκαταλείψαμε τὸν κόσμο καὶ πήγαμε κοντὰ του ἔχοντας γνώση τοῦ αὐστηροῦ τυπικοῦ. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μὲ κάμει μοναχό, μοῦ εἶπε: «Θάνατος! Εἴτε ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς, εἴτε ζῆς, εἴτε ἀρρωστήσης, εἴτε πόνεσης, ἕνα θα ’χης στὴ σκέψη σου: ὅτι ὁ θάνατος μόνο θὰ σὲ χωρίσει ἀπὸ ἐδῶ. Μὴ ζήτησης παράκληση, μὴ ζητήσης θεραπεῖες». «Νά ’ναι εὐλογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος!»

Ὁ λογισμὸς βέβαια, πότε τῆς ὑπερηφάνειας, πότε τῆς ἀμελείας ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο, μὲ πολεμοῦσε πολύ, ἀλλὰ μᾶς ἔλεγε νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε μὲ τέλεια καταφρόνηση καὶ ἀδιαφορία. «Κράτα τὴν εὐχή! Θὰ περάσει. Φουρτούνα εἶναι- ἐπίθεσις. θὰ ὑποχώρησει. Ὅταν ἐσὺ ἀντισταθεῖς, ὅταν κρατήσεις τὸ μέτωπο γερά, ὅταν δὲν χάσεις τὸ θάρρος σου, θὰ ὑποχώρησει. Οὕτως ἢ ἄλλως αὐτὴ εἶναι ἡ τακτική τοῦ διαβόλου: νὰ ἐπιτίθεται, γιὰ νὰ σπάσει τὸ μέτωπο, νὰ ρίξει τὸ τεῖχος, νὰ προχωρήση ἡ ὁρμητικότητα τοῦ νεροῦ, νὰ κατακλύσει, νὰ γκρεμίσει ὅ,τι ὄρθιο ὑπάρχει. Κράτα τὸ τεῖχος γερά, καὶ αὐτὸς θὰ ὑποχώρησει». Καὶ ὑποχωροῦσαν οἱ λογισμοί.

Ἀγρυπνούσαμε κάθε νύχτα. Ὧρες στὴν προσευχή. Ἄλλος στὸ σκαμνάκι, ἄλλος κάτω, εἰσπνέαμε καὶ ἐκπνέαμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη. Μᾶς πολεμοῦσε ὁ ὕπνος; Ἀντιστεκόμεθα, βγαίναμε ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβα. Μὰ κρύο, μὰ βροχή, μὰ παγωνιά, ἔξω! Προκειμένου νὰ κοιμηθοῦμε καὶ νὰ χάσουμε τὴν ἀγρυπνία, προτιμότερος ὁ πόλεμος, προτιμότερη ἡ δυσκολία. Κι ἂς μὴ καταλαβαίναμε τὴν εὐχή, ἀρκεῖ νὰ ἤμεθα ἄγρυπνοι καὶ νὰ μαχώμεθα. Μᾶς συνιστοῦσε ἐπίσης ὁ Γέροντας ὅτι δὲν πρέπει νὰ λείπουν τὰ δάκρυα ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία τοῦ μοναχοῦ. Ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ κλαίει συνεχῶς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη.

Μᾶς ἔλεγε ἐπίσης ὅτι, ὅταν ἡ προσευχὴ προχώρησει καὶ καλλιεργηθεῖ προφορικὴ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, ἀρχίζει σταδιακὰ ὁ νοῦς νὰ ἁπαλάσσεται ἀπὸ τὸν μετεωρισμὸ καὶ νὰ κατακτᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ὁ νοῦς πάρει ὅλη τὴν προσευχή, τότε ἀρχίζει νὰ ἀνοίγεται ἡ καρδιὰ καὶ νὰ δέχεται τὸ κατέβασμα τῆς προσευχῆς. Καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια, μετὰ ἀπὸ βία περιεκτική, δηλ. βία γενίκη σ’ ὅλους τοὺς ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως, ἡ καρδιὰ δέχεται ὁλόκληρη τὴν προσευχὴ καὶ δημιουργεῖται ἡ καρδιακὴ κατάστασις, ποὺ εἶναι μία κατάκτηση βασιλική τῆς καρδιᾶς πάνω στὴν εὐχὴ καὶ στὰ πάθη. Κυριαρχεῖ μία εἰρήνη καὶ μία ὑποταγὴ τῶν πάντων στὴν κυβέρνηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ βασιλεύει διὰ τοῦ θείου ὀνόματός Του.

Πρωτοπόρος στὴν εὐχὴ ἦταν ὁ Γέροντας. Ἀγρυπνοῦσε πάντα μὲ μεγάλες ἐπιτυχίες. Νοερὰ προσευχὴ ἑπτὰ-ὀκτὼ ὧρες, ὀκτὼ ὧρες ὁ νοῦς μέσα στὴν καρδιά. Σκεφθεῖτε δουλειὰ μὲ τὸ ὄνομα τοϋ Χριστοῦ! Ὀκτὼ ὧρες μέσα στὴν καρδιά! Σκεφθεῖτε τὸ ὄργωμα τῆς καρδιᾶς διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ! Ἐξ οὗ γινόταν ὁ κλαυθμός, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ παράκλησις, ὁ κλαυθμὸς ἐστρέφετο πενθικὸς γύρω ἀπὸ τὸν θάνατο, γύρω ἀπὸ τὴν σταύρωση τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ μας, γύρω ἀπὸ τὴν προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο — γιατί εἶχε πάρα πολὺ μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο. Ἂν κάποτε δὲν εἶχε ἄμεσα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, τὴν προκαλοῦσε: Ἔψαλλε κανένα νεκρώσιμο τροπάριο, ἔφερνε στὴ μνήμη του ἄλλους ἀγωνιστὲς κι ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ ξεπεράσει τὴ δυσκολία καὶ νὰ ἑλκύσει τὴ θεία χάρη. Ὅλη τὴ μέρα μᾶς ὑπενθύμιζε: «Κρατᾶτε τὴν εὐχή! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με!»

Πήγαινα τὸ βράδυ, ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν καλύβα του, τὸν πλησίαζα καὶ τοῦ ἔλεγα ὅτι ὁ ὕπνος μὲ πολεμᾶ. «Κράτα γερά! Κράτα τὸ ὅπλο καὶ μὴ φοβᾶσαι», μοῦ ἀπαντοῦσε. Τὸ καλοκαίρι ἔρχονταν οἱ βάρκες καὶ ψάρευαν μὲ τὸ φῶς, μὲ τὶς λάμπες. «Βλέπεις παιδί μου, ἔλεγε, πῶς ἀγωνίζεται αὐτὸς ἐδῶ ὁ ψαρᾶς ὅλη τὴ νύχτα, γιὰ νὰ πιάσει μία χούφτα ψάρια, νὰ τὰ πάει στὸ σπίτι του, καὶ παρακολουθεῖ καὶ ἀγρυπνεῖ γιὰ κάτι τὸ γήινο; Βλέπεις, καμιὰ φορὰ τραγουδάει, γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα. Ἐμεῖς ποὺ ἤλθαμε, γιὰ νὰ ψαρέψουμε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ἀγρυπνοῦμε; Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ τραγουδοῦμε, δηλαδὴ νὰ ψάλλουμε, νὰ ὑμνολογοῦμε τὸν Θεὸ- νὰ ἀγρυπνοῦμε στοὺς λογισμούς, νὰ μὴ κοιμώμεθα. Αὐτὸς ἐδῶ κάτω ὁ ψαρᾶς γιὰ τὰ λίγα ψαράκια, ἐμεῖς ὅμως γιὰ πνευματικὴ ἄγρα, γιὰ τὸ ψάρεμα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, γιὰ χάρη περισσότερη, γιὰ μισθὸ αἰώνιο ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ. Μεγάλη ὑπόθεσις!». «Εἶναι ἀλήθεια, Γέροντα…». Κι ἔτσι μᾶς δυνάμωνε.

Ὁ Γέροντας ἀγωνιζότανε πολὺ καὶ στὴν ἐγκράτεια. Ὅταν ἔφθανε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ἐκεῖ πιὰ ἐκορυφώνετο ἡ νηστεία του. Στὴν πρώτη Σαρακοστὴ ποὺ ἤμουν κοντά Του, ἡ νηστεία ποὺ μᾶς ἐπέβαλε μοῦ φάνηκε ὑπερβολική, ἀλλὰ ἦταν πολὺ πιὸ ἤπια ἀπ’ αὐτὴν ποὺ ἔκαναν μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο τὰ προηγούμενα χρόνια. Εἶχαν κάτι πιατάκια ποὺ χωροῦσαν μερικὲς μόνο κουταλιὲς φαγητό. Αὐτὸ ἦταν τὸ φαγητὸ τοῦ εἰκοσιτετραώρου καὶ χωρὶς βέβαια ψωμί. Ἔπαιρναν ἐλάχιστη τροφή, ἴσα-ἴσα νὰ μποροῦν νὰ στέκουν στὰ πόδια τους, γιὰ νὰ ἀγωνίζονται.

Ὅταν τὸν συνάντησα ἐγώ, ἦταν μέτριος στὴν αὐστηρότητα ἐν συγκρίσει μὲ τὴν αὐστηρότητα ποὺ εἶχε, ὅταν ἦταν στὸν Ἅγιο Βασίλειο. Εἶχε ἀκουσθεῖ ἡ φήμη του ὡς μεγάλου ἀσκητοῦ καὶ πῆγαν ἀρκετοί, γιὰ νὰ μονάσουν κοντά του, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν, γιατί ἦταν ἀπαιτητικός. Ὅταν κατέβηκε στὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, ὅπου τὸν βρῆκα ἐγώ, ἦταν αὐστηρός. Κυρίως μὲ μένα ἦταν ἕνας συνεχὴς καταπέλτης. Βέβαια ὁ θεὸς τὸν φώτιζε νὰ μὲ μεταχειρισθεῖ ἔτσι, γιατί εἶχα ἀνάγκη καθαρισμοῦ ἀπὸ τὸν πολὺ ἐγωισμὸ καὶ τὴν σκουριὰ ποὺ εἶχα μέσα μου. Ἔτσι ἦταν αὐστηρότατος στὸν Ἅγιο Βασίλειο, μέτρια αὐστηρὸς στὴν Ἁγία Ἄννα καὶ ἀκόμη λιγότερο στὴ Νέα Σκήτη. Ὅταν εἶχε ἔρθει ὁ π. Παντελεήμων ἀπὸ τὴν Ἀμερική, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη του πόσο ἤπιος καὶ μαλακὸς εἶναι ὁ Γέροντας, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει τὴν παιδαγωγία στὴν ὁποία μὲ ὑπέβαλε. Κι ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ὁμολογοῦσε ὅτι στὸν Ἅγιο Βασίλειο, ὄντας νέος ἦταν πολὺ αὐστηρός, προϊόντος ὅμως τοῦ χρόνου θεώρησε προτιμότερο καὶ ἀποτελεσματικότερο νὰ ἐπιβάλλεται ὄχι μὲ τὴν αὐτστηρότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ συγκατάβαση.

Στὴν πρώτη Σαρακοστὴ ποὺ κάναμε πάνω τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος δὲν μᾶς ἔδινε οὔτε φαγητό, οὔτε ψωμί. Μία φορὰ τὸ εἰκοσιτετράωρο τρώγαμε χυλό, ποὺ φτιάχναμε μὲ 25 δράμια ἀλεύρι. Τὸ Σαββατοκύριακο μᾶς ἔκαμνε φαγητὸ μὲ ψωμί. Τὸ βράδυ δέκα ὧρες ἀγρυπνία μὲ προσευχή, μὲ διπλάσιο καὶ τριπλάσιο κανόνα σὲ κομποσχοίνια καὶ μετάνοιες, καὶ τὴν ἡμέρα πολὺ σκληρὴ δουλειά, πράγμα ποὺ ὁπωσδήποτε μᾶς ὠφελοῦσε ψυχικά. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα, ὄντες πολὺ ἀδύναμοι ψυχοσωματικά, δὲν μποροῦμε κἄν νὰ διανοηθοῦμε τέτοια ἄσκηση. Τὰ κελλιά μας δὲν εἶχαν τὴν ἀνάπαυση τῶν σημερινῶν κελλιῶν. Ἡ ζωὴ μας ἦταν ἀνθρωπίνως δύσκολη, ἀλλὰ μὲ τὸ λογισμὸ τῆς αὐταπαρνήσεως εὔκολη. Ὅταν μᾶς καλλοῦσε ἡ ὑπακοὴ νὰ τρέξουμε ἀπὸ τὸ βουνὸ κάτω καὶ νὰ φορτωθοῦμε φορτίο, πολλὲς φορὲς πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις μας, τὸ κάναμε ἀμέσως, χωρὶς καμία ἀντίρρηση. Μὰ αὐτὴ ἦταν ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος: Ὁ πρόθυμος ἄνθρωπος εἰς τὰ σωματικὰ εἶναι καὶ στὰ πνευματικὰ πρόθυμος, ὅταν ἐγκεντρισθεῖ τὸ πράγμα- ὅταν γίνει σὲ μία ὑπόσταση. Τότε ὁλοκληρώνεται ὁ ἀγωνιστὴς εἰς πνευματικὸν ἄνθρωπον. Διότι ὁ κόπος ὁ σωματικὸς ἐν γνώσει καὶ ἀληθείᾳ βοηθᾶ θαυμάσια τὸν ἄνθρωπο, τὸν μοναχὸ εἰς μετάνοια, εἰς πένθος καὶ εἰς δάκρυα. Αὐτοὶ οἱ κόποι τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νύκτας, μὲ τὶς προσευχὲς τοῦ Γέροντος, μᾶς ἔφερναν δάκρυα νύχτα-μέρα. Μὰ στὴν προσευχὴ ἦταν αὐτά, μὰ στὸ διακόνημα, μὰ πάνω στὸν κόπο, τὰ μάτια δὲν σταματοῦσαν. Φθάναμε στὸ σημεῖο νὰ μὴ νιπτώμεθα μὲ νερό, ἀλλὰ μὲ τὰ δάκρυα. Γι’ αὐτὸ πολλὲς φορές, ὅταν πέφταμε νὰ κοιμηθοῦμε, εὐωδία Θεοῦ μᾶς κύκλωνε. Οἱ εὐχὲς τοῦ Γέροντα ἦταν πολὺ δυνατές.

Μοῦ ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι στοὺς μεγάλους πειρασμοὺς γνώρισε χειροπιαστὰ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὸν πειρασμὸ ποὺ ὑπομένει κάποιος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁ Θεὸς ἀποκρίνεται. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται διὰ τὸν Θεὸν μὲ πολὺ καλὴ προαίρεση, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀφήσει νὰ πειρασθεῖ ὑπεράνω τῶν δυνάμεών του. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνταπόδοση ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μᾶς τὸ λέει αὐτὸ κι ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος: «Ὅταν κανεὶς περνάει μεγάλο πειρασμὸ καὶ παρακάλεσει τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει καὶ εἰσακουσθεῖ, ὁ ἄνθρωπος στερεῖται ἀνάλογης χάρης, ὅσο ἦταν τὸ μέγεθος τοῦ πειρασμοῦ τὸν ὁποῖον τοῦ ἀφαίρεσε»*. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὅποιος θέλει νὰ γνωρίσει τὴν χάρη τὸ πολύ, νὰ κάνει ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Μὲ πίστη κι ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ νὰ κράτηση τὸ μέτωπο, κι ὁ Θεὸς εἶναι παρών.

Κάποτε ὁ Γέροντας περνοῦσε κάποιο μεγάλο πειρασμὸ ἐξωτερικά, ἀλλὰ κοπίαζε πάρα πολὺ καὶ ψυχικά. Κατέφυγε λοιπὸν στὴν ἐκκλησία καὶ ἔχυσε ὅλο τὸν πόνο τῆς καρδιᾶς του μπροστὰ στὴν Παναγία, τὴν ὁποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει, ἔκλεισαν τὰ σωματικά του μάτια κι ἄνοιξαν τὰ ψυχικά. Εἶδε ὅτι ἡ Παναγία βγῆκε, ξεκόλλησε ἀπὸ τὸ τέμπλο κι ὁλοζώντανη στάθηκε μπροστά του ἔχοντας στὴν ἀγκαλιὰ της τὸν Κύριο, βρέφος μικρό. «Μὴ στενοχωριέσαι, τοῦ εἶπε, ἐγὼ θὰ σὲ βοηθήσω». Κι ἁπλώνοντας τὸ βρέφος τὸ χεράκι Του τὸν θώπευε στὸ πρόσωπο καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ Γέροντα γέμισε μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ἔρωτα Θεοῦ. Ἡ στενοχώρια ἔφυγε καὶ ἡ ὑπόθεση τακτοποιήθηκε πολὺ καλά.

Ἂν πεῖτε γιὰ τὴ σιωπή, λόγο δὲν ἔβγαζε χωρὶς ἀνάγκη. Ἰδιαιτέρως τὴ Μεγάλη Σαρακοστή, ὅταν ἦταν μόνοι τους μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, τηροῦσαν σιωπὴ ὅλη τὴν ἑβδομάδα. Μιλοῦσαν μόνο ἀπὸ τὸν ἑσπερινό τοῦ Σαββάτου ἕως τὸ ἀπόδειπνο τῆς Κυριακῆς καὶ μετὰ πάλι σιωπηλοὶ ὅλη τὴν ἑβδομάδα- μὲ νοήματα συνεννοοῦντο. Καὶ ἐπειδὴ πολλὴ ὠφέλεια εἶχε δεῖ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς σιωπῆς, ἀπαγόρευε καὶ σὲ μᾶς νὰ μιλοῦμε μεταξύ μας, μόνο γιὰ τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα ἔπρεπε νὰ χαλοῦμε τὴ σιωπή. Ὅταν μᾶς ἔστελνε ἔξω ἀπ’ τὸ ἡσυχαστήριό μας γιὰ κάποια διακονία, δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ μιλήσουμε μὲ κανένα. Θυμᾶμαι, ὅταν ἐπέστρεφα, πάντοτε μοῦ ἔκαμε ἀκριβῆ ἐξέταση, ἂν ἐτήρησα ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ σιωπή. Σὲ παράβαση δύο-τριῶν λέξεων ὁ πρῶτος μου κανόνας ἦταν διακόσιες μετάνοιες.

Ὅπως σᾶς ἔχω ξαναπεῖ, ὅταν ὁ Γέροντας ἤθελε κάπου νὰ πάει μὲ τὸν γέρο-Ἀρσένιο, σὲ κάποιο μοναστήρι φερ’ εἰπεῖν, ξεχώριζαν, κρατοῦσαν μία ἀπόσταση καθ’ ὁδὸν καὶ λέγανε τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δὲν πηγαίνανε μαζί, γιὰ νὰ μὴ τοὺς νικήσει ὁ διάβολος τῆς ἀργολογίας καὶ ἀπὸ τὴν ἀργολογία ξεκινήσει ἡ κατάκριση καὶ τόσα ἄλλα. Γιατί παίρνανε τὸ μέτρο αὐτό; Μὰ γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν πειρασμό. Γιατί ὁ πειρασμὸς παίρνει τὴν εὐκαιρία καὶ προσπαθεῖ νὰ ρίξει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία.

Καμιὰ φορὰ ὁ γέρο-Ἀρσένιος, εἴτε γιατί ἦταν παππούλης εἴτε γιατί ἦταν ἁπλός, πήγαινε νὰ πεῖ κανένα λόγο γιὰ κάποιον ἀδελφὸ ἐκτός τῆς συνοδείας ἢ ἐντὸς ἢ κάποιο νέο ποὺ ἔμαθε. Μόλις ἄρχιζε, μὲ τὶς πρῶτες λέξεις, ὁ Γέροντας σήκωνε τὸ χέρι του, τοῦ δινε μιὰ στὸ κεφάλι κι ἔλεγε: «Ἀρσένιε, πρόσεχε- μὴ κατακρίνεις, δὲν ἐπιτρέπεται- θὰ χάσεις τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ». «Ἔλα, τζάνεμ, τί εἶπα;», ἀπαντοῦσε. «Αὐτὸ ποὺ εἶπες εἶναι εἰς θέσιν νὰ σοῦ στερήσει τὴν εὐλογία τῆς προσευχῆς. Τί ἄλλο θέλεις;». «Εὐλόγησον!». Ἀλλὰ ἐμεῖς οἱ νεότεροι ν’ ἀνοίξουμε τὸ στόμα νὰ μιλήσουμε, αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζαμε, ἢ νὰ μιλήσουμε μεταξύ μας καὶ νὰ ἀργολογήσουμε, δὲν τὸ εἴδαμε ποτέ.

Ἔμπαινε στὸ καράβι ὁ Γέροντας νὰ πάει π.χ. ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα στὴ Δάφνη: Τὸ κεφάλι κάτω καὶ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με…» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τί κάνετε, π. Ἰωσήφ, πῶς πάει ἡ συνοδεία;». «Καλά, καλά, εὐλογεῖτε. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…», τὸν ἔκοβε.

Ἐπιστατοῦσε πολὺ στὸ θέμα τῆς ἀργολογίας. Ἡ κατάκριση ἦταν ἀνύπαρκτη. Ὅταν ἐπιχειροῦσε κανεὶς νὰ μιλήσει, καταπέλτης ὁ Γέροντας: «Ἐδῶ μέσα δὲν χωροῦν νέα καὶ εἰδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπὴ καὶ εὐχή! Τίποτ’ ἄλλο! Δὲν ἤρθαμε ἐδῶ νὰ περάσουμε τὸν καιρό μας. Ὁ διάβολος καιροφυλακτεῖ, ἄγρυπνει τρέχει ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν λιοντάρι, ποιὸν νὰ βρεῖ σὲ ἀμέλεια, σὲ ραθυμία, σὲ ἀπρόσεκτη κατάσταση, νὰ τὸν ἁρπάξει. Πρέπει νὰ ‘χωμε τὸ νοῦ μας». Αὐτὰ καὶ τόσα ἄλλα, γιὰ μᾶς τοὺς νεωτέρους, τοὺς νέους μοναχοὺς ποὺ ἤμεθα κοντὰ στὸ Γέροντα, ἦταν ὁ θεμέλιος λίθος, τὸ βαθὺ θεμέλιο. Ἐὰν δὲν εἴχαμε αὐτὲς τὶς νουθεσίες τοῦ Γέροντος κι ἐμεῖς ἀπὸ πλευρᾶς μας δὲν τὶς ἐφαρμόζαμε καὶ δὲν τὶς ὑλοποιούσαμε δὲν θὰ γινόταν τίποτε ἀπολύτως.

Μόλις κάποιος νέος ἀδελφὸς προσετίθετο στὴν συνοδεία μας, ἡ πρώτη διδασκαλία ποὺ τοῦ ἔκανε ἦταν: «Παιδί μου, τὴν εὐχή, θέλω νὰ σὲ ἀκούω νὰ λὲς τὴν εὐχή!». Κι ὅταν μεγαλώσαμε καὶ γίναμε Ἱερεῖς καὶ ὅ,τι ἄλλο, συνέχεια τὴν εὐχή! Τοῦ ἔλεγα χαρακτηριστικὰ κάποτε: «Γέροντα, ἀπὸ τὴν εὐχὴ πονάει τὸ στόμα μου ἡ γλώσσα μου, ἔκλεισε ὁ λάρυγγάς μου, δὲν μπορῶ νὰ ἀναπνεύσω- πονάει ἡ καρδιά μου». «Δὲν παθαίνεις τίποτα, ὑπομονή!» μοῦ ἀπάντησε. Καὶ πράγματι ἡ ὠφέλεια ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Πολλὲς φορὲς ἐρχόταν τόση χάρις ἀπὸ τὴν προφορικὴ εὐχή, ποὺ ἔνιωθε κανεὶς μέσα του τόση θεία ἀγάπη, τόση ἁρπαγὴ τοῦ νοῦ του. Καὶ πάνω στὸ διακόνημα κατὰ περίεργο τρόπο ὁ νοῦς δὲν ἦταν ἁπλῶς στὴν προσευχὴ ἀλλὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία — ἐν αἰσθήσει — τοῦ ἄλλου κόσμου.

Ὅταν τὸν ρωτοῦσα γιατί καμιὰ φορὰ ἡ προσευχή μου δὲν μπορεῖ νὰ περάσει τὴ σκεπὴ τοῦ κελλιοῦ μου, ὁ Γέροντας ἀπαντοῦσε ὅτι τὴν ἐμποδίζουν τὰ δαιμόνια κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ γιὰ πείρα. Ἄλλοτε ἔβλεπες τὸν νοῦ, νὰ μὴν τὸν ἐμποδίζει ἀπολύτως τίποτε τὸ πνευματικὸ καὶ σὰν σφαίρα μὲ ἀφάνταστη καὶ ἀσύλληπτη ταχύτητα νὰ ἀνεβαίνει καὶ νὰ ἅπτεται ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ξεπερνοῦν τὴν ὑλικὴ φύσι.

Γέροντα, τοῦ ἔλεγα, δὲν νιώθω δυσκολία πάνω στὰ ἁμαρτήματά μου, δυσκολία στὴ σκέψη καὶ στὴ θεωρία τῆς ἐξόδου, δυσκολία στὸ ξεπέρασμα τῶν τελωνίων; Προσπαθῶ νὰ βάλω τὸν νοῦ μου, τὸν ἑαυτό μου στ’ ἀριστερά τοῦ Κριτοῦ γιὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ δὲν πηγαίνει, ἀλλὰ ἀθέλητα, ἀνεμπόδιστα καὶ ἀβίαστα πηγαίνει πρὸς τὰ δεξιά». «Καλά, δὲν καταλαβαίνεις;» μοῦ λέει. «Δὲν καταλαβαίνω ἀπαντῶ. «Τὴ στιγμὴ ποὺ σὰν ὑποτακτικὸς ἄφησες τὸ φορτίο σου ὅλο ἐπάνω στοὺς δικούς μου ὤμους, ἐσὺ ἐλάφρωσες. Γιὰ ποιὰ πράξη θὰ δώσεις ἀπολογία, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλα τὰ ἔχεις ἀναθέσει σ’ ἐμένα, τὰ ἔχεις ἐναποθέσει μπροστά μου, τὰ ἔχω ἀναλάβει ἐγὼ καὶ σὺ εἶσαι ἐλεύθερος; Πῶς νὰ μὴν πᾶς πρὸς τὰ κεῖ, ποιὸ πράγμα θὰ σ’ ἐμποδίσει;». Καὶ εἶχε δίκιο ὁ Γέροντας, γιατί δὲν κάναμε τίποτε χωρὶς νὰ τὸν ρωτήσουμε.

Ὅταν, ἐνῶ ἤμασταν ἀκόμη στὴν Μικρὴ Ἁγία Ἄννα, εἶδε ὁ Γέροντας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ παραμείνουμε ἄλλο λόγω τῶν δυσμενῶν συνθηκῶν διαβίωσης, τῆς σκληρῆς ζωῆς, τῶν ταλαιπωριῶν καὶ τοῦ ἀνθυγιεινοῦ κλίματος (γιατί αὐτοὶ ἦταν προχωρημένης ἡλικίας κι ἐμεῖς οἱ νέοι μὲ σακατεμένη ὑγεία, αἱμοπτύσεις κ.λ,π.), πῆρε στὴν προσευχὴ του τὴν πληροφορία νὰ φύγουμε γιὰ τὴ Νέα Σκήτη, ποὺ ἦταν πιὸ χαμηλὰ καὶ πιὸ ὑγιεινὲς οἱ συνθῆκες διαβίωσης. Μείναμε γιὰ λίγο διάστημα μέσα στὴ σκήτη, στοὺς Ἁγίους Ἀναργύρους. Ὅμως τὸ καθεστὼς καὶ κάποιες διενέξεις δὲν μᾶς ἀνέπαυαν καὶ σὰν ἄνθρωποι εἰρηνικοὶ ἀποφασίσαμε νὰ φύγουμε. Ὁ ἡγούμενος ὅμως τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὅπου ἀνήκει ἡ σκήτη, μᾶς παρεχώρησε δωρεὰν κάτι ἡσυχαστικὰ καλύβια ποὺ ἦταν ἔξω ἀπὸ τὴ Σκήτη, τὰ ὁποία καὶ μᾶς ἀνέπαυσαν πλήρως, γιατί καὶ σχέσεις διοικητικῆς φύσεως δὲν θὰ εἴχαμε μὲ τὴ σκήτη καὶ τὸ τυπικό τῆς ἐρήμου θὰ μπορούσαμε νὰ τηρήσουμε. Καὶ πράγματι μέχρι τελευταία τὸ τηρήσαμε.

Μετὰ τὴν πολυχρόνια πείρα του ὁ Γέροντας εἶχε καταλήξει ὅτι συμφέρει σὲ κάποιον νὰ βρεῖ ἕνα πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ νὰ μπεῖ σὲ ἕνα πρόγραμμα μὲ λίγους κόπους πάνω στὰ σωματικὰ καὶ νὰ ἔχει ἕνα τυπικὸ πάνω στὸ θέμα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἐγκράτειας. Αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ βρήκαμε, ὅταν κατεβήκαμε στὴ Νέα Σκήτη. Τηρήσαμε ἀκριβῶς τὸ τυπικό μας, τὴν τάξη μας, τὴν προσευχή μας, τὶς λειτουργίες, κάθε μέρα τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀκρίβεια στὶς ὁμιλίες καὶ ζούσαμε πάρα πολὺ ὄμορφα, ἕως ὅτου ὁ Θεὸς ἔκρινε, ἀποφάσισε καὶ πῆρε τὸν Γέροντα στοὺς Οὐρανούς.

Τὴ μνήμη τῆς ἐξόδου ὁ Γέροντας προσπαθοῦσε μὲ τὴν διήγηση διαφόρων Ἱστορικῶν γεγονότων νὰ μᾶς τὴν ἐμφυτεύσει πολὺ βαθιά, γιὰ νὰ ἔχουμε ἀδολεσχία πνευματικὴ καὶ γιὰ νὰ λεπτύνει ἡ συνείδησή μας πρὸς καλύτερη αὐτοκριτική, τὴν ὁποία ἐπιμελέστατα ἐφρόντιζε κι ὁ Γέροντας, κυρίως τὸ βράδυ. Μᾶς ἔλεγε ὅτι κάθε βράδυ στὴν ἀγρυπνία ἐξέταζε σὲ τί ἔσφαλε, ποιὸ πάθος κινήθηκε τὴν ἡμέρα, ποιοὶ λογισμοὶ πέρασαν ἀπ’ τὸ νοῦ του κι ἀμέσως, ὅπου ἔβλεπε ὅτι ἔσφαλε, ζητοῦσε συγχώρηση κι ἔπαιρνε ἀπόφαση γιὰ ἕνα καινούργιο ξεκίνημα καὶ ἀνάλογον γιὰ τὸ κάθε πάθος ἀγώνα τὴν ἑπόμενη μέρα. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἔκαμνε τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἐξετάζει τὴ συνείδησή του, νὰ τὴν συμβουλεύεται καὶ νὰ τῆς κάμνει ὑπακοή. Κι ἔτσι ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν τὸν κατηγορεῖ σὲ τίποτε. Ἀπὸ δῶ ἡ παρρησία στὴν προσευχή, ἀπὸ δῶ ἡ σιγουριὰ γιὰ τὸν Παράδεισο. Τὸ ἴδιο συνιστοῦσε καὶ σέ μᾶς. Ὅταν κουραζόμαστε ἀπὸ τὴ νοερὰ προσευχή, μᾶς συνιστοῦσε μελέτη, θεωρία πνευματική, αὐτοκριτικὴ καὶ πάλι νὰ ἐπανερχόμαστε στὴ νοερὰ προσευχή. Καὶ οἱ διδασκαλίες διανθίζονταν μὲ διάφορα γεγονότα καὶ ἀνάλογα περιστατικὰ Πατέρων καὶ γνωστῶν μοναχῶν.

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοιμηθεῖ ὁ Γέροντάς του ὁ γέρο-Ἐφραίμ, τὸν ρώτησε σὰν ἀρχάριος ποὺ ἦταν ἂν εἶχε πληροφορία ὅτι θὰ σωθεῖ. Ὁ γέρο-Ἐφραὶμ τοῦ ἀπάντησε πὼς νιώθει ὅτι ὅλοι θὰ σωθοῦν καὶ μόνον αὐτὸς θὰ πήγαινε στὰ ἀριστερά τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ δικαιολογοῦσε ὕστερα αὐτὸ ὁ Γέροντας λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ προφύλαξει τὸν ἄνθρωπο στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀπώλεια, τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται πολὺ ἁμαρτωλός.

Μία συνοδεία εἶχε φιλικὲς σχέσεις μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὸν Γέροντα Ἀρσένιο καὶ τοὺς ἐπισκέπτονταν γιὰ συμβουλὲς καὶ πνευματικὴ ὠφέλεια. Ὁ π. Ἰωαννίκιος, ὁ νεώτερος ἀδελφός τῆς συνοδείας, ἕνα χαριτωμένο, γεροδεμένο παιδὶ ἀπέκτησε πιὸ στενὴ πνευματικὴ σχέση μὲ τὸν Γέροντα καὶ τὸν συμβουλευόταν σὲ θέματα προσευχῆς. Οἱ συμβουλὲς τοῦ Γέροντα εἶχαν ἀποτέλεσμα μέσα του καὶ σὲ λίγο ἡ προσευχὴ ἄρχισε νὰ λέγεται ἄνετα καὶ νὰ τοῦ δημιουργεῖ καρδιακὴ θέρμη, ὁπότε ὁ νέος μοναχὸς ἐπιδόθηκε ὁλόψυχα σ’ αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἐργασία. Τὸ Θέλημα ὅμως τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ μοναχὸς αὐτὸς νὰ φύγει ἐνωρὶς ἀπὸ τὴ ζωὴ ἀρρώστησε ἀπὸ φυματίωση, ἡ ὁποία τότε ἦταν ἀνίατη καὶ θανατηφόρα. Οἱ τῆς συνοδείας του τὸν περιποιόνταν στὰ σωματικά, ἀλλὰ καὶ τὸν προετοίμαζαν γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο. Τὸ ἴδιο ἔκανε κι ὁ Γέροντάς μου, ὁ ὁποῖος, ὅταν διαπίστωσε ὅτι ὁ π. Ἰωαννίκιος δὲν μποροῦσε πλέον λόγω γενικώτερης κατάπτωσης τῶν δυνάμεών του νὰ ἀνηφορίζει μέχρις αὐτόν, προσφέρθηκε νὰ κατεβαίνει ὁ ἴδιος τὴ νύχτα, τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας μὲ τὸ κομποσχοίνι, ὥστε νὰ τὸν βλέπει, νὰ τὸν τονώνη καὶ νὰ τὸν προετοιμάζει γιὰ τὴν ἔξοδο.

Ὅταν πλέον ὁ Γέροντας διαπίστωσε ὅτι πλησιάζει ἡ ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ εἶπε, ὅταν θὰ ἀνηφορίζει πρὸς τὰ πάνω μὲ τὸν ἄγγελό του, νὰ περάσει νὰ τὸν χαιρετήσει. «Νὰ ’ναι εὐλογημένο Γέροντα», ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ ὑποτακτικοῦ. Σὲ λίγες μέρες κι ἐνῶ ὁ Γέροντας μὲ τὸν π. Ἀρσένιο κάθονταν ἔξω κι ἔφτιαχναν σταυρουδάκια, πέρασε ὁ π. Ἰωαννίκιος ἀπὸ κεῖ, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Ὁ Γέροντας τὸν αἰσθάνθηκε, τὸ εἶπε στὴν συνοδεία καὶ σὲ λίγο ἀκούστηκε κάτω ἀπὸ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν αὐτῶν τὸ καμπανάκι, δηλωτικό τοῦ θανάτου τοῦ π.Ἰωαννικίου. Τόσο μεγάλη ἦταν ἡ ὑπακοὴ τοῦ μοναχοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸν Γέροντα, παρὰ τὸ ὅτι τὸν εἶχε Γέροντα μόνον «δυνάμει».

Λίγες μέρες πρὸ τῆς δικῆς του κοιμήσεως πρὸς νουθεσία μου καὶ βοήθεια πνευματικὴ ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: «Παιδί μου νιώθω μέσα μου ὁλόκληρο Παράδεισο. Χάρι πολὺ μεγάλη, εὐλογία Θεοῦ. Βλέπεις οἱ κόποι τῆς νεότητος τί κέρδος ἔφεραν. Βλέπεις ὅτι τίποτε δὲν πῆγε χαμένο; Τὸ κάθε τι τὸ μέτρησε ὁ Θεός. Καὶ γιὰ ἕνα ποτήρι νερὸ ἀξιώνεται μισθοῦ ὁ Χριστιανός. Πολλῷ μᾶλλον οἱ κόποι οἱ μοναχικοὶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τυγχάνουν ἀνταποδόσεως ἐδῶ μὲν μὲ χάρη καὶ εὐλογία, στὸν ἄλλο κόσμο κατατίθενται στὴν τράπεζα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἀπέλθη ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, ὅλο αὐτὸ τὸ ποσὸν θὰ τὸ «σηκώσει», ὅταν βρεθεῖ ἐπάνω στὸν ἄλλο κόσμο. Δηλαδὴ οἱ καταθέσεις τῶν κόπων τὸν περιμένουν καὶ ἀνάλογα τοῦ ποσοῦ ποὺ θὰ ἔχει ἀπ’ ἐντεῦθεν κατατεθεῖ ἐκεῖ θὰ γίνει καὶ ὁ ἄνθρωπος πλούσιος ἐν τῷ Παραδείσῳ».

Τέλος ἦλθε καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἀναχωρήσεώς του. Τὸν θάνατο τὸν ἀνέμενε σ’ ὅλη του τὴν ζωή. Γιατί ἡ παραμονὴ του ἐδῶ ἦταν ἀγώνας καὶ κόπος καὶ πόνος. Λαχταροῦσε ἡ ψυχὴ του ἀνάπαυση, καὶ τὸ σῶμα του ἐπίσης. Καὶ σ’ ἐμᾶς, παρ’ ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μᾶς εἶχε ἐμφυτεύσει ἔντονη τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, μᾶς ἔκανε πολὺ δυνατὴ ἐντύπωση ἡ ἐξοικείωσή του μὲ τὸ φοβερὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Ἔδειχνε ὅτι ἑτοιμάζεται γιὰ πανηγύρι. Τόσο ἡ συνείδησίς του τὸν πληροφοροῦσε γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὅμως τὶς τελευταῖες μέρες ἔκλαψε πάλι πέραν τοῦ συνηθισμένου. Τοῦ λέει ὁ γέρο- Ἀρσένιος, νὰ τὸν παρηγόρησει: «Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχὴ ἔκανες σ’ ὅλη σου τὴ ζωή, τόσα κλάματα, πάλι κλαῖς;». Τὸν κοίταξε ὁ Γέροντας καὶ ἀναστέναξε: «Ἔ, γέρο-Ἀρσένιε! Ἀλήθεια εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες, ἀλλὰ ἄνθρωπος εἶμαι. Μήπως γνωρίζω ἂν ἦσαν ἀρεστὰ ὅσα ἔπραξα στὸ Θεό μου; Αὐτὸς Θεὸς εἶναι- δὲν κρίνει καθὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Καὶ μήπως θὰ ξαναγυρίσουμε πάλι ἐδῶ, γιὰ νὰ κλάψουμε; Τώρα ὅ,τι προλάβει ὁ καθένας μας. Ὅσο πενθήσει καὶ κλάψει, τόσο θὰ παρακληθεῖ».

Σᾶς ἔχω πεῖ καὶ ἄλλοτε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγία μας. Ἦταν ἀνωτέρα κάθε περιγραφῆς. Μόνο ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε λοιπὸν ἀπὸ καιρὸ νὰ τὸν πάρει, νὰ ξεκουρασθεῖ. Καὶ τὸν εἰσήκουσε. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν γιὰ τὴν ἀναχώρησή του. Μὲ κάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ εἶπε τί νὰ ἑτοιμάσουμε.

Τὴν παραμονὴ τῆς κοιμήσεώς του —14 Αὐγούστου 1959 — πέρασε νὰ τὸν δεῖ ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλο, μὲ τὸν ὁποῖον ἦταν πολὺ γνώριμοι. «Τί κάνετε, Γέροντα, τοῦ λέγει, πῶς πάει ἡ ὑγεία σας;» «Αὔριο φεύγω, Σωτήρη. Ὅταν ἀκούσεις τὶς καμπάνες, νὰ θυμηθεῖς τὸν λόγο μου».

Τὴν ἄλλη μέρα στὴ λειτουργία τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας ἔψαλε μὲ κόπο τὸ Τρισάγιο καὶ τὴν ὥρα ποὺ κοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε: «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου». Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας παρέμενε καθισμένος (λόγω δύσπνοιας) στὴ μαρτυρική του πολυθρονίτσα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας, περιμένοντας τὴν ὥρα καὶ τὴν στιγμή. Ἦταν σίγουρος γιὰ τὴν πληροφορία ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥρα νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιο νὰ ἀνεβαίνει τοῦ ἦλθε κάτι σὰν στενοχώρια, σὰν ἀγωνία γιὰ τὴν καθυστέρηση. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρει; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ εἶμαι ἀκόμη ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ ἀδημονεῖ τοῦ λέω μὲ θάρρος: «Γέροντα, μὴ στενοχωρῆστε. Τώρα ἐμεῖς θὰ κάνουμε εὐχὴ καὶ θὰ φύγετε». Τότε σταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι καὶ ἔντονη τὴν εὐχή. Δὲν πέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοια, διότι φεύγω». Βάλαμε τὴν τελευταία μετάνοια. Μετὰ ἀπὸ λίγο σήκωσε τὰ μάτια του ψηλὰ καὶ κοιτοῦσε ἐπίμονα γιὰ δύο περίπου λεπτά. Κατόπιν γυρίζει καὶ λέει: «Ὅλα τελείωσαν. Φεύγω. Εὐλογεῖτε!». Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δύο-τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια καὶ αὐτὸ ἦταν! Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ τὸ αἴσθημα ποὺ κυριαρχοῦσε τότε μέσα μας. Μπροστὰ μας εἴχαμε νεκρὸ καὶ μέσα μας ζούσαμε ἀνάσταση. Κι ἀπὸ τότε αὐτὸ τὸ αἴσθημα συνοδεύει πάντοτε τὴν μνήμη τοῦ Γέροντα μέσα μας.

Τώρα ἐπάνω ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται, βλέπει πιὸ καθαρὰ τὰ πράγματα πῶς γίνονται. Μᾶς βλέπει πῶς ἐργαζόμεθα. Προσεύχεται, πρεσβεύει, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φροντίζει κάπως περισσότερο, γιατί ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τὴν ἄσκηση τὴ δική του. Βλέπει τοὺς κινδύνους ποὺ διερχόμεθα, τὶς ἀτασθαλίες μας, τὰ πάθη μας, τὰ σφάλματά μας, βλέπει τόσα καὶ τόσα καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ γίνει ἴλεως. Εἴθε οἱ εὐχές του νὰ μὴ πάψουν ποτὲ νὰ μᾶς σκεπάζουν ὅλους μας στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας καὶ στὸν ἀγώνα μας γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.



* Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Τὰ σωζόμενα ἄσκητιχα, Λόγο

Σάββατο, Απριλίου 07, 2012

Ο παπα- Ιάκωβος, ο παπα-Αντώνης, και ο παπα- Αλύπιος (Τατιάννα Γκορίτσεβα)


απόσπασμα από το βιβλίο:
Είναι επικίνδυνο να μιλάς για τον Θεό
Μετάφραση Μαρία Λαγουρού
ΤΗΝΟΣ
Ο παπα- Ιάκωβος
Οι στάρετς είναι πραγματικοί ιατροί. Δεν προφέρουν ποτέ μάταια λόγια στοργικά, δίνουν ένα φάρμακο, συχνά πικρό, αλλά πάντοτε αποτελεσματικό. Κανένας δεν φεύγει από έναν στάρετς, με απελπισία, ούτε με θλίψη. Φεύγει από κοντά του παρηγορημένος, μ’ ένα ακτινοβόλο και ξανανοιωμένο πρόσωπο.
Δεν είναι μόνον η πνευματική σοφία που επιδρά, αλλά και η δύναμη της προσευχής τους, η δύναμη της θετικής και άμεσης αγάπης που γίνεται αισθητή αμέσως από τον καθένα, όπως επίσης και η απεριόριστη εμπιστοσύνη που τους δίνει ο λαός. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ρωσία ζουν με την ανάμνηση της συνομιλίας τους μ’ έναν στάρετς και με τις συμβουλές που τους έδωσε. Ο στάρετς είναι μια εικόνα του Θεού. Ακόμα και μια φορά να τον δη κανείς, καταλαβαίνει ότι δεν είναι πια δυνατόν να ζήσει όπως πριν, ότι εις το εξής ολόκληρη η ύπαρξη θα εκτιμάται σε σχέση μ’ αυτή την ομορφιά, μ’ αυτό το φως της χάριτος. Η αγιότητα στους στάρετς, γίνεται μια απαίτηση κι ένα κάλεσμα.
Η φίλη μου είπε μια φορά: «Εάν ο στάρετς Ιάκωβος είναι έτσι, τότε πως πρέπει να είναι ο Χριστός!»
Ένα τεράστιο πλήθος, ανθρώπων ακολουθούσε τον παπα-Ιάκωβο που λουζόταν από το φως της αγάπης όπου κι αν εμφανιζόταν. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ταπείνωση; Ο στάρετς Ιάκωβος λέει συχνά για τον εαυτό του: «Είμαι ένα χαλάκι όπου οι άνθρωποι σκουπίζουν τα πόδια τους». Κι ακόμα: «Προσπαθώ συνέχεια να σκαρφαλώσω στον πάγκο και ξαναβρίσκομαι από κάτω. Αλλά ξαναπροσπαθώ, δεν κουράζομαι».
Ο παπα-Ιάκωβος είχε πολύ ευρύ πνεύμα. Εγώ κι άλλοι πιστοί διανοούμενοι, συνηθισμένοι να είμαστε ανεκτικοί και να μην εκπλησσόμεθα ποτέ με τίποτα, ξαφνιαστήκαμε από αυτήν την ευρύτητα των κρίσεων των στάρετς, που δεν έχει κανένα κοινό σημείο με το φιλελευθερισμό ούτε με την αδιαφορία. Μια τέτοια ευρύτητα απόψεων κι ένα τέλειο θάρρος ήταν φανερά το αποτέλεσμα της εσωτερικής ηρεμίας, της δυνάμεως και της εμπιστοσύνης στο Θεό.
Ο στάρετς ήταν πολύ οικτίρμων. Θυμάμαι πως μια φορά μετά την ακολουθία στην εκκλησία της κοιμήσεως, είχαμε σχηματίσει μια μεγάλη ουρά περιμένοντας να δεχτούμε την αγία του ευλογία και να του φιλήσουμε το χέρι. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένας άνδρας στην εκκλησία. Ήταν ένας γνωστός μου, που μόλις είχε έρθει στο Πετσόρι με το λεωφορείο. Εγώ ήξερα καλά τη δύσκολη ζωή του. Μόλις είχε τραβηχτεί από έναν κόσμο όπου άφηνε άλυτα δράματα στην οικογένεια του και στη δουλειά του. Το νέο και κουρασμένο πρόσωπο του Νικόλα είχε την έκφραση μιας καταστροφής. Έμοιαζε χαμένος. Μεγάλη ήταν η αντίθεση αυτού του προσώπου και των άλλων που ήσαν ήρεμοι και ειρηνικοί μετά από μια μεγάλη ακολουθία.
Ο Νικόλαος, αναποφάσιστος, πιάνει θέση στην άκρη της ουράς για να ζητήσει ευλογία από τον στάρετς, αλλά ο ίδιος ο στάρετς τον προσέχει αμέσως, τον πλησιάζει, τον αγκαλιάζει (είναι η πρώτη φορά που τον βλέπει), τον φιλά στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο λαιμό. Μόνον μια μητέρα μπορεί να χαϊδέψει έτσι ένα παιδί της που υποφέρει. Ο στάρετς ρωτά το Νικόλα από που ήρθε και πότε θα μπορέσει να περάσει για εξομολόγηση.
Όταν θυμάμαι αυτή τη σκηνή, η απαίδευτη καρδιά μου μου φαίνεται πέτρινη, χονδροειδής. Στη συνέχεια είχα, εγώ η ίδια την εμπειρία της αγάπης του στάρετς. Μετά από μια συνομιλία μαζί του αποκόμισα μια αίσθηση συμφιλιώσεως χωρίς όρια, με ολόκληρο τον κόσμο, με τους ανθρώπους, τα ζώα, τις πέτρες. Δεν είναι τυχαίο το ότι ονομάζουμε το Άγιο Πνεύμα Παράκλητο: που παρηγορεί. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μας το Άγιο Πνεύμα. Ο στάρετς μου μίλησε άμεσα και αυστηρά για τα ελαττώματα μου, για την ανυπομονησία μου, για την έλλειψη ωριμότητας, αλλά βγήκα από το εξομολογητήριο παρηγορημένη σαν να είχα βρεθεί στον παράδεισο. Άλλωστε δεν έκρυβε την πρόθεση του να με παρηγορήσει. Κατά τη διάρκεια της συζητήσεως μας πολλές φορές μου είπε: «Να πως μπορώ ακόμα να σε παρηγορήσω». Η αγάπη του ήταν συγχρόνως μεγαλειώδης, τρυφερή και τόσο δυνατή, που δεν φοβόμουν καθόλου να του τα πω όλα ειλικρινά.
Με τα λόγια έδινε την εντύπωση ότι στέκεται με σεβασμό μπροστά σε κάθε μικρό χορταράκι. Δεν έλεγε, «μήλο» αλλά «μηλαράκι»• ο ίδιος ήταν μια προσωπικότητα ανανεωμένη και πυρπολημένη γεμάτη από το Λόγο και από θείες ενέργειες.
Ο στάρετς Ιάκωβος δεν έκανε γενικές ερωτήσεις. Το πλησίασμα των ανθρώπων γι’ αυτόν ήταν αναγκαστικά άμεσο και συγκεκριμένο. «Κάθε άνθρωπος θα διανύσει τον δικό του δρόμο προς τον Θεό. Πρέπει να δώσεις στον καθένα σύμφωνα με τα μέτρα του», έλεγε.
Θυμάμαι που τον είδα να μιλά με μερικές γυναίκες που του ζητούσαν μια ευλογία για το γάμο τους. Στη σκληρή εποχή μας, το πρόβλημα των γάμων και των διαζυγίων έχει γίνει δραματικό. Σπάνιος είναι ο γάμος που μπορεί να θεωρηθεί ως πετυχημένος. Επίσης, οι μισοί γάμοι στη χώρα καταλήγουν σε διαζύγιο. Γι’ αυτόν το λόγο, οι στάρετς δεν δίνουν εύκολα την ευλογία τους για ένα γάμο. Σε μια από τις γυναίκες που του είχε ζητήσει την ευλογία του, ο πατήρ Ιάκωβος έκανε την εξής ερώτηση:
«Μπορείς να φέρεις στον κόσμο έναν άγιο; “Αν μπορείς τότε παντρέψου, διαφορετικά δεν σου δίνω την ευλογία μου».
Σε μιαν άλλη είπε:
«Είσαι μια μορφωμένη γυναίκα, η επιστήμη υπήρξε πάντα για σένα το ουσιωδέστερο πράγμα, από την άλλη μεριά ο γάμος ζητά πολλές θυσίες. Είσαι ικανή να θυσιάσεις τις επιστημονικές σου ασχολίες για ν’ αφιερώσεις το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σου σε πράγματα βαρετά για σένα: το νοικοκυριό, τα ψώνια, το πλύσιμο; Κι αν έχεις παιδιά, θα πρέπει αναγκαστικά να κάνεις αυτήν τη θυσία. Σκέψου».
Κι έτσι μιλούσε στην κάθε μια μ’ έναν διαφορετικό τρόπο.
Σε νεοφώτιστους σαν κι εμάς, ο παπα-Ιάκωβος, του άρεσε να λέει: «Ετοιμαστείτε, για μια μεγάλη απόσταση, μη βιάζεστε». Συγχρόνως ήταν απαιτητικός αγρυπνούσε αυστηρά ώστε να υπάρχει μια πνευματική πρόοδος, και ώστε οι δυνάμεις των πνευματικών του παιδιών ν’ αυξάνονται μέρα με τη μέρα.
Ο παπα-Αντώνης
Ο παπα-Αντώνης είναι ένας εξορκιστής γνωστός σ’ όλη τη Ρωσία. Είναι αδύνατος, κοντός, με γκρίζα μαλλιά. Είναι ένας καλόγερος ακόμα εν δυνάμει που δεν έχει φτάσει τα εξήντα. Απ’ όλες τις γωνιές της χώρας έρχονται στο μοναστήρι για τους δαιμονισμένους και τους αρρώστους. Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ότι στην καθημερινή ζωή οι δαιμονισμένοι δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους άλλους ανθρώπους. Αλλά στο μοναστήρι το χειρότερο και το καλύτερο αποκαλύπτονται. Στον κόσμο πολλές απ’ αυτές τις δυστυχισμένες γυναίκες (υπάρχουν επίσης και άνδρες, αλλά είναι λιγώτεροι) αισθάνονται ένα μόνιμο βάρος που τις καταπιέζει με ανυπόφορο τρόπο. Αυτό το αίσθημα τις σπρώχνει να βρουν την απελευθέρωση στα μοναστήρια. Μερικές στιγμές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας στο μοναστήρι του Πετσόρι, ακούμε ουρλιαχτά: μερικοί βγάζουν κραυγές ζώων, άλλοι χτυπιούνται κατά γης, άλλοι πάλι, επιθετικοί, βλασφημούν. Δεν είναι εύκολο να τους οδηγήσουν για τη Θεία κοινωνία, χρειάζονται πολλοί για να τους συγκρατήσουν. Πάντα έμενα έκπληκτη από την απόλυτη ηρεμία του ιερέα που έδινε τη Θεία κοινωνία. Ενεργούσε σαν να είχε δύναμη, σαν ένας γιατρός και σαν ένας νικητής! Μετά τη Θεία κοινωνία οι δαιμονισμένοι, γενικά, ηρεμούσαν, τα πρόσωπά τους γινόντουσαν γλυκά και τρυφερά, πολλοί έκλαιγαν σιωπηλά.
Δυό φορές την εβδομάδα, ο παπα-Αντώνης οργανώνει μιαν ακολουθία για εξορκισμό. Η είσοδος είναι αυστηρά απαγορευμένη στους ξένους. Ο στάρετς διαβάζει για κάμποσες ώρες ειδικές προσευχές. Τότε είχε για βοηθό έναν νεαρό μοναχό, όλοι οι άλλοι ήταν άρρωστοι.
Στην αρχή, οι δαιμονισμένοι φωνάζουν, φτύνουν τον στάρετς, κυλιούνται κατά γης. Αλλά σιγά-σιγά μερικοί απ’ αυτούς ηρεμούν, άλλοι αρχίζουν να βοηθούν τον στάρετς, να βάζουν κεριά, να προσεύχονται μαζί του.
Τέτοιες ακολουθίες μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν παράνομη λατρεία σύμφωνα με τους σοβιετικούς νόμους. Στην χώρα μας η εξάσκηση, κατά κάποιον τρόπο, θεραπευτικών μεθόδων που γίνονται χωρίς δίπλωμα, χωρίς ένα ιατρικό πιστοποιητικό τιμωρούνται αυστηρά.
Στο μοναστήρι, έλεγαν, ότι ο παπα-Αντώνης είχε φάει πολλές φορές ξύλο από αστυνομικούς που τον άφηναν σχεδόν ημιθανή. «Η εκδίκηση των δαιμόνων» έλεγε ο κόσμος. Μια φορά, συνέβηκε μπροστά στους άλλους μοναχούς. Ρώτησα έναν από τους αδελφούς «Γιατί δεν τον υπερασπιστήκατε;» Ο μοναχός μου απάντησε: «Ως μοναχός δεν μπορώ ν’ αναμιχθώ στα σχέδια του Θεού. Ο παπα-Αντώνης ήθελε να υποφέρει για τον Χριστό, ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο».
Ο παπα- Αλύπιος
Ο παπα-Αλύπιος συχνά καθόταν στο μπαλκόνι του ηγουμενείου. Είχε μια κάποια πλευρά ενός κατά Χριστόν σαλού. Είχε διάλογο με τους προσκυνητές χωρίς να κατεβαίνει από το μπαλκόνι του. Είχε το χάρισμα μιας καταπληκτικής διακρίσεως.
Μια νέα γυναίκα καλοντυμένη πλησίασε το μπαλκόνι με χαμηλωμένα μάτια.
«Δώστε μου την ευλογία σας, πάτερ Αλύπιε. Θέλω να γίνω μοναχή».
«Εσύ, μοναχή; Δεν σου δίνω την ευλογία μου. Και πρόσθεσε θυμωμένος: Πήγαινε να εργαστείς σαν νοσοκόμα στο νοσοκομείο θ’ αρχίσεις να πίνεις, θα μάθεις να ορκίζεσαι αλλά κάνοντας αυτή την δουλειά θα σωθείς ενώ μέσα στο μοναστήρι θα χαθείς. Δεν σου δίνω την ευλογία μου».
Συχνά ομάδες τουριστών επισκέπτονται το μοναστήρι. Βρίσκονται σε αναζήτηση καλλιτεχνικών μνημείων, εξωτισμού της μοναστικής ζωής. Οι επισκέπτες σχηματίζουν μικρές ομάδες αναποφάσιστες. Πολλοί απ’ αυτούς αισθάνονται ότι βρίσκονται σ’ έναν ξεχωριστό κόσμο που τους ενδιαφέρει, αλλά δεν ξέρουν πως να κινηθούν, πως να κοιτάξουν και να μιλήσουν σε τέτοιες ασυνήθιστες συνθήκες. Δίπλα στους μοναχούς με τις αρμονικές και πλαστικές κινήσεις, οι ξένοι φαίνονται χαμένοι και γελοίοι. Μερικοί απ’ αυτούς δείχνουν να ντρέπονται για την περιέργεια τους, άλλοι (είναι λίγοι) συμπεριφέρονται με προκλητικό τρόπο. Κυρίως ενοχλούνται από τους πρόσφατα μεταστραφέντες, όπως εγώ και η φίλη μου.
«Πως είναι δυνατόν νέες γυναίκες με πρόσωπα διανοουμένων, να βρίσκονται σ’ ένα μοναστήρι, να κάνουν τον σταυρό τους, να προσκυνούν τις εικόνες, να φοράνε μαντήλες, κι όλα αυτά στην εποχή κοσμογονικών εξελίξεων στην εποχή της επιστήμης! Είναι τελείως τρελλές».
Μερικοί επισκέπτες, οι πιο νευρικοί, φλέγονται από την επιθυμία να παλέψουν εναντίον αυτού του ναρκωτικού που λέγεται θρησκεία. Συνήθως οι μοναχοί περνούν από μπροστά τους χωρίς να τους απευθύνουν τον λόγο. Μόνον στον ηγούμενο του μοναστηριού τον παπα-Αλύπιο αρέσει να μιλά με τους άθεους.
«Δεν ντρέπεστε να κοιτάτε τον λαό κατάματα! φωνάζει μια από τις μαχητικές άθεες. Είσαστε παράσιτα, ζείτε εις βάρος του λαού. Από που βγαίνει το ψωμί που τρώτε;»
«Εμείς είμαστε ο λαός, απαντά ήσυχα ο παπα-Αλύπιος. Δεν μπορούν να μας ξεχωρίσουν από τον λαό. Για παράδειγμα δεκαπέντε από τους μοναχούς μας έχουν πολεμήσει. Άλλωστε κι εγώ είχα λάβει μέρος στον πόλεμο».
Βέβαια, ο παπα-Αλύπιος, δεν θέλησε να μπει σε λεπτομέρειες μπροστά σ’ αυτήν τη γυναίκα για να της πει ότι τώρα τα μοναστήρια δίνουν στο κράτος το εξήντα τοις εκατό των εσόδων τους. Πληρώνουν ένα φόρο, και το κράτος, χωρισμένο από την Εκκλησία, δεν μπορεί παρά να ζηλέψει την καλή οργάνωση της μοναστικής οικονομίας και της δουλειάς των μοναχών, που γίνεται με προσευχή• πολλές φορές η δουλειά μοιράζεται και σε προσκυνητές που συμμετέχουν με πολύ χαρά. Στην σημερινή Ρωσία που μαστίζεται από τη φτώχεια ολόκληρα χωριά τρέφονται από τις κουζίνες των μοναστηριών.
Ο παπα-Αλύπιος, ζωγράφος στα νεανικά του χρόνια, αγαπά πολύ τη δημιουργική νεολαία. Οι ειδωλολάτρες και οι σκεπτικιστές του χθες, οι ανατρεπτές των ηθικών κανόνων και κάθε εξουσίας, σήμερα προφέρουν τ’ όνομά του με χαμηλή φωνή, με σεβασμό.
πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...